Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 290/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός    290/2021

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Δανιήλ, Αναστάσιο Αναστασίου – Εισηγητή, Εφέτες και από τη Γραμματέα T.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …. …., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: εταιρίας ………….., την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησαν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι της Γεώργιος  Ζούρος και Θεόδωρος Σιούφας, κατά

ΤΟΥ ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: . ………., ο οποίος στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Δημήτριο Πέππα και Χαρίκλεια Πέππα, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

Η καλούσα άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς τις από 8.2.2013 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/11.2.2013 και από 3.10.2013 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../9.10.2013 δύο [2] αγωγές, επί των οποίων εκδόθηκε η με αριθμό 3839/2014 οριστική απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του παραπάνω Δικαστηρίου, που, αφού τις συνεκδίκασε, τις δέχθηκε αμφότερες κατ’ ουσίαν.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου τόσον η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 20.10.2014 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……./20.10.2014 έφεσή της, όσον και ο εκ των εναγομένων ως άνω ήδη εκκαλών – εφεσίβλητος με την από 16.10.2014 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……/17.10.2014 έφεσή του, καθώς και το από 14.4.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 342/15.4.2015 δικόγραφο προσθέτων αυτής λόγων, επί των οποίων εκδόθηκε, μετά από συνεκδίκασή τους, η με αριθμό 91/2016 οριστική απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, με την οποία έγιναν δεκτές οι εφέσεις, εξαφανίστηκε η εκκληθείσα πρωτοβάθμια απόφαση και ακολούθως έγινε δεκτή εν μέρει η από 8.2.2013 αγωγή και απορρίφθηκε καθ’ ολοκληρία η από 3.10.2013 αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη.

Την αναίρεση της αποφάσεως αυτής ζήτησαν αμφότεροι οι διάδικοι, η μεν καλούσα – εκκαλούσα με την από 15.12.2016 αίτησή της, ο δε καθ’ ου η κλήση εκκαλών με την από 14.6.2016 αίτησή του και τους από 25.10.2017 και 30.10.2017 πρόσθετους αναιρετικούς λόγους, επί των οποίων εκδόθηκε η με αριθμό 1377/2019 απόφαση του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου (Α1 Πολιτικού Τμήματος), με την οποία, κατά μερική παραδοχή αμφοτέρων των αιτήσεων, αναιρέθηκε η υπ’ αριθμ. 91/2016 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς και παραπέμφθηκε η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο αυτό Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές.

Μετά ταύτα, οι πιο πάνω εφέσεις και οι πρόσθετοι στην πρώτη από αυτές λόγοι επανεισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με την από 7.7.2020 κλήση της καλούσας – εκκαλούσας – εφεσίβλητης, που έχει κατατεθεί με αριθμό σχετικής εκθέσεως …../10.7.2020, δικάσιμος για την εκδίκαση της οποίας ορίστηκε  η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι της εκκαλούσας – εφεσίβλητης, αφού έλαβαν το λόγο διαδοχικά από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν, ενώ οι πληρεξούσιοι δικηγόροι του εκκαλούντος – εφεσίβλητου δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο αλλά προκατέθεσαν τις προτάσεις του και με σχετική δήλωσή τους δήλωσαν, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 § 2 ΚΠολΔ, ότι συμφωνούν να συζητηθεί η υπόθεση χωρίς να παρασταθούν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Μετά την αναίρεση της υπ’ αριθμ. 91/2016 αποφάσεώς του με τη με αριθμό 1377/2019 απόφαση του Αρείου Πάγου, νομότυπα (άρθρο 581 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ) φέρονται προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου της παραπομπής, με την από 7.7.2020 κλήση (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως …./10.7.2020) της καλούσας – εκκαλούσας – εφεσίβλητης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…………..» και έδρα στη Γαλλία, α] η από 20.10.2014, με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …/20.10.2014 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …./30.10.2014 έφεσή της και β] η από 16.10.2014, με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …/17.10.2014 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ../17.10.2014 έφεση του αντιδίκου της ………., κατοίκου .. Αττικής, καθώς και το από 14.4.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …/15.4.2015 δικόγραφο προσθέτων αυτής λόγων, που πλήττουν την υπ’ αριθμ. 3839/29.8.2014 οριστική απόφαση του Ναυτικού Τμήματος του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία συνεκδίκασε κατά την τακτική διαδικασία κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και δέχθηκε ως και ουσιαστικά βάσιμες τις από 8.2.2013 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …./11.2.2013 και από 3.10.2013 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……/9.10.2013 δύο [2] αγωγές της καλούσας, με αίτημα καταβολής αποζημιώσεως, που στράφηκαν η μεν πρώτη κατά του . ……….. και του ……………., κατοίκου ….. Αττικής, μη πλέον διαδίκου, η δε δεύτερη κατά μόνου του . …………

ΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 579 § 1 εδαφ. α, 580 § 3 εδαφ. β και 581 § 2 ΚΠολΔ, που ορίζουν, αντιστοίχως, ότι αν αναιρεθεί η απόφαση οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε, ότι επί αναιρέσεως για οποιονδήποτε λόγο, πλην εκείνων της υπέρβασης δικαιοδοσίας και της παράβασης των διατάξεων για την υλική αρμοδιότητα, η υπόθεση παραπέμπεται για περαιτέρω εκδίκαση στο δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές και ότι στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται εντός των ορίων που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση, προκύπτει ότι αν αναιρεθεί απόφαση δευτεροβάθμιου δικαστηρίου αναβιώνει η εκκρεμοδικία της έφεσης κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης (ΑΠ 963/1999, Δνη 2000/52), ως προς την οποία και θα αποφανθεί πλέον το δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο είτε θα την δεχθεί και θα εξαφανίσει την εκκαλουμένη είτε θα απορρίψει την έφεση και θα την επικυρώσει (ΑΠ 1421/2002, ΧρΙΔ 2003/145). Η δίκη στο δικαστήριο της παραπομπής θα διεξαχθεί μεταξύ των διαδίκων που μετείχαν στην αναιρετική δίκη (ΑΠ 116/2020, ΑΠ 808/2017, ΑΠ 1609/2017, πρώτη δημοσίευση όλων σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 161/2013, ΕΠολΔ 2013/205, ΑΠ 1131/2012, ΧρΙΔ 2013/45) και η υπόθεση θα επανεξεταστεί κατά την έκταση της ανατροπής της προηγούμενης κρίσης του εφετείου που επήλθε με την αναιρετική απόφαση, καθόσον η αναίρεση και, συνεπώς, η εξαφάνιση της αποφάσεως που με αυτή προσβλήθηκε μπορεί να είναι ολική ή μερική, το δε εύρος της εξαφανίσεώς της εξαρτάται από τον αριθμό των κεφαλαίων της διαφοράς που εθίγησαν επιτυχώς (ΑΠ 1150/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 493/2011, ΕΠολΔ 2012/447, ΑΠ 1220/2007, Δνη 2008/1625, ΑΠ 975/2000, Δνη 2001/81). Έτσι, η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναιρέσεως, δηλαδή κατά τα κεφάλαια (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας) τα οποία αφορά ο δεκτός γενόμενος λόγος αναιρέσεως, καθώς και εκείνα που συνάπτονται αρρήκτως προς τα αναιρεθέντα (ΑΠ 28/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1105/2019, ΧρΙΔ 2020/26, ΑΠ 561/2013, ΝοΒ 2013/1919), τα οποία συναναιρούνται (ΑΠ 511/2018, ΑΠ 632/2018, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1717/2002, ΝοΒ 2003/1223), ως τέτοιων νοουμένων όσων αφορούν σε παρεπόμενα ή παρακολουθήματα της κύριας απαιτήσεως ή προέρχονται από την ίδια ιστορική και νομική αιτία (ΑΠ 286/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και δεν μπορεί να γίνει αποχωρισμός τους (ΑΠ 436/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η έκταση αυτή της αναιρέσεως προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής αποφάσεως και κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατυπώσεως αυτής και μάλιστα του τυχόν χαρακτηρισμού από αυτήν της εκτάσεως της αναιρέσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως ως ολικής (ΑΠ 738/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1308/2004, Δνη 2005/84). Η εξαφάνιση θεωρείται συνολική όταν η αναιρετική απόφαση δεν περιορίζει, με σχετική διάταξη στο διατακτικό της, την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς από τους διαδίκους (OλΑΠ 27/2007, ΝοΒ 2007/1830, ΑΠ 248/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αν η αναίρεση είναι μερική και αναφέρεται σε ορισμένα μόνο από τα κεφάλαια της απόφασης που προσβλήθηκε, ο έλεγχος του δικαστηρίου της παραπομπής θα εκταθεί μόνο στα κεφάλαια αυτά, διότι ως προς τα υπόλοιπα η απόφαση του εφετείου έχει τελεσιδικήσει (ΑΠ 1479/2019, ΑΠ 1282/2018, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 479/2009, ΕφΑΔ 2009/831, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, Ένδικα Μέσα, 2007, § 121, αρ. 29, σελ. 561) και κατά την μετ’ αναίρεση επανεκδίκαση της υπόθεσης οι διατάξεις της που δεν αναιρέθηκαν διατηρούν την ισχύ τους και δεσμεύουν με το δεδικασμένο τους, αφού αυτό δεν ανατράπηκε (ΑΠ 404/2018, ΧρΙΔ 2019/286), λαμβάνεται δε υπόψη από το δικαστήριο της παραπομπής και αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 1298/2018, ΑΠ 2072/2007, ΑΠ 1949/2007, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 332 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, επί αντικειμενικής σωρεύσεως αγωγών ο μετ’ αναίρεση έλεγχος κατά παραπομπή θα επεκταθεί σε εκείνες μόνον από τις σωρευόμενες αγωγές ως προς τις οποίες η κρίση του εφετείου εξαφανίστηκε, αφού ως προς τις λοιπές η δευτεροβάθμια απόφαση που προηγήθηκε έχει μετά την έκδοση της αναιρετικής καταστεί αμετάκλητη (ΑΠ 3/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το ίδιο ισχύει και επί συρροής νομίμων βάσεων της αυτής ενιαίας αξιώσεως (περί της οποίας βλ. ΑΠ 192/2016, Ε7 2016/843, ΑΠ 1276/2015, ΧρΙΔ 2016/54, ΑΠ 1277/2015, Ε7 2016/699, ΑΠ 1596/2014, ΧρΙΔ 2015/185, Δ. Κονδύλης, Το Δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, 2007, §§ 19 και 21, σελ. 375 και 414 αντίστοιχα), δεδομένου ότι η επίκληση στην αγωγή περισσότερων νομικών βάσεων προς θεμελίωση της επίδικης αξίωσης δημιουργεί πλειονότητα κεφαλαίων (ΑΠ 1489/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2035/2006, ΔΕΕ 2007/483), όπως συμβαίνει και στην περίπτωση της αντικειμενικής σωρεύσεως περισσοτέρων αξιώσεων στο ίδιο αγωγικό δικόγραφο (Α. Παπαθεοδώρου, Πρόσθετοι αναιρετικοί λόγοι κατά τον ΚΠολΔ, 2013, αρ. 38, σελ. 52, αντίθετοι η Κ. Μακρίδου, Πρόσθετοι λόγοι εφέσεως κατά τον ΚΠολΔ, 2000, σελ. 76 και ο Δ. Μπαμπινιώτης, Μεταβιβαστικό Αποτέλεσμα της Έφεσης και Αντικείμενο της Έκκλητης Δίκης, 2016, σελ. 401, κατά τους οποίους όταν η πρωτοβάθμια απόφαση αποφαίνεται επί πλειόνων νομικών θεμελιώσεων της αγωγής, υφίσταται, παρά τη ρύθμιση του άρθρου 324 ΚΠολΔ, ένα ενιαίο κεφάλαιο δίκης). Περαιτέρω, το κατά παραπομπή επιλαμβανόμενο δικαστήριο δεσμεύεται μόνο ως προς νομικό ζήτημα που έλυσε η παραπεμπτική απόφαση (ΑΠ 137/2004, Δ 2004/1171 = ΝοΒ 2004/1553) και όχι ως προς την ουσία της υποθέσεως, η περί της οποίας κρίση του είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη (ΑΠ 548/2008, ΑΠ 806/2008, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), μη δεσμευόμενο από τις διαπιστώσεις της απόφασης που αναιρέθηκε ως προς τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς. Τούτο σημαίνει ότι, εφόσον αυτές δεν εθίγησαν με την αναίρεση, το δικαστήριο της παραπομπής δύναται να εκτιμήσει τις αποδείξεις διαφορετικά από ό,τι η αναιρεθείσα απόφαση, μη δεσμευόμενο ούτε ως προς το σημείο αυτό από εκείνη (ΑΠ 129/2004, Δ 2004/804 = ΕΕΔ 2005/150). Η δέσμευση του δικαστηρίου της παραπομπής θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 580 § 4 ΚΠολΔ, κατά την οποία οι αποφάσεις της Ολομέλειας ή των Τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα δικαστήρια που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση ως προς τα νομικά ζητήματα που έλυσαν. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ως «νομικό ζήτημα» θεωρείται το εννοιολογικό περιεχόμενο που προσέδωσε η αναιρετική απόφαση στον κανόνα δικαίου, στην παράβαση του οποίου είχε θεμελιωθεί η αναίρεση (ΑΠ 846/2019, ΑΠ 534/2015, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 153/1997, Δ 1997/857) και μπορεί να ανάγεται είτε στο ουσιαστικό, είτε στο δικονομικό δίκαιο (ΑΠ 1432/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 629/2010, ΝοΒ 2010/2329, ΑΠ 707/2008, ΝοΒ 2008/2190 = Δ 2008/917). Η δέσμευση αυτή δεν παράγεται από το δεδικασμένο, επειδή αυτό ανακύπτει μετά το πέρας της δίκης και μάλιστα κατά τη διάρκεια άλλης δίκης, στα πλαίσια της οποίας το ήδη επιλυθέν ζήτημα εμφανίζεται ως κύριο ή προδικαστικό. Άλλωστε, οι αναιρετικές αποφάσεις είτε της ολομέλειας είτε των τμημάτων του Αρείου Πάγου δεν είναι δεκτικές εκτελέσεως, ούτε παράγουν δεδικασμένο. Αντ’ αυτών παράγουν ενδοδιαδικαστική δέσμευση (ΟλΑΠ 12/2009, ΑρχΝ 2009/708, ΑΠ 962/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), που οφείλεται στην κατά το Σύνταγμα και το νόμο ιεραρχική θέση των δικαστηρίων (δόγμα ιεραρχίας) και στο σκοπό και τη λειτουργία των ενδίκων μέσων (Δ. Κονδύλης, ο.π., § 14, σελ. 260 επομ.). Για το λόγο αυτό τα παράπονα που είχαν διατυπωθεί και ως λόγοι έφεσης και ως αναιρετικοί λόγοι, εφόσον αφορούν νομικό ζήτημα υπό την προεκτεθείσα έννοια, καλύπτονται από την κρίση της αναιρετικής απόφασης και, αν μεν είχαν γίνει δεκτοί ως αναιρετικοί λόγοι, τότε το δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται να τα δεχθεί και ως βάσιμους λόγους έφεσης, ενώ, αν είχαν απορριφθεί ως αναιρετικοί λόγοι, αποβαίνουν απαράδεκτα ως λόγοι έφεσης (ΟλΑΠ 15/2011, ΧρΙΔ 2012/194 = ΕφΑΔ 2012/392, ΑΠ 251/2016, ΑΠ 1476/2012, ΑΠ 553/2008, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ, τόμος Γ, 1995, άρθρο 581, αρ. 10). Επομένως, η κρίση που εξέφρασε ο Άρειος Πάγος σχετικά με το ορισμένο και τη νομική βασιμότητα της αγωγής είναι δεσμευτική για το δικαστήριο της παραπομπής (ΑΠ 270/2015, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου στο Διαδίκτυο, ΑΠ 1297/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αν η αναίρεση εχώρησε για έλλειψη νόμιμης βάσης κατ’ άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, δηλαδή για εκ πλαγίου παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, το δικαστήριο της παραπομπής δεν δεσμεύεται από τις διαπιστώσεις της αναιρετικής απόφασης ως προς τα πραγματικά περιστατικά, αφού με αυτές δεν επιλύθηκε νομικό ζήτημα (ΑΠ 1195/2018, ΑΠ 621/2018, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 109/2006, Δ 2006/919, Λ. Σινανιώτης, Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ, 2006, σελ. 341, Ι. Ψωμάς, Μελέτες Αναιρετικής Διαδικασίας, 2000, σελ. 229). Στην περίπτωση αυτή το εφετείο επανεκτιμά τα πραγματικά περιστατικά (ΑΠ 121/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και αν αυτά επιδέχονται διαφορετικές νομικές λύσεις ο παραμερισμός της νομικής λύσης της παραπεμπτικής αναιρετικής απόφασης δεν θεμελιώνει λόγο νέας αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ. 18 ΚΠολΔ (ΑΠ 867/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 194/2004, Δνη 2004/605, Κ. Καλαβρός, Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2017, άρθρο 580, αρ. 15, σελ. 831 επομ.). Αντιθέτως, ενδοδιαδικαστική δέσμευση παράγεται (εμμέσως) από την απόφαση του Ακυρωτικού, που αναιρεί την εφετειακή για λόγο από το άρθρο 559 αρ. 8 του ιδίου Κώδικα (μη λήψη υπόψη πραγμάτων προταθέντων), καθόσον η παραδοχή του λόγου αυτού προϋποθέτει ότι ο ισχυρισμός που, κατά παράβαση της συζητητικής αρχής (άρθρο 106 ΚΠολΔ), δεν λήφθηκε υπόψη είχε προβληθεί παραδεκτώς [και κατά την έκκλητη δίκη] και ήταν πράγματι νόμιμος, αφού μόνον υπό τους όρους αυτούς μπορούσε να έχει ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 14/2004, ΧρΙΔ 2004/606 = ΑρχΝ 2005/159 = ΝοΒ 2005/52, ΑΠ 1382/2009, ΧρΙΔ 2011/102 = ΝοΒ 2011/919, βλ. και ΑΠ 343/2009, ΕΕμπΔ 2009/868). Επιπλέον, μετά την αναίρεση δευτεροβάθμιας απόφασης, το δικαστήριο της παραπομπής επανεξετάζει το τυπικά παραδεκτό της εφέσεως (ΟλΑΠ 4/1996, Δνη 1996/1041 = ΕΕΝ 1996/23 = ΝοΒ 1997/199), αφού οι παραδοχές της αναιρεθείσας περί της συνδρομής των διαδικαστικών προϋποθέσεων [και] της έκκλητης δίκης ακόμα και αν δεν αμφισβητήθηκαν με λόγο αναιρέσεως, συναναιρέθηκαν, δεδομένου ότι δεν αποτελούσαν αυτοτελές αντικείμενο δίκης, ώστε να απαιτείται ιδιαίτερη προσβολή τους, καθώς οι προϋποθέσεις αυτές εξετάζονται και καταφάσκονται με δύναμη δεδικασμένου πάντοτε σε σχέση με το εκάστοτε κρινόμενο αντικείμενο της δίκης (ΑΠ 1659/2011, ΧρΙΔ 2012/364, Π. Κολοτούρος, Δικονομικά ζητήματα από την πρόσφατον νομολογίαν του Αρείου Πάγου, σε Δνη 2019/342 επομ., contra ΑΠ 711/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από τα παραπάνω έπεται ότι η εξουσία του δικαστηρίου της παραπομπής δεν εκτείνεται στα κεφάλαια που δεν προσβλήθηκαν με την αίτηση αναίρεσης και εκείνα ως προς τα οποία οι λόγοι αναιρέσεως απορρίφθηκαν (ΑΠ 105/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Έτσι, αν η δευτεροβάθμια απόφαση αποφάνθηκε επί περισσοτέρων αγωγών και επιτυχώς επλήγη η απόφανσή της ως προς μία από αυτές, το δικαστήριο κατά την παραπομπή εξετάζει μόνον εκείνη την αγωγή ως προς την οποία η προηγούμενη κρίση του αποδοκιμάστηκε με την παραδοχή αντίστοιχου λόγου αναιρέσεως. Ομοίως, αν κρίθηκε αδικοπρακτική αγωγή στην οποία σωρεύθηκαν αντικειμενικώς αιτήματα αποκατάστασης περιουσιακής ζημίας και χρηματικής ικανοποίησης ηθικής βλάβης και επιτυχώς προσβλήθηκε η κρίση περί της παραδοχής ή της απορρίψεως της αγωγής κατά το αίτημά της περί αποζημιώσεως της υλικής βλάβης μόνον, το δικαστήριο της παραπομπής δεν έχει εξουσία να εξετάσει το περί επιδικάσεως χρηματικής ικανοποίησης αντικειμενικώς σωρευθέν αίτημά της, που ήδη αποδικάστηκε, εφόσον οι λόγοι αναιρέσεως κατά της αντίστοιχης αποφατικής κρίσης του απορρίφθηκαν και την έρευνά του εμποδίζει το δεδικασμένο που παρήχθη ως προς την ανυπαρξία του σχετικού δικαιώματος του ενάγοντος, δεδομένου ότι η αξίωση χρηματικής ικανοποίησης ηθικής βλάβης αποτελεί αυτοτελές κεφάλαιο της απόφασης, ανεξάρτητο από το κεφάλαιό της για την περιουσιακή ζημία, καθώς έχουν διαφορετική νομική θεμελίωση αλλά και ιστορική αιτία (ΑΠ 978/2014, ΧρΙΔ 2015/35, ΑΠ 212/2006, ΝοΒ 2007/693, Δ. Κράνης, Η έννοια και η σημασία των κεφαλαίων στην πολιτική δίκη, σε ΕΠολΔ 2018/242 επομ. [245], Α. Μπακόπουλος, Ζητήματα από την κατ’ έφεση δίκη, σε Δνη 1992/1144). Αυτοτελές κεφάλαιο δίκης συνιστά και η ένσταση (ΑΠ 920/2013, ΑΠ 443/2008, ΑΠ 556/2004, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 647/2004, ΧρΙΔ 2004/790 = Δνη 2006/95), διακρινόμενο μάλιστα τόσο από εκείνο της αξιώσεως κατά της οποίας βάλλει όσο και έναντι οποιασδήποτε άλλης τυχόν προταθείσας ενστάσεως (ΑΠ 180/2013, ΤΝΠ ΔΣΑ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 1025/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ – για την αντίθετη άποψη, ότι δηλαδή η ένσταση δεν εισάγει αυτοτελές αίτημα παροχής δικαστικής προστασίας και, με την εξαίρεση της ένστασης του συμψηφισμού, δεν προκαλεί εκκρεμοδικία και γι’ αυτό δεν εγκαθιδρύει ιδιαίτερο κεφάλαιο δίκης αλλά εντάσσεται πάντοτε στο κεφάλαιο της δικονομικής αξίωσης κατά της οποίας αντιτάσσεται βλ. ΑΠ 189/2016, ΕφΑΔΠολΔ 2017/471, ΑΠ 1359/2011, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου στο Διαδίκτυο, Δ. Μπαμπινιώτη, ο.π., σελ. 441 επομ., Χ. Τριανταφυλλίδη, σε Κ. Οικονόμου [επιμ.], Η Έφεση – Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 520, αρ. 16, σελ. 167, Γ. Νικολόπουλο, Η έννοια και η λειτουργία της ενστάσεως στο αστικό δικονομικό δίκαιο, 1987, σελ. 160 επομ., έτσι και η από 7.1.2021 γνωμοδότηση του καθηγητή της πολιτικής δικονομίας στη Νομική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών [ΕΚΠΑ] Δ. Τσικρικά, που συντάχθηκε με παραγγελία του εναγομένου, ο οποίος την προσκομίζει). Επομένως, αν η απόφαση αναιρεθεί επειδή δεν λήφθηκε υπόψη ένταση του εναγομένου περί συνυπαιτιότητας του ενάγοντος, καταλυτική του δικαιώματός του, το δικαστήριο της παραπομπής δεν επανεξετάζει το δικαίωμα που φέρεται ότι καταλύθηκε, δηλαδή το κεφάλαιο της υποχρέωσης του εναγομένου προς αποζημίωση, αφού ως προς αυτό παρήχθη δεδικασμένο (ΑΠ 1610/2012, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου στο Διαδίκτυο, ΑΠ 614/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ. 212/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κ. Κεραμέα/Δ. Κονδύλη/Ν. Νίκα [-Μ. Μαργαρίτης], Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τόμος ΙΙ, 2001, άρθρο 582, αρ. 7, σελ. 1083, Κ. Παπαδόπουλος, Η αναιρετική διαδικασία κατά τον ΚΠολΔ, 1997, § 514, σελ. 767, πρβλ ΑΠ 66/2004, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η εξουσία του δικαστηρίου της παραπομπής περιορίζεται μάλιστα στην έρευνα της ουσιαστικής μόνον βασιμότητας της ενστάσεως, αφού ως προς το παραδεκτό της προβολής αυτής και ως προς τη νομική βασιμότητά της ανακύπτει εμμέσως δέσμευση από την αναιρετική κρίση (ΑΠ 815/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), εκτείνεται όμως και στο αναγκαίως με αυτή συνεχόμενο κεφάλαιο της ζημίας, το οποίο συναναιρείται (ΑΠ 758/2018, ΧρΙΔ 2019/268 = ΕΕμπΔ 2019/361), επειδή κατά το ουσιαστικό δίκαιο το ύψος της αποζημίωσης εξαρτάται από την έκταση της συνυπαιτιότητας του ενάγοντος. Το ίδιο συμβαίνει και με το κεφάλαιο της δικαστικής δαπάνης, που αφορά μεν δικονομικό ζήτημα, συνάπτεται όμως αρρήκτως προς τα αναιρεθέντα κεφάλαια (Β. Βαθρακοκοίλης, Η Έφεση, 2015, αρ. 1224, σελ. 315), αφού, με βάση την αρχή της ήττας, τα δικαστικά έξοδα κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 176, 178 § 1 και 183 ΚΠολΔ θα προσδιοριστούν ανάλογα με το μέγεθος της νίκης ή της ήττας κάθε διαδίκου (ΑΠ 1176/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), που θα εξαρτηθεί από την κατά παραπομπή παραδοχή ή απόρριψη της ένστασης συντρέχοντος πταίσματος, καθώς και από το ποσοστό της συνυπαιτιότητας που ενδεχομένως αναγνωριστεί στην πρώτη περίπτωση ότι βαρύνει τον ενάγοντα. Αυτοτελές κεφάλαιο της απόφασης αποτελεί και η διάταξή της επί του αιτήματος προσωπικής κρατήσεως του εναγομένου, ο σύνδεσμος του οποίου με την ουσιαστική αξίωση (αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας) απορρέει ομοίως από το δικονομικό δίκαιο, αφού αφορά σε μέσο δικονομικού καταναγκασμού προκειμένου να επιτευχθεί η αναγκαστική εκτέλεση της αδικοπρακτικής απαίτησης του δανειστή (ΑΠ 798/2010, ΕΠολΔ 2010/862, βλ. σχετ. και Δ. Δημητρίου, Κεφάλαια αναγκαστικά συνεχόμενα προς τα εκκληθέντα κεφάλαια και μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως, σε ΕΠολΔ 2014/569 επομ. [570]). Το κεφάλαιο της προσωπικής κρατήσεως εμφανίζει αδιάσπαστη σύνδεση με εκείνο της ενστάσεως συνυπαιτιότητας του ενάγοντος και αν αναιρεθεί το τελευταίο συναναιρείται και αυτό, παραπέμπεται δε μαζί του στο δικαστήριο της ουσίας, δεδομένου ότι η διάρκεια της προσωπικής κράτησης του  οφειλέτη εναγομένου συναρτάται [και] προς το ύψος της οφειλής του (ΑΠ 271/2015, Ε7 1131, ΑΠ 1846/2007, ΕΠολΔ 2008/2190 = ΔΕΕ 2008/342), που θα καθοριστεί μετά την κρίση περί τη συνυπαιτιότητα του δανειστή ενάγοντος.

