Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 343 /2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός     343/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………….., ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του Ιωάννη Τζίφα, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας ……………, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Ανάργυρου Κουτσούκου, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

Ο εκκαλών έφεση άσκησε την από 8-10-2018 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …./8-10-2018 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς  Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά την τακτική διαδικασία, απευθυνόμενη κατά της εφεσίβλητης και ζήτησε τα σε αυτήν αναφερόμενα. Το παραπάνω πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με τη με αριθ. 777/20-2-2020 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, απέρριψε την αγωγή ως νομικά αβάσιμη. Κατά της παραπάνω απόφασης παραπονείται ο ενάγων με την κρινόμενη από 30-6-2020 και με Γ.Α.Κ. …… και ΕΑΚ …./30-6-2020 έφεσή του, η οποία γράφτηκε στο πινάκιο και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος ανέπτυξε τις απόψεις του και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 30-6-2020 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …../30-6-2020 έφεση κατά της με αριθμό 777/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, όπως τα άρθρα 495 και 518  ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο τρίτο και τέταρτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 αντίστοιχα), ενόψει του ότι δεν επικαλείται κάποιος διάδικος την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ούτε προκύπτει η επίδοσή της από κάποιο στοιχείο, ενώ δεν έχει παρέλθει και η διετία από τη δημοσίευση της απόφασης αυτής κατά την 20-2-2020. Επομένως, αφού αρμόδια φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ.) και έχει καταβληθεί και το κατά το άρθρο 495 Κ.Πολ.Δ. προβλεπόμενο παράβολο για την άσκησή της, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), μέσα στα όρια που καθορίζονται απ’ αυτούς, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.

Με την από 8-10-2018 και με ΓΑΚ …… και ΕΑΚ …../8-10-2018 αγωγή του ο ενάγων ισχυρίζεται ότι είναι κύριος του υπό αγγλική σημαία μηχανοκίνητου σκάφους αναψυχής «Α.», νηολογίου Λονδίνου, το οποίο είχε ασφαλίσει μέχρι το ποσό των 180.000,00 ευρώ για ίδιες ζημιές του σώματος αυτού και των τριών εξωλέμβιων μηχανών του, ανεξάρτητα από τις αιτίες που τυχόν θα τις προκαλούσαν,  στην εναγόμενη εταιρία με το ……. συμβόλαιο, στο οποίο είχε συμφωνηθεί η υπαγωγή της ασφαλιστικής σύμβασης στο αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο και πρακτική, καθώς και στις ρήτρες του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου για την ασφάλιση θαλαμηγών σκαφών (Institute Yacht Clauses 1/11/1985). Ότι τις μεσημβρινές ώρες της 27-7-2017, ενώ το άνω σκάφος ήταν δεμένο και ασφαλισμένο για ολιγόωρη παραμονή σε ρεμέτζο (μόνιμο ποντισμένο αγκυροβόλιο για πρόσδεση σκαφών, βάθους περίπου 2 μέτρων) στον κλειστό κόλπο της Νάουσας της Πάρου, διαπιστώθηκε ότι ήταν ημιβυθισμένο σε μεγάλο βαθμό λόγω αιφνιδιαστικής και απρόβλεπτης εισροής θαλάσσιου νερού, πιθανά επειδή, κατά την προηγηθείσα πλεύση του, με χειριστή τον ίδιο, από Ανάβυσσο Αττικής προς