Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 337/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ  ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός  απόφασης :

337/ 2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ  – ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ : Του Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣ ΠΕΙΡΑΙΑ», το οποίο εδρεύει στον Πειραιά, όπως  εκπροσωπείται νόμιμα από τον Δήμαρχο του, ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από την πληρεξούσια του δικηγόρο Μαρία Καραγκιοζοπούλου.

ΤΟΥ ΚΑΘ΄ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ  ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣΚΑΘΌΥ Η ΑΙΤΗΣΗ:  ………….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο του δικηγόρο Χρήστο Οικονομάκη (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

Το εφεσίβλητο άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  την από με την από 20.12.2017 (αρ. εκ.καταθ. ………./2017) ανακοπή, και  τον  από 15.2.2018 (αρ. εκθ. κατ. ………/2018) πρόσθετο λόγο  του, επί των οποίων εκδόθηκε κατά την ειδική   διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (αυτοκινήτων)  η με αρ. 1084/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου  ο καθ΄ού η ανακοπή με την από 2-5-2019 και  με αριθμό κατάθεσης ………./2019 έφεσή του. Ο καθ΄ού η ανακοπή άσκησε την από 7-8-2019 και υπ’ αριθ. καταθ. ………./2019 αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση.

Οι άνω υποθέσεις προσδιορίστηκαν προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 2.4.2020, οπότε και ματαιώθηκαν. Επαναφέρθηκαν προς συζήτηση με τις  από  13-7-2020 με αριθ. καταθ.  …../2020 και ………/2020 κλήσεις του εφεσίβλητου -αιτούντος και προσδιορίστηκαν για τη δικάσιμο που αναφέρθηκε στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση των άνω υποθέσεων, αφού συνεκφωνήθηκαν από το πινάκιο, η πληρεξούσια Δικηγόρος του καλούντος – εφεσίβλητου αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις της, ο δε  πληρεξούσιος  Δικηγόρος του καθ΄ού η κλήση – εκκαλούντος  παραστάθηκε με δήλωση  του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και  αναφέρθηκε στις προτάσεις που είχαν προκαταθέσει.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

           Στο Δικαστήριο αυτό εκκρεμούν  :  α)   η από 2-5-2019 και  με αριθ. κατάθ. ………./2019 έφεση του εκκαλούντος  και β)  η από 7-8-2019 και υπ’ αριθ. καταθ. ………/2019 αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, του εφεσίβλητου   ΟΤΑ, οι οποίες επαναφέρονται προς συζήτηση με τις από 13-7-2020 με αριθ. καταθ.  ……../2020 και ………/2020 κλήσεις του εφεσίβλητου – αιτούντος, και πρέπει να  συνεκδικασθούν,  επειδή έτσι διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, αποφεύγεται η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31 § 1, 246 ΚΠολΔ).

Η  από 2-5-2019 και  με αριθμό κατάθεσης …………./2019  έφεση των εκκαλούντος  – καθ΄ού η ανακοπή  κατά της με αρ. 1084/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (αυτοκινήτων) έχει ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα,  δεδομένου ότι δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε παρήλθε τριετία από τη δημοσίευσή της (άρθρα 495 §§ 1 και 2, 511, 513 § 1 εδ. β`, 516 § 1 517 § 1 Κ.Πολ.Δ.), ενώ, επίσης, έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα  το νόμιμο παράβολο κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ (βλ. το με αρ. ………  e παράβολο ποσού 100 €). Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Το εφεσίβλητο με την από 20.12.2017 (αρ. εκ.καταθ. ………./2017) ανακοπή, και  τον  από 15.2.2018 (αρ. εκθ. κατ. ………/2018) πρόσθετο λόγο  του  προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς ζήτησε  την ακύρωση της    από 18.12.2017 επιταγής προς εκτέλεση  κάτω από αντιγράφου α’ εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθ. 4922/2009 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση που  έκανε δεκτή την ανακοπή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εκκαλών παραπονούμενος για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου.

