Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 342/2021

Αριθμός   342/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα  2ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ……… ανώνυμης εταιρίας ………….η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Νικόλαο Καραντώνη    (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης εμπορικής εταιρείας ……………, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο, Ευαγγελία Παπαγεωργίου.

Η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  την από  27.12.2016 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………../2016) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 1514/2018 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από  30.3.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2020) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίθηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………./2020) αυτή  που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόροι της εκκαλούσας, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του  με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και  η πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσίβλητης, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 30-03-2020 (γεν.αρ.καταθ………../2020) έφεση της ηττηθείσας ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας κατά της υπ.αριθμ. 1514/ 2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί  νομότυπα με την κατάθεση δικογράφου στην γραμματεία του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση (αρ. 495§1 ,511 επ. Κ.Πολ.Δ.) και εμπρόθεσμα, καθόσον από τα στοιχεία της δικογραφίας, δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ενώ εξάλλου δεν παρήλθε γι’ αυτό η καταχρηστική προθεσμία των δύο  [2] ετών από τη δημοσίευση της προσβαλλομένης απόφασης (26-03-2018) σύμφωνα με το άρθρο 518 § 2 ΚΠολΔ, ως ισχύει μετά  την αντικατάσταση της ανωτέρω παραγράφου από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015,που εφαρμόζεται για τα κατατεθειμένα από την 1.1.2016 ένδικα μέσα, όπως στην προκειμένη περίπτωση (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 498, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ.1 και 147 παρ. 2 του ΚΠολΔ),σε συνδυασμό με το ότι δυνάμει της από 12-03-2020 ΚΥΑ ( ΦΕΚ Β΄833/ 12-03-2020) για το χρονικό διάστημα από 13-03-2020 εως και 27-03-2020,δυνάμει της από 15-03-2020 ΚΥΑ ( ΦΕΚ Β΄864/ 15-03-2020) για το χρονικό διάστημα από 16-03-2020 εως και 27-03-2020, στη συνέχεια δυνάμει της από 27-03-2020 ΚΥΑ (ΦΕΚ Β΄1074/ 27-03-2020) για το χρονικό διάστημα από 28-03-2020 εως και 10-04-2020 και ακολούθως δυνάμει της από 11-04-2020 ΚΥΑ (ΦΕΚ Β΄1301/ 11-04-2020) για το χρονικό διάστημα από 11-04-2020 εως και 27-04-2020,για προληπτικούς λόγους δημόσιας υγείας, κατά τα αναφερόμενα στις σχετικές εισηγήσεις της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας Δημόσιας Υγείας έναντι του κορωνοϊού COVID-19. Επομένως, η έφεση νόμιμα φερομένη στο Δικαστήριο αυτό, που είναι αρμόδιο για την εκδίκασή της (αρ. 19 Κ.Πολ.Δ.), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί στην συνέχεια κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση  (άρθρα 532 και 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, εφόσον  για το παραδεκτό αυτής (έφεσης) έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα το σχετικό παράβολο κατ΄άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ ως ίσχυε κατά το χρόνο άσκησης της ένδικης έφεσης.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 του Ν.2532/1997 με τον οποίο κυρώθηκε από την Ελλάδα η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για διεθνείς συμβάσεις πώλησης που καταρτίστηκε στην Βιέννη και ισχύει από 1-2-1999,η Σύμβαση εφαρμόζεται σε συμβάσεις πώλησης κινητών πραγμάτων μεταξύ μερών που έχουν εγκατάσταση σε διάφορα κράτη : α) όταν τα κράτη αυτά είναι συμβαλλόμενα και β) όταν οι κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου υποδεικνύουν ως εφαρμοστέο το δίκαιο συμβαλλόμενου κράτους. Η διεθνής αυτή Σύμβαση περιέχει άμεσα εφαρμοστέους κανόνες ουσιαστικού δικαίου, οι οποίοι μέσα στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής της υπερισχύουν των αντίστοιχων διατάξεων του εθνικού δικαίου κατά το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος. Με τις διατάξεις της δε ρυθμίζονται όλες οι σχέσεις των συμβαλλομένων σε συμβάσεις πώλησης κινητών, μεταξύ των οποίων και οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματά τους σε περίπτωση ανώμαλης εξέλιξης της ενοχής, ανάγοντας σε ενιαίο και μοναδικό λόγο ευθύνης του πωλητή την αθέτηση της σύμβασης, όρο που αποδίδει συνολικά κάθε μορφή μη εκπλήρωσης ή πλημμελούς εκπλήρωσης όλων των υποχρεώσεων που απορρέουν για τα μέρη από τη σύμβαση πώλησης ή από τη Σύμβαση. Η εν λόγω Σύμβαση δεν περιέχει κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου (κανόνες συγκρούσεως) αλλά άμεσα εφαρμοστέους κανόνες ουσιαστικού δικαίου, οι οποίοι μέσα στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής της Σύμβασης υπερισχύουν των αντίστοιχων διατάξεων των εθνικών δικαίων (άρθρ.28 παρ.1 Συντ.1975). Η Σύμβαση αυτή δεν περιέχει αναγκαστικό δίκαιο αλλά αντίθετα σ΄αυτήν επιβεβαιώνεται η θεμελιώδης αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας, δηλαδή επιτρέπει στα μέρη (άρθρο 6) να συμφωνήσουν ρυθμίσεις που αποκλίνουν από τις ρυθμίσεις της Σύμβασης ή ακόμη και να αποκλείσουν εντελώς την εφαρμογή της με ρητή ή και σιωπηρή συμφωνία τους (ρήτρα «optingout», Κορνηλάκης Επίτομο Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο,εκδ.2000,σελ.58). Οταν όμως δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία, κατά τα ανωτέρω, εφαρμόζονται οι διατάξεις της Σύμβασης. Η Σύμβαση της Βιέννης εφαρμόζεται σε συμβάσεις πώλησης ή προμήθειας κινητών πραγμάτων (δηλαδή είτε έτοιμων είτε μελλόντων να κατασκευασθούν) μεταξύ μερών που έχουν κατά τον χρόνο κατάρτισης της σύμβασης την εγκατάστασή τους (ή τη συνήθη διαμονή τους, άρθρο 10 στοιχ.β΄) σε διαφορετικά κράτη εφόσον αυτά είναι « συμβαλλόμενα κράτη». Η Σύμβαση επίσης εφαρμόζεται όταν οι κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου οδηγούν στην εφαρμογή του δικαίου ενός συμβαλλόμενου κράτους (άρθρο 1). Η σύμβαση αυτή, όπως προκύπτει από το άρθρο 4, ρυθμίζει την κατάρτιση της πώλησης, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών και τις συνέπειες της αθέτησης της. Έτσι ο πωλητής, τόσο στην πώληση γένους, όσο και στην πώληση είδους, έχει κύρια συμβατική υποχρέωση: α) να παραδώσει τα κινητά πράγματα, β) να μεταβιβάσει την κυριότητά τους και γ) να εγχειρίσει τα σχετικά έγγραφα (άρθρο 30) και ο αγοραστής έχει κύρια συμβατική υποχρέωση να καταβάλει το τίμημα στην κατοικία του πωλητή (κομίσιμο χρέος,αρθρ.57 παρ.1 περ.α΄) και σε αντίθεση με την άποψη που επικρατεί στον Αστικό Κώδικα, να παραλάβει το πράγμα, γεγονός που συνιστά ,επίσης, σημαντική καινοτομία της Σύμβασης (ΕφΛαμ 63/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ενιαίος και μοναδικός λόγος ευθύνης του πωλητή κατά την αναφερομένη ως άνω σύμβαση CISG, είναι η αθέτηση της σύμβασης, που αποδίδει κάθε νοητή μορφή μη εκπληρώσεως ή πλημμελούς εκπληρώσεως των συμβατικών (κυρίων και παρεπομένων) υποχρεώσεων του πωλητή. Ειδικότερα, πρωτογενής συμβατική υποχρέωση του πωλητή είναι να παραδώσει στον αγοραστή κινητά πράγματα που κατά ποσότητα, ποιότητα και είδος ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της συμβάσεως (άρθρο 35 παρ.1της συμβάσεως CISG). Η ευθύνη δε για συμβατικές παραβάσεις γεννιέται κατά τη Σύμβαση ανεξάρτητα από τυχόν υπαιτιότητα αυτού που αθετεί με την επιφύλαξη της τυχόν συνδρομής των ειδικών λόγων απαλλαγής του άρθρου 70 (Κορνηλάκης Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο Ι, εκδ.2002 παρ.25,4.ΙΙ σελ.129,130). Επι αθέτησης δε της σύμβασης από τον πωλητή ειδικότερα με τις διατάξεις των άρθρων 45 έως 52 της Σύμβασης, ρυθμίζονται τα δικαιώματα του αγοραστή (υπαναχώρηση, αντικατάσταση, διόρθωση, μείωση τιμήματος), καθώς και η κατά το άρθρο 74 αυτής αξίωση αποζημιώσεως, που μπορεί να ασκηθεί σωρευτικά με οποιαδήποτε από τις άλλες αξιώσεις. Η κατά την τελευταία αυτή διάταξη αποζημίωση, συνίσταται σε ποσό ίσο με τη ζημία, συμπεριλαμβανομένου και του διαφυγόντος κέρδους που υπέστη το άλλο μέρος, ως αποτέλεσμα της αθέτησης και η αποζημίωση αυτή δεν μπορεί να υπερβαίνει τη ζημία, την οποία το μέρος που παρέβη τη σύμβαση προέβλεψε ή όφειλε να είχε προβλέψει ως δυνατή συνέπεια της αθέτησης της σύμβασης κατά τον χρόνο κατάρτισής της, ενόψει των γεγονότων και των συνθηκών που τότε γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει. Έτσι αποκαθίστανται σε χρήμα όλες οι υλικές θετικές και αποθετικές ζημίες που οφείλονται στη συμβατική παράβαση. Στόχος δε είναι η περιαγωγή του δανειστή οικονομικώς στη θέση που θα βρισκόταν εάν η παροχή του οφειλέτη είχε εκπληρωθεί ή είχε εκπληρωθεί προσηκόντως. Ειδικότερα δε ο αθετών οφειλέτης ευθύνεται για κάθε ζημία που είτε προέβλεψε είτα όφειλε να είχε προβλέψει ενόψει του σκοπού της σύμβασης αλλά και των γεγονότων και των συνθηκών που γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει κατά τη σύναψη της σύμβασης πώλησης. Έτσι ο αγοραστής δικαιούται να ζητήσει π.χ. αποζημίωση για τη διαφορά της αξίας του ελαττωματικού πράγματος σε σχέση με το συμβατικά οφειλόμενο ή τη δαπάνη για την επιτυχή ή ανεπιτυχή προσπάθεια διόρθωσής του, τις ζημίες από τη βλάβη ή καταστροφή των πραγμάτων που τοποθετήθηκαν στο ελαττωματικό ψυγείο που πωλήθηκε και το διαφυγόν κέρδος του αγοραστή από τη ματαίωση μεταπώλησης των πραγμάτων που δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της σύμβασης (Κορνηλάκης, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο Ι, εκδ.2002, παρ.26.5,σελ.138,139, Γεωργιάδη Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο Ι,2004 σελ.162 επ.). Κατά το άρθρο 78 της ως άνω Σύμβασης, εάν ένα μέρος αρνείται να πληρώσει το τίμημα ή οποιοδήποτε άλλο ληξιπρόθεσμο ποσό, το άλλο μέρος έχει αξίωση για τόκο επί των ποσών αυτών. Επειδή δε κατά το άρθρο 38 της Σύμβασης ο αγοραστής βαρύνεται με την εξέταση του πράγματος στη συντομότερη δυνατή προθεσμία και σύμφωνα με το άρθρο 39 παρ.1 βαρύνεται με τη γνωστοποίηση στον πωλητή για τυχόν ελλείψεις στο πράγμα μέσα σε εύλογη προθεσμία αφότου διαπίστωσε ή όφειλε να τις έχει διαπιστώσει, διαφορετικά χάνει το δικαίωμά του να επικαλεσθεί τις ελλείψεις αυτές ανταπόκρισης του πράγματος, όπως είναι το δικαίωμα αποζημίωσης, σε κάθε περίπτωση κατά την παρ.2 του ιδίου άρθρου, χάνει το δικαίωμα αυτό εάν δεν γνωστοποιήσει τις ελλείψεις μέσα σε δύο έτη από τον χρόνο πραγματικής παράδοσης. Κατά το άρθρο 40 της άνω σύμβασης, ο πωλητής όμως δεν μπορεί να επικαλεσθεί τις ανωτέρω διατάξεις εάν οι ελλείψεις ανταπόκρισης έχουν σχέση με γεγονότα τα οποία γνώριζε ή δεν μπορούσε να τα αγνοεί. Στην περίπτωση αυτή ο αγοραστής διατηρεί όλα τα δικαιώματά του, ανεξάρτητα από τους περιορισμούς των πιο πάνω άρθρων 38 και 39,καθώς και την προβλεπόμενη σ΄αυτά αποσβεστική προθεσμία.

Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 440 και 441 ΑΚ, το διαπλαστικό δικαίωμα της προτάσεως συμψηφισμού δημιουργείται από τότε που δύο αντίθετες απαιτήσεις, οι οποίες πληρούν τις προϋποθέσεις του συμψηφισμού, θα συνυπάρξουν. Από το χρονικό αυτό σημείο, παρέχεται κατά νόμο η δυνατότητα αφενός στο δικαιούχο της (αντ)απαιτήσεως να αποσβέσει μονομερώς την απαίτηση του δανειστή του, προτείνοντας την ανταπαίτησή του σε συμψηφισμό, αφετέρου στους δανειστές και οφειλέτες να προβούν σε συμβατικό συμψηφισμό. Η πρόταση του συμψηφισμού επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων αναδρομικά, δηλαδή από τότε που συνυπήρξαν. Από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 262 §1 και 221 §2 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για να είναι ορισμένος ο ισχυρισμός περί μονομερούς συμψηφισμού πρέπει να διαλαμβάνεται σαφής έκθεση των δικαιοπαραγωγικών της ανταπαίτησης γεγονότων, δηλαδή ιστορική περιγραφή, χρόνος γένεσης και το ποσό της αμοιβαίας απαίτησης, που προτείνεται σε συμψηφισμό (ΑΠ 1057/2019, ΑΠ 793/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου δεν είναι απαραίτητο οι συμψηφιζόμενες απαιτήσεις να έχουν κοινή γενεσιουργό αιτία, ούτε να είναι συναφείς, ισόποσες ή εκκαθαρισμένες. Το εκκαθαρισμένο ασκεί επιρροή μόνο ως προς τον χρόνο πρότασης της προς τούτο ένστασης (ΕφΠειρ 511/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ετσι κατά τη σαφή έννοια των ανωτέρω διατάξεων, η συνάντηση των αμοιβαίων απαιτήσεων, εφόσον είναι ομοειδείς και ληξιπρόθεσμες, παρέχει σε κάθε έναν δικαιούχο το διαπλαστικό δικαίωμα να δηλώσει συμψηφισμό, ενώ μέχρι να γίνει η περί τούτου δήλωση, οι αμοιβαίες απαιτήσεις διατηρούν τη νομική τους υπόσταση, υποκείμενες αυτοτελώς σε κάθε αλλοίωση, όπως μεταβίβαση, άφεση, παραγραφή, υπερημερία, απόσβεση κλπ. Όταν όμως προταθεί ο συμψηφισμός, οι απαιτήσεις αυτές αποσβέννυνται από το χρόνο που συνυπήρξαν. Λόγω δε της αναδρομικής ενέργειας της αποσβέσεως, όλες οι ανωτέρω αλλοιώσεις ανατρέπονται αυτοδικαίως και αναδρομικώς με αποτέλεσμα να αναιρείται η τυχόν υπερημερία, οι παραχθέντες τόκοι κλπ. Αλλοιώσεις όμως που έλαβαν χώρα πριν το ανωτέρω χρονικό σημείο, δηλαδή πριν οι αμοιβαίες απαιτήσεις συναντηθούν, δεν θίγονται, με αποτέλεσμα να διατηρούνται οι συνέπειες της υπερημερίας για το χρονικό διάστημα που προηγήθηκε (ΑΠ 1438/2005, ΑΠ 363/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η παροχή δε είναι ληξιπρόθεσμη, όταν ο δανειστής δικαιούται να αξιώσει την εκπλήρωσή της, δηλαδή όταν επήλθε η ημέρα της εκπλήρωσής της (ΕφΠειρ 779/ 1996 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, σε συμψηφισμό προτείνεται και ανταπαίτηση που έχει παραγραφεί, αν κατά το χρόνο που οι απαιτήσεις συνυπήρξαν δεν είχε συμπληρωθεί ο χρόνος της παραγραφής (άρθρο 443 ΑΚ).