Πάρο, συγκρούστηκε με άγνωστο θαλάσσιο αντικείμενο και συνεπεία της πρόσκρουσης μετακινήθηκε η τάπα  που υπάρχει στο πίσω μέρος του (cleaning valve) χωρίς να γίνει αντιληπτό. Ότι στην ημιβύθιση συνετέλεσε τα μέγιστα και η θαλάσσια αναταραχή που επικρατούσε στην άνω περιοχή που ήταν αγκυροβολημένο, εξαιτίας της οποίας εισήλθαν στο σκάφος μεγάλες ποσότητες νερού, οι οποίες θα είχαν εισέλθει σε μικρότερη ποσότητα και το σκάφος είναι πιθανό να μην ημιβυθιζόταν εάν η θάλασσα ήταν τελείως ήρεμη και χωρίς αναταράξεις. Ότι για να αποφευχθεί η πλήρης βύθιση του σκάφους καθώς και περαιτέρω ζημιές και φθορά από το θαλασσινό νερό στο εσωτερικό του και στο μηχανικό εξοπλισμό του τραβήχτηκε αυτό ακολούθως στα ρηχά και έγινε απάντληση των υδάτων που είχαν εισέλθει σ’ αυτό για να αποφευχθούν περαιτέρω ζημιές στο εσωτερικό του και στο μηχανικό εξοπλισμό του. Ότι παρά ταύτα η ημιβύθισή του προκάλεσε ζημίες στο σώμα, στις μηχανές του και σε παρελκόμενά του, σύμφωνα με τις επισυναπτόμενες έγγραφες προσφορές τρίτων και για την αποκατάσταση των οποίων (με την εκτέλεση των αναφερομένων εργασιών, αγορά και τοποθέτηση των αναφερομένων υλικών και ανταλλακτικών και διενέργεια των αναφερομένων δοκιμών) απαιτείται ο ίδιος να καταβάλει το συνολικό ποσό των 139.302,22 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. 24%. Με βάση το ιστορικό αυτό και ενόψει της άρνησης της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας να του καταβάλει το ποσό αυτό, ζητεί με την αγωγή να υποχρεωθεί προς τούτο η τελευταία με απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Η εναγόμενη, με τις νόμιμα κατατεθείσες προτάσεις της στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, συνομολόγησε την κατάρτιση της ασφαλιστικής σύμβασης με τον ενάγοντα και την υπαγωγή της στο αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο, αρνούμενη κατά τα λοιπά τους ισχυρισμούς του. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη, επειδή έκρινε ότι υπό τα εκτιθέμενα περιστατικά δεν δύναται να στοιχειοθετηθεί, κατά το εφαρμοστέο αγγλικό δίκαιο, ευθύνη της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας από τη σύμβαση ή το νόμο έναντι του ενάγοντος, διότι η βύθιση του σκάφους δεν φέρεται να προκλήθηκε από τη θάλασσα (Perils of the seas – ρήτρα 9.1.1), αλλά επί της θάλασσας, από αιτία που δεν εμπίπτει στην έννοια του θαλάσσιου κινδύνου (διάταξη του άρθρου 55 (1) ΜΙΑ 1906), αφού στην αγωγή μνημονεύεται ως αιτία επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου η μετακίνηση της τάπας που υπάρχει στο πίσω μέρος του σκάφους, συνεπεία πιθανής πρόσκρουσης του σκάφους με άγνωστο θαλάσσιο αντικείμενο κατά την πλεύση προς Πάρο, η οποία (μετακίνηση) αποδίδεται σε τυχαίο συμβάν και όχι σε αιφνίδιο γεγονός και δεν αποτελεί κίνδυνο απρόβλεπτο ούτε μη αποτρέψιμο ατύχημα, αλλά αντιθέτως αποτελεί φυσιολογική φθορά, που ακόμη και αν υποτεθεί πως προκλήθηκε από τη θάλασσα ή από άλλο λόγο, δεν υπάγεται στην ασφαλιστική κάλυψη, ως μη εμπίπτουσα στην έννοια του θαλάσσιου κινδύνου κατ’ άρθρο 55 par. 2 ΜΙΑ 1906. Ήδη με την κρινόμενη έφεση του και με τους  λόγους της που  ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου καθώς και σε  εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ο ενάγων ζητά την εξαφάνιση της εκκαλούμενης προς το σκοπό να γίνει δεκτή η αγωγή του.

