Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 329/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ    329/2021

TO ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές, Ιωάννη Αποστολόπουλο Προεδρεύοντα Εφέτη, (κωλυομένων των υπηρετούντων Προέδρων Εφετών και των αρχαιότερων Εφετών) Αικατερίνη Κοκκόλη Εφέτη και Κωνσταντίνα Παπαντωνίου Εφέτη-Εισηγήτρια και τη Γραμματέα Ε.Τ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας …………, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο της Δήμητρα Θεοχαροπούλου, με δήλωση  κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ……….. και 2) ……….. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Καλτσά , με δήλωση  κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ.

Οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι, άσκησαν κατά της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας την από 6.2.2018  και με αριθμό  έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ………./29.6.2018 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και επ’ αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 1237/2019 οριστική απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή.  Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτουη εναγομένη και ήδη εκκαλούσα με την από 14.5.2019 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου Εφετείου Πειραιώς ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2019 έφεση, η οποία προσδιοριστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που στην αρχή της παρούσας αναφέρεται, οπότε η υπόθεση που είχε εγγραφεί στο πινάκιο με αύξοντα αριθμό 15 εκφωνήθηκε κατά τη σειρά της και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιοι δικηγόροι τωνδιαδίκων που παραστάθηκαν με δήλωση, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις προτάσεις που προκατέθεσαν

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπο κρίση από 14.5.2019 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου Εφετείου Πειραιώς ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2019 έφεση κατά της υπ’αριθ. 1237/2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία την από 6.2.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ………./29.6.2018 αγωγή των νυν εφεσίβλητων κατά της νυν εκκαλούσας, δέχθηκε αυτή εν μέρει ως ουσία βάσιμη, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 511,513,516,517, 518 § 2KΠολΔ), καθώς ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας, προέκυψε η επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, δεδομένου ότι κατά την κατάθεση της έφεσης έχει καταβληθεί το προβλεπόμενo από τη διάταξη του άρθρου 492 Αεδ.γτου ΚΠολΔ παράβολο Δημοσίου (με κωδικό ………….. ηλεκτρονικό παράβολο σε συνδυασμό με την από 19.4.2019 απόδειξη πληρωμής), πρέπει να γίνει αυτή τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των κατ’ιδίαν λόγων της.

Με την από 6.2.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ………./29.6.2018 αγωγή, οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι εξέθεσαν ότι συνήψαν με την εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα, στο υποκατάστημά της στη Νίκαια Αττικής, ως συνοφειλέτες: α) την με αριθμό ………. σύμβαση στεγαστικού δανείου, ύψους 332.000 ελβετικών φράγκων, που αντιστοιχούσαν στο ποσό των 218.000 ευρώ περίπου κατά το χρόνο εκταμίευσης και β) την από 24.4.2013 πρόσθετη πράξη του ως άνω στεγαστικού δανείου, με την οποία αναγνώριζαν το κατά τον χρόνο εκείνο άληκτο κεφάλαιο του δανείου στο ποσό των 247.791,49 ελβετικών φράγκων και παρέτειναν τον χρόνο αποπληρωμής αυτού, οι όροι των οποίων ήταν προδιατυπωμένοι, η δε χορήγηση του δανείου συμφωνήθηκε σε ελβετικά φράγκα, με τις συνθήκες και τους όρους, που ειδικότερα περιγράφονται στην αγωγή. Ότι με τη σύναψη της εν λόγω σύμβασης επιθυμούσαν να λάβουν στεγαστικό δάνειο με ευνοϊκούς όρους αποπληρωμής, εκμεταλλευόμενοι τη συναλλαγματική υπεροχή του ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου και τη συνεπεία αυτής δανειοδότησή τους με χαμηλότερο επιτόκιο. Ότι αποφάσισαν και κατέληξαν στην ανωτέρω δανειακή σύμβαση μετά από ενημέρωση των υπαλλήλων της εναγομένης, ότι επρόκειτο για την πλέον συμφέρουσα επιλογή (χαμηλό επιτόκιο), χωρίς κίνδυνο, καθώς δεν είχαν λόγο να συμβληθούν σε ελβετικά φράγκα, αφού δεν διέθεταν εισοδήματα στο εν λόγω νόμισμα, γεγονός που γνώριζε η αντισυμβαλλόμενη τράπεζα, ενώ οι ίδιοι δεν γνώριζαν, ούτε ενημερώθηκαν σχετικά από τους υπαλλήλους της εναγομένης, ότι με τις συμβάσεις των στεγαστικών δανείων σε ελβετικό φράγκο, αναλάμβαναν εκτός από τον κίνδυνο του κυμαινόμενου επιτοκίου και τον κίνδυνο διακύμανσης της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Ότι το δάνειο που έλαβαν δεν ήταν απλό στεγαστικό δάνειο, αλλά επενδυτικό προϊόν. Ότι η μηνιαία ενημέρωση που ελάμβαναν από την εναγομένη τράπεζα ανέφερε τις οφειλές τους σε ελβετικά φράγκα, με αποτέλεσμα να πιστεύουν ότι με τις καταβολές των μηνιαίων δόσεων μειωνόταν και το κεφάλαιο του δανείου τους, πλην όμως κατά το έτος 2016, αντιλήφθηκαν ότι αυτό δεν συνέβαινε, αφού το υπόλοιπο του κεφαλαίου του δανείου τους είχε ελάχιστα μειωθεί σε ευρώ (ενώ μειωνόταν σε ελβετικά φράγκα), και συγκεκριμένα ενώ κατά τα έτη 2009 έως 2016 είχαν καταβάλει συνολικά 127.279,14 ευρώ, το άληκτο κεφάλαιο σε ευρώ ανερχόταν σε 168.377,46 ευρώ, δηλαδή ελάχιστα μικρότερο από το εκταμιευθέν ποσό των 218.000 ευρώ. Ότι τότε αντιλήφθηκαν πλέον, ότι η εναγομένη τράπεζα τους είχε επιρρίψει τον κίνδυνο μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας, η οποία είχε μεταβληθεί υπέρ του ελβετικού φράγκου, με συνέπεια την εκτίναξη του ύψους της οφειλής τους. Με βάση το ιστορικό αυτό,οι ενάγοντες ισχυρίστηκαν ακολούθως οτι 1) η σύμβαση δανείου είναι ανυπόστατη, εφόσον δεν τους παραδόθηκαν πράγματι ελβετικά φράγκα, αλλά η οφειλή τους προέκυψε μόνο λογιστικά 2)τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο αποτελούν απαγορευμένη μορφή χρηματοδότησης κατά την ΠΔΤΕ 1955/1991, αφού δεν είναι επιτρεπτή η χορήγηση στεγαστικού δανείου μέσω χρηματοπιστωτικών μέσων που έχουν το στοιχείο της επένδυσης και επομένως η υπό κρίση  σύμβαση είναι άκυρη, 3) η χορήγηση στεγαστικού δανείου σε συνάλλαγμα έγινε παράνομα ελλείψει ανάγκης κίνησης κεφαλαίων στο εξωτερικό, χρηματοδότησής τους σε ξένο νόμισμα, και εξυπηρετούμενης συναλλαγής σε ξένο νόμισμα και επομένως είναι άκυρη ως αντίθετη στην ΠΔΤΕ 2325/1994 4)επικουρικότερα, οι προδιατυπωμένοι αόριστοι, ασαφείς και ακατάληπτοι, άκυροι και καταχρηστικοί όροι της σύμβασης υπ’ αριθμ. 9, 14 και 16,  το περιεχόμενο των οποίων αγνοούσαν ανυπαιτίως εξαιτίας της ελλειπούς ενημέρωσης εκ μέρους της εναγομένης, η οποία παραβίασε εξ υπαιτιότητάς της, τις επιβαλλόμενες από την ΠΔΤΕ 2501/2002 υποχρεώσεις, όπως λεπτομερώς αναφέρερεται στην αγωγή και επιφέρουν σημαντική διατάραξη των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεών τους ως συμβαλλομένων μερών στις παραπάνω συμβάσεις, επιφέρουν την ακυρότητα όλης της σύμβασης κατ άρθρο 181 του ΑΚ, 5) άλλως οι όροι αυτοί, ήτοι οι  υπ` αριθμ. 9, 14 και 16 όροι της σύμβασης δανείου είναι «perse» άκυροι και καταχρηστικοί, για τους λόγους που αμέσως ανωτέρω εκτέθηκαν, ενώ το κενό που δημιουργείται στη δανειακή σύμβαση λόγω της ακυρότητας αυτών, πρέπει να πληρωθεί κατά τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών και συνεπώς η εναγομένη όσον αφορά την απόδοση του δανείου θα πρέπει να υπολογίζει και τις καταβολές σε ευρώ που πραγματοποιούν οι ενάγοντες προς εκπλήρωση των δανειακών τους υποχρεώσεων  με βάση την ισοτιμίας ευρώ –ελβετικού φράγκου, που ίσχυε κατά την εκταμίευση του δανείου, 6) ο όρος υπ αριθμ. Ι περ.β, 2α παράγραφος της από 24.4.2013 πρόσθετης πράξης τροποποίησης της δανειακής σύμβασης είναι άκυρος επειδή η αναγνώριση της συγκεκριμένης οφειλής, μετά την ανατροπή της συναλλαγματικής ισοτιμίας, οδηγεί σε καταχρηστικό και άρα άκυρο περιορισμό των δικαιωμάτων προστασίας τους ως καταναλωτών, ήτοι κατατείνει σε άκυρη παραίτησή τους από την προστασία που τους διασφαλίζει η αρχή της διαφάνειας κατά τις διατάξεις του νόμου 2251/1994.Με βάση τα παραγματικά αυτά περιστατικά οι ενάγοντες ζήτησαν Α) να αναγνωριστεί οτι η υπό κρίση σύμβαση δανείου είναι ανυπόστατη, Β)  επικουρικά να αναγνωριστεί οτι είναι άκυρη επειδή αντιβαίνει στις ΠΔΤΕ 1995/1991 και 2325/1995 και 174 του ΑΚ, Γ) επικουρικότερα να αναγνωριστεί οτι είναι άκυρη στο σύνολό της επειδή περιέχει καταχρηστικούς γενικούς όρους συναλλαγών κατά το άρθρο 2παρ.6 και 7 του Ν. 2251/1994 Δ) άλλως να αναγνωριστεί η ακυρότητα εκάστου των ως άνω όρων της σύμβασης και ειδικότερα, α) να αναγνωριστεί η ακυρότητα του όρου 14 (όσον αφορά στο σχετικό προσδιορισμό της ισοτιμίας των ανωτέρω νομισμάτων), των όρων 9 και 16 επειδή αντιβαίνουν στις διατάξεις του άρθρου 2 παρ.6  του Ν.2251/1994, β) να αναγνωριστεί η ακυρότητα των ίδιων ως άνω όρων επειδή αντιβαίνουν στις διατάξεις του άρθρου 2 παρ.7 του Ν. 2251/1994, γ) να αναγνωριστεί η ακυρότητα του όρου 14, όσον αφορά στο σχετικό πρόγραμμα προστασίας της δόσης αποπληρωμής του εν λόγω δανείου, επειδή αντιβαίνει στις διατάξεις του άρου 2 παρ.6 και 7 του Ν.2251/1994,Ε) να αναγνωριστεί η ακυρότητα του όρου υπ’αριθμ. 1περ.β, 2η παράγραφος της από 24.3.2013 πρόσθετης πράξης τροποποίησης της επίδικης σύμβασης ως αντιβαίνουσα στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ.6 και 7 εδ.β και ιγ του Ν.2251/1994 και ΣΤ) να υποχρεωθεί η εναγομένη να προβεί στον συνυπολογισμό όλων των γενομένων χρεώσεων (τόκων, δόσεων, κλπ) και καταβολών εκ μέρους των εναγόντων, αφού προβεί σε μετατροπή του ελβετικού φράγκου σε ευρώ με βάση την ισοτιμία ελβετικού φράγκου – ευρώ κατά τον χρόνο εκταμίευσης του δανείου. Τέλος, ζήτησαν να καταδικαστεί η εναγομένη  στα δικαστικά τους έξοδα.

Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δίκασε την αγωγή αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη ως προς το υπό στοιχείο Β αίτημά της, και ως ουσία αβάσιμη ως προς τα υπό στοιχεία Α και Γ αιτήματά της. Έν συνεχεία έκανε δεκτή κατά τα λοιπά την αγωγή, αναγνώρισε οτι οι όροι 14,9 και 16 της από 1.4.2009 με αριθμό ………….. δανειακής σύμβασης και ο όρος Ι περ.β, 2η παρ. της από 24.4.2013 πρόσθετης πράξης τυγχάνουν καταχρηστικοί και άκυροι, με συνέπεια, οι καταβολές, που οι ενάγοντες πραγματοποιούν είτε σε ευρώ είτε σε ελβετικά φράγκα, προς εκπλήρωση των απορρεουσών, από τις ανωτέρω συμβάσεις, υποχρεώσεών τους, το τυχόν προκύπτον χρεωστικό υπόλοιπο των δανείων σε περίπτωση καταγγελίας των συμβάσεων και το άληκτο κεφάλαιο κατά τον χρόνο πρόωρης εξόφλησης του δανείου και κατόπιν μετατροπής τους σε ευρώ, πρέπει να υπολογίζονται από την εναγομένη με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ ελβετικού φράγκου-ευρώ, που ίσχυε κατά την ημέρα εκταμίευσης του δανείου και δη ισοτιμία 1,521, που ίσχυε στις 15.4.2009 για την επίδικη δανειακή σύμβαση και υποχρέωσε την εναγομένη να προβεί στο συνυπολογισμό όλων των γενομένων χρεώσεων (τόκων, δόσεων, κλπ) και καταβολών εκ μέρους των εναγόντων, αφού προβεί σε μετατροπή του ελβετικού φράγκου σε ευρώ με βάση την ισοτιμία ελβετικού φράγκου-ευρώ κατά τον αναφερόμενο στην ως άνω διάταξη χρόνο εκταμίευσης του δανείου. Τέλος, η εκκαλουμένη απόφαση συμψήφισε τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα για λόγους που ανάγονται στην εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και την λανθασμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της και την καθ’ ολοκληρίαν απόρριψη της αγωγής των εναγόντων, όπως ειδικότερα εκτίθεται στην έφεση.

Το άρθρο 1 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές προβλέπει ότι: “Οι ρήτρες της σύμβασης που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου καθώς και διατάξεις ή αρχές διεθνών συμβάσεων στις οποίες έχουν προσχωρήσει τα κράτη μέλη ή η Κοινότητα, ιδίως στον τομέα των μεταφορών, δεν υπόκεινται στις διατάξεις της παρούσας Οδηγίας. Η έκφραση “νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου” που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 καλύπτει επίσης τους κανόνες οι οποίοι εφαρμόζονται κατά νόμον μεταξύ των συμβαλλομένων, εάν δεν έχει συμφωνηθεί άλλως”. Επιπλέον, στην 13η σκέψη του Προοιμίου της εν λόγω Οδηγίας εξηγείται ότι: “Οι νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις των κρατών μελών που καθορίζουν, άμεσα ή έμμεσα, τους όρους των συμβάσεων με τους καταναλωτές θεωρείται ότι δεν περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες ότι, κατά συνέπεια, δεν χρειάζεται να υπάγονται στις διατάξεις της παρούσας Οδηγίας οι ρήτρες που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, καθώς και αρχές ή διατάξεις διεθνών συμβάσεων, στις οποίες έχουν προσχωρήσει τα κράτη-μέλη ή η Κοινότητα ότι,-γι’ αυτόν, τον λόγο, η έκφραση “νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου ” που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 καλύπτει τους κανόνες οι οποίες εφαρμόζονται κατά νόμο μεταξύ των συμβαλλομένων, εάν δεν έχει συμφωνηθεί άλλως”. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, κατά την Οδηγία 93/12, συμβατικοί όροι οι οποίοι απηχούν, δηλαδή επαναλαμβάνουν νοηματικά ή ταυτίζονται, με διατάξεις μιας χώρας-μέλους εξ ορισμού δεν, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας και επομένως δεν υπόκεινται σε έλεγχο καταχρηστικότητας ως γενικοί όροι συναλλαγών, αφού αυτό που προβλέπεται ως συμβατικός όρος θα ίσχυε έτσι και αλλιώς, ακόμη και αν δεν υπήρχε η επίμαχη ρήτρα. Αιτιολογία του αποκλεισμού αυτού είναι το γεγονός ότι οι εθνικές διατάξεις εξ ορισμού δεν περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες, αφού ο εθνικός νομοθέτης ήδη προέβη σε στάθμιση συμφερόντών των μερών και μία τέτοια νομοθετική στάθμιση δεν μπορεί να είναι καταχρηστική. Σε διαφορετική περίπτωση, ο έλεγχος των ρητρών αυτών για καταχρηστικότητα θα σήμαινε στην ουσία έλεγχο σκοπιμότητας του νομοθετικού έργου από τα δικαστήρια, πράγμα που αντίκειται στη διάκριση των εξουσιών (άρθρο 26 Συντ.) Οι όροι αυτοί, αποκαλούμενοι “δηλωτικοί”, μπορεί να απηχούν εθνικές ρυθμίσεις όχι μόνον αναγκαστικού αλλά και ενδοτικού δικαίου, όπως σαφώς εξηγείται στην προπαρατιθέμενη σκέψη του Προοιμίου, με αποτέλεσμα η αναφορά του άρθρου 1 παρ. 2 σε “νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις άνάγκαστικού δικαίου” να μη συνιστά νομική ακριβολογία και γι` αυτό πρέπει να νοηθεί ως διατάξεις απλώς δεσμευτικού, αναγκαστικού ή ενδοτικού, δικαίου, αφού και οι διατάξεις του ενδοτικού δικαίου περιέχουν σταθμισμένες από το νομοθέτη ρυθμίσεις οι οποίες λαμβάνουν υπόψη τα συμφέροντα και των δύο μερών. Περαιτέρω, είναι μεν αληθές ότι η ως άνω εξαίρεση των δηλωτικών όρων από τον έλεγχο καταχρηστικότητας δεν μεταφέρθηκε ρητά στο εθνικό δίκαιο με το ν.2251/1994, που αποτελεί ενσωμάτωση στο ελληνικό δίκαιο της Οδηγίας 93/13. Παρότι, όμως, δεν έγινε μεταφορά της εξαίρεσης αυτής στο εθνικό δίκαιο με ειδική και ρητή διάταξη, εν τούτοις πρέπει να θεωρηθεί ότι ενυπάρχει στη ρύθμιση του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 2251/1994, βάσει μίας εναρμονισμένης προς το ενωσιακό δίκαιο ερμηνείας. Και τούτο διότι σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 2 του ν.2251/1994 : “Γενικοί όροι συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας, των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται”. Επομένως, για να υπάρξει κατά το ν. 2251/1994 καταχρηστικότητα ενός ΓΟΣ, πρέπει αυτός να έχει ως αποτέλεσμα “την σημαντική διατάραξη των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή”. Σε περίπτωση, όμως, που ο επίμαχος όρος απηχεί διάταξη εθνικού δικαίου, αναγκαστικού ή ενδοτικού, τότε εξ ορισμού δεν νοείται, όπως προαναφέρθηκε, διατάραξη της ισορροπίας των συμβαλλομένων ούτε καταχρηστικότητα του συμβατικού όρου. Συνακόλουθα, ένας τέτοιος όρος εξ ορισμού αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής του ν.2251/1994. Η ως άνω ερμηνεία καταλήγει σε λύση σύμφωνη με το σκοπό της Οδηγίας, όπως αυτός εκφράζεται στο άρθρο 1 παρ. 2 αυτής και εξηγείται στη 13η σκέψη του Προοιμίου της. Ειδικότερα, στη σύμβαση τραπεζικού στεγαστικού δανείου σε αλλοδαπό νόμισμα μεταξύ των διαδίκων υφίσταται ο επίμαχος Γ.Ο.Σ., που υποχρεώνει τον οφειλέτη να εκπληρώνει τις εντεύθεν υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής, οπότε ανακύπτει το ζήτημα, εάν ο όρος αυτός είναι “δηλωτικός”, ταυτίζεται δηλαδή ή απηχεί κατά περιεχόμενο εθνικές ρυθμίσεις, και μάλιστα όχι μόνο αναγκαστικού αλλά και ενδοτικού δικαίου. Πράγματι, το άρθρο 291ΑΚ ορίζει σχετικά: `Όταν πρόκειται για χρηματική οφειλή σε ξένο νόμισμα που πρέπει να πληρωθεί στην ημεδαπή ο οφειλέτης, αν δεν συμφωνήθηκε το αντίθετο, έχει δικαίωμα να πληρώσει σε εγχώριο νόμισμα με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι στον οφειλέτη, που εγκύρως ανέλαβε οφειλή σε ξένο νόμισμα, παρέχεται η ευχέρεια να εξοφλήσει την οφειλή του αυτή  σε εγχώριο νόμισμα, με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής, δηλαδή την αξία που θα απαιτηθεί, προκειμένου ο δανειστής να αποκτήσει το νόμισμα της οφειλής. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή υφίσταται μία οφειλή, σε ξένο νόμισμα, πλην όμως παρέχεται στον οφειλέτη η διαζευκτική ευχέρεια να καταβάλει άλλη παροχή αντί εκείνης που από την αρχή οφείλεται, και συγκεκριμένα σε εγχώριο νόμισμα, με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής. Ωστόσο, ένας τέτοιος όρος σε σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου μεταξύ Τράπεζας και δανειολήπτη, όπως στην προκειμένη περίπτωση, απηχεί το περιεχόμενο της διατάξεως του άρθρου 291ΑΚ,  και κατά συνέπεια, σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, δεν νοείται διατάραξη της ισορροπίας των συμβαλλομένων, ούτε καταχρηστικότητα του σχετικού όρου. Ειδικότερα, η αναγραφή στον όρο αυτό, ότι ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής, δεν συνιστά διαζευκτική ενοχή, κατά την έννοια των άρθρων 305 επ.ΑΚ,  παρά τη χρήση της λέξεως υποχρεούται, αφού δεν οφείλονται δύο αλλά μόνο μία παροχή, αυτή στο ξένο νόμισμα, και απλώς παρέχεται στον οφειλέτη η ευχέρεια να την εκπληρώσει σε ευρώ, που είναι πλέον το εθνικό νόμισμα από 1 -1 -2001, με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή δεν έχουν έδαφος εφαρμογής οι διατάξεις των άρθρων 305 επ. του ΑΚ περί διαζευκτικής ενοχής, ώστε να τίθεται ζήτημα επιλογής εκ μέρους του οφειλέτη, εφόσον με τον όρο αυτό δεν του αφέθηκε η επιλογή, αν θα έχει δάνειο σε ξένο νόμισμα ή σε ευρώ, αλλά εξαρχής έχει προβεί στην επιλογή δανείου σε ξένο νόμισμα, και του παρέχεται η ευχέρεια να το εξοφλήσει σε ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής. Για το λόγο αυτό ένας τέτοιος όρος δεν επαναλαμβάνει μεν νοηματικά, απηχεί όμως το περιεχόμενο του άρθρου 291του ΑΚ (ΟλΑΠ 4/2019 τνπ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της έφεσής της η εκκαλούσα παραπονείται επειδή κατά εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή διάταξης νόμου η εκκαλουμένη απόφαση έκρινε οτι οι όροι 14, 9 και 16 της επίδικης δανειακής σύμβασης  οι οποίοι καθόριζαν ο μεν πρώτος οτι «…οι δόσεις αποπληρωμής του δανείου θα υπολογίζονται σε ελβετικά φράγκα με βάση το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο όπως περιγράφεται στο επόμενο άρθρο και θα εξοφλούνται με χρέωση του συνδεδεμένου με το δάνειο λογαριασμού καταθέσεων του οφειλέτη κατά το ισότιμο ποσό σε Ευρώ, το οποίο προκύπτει από τη μετατροπή του ποσού της δόσης από ελβετικά φράγκα σε Ευρώ με βάση την τιμή πώλησης από την Τράπεζα του ελβετικού φράγκου κατά την ημερομηνία πληρωμής της δόσης….», ο δε δεύτερος οτι «… η δανείστρια δικαιούται να καταγγείλει τη σύμβαση και να καταστήσει το δάνειο ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και να ασκήσει γενικά όλα γενικά τα δικαιώματά της, που απορρέουν από την παρούσα σύμβαση και το νόμο και επί πλέον να ζητήσει από τον οφειλέτη τη συμπλήρωση της εμπράγματης ασφάλειάς της επί άλλου ακινήτου. Επίσης στην περίπτωση αυτή, η Τράπεζα δύναται να μετατρέπει το νόμισμα του δανείου σε Ευρώ, με βάση την ισχύουσα τιμή αγοράς ελβετικού νομίσματος (ελβετικό Φράγκο CHF) κατά την ημέρα μετατροπής. Στην περίπτωση αυτή, το κόστος για την μετατροπή του βάρους από ελβετικά φράγκα σε Ευρώ, βαρύνει εξ ολοκλήρου τον οφειλέτη» και ο τρίτος ότι: «…το πρόωρα αποπληρούμενο κεφάλαιο θα καταβάλλεται με χρέωση του συνδεδεμένου με