Με το άρθρο 276 του ισχύοντος κατά τον επίδικο χρόνο Ν 3463/2006 ορίζεται ότι «Για την παραγραφή των αξιώσεων κατά των Ο.Τ.Α. εφαρμόζονται οι διατάξεις που διέπουν την παραγραφή των αξιώσεων κατά του Δημοσίου. Κάθε άλλη διάταξη που ορίζει μεγαλύτερο χρόνο παραγραφής των αξιώσεων κατά των Ο.Τ.Α. καταργείται». Περαιτέρω, Κατά τη διάταξη του άρθρου 90 §  6 του Ν. 2362/1995, «χρηματική απαίτηση κατά του Δημοσίου, που έχει αναγνωρισθεί σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται από τη νομοθεσία περί Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ή που έχει βεβαιωθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή για την οποία έχει εκδοθεί τίτλος πληρωμής, υπόκειται σε παραγραφή πέντε ετών, που αρχίζει από την αναγνώριση ή την τελεσιδικία ή την έκδοση του τίτλου πληρωμής, αντίστοιχα», ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 94 εδ. τελευτ. του ιδίου νόμου, «η παραγραφή λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα από τα δικαστήρια». Σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 90 § 6 του Ν. 2362/1995 θεσπίσθηκε συντομότερη παραγραφή (5ετής) για τις αξιώσεις κατά του Δημοσίου, που βεβαιώθηκαν με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, σε σχέση με την παραγραφή (20ετή) που θεσπίσθηκε με το άρθρο 86 § 3 του ιδίου νόμου για τις αντίστοιχες αξιώσεις του Δημοσίου κατά τρίτων αλλά και με την παραγραφή (20ετή), που θεσπίζει για τις αξιώσεις αυτές η γενική διάταξη του άρθρου 268 ΑΚ. Η διαφοροποίηση αυτή αποβλέπουσα στην ορθή άσκηση της δημόσιας εξουσίας μέσω της διαφύλαξης της δημοσιονομικής ισορροπίας και της περιουσίας του Κράτους, σε λόγους δηλαδή γενικότερου δημοσίου συμφέροντος, δεν αντίκειται κατ’ αρχήν στο άρθρο 4 § 1 του Συντάγματος ούτε στο άρθρο 26 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 2462/1997 (Α΄ 25) (πρβλ ΑΕΔ 1, 2, 25/2012). Εξάλλου, η προβλεπόμενη ως άνω 5ετής παραγραφή είναι εύλογη και μέσα στα πλαίσια των συνήθη χρόνων παραγραφής, από την άποψη ότι παρέχει επαρκή χρόνο στον επιμελή διάδικο για την διεκδίκηση των αξιώσεών του, έτσι ώστε να μην καθίσταται εκ του λόγου αυτού αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερής η αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματός του. Κατ’ ακολουθία, η εν λόγω ρύθμιση δεν αντίκειται στο άρθρο 17 του Συντάγματος και στο 1ο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ, ούτε στην κατοχυρωμένη με το άρθρο 25 § 1 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας, εφόσον το θεσπιζόμενο με αυτήν μέτρο, που έχει ως σκοπό την ταχεία εκκαθάριση των υποχρεώσεων του Δημοσίου (αλλά και των ΟΤΑ, στους οποίους έχει εφαρμογή), προς αποφυγή ανατροπής, μετά την πάροδο μακρού χρονικού διαστήματος, των οικονομικών δεδομένων, κατά συνεκτίμηση των οποίων αυτά προβαίνουν στο σχεδιασμό της οργανώσεως και του τρόπου λειτουργίας τους, αλλά και στην σύνταξη και εκτέλεση του προϋπολογισμού τους, είναι κατάλληλο προς επίτευξη του σκοπού αυτού και δεν υπερβαίνει το αναγκαίο προς τούτο μέτρο (ΣτΕ 2851/2017, ΣτΕ 54/2016 