Στην προκείμενη περίπτωση με την από 27-12-2016 (γεν.αριθμ. καταθ………/2016) αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε με τις έγγραφες προτάσεις του πληρεξουσίου δικηγόρου της ), η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα αλλοδαπή ισπανική ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………» που εδρεύει στην Ισπανία, Πόλη ……., της επαρχίας Σεγκόβια, εξέθεσε τα ακόλουθα: Ότι ιδρύθηκε την 2α Απριλίου του 1987 στην Ισπανία και εδρεύει στην ανωτέρω διεύθυνση και την 18-10-2002 καταχώρησε στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιριών της Νομαρχίας Αθηνών την με αριθμό 10575/2002 απόφαση του Νομάρχη Αθηνών, δυνάμει της οποίας χορηγήθηκε η άδεια εγκατάστασης υποκαταστήματος αυτής στην Ελλάδα, κατά τις διατάξεις του άρθρου 50 του Νόμου περί εταιριών και η εν λόγω καταχώρηση δημοσιεύθηκε νόμιμα στο με αριθμό 10830/2002 φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, Τεύχος Ανωνύμων Εταιριών και Εταιριών Περιορισμένης Ευθύνης. Ότι το ανωτέρω υποκατάστημα από το 2002 και έπειτα δραστηριοποιείται στην Ελλάδα με τα στοιχεία «…………..» τα γραφεία του οποίου βρίσκονται στον Πειραιά επι της οδού ………..Οτι το εν λόγω υποκατάστημα το οποίο δεν έχει νομική προσωπικότητα, αλλά οικονομική και φορολογική αυτοτέλεια, δραστηριοποιείται μέχρι σήμερα στον χώρο της κατασκευής και εμπορίας πάσης φύσεως είδους φυσικών προϊόντων ή παραγώγων ανθρώπινης ή ζωϊκής διατροφής, συμπεριλαμβανομένων υποκατάστατων,  ιχθυάλευρα, κρεατάλευρα, οστεάλευρα, αιματάλευρα ή πτεράλευρα, μαγιά, διαιτητικά προϊόντα και συναφή, τόσο σε υγρή όσο και σε στερεά μορφή και ότι το εν λόγω υποκατάστημα εκπροσωπείται όπως αναφέρεται στην αρχή του δικογράφου της αγωγής, ήτοι από τον νόμιμο εκπρόσωπο και πληρεξούσιο του υποκαταστήματος στην Ελλάδα, κ. ……………, δυνάμει του με αριθμό 4152/9.7.2013 ΦΕΚ – Τεύχος Α.Ε & Ε.ΠΕ.  Ότι η εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη είναι ανώνυμη εταιρία και έχει ως αντικείμενο την παραγωγή, εκτροφή και εμπορία πέστροφας και οξυρύγχου και για την εξυπηρέτηση του σκοπού της αυτού διατηρεί στην περιοχή της …. μονάδα παραγωγής και εκτροφής πέστροφας και οξυρύγχου, είναι δηλαδή μια πρωτογενής επιχείρηση εκτροφής και εμπορίας πέστροφας και οξυρύγχου. Ότι την 18-8-2011 και 30-9-2011 αντίστοιχα στα γραφεία του ως άνω υποκαταστήματος της αλλοδαπής εταιρείας στον Πειραιά, σύναψαν μεταξύ τους διαδοχικές, προφορικές, τηλεφωνικές συμβάσεις πωλήσεως ιχθυοτροφών για πέστροφες και οξύρυγχους, δυνάμει των οποίων αυτή (ενάγουσα) ανέλαβε την υποχρέωση να πωλήσει, να παραδώσει και να μεταβιβάσει, κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή στην εναγομένη, ιχθυοτροφές, όπως αυτές περιγράφονται αναλυτικά στα τιμολόγια πωλήσεως και δελτία αποστολής που αναφέρονται στην αγωγή, που η ίδια (ενάγουσα) θα εξέδιδε σε εκτέλεση αυτών, η δε εναγομένη ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει στην ενάγουσα το εκ των προτέρων συμφωνηθέν τίμημα πωλήσεως ανάλογα με την εκάστοτε παραγγελία εντός προθεσμίας 150 ημερών από την ημερομηνία εκδόσεως του σχετικού παραστατικού εγγράφου. Ότι σε εκτέλεση των ανωτέρω διαδοχικών συμβάσεων και των όρων και συμφωνιών αυτών, η ενάγουσα άρχισε πράγματι από την 18-8-2011 την πώληση, μεταβίβαση και παράδοση των συμφωνηθέντων εμπορευμάτων στην εναγομένη, για τα οποία εξέδωσε τα αναφερόμενα στην αγωγή σχετικά τιμολόγια πώλησης- δελτία αποστολής. Ότι ως τόπος προορισμού συμφωνήθηκε η έδρα της εναγομένης εταιρείας, όπου και η τελευταία παρέλαβε ανεπιφύλακτα τα ως άνω περιγραφόμενα εμπορεύματα. Ότι από την ανωτέρω εμπορική συναλλαγή προέκυψε οφειλή συνολικού ποσού 56.501,98 ευρώ που αποτελεί το άθροισμα των αναφερομένων στην αγωγή δύο τιμολογίων. Ότι κατόπιν του αναφερομένου σ΄αυτήν (αγωγή) καταλογισμού, το ως άνω οφειλόμενο ποσό διαμορφώθηκε τελικά στο ποσό των 51.229,04 ευρώ το οποίο η εναγομένη παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις (της ενάγουσας) αρνείται να της καταβάλει.

Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα ζήτησε με απόφαση προσωρινά εκτελεστή να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το ανωτέρω ποσό των 51.229,04 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου και του σχετικού ΦΠΑ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την ημερομηνία που η καταβολή του επιμέρους ποσού εκ του κάθε τιμολογίου κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, κατά τα αναλυτικώς αναφερόμενα στην αγωγή, άλλως από την 17-7-2013 από την εξώδικη δήλωσή της, άλλως και όλως επικουρικώς από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση του ως άνω ποσού, πλέον των τόκων υπερημερίας που αναφέρει το άρθρο 346 ΑΚ και τέλος ζήτησε να καταδικασθεί η εναγομένη στην εν γένει δικαστική της δαπάνη.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε από το πρωτοβάθμιο ως άνω  Δικαστήριο η εκκαλούμενη απόφαση με την οποία αφού κρίθηκε ότι η κρινόμενη αγωγή αρμόδια εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του, αφού αυτό έχει διεθνή δικαιοδοσία και είναι καθ΄ύλην και κατά τόπο αρμόδιο, σύμφωνα με τα άρθρα 3παρ.1,7,8,9,10,12,13,14 παρ.2 και 22 ΚΠολΔ και 2 παρ.1 και 4 παρ.1 και 2 του Κανονισμού 44/ 2001  των Βρυξελλών και ότι είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 28 παρ.1 του Συντάγματος, 1 παρ.1 περ.α΄, 53,59,61 παρ.1 περ.α΄,62,78 της κυρωθείσας με τον Ν.2532/ 1997 Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων, που υιοθετήθηκε από την Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών στην Βιέννη στις 11 Απριλίου 1980 (στην Ισπανία η Σύμβαση ισχύει από 24-7-1990) καθώς και στα άρθρα  176,907,908 παρ.1 περ.στ΄ του ΚΠολΔ, κατόπιν εξετάσθηκε η αγωγή ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αφού δέχθηκε ότι η εναγομένη εταιρεία οφείλει στην ενάγουσα από την ως άνω εμπορική τους συνεργασία το αιτούμενο αγωγικό ποσό των 51.229,04 ευρώ, κατόπιν έκανε δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη την προβαλλόμενη από την πρώτη (εναγομένη) σχετική ένσταση συμψηφισμού (αφού απέρριψε την περί αοριστίας ένσταση της ενάγουσας, δεχόμενο στη συνέχεια ότι η ένσταση περι συμψηφισμού είναι νόμιμη στηριζόμενη στο άρθρο 74 της κυρωθείσας με τον Ν.2532/ 1997 Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων σε συνδυασμό με τα άρθρα 440 και 441 του ΑΚ, που εφαρμόζονται κατ΄άρθρο 7 παρ.2 της Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων) και στη συνέχεια απέρριψε καθ΄ολοκληρίαν την αγωγή ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη συμψηφίζοντας στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η εκκαλούσα – ενάγουσα με την υπό κρίση έφεσή της για τους λόγους που αναφέρονται σ` αυτήν, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε στη συνέχεια να γίνει δεκτή η αγωγή στο σύνολό της, άλλως σε περίπτωση που γίνει δεκτή η ένσταση συμψηφισμού της εναγομένης να γίνει δεκτή η αγωγή της κατά το ποσό των 22.779,04 ευρώ με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας κατά το άρθρο 346 ΑΚ από την 27-2-2012 και εντεύθεν, άλλως από την 17-7-2013 και εντεύθεν, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση και επικουρικά κατά το ποσό των 14.384,04 ευρώ με το νόμιμο τόκο υπερημερίας κατά το άρθρο 346 ΑΚ από την 27-2-2012 και εντεύθεν, άλλως από την 17-7-2013 και εντεύθεν, άλλως και όλως επικουρικώς από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, όπως όλα τα ανωτέρω ποσά και αιτίες αναφέρονται στο δικόγραφο της έφεσής της και τέλος ζήτησε να καταδικασθεί η εναγομένη στα εν γένει δικαστικά της έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