το δάνειο λογαριασμού καταθέσεων του οφειλέτη κατά το ισότιμο ποσό σε ευρώ, το οποίο προκύπτει από τη μετατροπή του ποσού του κεφαλαίου από ελβετικά φράγκα σε ευρώ με βάση την τιμή πώλησης από την Τράπεζα του ελβετικού φράγκου κατά την ημερομηνία καταβολής του κεφαλαίου…», (όροι ισοτιμίας), δεν είναι δηλωτικοί και συνεπώς δεν εφαρμόζεται επ αυτών η διάταξη του άρθρου 291 του ΑΚ. Ωστόσο, οι όροι της επίδικης σύμβασης που αμέσως ανωτέρω εκτέθηκαν κατά περιεχόμενο, οι οποίοι συνιστούν προδιατυπωμένους γενικούς όρους,  δυνάμει των οποίων οι ενάγοντες, κατά τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο, συμφώνησαν με την εναγομένη Τράπεζα, κατά την κατάρτιση της εν λόγω δανειακής σύμβασής, τη χορήγηση του δανείου σε ελβετικό φράγκο (CHF),υποχρεούμενοι να εξοφλούν τις δόσεις του δανείου προς αυτήν (τράπεζα) μόνο σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης κατά την ημέρα της καταβολής, καθώς και το δικαίωμα της εναγομένης, σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης, να μετατρέψει το σύνολο της απαίτησης σε ευρώ, με βάση την ισχύουσα τιμή αγοράς του CHF κατά την ημέρα μετατροπής,  αλλά και στην περίπτωση πρόωρης εξόφλησης του δανείου, με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία που θα ισχύει κατά την ημέρα εξόφλησης,  αποτελούν  δηλωτικούς όρους – naturalia negotii –αφού δεν εισάγουν απόκλιση από τη διάταξη του άρθρου 291 του ΑΚ, δίχως να τη συμπληρώνουν με επιπλέον ρυθμίσεις και κυρίως δίχως να εναποθέτουν τον προσδιορισμό του ύψους της συναλλαγματικής ισοτιμίας στην εναγομένη Τράπεζα. Σημειωτέον ότι, κατά την ανωτέρω ενδοτικού δικαίου διάταξη, κρίσιμος δεν είναι ο χρόνος της συνομολόγησης ή της λήξης του χρέους, αλλά εκείνος της πραγματικής πληρωμής.Έτσι, η έως τότε τυχόν άνοδος ή πτώση της αξίας του ξένου νομίσματος αποβαίνει σε βάρος ή προς όφελος, αντίστοιχα, του οφειλέτη. Επίσης, οι όροι αυτοί, που έχουν τύχει της έγκρισης του εθνικού νομοθέτη, είναι διαφανείς, καθώς γίνεται δεκτό πως ο εθνικός νομοθέτης έχει προβεί σε εξισορρόπησή του συνόλου των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των μερών στις συμβάσεις που αφορά και δεν στηρίζεται σε καταχρηστική εκμετάλλευση της οικονομικής υπεροχής του προμηθευτή. Επιπλέον, είναι πρόδηλο, ότι η εν λόγω δανειακή σύμβαση, δεν εμφανίζει ατυπικά χαρακτηριστικά, συγκριτικά με τη νομοτυπική μορφή για την οποία ισχύει ο προβλεπόμενος στο άρθρο 291του ΑΚ κανόνας ενδοτικού δικαίου, ο οποίος δεν αφορά συγκεκριμένη κατηγορία συμβάσεων, αλλά υποδεικνύει τον τρόπο εκπλήρωσης χρηματικής, οφειλής σε ξένο νόμισμα, ανεξάρτητα από το είδος, της καταρτισθείσας σύμβασης. Εφαρμόζεται μάλιστα στις αξιώσεις, που στηρίζονται απευθείας στο νόμο και στις έγκυρες συμβατικές οφειλές σε ξένο νόμισμα, όπως η εν λόγω δανειακή σύμβαση, με την οποία συνομολογήθηκε οφειλή σε ξένο νόμισμα – ελβετικά φράγκα- με βάση το ΠΔ 96/1993, ΠΔ.104/1994, ΠΔ/ΤΕ 2303/1994, ΠΔ/ΤΕ 2325/1994, ΠΔ/ΤΕ 2342/1994, αρ. 63 επ. ΣΛΕΕ, αρθ. 5 § 1 ν.2842/2000.Το γεγονός δε ότι πρόκειται για διάταξη ενδοτικού και όχι αναγκαστικού δικαίου στερείται εννόμων συνεπειών, παρά τα αντιθέτως διαλαμβανόμενα από τους ενάγοντες. Συνεπώς, οι όροι αυτοί  επαναλαμβάνουν ουσιαστικά εθνική ρύθμιση σε συναλλαγή που δεν αποκλίνει από το ρυθμιστικό πρότυπο του εθνικού νομοθέτη, όπως το έθεσε όταν θέσπιζε την παραπάνω διάταξη. Για τον λόγο αυτό δεν μπορούν να αποτελέσουν  αντικείμενο δικαστικού ελέγχου, κατά ρητή επιταγή της Οδηγίας 93/13 (βλ. 13η σκ. Προοιμίου της Οδηγίας και αριθ. 1 παρ. 2 αυτής), σύμφωνα με την οποία αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της οι συμβατικές ρήτρες που απηχούν διατάξεις ενδοτικού δικαίου της εθνικής νομοθεσίας, δίχως να τροποποιούν το περιεχόμενό τους ή το πεδίο εφαρμογής τους, εκφεύγοντας έτσι του ελέγχου καταχρηστικότητος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, ερευνώντας κατ’ ουσίαν την εν λόγω υπόθεση, έκρινε ότι οι ως άνω όροι υπ’ αριθμ. 14 (όσον αφορά στο σχετικό προσδιορισμό της ισοτιμίας των ανωτέρω νομισμάτων), 9 και 16 δεν έχουν δηλωτικό χαρακτήρα και ακολούθως δέχθηκε ότι αυτοί είναι καταχρηστικοί, έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου κατά τον σχετικό βάσιμο τρίτο λόγο της έφεσης.

Περαιτέρω, μεταξύ των καθοδηγητικών αρχών, που συνάγονται από τις ειδικές περιπτώσεις του άρθρου 2 § 7 του N. 2251/1994, είναι η αρχή της διαφάνειας, η αρχή της απαγόρευσης της χωρίς λόγο ανάθεσης του προσδιορισμού της παροχής ή των επιμέρους στοιχείων της στην απόλυτη κρίση του προμηθευτή, καθώς και η αρχή της απαγόρευσης της εκ των προτέρων, χωρίς σπουδαίο λόγο, δέσμευσης του καταναλωτή, να μην ασκήσει κατά τη λειτουργία και εξέλιξη της σύμβασης, νόμιμα δικαιώματά του έναντι του προμηθευτή (ΟλΑΠ 12/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Η αρχή της διαφάνειας των Γ.Ο.Σ. διακηρύσσεται στην 20η αιτιολογική σκέψη της Οδηγίας 93/13/ΕΚ και διατυπώνεται ρητά και στα άρθρα 4 παρ. 2 και 5 εδ. α της Οδηγίας αυτής [ΕφΘρ 110/2017, ΕφΑθ (Μον) 699/2020, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»] ενώ στο εσωτερικό δίκαιο η ίδια αρχή περιέχεται στο άρθρο 2 παρ. 2 α και 7 ε, ια του Ν. 2251/1994 [ΕφΘρ 110/2017, ό.π, ΕφΘρ 24/2017, ΕΕμπΔ 2017.132, ΕφΑθ (Μον) 699/2020 ό.π]. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, οι Γ.Ο.Σ. πρέπει να είναι διατυπωμένοι με τρόπο σαφή και κατανοητό, ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να διαγνώσει εκ των προτέρων κρίσιμα στοιχεία ή μεγέθη της σύμβασης, όπως τη διάρκειά της και τα μεγέθη που περικλείονται στη βασική σχέση παροχής και αντιπαροχής (ΟλΑΠ 12/2017 ό.π). Αποτελεί δε εκδήλωση του προτύπου πληροφόρησης που ενισχύει την προσωπική ευθύνη του καταναλωτή για τη συμβατική επιλογή του, με την παροχή σε αυτόν προστασίας εμφανιζόμενης υπό την μορφή της εξασφάλισης ενός επιπέδου πληροφόρησης, το οποίο θα καθιστά τον ίδιο υπεύθυνο φορέα λήψης αποφάσεων εντός μιας αγοράς, όπου λειτουργούν οι κανόνες του ανταγωνισμού. Το συγκεκριμένο πρότυπο πληροφόρησης κατά τη νομολογία του ΔΕΕ έχει ως αποδέκτη τον μέσο καταναλωτή, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος (ΔΕΕ της 30/4/2014, υπόθεση C-26/13, σκέψη 74). Εξάλλου, κατά το άρθρο 4 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΚ, που συμπληρώνει το άρθρο 5 εδ. α΄ αυτής οι συμβατικές ρήτρες του κυρίου αντικειμένου της σύμβασης και της σχέσης παροχής και αντιπαροχής δεν ελέγχονται ως καταχρηστικές, παρά μόνο σε σχέση με την αρχή της διαφάνειας, δηλαδή αν είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό [ΕφΘρ 110/2017, ΕφΘρ 24/2017, ΕφΑθ (Μον) 699/2020 ό.π]. Αυτού του είδους ρήτρες είναι εκείνες που ορίζουν τις κύριες παροχές της σύμβασης και οι οποίες ως τέτοιες χαρακτηρίζουν τον οικείο συμβατικό τύπο. Αντίθετα οι ρήτρες που έχουν δευτερεύοντα χαρακτήρα σε σχέση με τις ρήτρες που ορίζουν την ουσία αυτή καθ’ εαυτή του συμβατικού δεσμού, δεν είναι δυνατόν να εμπίπτουν στην έννοια του κύριου αντικειμένου της σύμβασης, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης. Έτσι, η σχέση παροχής και αντιπαροχής, ενώ καταρχήν δεν λαμβάνεται υπόψη για την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα κάποιου Γ.Ο.Σ., εν τούτοις, με το ως άνω άρθρο 4 παρ. 2 της Οδηγίας ελέγχεται, ώστε να διαγνωστεί αν είναι σύμφωνος με την αρχή της διαφάνειας, η οποία συμπτύσσεται σε ένα τρίπτυχο κατευθύνσεων, που πρέπει να τους διακρίνει [ΕφΑθ (Μον) 699/2020 ό.π]. Η πρώτη πτυχή είναι αυτή της σαφούς και κατανοητής διατύπωσης, η δεύτερη αφορά στο ορισμένο (ή οριστό) του περιεχομένου των όρων και η τρίτη πτυχή στην προβλεψιμότητα των όρων που επάγεται την απαγόρευση απροσδόκητων, αιφνιδιαστικών ή παραπλανητικών ρητρών. Η απαίτηση περί διαφάνειας των Γ.Ο.Σ. δεν αφορά απλά και μόνον τον κατανοητό αυτών χαρακτήρα από τυπική και γραμματική άποψη, παρά αναφέρεται και στη λειτουργία τους, ούτως ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να εκτιμήσει, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις οικονομικές συνέπειες και μεταβολές, που κάθε όρος συνεπάγεται γι’ αυτόν. Η παραπάνω σαφήνεια δηλαδή, αφορά και τις νομικές συνέπειες μίας ρήτρας στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του καταναλωτή [ΕφΘρ 110/2017, ΕφΘρ 24/2017, ΕφΑθ (Μον) 699/2020 ό.π]. Για τον λόγο αυτό, ασαφείς ή πολυσήμαντες ρήτρες δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται από τον προμηθευτή με σκοπό να ενισχύσει τη θέση του απέναντι στον καταναλωτή. Ιδιαίτερα, όσον αφορά τις δυσμενείς οικονομικές συνέπειες και επιβαρύνσεις, αυτές πρέπει να είναι ευκρινείς, με την έννοια ότι μπορούν να γίνουν άμεσα κατανοητές από τον μέσο καταναλωτή, ο οποίος δεν διαθέτει εξειδικευμένες νομικές ή οικονομικές γνώσεις έναντι του προμηθευτή [ΕφΑθ (Μον) 699/2020 ό.π]. Προς την κατεύθυνση της προβλεψιμότητας που επιβάλλει η αρχή της διαφάνειας και της αποτροπής της διάψευσης των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή, υπάρχει ανάγκη της προστασίας των προσδοκιών αυτών, στις λεγόμενες απροσδόκητες ή αιφνιδιαστικές ρήτρες, δηλαδή στις ρήτρες εκείνες που μεταβάλλουν την εικόνα που δικαιολογημένα έχει δημιουργηθεί στον καταναλωτή αναφορικά με το ύψος του τιμήματος ή την έκταση της κύριας παροχής, δηλαδή στοιχεία που είναι συνήθως και τα μόνα που πράγματι εξετάζει ο καταναλωτής. Ως προβλέψιμος χαρακτηρίζεται ο όρος, που είναι όμοιος με αυτούς που συνήθως εμφανίζονται και διαμορφώνουν το αντίστοιχο περιεχόμενο των ιδίου τύπου συμβάσεων, με τις οποίες η επιβαλλόμενη στον καταναλωτή οικονομική επιβάρυνση είναι ορισμένη ή προκύπτει ο αριθμητικός της προσδιορισμός από συγκεκριμένες εκτιθέμενες παραμέτρους, με την εκτέλεση από τον καταναλωτή απλού μαθηματικού υπολογισμού. Οι όροι που εμφανίζουν τα χαρακτηριστικά αυτά είναι αναμενόμενοι, για τους καταναλωτές που επιλέγουν να μετέχουν στον αντίστοιχο συμβατικό τύπο, κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται ένα υψηλό επίπεδο αυτοπροστασίας μέσω της λειτουργίας του ανταγωνισμού, ώστε να αποκλείεται η δικαιοδοτική επέμβαση και η επιβολή μια διαφορετικής διαμόρφωσης του συμβατικού περιεχομένου [ΕφΘρ 24/2017, ΕφΑθ (Μον) 699/2020 ό.π]. Αδιαφανείς ρήτρες, που αποκρύπτουν την πραγματική, νομική, και οικονομική κατάσταση, δημιουργούν τον κίνδυνο ο καταναλωτής είτε να απόσχει από την άσκηση ορισμένων δικαιωμάτων του, είτε να αποδεχθεί αξιώσεις, που, κατά το φαινόμενο, έχει ο προμηθευτής. Ένας Γ.Ο.Σ., ο οποίος δεν πληροί τις ως άνω προϋποθέσεις της αρχής της διαφάνειας είναι άκυρος [ΟλΑΠ 12/2017, ΟλΑΠ 15/2007, ΟλΑΠ 6/2006, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»].