ΙΙΙ. Ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς η ενάγουσα αλλοδαπή ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία ήδη «……….» και πιο πριν «……….» και ακόμα πρωτύτερα «………» με έδρα στη Γαλλία, εξέθεσε με τις από 8.2.2013 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως …../11.2.2013) και από 3.10.2013 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ……/9.10.2013) δύο [2] αγωγές της ότι με σύμβαση βραχυπρόθεσμου, αποδοτέου εφάπαξ στις 15.10.2008, έντοκου και ενυπόθηκου δανείου που συνήψε στις 17.3.2008 με τη λιβεριανή εταιρία με την επωνυμία «……….. ….» (στο εξής ………..), συμφερόντων των εναγομένων ………. και ……., που μετείχαν κατ’ ισομοιρία στο μετοχικό της κεφάλαιο ο μεν πρώτος εμφανώς και ο δεύτερος ως αφανής συνεταίρος και αναζητούσαν τραπεζική χρηματοδότηση της σκοπούμενης αγοράς στο όνομα της εταιρίας τους του φορτηγού πλοίου SG, για το ποσό που θα υπερέβαινε την δική τους συμμετοχή (10%) στο συνολικό τίμημα, δανειοδότησε αυτήν (………..) με το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων πεντακοσίων χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (25.500.000 $), υπό τους όρους της σύμβασης εκείνης, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν α] η εκχώρηση στη δανείστρια Τράπεζα των ναύλων και των εν γένει εισοδημάτων του πλοίου και των συναφών αξιώσεων της δανειολήπτριας, β] η υποχρέωση της τελευταίας να ανοίξει και να διατηρεί στην ενάγουσα Λογαριασμό Λειτουργίας, στον οποίο συμφωνήθηκε να κατευθύνονται όλα τα έσοδα από την εκμετάλλευση του πλοίου και γ] η παροχή προσωπικής εγγύησης του πρώτου εναγομένου και νομίμου εκπροσώπου της δανειολήπτριας δια της υπογραφής επιστολής πατρωνίας διεπόμενης από το αγγλικό δίκαιο (Letter of Comfort), καθώς και ότι το δάνειο αυτό, αφού τροποποιήθηκε συμβατικά ως προς τους όρους του λόγω μη αποπληρωμής του κατά την αρχικώς ορισθείσα ημέρα και κατέστη πλέον πληρωτέο σε πρώτη όχληση της πιστώτριας, εν τέλει δεν εξοφλήθηκε, μολονότι προς τούτο οχλήθηκε ο πρώτος εναγόμενος, ο οποίος, επιπλέον, αρνήθηκε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του από τη δήλωση πατρωνίας που είχε υπογράψει, όπως αυτή είχε αντικατασταθεί μετά την τροποποίηση της δανειακής σύμβασης στις 19.11.2008. Υποστήριξε ακόμα η ενάγουσα ότι υπέστη περιουσιακή ζημία και ηθική βλάβη λόγω προσβολής της επαγγελματικής της υποστάσεως και της εμπορικής της πίστης από την αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων, οι οποίοι ακολουθώντας μεθόδευση οργανωμένη εξαρχής αποκόμισαν τους ναύλους από την εκμετάλλευση του πλοίου και επανεισέπραξαν τα χρηματικά ποσά της δικής τους συμμετοχής στην αγορά του, ματαιώνοντας έτσι με πρόθεση και με σκοπό να τη βλάψουν την ολοσχερή ικανοποίηση της δανειακής απαιτήσεώς της, καθώς, όπως η πιστώτρια διαπίστωσε μετά την άσκηση του συμβατικού ενεχυρικού δικαιώματός της επί των μετοχών της οφειλέτριας εταιρίας και την απόκτηση του ελέγχου της, οι εναγόμενοι δεν κατηύθυναν τα χρήματα από τους ναύλους του πλοίου SG και τις λοιπές απαιτήσεις της δανειολήπτριας στον ως άνω Λογαριασμό Λειτουργίας αλλά, κατά παράβαση της δανειακής σύμβασης, τα κατέθεταν σε λογαριασμό άλλης τράπεζας, τον οποίο η ……….. είχε ανοίξει πριν τη λήψη του δανείου και από το λογαριασμό αυτό δι’ εντολών και εμβασμάτων τους πραγματοποιούσαν μεταφορές χρημάτων σε άλλους τραπεζικούς λογαριασμούς δικούς τους ή τρίτων προσώπων, ιδιοποιούμενοι με τον τρόπο αυτό παρανόμως το συνολικό χρηματικό ποσό των τριών εκατομμυρίων επτακοσίων πενήντα πέντε χιλιάδων εξακοσίων πενήντα πέντε δολαρίων ΗΠΑ και ενενήντα τεσσάρων σεντς (3.755.655,94 $), κατά τις ειδικότερες αγωγικές διακρίσεις ως προς τον εντολέα κάθε εμβάσματος, την ημεροχρονολογία εκάστης αποστολής και τον τραπεζικό λογαριασμό υποδοχής της, το οποίο αποτελεί τη ζημία της ενάγουσας και είχε περιέλθει στην κυριότητά της δυνάμει της ως άνω συμβάσεως εκχωρήσεως, που είχε συναφθεί κατά το αγγλικό δίκαιο και κατ’ εφαρμογή της η δανειολήπτρια είχε αναλάβει την υποχρέωση διαφυλάξεως των χρημάτων αυτών, που θα εισέπραττε από τρίτους αντισυμβαλλομένους της πριν από την προς αυτούς αναγγελία της εκχωρήσεως, προς το σκοπό εξόφλησης της δανειακής οφειλής της, έχοντας καταστεί έτσι εμπιστευματοδόχος της πιστώτριας. Με βάση τα περιστατικά αυτά η ενάγουσα προέβαλε πρωτοδίκως συμβατικές και αδικοπρακτικές αξιώσεις και, ειδικότερα, Α] με τη μεν από 8.2.2013 πρώτη αγωγή της, την οποία έστρεψε κατ’ αμφοτέρων των……….. και …….., επικαλέστηκε τις διατάξεις των άρθρων 914 και 919 ΑΚ και ζήτησε να υποχρεωθούν να της καταβάλουν α] αμφότεροι αυτοί ενεχόμενοι εις ολόκληρον έκαστος και δι’ απαγγελίας προσωπικής κρατήσεώς τους ως μέσου αναγκαστικής εκτέλεσης της εκδοθησομένης αποφάσεως το ισάξιο σε ευρώ του συνολικού χρηματικού ποσού των τριών εκατομμυρίων τριακοσίων ένδεκα χιλιάδων σαράντα πέντε δολαρίων ΗΠΑ και ενενήντα τεσσάρων σεντς (3.311.045,94 $), στο οποίο ανέρχεται η αξία των εμβασμάτων που εκτελέστηκαν κατόπιν κοινής εντολής τους με βάση την ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά το χρόνο εκτελέσεως εκάστου εμβάσματος άλλως κατά το χρόνο σύνταξης προγενέστερης αγωγής της από το δικόγραφο της οποίας χώρησε παραίτηση της ενάγουσας άλλως κατά το χρόνο σύνταξης της ένδικης αγωγής άλλως κατά το χρόνο συζητήσεως αυτής, β] ο πρώτος εναγόμενος, .. ……….., το χρηματικό ποσό των τετρακοσίων σαράντα τεσσάρων χιλιάδων εξακοσίων δέκα δολαρίων ΗΠΑ (444.610 $), στο οποίο ανέρχεται η αξία όσων εμβασμάτων φέρουν μόνη τη δική του υπογραφή, κατά το ισάξιό του σε ευρώ βάσει της ισοτιμίας των δύο νομισμάτων κατά τους ίδιους όπως και παραπάνω χρόνους και γ] αμφότεροι οι εναγόμενοι ενεχόμενοι εις ολόκληρον έκαστος και δι’ απαγγελίας προσωπικής σε βάρος τους κρατήσεως το χρηματικό ποσό των τετρακοσίων ενενήντα εννέα χιλιάδων εννιακοσίων πενήντα έξι ευρώ (499.956 €) προς αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης, ενώ Β] με την από 3.10.2013 δεύτερη αγωγή της στράφηκε κατά μόνου του ……. ……….. και ζήτησε να υποχρεωθεί αυτός δι’ απαγγελίας προσωπικής κρατήσεώς του, λόγω της εμπορικής ιδιότητας αυτού και της εμπορικότητας της οφειλής, να της καταβάλει το ισάξιο σε ευρώ ποσού πέντε εκατομμυρίων πεντακοσίων χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (5.500.000 $), στο οποίο ανέρχεται το υπόλοιπο της δανειακής οφειλής της ……….., που παρέμεινε ανεξόφλητο μετά την ιδιωτική πώληση του πλοίου SG σε τρίτον, στην οποία προέβη η ενάγουσα κατ’ ενάσκηση των δικαιωμάτων της από την προτιμώμενη υποθήκη που είχε εγγραφεί υπέρ της επ’ αυτού και κατά το οποίο ζημιώθηκε δευτερογενώς η ενάγουσα, επειδή ο εναγόμενος δεν εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις του από τη δήλωση πατρωνίας και δεν παρείχε οικονομική ενίσχυση στη δανειολήπτρια εταιρία, ώστε αυτή να αποπληρώσει τη δανειακή οφειλή της, με βάσει την ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά το χρόνο της πώλησης του πλοίου (30.1.2009) άλλως κατά το χρόνο σύνταξης της αγωγής άλλως κατά το χρόνο συζητήσεώς της.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο συζήτησε τις αγωγές κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και με την εκκαλούμενη με αριθμό 3839/29.8.2014 απόφασή του, αφού τις συνεκδίκασε, θεώρησε αυτές νόμιμες, την πρώτη όμως μόνον κατά την έκταση της θεμελιώσεώς της στο άρθρο 914 ΑΚ, καθώς έκρινε ότι η σωρευόμενη επιστήριξή της στη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ δεν ήταν νόμιμη, επειδή δεν διαφοροποιήθηκαν τα πραγματικά περιστατικά των οποίων έγινε επίκληση έναντι αυτών επί των οποίων ερειδόταν το δικαίωμα από το άρθρο 914 ΑΚ, ακολούθως δε, αφού απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο τόσο το αίτημα χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής βλάβης της ενάγουσας όσο και την ένσταση των εναγομένων περί συντρέχοντος πταίσματός της, δέχθηκε εν μέρει την από 8.2.2013 αγωγή και υποχρέωσε σε καταβολή προς την ενάγουσα, αφενός, αμφοτέρους τους εναγομένους, ενεχόμενους εις ολόκληρον, του ισάξιου σε ευρώ τριών εκατομμυρίων τριακοσίων ένδεκα χιλιάδων σαράντα πέντε δολαρίων ΗΠΑ και ενενήντα τεσσάρων σεντς (3.311.045,94 $) και, αφετέρου, τον εξ αυτών ……….. ……….. του ισάξιου σε ευρώ τετρακοσίων σαράντα τεσσάρων χιλιάδων εξακοσίων δέκα δολαρίων ΗΠΑ (444.610 $), με βάση την ισοτιμία δολαρίου – ευρώ κατά το χρόνο της αποστολής καθενός από τα επίδικα χρηματικού εντάλματος, ενώ απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο το παρεπόμενο αίτημα απαγγελίας προσωπικής κράτησης των εναγομένων. Με την ίδια απόφαση έγινε περαιτέρω δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και η από 3.10.2013 αγωγή και υποχρεώθηκε ο δι’ αυτής εναγόμενος ……….. ……….. στην καταβολή προς την ενάγουσα του ισαξίου σε ευρώ πέντε εκατομμυρίων πεντακοσίων χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (5.500.000 $) κατά την ισοτιμία των δύο νομισμάτων στο χρόνο της πληρωμής, επειδή το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο διέγνωσε ότι από την ένδικη δήλωση πατρωνίας απέρρεε ισχυρή νομική δέσμευσή του, χωρίς όμως να απαγγελθεί σε βάρος του προσωπική κράτηση ως μέσο αναγκαστικής εκτελέσεώς της, αφού το συγκεκριμένο αίτημα απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμο.