Από τις υπ΄αριθμ….. και …../3-4-2017 ένορκες βεβαιώσεις των ……….. και ……. ενώπιον της Συμβ/φου Πρέβεζας …………, ληφθείσες νομότυπα κατόπιν κλήτευσης της αντιδίκου της εναγομένης (βλ.σχετ.την υπ΄αριθμ. ….. Γ/29-3-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ……… που επικαλείται και προσκομίζει η εναγομένη), από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν έστω και για πρώτη φορά κατ΄άρθρο 529 παρ.1 ΚΠολΔ (το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι αυτά δεν προσκομίστηκαν στην πρωτόδικη δίκη όχι από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλεια), τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα μη πληρούντα το νόμο αποδεικτικά μέσα (άρθρο 340 ΑΚ), από τις προσκομιζόμενες από την εναγομένη φωτογραφίες, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε (άρθρα 339,444 παρ.1 γ, 445 ΚΠολΔ), από όσα ρητώς ή εμμέσως συνομολογούνται από τους διαδίκους (άρθρα 261, 352 του ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ  βλ. ΑΠ 48/2009 ΤΝΠ  ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα είναι αλλοδαπή ισπανική ανώνυμη εταιρεία η οποία ιδρύθηκε την 2-4-1987, εδρεύει στην Ισπανία στην πόλη ….. της επαρχίας Σεγκόβια και στις 18-10-2002 καταχωρήθηκε στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιριών της Νομαρχίας Αθηνών η υπ΄ αριθμ.10575/2002 απόφαση του Νομάρχη Αθηνών με την οποία χορηγήθηκε η άδεια εγκατάστασης υποκαταστήματος αυτής στην Ελλάδα κατά τις διατάξεις του άρθρου 50 του Νόμου περι εταιριών (βλ.σχετ. υπ΄αριθμ.10830/ 2002 ΦΕΚ, Τεύχος Ανωνύμων Εταιριών και Εταιριών Περιορισμένης Ευθύνης). Το εν λόγω υποκατάστημα από το έτος 2002 δραστηριοποιείται στην Ελλάδα με την επωνυμία «……….» και τα γραφεία του βρίσκονται στον Πειραιά επι της οδού ………… και έχει ως αντικείμενο την κατασκευή και εμπορία πασης φύσεως είδους φυσικών προϊόντων ή παραγώγων ανθρώπινης ή ζωϊκής διατροφής, συμπεριλαμβανομένων υποκατάστατων, ιχθυάλευρα, κρεατάλευρα, οστεάλευρα, αιματάλευρα ή πτεράλευρα, μαγιά, διαιτητικά προϊόντα και συναφή, τόσο σε υγρή όσο και σε στερεά μορφή. Η εναγομένη είναι ανώνυμη εταιρεία και έχει ως αντικείμενο την παραγωγή, εκτροφή και εμπορία πέστροφας και οξυρύγχου και προς εξυπηρέτηση του σκοπού της αυτού διατηρεί στην περιοχή της …. και συγκεκριμένα στο δημοτικό διαμέρισμα …. μονάδα παραγωγής και εκτροφής πέστροφας και οξυρύγχου. Οι διάδικοι δε, όπως εκπροσωπούνταν, σύναψαν διαδοχικές προφορικές συμβάσεις πωλήσεως ιχθυοτροφών για πέστροφες και οξύρυγχους κατά το χρονικό διάστημα από τον Μάιο του 2011 μέχρι τέλος Οκτωβρίου 2011 (όπως το χρονικό διάστημα της συνεργασίας αναφέρεται τόσο στις προτάσεις της εναγομένης όσο και στην από 10-7-2013 εξώδικη απάντηση- δήλωση της εναγομένης προς την ενάγουσα όπου αναφέρεται ότι η συνολική προμήθεια τροφής ανερχόταν στο ποσό των 100.726,84 ευρώ και όχι μόνο στο αναφερόμενο στην αγωγή ποσό και δεν αμφισβητείται ειδικώς από την ενάγουσα), δυνάμει των οποίων η ενάγουσα ανέλαβε την υποχρέωση να πωλήσει, παραδώσει και μεταβιβάσει κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή στην εναγομένη, ιχθυοτροφές, η δε εναγομένη ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει στην ενάγουσα το εκ των προτέρων συμφωνηθέν τίμημα πωλήσεως ανάλογα με την εκάστοτε παραγγελία εντός προθεσμίας 150 ημερών από την ημερομηνία εκδόσεως του σχετικού τιμολογίου πωλήσεως. Προς διασφάλιση δε της καταβολής του ως άνω τιμήματος πωλήσεως είχε συμφωνηθεί ότι κατά την αποστολή των σχετικών παραστατικών εγγράφων θα εκδοθούν από την εναγομένη εταιρεία σε διαταγή της ενάγουσας ισόποσες επιταγές χρονολογίας αντίστοιχες με εκείνες των 150 ημερών. Στη συνέχεια αποδείχθηκε ότι μεταξύ των εμπορευμάτων που πωλήθηκαν από την ενάγουσα στην εναγομένη είναι και τα εξής τιμολόγια πώλησης- δελτία αποστολής : 1) το υπ΄αριθμ……/ 31-8-2011 τιμολόγιο πώλησης συνοδευόμενο από το υπ΄αριθμ……/ 18-8-2011 δελτίο αποστολής που αναφέρεται στην πώληση των παρακάτω ιχθυοτροφών : α) ιχθυοτροφή τύπου ΑΤΧ-5 ΗΜD1,9 ΜΜ, ποσότητας 2.500 τεμαχίων, με τιμή μονάδος 1,113, με αξία 2.782,50 ευρώ πλεον ΦΠΑ 361,73,  β) ιχθυοτροφή τύπου AQUATEX30 HMD 5 MMBB,ποσότητας 18.000 τεμαχίων, με τιμή μονάδος 1,227 με αξία 22.086 ευρώ, ΦΠΑ 2.871,18 ευρώ και συνολικής αξίας τιμολογίου μετα ΦΠΑ, 28.101,41 ευρώ. Για το τίμημα του ως άνω εκδοθέντος τιμολογίου συμφωνήθηκε πίστωση καταβολής του ανωτέρω τιμήματος 150 ημερών από την ημερομηνία έκδοσης και δη με την έκδοση ισόποσων επιταγών, όπως αυτά αναγράφονται επί του τιμολογίου πώλησης, ενώ ως τόπος προορισμού συμφωνήθηκε η έδρα της εναγομένης εταιρίας και η μεταφορά έγινε μέσω μεταφορικού γραφείου όπου παρελήφθησαν τα περιγραφόμενα εμπορεύματα, όπως τούτο προκύπτει και από το ως άνω δελτίο αποστολής το οποίο φέρει και υπογραφή παραλήπτη και 2) το υπ΄αριθμ. …../30-9-2011 τιμολόγιο πώλησης συνοδευόμενο από το υπ΄αριθμ……/20-9-2011 δελτίο αποστολής που αναφέρεται στην πώληση των παρακάτω ιχθυοτροφών : α) ιχθυοτροφή τύπου ΑΤΧ- 5 HMD 1,9 ΜΜ, ποσότητας 8.250 τεμαχίων με τιμή μονάδος 1,113, με αξία 9.182,25 πλεον ΦΠΑ 1.193,69 ευρώ, β) ιχθυοτροφή τύπου AQUATEX30 HMD 3,5 MMBB,ποσότητας 13.000 τεμαχίων, με τιμή μονάδος 1,227 με αξία 15.951,00 ευρώ πλέον ΦΠΑ 2.073,63 ευρώ και συνολικής αξίας τιμολογίου πλέον ΦΠΑ, 28.400,57 ευρώ. Για το τίμημα του ως άνω εκδοθέντος τιμολογίου συμφωνήθηκε πίστωση καταβολής του ανωτέρω τιμήματος 150 ημερών από την ημερομηνία έκδοσης και δη με την έκδοση ισόποσων επιταγών, όπως αυτά αναγράφονται επί του τιμολογίου πώλησης, ενώ ως τόπος προορισμού συμφωνήθηκε η έδρα της εναγομένης εταιρίας και η μεταφορά έγινε μέσω μεταφορικού γραφείου όπου παρελήφθησαν τα περιγραφόμενα εμπορεύματα, όπως τούτο προκύπτει και από το ως άνω δελτίο αποστολής το οποίο φέρει και υπογραφή παραλήπτη και συνομολογεί ότι έλαβε η εναγομένη. Έτσι λόγω της παραπάνω πώλησης ιχθυοτροφών προέκυψε οφειλή η οποία ανέρχεται συνολικά στο ποσό των 56.501,98 ευρώ που αποτελεί το άθροισμα των ανωτέρω τιμολογίων πώλησης, το οποίο όμως διαμορφώθηκε τελικά στο ποσό των 51.229,04 ευρώ ως ακολούθως: Στις 31-10-2011 η ενάγουσα εξέδωσε το υπ΄αριθμ……./ 2011 πιστωτικό τιμολόγιο ποσού 32.173,44 ευρώ, με το οποίο η ενάγουσα καταλόγισε το ποσό αυτό κατά το ποσό των 26.900,50 ευρώ στο υπ΄αριθμ……./ 22-7-2011 τιμολόγιο πώλησης ιχθυοτροφών ποσού 26.900,50 ευρώ σε συνδυασμό με το υπ΄αριθμ……./ 18-7-2011 δελτίο αποστολής αυτού και το υπόλοιπο ποσό των 5.272,94 ευρώ που απέμεινε κατόπιν αυτού του καταλογισμού στο με αριθμό …../ 31-8-2011 τιμολόγιο πώλησης συνοδευόμενο από το υπ΄αριθμ……/ 18-8-2011 δελτίο αποστολής. Μετά από αυτούς τους καταλογισμούς, το οφειλόμενο εκ του υπ΄αριθμ. …../31-8-2011 τιμολογίου πώλησης συνοδευόμενο από το υπ΄αριθμ. …../18-8-2011 δελτίο αποστολής τιμήματος πώλησης διαμορφώθηκε από το αρχικό ποσό των 28.101,41 ευρώ στο ποσό των 22.828,47 ευρώ, που οφείλεται και το οφειλόμενο από το υπ΄αριθμ……/ 30-9-2011 τιμολόγιο πώλησης συνοδευόμενο από το υπ΄αριθμ……/ 20-9-2011 δελτίο ποσό στο ποσό των 28.400,57 ευρώ και έτσι το οφειλόμενο ποσό από τα ως άνω δύο τιμολόγια διαμορφώθηκε τελικά στο συνολικό ποσό των 51.229,04 ευρώ.