Επίσης, με την ΠΔΤΕ 2325/2.8.1994, που εκδόθηκε νομίμως στο πλαίσιο των καθηκόντων του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, να καθορίζει με Πράξεις του, μεταξύ άλλων, τους όρους χορηγήσεως πιστώσεων από τις Τράπεζες και εν γένει την πιστωτική πολιτική του χρηματοπιστωτικού συστήματος, αλλά κυρίως με τις διατάξεις του Ν. 2842/2000, καθιερώνεται η σύννομη κατάρτιση μίας συμβάσεως δανείου σε συνάλλαγμα, όπως το ελβετικό φράγκο. Περαιτέρω, στα δάνεια σε ξένο νόμισμα η υποχρέωση ενημέρωσης καθιερώνεται και από διατάξεις του θετικού (ουσιαστικού δικαίου). Μεταξύ αυτών των διατάξεων του ελληνικού δικαίου και μάλιστα του εποπτικού τραπεζικού, ιδιαίτερη θέση κατέχει η ΠΔ/ΤΕ  2501/2002, η οποία ανάγεται σε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου η ορθή ερμηνεία και εφαρμογή ελέγχεται αναιρετικά (ΕφΑθ 3607/2019 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Με την τελευταία αυτή πράξη, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 18 § 5 του ν. 2076/1992, κωδικοποιήθηκαν οι διατάξεις που αφορούν την ενημέρωση των συναλλασσομένων με τα πιστωτικά ιδρύματα, που λειτουργούν στην Ελλάδα, για τους όρους που διέπουν τις συναλλαγές τους. Σύμφωνα με τις γενικές αρχές που θεσπίζονται στην παράγραφο Α΄ αυτής, με τίτλο «Γενικές Αρχές»,  τα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα οφείλουν, μεταξύ άλλων, να ενημερώνουν κατάλληλα τους συναλλασσόμενους για τη φύση και τα χαρακτηριστικά των προσφερομένων προϊόντων και υπηρεσιών και εν γένει για τους όρους και τις προϋποθέσεις που διέπουν τις τραπεζικές συναλλαγές, να παρέχουν περιοδική έγγραφη ενημέρωση στους συναλλασσόμενους κατά τη διάρκεια ισχύος και λειτουργίας των συμβάσεων για τον τρόπο εφαρμογής των όρων που έχουν συμφωνηθεί, να ανταποκρίνονται εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος σε αιτήματα συναλλασσομένων για την παροχή πληροφοριών και διευκρινίσεων, σχετικά με την εφαρμογή των συμβατικών όρων και να διαθέτουν ειδική υπηρεσιακή μονάδα για την εξέταση παραπόνων ή καταγγελιών πελατών. Επίσης, στην παράγραφο Β΄ αυτής, καθορίζεται η ελάχιστη ενημέρωση αναφορικά με συγκεκριμένες τραπεζικές εργασίες, όπως καταθέσεις, χορηγήσεις, λοιπές εργασίες, καθώς και σε σχέση με πιστωτικές κάρτες και παράγωγα προϊόντα, ώστε οι συναλλασσόμενοι με αυτά να σχηματίζουν πριν από τη σύναψη της σύμβασης, σαφή εικόνα για τις παρεχόμενες υπηρεσίες και προϊόντα, όταν αυτά δεν αποτελούν αντικείμενο εξατομικευμένης διαπραγμάτευσης. Ειδικώς, αναφορικά με τα χορηγούμενα σε συνάλλαγμα ή με ρήτρα συναλλάγματος δάνεια, η ελάχιστη ενημέρωση των δανειοληπτών περιλαμβάνει ενημέρωση σχετικά με τον κίνδυνο από ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας, στην περίπτωση δανείων σε συνάλλαγμα ή με ρήτρα συναλλάγματος (παρ. Β, αρ. 2 περ. x), και τη δυνατότητα και το κόστος χρησιμοποίησης τεχνικών κάλυψης του κινδύνου από την ενδεχόμενη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας ή και των επιτοκίων (παρ. Β, αρ. 2 περ. ix). Εξάλλου, στην ίδια πράξη προβλέπεται, σε ό,τι αφορά τα σύνθετα τραπεζικά προϊόντα, των οποίων η απόδοση προσδιορίζεται βάσει στοιχείων και δεικτών και τα οποία προσιδιάζουν στο χαρακτήρα των επενδυτικών προϊόντων, ότι η ενημέρωση των συναλλασσομένων πρέπει να περιλαμβάνει ειδικές πληροφορίες, ούτως ώστε να διευκολύνεται η συγκρισιμότητα των προϊόντων αυτών με ομοειδή, αμιγώς καταθετικά ή αμιγώς επενδυτικά προϊόντα, καθώς και η κατανόηση της αναμενόμενης απόδοσης και των πιθανών κινδύνων. Ειδικότερα, για τη διευκόλυνση της κατανόησης και συγκρισιμότητας των παραπάνω προϊόντων, τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να προβαίνουν σε : α) αναγωγή του ποσοστού απόδοσης σε ετήσια βάση κατά το χρόνο της επένδυσης, ανεξάρτητα από το χρονικό ορίζοντα της επένδυσης, β)σαφή και αναλυτική περιγραφή των παραγόντων που προσδιορίζουν την απόδοση των προϊόντων σε εναλλακτικές παραδοχές ως προς τις κύριες συνιστώσες του προϊόντος (δείκτες χρηματιστηρίων, εξέλιξη συναλλαγματικής ισοτιμίας κ.λ.π.), παραθέτοντας δύο τουλάχιστον αντιπροσωπευτικά παραδείγματα (παρ. Β, αρ. 2 περ. στ).

Από την επανεκτίμηση όλων των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται,τα οποία είναι πρόσφορα είτε προς πλήρη απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και από την υπ` αριθμ……./9.5.2018 ένορκη βεβαίωση, η οποία συντάχθηκε, ενώπιον της Ειρηνοδίκου Αθηνών, με την επιμέλεια της εκκαλούσας, μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εφεσίβλητων (βλ. τις υπ’ αριθμ. …. …../ 2018 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών ……….), αποδειχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι ενάγοντες στις αρχές του έτους 2009, αναζητούσαν τραπεζικό φορέα, για να λάβουν στεγαστικό δάνειο με συμφέροντες όρους, προκειμένου να προβούν στην ανέγερση, αποπεράτωση και επέκταση κατοικίας, πέραν της πρώτης, και συγκεκριμένα δυο μεζονετών σε  οικόπεδο στη Γλυφάδα Αττικής, επί της οδού …………..  Έτσι, την1.4.2009 καταρτίστηκε μεταξύ αφενός των εναγόντων, ως συνοφειλετών, και αφετέρου της εναγόμενης τραπεζικής εταιρίας υπό την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣΑ.Ε.», η με αριθμό …………. σύμβαση τοκοχρεωλυτικού στεγαστικού δανείου σε συνάλλαγμα, το οποίο συμφωνήθηκε σε 332.000 ελβετικά φράγκα. Η διάρκεια αποπληρωμής του δανείου συμφωνήθηκε συνολικής διάρκειας 168 μηνών, ήτοι 14 ετών, με κυμαινόμενο επιτόκιο υπολογιζόμενο με βάση το διατραπεζικό επιτόκιο LIBOR ελβετικού φράγκου (CHF) διάρκειας ενός μηνός, στρογγυλοποιημένο στα τρία δεκαδικά ψηφία, όπως αυτό καθορίζεται δύο εργάσιμες ημέρες πριν από την ημερομηνία έναρξης της περιόδου εκτοκισμού εκάστης δόσης, προσαυξημένο: α) για τα πρώτα 4 έτη αποπληρωμής του δανείου, κατά περιθώριο 2,10% σταθερό για την εν λόγω περίοδο, και β) για την υπολειπόμενη διάρκεια μέχρι τη λήξη κατά περιθώριο 1,90% σταθερό, πλέον της εισφοράς του Ν. 128/1975. Στην ανωτέρω έντυπη σύμβαση περιλαμβανόταν, μεταξύ άλλων, ο όρος 14, που προέβλεπε ότι: «Το συνομολογούμενο δάνειο θα εξοφληθεί από τον οφειλέτη κατά το σύστημα της σύνθετης χρεολυσίας (μέθοδος προοδευτικού χρεολυσίου ή Γαλλική μέθοδος) εντός προθεσμίας ΔΕΚΑ ΤΕΣΣΕΡΙΣ (14) ετών, με την πληρωμή από τον οφειλέτη στη δανείστρια ΕΚΑΤΟΝ ΕΞΗΝΤΑ ΟΚΤΩ (168) συνεχών μηνιαίων τοκοχρεωλυτικών δόσεων. Οι δόσεις αποπληρωμής του δανείου θα υπολογίζονται σε ελβετικά φράγκα με βάση το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο όπως περιγράφεται στο επόμενο άρθρο και θα εξοφλούνται με χρέωση του συνδεδεμένου με το δάνειο λογαριασμού καταθέσεων του οφειλέτη κατά το ισότιμο ποσό σε Ευρώ, το οποίο προκύπτει από τη μετατροπή του ποσού της δόσης από ελβετικά φράγκα σε Ευρώ με βάση την τιμή πώλησης από την Τράπεζα του ελβετικού φράγκου κατά την ημερομηνία πληρωμής της δόσης. Για τον υπολογισμό των τόκων του δανείου, το έτος κατανέμεται σε δώδεκα (12) ίσα διαστήματα και συγκεκριμένα 12 ίσους μήνες, όπου ένας ίσος μήνας θεωρείται ότι έχει 30,4166 ημέρες. Οι δόσεις αποπληρωμής του δανείου θα αρχίσουν να καταβάλλονται ένα μήνα μετά την πρώτη εκταμίευση και στη συνέχεια την ίδια ημερομηνία κάθε επόμενου μηνός. Εάν η ημερομηνία πληρωμής της δόσης συμπέσει με ανύπαρκτη ημερολογιακά ημερομηνία, η ημερομηνία πληρωμής της δόσης θα μεταφέρεται στην προηγούμενη υπαρκτή ημερομηνία… Κάθε μία τοκοχρεολυτική δόση περιλαμβάνει τον τόκο, που προκύπτει από το κάθε οφειλόμενο υπόλοιπο κεφάλαιο επί το επιτόκιο του δανείου του επόμενου άρθρου, καθώς και το χρεολύσιο που αναλογεί σε κάθε δόση. Περισσότεροι οφειλέτες ή εγγυητές ευθύνονται έναντι της Τράπεζας αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ο καθένας. Ο οφειλέτης και ο εγγυητής δηλώνουν ότι κατανοούν πλήρως και αναλαμβάνουν τον συναλλαγματικό κίνδυνο που συνεπάγεται η λήψη δανείου σε συνάλλαγμα ήτοι τυχόν αυξημένη επιβάρυνσή τους σε Ευρώ για την αποπληρωμή του δανείου (δόσεις, έξοδα, ασφάλιστρα, κεφάλαιο) λόγω ενδεχόμενης δυσμενούς για αυτούς μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ελβετικού φράγκου σε σχέση με το Ευρώ. Για το λόγο αυτό και για τον περιορισμό των επιπτώσεων από τυχόν σημαντικές μεταβολές της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ελβετικού φράγκου σε σχέση με το ευρώ, και μόνο για τα τέσσερα (4) πρώτα έτη αποπληρωμής του δανείου, ορίζεται ότι η τιμή πώλησης από την Τράπεζα του ελβετικού φράγκου κατά την ημερομηνία πληρωμής από τον οφειλέτη των οφειλόμενων τοκοχρεολυσίων δεν μπορεί να διακυμανθεί (μειωθεί ή αυξηθεί) πλέον των πέντε εκατοστιαίων μονάδων (5%) επί της ισχύουσας τιμής αγοράς από την Τράπεζα του ελβετικού φράγκου κατά την ημερομηνία εκταμίευσης του δανείου. Σε περίπτωση