ΝΟΜΟΣ, επίσης πρβλ ΑΠ 285/2013 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, όσον αφορά την παραγραφή των αξιώσεων κατά των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, τόσον το προϊσχύσαν ΠΔ 410/1995 (Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας), όσον και ο ισχύων Ν. 3463/2006 (Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων) αντιστοίχως στα άρθρα 304 εδ. α’, β και 276 § 2 ορίζουν με ίδιες διατάξεις ότι, «Για την παραγραφή των αξιώσεων κατά των ΟΤΑ εφαρμόζονται οι διατάξεις που διέπουν την παραγραφή των αξιώσεων κατά του Δημοσίου. Κάθε άλλη διάταξη που ορίζει μεγαλύτερο χρόνο παραγραφής των αξιώσεων κατά των ΟΤΑ καταργείται». Συνεπώς, η προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 90 § 6 του Ν. 2362/1995 έχει εφαρμογή και στους ΟΤΑ (ΑΠ 303/2016, ΑΠ 285/2013, ΑΠ 284/2011 ΝΟΜΟΣ), οι οποίοι, άλλωστε, εξαιρούνται από την εφαρμογή του ΝΔ 496/1974 «Περί λογιστικού των ΝΠΔΔ» κατά το άρθρο 56 § 1 αυτού (ΣτΕ 54/2016 ΝΟΜΟΣ). Ήδη, με το άρθρο 177 του Ν. 4270/2014  περί Δημόσιου Λογιστικού η διάταξη του άρθρου 90 § 6 καταργήθηκε, και στη θέση της  θεσπίστηκε το άρθρο 140 του ανωτέρω νόμου, που έχει το ίδιο περιεχόμενο με την καταργηθείσα, προβλέποντας πενταετή παραγραφή για χρηματικές απαιτήσεις κατά του δημοσίου, που έχουν βεβαιωθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, πλην όμως σύμφωνα με τη παράγραφο 2 περ. γ’  του άρθρου 183  του αυτού νόμου, οι διατάξεις του Υποκεφαλαίου 12 του Κεφαλαίου Β΄ του Μέρους Δ΄  (του Ν. 4270/2014), στο οποίο εμπίπτει και το άρθρο 140, ισχύουν για απαιτήσεις του Δημοσίου που βεβαιώνονται προς είσπραξη μετά την 1-1-2015 καθώς και για απαιτήσεις σε βάρος του Δημοσίου που γεννώνται μετά την ημερομηνία αυτή. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 93 του Ν. 2362/1995, «Με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων, παραγραφή των χρηματικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου διακόπτεται μόνο: α) Με την υποβολή της υποθέσεως στο δικαστήριο ή σε διαιτητές, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων, του δικαστηρίου ή των διαιτητών. β) Με την υποβολή στην αρμόδια δημόσια αρχή αιτήσεως για την πληρωμή της απαιτήσεως, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από τη χρονολογία που φέρει η έγγραφη απάντηση του Διατάκτη ή της αρμόδιας για την πληρωμή της απαιτήσεως αρχής. Αν η αρμόδια δημόσια αρχή δεν απαντήσει, η παραγραφή αρχίζει μετά πάροδο έξι μηνών από τη χρονολογία υποβολής της αιτήσεως. Υποβολή δεύτερης αιτήσεως δεν διακόπτει εκ νέου την παραγραφή. γ) Με την υποβολή αιτήσεως προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους για την αναγνώριση της απαιτήσεως, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από τη χρονολογία που φέρει η έγκριση ή μη από τον Υπουργό Οικονομικών του οικείου πρακτικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Υποβολή δεύτερης αιτήσεως δεν διακόπτει εκ νέου την παραγραφή. δ) Με την επίδοση επιταγής για εκτέλεση, όπου αυτή επιτρέπεται. ε) Με την έκδοση τίτλου πληρωμής. Η ολική ή μερική συμψηφιστική εξόφληση δεν διακόπτει την παραγραφή. στ) Με την αναγνώριση της απαιτήσεως υπό του Δημοσίου με πρακτικό του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που έχει εγκριθεί από τον Υπουργό Οικονομικών. Αυτό ισχύει επί οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου, συμπεριλαμβανομένης και της εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού». Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι, η διακοπή της παραγραφής επί απαιτήσεων κατά ΟΤΑ επέρχεται μόνο με τους ειδικά για το Δημόσιο  προβλεπόμενους τρόπους, μεταξύ των οποίων δεν είναι η αναγνώριση της αξίωσης από τον υπόχρεο με οποιοδήποτε τρόπο κατά το άρθρο 260 ΑΚ,  όπως αυτό συνάγεται από το όλο περιεχόμενο των διατάξεων του Δημόσιου Λογιστικού, το οποίο επιδιώκοντας να ρυθμίσει ειδικώς τις περιπτώσεις διακοπής της παραγραφής των χρηματικών αξιώσεων κατά του Δημοσίου και των ΟΤΑ, ώστε τα νομικά αυτά πρόσωπα να γνωρίζουν, ως οφειλέτες, τον ακριβή χρόνο της παραγραφής των εναντίον τους αξιώσεων, με το άρθρο 93 του Ν. 2362/1995 απαριθμεί αποκλειστικώς τους λόγους διακοπής της παραγραφής, χωρίς παραπομπή στις σχετικές διατάξεις του ΑΚ (ΑΠ 3/2020,  NΣΚ 238/2017,  ΜΕφΠειρ 106/2020, ΜΕφΠειρ 90/2014 ΝΟΜΟΣ). Επίσης, από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του Ν. 2362/1995, συνάγεται σαφώς, ότι η παραγραφή αξίωσης κατά του Δημοσίου και συνακόλουθα και κατά των ΟΤΑ λαμβάνεται υπόψη και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο της ουσίας, ενώ η διακοπή της παραγραφής αυτής, που συντελείται με έναν από τους αναφερόμενους στο άνω άρθρο 93 του Ν. 2362/1995 τρόπους, συνιστά αντένσταση, την οποία πρέπει να προτείνει, παραδεκτώς και νομίμως, ο διάδικος που αποκρούει την παραγραφή, και δεν μπορεί να λάβει υπόψη του αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο (ΑΠ 672/2018, ΑΠ 570/2018,  ΜΕφΠειρ. 106/2020  ΝΟΜΟΣ). Ο ανακόπτων Δήμος με τον μοναδικό λόγο του κυρίου  δικογράφου της ανακοπής του ισχυρίστηκε  ότι η απαίτηση του καθ’ ού η ανακοπή, η οποία απορρέει από την με αρ. 4299/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που κατέστη τελεσίδικη στις 16.1.2010, και επιδόθηκε εκ νέου στις 18.12.2017 με επιταγή προς εκτέλεση κάτω από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο αυτής, έχει υποκύψει στην πενταετή παραγραφή, ώστε πρέπει να ακυρωθεί  η επισπευδόμενη αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του. Ο λόγος αυτός είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 276 § 2 Ν. 3463/2006 και  90 §  6 Ν. 2362/1995, το οποίο έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση (και όχι οι διατάξεις του Ν. 4270/2014) λόγω του χρόνου βεβαίωσης της ένδικης απαίτησης, η οποία έλαβε χώρα πριν την 1-1-2015, και θα πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, που εξετάστηκαν νόμιμα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (βλ. πρακτικά συνεδρίασης αυτού), των εγγράφων, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, προκειμένου να ληφθούν υπόψη είτε