Ι. Το αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο, το οποίο προσκομίστηκε προαποδεικτικά από τους διαδίκους ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και με το οποίο θα κριθεί η επίδικη διαφορά και δη τόσο η νομική βάση της αγωγής όσο και των ισχυρισμών και ενστάσεων αντίστοιχα που προβάλλει η εναγόμενη, κατά διεθνή συναλλακτική συνήθεια, επιλέγεται από τα συμβαλλόμενα μέρη στις ναυτασφαλιστικές συναλλαγές με σχετική ρήτρα των όρων της ασφάλισης, ανεξάρτητα μάλιστα του ουσιώδους ή μη συνδέσμου με αυτές, περιέχεται δε κωδικοποιημένο στον αγγλικό νόμο «περί θαλάσσιας ναυτικής ασφάλισης του 1906», γνωστό με την ονομασία «Marine Insurance Act 1906» (στο εξής: Μ.I.A. 1906), καθώς και στο κοινό δίκαιο (common law), εφόσον οι διατάξεις του δεν προσκρούουν σε ρητή διάταξη του ανωτέρω νόμου και στην αγγλική πρακτική (English practice) και ερμηνεύεται από τα αγγλικά δικαστήρια και τους άγγλους νομικούς συγγραφείς και ερμηνευτές του δικαίου σε συνάρτηση και με τις ρήτρες ασφάλισης σκαφών αναψυχής «Institute yachts clauses 1.11.1985» (βλ. σχετ. με τις πηγές του αγγλικού ναυτασφαλιστικού δικαίου το νομικό σύγγραμμα «Templeman on marine insurance, its Principles and Practice», 6th ed, p. 190-191). Επίσης σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν τα συναλλακτικά ήθη, τα οποία ρυθμίζουν πολλά θέματα για τα οποία δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη στο νόμο, σε βαθμό μάλιστα τέτοιο ώστε αυτά να επικρατούν και όταν ακόμα υπάρχει έμμεση ρύθμιση από το νόμο. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Μ.Ι.Α. 1906 που ρυθμίζει τις θαλάσσιες ασφαλίσεις: «Η σύμβαση ναυτικής ασφάλισης αποτελεί σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής αναλαμβάνει να αποζημιώσει τον ασφαλισμένο, κατά τρόπο και σε έκταση που συμφωνείται με αυτήν, κατά θαλασσίων κινδύνων, δηλαδή των κινδύνων που είναι συναφείς με τη ναυτική περιπέτεια», στο δε άρθρο 5 του ίδιου νόμου δίνεται ο ορισμός του ασφαλιστικού συμφέροντος: «1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος νόμου, ασφαλιστικό συμφέρον έχει κάθε πρόσωπο που έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια. 2. Ειδικά ένα πρόσωπο έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια όταν τελεί σε οποιαδήποτε έννομη ή πραγματική σχέση με την περιπέτεια ή με οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο που εκτίθεται σε κίνδυνο κατ’ αυτή και από το γεγονός αυτό μπορεί το εν λόγω πρόσωπο να ωφεληθεί από την ασφάλεια ή προσήκουσα άφιξη του ασφαλισμένου περιουσιακού στοιχείου, ή μπορεί να ζημιωθεί από την απώλεια, ζημία ή δέσμευσή του, ή μπορεί  να γεννηθεί στο πρόσωπό του ευθύνη σε σχέση με αυτό. Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι ο νόμος αυτός (Μ.Ι.Α. 1906) δεν προβλέπει τους επί μέρους προς ασφάλιση κινδύνους, ούτε αναφέρεται στο περιεχόμενο της ασφαλιστικής σύμβασης (ιδίως σε περιορισμούς, αιρέσεις, εξαιρέσεις, κ.λ.