τμηματικής εκταμίευσης, η παραπάνω τιμή αγοράς αναφέρεται στην ισχύουσα τιμή αγοράς από την Τράπεζα του ελβετικού φράγκου κατά την ημερομηνία της πρώτης εκταμίευσης». Επίσης, με τον με αριθμό 9 όρο της σύμβασης συμφωνήθηκε ότι: «Συνομολογείται ρητά μεταξύ των συμβαλλομένων ότι σε περίπτωση καθυστέρησης, εν όλω ή εν μέρει, εξόφλησης οποιοσδήποτε οφειλής από το δάνειο αυτό ή παράβασης οποιουδήποτε όρου της σύμβασης, που συμφωνείται ρητά ότι όλοι είναι ουσιώδεις, η δανείστρια δικαιούται να επιδιώξει την είσπραξη των καθυστερούμενων ποσών. Σε περίπτωση μη ολοσχερούς εξόφλησης τριών συνεχόμενων μηνιαίων δόσεων η δανείστρια δικαιούται να καταγγείλει τη σύμβαση και να καταστήσει το δάνειο ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και να ασκήσει όλα γενικά τα δικαιώματά της, που απορρέουν από την παρούσα σύμβαση και το νόμο και επί πλέον να ζητήσει από τον οφειλέτη τη συμπλήρωση της εμπράγματης ασφάλειάς της επί άλλου ακινήτου. Επίσης στην περίπτωση αυτή, η Τράπεζα δύναται να μετατρέπει το νόμισμα του δανείου σε Ευρώ, με βάση την ισχύουσα τιμή αγοράς ελβετικού νομίσματος (ελβετικό Φράγκο CHF) κατά την ημέρα μετατροπής. Στην περίπτωση αυτή, το κόστος για την μετατροπή του βάρους από ελβετικά φράγκα σε Ευρώ, βαρύνει εξ ολοκλήρου τον οφειλέτη». Τέλος, στον όρο 16 ορίστηκε ότι: «Ο οφειλέτης δικαιούται να εξοφλήσει πρόωρα ολοσχερώς το δάνειο, όπως επίσης δικαιούται να καταβάλει σε μείωση του κεφαλαίου του δανείου οποιοδήποτε ποσό υπό την προϋπόθεση ότι έχουν εξοφληθεί ολοσχερώς τυχόν καθυστερούμενες οφειλές και χωρίς την υποχρέωση να αποζημιώσει τη δανείστρια. Το πρόωρα αποπληρούμενο κεφάλαιο θα καταβάλλεται με χρέωση του συνδεδεμένου με το δάνειο λογαριασμού καταθέσεων του οφειλέτη κατά το ισότιμο ποσό σε ευρώ, το οποίο προκύπτει από τη μετατροπή του ποσού του κεφαλαίου από ελβετικά φράγκα σε ευρώ με βάση την τιμή πώλησης από την Τράπεζα του ελβετικού φράγκου κατά την ημερομηνία καταβολής του κεφαλαίου. Συμφωνείται ρητώς ότι πρόωρη εξόφληση (μερική ή ολική) του δανείου μπορεί να γίνει μόνο κατά τις ημερομηνίες λογισμού των δόσεων του δανείου και εφόσον έχει προηγηθεί δεκαπενθήμερη (15 ημέρες) έγγραφη υποβολή αιτήματος από τον Οφειλέτη προς την Τράπεζα». Το ποσό του δανείσματος της δανειακής σύμβασης των 332.000 ελβετικών φράγκων εκταμιεύθηκε στις 15.4.2009, πιστώθηκαν δε στον με αριθμό …………. λογαριασμό που τηρούνταν προς  εξυπηρέτησή της σε ελβετικό φράγκο. Ακολούθως, το ποσό αυτό μετατράπηκε αυθημερόν σε ευρώ (και συγκεκριμένα σε  218.277,45 ευρώ), με βάση την συναλλαγματική ισοτιμία αναφοράς της ΕΚΤ κατά την ημέρα εκταμίευσης, και αναλήφθηκε από τους ενάγοντες, προκειμένου να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες για τις οποίες ελήφθη το δάνειο. Η εκταμίευση του ανωτέρω ποσού προκύπτει από την πίστωση του ανωτέρω λογαριασμού σε ελβετικό φράγκο, που είναι προγενέστερη της μετατροπής αυτού σε ευρώ και της αντίστοιχης εκταμίευσής του στο εγχώριο νόμισμα. Άλλωστε, από την κίνηση του λογαριασμού και τις ενημερώσεις που οι ενάγοντες ελάμβαναν αναφορικά με το υπόλοιπο του δανειακού λογαριασμού τους, προκύπτει ότι το νόμισμα στο οποίο χορηγήθηκε το δάνειο ήταν το ελβετικό φράγκο. Δηλαδή, με μόνη την πίστωση του προαναφερόμενου λογαριασμού των δανειοληπτών σε ελβετικά φράγκα, το δάνεισμα της επίδικης σύμβασης, τέθηκε στη διάθεσή τους και έτσι αυτοί κατέστησαν δικαιούχοι του ανωτέρω ποσού, ανεξάρτητα από το ότι κατόπιν ανέλαβαν, όχι ελβετικά φράγκα, αλλά το ισόποσο τους σε ευρώ. Έτσι το δάνεισμα περιήλθε στην κυριότητα των δανειοληπτών σε ελβετικά φράγκα σε πίστωση του σχετικού λογαριασμού από τον οποίο και είχαν δικαίωμα αναλήψεως του ποσού, ανεξάρτητα από την μετατροπή του, ακολούθως, σε ευρώ. Επίσης, από την κίνηση του λογαριασμού αυτού σε ελβετικό φράγκο που προαναφέρθηκε και τις προσκομιζόμενες από τους ενάγοντες βεβαιώσεις της εναγομένης σχετικά με τα καταβληθέντα από τους ενάγοντες ποσά σε ευρώ προς εξόφληση των δόσεων του δανείου, προκύπτει ότι οι ενάγοντες εξοφλούσαν τις τοκοχρεωλυτικές δόσεις του δανείου σε ευρώ και ακολούθως γινόταν η πίστωση των ποσών αυτών στον προαναφερόμενο λογαριασμό με μετατροπή στο αλλοδαπό νόμισμα (ελβετικό φράγκο). Τον Απρίλιο του 2013, που έληξε το πρόγραμμα προστασίας δόσης στο οποίο είχαν υπαχθεί οι ενάγοντες, όπως κατωτέρω θα αναπτυχθεί,  λόγω της δυσμενούς για τους δανειολήπτες αλλαγής της ισοτιμίας, η οποία επηρέαζε σε σημαντικό βαθμό το ύψος της μηνιαίας δόσης που κατέβαλαν σε ευρώ, οι ενάγοντες ζήτησαν από την εναγομένη τράπεζα επιμήκυνση της αποπληρωμής του δανείου, προκειμένου να μειωθεί η μηνιαία δόση. Έτσι, υπεγράφη μεταξύ των διαδίκων η από 24-4-2013 πρόσθετη πράξη, σύμφωνα με την οποία οι δανειολήπτες αναγνώρισαν το κατά τον χρόνο εκείνο άληκτο κεφαλαίο του δανείου στο ποσό των 247.791,49 ελβετικών φράγκων, και παρατάθηκε η συνολική διάρκεια αποπληρωμής κατά εννέα (9) έτη, ήτοι κατά εκατόν οκτώ (108) δόσεις. Ειδικότερα, στον όρο υπ` αριθμ. I περ. β, 2η παρ. της πρόσθετης πράξης αναφέρεται ότι: «Η συνολική ενήμερη οφειλή (εξ αλήκτου κεφαλαίου) που απορρέει από την ως άνω υπ’ αριθμ. ………./01.04.2009 σύμβαση δανείου, ανέρχεται σήμερα στο ποσό των ελβετικών φράγκων ΔΙΑΚΟΣΙΩΝ ΣΑΡΑΝΤΑ ΕΠΤΑ ΧΙΛΙΑΔΩΝ ΕΠΤΑΚΟΣΙΩΝ ΕΝΕΝΗΝΤΑ ΕΝΟΣ ΚΑΙ ΣΑΡΑΝΤΑ ΕΝΝΕΑ ΕΚΑΤΟΣΤΩΝ (CHF 247.791,49), το οποίο ο οφειλέτης και ο εγγυητής αποδέχονται και αναγνωρίζουν ανεπιφύλακτα με την παρούσα πρόσθετη πράξη». Με δεδομένο το ως άνω περιγραφόμενο περιεχόμενο της συμβατικής σχέσης μεταξύ των διαδίκων, αυτή αποκλείεται να χαρακτηριστεί ως επενδυτική σύμβαση, όπως αβάσιμα προβάλλουν οι ενάγοντες, αφού αναγκαίο και ουσιώδες χαρακτηριστικό της τελευταίας είναι η διάθεση κάποιου χρηματικού ποσούεκ μέρους του συμβαλλομένου επενδυτή κεφαλαίου, προκειμένου να τοποθετηθεί αυτό επωφελώς σε χρηματοπιστωτικά μέσα. Στη συγκεκριμένη,όμως, περίπτωση οι ενάγοντες δεν διέθεσαν κάποιο χρηματικό ποσό, αλλά χορηγήθηκαν από την εναγομένη σε αυτούς με την μορφή δανείων συγκεκριμένα ποσά κεφαλαίων, προκειμένου να διατεθούν από τους ίδιους για την κάλυψη καταναλωτικών αναγκών τους, μη σχετιζόμενων με την εξυπηρέτηση κάποιας επαγγελματικής ή εμπορικής τους δραστηριότητας. Οι συμβάσεις αυτές, όπως και όλοι οι όροι που διαμορφώνουν το περιεχόμενο τους, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι άνω μνημονευόμενοι όροι της επίδικης δανειακής σύμβασης, δεν εμφάνιζαν οποιαδήποτε απόκλιση απ` όλες τις λοιπές ομοειδείς και ιδίου περιεχομένου συμβάσεις χορήγησης στεγαστικών δανείων σε ελβετικά φράγκα, οι οποίες επαναλαμβάνονταν μεταξύ ληπτών και τραπεζών κατά την περίοδο των ετών που προηγήθηκαν και ακολούθησαν του χρόνου κατάρτισης τους. Οι συγκεκριμένες συμβατικές σχέσεις, ταυτιζόμενες με όλες τις άλλες της ίδιας κατηγορίας συμβάσεις, λόγω της συχνής εμφάνισης τους κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, είχαν διαμορφώσει τον αντίστοιχο ενιαίο τύπο σύμβασης χορήγησης στεγαστικού δανείων σε ελβετικό φράγκο. Οι όροι των συμβάσεων αυτών ήταν συγκεκριμένοι, όμοιου περιεχομένου με τους προαναφερόμενους και συνιστούσαν τους γενικούς όρους συναλλαγών που διαλαμβάνονταν στα έντυπα των σχετικών συμβάσεων, τις οποίες επέλεγαν οι καταναλωτές, εκτιμώντας ότι αυτές αποτελούν την βέλτιστη για τους ίδιους μορφή συμβατικής δέσμευσης. Η εκτίμηση αυτή των καταναλωτών ήταν αποτέλεσμα της λήψης, αποτίμησης και επιβεβαίωσης εκ μέρους τους των αναγκαίων πληροφοριών, από τις οποίες προέκυπτε ότι ήταν αυξημένη η σχέση συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου, κατά τρόπο ώστε να είναι ευνοϊκή για τους ίδιους η διαμόρφωση του ύψους της καταβαλλόμενης εκ μέρους τους τμηματικής χρηματικής παροχής την οποία όφειλαν σε εκπλήρωση της υποχρέωσης απόδοσης των δανείων, ενώ επιπλέον και το επιτόκιο LIBOR ήταν σημαντικά μειωμένο έναντι του αντιστοίχου EURIBOR. Όλες οι προαναφερόμενες πληροφορίες, που ήταν βάσιμες για την συγκεκριμένη χρονική περίοδο, αναδεικνύουν τη σχέση συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου, η οποία αποτελεί το ειδικό χαρακτηριστικό που διακρίνει τον ανωτέρω περιγραφόμενο τύπο των συμβατικών σχέσεων στις οποίες περιλαμβάνεται και η επίδικη, ως το κυρίαρχο αντικείμενο λήψης ενημέρωσης των καταναλωτών που επέλεγαν τις αντίστοιχες συμβατικές μορφές. Οι ενάγοντες περιλαμβάνονται μεταξύ των καταναλωτών αυτών, σε σχέση με τους οποίους η λήψη των σχετικών πληροφοριών θεωρήθηκε και λειτούργησε κατά τρόπο ώστε να αντιληφθούν ότι, εντός του πεδίου ανάπτυξης του ανταγωνισμού μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών συμβάσεων, ήταν για τους ίδιους πλέον συμφέρον να υπαχθούν στον ως άνω ειδικότερο συμβατικό τύπο, που, λόγω του