ως αποδεικτικά μέσα είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της υπ’ αριθ. 4922/2009 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,  διαδικασίας αυτοκινήτων,  με την οποία έγινε δεκτή η υπ’ αριθ. καταθ. …./2007 αγωγή του καθ’ ου η ανακοπή σε βάρος του ανακόπτοντος ΟΤΑ, το τελευταίο υποχρεώθηκε να καταβάλει στον καθ’ ου η ανακοπή το συνολικό ποσό των 13.080,40 ευρώ,  με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Η ως άνω απόφαση επιδόθηκε στον ανακόπτοντα την 15.12.2009, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. ……./15.12.2009 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά ………… Η απόφαση αυτή κατέστη τελεσίδικη την 16.1.2010, με την άπρακτη παρέλευση της τριακονθήμερης προθεσμίας για την άσκηση έφεσης (αρ. 518  § 1 ΚΠολΔ). Σε εκτέλεση της απόφασης αυτής το έτος 2011 εκδόθηκαν από τον ανακόπτοντα υπέρ του καθ΄ού η ανακοπή τα υπ’ αριθ. ……./11.2.2011 και ……/11.2.2011 χρηματικά εντάλματα ποσού 13.040,84 και 2.385,2 ευρώ αντίστοιχα, τα οποία ωστόσο δεν πληρώθηκαν στον καθ’ ου η ανακοπή, καθώς ο τελευταίος δεν προσκόμισε φορολογική και ασφαλιστική ενημερότητα, με συνέπεια τα ανωτέρω  εντάλματα να επιστρέψουν  στο ανακόπτον ανεξόφλητα.  Στις 18.12.2017  επιδόθηκε τον ανακόπτοντα η  από 13.12.2017 επιταγή προς πληρωμή κάτω από αντίγραφο του υπ’ αριθ. ……/2017 α’ εκτελεστού απογράφου της προαναφερόμενης απόφασης, με την οποία    ο καθ΄ού η ανακοπή κάλεσε το ανακόπτον να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 21.965,80 €, με το νόμιμο τόκο (εκτός από το κονδύλιο των τόκων) από την επίδοση αυτής. Ωστόσο στο ενδιάμεσο διάστημα δεν υποβλήθηκε από τον καθ΄ού η ανακοπή νέα αίτηση, ούτε  εκδόθηκε νέο χρηματικό ένταλμα, με συνέπεια από την επομένη ημέρα (12.2.2011)  της έκδοσης των άνω ενταλμάτων (που είχαν ως συνέπεια αρχικά τη διακοπή της παραγραφής), έως τις 18.12.2017, που επιδόθηκε η από 13.12.2017 επιταγή προς πληρωμή κάτω από το εκτελεστό απόγραφο της απόφασης, να έχει συμπληρωθεί η πενταετής παραγραφή της διάταξης του άρθρου 90 § 6 Ν. 2362/1995, όπως ισχυρίστηκε ο εφεσίβλητος ΟΤΑ με την ανακοπή του. Ο εκκαλών επαναφέρει την αντένσταση διακοπής της παραγραφής που είχε υποβάλει στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ισχυριζόμενος ότι μετά την έκδοση των άνω ενταλμάτων,   ο ανακόπτων πίστωνε την απαίτηση του καθ΄ού η ανακοπή στους προϋπολογισμούς κάθε επόμενου έτους, ώστε να μην απαιτείται  υποβολή  νέας αίτησης για πληρωμή.  Ο ισχυρισμός αυτός όμως είναι μη νόμιμος, διότι  η διακοπή της παραγραφής επί απαιτήσεων κατά ΟΤΑ, όπως ο ανακόπτων Δήμος, επέρχεται  μόνο με τους ειδικά για το Δημόσιο  προβλεπόμενους τρόπους (άρθρο 93 Ν. 2362/1995),  (δηλαδή αίτηση πληρωμής, επίδοση επιταγής προς εκτέλεση, έκδοση εκτελεστού τίτλου). Η μεταφορά του οφειλόμενου ποσού  στο τέλος κάθε έτους ως πιστωτικό υπόλοιπο στον προϋπολογισμό του επόμενου έτους και η εμφάνιση αυτού  ως παθητικό στον αντίστοιχο ισολογισμό του επόμενου έτους (όπως κατέθεσε ο μάρτυρας του ανακόπτοντος) δεν συνιστά  αίτηση