Κατά της αποφάσεως αυτής ασκήθηκαν εκατέρωθεν εφέσεις και, συγκεκριμένα, η από 20.10.2014 έφεση της ενάγουσας και η από 16.10.2014 έφεση του εκ των εναγομένων……….., που συμπλήρωσε τους προς εξαφάνιση της εκκαλουμένης προβληθέντες ισχυρισμούς του με το από 14.4.2015 δικόγραφο προσθέτων λόγων. Με τις εφέσεις αυτές οι εκκαλούντες υποστήριξαν ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και πλημμελώς εκτίμησε τις αποδείξεις και υπέβαλαν ο καθένας τους αίτημα καθολικής εξαφανίσεως της εκκαλουμένης, με σκοπό την αναδίκαση της υποθέσεως και τη συνολική παραδοχή ή τη συνολική απόρριψη των αγωγών αντίστοιχα. Επί των εφέσεων αυτών, που συνεκδικάστηκαν ερήμην του εκ των εφεσιβλήτων ……….. και κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, εκδόθηκε η με αριθμό 91/2016 οριστική απόφαση του Ναυτικού Τμήματος αυτού του Δικαστηρίου, με την οποία έγιναν τύποις και κατ’ ουσία δεκτές οι εφέσεις, εξαφανίστηκε η εκκληθείσα απόφαση και, ακολούθως, το μεν απορρίφθηκε η από 3.10.2013 δεύτερη αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, επειδή κρίθηκε ότι με την επίδικη δήλωση πατρωνίας ο εναγόμενος είχε αναλάβει ηθικής μόνον φύσεως δέσμευση, το δε έγινε δεκτή εν μέρει η από 8.2.2013 αγωγή κατά το μέρος της που θεμελιώθηκε στη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, ενώ απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη κατά την έκταση της θεμελιώσεώς της στη διάταξη του άρθρου 914 του ιδίου Κώδικα, επειδή με βάση τους κανόνες της Επιείκειας του αγγλικού δικαίου που ήταν εφαρμοστέο δυνάμει ειδικής σχετικής συμφωνίας των μερών, κρίθηκε ότι κατά τους χρόνους των επίμαχων εμβασμάτων, που φέρονται ως μερικότερες πράξεις υπεξαιρέσεως και ολοκληρώθηκαν στις 11.12.2008, η ενάγουσα δεν είχε αποκτήσει την κυριότητα των υπεξαιρεθέντων χρημάτων που της είχαν εκχωρηθεί με την [εκτελεστική της δανειακής] σύμβαση εκχωρήσεως των απαιτήσεων της δανειολήπτριας εταιρίας ……….. επί των ναύλων του πλοίου SG, αφού δεν είχε προηγηθεί η αναγγελία της εκχωρήσεως αυτής στους οφειλέτες της εκναυλώτριας, η οποία είχε εξαρτηθεί, υπό μορφή αιρέσεως, από την επέλευση γεγονότος αθετήσεως των δανειακών υποχρεώσεών της και η οποία (αναγγελία) έλαβε χώρα το πρώτον στις 16.1.2009. Με την ίδια απόφαση κρίθηκε ότι δεν απεδείχθη προσβολή της εμπορικής φήμης της ενάγουσας από τις αντίθετες στην καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη ενέργειες των εναγομένων και για το λόγο αυτό απορρίφθηκε το αίτημα χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής της βλάβης, ενώ απαγγέλθηκε σε βάρος εκάστου των εναγομένων προσωπική κράτηση διάρκειας πέντε [5] μηνών, ως μέσο αναγκαστικής εκτελέσεώς της, λόγω της αδικοπραξίας τους.

Με την υπ’ αριθμ. 1377/2019 απόφαση του Α1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, ενώπιον του οποίου υποβλήθηκαν αντίθετες αιτήσεις αναιρέσεως, η απόφαση αυτή αναιρέθηκε κατά τα κεφάλαιά της που μνημονεύονται στην αναιρετική και παραπέμφθηκε κατά το αναιρεθέν μέρος της στο παρόν Δικαστήριο. Συγκεκριμένα, το Ακυρωτικό, αφού κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης του ………, έκρινε βάσιμο το αναιρετικό παράπονο της ενάγουσας, που υποστήριξε ότι δεν αιτιολογήθηκε αν είχε αποκτήσει την κυριότητα των χρημάτων που τρίτοι, οφειλέτες της δανειολήπτριας και ναυλωτές του πλοίου SG, όφειλαν σ’ αυτήν από ναύλους και τα οποία είχαν κατατεθεί σε εξόφληση των χρεών αυτών όχι στον τηρούμενο στη δανείστρια Λογαριασμό Λειτουργίας αλλά σε λογαριασμό άλλης τράπεζας, από όπου εμβάστηκαν περαιτέρω, αν και η κτήση της κυριότητας αυτής αποτελούσε τη βάση της αγωγής κατά το μέρος της που θεμελιώθηκε στη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, ενώ απέρριψε τους λοιπούς αναιρετικούς λόγους αυτής (ενάγουσας) κρίνοντας αιτιολογημένη την απόρριψη τόσον της από 3.10.2013 αγωγής της λόγω της ανυπαρξίας νομικής δεσμευτικότητας της επίμαχης επιστολής πατρωνίας (Letter of Comfort), όσο και του σωρευθέντος στην από 8.2.2013 αγωγή αιτήματος χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής βλάβης της ενάγουσας. Η αναίρεση ως προς την από το άρθρο 914 ΑΚ βάση της αγωγής αυτής εχώρησε για εκ πλαγίου παράβαση (άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ) των περί εκχώρησης απαιτήσεως κανόνων του αγγλικού δικαίου, επειδή η προσβληθείσα με την αναίρεση απόφαση ήχθη σε απορριπτική κρίση χωρίς να αιτιολογήσει γιατί οι εναγόμενοι δεν υπεξαίρεσαν τα χρηματικά ποσά των επίμαχων τραπεζικών εμβασμάτων, που είχαν κατατεθεί σε λογαριασμό άλλης τράπεζας και όχι της ενάγουσας. Προσθέτως, το Ακυρωτικό έκρινε βάσιμο τον από το άρθρο 559 αρ. 8 λόγο αναιρέσεως του……….. και αναίρεσε «ως προς το κεφάλαιο τούτο, καθώς και τις συναφείς με αυτό διατάξεις της» την προσβληθείσα απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, επειδή αυτό δεν έλαβε υπόψη του την ένσταση συνυπαιτιότητας της ενάγουσας, που απορριφθείσα πρωτοδίκως είχε νομότυπα επαναφερθεί με λόγο έφεσης και είχε προβληθεί [και] έναντι της ευθύνης του εναγομένου κατά το άρθρο 919 ΑΚ, ενώ απέρριψε ως αβάσιμους τους από το άρθρο 559 αρ. 1 και 14 ΚΠολΔ λόγους αναιρέσεως, με τους οποίους ο……….., αντιστοίχως, προσέβαλε τη δευτεροβάθμια κρίση ως προς την παραδοχή της αδικοπρακτικής ευθύνης του κατά το άρθρο 919 ΑΚ και επικαλέστηκε έλλειψη εννόμου συμφέροντος της ενάγουσας στην άσκηση της δικής της εφέσεως, ενόψει του ότι η από 8.2.2013 αγωγή της είχε ήδη γίνει δεκτή κατά την έκταση της θεμελιώσεώς της στη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ. Την απόρριψη του τελευταίου αυτού ισχυρισμού το Ακυρωτικό αιτιολόγησε με την επίκληση της ανάγκης αποτροπής του ενδεχομένου τελεσίδικης απόρριψης της αγωγής της ενάγουσας στο σύνολο της, όπως θα μπορούσε να συμβεί σε περίπτωση παραδοχής της εφέσεως του αντιδίκου της και απόρριψης εν συνεχεία από το εφετείο της αγωγής [και] κατά τη σωρευόμενη βάση της αξιώσεώς της, που είχε γίνει πρωτοδίκως δεκτή, δεχόμενο κατ’ ουσίαν τον επικουρικό χαρακτήρα της εφέσεως της ενάγουσας, υπό την έννοια της ασκήσεώς της υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της ευδοκιμήσεως της εφέσεως του αντιδίκου της.

IV. Από τις διατάξεις της αναιρετικής απόφασης και τις συναφείς αιτιολογίες της συνάγεται ότι η υπ’ αριθμ. 91/2016 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου αναιρέθηκε μερικώς και, συγκεκριμένα, μόνον κατά τα κεφάλαια της με τα οποία η από 8.2.2013 [αδικοπρακτική] αγωγή, αφενός, κατά τη θεμελίωσή της στη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, απορρίφθηκε και, αφετέρου, κατά τη θεμελίωσή της στη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, έγινε δεκτή ως προς το αίτημα αποκατάστασης της περιουσιακής ζημίας της ενάγουσας στο σύνολό του, χωρίς να ληφθεί υπόψη η ένσταση συντρέχοντος πταίσματός της. Αντιθέτως, η μετ’ εξαφάνιση της εκκαλουμένης απορριπτική της από 3.10.2013 [συμβατικής] αγωγής ως κατ’ ουσίαν αβάσιμης κρίση της διήλθε αλώβητη από τον αναιρετικό έλεγχο, ενώ το ίδιο συνέβη και με την κατ’ ουσίαν απόρριψη του αιτήματος περί ανορθώσεως της ηθικής βλάβης της ενάγουσας από την αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων τόσον πρωτοδίκως όσον και κατ’ έφεση, αφού ο σχετικός αναιρετικός λόγος απορρίφθηκε. Κατά τα κεφάλαιά της αυτά η με αριθμό 91/2016 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου έχει τελεσιδικήσει. Ομοίως τελεσιδίκησε η κρίση περί της ουσιαστικής βασιμότητας της αποζημιωτικής κατ’ άρθρο 919 ΑΚ αξίωσης της ενάγουσας, που, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, συνιστά χωριστό κεφάλαιο της απόφασης, που προσβλήθηκε ανεπιτυχώς με την αναίρεση. Από την απορριπτική αυτή κρίση της αναιρετικής παράγεται ενδοδιαδικαστική δέσμευση του παρόντος Δικαστηρίου. Παρόμοια δέσμευση ανακύπτει και ως προς το παραδεκτό και τη νομική βασιμότητα της ένστασης συνυπαιτιότητας της ενάγουσας. Μετά ταύτα και με δεδομένη την επάνοδο των διαδίκων στην προ της συζητήσεως των εφέσεών τους, μετά την οποία εκδόθηκε η αναιρεθείσα απόφαση, κατάσταση, πρέπει κατά το παρόν δικονομικό στάδιο, αφού επανελεγχθεί το τυπικά παραδεκτό εκάστης εφέσεως [της ενάγουσας και του εκ των εναγομένων……….., μαζί με τους πρόσθετους αυτής λόγους, καθόσον ο έτερος συνεναγόμενος……………. δε μετέχει πλέον της αντιδικίας, αφού δε μετείχε ούτε στην αναιρετική δίκη], η εκκρεμοδικία των οποίων αναβίωσε εντός των ορίων της αναιρετικής απόφασης, να ακολουθήσει η έρευνα των λόγων των εφέσεων που πλήττουν τις κρίσεις της εκκαλουμένης ως προς τις αδικοπρακτικές μόνον (από το άρθρο 914 ΑΚ) αξιώσεις της ενάγουσας, αφού ενδοσυμβατική ευθύνη του εν λόγω εναγομένου κρίθηκε, ήδη αμετακλήτως, ότι δεν στοιχειοθετείται ελλείψει συμβατικής δεσμεύσεώς του. Επιπλέον, θα ερευνηθεί κατ’ ουσίαν ο ισχυρισμός του εναγομένου περί συνυπαιτιότητας της αντιδίκου του και, συναφώς, η έκταση της ανορθωτέας περιουσιακής ζημίας αυτής, ως και τα συναπτόμενα με αυτήν ζητήματα της προσωπικής κρατήσεως του εναγομένου και της κατανομής των δικαστικών εξόδων, χωρίς, σημειωτέον, το Δικαστήριο τούτο της παραπομπής να δεσμεύεται κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως ως προς τα ζητήματα αυτά από τις αντίστοιχες διαπιστώσεις της αναιρεθείσας απόφασης, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν.