σύμφυτου με την μεταβλητότητα της νομισματικής ισοτιμίας, αναγκαία συνοδεύεται από την ανάληψη του συναλλαγματικού κινδύνου υποτίμησης του ευρώ έναντι του νομίσματος χορήγησης. Υπό το πρίσμα αυτό εξεταζόμενη η θέση των εναγόντων ως καταναλωτών δεν χαρακτηρίζεται από ορισμένο πληροφοριακό έλλειμμα, ώστε να αναιρείται το υφιστάμενο σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν σε παραπάνω νομική σκέψη, πρότυπο πληροφόρησης και να εμφανίζεται αναγκαιότητα παροχής προστασίας σε αυτούς με την επιβολή κάποιου αναγκαστικού περιεχόμενου στις συμβάσεις. Ειδικότερα, οι ως άνω όροι  της δανειακής σύμβασης μεταξύ των διαδίκων, εκτός της γραμματικής και γλωσσικής σαφήνειας από την οποία χαρακτηρίζονται, δεν είναι παραπλανητικοί, αφού δεν συγκαλύπτουν, ούτε διαστρεβλώνουν το περιεχόμενο τους, το οποίο οι ενάγοντες και οποιασδήποτε άλλος καταναλωτής που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος, ήταν σε θέση να αντιληφθούν, ώστε να πληροφορηθούν και να εκτιμήσουν τον αναλαμβανόμενο εκ μέρους τους συναλλαγματικό κίνδυνο. Εξάλλου, οι παραπάνω όροι είναι αυτοί στους οποίους, όπως είναι αναμενόμενο, επικεντρώνεται το μείζον ενδιαφέρον ενημέρωσης των εναγόντων, δεδομένου ότι προσδιορίζουν την κύρια υποχρέωση την οποία αναλαμβάνουν οι τελευταίοι. Σε σχέση με τα πρόσωπα των εναγόντων, εκ των οποίων ο πρώτος είναι γιατρός και η δεύτερη σύζυγός του, υπάλληλος του Ι.Κ.Α., απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και οι δύο, δεν έχει προκύψει ότι αυτοί στερούνται της μέσης ικανότητας πρόσληψης και επεξεργασίας όλων των ανωτέρω πληροφοριών σχετικά με την διαμόρφωση, σύμφωνα με τους παραπάνω όρους, της έκτασης και του περιεχομένου της κύριας συμβατικής τους υποχρέωσης. Εξάλλου, για την κατανόηση της υποχρέωσης αυτής και των συνεπειών που συνδέονται με την ανάληψη της δεν επιβαλλόταν οι ενάγοντες να έχουν εξειδικευμένες οικονομικές γνώσεις, ούτε κατά μείζονα λόγο ήταν αναγκαίο, αλλά και αναμενόμενο, να υποχρεωθούν από την εναγομένη σε λήψη εκτεταμένης και εξειδικευμένης ενημέρωσης της λειτουργίας του διεθνούς συστήματος διαμόρφωσης και μεταβολής των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Οι προαναφερθέντες όροι των συμβάσεων ήταν απολύτως προβλέψιμοι από τους ενάγοντες, αφού οι ρήτρες που περιέχουν είναι πανομοιότυπες σ’ αυτές και στις επαναλαμβανόμενες ανάλογες συμβάσεις, ως σύμφυτες με των τύπο αυτών. Ο αριθμητικός προσδιορισμός της οικονομικής επιβάρυνσης που οι ενάγοντες αναλάμβαναν δεν είναι αόριστος, αλλά ορισμένος και προκύπτει από την υφιστάμενη κατά την κρίσιμη περίοδο σχέση ισοτιμίας μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου, με την εκτέλεση ενός απλού μαθηματικού υπολογισμού. Επιπλέον, το ύψος της τρέχουσας τιμής πώλησης του ελβετικού φράγκου δεν ελέγχεται από την εναγομένη, αλλά προκύπτει από τη λειτουργία της διατραπεζικής αγοράς συναλλάγματος, ενώ είναι δεδομένη η ευχέρεια λήψης της σχετικής πληροφόρησης προερχόμενης από δημοσιεύσεις στον τύπο, από αναρτήσεις στο διαδίκτυο, αλλά και από ανακοινώσεις που εκτίθενται σε οποιοδήποτε υποκατάστημα της εναγομένης ή κάποιας άλλης τράπεζας. Επιπρόσθετα, η εναγόμενη στα καταστήματα της παρείχε ενημέρωση στους καταναλωτές σε σχέση με τα χαρακτηριστικά των διαφόρων συμβατικών τύπων χορήγησης στεγαστικών δανείων, παραδίδοντας σ’ αυτούς προς μελέτη σχετικό έντυπο, στο οποίο, μεταξύ άλλων, ειδικότερα σε σχέση με το δανεισμό σε συνάλλαγμα, επισημαίνεται ως πλέον σημαντικός ο συναλλαγματικός κίνδυνος που προκαλείται σε περίπτωση υποτίμησης του ευρώ εξαιτίας της οικονομικής επιβάρυνσης που προκαλείται εφόσον η σχέση εξελιχθεί με τον τρόπο αυτό. Επισημαίνεται δε οτι οι ενάγοντες πριν την κατάρτιση της σύμβασης και την ενημέρωσή τους από τους υπαλλήλους της εναγομένης, είχαν συμβουλευθεί, όπως συνομολογείται από τους διαδίκους τον συνεργαζόμενο με την εναγομένη ασφαλιστικό σύμβουλο Εμμανουήλ Πετρόχειλο, γεγονός που καταδεικνύει την επιμέλειά τους προκειμένου να λάβουν πλήρη ενημέρωση για τα τραπεζικά προιόντα που θα εξυπηρετούσαν καλύτερα τον σκοπό τους. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη προωθούσε στους καταναλωτές το συγκεκριμένο τύπο δανειακών συμβάσεων με την προβολή αποκλειστικά αυτών έναντι των άλλων συμβατικών τύπων, κατά τρόπο ώστε να αποκλείεται ή να περιορίζεται η ανάπτυξη της σχέσης ανταγωνισμού μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών συμβάσεων και η ελεύθερη συγκριτική εκτίμηση αυτών, όπως άλλωστε προκύπτει από το δεδομένο ότι σημαντικός αριθμός καταναλωτών, που δεν υπερτερούσε σε γνώσεις και εμπειρία από τους ενάγοντες, αποφάσισε να απορρίψει την ανάληψη του ιδίου συναλλαγματικού κινδύνου, επιλέγοντας να μην δανειστεί σε συνάλλαγμα, παρά το επωφελέστερο επιτόκιο, καθώς και την ευνοϊκή για το ευρώ διακύμανση της ισοτιμίας του με το ελβετικό φράγκο που επικρατούσαν κατά την συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Τα παραπάνω επιρρωνύονται από την ένορκη βεβαίωση του ………….., ο οποίος ανέφερε ότι δια μέσου του υποκαταστήματος της Νίκαιας της εναγομένης, κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2007 έως 31.12.2009,η τελευταία χορήγησε συνολικά 605 στεγαστικά δάνεια εκ των οποίων μόνο 66 ήταν σε ελβετικό φράγκο.  Περαιτέρω, όπως αποδεικνύεται, η μείωση της ισοτιμίας μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου εκδηλώθηκε ως μία σταδιακή και διαρκής εξέλιξη που είχε την μορφή της διολίσθησης. Συγκεκριμένα, η σχέση της ισοτιμίας αυτής (δηλαδή του ενός ευρώ προς το ελβετικό φράγκο) την 17-7-2007 ήταν 1,66, την 3-9-2007 1,615, την 2-1-2008 1,624,  την 2.02.2008 1,61,  την 27-5-2008 1,628,  την 2-7-2008 1,573, την 1-8-2008 1,606, την 3-11-2008 1,431, την 1- 12-2008 1,517, την 2-2-2009 1,454, την 3-8-2009 1,498,  την 1-11-2010 1,340, την 1-3-2011 1,255, την 1-11-2011 1,199, την 2-1-2012 1,188, την 4-2-2013 1.207, την 2-5-2013 1.196, την 4-6-2013 1,182, την 4-3-2014 1,195, την 22-6- 2014 1,193, και την 1-4-2015 1,040 και την 26-6-2015 1,024. Ενώ,κατά τον ως άνω χρόνο της πρώτης εκταμίευσης του εν λόγω δανείου η ισοτιμία των δύο νομισμάτων ανερχόταν σε 1,521 (με την έννοια ότι 1 ευρώ ισοδυναμούσε με 1,521 ελβετικά φράγκα), επακολούθησε η παγκόσμια οικονομική κρίση της περιόδου 2008-2009 που οδήγησε στην ισχυροποίηση των ξένων νομισμάτων έναντι του ευρώ, το οποίο σταδιακά υποτιμήθηκε έναντι του ελβετικού φράγκου, με αποτέλεσμα έως το έτος 2013 η ισοτιμία να έχει διαμορφωθεί σε 1,207. Πρέπει δε να σημειωθεί, ότι η μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας στο ύψος που αυτή επήλθε δεν ήταν προβλέψιμη, καθώς επί σειρά ετών είχε παραμείνει σταθερή και, βέβαια, κανένα πιστωτικό ίδρυμα δεν εγγυήθηκε τη μη μεταβολή της. Η απόφαση των εναγόντων να επιλέξουν την ως άνω ρήτρα ελβετικού φράγκου ήταν αποκλειστικά δική τους επιλογή, η οποία ανάγεται στη διαμόρφωση του δικαιοπρακτικού θεμελίου, ενώ η επελθούσα μεταβολή της ισοτιμίας του ευρώ με το ελβετικό φράγκο οδήγησε σε πραγμάτωση του συναλλαγματικού κινδύνου, τον οποίο συμβατικά έφεραν οι ίδιοι. Η δε υποτίμηση δεν ήταν αιφνίδια και απότομη και, όπως αναφέρθηκε, δεν θα μπορούσε να προβλεφθεί εκ των προτέρων, αλλά συντελέστηκε μία βαθμιαία διολίσθηση, το εύρος της οποίας εκτιμάται εκ των υστέρων. Περαιτέρω, η επίδικη σύμβαση στεγαστικού δανείου, δεν αποτελεί σύνθετο προϊόν, το οποίο να απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις και σύνθετους υπολογισμούς, ώστε να χρειάζεται να γίνει κατανοητός ο όρος «συναλλαγματικός κίνδυνος», ο οποίος αποδίδει αυτό που γνωρίζουν όλοι στην καθομιλουμένη. Ειδικότερα, δεν απαιτούνται ειδικές οικονομικές γνώσεις για να αντιληφθεί ο μέσος καταναλωτής-δανειολήπτης ότι οι συναλλαγματικές μεταβολές επηρεάζουν την αξία ενός νομίσματος σε σχέση με άλλα και, εν προκειμένω την αξία του ευρώ σε σχέση με το ελβετικό φράγκο. Άλλωστε, η προτίμηση των εναγόντων να λάβουν δάνειο σε ελβετικό φράγκο, βασίστηκε ακριβώς στη γνώση τους ότι κατά τη συγκεκριμένη περίοδο (αλλά και την προηγούμενη αυτής όπως προεκτέθηκε), αν και ήδη παρουσιαζόταν μια μικρή υποχώρηση του ευρώ (ισοτιμία1,66 κατά το έτος 2017 και 1,521 κατά την εκταμίευση του δανείου),  η εν γένει σχετική ισοτιμία παρέμενε ευνοϊκή. Η δε παρεχόμενη ενημέρωση, την οποία αποδείχθηκε ότι παρέσχε η εναγομένη, με τυποποιημένα παραδείγματα που περιελάμβαναν και παραδείγματα μεταβολής της δόσης σύμφωνα με τη μεταβολή της ισοτιμίας και μαθηματικό σχεδιάγραμμα μεταβολής της ισοτιμίας και διαμόρφωσης της μηνιαίας δόσης με πρόγραμμα προστασίας δόσης ή χωρίς αυτό, μπορούσε να καταστήσει αμέσως αντιληπτό στους ενάγοντες ποιες θα ήταν οι συγκεκριμένες συνέπειες στη διαμόρφωση των τοκοχρεολυτικών