Περαιτέρω από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα εταιρεία την 9-7-2013 απέστειλε στην εναγομένη την από 1-7-2013 εξώδικη δήλωση (βλ.σχετ.υπ΄αριθμ……..΄/9-7-2013 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πρέβεζας, ………….), με την οποία ανέφερε ότι της οφείλει το ποσό των 51.229,04 ευρώ που προέρχεται από πωλήσεις τροφών της ενάγουσας, χωρίς προσδιορισμό των τιμολογίων στα οποία αναφέρεται και ζητούσε να της καταβληθεί εντός προθεσμίας 5 ημερών από την επομένη της λήψεως της εξώδικης δήλωσης. Στην εξώδικη αυτή δήλωση απάντησε η εναγομένη εταιρεία με την από 10-7-2013 εξώδικη απάντησή της που επιδόθηκε στην ενάγουσα την 01-08-2013 (βλ.σχετ.υπ΄αριθμ……/01-08-2013 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά ………) στην οποία η εναγομένη δήλωσε ότι δεν οφείλει κανένα χρηματικό ποσό, διότι όπως είχε ήδη ενημερωθεί τηλεφωνικώς και με ηλεκτρονικό μήνυμα της 19-10-2011 ότι οι τροφές ήταν ακατάλληλες και είχαν πραγματικό ελάττωμα, έχοντας ως αποτέλεσμα τη θνησιμότητα μεγάλου αριθμού ψαριών στις δεξαμενές τους και το βρώμισμα αυτών και ότι είχαν συμφωνήσει να επιστραφεί η μη καταναλωθείσα μέχρι εκείνη τη χρονική στιγμή ποσότητα τροφών και για το υπόλοιπο οφειλόμενο χρηματικό ποσό να εκδοθεί πιστωτικό τιμολόγιο και καλούσε την ενάγουσα να προβεί στην έκδοση πιστωτικού τιμολογίου για το υπόλοιπο ποσό των 51.229,04 ευρώ, επιφυλασσόμενη για τη διεκδίκηση της οικονομικής ζημίας της που την αποτιμούσε στο ποσό των 55.000 ευρώ, χωρίς να υπολογίζεται η εμπορική ζημία που υπέστη (η εναγομένη) από την θνησιμότητα των ψαριών. Έτσι, σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερόμενα, η εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη με τις προτάσεις της, που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, προέβαλε ένσταση συμψηφισμού της επίδικης απαίτησης της ενάγουσας με δική της ληξιπρόθεσμη ανταπαίτηση έναντι αυτής. Ειδικότερα, η εναγομένη ισχυρίστηκε ότι η ενάγουσα της χορήγησε ακατάλληλη και επιβλαβή τροφή για τα ψάρια, η οποία της προκάλεσε οικονομική ζημία ανερχόμενη στο ποσό των 51.609,25 ευρώ, γεγονός για το οποίο ενημέρωσε την ενάγουσα και ζήτησε τον συμψηφισμό μέρους της ανταπαίτησης της με την επίδικη αξίωση της ενάγουσας, διότι η ζημία γεννήθηκε το αργότερο την 1-10-2011, η δε απαίτηση της ενάγουσας συνυπήρξε κατά το χρόνο αυτό και οι απαιτήσεις είναι ομοειδείς και ήδη ληξιπρόθεσμες. Η ένσταση αυτή είναι ορισμένη κατά τα εκτιθέμενα και στη μείζονα σκέψη της παρούσας καθόσον περιγράφονται με σαφή και ορισμένο τρόπο τα περιστατικά που θεμελιώνουν κατά νόμο την προβλεπόμενη σε συμψηφισμό ληξιπρόθεσμη και ομοειδή ανταπαίτηση της εναγομένης κατά της ενάγουσας ήτοι περιγραφή, χρόνος γέννησης και το ποσό των αμοιβαίων απαιτήσεων που προτείνονται σε συμβιβασμό και αναφέρεται ότι οι απαιτήσεις είναι ομοειδείς, υποστατές και ληξιπρόθεσμες και τα περί του αντιθέτου ισχυριζόμενα από την εκκαλούσα-ενάγουσα απορριπτέα τυγχάνουν ως αβάσιμα, ομοίως αβάσιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος είναι και ο σχετικός λόγος έφεσης. Η εν λόγω ένσταση είναι νόμιμη στηριζόμενη στο άρθρο 74 της κυρωθείσας με το Ν.2537/ 1997 Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων σε συνδυασμό με τα άρθρα 440 και 441 του ΑΚ (που εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση κατ΄άρθρο 7 παρ.2 της Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων) και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Από τα ίδια ως ανω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι περί τα τέλη Αυγούστου 2011 σε ορισμένες από τις δεξαμενές εκτροφής της εναγομένης, όπου χρησιμοποιούσε τροφή που της είχε προμηθεύσει η ενάγουσα, άρχισε να παρατηρείται αυξημένη θνησιμότητα των εκτρεφομένων ιχθυδίων, η οποία σταδιακά αυξανόταν. Σύμφωνα με την προσκομιζόμενη από την εναγομένη υπ΄αριθμ…../15-7-2013 κτηνιατρική γνωμάτευση του …………., κτηνιάτρου- ιχθυοπαθολόγου του Ινστιτούτου Κτηνιατρικών Ερευνών Θεσσαλονίκης του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και  Τροφίμων, στην οποία αρμόδια υπηρεσία απευθύνθηκε ο πρόεδρος του ΔΣ της εναγομένης για διερεύνηση της αιτίας αυξημένης θνησιμότητας των εκτρεφομένων ιχθύων, ο ……….. επισκέφτηκε την μονάδα εκτροφής της εναγομένης στις 30-8-2011 και μεταξύ 30 Αυγούστου και 1η Σεπτεμβρίου 2011 και άλλη μονάδα ιδιοκτησίας ……….., όπου χορηγούνταν η τροφή, κατόπιν πληροφορίας για ύπαρξη σε καθημερινή βάση σημαντικού αριθμού νεκρών ψαριών, των οποίων η παρουσία παρατηρήθηκε μετά την έναρξη χορήγησης τροφών της ενάγουσας εταιρείας στους ιχθύες. Ο ως άνω κτηνίατρος στις εγκαταστάσεις της εναγομένης προέβη σε μακροσκοπική εξέταση των ιχθύων, αλλά και σε πρώτη εργαστηριακή εξέταση στις εγκαταστάσεις της, όπου διαπίστωσε ιδιαίτερα διογκωμένη κοιλιακή χώρα και διαφόρου βαθμού αποχρωματισμού των βραγχίων, όπως επίσης και εικόνα γαστρεντερίτιδας και αποχρωματισμού του ήπατος. Σημαντικές παράμετροι του υδατικού περιβάλλοντος εκτροφής (θερμοκρασία, οξυγόνο, PH) ήταν σε φυσιολογικά επίπεδα. Σε αμφότερες δε τις περιπτώσεις ολοκληρώθηκε η μικροβιολογική εξέταση εσωτερικών οργάνων και η παρασιτολογική εξέταση δειγμάτων που προσκομίστηκαν στο εργαστήριο, ήταν αρνητική, με αποτέλεσμα να αποκλείεται η ύπαρξη λοιμώδους μεταδοτικού νοσήματος. Το σύνολο δε των ανωτέρω (ιστορικό εκδήλωσης, μακροσκοπικά ευρήματα, αρνητική έκβαση των εργαστηριακών εξετάσεων που διενεργήθηκαν), όπως αυτά αναλύονται και στην υπ΄αριθμ……/ 2017 ένορκη βεβαίωση του ανωτέρω κτηνιάτρου σε συνδυασμό με τις δηλώσεις του παραγωγού ότι α) τα ψάρια κατά τη διάρκεια της εκτροφής τους δεν έπαιρναν βάρος, β) ότι η πλήρης διακοπή χορήγησης της εν λόγω τροφής και η αντικατάστασή της με άλλη άλλης εταιρείας συνοδευόταν από σταδιακή αποκατάσταση της ομαλής πεπτικής διαδικασίας και την πλήρη διακοπή της περαιτέρω εμφάνισης νεκρών ψαριών, γ) ότι υπό τις ίδιες περιβαλλοντικές συνθήκες φιλοξενούνταν παράλληλα και άλλες ομάδες ψαριών στη μονάδα, οι οποίες εκτρεφόμενες με τροφές άλλης εταιρείας δεν παρουσίαζαν από την αρχή κανένα πρόβλημα και δ) ότι η επανέναρξη χορήγησης της εν λόγω τροφής συνοδευόταν από την εμφάνιση ιδίων προβλημάτων, συνηγορούν ανεπιφύλακτα στην άμεση διασύνδεση των παρατηρηθέντων απωλειών με τη χορηγηθείσα τροφή. Όταν δε διαπιστώθηκε το πρόβλημα της αυξημένης θνησιμότητας, ο νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης απευθύνθηκε στην αρμόδια υπηρεσία και δη αρχικά στην αρμόδια Διεύθυνση Κτηνιατρικής Πρέβεζας και όταν η υπηρεσία αυτή τον πληροφόρησε ότι δεν υπήρχε ειδικός στην περιοχή του Νομού Πρέβεζας και του συνέστησε να απευθυνθεί σε αρμόδιο Ινστιτούτο του Υπουργείου Γεωργίας, είτε στην Αθήνα, είτε στη Θεσσαλονίκη, απευθύνθηκε στο Ινστιτούτο Κτηνιατρικών Ερευνών Θεσσαλονίκης που υπάγεται στην Γενική Διεύθυνση Αγροτικής Έρευνας του Ελληνικού Γεωργικού Οργανισμού «ΔΗΜΗΤΡΑ» που εποπτεύεται από το Υπουργείο Γεωργίας. Από την προσκομιζόμενη ως άνω κτηνιατρική πραγματογνωμοσύνη και ένορκη βεβαίωση αποδεικνύεται ότι δεν είναι βάσιμος ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι η απότομη θερμοκρασία του νερού από τις βροχοπτώσεις στην Ήπειρο έχει δυσμενείς συνέπειες για την εκτροφή της πέστροφας, διότι σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, κατά τη μετάβαση του κτηνιάτρου στη μονάδα της εναγομένης ελέγχθηκαν σημαντικές παράμετροι του υδατικού περιβάλλοντος εκτροφής (θερμοκρασία, οξυγόνο, PH) και βρέθηκαν όλα σε φυσιολογικά επίπεδα, ενώ εάν υπήρχε απότομη μεταβολή της θερμοκρασίας από βροχοπτώσεις, θα είχε διαπιστωθεί στη γνωμάτευση από τον κτηνίατρο, στην οποία εξάλλου σημειώνεται ότι η μονάδα της εναγομένης διέθετε επιπροσθέτως σύστημα πρόσθετης παροχής οξυγόνου στο νερό των δεξαμενών. Εάν δε, η θνησιμότητα των ιχθύων οφειλόταν σε περιβαλλοντικούς παράγοντες, θα παρατηρούνταν το ίδιο φαινόμενο και στις δεξαμενές της εναγομένης όπου χορηγούνταν τροφή άλλης εταιρείας. Επίσης, εκτός από την μονάδα παραγωγής της εναγομένης, το ίδιο φαινόμενο θνησιμότητας παρατηρήθηκε λόγω της χορήγησης τροφής της ενάγουσας και σε άλλη μονάδα εκτροφής ιδιοκτησίας ………., όπου η η χορήγηση της ίδιας τροφής αφορούσε κυρίως ψάρια μεγέθους 100 γραμμαρίων και άνω, καθώς και μικρότερα (βλ.