V. Οι ένδικες εφέσεις βάλλουν κατά εκκλητής αποφάσεως και έχουν ασκηθεί από διαδίκους που πρωτοδίκως ηττήθηκαν είτε εν όλω είτε εν μέρει, κατατέθηκαν δε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, συνοδευόμενες από το νόμιμο παράβολο (βλ. για την από 20.10.2014 έφεση, τα με αριθμούς ………. παράβολα σειράς Α, του Δημοσίου τα δύο [2] πρώτα και του ΤΑΧΔΙΚ τα υπόλοιπα και, για την από 16.10.2014 έφεση, τα υπ’ αριθμ. ……….. ……. όμοια, του ΤΑΧΔΙΚ τα δύο [2] τελευταία και του Δημοσίου τα λοιπά), εντός της νόμιμης, προβλεπόμενης στη διάταξη του άρθρου 518 § 1 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, προθεσμίας από τη με παραγγελία της ενάγουσας επίδοση της εκκαλουμένης στον εναγόμενο, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 18.9.2014 (βλ. την υπ’ αριθμ. ………/2014 επιδοτήρια έκθεση της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………..), ενώ οι εφέσεις ασκήθηκαν στις 17.10.2014 και στις 20.10.2014 (ημέρα Δευτέρα) αντίστοιχα, όπως προκύπτει από τις εκθέσεις που συντάχθηκαν για την κατάθεσή τους (περί του ότι η επίδοση της πρωτοβάθμιας απόφασης αποτελεί διαδικαστική πράξη που κινεί την προθεσμία εφέσεως και σε βάρος του ενάγοντος που την επέδωσε, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 144 § 2 ΚΠολΔ, βλ. ΑΠ 1207/1975, ΝοΒ 1975/516, ΕφΑθ. 1716/2004, ΝοΒ 2005/94, ΕφΘεσ. 898/1999, ΑρχΝ 2000/146, ΕφΑθ. 4916/1986, Δ 1986/742, ΕφΑθ. 521/1986, ΑρχΝ 1986/233, Ν. Νίκα, Πολιτική Δικονομία, Ι, 2003, § 26, αρ. 13, σελ. 349). Κατά συνέπεια, οι ένδικες εφέσεις, που είναι συναφείς, πρέπει, αφού κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 31, 246 και 524 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ συνεκδικαστούν, προκειμένου να διευκολυνθεί έτσι και να επιταχυνθεί η διεξαγωγή της δίκης με παράλληλη μείωση των εξόδων, να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 533 § 1 ΚΠολΔ, κατά την ίδια όπως και πρωτοδίκως [τακτική] διαδικασία. Μαζί τους πρέπει να ερευνηθούν και οι πρόσθετοι λόγοι, που ο εκκαλών εναγόμενος άσκησε με το από 14.4.2015 ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατέθεσε στη Γραμματεία του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου στις 15.4.2015, οπότε και συντάχθηκε η σχετική με αριθμό …../2013 έκθεση, το οποίο ακολούθως κοινοποίησε εμπροθέσμως κατ’ άρθρο 520 § 2 ΚΠολΔ, όπως τότε ίσχυε, στην εφεσίβλητη στις 17.4.2015, όπως προκύπτει από τις με επίκληση προσκομιζόμενες υπ’ αριθμ. .……./17.9.2013 δύο [2] επιδοτήριες εκθέσεις του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …………

Ακολούθως, χωρίς άλλη έρευνα, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι οι δύο [2] τελευταίοι κύριοι και ο δεύτερος πρόσθετος λόγος της εφέσεως του εναγομένου, με τους οποίους αποδίδονται στην εκκαλουμένη σφάλματα (νομικά και πραγματικά), που οδήγησαν στην παραδοχή της από 3.10.2013 [συμβατικής] αγωγής, λόγω εκλείψεως του εννόμου συμφέροντος του εκκαλούντος, δεδομένου ότι η αγωγή αυτή έχει ήδη απορριφθεί κατ’ ουσίαν με την υπ’ αριθμ. 91/2016 προηγούμενη απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, όπως συνέβη και με τους λόγους για τους οποίους ζητήθηκε από την εφεσίβλητη – ενάγουσα η αναίρεση της συγκεκριμένης απορριπτικής κρίσεως. Πρόκειται για το δικονομικό φαινόμενο της υπερκεράσεως ή υπερδρομής (περί του οποίου βλ. Γ. Ράμμο, Εγχειρίδιον Αστικού Δικονομικού Δικαίου, Ι, 1978, § 162, σελ. 414 και Ν. Νίκα, Το έννομο συμφέρον ως προϋπόθεση του παραδεκτού των ενδίκων μέσων κατά τον ΚΠολΔ, 1981, § 7, σελ. 226), που επιφέρει απόσβεση του εννόμου συμφέροντος προς άσκηση εφέσεως όταν, μεταξύ άλλων, η απόφαση που βλάπτει τον εκκαλούντα έχει ήδη εξαφανιστεί κατόπιν επιτυχούς ασκήσεως άλλου ενδίκου μέσου, με αποτέλεσμα η έφεσή του να καθίσταται πλέον άνευ αντικειμένου (ΑΠ 225/1948, ΕΕΝ 1948/598, ΕφΛαρ. 4/2014, Δικογραφία 2014/280). Για την ταυτότητα της νομικής αιτίας δεν θα ερευνηθεί επίσης ο πρώτος λόγος της έφεσης της ενάγουσας, περί εσφαλμένης κατά νόμο απορρίψεως της από 8.2.2013 αγωγής της κατά την έκταση της θεμελιώσεώς της στη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, καθόσον κατά το κεφάλαιό της αυτό η εκκαλουμένη έχει, κατά παραδοχή του, ήδη εξαφανιστεί από το παρόν Δικαστήριο, το οποίο με την υπ’ αριθμ. 91/2016 απόφασή του δέχθηκε τη συγκεκριμένη αγωγική βάση και κατ’ ουσία, με αποτέλεσμα, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, να παραχθεί δεδικασμένο ως προς την ύπαρξη της αντίστοιχης αδικοπρακτικής αξιώσεως της ενάγουσας, αφού η σχετική κρίση του δεν ανατράπηκε από την αναιρετική απόφαση, με την οποία αντιθέτως [και για τις ανάγκες της απόρριψης αναιρετικού από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ λόγου που προέβαλε σχετικώς ο εναγόμενος] κρίθηκε η νομική και ουσιαστική βασιμότητά της, ενώ παραπέμφθηκε προς μετ’ αναίρεση συζήτηση μόνο το ζήτημα της συνυπαιτιότητας της ενάγουσας στην πρόκληση και στην έκταση της ζημίας της, του οποίου η έρευνα θα ακολουθήσει. Ως προς το σημείο αυτό υπογραμμίζεται ότι το παρόν Δικαστήριο της παραπομπής δε δεσμεύεται να δεχθεί ως βάσιμο το συγκεκριμένο λόγο έφεσης, δεδομένου ότι η εμβέλεια της αναιρετικής απόφασης δεν υπερβαίνει το παραδεκτό της προβολής και τη νομική βασιμότητα της σχετικής ενστάσεως του εναγομένου, αφού η αναίρεση δε χώρησε εξαιτίας εσφαλμένης απορρίψεώς της αλλά επειδή ο σχετικός αμυντικός ισχυρισμός δεν ελήφθη υπόψη. Καθ’ όμοιο τρόπο, χωρίς δηλαδή περαιτέρω έρευνα, θα απορριφθεί ο δεύτερος λόγος έφεσης της ενάγουσας, με την οποία αυτή παραπονείται για κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 932 ΑΚ και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων απόρριψη του αιτήματός της να της επιδικαστεί χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγομένου, ο οποίος αποβαίνει απαράδεκτος, δεδομένου ότι οι αιτιάσεις αυτές, προβληθείσες και ως αναιρετικοί λόγοι, έχουν ήδη απορριφθεί από το Ακυρωτικό.