δόσεων σε περίπτωση μεταβολής της ισοτιμίας αυτής. Ειδικότερα, στις δανειακές συμβάσεις σε ξένο νόμισμα, ακριβώς λόγω της ύπαρξης του πιο πάνω αναφερομένου συναλλαγματικού κινδύνου, ο οποίος έχει εξαιρετικό χαρακτήρα και δεν εντοπίζεται στις συνήθεις πιστωτικές συμβάσεις, ιδρύεται υποχρέωση του πιστωτικού φορέα να παράσχει ιδιαίτερη ενημέρωση με αντικείμενο τα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης σύμβασης και τους κινδύνους που συνδέονται με αυτήν, κατά το στάδιο που προηγείται της σύμβασης, δηλαδή αυτό των διαπραγματεύσεων. Αρκεί να επισημανθεί ο ανωτέρω κίνδυνος από τον πιστωτικό φορέα (κάτι που συνήθως έχει τη μορφή παράθεσης πρακτικών παραδειγμάτων και γραφημάτων, μέσω των οποίων θα καθίσταται σαφής ο κίνδυνος της συναλλαγματικής ισοτιμίας), χωρίς να απαιτείται να προσδιορίσει ούτε το εάν θα επέλθει πράγματι ο κίνδυνος, ούτε την έκτασή του, καθώς αφενός πρόκειται για μελλοντικό και αβέβαιο γεγονός και αφετέρου κείται εκτός της σφαίρας επιρροής του εκάστοτε πιστωτικού φορέα. Δεδομένου δε ότι σύμφωνα με τις διατάξεις της 2501/2002 ΠΔ/ΤΕ, η οποία έχει ως αντικείμενο την ενημέρωση των συναλλασσομένων με τους πιστωτικούς φορείς για τους όρους που διέπουν τις συναλλαγές τους, ο δανειολήπτης πρέπει να ενημερώνεται «…(x) σχετικά με τον κίνδυνο από ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας στην περίπτωση δανείων σε συνάλλαγμα ή με ρήτρα συναλλάγματος και (xi) για τη δυνατότητα και το κόστος χρησιμοποίησης τεχνικών κάλυψης του κινδύνου από την ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας στην περίπτωση δανείων σε συνάλλαγμα ή με ρήτρα συναλλάγματος», η ενημέρωση των εναγόντων σύμφωνα με τα παραπάνω, ανταποκρίνεται στην ως άνω Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, αφού τηρήθηκε η, αντιστοιχούσα στο ισχύον (κατά τον κρίσιμο χρόνο της υπογραφής της σύμβασης) κανονιστικό πλαίσιο, υποχρέωση πληροφόρησης των εναγόντων κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού τους, Ακόμη ο συναλλαγματικός κίνδυνος για τον οποίο έγινε λόγος παραπάνω, και για τον οποίο ήταν, για τους προεκτεθέντες λόγους, ενήμεροι οι ενάγοντες, δεν επιρρίφθηκε μονομερώς σε αυτούς αλλά τον ανέλαβαν συμβατικά, στο πλαίσιο της φύσης της σύμβασης καθώς ρητά στον όρο 14 της δανειακής σύμβασης  επισημαίνεται ότι οι ενάγοντες αναλαμβάνουν τον συναλλαγματικό κίνδυνο που συνεπάγεται η λήψη του δανείου σε συνάλλαγμα και ότι σε περίπτωση δυσμενούς γι’ αυτούς μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ ελβετικού φράγκου και ευρώ θα επιβαρυνθούν για την αποπληρωμή του δανείου τους. Παρά την ανάληψη του συναλλαγματικού κινδύνου οι ενάγοντες σύναψαν την επίδικη σύμβαση επειδή όπως προεκτέθηκε, πίστευαν οτι θα επωφεληθούν από την ευνοϊκή, κατά το χρονικό εκείνο σημείο, συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ των δύο νομισμάτων, έχοντας (α)αφενός τη γνώση ότι το πλεονέκτημα που απολάμβαναν αναφορικά με την αποπληρωμή του δανείου τους, οφειλόταν ακριβώς σε αυτό τον παράγοντα (ισχυρό ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου, συμφέρον επιτόκιο Libor [για το οποίο έγινε λόγος παραπάνω] έναντι του Euribor [που αποτελεί το αντίστοιχο διατραπεζικό επιτόκιο στα δάνεια σε ευρώ]) και (β) αφετέρου την επίγνωση ότι η εν λόγω ισοτιμία είναι μεταβλητό μέγεθος και, κατόπιν τούτων, ανέλαβαν συμβατικά και τον σχετικό κίνδυνο, όπως εξάλλου είναι και η κατεύθυνση της διάταξης του άρθρου 291του ΑΚ που αναφέρθηκε παραπάνω (υπό 1). Άλλωστε, εάν στο πλαίσιο μίας δανειακής σύμβασης σε ξένο νόμισμα, η τράπεζα έφερε τον κίνδυνο μεταβολής της ισοτιμίας, δεν θα υπήρχε λόγος να επιχειρήσει τέτοιου είδους σύμβαση. Ας σημειωθεί τέλος, ότι η επίδικη δανειακή σύμβαση μέχρι την άσκηση της αγωγής ήταν ακόμη ενεργής, δεν είχε δηλαδή καταγγελθεί από την εναγομένη, συνεπώς ο συναλλαγματικός κίνδυνος πρακτικά δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει επέλθει οριστικά, καθώς, κατά τον ίδιο τρόπο που σημειώθηκε η διολίσθηση του ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου, είναι δυνατό στο αμέσως επόμενο διάστημα να σημειωθεί ανατίμηση του εγχώριου νομίσματος, κάτι που θα έχει ως συνέπεια την αναβίωση της ευνοϊκής ισοτιμίας και τα ανάλογα αποτελέσματα αναφορικά με το ύψος των οφειλομένων δόσεων και του άληκτου κεφαλαίου. Περαιτέρω,  οι ενάγοντες επέλεξαν την υπαγωγή τους στο πρόγραμμα προστασίας δόσης που παρείχε η εναγομένη και αναφέρεται στον όρο 14 της επίδικης σύμβασης, γεγονός που καταδεικνύει οτι είχαν πλήρως κατανοήσει την πιθανότητα οικονομικής τους επιβάρυνσης λόγω των διακυμάνσεων της συναλλαγματικής ισοτιμίας ελβετικού φράγκου και ευρώ.  Το πρόγραμμα προστασίας δόσης που παρείχε η εναγομένη κατά το χρόνο σύναψης της δανειακής σύμβασης των εναγόντων συνίστατο στο ότι για τα τέσσερα (4) πρώτα έτη αποπληρωμής του δανείου, η τιμή πώλησης από την εναγομένη Τράπεζα του ελβετικού φράγκου, κατά την ημερομηνία πληρωμής από τον οφειλέτη (εναγόντων)των οφειλόμενων δόσεων τοκοχρεολυσίου δεν μπορούσε να διακυμανθεί (μειωθεί ή αυξηθεί) πλέον των πέντε εκατοστιαίων μονάδων (5%) επί της ισχύουσας τιμής αγοράς από την Τράπεζα αυτή του ελβετικού φράγκου, κατά την ημερομηνία εκταμίευσης του δανείου, με επιβάρυνση σε ποσοστό0, 20 % του επιτοκίου που είχε συμφωνηθεί στο 1,90 % , και συνεπώς με επιτόκιο για τα πρώτα τέσσερα έτη αποπληρωμής του δανείου ποσοστού2,10%. (όρος 15 της επίδικης σύμβασης). Ο ως άνω όρος είναι διατυπωμένος με σαφήνεια και ακρίβεια, ώστε να γίνεται αντιληπτός από τους αντισυμβαλλόμενους της εναγομένης. Το γεγονός ότι το πρόγραμμα αυτό δεν καλύπτει το σύνολο του δανεισθέντος κεφαλαίου, αλλά το μέρος αυτού που εμπίπτει στις δόσεις των τεσσάρων πρώτων ετών, γεγονός το οποίο είναι σαφές στο σχετικό όρο, αφού αναφέρεται η τετραετής διάρκεια της ρύθμισης και το πρόγραμμα τιτλοφορείται προστασία δόσης, δεν είναι αντίθετο με την ΠΔΤΕ/5021 /2002, καθώς προστασία για όλη τη διάρκεια της δανειακής σύμβασης με τη λήψη αντισταθμιστικών μέτρων έναντι της μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας νομοθετήθηκε με το άρθρο 22 του ν. 4438/2016, ήτοι σε χρόνο μεταγενέστερο της κατάρτισης της επίδικης σύμβασης. Ακόμα, δεν μπορούσε εκ των προτέρων να είναι γνωστή η σε βάθος χρόνου διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας και μάλιστα σε ποσοστό άνω του 5% μεταξύ των δυο ανωτέρω νομισμάτων, ώστε να προκύπτει, άνευ άλλου τινός,η γνώση στην εναγομένη για την εν λόγω επιβάρυνση του αντισυμβαλλόμενου της (εναγόντων), και κατά την παράταση της διάρκειας του δανείου, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εναγόντων. Επιπροσθέτως, οι ενάγοντες, με την λήξη του προγράμματος προστασίας της δόσης, επειδή, ακριβώς ήταν σε θέση να αντιληφθούν τη σταδιακή πορεία και την περαιτέρω προοπτική αύξησης της οικονομικής τους επιβάρυνσης, εξαιτίας της αρνητικής για τους ίδιους εξέλιξης της ισοτιμίας μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου και ενώ τους προτάθηκε το έτος 2013 από την εναγομένη να προστατευθούν από το συναλλαγματικό κίνδυνο επιχειρώντας εγκαίρως την μετατροπή σε ευρώ του νομίσματος αποτίμησης της συμβατικής σχέσης, αυτοί επέλεξαν να μην ασκήσουν το σχετικό τους δικαίωμα, εμμένοντας στο συμβατικό τύπο τον οποίο αρχικά είχαν επιλέξει. Το μέσο αυτό παροχής προστασίας των εναγόντων από το συναλλαγματικό κίνδυνο αποτελεί πλέον, κατά το άρθρο 23 παρ. 1 περ. α΄ και 2 της Οδηγίας 2014/17/ΕΕ, το κυρίως προβλεπόμενο μέτρο εξασφάλισης των καταναλωτών που μετέχουν σε συμβάσεις χορήγησης δανείου σε ξένο νόμισμα. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι και με τη διάταξη του άρθρου 23 παρ. 3 της άνω Οδηγίας ορίζεται ότι, όταν ο καταναλωτής έχει δικαίωμα να μετατρέψει τη σύμβαση πίστωσης σε εναλλακτικό νόμισμα, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η συναλλαγματική ισοτιμία βάσει της οποίας γίνεται η μετατροπή είναι η συναλλαγματική ισοτιμία που ισχύει την ημέρα της μετατροπής, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στη σύμβαση πίστωσης. Με τα δεδομένα αυτά αποδεικνύεται ότι η επιλογή των εναγόντων να συμφωνήσουν τη χορήγηση σε αυτούς του εν λόγω στεγαστικού δανείου σε ελβετικά φράγκα και η μεταγενέστερη εμμονή αυτών στον ίδιο ως άνω συμβατικό τύπο, αποτελούν εκδηλώσεις της υποβάθμισης εκ μέρους αυτών του συναλλαγματικού κινδύνου που ανέλαβαν και της εκτίμησης ότι οι συγκεκριμένες συμβατικές σχέσεις θα εξακολουθήσουν και στο μέλλον, όπως είχε συμβεί στο παρελθόν, να είναι επωφελέστερες για τους ίδιους, ώστε να αξιολογείται εκ μέρους τους η συνέχιση τους ως περισσότερο συμφέρουσα από την μετατροπή του, εν αναμονή ευνοϊκής ισοτιμίας ευρώ και ελβετικού φράγκου.