π.) αλλά καταλείπει την διαμόρφωσή του (περιεχομένου) στην ελεύθερη  βούληση των μερών. Στην πράξη το έργο αυτό έχει αναλάβει το Ινστιτούτο των Ασφαλιστών του Λονδίνου (Institute of London Underwriters) το οποίο, ως επαγγελματικό όργανο έρευνας και προώθησης των ναυτασφαλιστικών ζητημάτων στην αγγλική αγορά, έχει προβεί στην τυποποίηση των όρων κάλυψης των θαλάσσιων κινδύνων για κάθε κατηγορία ναυτασφάλισης. Ειδικότερα για την ασφάλιση των θαλαμηγών οι διεθνώς χρησιμοποιούμενοι όροι είναι οι έντυποι του Ινστιτούτου για θαλαμηγά σκάφη αναψυχής, υπό την κωδική ονομασία Institute Yacht Clauses 1/11/1985. Η παρεχόμενη με τους όρους αυτούς  ασφαλιστική κάλυψη δεν είναι κατά παντός κινδύνου (all risks) αλλά κατά συγκεκριμένων μόνο κατηγοριών κινδύνου, που απαριθμούνται αυτοτελώς και περιοριστικά (named risks). Μεταξύ των ασφαλιζόμενων κινδύνων περιλαμβάνονται και οι θαλάσσιοι κίνδυνοι (Perils of the sea – ρήτρα 9.1.1), ήτοι οι κίνδυνοι οι οποίοι έχουν σχέση με την πλεύση του ασφαλισμένου πλοίου στη θάλασσα.  Ωστόσο ο όρος «Perils of the sea» δεν καλύπτει κάθε ατύχημα ή συμβάν το οποίο είναι δυνατό να συμβεί στη θάλασσα, αλλά αφορά κίνδυνο εξ αιτίας της θάλασσας και αναφέρεται μόνο σε τυχαία (απρόοπτα) περιστατικά (συμβάντα, ατυχήματα) εξ αιτίας της θάλασσας και δεν περιλαμβάνει την κανονική ενέργεια των ανέμων και των κυμάτων. Πρέπει, με άλλα λόγια, να είναι ένας κίνδυνος απρόβλεπτος και ένα αποτρέψιμο ατύχημα, όχι ένα προβλέψιμο και αναπόφευκτο αποτέλεσμα και πρέπει να είναι εξ αιτίας της  θάλασσας, όχι απλώς επί της  θάλασσας [«but it is clear that there must be a peril, an unforseen and inevitable result, and it must be of the seas, not merely on the seas», From the judgement of Lord Herschell in the Xantho (12 APP Cas Ρ 509), Templeman on MARINE Insurance, 6th edit, p. 134]. Ειδικότερα, η γενική έκφραση «εναντίον κινδύνων θάλασσας» δεν περιλαμβάνει έναν απλό κίνδυνο, ούτε κάθε απώλεια ή ζημία που από τη φύση της πρέπει να θεωρηθεί αναπόφευκτη, αλλά μια κατηγορία κινδύνων ακαθόριστης έκτασης, η οποία περικλείει κάθε είδους ναυτικά ατυχήματα πλοίων (ναυάγιο, βύθιση, προσάραξη, κ.λπ.), όπως και κάθε είδους ζημία που προκλήθηκε στο πλοίο από επιζήμια ενέργεια της θάλασσας, πλην της συνήθους φθοράς από το ταξίδι ή από ενέργεια ή αμέλεια του ασφαλισμένου ως άμεσου αίτιου (Lord Chorley & Giles, Ναυτικό Δίκαιον, μετάφρ. Ιασ. Κρεμεζή, Αθήνα 1978, σ. 302). Αφορά περιστατικά που συμβαίνουν στο ασφαλισμένο αντικείμενο (πλοίο) προερχόμενα από εξωτερικούς παράγοντες και όχι από την ίδια τη φύση του ασφαλισμένου αντικειμένου, αποκλειόμενης κάθε ευθύνης για απώλεια ή ζημία ή δαπάνη η οποία είναι αναπόφευκτη, όπως συνήθη φθορά και ξέφτισμα, συνήθη διαρροή και θραύση  και πολύ περισσότερο  προερχόμενη από πράξεις του ίδιου του ασφαλισμένου (Templeman on Marine Insurance, 6th edition, 168-169). Αυτό διότι κάθε πλοίο κατά τη διάρκεια της ναυσιπλοΐας ή ακόμα και αν είναι παροπλισμένο, είναι φυσικό να εκτίθεται σε κάποια αναπόφευκτη, αν και σταδιακή, διαδικασία αποσύνθεσης – φθοράς, κυρίως λόγω της δράσης των κυμάτων και του ανέμου, δηλαδή σε μια προοδευτική χειροτέρευση από τη συνήθη καταπόνησή του από τους εν λόγω παράγοντες, η οποία κοινώς ορίζεται ως φθορά και ξέφτισμα, φυσικό αποτέλεσμα των άνω παραγόντων, για τα οποία δεν υπάρχει ευθύνη του ασφαλιστή ακόμα και αν η χειροτέρευση από φθορά και ξέφτισμα (συνήθη χρήση και φθορά) καταστεί τόσο σοβαρή ώστε να προκαλέσει τη διαρροή και βύθιση του πλοίου   (Templeman on Marine Insurance, 6th edition, σ. 164). Η ζημιά επομένως που προκαλείται από διαρροή θαλασσινού νερού στο εσωτερικό του πλοίου και οδηγεί στην βύθισή του, δεν αποτελεί βάρος του ασφαλιστή, παρά μόνο στην περίπτωση που οφείλεται άμεσα σε απρόβλεπτο και τυχερό γεγονός ή σε ασύνηθες συμβάν, οφειλόμενο στην ασυνήθιστη δράση του ανέμου και των κυμάτων (Arnould’s Law of Marine Insurance and Average, vol 1, par. 798, p. 661). Περαιτέρω προκειμένου να γεννηθεί αξίωση αποζημίωσης από την ασφαλιστική σύμβαση για ζημία ή απώλεια του ασφαλισθέντος πράγματος (πλοίου) και να θεμελιωθεί ευθύνη του ασφαλιστή, πρέπει να αποδειχθεί ότι η ζημία προκλήθηκε ως έγγιστα από ασφαλισθέντα κίνδυνο, σύμφωνα με την αρχή που εκφράζεται στο γνωστό νομικό απόφθεγμα «causa proxima non remota spectatur» (πρέπει ν’ αναζητείται η εγγύτερη αιτία και όχι η απώτερη) και αποτυπώνεται στη διάταξη του άρθρου 55 (1)  του Μ.Ι.Α. 1906, με τον τίτλο «Καλυπτόμενες και Εξαιρούμενες Ζημίες» (Εφ.Πειρ. 815/2000, Ε.Ν.Δ. 2001, 157). Πρέπει ειδικότερα  να υφίσταται μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος, του επελθόντος κινδύνου – ο οποίος πρέπει να αποτελεί ασφαλισμένο δια του ασφαλιστηρίου κίνδυνο – και της επελθούσας απώλειας ή προξενηθείσας ζημίας του ασφαλισμένου πράγματος, αιτιώδης σύνδεσμος, ήτοι η ζημία να είναι άμεσο αποτέλεσμα της εγγύτερης προς αυτήν αιτίας. Εάν ο ασφαλισμένος προβάλλει επαρκή αποδεικτικά μέσα για να αποδείξει ότι η απώλεια ή η ζημία πιθανόν προκλήθηκε από ασφαλισμένο κίνδυνο, αλλά ο ασφαλιστής διατυπώνει μια εναλλακτική θεωρία ως προς την αιτία, το ζήτημα θα αποφασισθεί βάσει των πιθανοτήτων και για να επιτύχει ο διάδικος ο οποίος φέρει το βάρος της απόδειξης, πρέπει να αποδείξει ότι υπάρχει μία υπερέχουσα πιθανότητα (Preponderance of propability), η οποία στηρίζει την υπόθεσή του [εν προκειμένω ο ασφαλιζόμενος φέρει το βάρος απόδειξης ότι η ζημία προκλήθηκε από τον πλησιέστερο προς αυτήν κίνδυνο (σχετ. J. Kenneth Goodacre, A.C.I.I, Marine Insurance Claimas, 3rd edition, p. 86, Τempleman on Marine Insurance, p. 200), Lord Brandon σε House of Lords, Rhesa Shipping Co. S.A. v. Herbert David Edmunds v. Fenton Insurance Co. Ltd. (The Popi M), [1985] 2 Lloyd’ s Rep, 1]. Αυτός δεν οφείλει να αποκλείσει όλες τις πιθανότητες των ισχυρισμών της άλλης πλευράς, απλώς πρέπει να αποδείξει ότι η δική του περίπτωση στηρίζεται σε μία υπερέχουσα πιθανότητα (Templeman on MARINE Insurance, ό.α, p. 201, 202, βλ. επίσης Phesa shipping S.A ν Edmundus (The “Popi Μ”) H.L. (1985) 2 Lloyd`s Rep. 1 , Lloyd Instruments Ltd ν Northern Star Insurance Co Ltd (The ” Miss Jay Jay” ) (1985) 1 Lloyd s Rep. 264 και Glowrange Ltd V C6U Insurance Pic (2001) English High Court: QBD Commercial Court, βλ. και Εφ.Πειρ. 518/2017, Εφ.Πειρ. 727/2014, Εφ.Πειρ. 358/2007, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 55 (2c) του Μ.Ι.Α. 1906 εξαιρούνται της ασφαλιστικής κάλυψης οι ζημιές ή η απώλεια που οφείλονται σε συνήθη φθορά από τη χρήση («the insurer is not liable for ordinary wear and tear»).