σχετ.την κτηνιατρική γνωμάτευση του ….. … παρ.2 αυτής) και οι δηλώσεις των παραγωγών που αναφέρονται στην ανω γνωμάτευση αφορούν και τις δηλώσεις του παραγωγού της άλλης μονάδας εκτροφής. Στη συνέχεια αποδείχθηκε ότι η προφορική σύσταση του κτηνιάτρου προς το νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης για διακοπή χορήγησης της εν λόγω τροφής ολοκληρώθηκε στα τέλη Σεπτεμβρίου 2011 διότι όταν αυτός επισκέφθηκε τις εγκαταστάσεις της εναγομένης αρχικώς συνέστησε περαιτέρω μείωση της τροφής, στις ίδιες δεξαμενές, ώστε η χορηγούμενη πλέον ποσότητα να μην υπερβαίνει το 50%  της, έως τότε, χορηγούμενης, σύμφωνα με τις οδηγίες της ενάγουσας εταιρείας, αλλά επειδή με τη μείωση αυτή δεν εξαλείφθηκε το φαινόμενο της μεγάλης θνησιμότητας, αλλά σταθεροποιήθηκε σε σχέση με την έως τότε παρατηρούμενη αύξηση, και περί το τέλος του πρώτου δεκαημέρου του Σεπτεμβρίου 2011 ο κτηνίατρος έδωσε την εντολή πλήρους διακοπής στη χορήγηση τροφής της συγκεκριμένης εταιρείας, αλλά και κάθε άλλης, για τις επόμενες ημέρες, αλλά παρά τη διακοπή χορήγησης της τροφής, η κατάσταση της υγείας των ψαριών δεν αποκαταστάθηκε αφού εξακολουθούσαν να εμφανίζουν πρήξιμο της κοιλιακής χώρας και ακολούθως χορηγούσαν μικρή ποσότητα τροφής έως την 25η Σεπτεμβρίου 2011,οπότε ο κτηνίατρος διαβεβαίωσε την εναγομένη, νομίμως εκπροσωπούμενη ότι το γεγονός αυτό δεν οφείλεται σε μεταδοτική ασθένεια και έδωσε εντολή πλήρους διακοπής χορηγήσεως της τροφής αυτής. Ακολούθως, η εναγομένη προέβη άμεσα σε ενημέρωση της ενάγουσας, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο από την εναγομένη από 19-10-2011 έγγραφο του εκπροσώπου της εναγομένης … …. προς τον εκπρόσωπο της ενάγουσας κ. …., στο οποίο αναφέρεται ότι ύστερα από επανειλημμένες τηλεφωνικές επικοινωνίες που είχαν, παρακαλεί όπως ( η ενάγουσα) αποκομίσει τις τροφές που βρίσκονται στις εγκαταστάσεις της και ότι οι τροφές είναι ακατάλληλες για την ιχθυοκαλλιέργεια και της έχουν δημιουργήσει τεράστια προβλήματα με θνησιμότητα και βρώμισμα των δεξαμενών ως επακόλουθο. Όπως δε αποδείχθηκε, η ενάγουσα είχε προβεί εξωδίκως σε αναγνώριση του ελαττώματος των τροφών και δέχθηκε να της επιστραφεί μέρος της πωληθείσας τροφής ως ακατάλληλης, όπως τούτο αποδεικνύεται τόσο από το από 21-10-2011 δελτίο αποστολής της εναγομένης προς την ενάγουσα (το οποίο έχει υπογραφές τόσο στην παράδοση όσο και στην παραλαβή από μέρους της ενάγουσας όπου αναφέρεται «επιστροφή λόγω ακαταλληλότητας, απουσία πλευστότητας, θνησιμότητα»), όσο και από το υπ΄αριθμ. ……/2011 πιστωτικό τιμολόγιο που εκδόθηκε από την ενάγουσα, στις παρατηρήσεις του οποίου αναφέρεται: « επιστροφή λόγω ακαταλληλότητας εμπορεύματος». Οι παραπάνω εξώδικες ομολογίες της εναγομένης έπονται χρονικά της παράδοσης των επίδικων ιχθυοτροφών (βλ.σχετ. τα επίδικα τιμολόγια πώλησης συνοδευόμενα από το αντίστοιχο δελτίο αποστολής, ήτοι το υπ΄αριθμ…../ 31-8-2011 τιμολόγιο πώλησης με το υπ΄αριθμ…../ 18-8-2011 δελτίο αποστολής καθώς και το υπ΄αριθμ…../ 30-9-2011 τιμολόγιο πώλησης με το υπ΄αριθμ…../20-9-2011 δελτίο αποστολής). Έτσι κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα, η εναγομένη εταιρεία που έχει και το σχετικό βάρος απόδειξης της πιο πάνω ένστασης συμψηφισμού, απέδειξε ότι η πωληθείσα από την ενάγουσα σ΄αυτήν (εναγομένη) ιχθυοτροφή, δεν ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις της σύμβασης πώλησης, διότι δεν ήταν κατάλληλη για τους σκοπούς για τους οποίους πράγματα της ίδιας κατηγορίας θα χρησιμοποιούνται συνήθως (βλ.σχετ. άρθρ.35 παρ.1 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων σε συνδ.με το αντικειμενικό κριτήριο του άρθρου 35 παρ.2 στοιχ.α΄της Σύμβασης για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων), δηλαδή για την εκτροφή ιχθύων, αφού αυτή (ιχθυοτροφή) ήταν εντελώς ακατάλληλη, καθόσον ήταν δυνατό να οδηγήσει σε θνησιμότητα τους ιχθύες στους οποίους χορηγούνταν, όπως ως ανωτέρω εξωδίκως ομολόγησε και η ενάγουσα και ως εκ τούτου ευθύνεται η ενάγουσα για έλλειψη ανταπόκρισης της πωληθείσας τροφής που υπήρχε κατά το χρονικό σημείο μεταφοράς του κινδύνου στην εναγομένη, ακόμη και αν η έλλειψη ανταπόκρισης αποκαλύφθηκε μετά από το χρονικό αυτό σημείο (άρθρο 36 παρ.1 Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων), ενώ η ευθύνη αυτή γεννιέται ανεξάρτητα από τυχόν υπαιτιότητα της ενάγουσας. Αφού δε η πωληθείσα ιχθυοτροφή αφορούσε αποκλειστικά την εκτροφή ιχθύων, η καταλληλότητά της αποτελεί γεγονός το οποίο η πωλήτρια της τροφής αυτής όφειλε να γνωρίζει και δεν μπορούσε να αγνοεί και για το οποίο δεν έλαβε γνώση η εναγομένη με αποτέλεσμα η ενάγουσα να μην μπορεί να επικαλεσθεί τις διατάξεις των άρθρων 38 και 39 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων. Επίσης, λόγω του ότι η εναγομένη ενημέρωσε άμεσα την ενάγουσα για το ελάττωμα του πωληθέντος πράγματος εντος εύλογης προθεσμίας μετά το χρονικό σημείο κατά το οποίο διαπίστωσε τη φύση της έλλειψης και πάντως όχι μετά την πάροδο 2 ετών από το χρόνο πραγματικής παράδοσης, ακόμη και αν δεν εφαρμοζόταν το άρθρο 40 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων, δεν αποδείχθηκε ότι η εναγομένη απώλεσε το δικαίωμα να επικαλεσθεί έλλειψη ανταπόκρισης των κινητών πραγμάτων. Ο ισχυρισμός δε της ενάγουσας στηριζόμενος στο άρθρο 35 παρ.3 της Σύμβασης ότι δεν ευθυνόταν για την μη ανταπόκριση των πραγμάτων στις απαιτήσεις της σύμβασης διότι η εναγομένη γνώριζε τη μη ανταπόκριση, δεν αποδείχθηκε διότι κατά το χρόνο παράδοσης των ως ανω πωληθέντων πραγμάτων, ήτοι την 18-8-2011 και 20-9-2011 (βλ.σχετ.υπ΄αριθμ…./18-8-2011 και …../20-9-2011 δελτία αποστολής) δεν υπήρχε θετική γνώση της εναγομένης σχετικά με την ακαταλληλότητα της τροφής, δεδομένου ότι κατά τα ήδη εκτιθέμενα στις 25 Σεπτεμβρίου 2011 ο κτηνίατρος …… διαβεβαίωσε την εναγομένη, νομίμως εκπροσωπούμενη, ότι η θνησιμότητα των ιχθύων δεν οφείλεται σε μεταδοτική ασθένεια και έδωσε εντολή πλήρους διακοπής χορηγήσεως της πωληθείσας τροφής της ενάγουσας. Στη συνέχεια από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι λόγω της ακαταλληλότητας της τροφής παρουσιάστηκε ταυτόχρονα και ρύπανση των υδάτων των δεξαμενών εκτροφής, στις οποίες είχε αυτό εμφανισθεί και σε ολόκληρο το βάθος τους, ενώ αποδείχθηκε ότι η εναγομένη από την εμφάνιση του φαινομένου αυτού, αφού συγκέντρωνε τις ποσότητες των νεκρών ψαριών, τα ζύγιζε, τα καταμετρούσε, τα καταχωρούσε στα στοιχεία της εταιρείας, τα συσκεύαζε σε ειδικές θήκες καταψύξεως τις οποίες τοποθετούσε σε ειδικούς θαλάμους καταψύξεως και συνολικά συγκεντρώθηκε ποσότητα 13.650 χιλιόγραμμων, εκ των οποίων 839,50 χιλιόγραμμα αντιστοιχούσαν σε μικρά ψάρια βάρους 10 περίπου γραμμαρίων το καθένα, ήτοι 83.950 τεμάχια και 12.810,50 χιλιόγραμμα αντιστοιχούσαν σε μεγαλύτερα ψάρια, βάρους 300 γραμμαρίων κατά μέσο όρο το καθένα, ήτοι (12.810,50 : 0,3) 42.700 τεμάχια. Σημειώνεται δε ότι οι παραπάνω ποσότητες των νεκρών ψαριών αποδεικνύονται από τα υπ΄αριθμ…./26-9-2011, …./ 5-10-2011,…./11-10-2011 και …./19-10-2011 προσκομιζόμενα από την ενάγουσα δελτία αποστολής προς την βιομηχανία ζωοτροφών «……………».