VI. Ειπώθηκε ήδη ότι μετά την αναίρεση της δευτεροβάθμιας απόφασης (έστω και μερικώς) οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν την έκδοση της απόφασης που αναιρέθηκε, ενώ ακυρώνεται επίσης, κατά την ίδια έκταση, και η συζήτηση της υποθέσεως μετά την οποία εκδόθηκε η αναιρεθείσα (ΑΠ 1179/2010, ΧρΙΔ 2011/449), όπως και οι προτάσεις που είχαν κατ’ αυτήν κατατεθεί, οι οποίες, στο βαθμό που ανάγονται σε κεφάλαια της δίκης ως προς τα οποία έγινε δεκτή η αναίρεση, δε λαμβάνονται υπόψη, έστω και αν γίνεται νόμιμη επίκλησή τους κατά την κατά παραπομπή συζήτηση (ΑΠ 1145/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1070/2008, Δνη 2008/731, ΑΠ 1606/2007, ΕΠολΔ 2008/260 = ΧρΙΔ 2008/543, ΑΠ 1610/2003, ΝοΒ 2004/1185). Συνεπώς, κατά τη συζήτηση αυτή οι διάδικοι υποχρεούνται να υποβάλουν νέες προτάσεις, ενώ παραδεκτή είναι και η υποβολή από τον εκκαλούντα πρόσθετων λόγων (ΑΠ 330/2020, ΑΠ 88/2019, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) εντός των ορίων, αφενός, του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσής του (ΟλΑΠ 27/2007, ο.π.) και, αφετέρου, εκείνων που διαγράφονται από την αναιρετική απόφαση (Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, Ένδικα Μέσα, 2007, § 121, αρ. 33, σελ. 564), εφόσον δηλαδή οι λόγοι αυτοί αναφέρονται σε κεφάλαια της εκκαλουμένης που επλήγησαν με την έφεση ή συνέχονται αναγκαίως με τα θιγέντα, τα οποία, επιπλέον, αντιστοιχούν σε διατάξεις της προηγούμενης απόφασης του εφετείου που αναιρέθηκαν. Το παραδεκτό των πρόσθετων λόγων έφεσης κρίνεται σε σχέση με τα κεφάλαια της εκκαλουμένης που έχουν προσβληθεί με την έφεση του ιδίου του ασκούντος τους προσθέτους λόγους και όχι με τις εφέσεις των τυχόν ομοδίκων του, έστω και αναγκαίων (ΑΠ 189/2016, ο.π.) ή του κοινού αντιδίκου. Πάντως, επί αντίθετων εφέσεων οι ισχυρισμοί που προτείνονται από τον έναν εκκαλούντα απαραδέκτως ως πρόσθετοι λόγοι της έφεσής του μπορούν να εκτιμηθούν ως ισχυρισμοί προς υπεράσπιση κατά της έφεσης του αντιδίκου του (Κ. Κεραμέα/Δ. Κονδύλη/Ν. Νίκα [-Μ. Μαργαρίτης], ο.π., άρθρο 527, αρ. 11, σελ. 949, Ε. Μπαλογιάννη, σε Χ. Απαλαγάκη [επιμ.], Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τόμος πρώτος, 2017, άρθρο 527, αρ. 2, σελ. 1348). Οι πρόσθετοι λόγοι ασκούνται παραδεκτώς υπό την προϋπόθεση ότι θα τηρηθεί η εκάστοτε νόμιμη προθεσμία, με χρονική αφετηρία την ημερομηνία της μετ’ αναίρεση συζήτησης στο δικαστήριο της παραπομπής (ΑΠ 1659/2011, ο.π.). Να σημειωθεί ότι η υποβολή προσθέτων λόγων κατά την κατά παραπομπή συζήτηση της έφεσης παραμένει επιτρεπτή, έστω και αν πρόσθετοι λόγοι είχαν υποβληθεί και κατά τη συζήτηση που προηγήθηκε της αναιρέσεως, δεδομένου ότι η επανειλημμένη άσκηση προσθέτων λόγων δεν αντιφάσκει προς τον κανόνα της άπαξ ασκήσεως των ενδίκων μέσων, καθώς οι πρόσθετοι λόγοι δεν έχουν αυθυπαρξία αλλά συμπληρώνουν απλώς ασκημένο ήδη ένδικο μέσο (ΑΠ 521/2010, ΕπιΔικΙΑ 2010/215, Ν. Νίκας, ο.π., § 109, αρ. 67, σελ. 79, σημ. 312). Αν η αναιρεθείσα είναι απόφαση δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, οι διάδικοι δικαιούνται να προβάλουν νέους ισχυρισμούς υπό τους όρους του άρθρου 527 ΚΠολΔ (ΑΠ 778/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 352/2004, ΕΕΔ 2004/852 = ΝοΒ 2005/472 = Δνη 2005/1402), το οποίο εφαρμόζεται και κατά την κατά παραπομπή συζήτηση στο εφετείο (ΑΠ 212/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ως νέοι ισχυρισμοί νοούνται εκείνοι που στηρίζουν αυτοτελή έννομη συνέπεια και εισάγονται στη δίκη με τη μορφή ενστάσεως (ή αντενστάσεως, επαντενστάσεως κλπ) ή άλλης αυτοτελούς αίτησης για παροχή έννομης προστασίας (ΑΠ 961/2019, ΑΠ 1193/2018, ΑΠ 1420/2015, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ν. Νίκας, Οι νέοι πραγματικοί ισχυρισμοί στην κατ’ έφεση δίκη, 1987, σελ. 64) και μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται πρωτίστως οι οψιγενείς καταλυτικές (ή δικαιοφθόρες του επιδίκου δικαιώματος) ενστάσεις, εκείνες δηλαδή που γεννήθηκαν μετά τη συζήτηση στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (ΑΠ 1768/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όπως είναι η ένσταση εξοφλήσεως κατ’ άρθρο 416 ΑΚ (ΑΠ 1064/2018, ΑΠ 882/2013, ΑΠ 1175/2009, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Άλλες ενστάσεις, που προϋπήρχαν αλλά δεν είχαν πρωτοδίκως προταθεί, ο εναγόμενος μπορεί να προβάλει στην έκκλητη δίκη με το εφετήριο ή το δικόγραφο των προσθέτων λόγων έφεσης, μόνον αν συντρέχει ως προς αυτές νόμιμος λόγος που καθιστά παραδεκτή τη βραδεία προβολή τους (ΑΠ 347/2012, ΝοΒ 2013/129, ΑΠ 1440/2010, Δνη 2011/473), όπως συμβαίνει στην περίπτωση κατά την οποία αποδεικνύονται με δικαστική ομολογία του αντιδίκου ή εγγράφως και όταν το δικαστήριο κρίνει ότι ο εναγόμενος από δικαιολογημένη αιτία δεν τις προέβαλε εγκαίρως (ΑΠ 1033/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 825/2018, ΧρΙΔ 2019/114, ΑΠ 1193/2018, ΑΠ 841/2017, ΑΠ 1279/2017, ΑΠ 1143/2015, ΑΠ 1778/2008, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όπως προκύπτει από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 527 και 269 ΚΠολΔ, όπως το δεύτερο ίσχυε πριν καταργηθεί με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο του Ν. 4335/29015 και εφαρμόζεται στην ένδικη περίπτωση ως εκ του χρόνου δημοσίευσης της εκκαλουμένης κατά τη γενική αρχή του διαχρονικού δικονομικού δικαίου, που ορίζει ότι το παραδεκτό των προβαλλόμενων λόγων των ενδίκων μέσων κρίνεται σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης (ΑΠ 196/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τη συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών οφείλει βέβαια να επικαλεστεί και να αποδείξει ο προτείνων τους νέους πραγματικούς ισχυρισμούς (ΑΠ 447/2020, ΑΠ 274/2018, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 234/2014, ΕπισκΕΔ 2014/316, ΑΠ 585/2011, Ε7 2012/247). Περαιτέρω, κατά την κατά παραπομπή συζήτηση, οπότε η έφεσή του έχει ήδη ασκηθεί, νέους ισχυρισμούς που κατατείνουν στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης ο εκκαλών μπορεί να προβάλει, επί ποινή απαραδέκτου (ΑΠ 130/2004, ΝοΒ 2004/1546 = Δ 2004/809), λαμβανομένου μάλιστα υπόψη και αυτεπαγγέλτως, μόνο με δικόγραφο προσθέτων λόγων και όχι με τις προτάσεις ούτε, βέβαια, με την προσθήκη σ’ αυτές (ΑΠ 574/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 88/2011, ΕΔΠ 2011/39 = ΧρΙΔ 2011/580 = Δνη 2011/802), καθόσον η παροχή τέτοιας δυνατότητας θα σχετικοποιούσε την ισχύ του συγκεντρωτικού συστήματος στη δευτεροβάθμια διαδικασία και θα παρέβλαπτε ουσιωδώς το δικαίωμα ακροάσεως του εφεσίβλητου. Αν όμως οι ίδιοι ισχυρισμοί του εκκαλούντος – εναγομένου αποσκοπούν στην απόρριψη της αγωγής κατά την αναδίκαση της υπόθεσης από το εφετείο είναι μεν δυνατή η προβολή τους και με τις προτάσεις του εκκαλούντος, εφόσον ασφαλώς συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 527 ΚΠολΔ, θα ερευνηθούν όμως μόνον μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης κατά παραδοχή άλλου λόγου έφεσης παραδεκτώς προταθέντος (ΑΠ 194/2012, Αρμ. 2012/1736 = ΧρΙΔ 2012/657, ΑΠ 1372/2010, ΑΠ 1308/2006, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 821/1998, Δνη 1999/107 = ΝοΒ 2000/28, Δ. Κονδύλης, ο.π., § 31, αρ. 4, σελ. 656, Δ. Μπαμπινιώτης, ο.π., σελ. 222). Επί αντίθετων εφέσεων ο εναγόμενος, από τη δικονομική θέση του εφεσίβλητου σε σχέση προς την έφεση του αντιδίκου του, μπορεί, σύμφωνα με την § 1 του άρθρου 527 ΚΠολΔ, να προτείνει προς απόκρουσή της οποιονδήποτε πραγματικό ισχυρισμό κατατείνει στη διαφύλαξη του (απορριπτικού της αγωγής) διατακτικού της εκκαλουμένης χωρίς περιορισμούς (ΑΠ 622/2019, ΑΠ 212/2019, ΑΠ 1162/2017, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και υπό μόνη την επιφύλαξη ότι οι ισχυρισμοί αυτοί αναφέρονται στο αντικείμενο της έκκλητης δίκης, όπως αυτό οριοθετείται καταρχάς από το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης του αντιδίκου του (ΑΠ 1303/2001, ΝοΒ 2002/1454 = Δνη 2003/472 = ΧρΙΔ 2001/713, Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2018, 114, αρ. 46, σελ. 719) και, στην ειδική περίπτωση της κατά παραπομπή συζητήσεως στο εφετείο, επιπλέον, και από την έκταση της δεσμεύσεως αυτού από την αναιρετική απόφαση. Ειδικότερα, ενώ ο εναγόμενος ως εφεσίβλητος μπορεί καταρχήν με τις προτάσεις του να προτείνει στην κατ’ έφεση δίκη οποιαδήποτε ένσταση καταλυτική ή διακωλυτική της ασκήσεως του δικαιώματος που κρίθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, μεταξύ δε αυτών και τη γνήσια αυτοτελή ένσταση της παραγραφής (ΑΠ 748/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1234/2003, ΕΕΔ 2004/210 = Δνη 2005/438), ακόμα και αν αυτή δεν είχε προταθεί στον πρώτο βαθμό (ΑΠ 796/2020, ΑΠ 1682/2017, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1043/2010, ΕπιΔικΙΑ 2011/13 = Δνη 2011/781, 788), εντούτοις, στερείται τη δυνατότητα αυτή στην κατά παραπομπή συζήτηση, στην περίπτωση κατά την οποία η παραγραφή προβάλλεται κατ’ αποζημιωτικής αξιώσεως του ενάγοντος εκκαλούντος (στηριζόμενης σε περισσότερες νομικές βάσεις, που κατήχθησαν όλες στη δίκη), που έχει ήδη καταστεί τελεσίδικη, επειδή με την αναιρετική απόφαση απορρίφθηκε κάθε παράπονο του ενιστάμενου εναγομένου κατά της προηγηθείσας δευτεροβάθμιας απόφασης που κατ’ αποδοχή της εφέσεως του, πρωτοδίκως ηττηθέντος ως προς την αξίωσή του αυτή, ενάγοντος εξαφάνισε τη σχετική απορριπτική διάταξη της εκκαλουμένης και αναδικάζοντας την υπόθεση δέχθηκε κατ’ ουσία την αγωγή, κατά την έκταση της θεμελιώσεώς της σε μία από τις συρρέουσες νομικές βάσεις της επίδικης αξιώσεως. Το ίδιο ισχύει ακόμα και αν η κατά παραπομπή συζήτηση χωρεί προκειμένου να κριθεί άλλη ένσταση του εναγομένου κατά της ίδιας αξιώσεως, που δεν ελήφθη υπόψη από το εφετείο κατά την προηγούμενη συζήτηση της υποθέσεως ή απορρίφθηκε από αυτό εσφαλμένα. Την προβολή της ενστάσεως παραγραφής στην περίπτωση αυτή εμποδίζει το δεδικασμένο που έχει ήδη παραχθεί ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της υποχρεώσεως του εναγομένου για τη συγκεκριμένη νομική αιτία που κρίθηκε, το οποίο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 330 εδαφ. α ΚΠολΔ, καλύπτει και κάθε κατ’ αυτής ένσταση [πλην των γνησίων μη αυτοτελών], που μπορούσε να προταθεί και δεν προτάθηκε. Οι αποκλειόμενες ενστάσεις (και της παραγραφής: ΑΠ 243/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) καλύπτονται από το δεδικασμένο ακόμα και αν ο διάδικος αγνοούσε τη συνδρομή των περιστατικών στα οποία θεμελιώνονται, έστω και ανυπαιτίως (ΑΠ 1058/2019, ΑΠ 569/2017, ΑΠ 856/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1017/2001, ΝοΒ 2002/1004) και ο αποκλεισμός τους αποσκοπεί στην αποτροπή της παραγωγής εννόμων αποτελεσμάτων ασυμβίβαστων προς το δεδικασμένο, όπως θα μπορούσε να συμβεί σε περίπτωση παραδοχής της ένστασης, της οποίας η έννομη συνέπεια θα ανέτρεπε όσα έγιναν προηγουμένως τελεσιδίκως δεκτά (ΑΠ 58/2019, ΑΠ 1214/2015, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1652/2007, Αρμ. 2008/105, Δ. Κονδύλης, ο.π., § 23, αρ. 4, σελ. 464). Εφόσον, επομένως, πρόταση της παραγραφής δεν έγινε ούτε στον πρώτο ούτε στο δεύτερο (πριν την αναίρεση) βαθμό, συνοδευόμενη βέβαια με την επίκληση των λόγων που δικαιολογούσαν τη βραδεία προβολή της, η ένσταση καλύπτεται από το δεδικασμένο της τελεσίδικης απόφασης που επιδικάζει την αξίωση κατά της οποίας προτείνεται, έστω και αν κατ’ αυτής εκκρεμεί ήδη άλλη ένσταση που έχει μετ’ αναίρεση παραπεμφθεί στο εφετείο, δεδομένου άλλωστε ότι, όπως προαναφέρθηκε, κάθε ένσταση αποτελεί χωριστό κεφάλαιο, διακρινόμενο τόσο από εκείνο της αξιώσεως κατά της οποίας βάλλει όσο και έναντι τυχόν άλλης κατ’ αυτής ένστασης. Να σημειωθεί ότι αν η παραγραφή καταλύει την αξίωση και κατά την έτερη συρρέουσα νομική θεμελίωσή της, η πρόταση της ένστασης, αν αποσκοπεί στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης, που δέχθηκε την αγωγή κατά την βάση της αυτή, είναι παραδεκτή μόνον αν γίνει με την έφεση ή με δικόγραφο προσθέτων λόγων του εναγομένου που, ως ηττηθείς διάδικος, στην έκκλητη δίκη επέχει δικονομικά θέση εκκαλούντος.