ΙΙ. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 εδ. δ’, 216 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι για να είναι ορισμένο το δικόγραφο της αγωγής, πρέπει να περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία που ορίζουν τα άρθρα 117-118 Κ.Πολ.Δ: α)σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα σε βάρος του εναγομένου, δηλαδή πρέπει να γίνεται σαφής έκθεση στο δικόγραφό της όλων των γεγονότων, τα οποία σύμφωνα με τον εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου θεμελιώνουν τη ζητούμενη έννομη συνέπεια, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο ώστε η αγωγή να είναι επιδεκτική δικαστικής εκτίμησης και να καθίσταται εφικτή η απάντηση σ’ αυτή και γ) ορισμένο αίτημα. Ειδικότερα, τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής θα πρέπει να είναι τόσα, όσα απαιτούνται για τη θεμελίωση της αξίωσης, και να αναφέρονται αυτά με τέτοια σαφήνεια, ώστε, όχι μόνο να μην αφήνεται αμφιβολία για την αξίωση του ενάγοντος που απορρέει απ’ αυτά, για την οποία αναφέρεται το αίτημα της αγωγής, αλλά ακόμη και κατά τρόπο ώστε, ο εναγόμενος να έχει τη δυνατότητα άμυνας με ανταπόδειξη ή ένσταση κατά της αξίωσης του ενάγοντος και του δικαστηρίου να προβεί στην αξιολόγηση της αγωγής και να διεξάγει τις σχετικές αποδείξεις. Η έλλειψη των ως άνω στοιχείων, περίπτωση της οποίας αποτελεί και η μη εξειδίκευση με πληρότητα των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών (ποσοτική αοριστία), καθιστά το δικόγραφο της αγωγής αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης, επιφέρει δε το απαράδεκτο αυτού, στην απαγγελία του οποίου προβαίνει το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως, διότι ανάγεται στην προδικασία, η τήρηση της οποίας ρυθμίζεται από κανόνες δημοσίας τάξεως. Επίσης, η αοριστία του δικογράφου της αγωγής δεν μπορεί να θεραπευθεί με τις προτάσεις ή την παραπομπή στα διαλαμβανόμενα σε άλλα προσκομιζόμενα έγγραφα, ούτε με την εκτίμηση των αποδείξεων (Α.Π. 1728/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 250/2011, Ε.Εμπ.Δ. 2011, 591, Α.Π. 49/2011 ΕλλΔνη 2011, 1594, Α.Π. 1042/2009, Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Α.Π. 1042/2009, Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Α.Π. 1611/2008, Εφ.Πειρ. 47/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, όταν πρόκειται για αγωγή με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση ασφαλιστικής αποζημίωσης λόγω επέλευσης ασφαλιζόμενου θαλάσσιου κινδύνου με βάση σύμβαση ασφάλισης σκάφους αναψυχής που είχε συμφωνηθεί να διέπεται από το αγγλικό δίκαιο και πρακτική και τις τυποποιημένες ρήτρες ασφάλισης θαλαμηγών σκαφών του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου («Institute Yacht Clauses 1.11.1985»), αναγκαίο στοιχείο της βάσης της, το οποίο ο ενάγων οφείλει να επικαλεστεί και, αν αμφισβητηθεί, να αποδείξει, είναι, σύμφωνα με τις ανωτέρω αναλυθείσες διατάξεις του άρθρου 55 (1 & 2c) Μ.Ι.Α. 1906 και της ρήτρας 9.1.1. «Institute Yacht Clauses 1.11.1985», η επέλευση ασφαλιζόμενου κινδύνου εξαιτίας της θάλασσας, δηλαδή συγκεκριμένου τυχαίου και απρόβλεπτου κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θαλάσσιου συμβεβηκότος, οφειλόμενου στην ασυνήθιστη δράση του ανέμου και των κυμάτων  (peril of the sea – ρήτρα 9.1.1.), που ως εγγύτερη αιτία (proximate cause) και κατά υπερέχουσα πιθανότητα (preponderance of propability) επέφερε την ασφαλιστική περίπτωση (π.ρ.β.λ. Εφ.Πειρ. 204/2015, Εφ.Πειρ. 358/2007, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Αθ. Μαρκάκη, σημείωση στην Εφ.Πειρ. 815/2000, Ε.Ν.Δ. 29, 164, 165).                ΙΙΙ. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 524 παρ. 1, 525 παρ. 1 και 536 Κ.Πολ.Δ, προκύπτει ότι το εφετείο, στο οποίο με την άσκηση της έφεσης μεταβιβάζεται η υπόθεση, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτή και τους πρόσθετους λόγους, έχει ως προς την αγωγή ή αίτηση την ίδια εξουσία που έχει και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και συνεπώς μπορεί και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου να εξετάσει αυτεπάγγελτα τη νομιμότητα και το παραδεκτό αυτής και να την απορρίψει αν δεν στηρίζεται στο νόμο ή ασκήθηκε απαράδεκτα, αρκεί από το αποτέλεσμα αυτό να μην καθίσταται χειρότερη η θέση του εκκαλούντος, χωρίς να συντρέξει κάποια από τις περιπτώσεις του άρθρου 536 Κ.Πολ.Δ. (Εφ.Αιγ. 95/2019, Εφ.Θεσ. 162/2013,  Εφ.Αθ. 1778/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, εάν αγωγή μη νόμιμη ή απαράδεκτη απορρίφθηκε ως αβάσιμη κατ’ ουσία ή αν αγωγή απαράδεκτη λόγω αοριστίας απορρίφθηκε ως μη νόμιμη και κατά της απόφασης παραπονείται ο ενάγων, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει την εξουσία να την απορρίψει ως μη νόμιμη ή απαράδεκτη, καθόσον η απόφαση είναι επωφελέστερη για τον εκκαλούντα ενάγοντα, ενώ απλή αντικατάσταση της απορριπτικής αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης δεν αρκεί, διότι η απόρριψη της αγωγής για τυπικό λόγο άγει σε διαφορετικό κατά το αποτέλεσμα διατακτικό (Εφ.Αιγ. 95/2019, Εφ.Θεσ. 227/2008, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Σαμουήλ, Η Έφεση, έκδ. 2009, παρ. 854, σ. 346, Βαθρακοκοίλη, Κ.Πολ.Δ, Τόμ. Γ’, υπ’ άρθρο 536, αριθ. 3, σ. 388).

Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση του ως άνω περιεχόμενου του δικογράφου της ένδικης αγωγής προκύπτει ότι αυτή δεν περιέχει όλα τα αναγκαία, κατ’ άρθρον 216 Κ.Πολ.Δ, στοιχεία όσον αφορά τη μόνη βάση της από σύμβαση ασφάλισης σκάφους αναψυχής, με αποτέλεσμα να μη δύναται η εναγόμενη να αμυνθεί και να διεξαχθούν οι δέουσες αποδείξεις. Ειδικότερα, καίτοι κατά το επικαλούμενο αγγλικό δίκαιο και πρακτική και τις στερεότυπες ρήτρες ασφάλισης θαλαμηγών σκαφών του Ινστιτούτου Ασφαλιστών του Λονδίνου («Institute Yachts Clauses 1.11.1985») που φέρεται ότι συμφωνήθηκε να διέπουν την άνω σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης, η ασφαλιστική κάλυψη πλοίου δεν γίνεται κατά παντός κινδύνου (all risks) αλλά κατά συγκεκριμένων μόνο κατηγοριών κινδύνου που απαριθμούνται αυτοτελώς και περιοριστικά (named risks), συμπεριλαμβανομένων των θαλασσίων κινδύνων (perils of the sea – άρθρο 55 (1, 2c) Μ.Ι.Α. 1906, Ρήτρα 9.1.1. «Institute Yachts Clauses 1.11.1985»), σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο Ι), στην υπό κρίση αγωγή δεν προσδιορίζεται με σαφήνεια ο επελθών ασφαλιζόμενος θαλάσσιος κίνδυνος ως ένα τυχαίο και απρόβλεπτο κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θαλάσσιο συμβεβηκός, οφειλόμενο στην ασυνήθιστη δράση του ανέμου και των κυμάτων  (peril of the sea), που ως εγγύτερη αιτία (proximate cause), κατά υπερέχουσα πιθανότητα (preponderance of propability), επέφερε την ασφαλιστική περίπτωση. Ειδικότερα, η πρόσκρουση του σκάφους με «άγνωστο θαλάσσιο αντικείμενο» κατά την πλεύση προς Πάρο και η εξ αυτής μετακίνηση της τάπας (cleaning valve) στο πίσω μέρος του (επικαλούμενος ασφαλιζόμενος θαλάσσιος κίνδυνος) αναφέρεται γενικόλογα απλώς ως μια πιθανή εκδοχή που δεν έγινε αντιληπτή από τον ενάγοντα και δεν δικαιολογείται από άποψη τρόπου που έγινε και ενδείξεων που την τεκμηριώνουν, ενώ η επικαλούμενη «θαλάσσια αναταραχή» στη θέση αγκυροβολίου όπου ημιβυθίστηκε το σκάφος δεν χαρακτηρίζεται με σαφήνεια ως ασυνήθης και απρόβλεπτη ώστε να δύναται να υπαχθεί με ασφάλεια στην έννοια του θαλάσσιου συμβεβηκότος. Η αοριστία επιτείνεται από την παράλειψη αναφοράς α) του εάν η επίμαχη τάπα στεγανοποίησης ήταν προσηκόντως εφαρμοσμένη και ασφαλισμένη στην οπή αποστράγγισης του θαλασσινού νερού κατά την καθέλκυση του σκάφους από το χώρο στάθμευσής του στην Ανάβυσσο και την έναρξη της πλεύσης του προς Πάρο, β) του χρονικού διαστήματος i) που μεσολάβησε από τη μετακίνηση της τάπας αυτής μέχρι την ημιβύθιση του σκάφους, ii) που παρέμεινε το σκάφος ανεπιτήρητο στο αγκυροβόλιο μέχρι την ημιβύθισή του, iii) που διήρκεσε η «θαλάσσια αναταραχή» στο αγκυροβόλιο και η αιφνιδιαστική και απρόβλεπτη εισροή θαλάσσιου ύδατος στο σκάφος και γ) του λόγου για τον οποίο η εισροή του θαλάσσιου ύδατος στο σκάφος που οδήγησε στη βύθισή του δεν μπορούσε να προβλεφθεί από τον ενάγοντα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, εάν αυτός παρέμενε στο σκάφος στο αγκυροβόλιο ή ήλεγχε τη στεγανότητα της άνω τάπας πριν το εγκαταλείψει. Οι ανωτέρω ασάφειες και ελλείψεις καθιστούν αδύνατο να ελεγχθεί εάν επήλθε ασφαλισμένος θαλάσσιος κίνδυνος  (περίπτωση που, σημειωτέον, δεν συντρέχει κατά την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 55 (2c) MIA 1906 εάν η ζημία οφείλονταν σε συνήθη φθορά από τη χρήση της άνω τάπας στεγανοποίησης) και σε καταφατική περίπτωση εάν υπήρχε και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του επελθόντος αυτού κινδύνου και της προκληθείσας ζημίας του ασφαλισμένου σκάφους και του μηχανοηλεκτρικού εξοπλισμού του. Επομένως, ενόψει των ως άνω ελλείψεων της αγωγής και σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο ΙΙ), αυτή είναι απορριπτέα ως αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης (Εφ.