Περαιτέρω από τα ίδια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι η εναγομένη αναζήτησε τρόπους αναπληρώσεως των μικρών ιχθυδίων για τη συνέχιση της εκτροφής, πλην όμως λόγω εποχής αυτό κατέστη εφικτό μόνο το Μάιο του έτους 2012, οπότε αγόρασε από την αντίστοιχη επιχείρηση παραγωγής ιχθυδίων της Δανίας, ισόποση ποσότητα, για την οποία, συμπεριλαμβανομένων των μεταφορικών, κατέβαλε το ποσό των 23.159,25 ευρώ (βλ.σχετ. και την υπ΄αριθμ. ……./2017 ένορκη βεβαίωση). Οι πέστροφες δε βάρους 300 γραμμαρίων, κατά μέσο όρο, βρισκόταν στο τελικό στάδιο εκτροφής και θα μπορούσαν έτσι το επόμενο διάστημα να διατεθούν στην κατανάλωση, με τιμή 2,80 – 3,00 ευρώ το κιλό (βλ. σχετ. και την ανωτέρω ένορκη βεβαίωση)  και συνολικά (12.810,50 Χ 2,90) 37.150,00 ευρώ περίπου.

Κατόπιν των ανωτέρω η εναγομένη δικαιούται λόγω αποζημίωσης για την αποκατάσταση της προαναφερόμενης ζημίας της το συνολικό ποσό των (23.159,25 + 37.150,00) = 60.309,25 ευρώ, ως θετική και αποθετική ζημία (διαφυγόν κέρδος) δεδομένου ότι σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας, η αποζημίωση που προβλέπεται κατά το άρθρο 74 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων, συνίσταται σε ποσό ίσο με τη ζημία, συμπεριλαμβανομένου και του διαφυγόντος κέρδους που υπέστη το άλλο μέρος ως αποτέλεσμα της αθέτησης και επομένως αποκαθίστανται σε χρήμα όλες οι υλικές θετικές και αποθετικές ζημίες που οφείλονται στη συμβατική παράβαση, με σκοπό την περιαγωγή του δανειστή οικονομικώς στη θέση που θα βρισκόταν εάν η παροχή του οφειλέτη είχε εκπληρωθεί. Σημειώνεται δε ότι η εναγομένη από το ανωτέρω ποσό προαφαιρεί ποσό που αντιστοιχεί στην αξία της συνήθους απώλειας, αφού η συνήθης θνησιμότητα ανερχόταν στα 70-80 χιλιόγραμμα ημερησίως, από τα μεγαλύτερα μεγέθη ιχθύων και επομένως πρέπει να αφαιρεθούν 75 χιλιόγραμμα απώλειας κατά μέσο όρο ημερησίως επί 40 ημέρες, ήτοι 3.000,00 χιλιόγραμμα, αξίας 2,90 ευρώ ανά χιλιόγραμμο και συνολικά (3.000,00 Χ 2,90) 8.700,00 ευρώ και επομένως η ζημία που επήλθε στην εναγομένη ανήλθε στο συνολικό ποσό των (60.309,25 – 8.700,00) 51.609,25 ευρώ.