Σε συμπλήρωση των προς εξαφάνιση της εκκαλουμένης προβληθέντων ήδη ισχυρισμών του ο εκκαλών – εναγόμενος……….. κατά την προκείμενη κατά παραπομπή συζήτηση ασκεί νέους πρόσθετους (έξι [6] τον αριθμό) λόγους έφεσης, τους οποίους περιλαμβάνει στο από 11.12.2020 ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 11.12.2020 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως …/2020) και κοινοποιήθηκε αυθημερόν στην αντίδικό του, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. ……../11.12.2020 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών …………. Οι πρόσθετοι αυτοί λόγοι πρέπει να συνεκδικαστούν με την έφεσή του, αφού λόγω του παρακολουθηματικού τους χαρακτήρα δε νοείται χωριστή εξέτασή τους (Σ. Σαμουήλ, Η Έφεση κατά τον ΚΠολΔ, 2003, αρ. 584, σελ. 240) και να γίνουν τυπικά δεκτοί ως νομοτύπως και εμπροθέσμως ασκηθέντες σε χρόνο απέχοντα πλέον των τριάντα [30] ημερών από τη συζήτηση [14.1.2021], όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 520 § 2 ΚΠολΔ, χωρίς από την επανειλημμένη άσκηση προσθέτων λόγων (τέτοιοι είχαν υποβληθεί και με το από 14.4.2015 δικόγραφο, κατά τη συζήτηση που προηγήθηκε της αποφάσεως που αναιρέθηκε) να προκαλείται οποιοδήποτε απαράδεκτο. Με τους δεύτερο έως και πέμπτο από τους λόγους αυτούς ο εκκαλών αμφισβητεί τις προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής του ευθύνης κατά τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ και βελτιώνει τους ισχυρισμούς του για τη συνυπαιτιότητα της ενάγουσας. Οι λόγοι αυτοί συνιστούν αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής κατά τη βάση της που προσβλήθηκε με την έφεση και κατά το μέρος της υπόθεσης που παραπέμφθηκε στο παρόν Δικαστήριο με την αναιρετική απόφαση. Βρίσκονται, επομένως, εντός των ορίων της μεταβιβάσεως και δεν υπόκεινται στους περιορισμούς του συγκεντρωτικού συστήματος, αφού οι αρνητικοί της αγωγής ισχυρισμοί και τα πραγματικά επιχειρήματα του εκκαλούντος δεν εντάσσονται στους αυτοτελείς ισχυρισμούς κατά την έννοια του άρθρου 527 ΚΠολΔ (ΑΠ 498/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ομοίως παραδεκτώς προτείνεται και ο πρώτος πρόσθετος λόγος, με τον οποίο ο εκκαλών επικαλείται την από 29.12.2015 έγγραφη συμφωνία με την οποία η ενάγουσα και ο συνεναγόμενός του ……….. ρύθμισαν την οφειλή του δεύτερου έναντι της πρώτης, της οποίας έλαβε γνώση το θέρος του 2020  και υποστηρίζει ότι κατόπιν αυτής επήλθε απόσβεση και της δικής του οφειλής για τους ειδικότερα αναφερόμενους λόγους. Ο ισχυρισμός αυτός συνιστά ένσταση καταλυτική του αγωγικού δικαιώματος και, ούσα οψιγενής κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, παραδεκτά προβάλλεται το πρώτον κατά την κατά παραπομπή συζήτηση, αφού αποδεικνύεται εγγράφως, ενώ και η παράλειψη της πρότασής της κατά τη συζήτηση μετά από την οποία εκδόθηκε η απόφαση που αναιρέθηκε δικαιολογείται από την ανυπαίτια άγνοια του εκκαλούντος ως προς τη σύναψη της συμφωνίας αυτής. Εξάλλου, στα πλαίσια του έκτου και τελευταίου πρόσθετου λόγου, που κατά τη σχετική ρητή μνεία του εκκαλούντος – εναγομένου προτείνεται επικουρικά, γίνεται αναφορά στην εξέλιξη της δανειακής σύμβασης, μνεία των περιστατικών της κατ’ ενάσκηση του υποθηκικού και του ενεχυρικού δικαιώματος της ενάγουσας, αντίστοιχα, στο πλοίο και στις μετοχές της δανειολήπτριας εταιρίας πώλησης αυτού σε πελάτη της και απόκτησης του ελέγχου της ……….. από την ίδια και υποστηρίζεται ότι η καταγγελία του δανείου ήταν προσχηματική και αποσκοπούσε στην υφαρπαγή της περιουσίας του εναγομένου και της πλοιοκτήτριας εταιρίας. Με την επίκληση δε της αντιθέσεως της συμπεριφοράς της πιστώτριας Τράπεζας στην καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη ζητείται ως κύρωση της καταχρηστικής άσκησης των αξιώσεων της ενάγουσας να απορριφθεί κατ’ εφαρμογή του άρθρου 281 ΑΚ η από 8.2.2013 αγωγή στο σύνολό της. Εξαιτίας της επικουρικής προβολής του το παραδεκτό του λόγου αυτού, όπως και η βασιμότητά του, θα ερευνηθούν, αν χρειαστεί, μόνο μετά την απόρριψη όλων των υπολοίπων, κυρίων και προσθέτων, λόγων της έφεσής του με τους οποίους πλήττεται η διάταξη της εκκαλουμένης με την οποία έγινε δεκτή η από 8.2.2013 αγωγή κατά τη θεμελίωσή της στο άρθρο 914 ΑΚ. Αντιθέτως, κατά το μέρος του με το οποίο αντιτάσσεται στην αδικοπρακτική ευθύνη του εναγομένου λόγω της ανήθικης συμπεριφοράς του η ένσταση της καταχρήσεως του δικαιώματος της ενάγουσας από το άρθρο 919 ΑΚ, ο ίδιος ισχυρισμός θα απορριφθεί εκ προοιμίου ως απαράδεκτος, επειδή κείται εκτός του αντικειμένου της κατά παραπομπή συζήτησης. Πράγματι, με δεδομένη την πρωτόδικη απόρριψη της αξιώσεως της ενάγουσας κατά την έκταση της θεμελιώσεώς της στη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, η έφεση του εναγομένου δεν πλήττει (ούτε και θα μπορούσε ελλείψει εννόμου συμφέροντός του) την αντίστοιχη απορριπτική διάταξη της. Επομένως, η επίκληση με πρόσθετο στην έφεση αυτή λόγο ένστασης παρακωλυτικής της ασκήσεως του δικαιώματος που αποδικάστηκε δεν αντιστοιχεί σε κεφάλαιο της εκκαλουμένης που μεταβιβάστηκε στο δεύτερο βαθμό. Το απαράδεκτο δεν θεραπεύεται ούτε ενόψει του ότι η σχετική απορριπτική πρωτοβάθμια κρίση προσβλήθηκε με την έφεση της ενάγουσας, καθώς, επί αντιθέτων εφέσεων, δε νοείται πρόσθετος λόγος του ενός διαδίκου επί κεφαλαίων θιγέντων από τον αντίδικό του. Ούτε, όμως, και ως πραγματικός ισχυρισμός του εκκαλούντος – εναγομένου προτεινόμενος προς υπεράσπισή του κατά της αντίθετης εφέσεως της ενάγουσας μπορεί η ίδια ένσταση να ερευνηθεί, μολονότι κατατείνει στη διαφύλαξη του απορριπτικού ως προς τη βάση του άρθρου 919 ΑΚ διατακτικού της εκκαλουμένης, και τούτο διότι κατά τη διάταξή της αυτή η εκκαλουμένη έχει ήδη εξαφανιστεί, αφού κατά την έκταση της θεμελιώσεώς της στη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ η αδικοπρακτική ευθύνη του εναγομένου έχει ήδη διαγνωστεί με δύναμη δεδικασμένου, δεδομένου ότι οι σχετικές αναιρετικές αιτιάσεις κατά της υπ’ αριθμ. 91/2016 αποφάσεως αυτού του Δικαστηρίου, το οποίο μετ’ εξαφάνιση της εκκαλουμένης, που είχε κρίνει αντίθετα, δέχθηκε την αγωγή κατά τη βάση της αυτή, έχουν ήδη απορριφθεί από την αναιρετική απόφαση, που παρέπεμψε την υπόθεση προκειμένου να κριθεί μόνον η μη ληφθείσα υπόψη ένσταση του εναγομένου περί συντρέχοντος πταίσματος της ενάγουσας. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 330 εδαφ. α ΚΠολΔ το δεδικασμένο αυτό καταλαμβάνει και κάθε ένσταση κατά της αξιώσεως που επιδικάστηκε είτε προταθείσα και απορριφθείσα είτε δυνάμενη να προταθεί και μη προταθείσα. Αποκλείεται, επομένως, η προβολή στην κατά παραπομπή συζήτηση της εφέσεως του εναγομένου της καταχρηστικής ένστασης από το άρθρο 281 ΑΚ, που παρακωλύει την άσκηση του αγωγικού δικαιώματος (ΟλΑΠ 10/1993, Δνη 1994/1242 = Δ 1004/652 = ΕΕΝ 1993/384 = ΝοΒ 1994/378), η οποία εν προκειμένω δεν είχε προβληθεί στον πρώτο βαθμό κατά της αδικοπρακτικής απαίτησης της ενάγουσας, παρά μόνον ως άμυνα του εναγομένου κατά της από 3.10.2013 έτερης αγωγής, με την οποία ασκήθηκε η δευτερογενής αξίωση της ενάγουσας προς αποζημίωση από ενδοσυμβατική ευθύνη (παραβίαση των υποχρεώσεων από τη δήλωση πατρωνίας). Άλλωστε, όπως εκτέθηκε, κάθε ένσταση αποτελεί ξεχωριστό κεφάλαιο και η αναίρεση προς επανέλεγχο της μιας δεν επιτρέπει την εξέταση άλλης (ειδικά για την αντιμετώπιση από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο της ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος όταν προτείνεται προς αντίκρουση βάσης της αγωγής άλλης από αυτήν που μεταβιβάστηκε βλ. ΑΠ 548/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για την ταυτότητα του νομικού λόγου θα απορριφθεί ήδη από τώρα και ο ισχυρισμός του εναγομένου περί παραγραφής της αδικοπρακτικής απαίτησης της ενάγουσας που εδράζεται στη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, ο οποίος είναι απαράδεκτος, επειδή κείται εκτός του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσής του αλλά και της εξουσίας που καταλείπει στο Δικαστήριο τούτο της παραπομπής η εμβέλεια της αναιρετικής απόφασης. Άλλωστε, ο ισχυρισμός αυτός, που επιχειρείται να θεμελιωθεί με την επίκληση της ακυρότητας της προς τον ενιστάμενο επιδόσεως της από 8.2.2013 αγωγής, που πραγματοποιήθηκε στις 15.2.2013 δια θυροκολλήσεως στην επαγγελματική κατοικία του λόγω της αναφερόμενης στην οικεία επιδοτήρια έκθεση αρνήσεως παραλαβής του αγωγικού δικογράφου εκ μέρους της κατονομαζόμενης υπαλλήλου του προς ον η επίδοση, η οποία όμως, κατά τους ισχυρισμούς του, ουδέποτε απασχολήθηκε στην υπηρεσία του και τυγχάνει πρόσωπο άγνωστο σ’ αυτόν και, εντεύθεν, της μη διακοπής της [πενταετούς] παραγραφής της ένδικης αποζημιωτικής αξίωσης της ενάγουσας για τη ζημία που υπέστη, η οποία [παραγραφή] με αφετηρία την ημερομηνία της εντολής που δόθηκε για την πραγματοποίηση καθενός από τα επίμαχα τραπεζικά εμβάσματα είχε συμπληρωθεί μέχρι τη συζήτηση της αγωγής στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς στις 24.1.2014, δεν προτείνεται παραδεκτώς και για τον πρόσθετο λόγο ότι τα περιστατικά που τον συγκροτούν είχαν συντρέξει ήδη πριν τη συζήτηση εκείνη και η προβολή τους για πρώτη φορά στο παρόν διαδικαστικό στάδιο δε συνοδεύεται από την παράθεση των λόγων που δικαιολογούν την καθυστερημένη πρότασή τους, όπως θα έπρεπε κατά τα ανωτέρω (έτσι και η ως άνω γνωμοδότηση του Δ. Τσικρικά), με δεδομένο ότι εν προκειμένω τίθεται ζήτημα ουσιαστικής ενστάσεως αποσβεστικής της επίδικης αξίωσης που δεν είχε προταθεί προηγουμένως και για το λόγο αυτό υποκείμενης στους περιορισμούς του συγκεντρωτικού συστήματος και όχι ζήτημα δικονομικού ισχυρισμού περί ακυρότητας συγκεκριμένης διαδικαστικής ενέργειας, που εκφεύγει των περιορισμών αυτών επειδή ρυθμίζεται αυτοτελώς στη διάταξη της § 3 του άρθρου 160 ΚΠολΔ, που ούτως ή άλλως εμποδίζει την καθυστερημένη προβολή του σε χρόνο  μεταγενέστερο της πρώτης διαδικαστικής πράξης ύστερα από εκείνο της διενέργειας της προσβαλλόμενης ως άκυρης, που εδώ συμπίπτει με το χρόνο συζητήσεως της αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου.