Πειρ. 47/2020, ό.α, Εφ.Πειρ. 518/2019, www.efeteio-peir.gr), κατά το σχετικό βάσιμο ισχυρισμό της εναγομένης, ο οποίος προβλήθηκε παραδεκτά ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επαναφέρεται με τις προτάσεις της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε την ένδικη αγωγή ως ορισμένη (ως προς τη μόνη βάση της από σύμβαση ασφάλισης σκάφους αναψυχής) και εν συνεχεία ως μη νόμιμη, έσφαλε στην ορθή εφαρμογή του νόμου, καθόσον έπρεπε να απορριφθεί η αγωγή (κατά την άνω μόνη βάση της) και αυτεπάγγελτα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, λόγω του κατά το άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ. μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, με την οποία ο ενάγων – εκκαλών παραπονείται για την απόρριψη της αγωγής ως μη νόμιμης και ζητεί να γίνει αυτή δεκτή στο σύνολό της. Κατ’ ακολουθία των προεκτεθέντων, η έφεση πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσία (παρελκομένης της έρευνας των λόγων της) και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της, ήτοι και ως προς το κεφάλαιό της περί επιβολής δικαστικών εξόδων, προκειμένου να γίνει στη συνέχεια ενιαίος καθορισμός αυτών, για την ενότητα της εκτέλεσης (Α.Π. 1279/2004, Εφ.Πειρ. 155/2019, Εφ.Δωδ. 309/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, «Η έφεση», έκδ. Ε’, σ. 430-431, παρ. 1143). Ακολούθως, αφού κρατηθεί από το Δικαστήριο τούτο η υπόθεση, κατ’ άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. και ερευνηθεί εκ νέου η υπό κρίση αγωγή, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της. Εξάλλου, η δικαστική δαπάνη, και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθεί στο σύνολό της μεταξύ των διαδίκων, λόγω του ότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαιτέρως δυσχερής (άρθρα 179 και 183 Κ.Πολ.Δ.). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στον εκκαλούντα του παραβόλου άσκησης έφεσης που κατέθεσε (άρθρο 495 αριθ. 3 Κ.Πολ.Δ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015), δεδομένου ότι, με βάση το διατακτικό της απόφασης τούτης, θεωρείται αυτός νικητής, ανεξάρτητα από το ότι η τελική κρίση του Δικαστηρίου επί της υπόθεσης δεν ήταν ευνοϊκή γι’ αυτόν (Α.Π. 532/2016, Εφ.Πειρ. 19/2019, Εφ.Πατρ. 142/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία την από 30-6-2020 και με Γ.Α.Κ. …. και Ε.Α.Κ. …../30-6-2020 έφεση.

Εξαφανίζει τη με αριθ. 777/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τμήμα ναυτικό – τακτική διαδικασία).

Κρατεί και δικάζει την από 8-10-2018 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ ……/8-10-2018 αγωγή.

Απορρίπτει αυτή.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας.

Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα του με κωδικό e-παραβόλου άσκησης έφεσης ….. του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ποσού εκατό (100,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 8 Ιουνίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