πληρωμής, έκδοση εκτελεστού τίτλου (νέου), ούτε αποτελεί λόγο διακοπής της παραγραφής, από τους ειδικά οριζόμενους στη διάταξη του άρθρου 93 του ν. 2362/1995,  αφού δεν προβλέπεται ως τέτοιος,  η με οποιοδήποτε τρόπο αναγνώριση της αξίωσης (ΑΚ 260), εκτός από  την ειδική περίπτωση αναγνώρισης της περ. στ του άρθρου 93 του ν. 2362/1995, αναγνώρισης με πρακτικό του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους εγκεκριμένη από τον Υπουργό Οικονομικών. Σημειωτέον  ότι η εγγραφή στα λογιστικά βιβλία  δεν συνιστά καν αναγνώριση και με την έννοια της διάταξης του άρθρου 260 ΑΚ, αφού ούτε  απευθύνεται, ούτε περιέρχεται με άλλον τρόπo στο δανειστή (βλ. ΑΠ 1231/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, ο παραπάνω ισχυρισμός είναι νομικά και σε κάθε περίπτωση ουσιαστικά αβάσιμος,  οπότε αποδεικνύεται ως ουσιαστικά βάσιμος ο λόγος ανακοπής περί παραγραφής της απαίτησης του καθ΄ου η ανακοπή, έπρεπε να γίνει δεκτή η ανακοπή και έπρεπε να ακυρωθεί η επισπευδόμενη αναγκαστική εκτέλεση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο  το οποίο έκανε δεκτή την  ανακοπή ως ουσιαστικά βάσιμη και ακύρωσε την αναγκαστική εκτέλεση από 13.12.2017 επιταγή προς πληρωμή κάτω από αντίγραφο του υπ’ αριθ. …./2017 α’ εκτελεστού απογράφου της με αρ. 4922/2009 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, (ήτοι την αναγκαστική εκτέλεση)   ορθά εκτίμησε   το νόμο και τις αποδείξεις. ώστε ο σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και κατ’  επέκταση και η έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη. Σε βάρος του εκκαλούντος θα πρέπει να επιβληθούν  τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου (άρθρα 176, 183 και 191 του ΚΠολΔ) και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 § 3 του ΚΠολΔ).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 914 ΚΠολΔ,  αν το δικαστήριο δεχθεί την ανακοπή  ερημοδικίας  ή την έφεση οριστικά και κατ’ ουσίαν και απορρίψει, ολικά ή εν μέρει την αγωγή ή την κύρια παρέμβαση, εφόσον αποδειχθεί, ότι η απόφαση που προσβάλλεται εκτελέστηκε, διατάζει, αν το ζητήσει εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση, την επαναφορά των πραγμάτων στη κατάσταση που βρισκόταν, πριν εκτελεστεί η απόφαση που εξαφανίστηκε ή μεταρρυθμίστηκε. Η αίτηση υποβάλλεται είτε με τα δικόγραφα της ανακοπής ή της έφεσης και των πρόσθετων λόγων, είτε με τις προτάσεις, είτε με χωριστό δικόγραφο, που κοινοποιείται στον αντίδικο. Η εκτέλεση της απόφασης πρέπει να προαποδεικνύεται. Από την άνω διάταξη,  σε αντιδιαστολή με αυτή του άρθρου 940 § 3 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι  αν ακυρωθεί αμετάκλητα η αναγκαστική εκτέλεση, εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση έχει δικαίωμα να ζητήσει από εκείνον που την επέσπευσε αποζημίωση για τις ζημίες που επήλθαν από αυτή, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 914 ή 919 ΑΚ του αστικού κώδικα, σε συνδυασμό με αυτές των §§ 1 και 2 του άρθρου 940, συνάγεται ότι επί ακύρωσης  της αναγκαστικής εκτέλεσης (σε άλλες, πλην των περιπτώσεων των §§ 1 και 2, του ιδίου άρθρου, ήτοι εξαφάνισης προσωρινά εκτελεστής ή τελεσίδικης απόφασης) δεν υφίσταται δικαίωμα επαναφοράς των πραγμάτων στην πριν από την εκτέλεση κατάσταση ευθέως (άρθρο 914 ΚΠολΔ),  αλλά μόνο κατά τους όρους των διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου, δηλονότι της διατάξεως του άρθρου 904 Α.