Περαιτέρω, οι ενάγοντες ισχυρίζονται οτι η αναγνώριση που περιλήφθηκε στον όρο υπ` αριθμ. I περ. β, 2η παρ. της από 24.4.2013 πρόσθετης πράξης, σύμφωνα με τον οποίο: «Η συνολική ενήμερη οφειλή (εξ αλήκτου κεφαλαίου) που απορρέει από την ως άνω υπ’ αριθμ. ………./01.04.2009 σύμβαση δανείου, ανέρχεται σήμερα στο ποσό των ελβετικών φράγκων ΔΙΑΚΟΣΙΩΝ ΣΑΡΑΝΤΑ ΕΠΤΑ ΧΙΛΙΑΔΩΝ ΕΠΤΑΚΟΣΙΩΝ ΕΝΕΝΗΝΤΑ ΕΝΟΣ ΚΑΙ ΣΑΡΑΝΤΑ ΕΝΝΕΑ ΕΚΑΤΟΣΤΩΝ (CHF 247.791,49), το οποίο ο οφειλέτης και ο εγγυητής αποδέχονται και αναγνωρίζουν ανεπιφύλακτα με την παρούσα πρόσθετη πράξη, αντίκειται στο άρθρο 2παρ.6 και 7β και ιγ του ν.2254/1994, επειδή πρόκειται για άκυρη παραίτηση του καταναλωτή από την προστασία που του διασφαλίζει η αρχή της διαφάνειας και διότι η αναγνώριση συγκεκριμένης οφειλής μετά την ανατροπή της συναλλαγματικής ισοτιμίας θα οδηγούσε σε καταχρηστικό και άρα άκυρο περιορισμό της προστασίας του καταναλωτή δανειολήπτη. Ο όρος αυτός περιλήφθηκε στην πρόσθετη πράξη της επίδικης δανειακής σύμβασης, προκειμένου, σε συνέχεια αιτήσεώς τους, να γίνει η ρύθμιση της οφειλής και διατελεί κατά νομική και λογική αναγκαιότητα αναπόσπαστο μέρος της σύμβασης ρύθμισης της οφειλής, καθόσον προαπαιτούμενο κάθε συμβατικής ρύθμισης οφειλής, είναι προφανώς ο ακριβής προσδιορισμός της οφειλής και η αναγνώρισή της, αφού δεν μπορεί να ρυθμιστεί μια απαίτηση απροσδιόριστη ως προς το ύψος της η ανύπαρκτη, ούτε μπορούσε να γίνει ρύθμιση της οφειλής κατά τρόπο γενικό και αόριστο, αλλά τα μέρη θα έπρεπε να συμφωνήσουν ποιό είναι το ύψος της οφειλής που θα ρυθμίσουν και τον τρόπο ρύθμισης, ώστε να συμφωνηθεί η νέα μειωμένη δόση και να υπολογίζεται το ποσό της οφειλής και ο τρόπος και το ποσό της μείωσης με τις εκάστοτε καταβολές. Από τα όσα ανωτέρω αναφέρθηκαν, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο του επίμαχου όρου, ακυρότητα αυτού μπορεί να καταφάσκεται σε περίπτωση που έλαβε χώρα αναγνώριση οφειλής, η οποία προσδιορίστηκε δυνάμει άκυρου συμβατικού όρου και ως εκ τούτου είναι εσφαλμένη ή ανύπαρκτη, Η ακυρότητα επομένως του εν λόγω όρου συνέχεται και προϋποθέτει την παραδοχή ακυρότητας του πρωτεύοντος όρου περί ισοτιμίας (όρος 14 της επίδικης σύμβασης) βάσει του οποίου προσδιορίστηκε η οφειλή των δανειοληπτών(εναγόντων), η οποία συνιστά και τον πυρήνα της ένδικης διαφοράς. Τέτοια,όμως, ακυρότητα ως προς την καταχρηστικότητα δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο, ενώ, ως προς την τυχόν αδιαφάνεια δεν αποδείχθηκε. Άλλωστε τυχόν ακυρότητα του ως άνω όρου δεν επηρεάζει τον όρο 14 της ανωτέρω δανειακής σύμβασης, με βάση τον οποίο θα εξακολουθούν να υπολογίζονται οι μηνιαίες δόσεις αποπληρωμής του δανείου (ΕφΑθ 911/2018 αδημ). Από όλα τα παραπάνω αποδεικνύεται, συνεπώς, ότι οι επίδικοι, προδιατυπωμένοι όροι, της ανωτέρω δανειακής σύμβασης και της πρόσθετης πράξης αυτής ήταν σαφείς από γραμματική άποψη και διαφανείς κατά το περιεχόμενό τους και τις οικονομικές τους συνέπειες, η δε λειτουργία τους ήταν κατανοητή από τους ενάγοντες κατά την υπογραφή της δανειακής σύμβασης και της πρόσθετης πράξης, και έτσι, επιλέγησαν ως συμφέροντες για τους ίδιους, με βάση τα υφιστάμενα κατά τον χρόνο συνομολογήσεώς τους οικονομικά δεδομένα. Επιπλέον, η εκκαλούσα τήρησε τις υπαγορευόμενες τόσο από τις γενικές διατάξεις και κυρίως το άρθρο 288 του ΑΚ όσο και από τις ειδικές διατάξεις (του ΠΔ/ΤΕ 2501/2002) υποχρεώσεις της και εκπλήρωσε την υποχρέωσή της για ενημέρωση και πληροφόρηση των εναγόντων, ο δε συναλλαγματικός κίνδυνος αποτέλεσε φυσικό επακόλουθο της επιλογής τους, στο πλαίσιο της συμβατικής τους ελευθερίας να αποπληρώσουν τις δόσεις των δανείων σε ευρώ.

Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει, κατά παραδοχή των πρώτου,δεύτερου και τρίτου λόγων της έφεσης, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, κατά το αντίστοιχο μέρος της, ήτοι κατά το μέρος που έκανε δεκτή ως ουσία βάσιμη την αγωγή των εναγόντων, με βάση τις διατάξεις του άρθρου2 παρ. 6 και 7 του Ν. 2251/1994, και ακολούθως υποχρέωσε την εναγομένη να προβεί στο συνυπολογισμό όλων των χρεώσεων και καταβολών των εναγόντων με βάση την ισοτιμία ελβατικού φράγκου-ευρώ κατά τον χρόνο εκταμίευσης του εν λόγω δανείου,αναγκαίως δε και κατά την περί δικαστικών εξόδων διάταξή της που θα καθορισθεί από την αρχή (ΕφΑνατΚρ 79/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 1404/2014 Αρμ 2015.288), να κρατηθεί η υπόθεση και να δικαστεί από το παρόν Δικαστήριο, κατά το ως άνω μέρος της που εξαφανίσθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 535 § 1 του ΚΠολΔ), και στη συνέχεια να απορριφθεί η αγωγή, ως νόμω αβάσιμη, κατά το αίτημά της (ως άνω υπό στοιχείο Δα) περί αναγνωρίσεως της ακυρότητας της ανωτέρω δανειακής σύμβασης και ειδικότερα του όρου 14 (όσον αφορά στο σχετικό προσδιορισμό της ισοτιμίας των ανωτέρω νομισμάτων), των όρων 9 και 16 (επειδή αντιβαίνουν στις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 6  του Ν. 2251/1994) και ως ουσία αβάσιμη κατά τα αιτήματά της (ως άνω υπό στοιχεία Δβ, Δγ και Ε καθώς και ΣΤ) περί αναγνωρίσεως της ακυρότητας της ανωτέρω δανειακής σύμβασης και ειδικότερα των ίδιων ως άνω όρων επειδή αντιβαίνουν στις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 7 του Ν. 2251/1994, του όρου 14, όσον αφορά στο σχετικό πρόγραμμα προστασίας της δόσης αποπληρωμής του εν λόγω δανείου (επειδή αντιβαίνει στις διατάξεις του άρου 2 παρ. 6 και 7 του Ν. 2251/1994), του όρου υπ’ αριθμ. 1 περ. β, 2η παράγραφος της από 24.3.2013 πρόσθετης πράξης τροποποίησης της εν λόγω δανειακής σύμβασης (ως αντιβαίνουσα στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 6 και 7 εδ. β και ιγ του Ν. 2251/1994), καθώς και περί συνυπολογισμού όλων των γενομένων χρεώσεων (τόκων, δόσεων, κλπ) και καταβολών εκ μέρους των εναγόντων, κατά μετατροπή του ελβετικού φράγκου σε ευρώ με βάση την ισοτιμία ελβετικού φράγκου – ευρώ κατά τον χρόνο εκταμίευσης του δανείου. Σημειώνεται ότι με την ασκηθείσα από την εναγομένη-εκκαλούσα έφεση, δεν μεταβιβάστηκε η υπόθεση ως προς τα κεφάλαια της αγωγής που απορρίφθηκαν με την εκκαλουμένη απόφαση ως νόμω και ουσία αβάσιμα, ενόψει του ότι δεν προσβλήθηκε η εκκαλούμενη απόφαση ως προς τούτο. Λόγω δε της εξαφάνισης της εκκαλουμένης ως προς τις αγωγικές βάσεις οι οποίες είχαν γίνει δεκτές ως ουσία βάσιμες και την απόρριψη της αγωγής παρέλκει η εξέταση των υπόλοιπων λόγων έφεσης. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου, που κατέθεσε η εκκαλούσα κατά την άσκησή της, λόγω της νίκης της (άρθρο 495 παρ. 3 εδ.ε΄ του ΚΠολΔ) και να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, γιατί ήταν ιδιαίτερα δυσχερής η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι το Δικαστήριο, λόγω της έκδοσης επί του κάτωθι νομικού ζητήματος, της υπ’ αριθ. 4/2019 απόφασης της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου και της σχετικής κρίσης που διατυπώθηκε με αυτήν, κρίνει ότι δεν συντρέχει λόγος υποβολής προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ, για τη φύση των επίμαχων όρων (Γ.Ο.Σ.) των ένδικων συμβάσεων, και, ειδικώς περί του εάν αυτοί, επαναλαμβάνοντας νοηματικά νομοθετική διάταξη της εσωτερικής νομοθεσίας, δεν υπόκεινται σε έλεγχο καταχρηστικότητας, σύμφωνα με την Οδηγία 93/13/ΕΟΚ, παρ’ ότι η σχετική διάταξή της δεν έχει ενσωματωθεί στο ελληνικό δίκαιο.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 14.5.2019 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου Εφετείου Πειραιώς ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2019 έφεση κατά της υπ’αριθ. 1237/2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,.

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν τυπικά και κατ’ ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση, αποκλειστικά, κατά το μέρος της που έγιναν δεκτά ως ουσία βάσιμα τα αιτήματα της αγωγής περί ακυρότητας των υπ’ αριθμ. 14,9 και 16 όρων της επίδικης δανειακής σύμβασης και του όρουI περ β, παρ.2η της από 24.4.2013 πρόσθετης πράξης, ως καταχρηστικών, και ακολούθως υποχρέωσε την εναγομένη να προβεί στο συνυπολογισμό όλων των χρεώσεων και καταβολών των εναγόντων με βάση την ισοτιμία ελβατικού φράγκου-ευρώ κατά τον χρόνο εκταμίευσης του εν λόγωδανείου.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στην εκκαλούσα του παραβόλου που κατέθεσε κατά την άσκησή της (……….. ηλεκτρονικό πράβολο σε συνδυασμό με την από 19.4.2019 απόδειξη πληρωμής).

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει την από από 6.2.2018  και με αριθμό  έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/ …………/29.6.2018 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά το ως άνω μέρος της που εξαφανίσθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν ως προς το ως άνω αντίστοιχο μέρος της.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις  14 Απριλίου 2021 και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, με άλλη σύνθεση, λόγω μεταθέσεως και αναχωρήσεως της Εφέτη, Κωνσταντίνα Παπαντωνίου, αποτελούμενη από τους Δικαστές, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Πρόεδρο Εφετών, Αικατερίνη Κοκκόλη και Εμμανουηλία –Αλεξάνδρα Κεχαγιά  Εφέτες, παρούσης και της Γραμματέως, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων στις  23 Ιουνίου 2021.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