Κατόπιν όλων των ανωτέρω αποδειχθέντων, η ανταπαίτηση της εναγομένης δεν υπερβαίνει τη ζημία την οποία η ενάγουσα που της πώλησε ακατάλληλη τροφή όφειλε να έχει προβλέψει ως δυνατή συνέπεια της αθέτησης της σύμβασης κατά το χρόνο κατάρτισής της ενόψει των γεγονότων και των συνθηκών που όφειλε να γνωρίζει (αντικειμενική προβλεψιμότητα), με κριτήριο τη δυνατότητα πρόβλεψης του ιδανικού οφειλέτη, ενόψει και του σκοπού της συγκεκριμένης σύμβασης πώλησης η οποία ήταν η εκτροφή ιχθύων με την πωληθείσα τροφή. Έτσι, η ως άνω ανταπαίτηση της εναγομένης είναι ομοειδής ως χρηματική με την αγωγική απαίτηση, είναι υποστατή και έγκυρη και ληξιπρόθεσμη, με την έννοια ότι η εναγομένη δικαιούται να αξιώσει την εκπλήρωσή της χωρίς να είναι απαραίτητο οι συμψηφιζόμενες απαιτήσεις να έχουν κοινή γενεσιουργό αιτία και οι απαιτήσεις των διαδίκων είναι και αμοιβαίες.

Εξάλλου, ο ισχυρισμός της ενάγουσας (με την προσθήκη στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο) ότι η αξίωση της εναγομένης έχει υποπέσει σε διετή παραγραφή κατά το άρθρο 554 του ΑΚ, που εφαρμόζεται στην προκειμένη υπόθεση διότι η Σύμβαση δεν περιλαμβάνει κανόνες για την παραγραφή, καταλείποντας σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ.2 τη ρύθμιση του θέματος στις εθνικές νομοθεσίες, αφού τα δικαιώματα του αγοραστή λόγω πραγματικού ελαττώματος και έλλειψης συνομολογημένης ιδιότητας παραγράφονται μετά την πάροδο 2 ετών για τα κινητά, απορριπτέος τυγχάνει ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας σε συμψηφισμό προτείνεται και ανταπαίτηση που έχει παραγραφεί, αν κατά το χρόνο που οι απαιτήσεις συνυπήρξαν δεν είχε συμπληρωθεί ο χρόνος της παραγραφής της (άρθρο 443 ΑΚ). Εν προκειμένω δε, κατά το χρόνο που οι επιμέρους αμοιβαίες απαιτήσεις συνυπήρξαν δεν έχει συμπληρωθεί ο χρόνος παραγραφής, δεδομένου ότι η ανταπαίτηση της εναγομένης ήταν ήδη γεγενημένη από την 1η Οκτωβρίου 2011,οπότε παραγράφεται την 1η Οκτωβρίου 2013.

Επομένως δεκτής γενομένης της πρότασης συμψηφισμού της εναγομένης επέρχεται η αναδρομική απόσβεση των απαιτήσεων αυτών από τότε που συνυπήρξαν, ήτοι από την 1η Οκτωβρίου 2011 που η αγωγική αξίωση της ενάγουσας ήταν γεγενημένη στο μέτρο κατά το οποίο καλύπτονται, ανεξάρτητα από το αν θα γίνει ή όχι αποδεκτή από την ενάγουσα στην οποία απευθύνεται. Ακόμη όμως και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι είχε γεννηθεί η απαίτηση της ενάγουσας κατά τον ως άνω χρόνο, η απαίτησή της κατέστη ληξιπρόθεσμη για το ποσό των 22.828,47 ευρώ από την 28-01-2012 και για το ποσό των 28.400,57 ευρώ από την 27-02-2012 και κατά τους χρόνους αυτούς υφίστατο η υπέρτερη των ανωτέρω ανταπαίτηση της εναγομένης.

Επομένως κρίνοντας ως ουσιαστικά βάσιμη την προβληθείσα εκ μέρους της εναγομένης ένσταση συμψηφισμού, και κατόπιν της παραδοχής αυτής, η ένδικη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη.

Κατά συνέπεια, η εκκαλουμένη, η οποία ως προς την αγωγή δέχθηκε τα ίδια ως ανωτέρω, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και οι περι του αντιθέτου ισχυρισμοί της ενάγουσας που αποτελούν σχετικούς λόγους έφεσης πρέπει ν΄απορριφθούν ως αβάσιμοι .

Κατ΄ακολουθίαν των ανωτέρω η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ΄ουσίαν, ενώ τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν ολικά μεταξύ των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής  αρθρ.179 εδ. τελευτ. ΚΠολΔ).Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου άσκησης έφεσης, που η εκκαλούσα κατέθεσε κατ΄άρθρο 495 παρ.3 του ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσίαν την έφεση κατά της υπ΄. αριθμ.1514/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία).

Συμψηφίζει ολικά μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας. Και

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του e – παραβόλου με κωδικό …………/2020 άσκησης έφεσης που κατέθεσε η εκκαλούσα, ποσού εκατό (100,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  8 Iουλίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