Κ.,  αφού μετά την ακύρωση της αναγκαστικής εκτελέσεως εκλείπει η αιτία της γενόμενης προς τον εκτελούντα περιουσιακής  επίδοσης. Η συνδρομή των όρων εφαρμογής της διατάξεως αυτής του ουσιαστικού δικαίου μόνο στην περίπτωση της ακυρώσεως της αναγκαστικής εκτελέσεως, όχι δε και στην περίπτωση της εξαφανίσεως ή μεταρρυθμίσεως της εκτελεσθείσας απόφασης που δεν ακυρώνεται η εκτέλεση που αποτελεί την αιτία της περιουσιακής επιδόσεως του καθ’ ου αλλά ανατρέπεται η αποτελούσα τον τίτλο αυτής δικαστική απόφαση, δικαιολογεί νομοθετικά την παραπάνω διαφορετική ρύθμιση της παραγράφου 3 σε σχέση με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 940 Κ.Πολ.Δ. (Α.Π. 1846/2017, ΑΠ 1437/2012, ΑΠ 1119/2011, ΑΠ 289/2000, Α.Π. 978/1997, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (Μάζης) ΚΠολΔ2, άρθρο 914 αρ.5).

Στην προκείμενη περίπτωση, ο εφεσίβλητος ΟΤΑ με την από 7-8-2019 και υπ’ αριθ. καταθ. ……../2019  αυτοτελή  αίτησή του,  επικαλείται ότι στις 19.1.2018 εκτελέσθηκε αναγκαστικά η από 13.12.2017 επιταγή προς εκτέλεση και υποχρεώθηκε να καταβάλει στον εκκαλούντα καθ’ ού η ανακοπή  το συνολικό ποσό των 21.956,80 €. Ζητά την επαναφορά στην προτέρα κατάσταση και να υποχρεωθεί ο καθ’ ού να του επιστρέψει το άνω ποσό, με τους αναλογούντες τόκους.  Όμως με βάση τα όσα εκτέθηκαν,  η αίτηση με το περιεχόμενο αυτό και αίτημα δεν είναι νόμιμη, αφού δεν προβλέπεται αίτηση επαναφοράς σε περίπτωση ακύρωσης της αναγκαστικής εκτέλεσης, ενώ  σημειωτέον  ότι δεν γίνεται και δεκτό το ένδικο μέσο, όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 914 ΚΠολΔ, αφού αιτών είναι ο εφεσίβλητος.  Κατόπιν  η αίτηση πρέπει να απορριφθεί. Δικαστικά έξοδα δεν θα επιδικασθούν σε βάρος του αιτούντος,  λόγω μη υποβολής  σχετικού αιτήματος από τον καθ’ ού η αίτηση,  ο οποίος δεν υποβλήθηκε και  ειδικώς σε δικαστικά έξοδα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ  αντιμωλία των διαδίκων : α) την από 2-5-2019 και  με αριθμό κατάθεσης ……./2019 έφεση,  β)  την από 7-8-2019 και υπ’ αριθ. καταθ. ……./2019 αίτηση επαναφοράς στην προηγούμενη κατάσταση.

Α) ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και απορρίπτει  αυτήν  κατ’ ουσίαν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου σε βάρος του εκκαλούντος, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια πενήντα (450) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου έφεσης, που αναφέρθηκε στην αρχή της παρούσας  στο δημόσιο ταμείο.

Β) ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση επαναφοράς στην προηγούμενη κατάσταση.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους στις 1.7.2021.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