VII.  Ως προς την αδικοπρακτική ευθύνη του εναγομένου κατά τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ έχει ήδη γίνει τελεσιδίκως δεκτό ότι αυτός και ο συνεναγόμενός του ……………. προτιθέμενοι να προβούν από κοινού στην αγορά πλοίου προς μεταπώληση συνέστησαν αφανή εταιρία, στην οποία ως αφανής εταίρος μετείχε ο ….. και ως εμφανής η κεφαλαιουχική εταιρία με την επωνυμία «……….. ..» με καταστατική έδρα στη Μονρόβια της Δημοκρατίας της Λιβερίας, την οποία συνέστησαν στις 25.10.2007 κατά το λιβεριανό δίκαιο, προκειμένου να αποκτηθεί στο όνομά της η πλοιοκτησία, ώστε να μην ευθύνονται οι ίδιοι προσωπικά και με την ατομική τους περιουσία για τις υποχρεώσεις του πλοίου και ότι τις πεντακόσιες [500] μετοχές της εταιρίας αυτής, που δεν είχαν ονομαστική αξία, ανέλαβε ο . ……….., που θα δρούσε ως εμφανής εταίρος της αφανούς εταιρίας. Ότι στη συνέχεια οι ανωτέρω μερίμνησαν ώστε το μήνα Νοέμβριο του έτους εκείνου να ανοιγεί στο κατάστημα Πειραιώς της Βρετανικής Τράπεζας με την επωνυμία  «………..» («………..») ο υπ’ αριθμ. ….. και με αριθμό διεθνών συναλλαγών IBAN GR ………… λογαριασμός στο όνομα της ……….., προκειμένου σ’ αυτόν να πιστώνονται τα έσοδα από τη ναυτιλιακή δραστηριότητά της και μέσω αυτού να διενεργούνται πληρωμές αναγκαίες για την λειτουργία του φορτηγού πλοίου μεταφοράς χύδην φορτίου MV CH (που στη συνέχεια μετονομάστηκε σε MV SG), του οποίου την αγορά συνομολόγησαν δυνάμει σχετικού μνημονίου συμφωνίας στις 6.11.2007 με την αλλοδαπή πλοιοκτήτριά του (εταιρία με την επωνυμία «…………» και έδρα στη Σιγκαπούρη) αντί συνολικού τιμήματος είκοσι οκτώ εκατομμυρίων εκατόν πενήντα χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (28.150.000 $), μέρος του οποίου ύψους δύο εκατομμυρίων οκτακοσίων δεκαπέντε χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (2.815.000 $), που αντιστοιχούσε σε ποσοστό 10% της αξίας του, κατέβαλαν οι ίδιοι στην πωλήτρια τοις μετρητοίς μέσω του ως άνω λογαριασμού της ……….. στην ……….. στις 13.11.2007. Ότι για την αποπληρωμή του υπολοίπου τιμήματος χρηματοδοτήθηκαν από την ενάγουσα αλλοδαπή τραπεζική εταιρία, υπό την τότε επωνυμία «………….», που έδρευε στη Γαλλία, με το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων πεντακοσίων χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (25.500.000 $), που αποτελούσε το 90% της αξίας του πλοίου, με σύμβαση βραχυπρόθεσμου δανείου που καταρτίστηκε μεταξύ της πιστώτριας Τράπεζας και της δανειολήπτριας εταιρίας ……….. στις 17.3.2008, δυνάμει του οποίου η τελευταία ανέλαβε την υποχρέωση να εξοφλήσει το δάνεισμα με ελευθέρως εμβάσιμα δολάρια ΗΠΑ στις 15.10.2008 δια μιας εφάπαξ καταβολής με χρήματα προερχόμενα είτε από την πώληση του πλοίου είτε από οποιαδήποτε άλλη πηγή. Ότι για την αποπληρωμή του δανείου η πιστώτρια έλαβε εμπράγματες και ενοχικές εξασφαλίσεις, μεταξύ των οποίων περιελήφθη η γενική εκχώρηση προς αυτήν από τη ……….. όλων των ασφαλειών και εισοδημάτων του πλοίου και η ενεχύραση του Λογαριασμού Λειτουργίας (Operating Account) της ναυτιλιακής επιχείρησης, δηλαδή ενός έντοκου τραπεζικού λογαριασμού σε δολάρια ΗΠΑ, τον οποίο η δανειολήπτρια ανέλαβε την υποχρέωση να ανοίξει και να τηρεί στην πιστώτρια, προκειμένου σ’ αυτόν να κατατίθενται όλα τα εισοδήματα και οι άλλες εισπρακτέες απαιτήσεις της πλοιοκτήτριας από την εκμετάλλευση του πλοίου καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από την ημερομηνία εκταμίευσης του δανείου έως την ημερομηνία εξοφλήσεώς του. Ότι κατά τη συνομολόγηση του δανείου ο εναγόμενος, ενεργώντας υπό την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της ……….., απέκρυψε από την πιστώτρια την ιδιότητα του ……….. ως μετόχου και αφανούς συνεταίρου του, κατά ποσοστό 50%, ενώ ταυτόχρονα διαβεβαίωσε αυτήν (ενάγουσα) για την από μέρους του οικονομική ενίσχυση της δανειζόμενης εταιρείας με σκοπό την αποπληρωμή του δανείου και ανέλαβε την ηθική υποχρέωση να εξασφαλίσει την εξόφληση του δανείου. Ότι στη συνέχεια, μετά την αγορά του πλοίου και κατά τη διάρκεια της εκμεταλλεύσεώς του, ο λογαριασμός της ……….. στην ……….. πιστώθηκε με το συνολικό ποσό των δέκα εκατομμυρίων εκατόν σαράντα επτά χιλιάδων οκτακοσίων επτά δολαρίων ΗΠΑ και ενενήντα δύο σεντς (10.147.807,92 $), μέρος του οποίου ύψους έξι εκατομμυρίων οκτακοσίων πέντε χιλιάδων τριακοσίων εξήντα δύο δολαρίων ΗΠΑ και πενήντα τριών σεντς (6.805.362,53 $) προήλθε από εισπραχθέντες ναύλους του πλοίου SG και από το ποσό αυτό ένα τμήμα του, ύψους ενός εκατομμυρίου τετρακοσίων τριάντα μιας χιλιάδων οκτακοσίων σαράντα δολαρίων ΗΠΑ (1.431.840 $), εμβάστηκε στη δανείστρια και πιστώθηκε στον ως άνω Λογαριασμό Λειτουργίας και άλλο τμήμα του, ύψους ενός εκατομμυρίου εξακοσίων είκοσι χιλιάδων πεντακοσίων ενενήντα δύο δολαρίων ΗΠΑ και ενενήντα τριών σεντς (1.620.592,93 $), καταβλήθηκε για τις υποχρεώσεις του πλοίου. Ότι αργότερα, μετά την εκ μέρους της καταγγελία στις 16.1.2009 της δανειακής σύμβασης, που ήδη από το μήνα Νοέμβριο του έτους 2008 είχε τροποποιηθεί ως προς τους όρους του δανείου που κατέστη πληρωτέο σε πρώτη όχληση και την ανάληψη του ελέγχου της ……….. από την ίδια δια της ασκήσεως του ενεχυρικού δικαιώματός της στις μετοχές της πλοιοκτήτριας, η ενάγουσα διαπίστωσε από το αντίγραφο κινήσεως του λογαριασμού της ……….. ότι το εναπομείναν σ’ αυτόν υπόλοιπο των τριών εκατομμυρίων επτακοσίων πενήντα πέντε χιλιάδων εξακοσίων πενήντα πέντε δολαρίων ΗΠΑ και ενενήντα τεσσάρων σεντς (3.755.655,94 $) είχε χρησιμοποιηθεί από τον εναγόμενο, σε συνεργασία με το……….., για σκοπούς άσχετους προς το πλοίο και τις δανειακές υποχρεώσεις της πλοιοκτήτριας, μολονότι αυτοί τελούσαν σε γνώση ότι το ποσό αυτό είχε εκχωρηθεί στην πιστώτρια Τράπεζα, που διατηρούσε επ’ αυτού δικαιώματα. Ότι, ειδικότερα, από το λογαριασμό της ……….. στην ……….., είχαν με δεκαεπτά [17] συνολικά έγγραφες και ενυπόγραφες εντολές των……….. και ……….. πραγματοποιηθεί κατά το χρονικό διάστημα από 31.3.2008 έως και 11.12.2008 ισάριθμες μεταφορές χρημάτων σε άλλους τραπεζικούς λογαριασμούς είτε δικούς τους είτε τρίτων δικαιούχων του συνολικού ύψους που προαναφέρθηκε (3.755.655,94 $), εκ των οποίων ποσό τριών εκατομμυρίων τριακοσίων ένδεκα χιλιάδων σαράντα πέντε δολαρίων ΗΠΑ και ενενήντα τεσσάρων σεντς (3.311.045,94 $) εμβάστηκε με δεκατέσσερις [14] εντολές που έφεραν την υπογραφή αμφοτέρων αυτών και το υπόλοιπο ποσό των τετρακοσίων σαράντα τεσσάρων χιλιάδων εξακοσίων δέκα δολαρίων ΗΠΑ (444.610 $) εμβάστηκε με τρεις [3] εντολές υπογεγραμμένες από μόνο τον εναγόμενο ……….. Ότι με τον τρόπο αυτό και ενεργώντας συστηματικά ο εναγόμενος παραβίασε την υποχρέωση που αναλήφθηκε κατά την κατάρτιση της δανειακής σύμβασης, για την κατάθεση του συνόλου των εισοδημάτων από την εκμετάλλευση του πλοίου στο Λογαριασμό Λειτουργίας της ενάγουσας και εκπλήρωσε ατομικές οικονομικές υποχρεώσεις προς βλάβη της πιστώτριας. Με βάση τα περιστατικά αυτά κρίθηκε ήδη τελεσιδίκως με την υπ’ αριθμ. 91/2016 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, πρώτον, ότι δια της διοχετεύσεως των ναύλων του SG στο λογαριασμό της ……….. και, εν συνεχεία, της μεταφοράς τους από εκεί σε λογαριασμούς τρίτων, κατά παράβαση της ως άνω συμβατικής του δεσμεύσεως και με σκοπό την ιδιοποίησή τους, εν γνώσει μάλιστα της αδυναμίας της δανειολήπτριας εταιρίας την οποία εκπροσωπούσε να εξοφλήσει το δάνειο που είχε λάβει και να ικανοποιήσει την απαίτηση της δανείστριας, ο εναγόμενος επέδειξε συμπεριφορά αντιβαίνουσα στα χρηστά ήθη, δηλαδή, γενικά, στις ιδέες του με φρόνηση και χρηστότητα σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου και, ειδικά, στην υποχρέωση του οφειλέτη από σύμβαση δανείου να ενεργεί προς όφελος του δανειστή και, δεύτερον, ότι λόγω της αδικοπρακτικής και ανήθικης αυτής συμπεριφοράς του ο εναγόμενος οφείλει στην ενάγουσα αποζημίωση, ίση καθ’ ύψος προς το ποσό που διακινήθηκε με εντολές του από την ……… προς τρίτους, το οποίο αποτελεί και τη ζημία της. Ως προς την έννομη αυτή συνέπεια έχει ήδη παραχθεί, κατά τα προαναφερθέντα, δεδικασμένο, το οποίο πρέπει να τεθεί ως βάση από το Δικαστήριο της παραπομπής κατά την εξέταση του κεφαλαίου που παραπέμφθηκε σ’ αυτό με την αναιρετική απόφαση και να αποτελέσει το σημείο εκκίνησης (ΤριμΕφΠειρ. 212/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) για την κατ’ ουσία έρευνα της ένστασης συνυπαιτιότητας, η οποία ακολουθεί.

IX. Για την κατάφαση της ουσιαστικής βασιμότητας της ένστασης συντρέχοντος πταίσματος πρέπει ο ενιστάμενος που υπέχει υποχρέωση προς αποζημίωση, ανεξαρτήτως του νόμιμου λόγου της ευθύνης του (ενδοσυμβατικής, εξωσυμβατικής ή προσυμβατικής) και του είδους αυτής (υποκειμενικής, αντικειμενικής ή από διακινδύνευση), να αποδείξει τη συμβολή του ζημιωθέντος ενάγοντος στην επέλευση του ζημιογόνου αποτελέσματος με υπαίτιες ή ανυπαίτιες πράξεις (ή παραλείψεις) του, αιτιωδώς συνδεόμενες με τη γέννηση ή την έκταση της ζημίας. Η διάταξη του άρθρου 300 ΑΚ, στην οποία η ένσταση αυτή θεμελιώνεται και η οποία εφαρμόζεται και όταν το συντρέχον πταίσμα ανάγεται σε συμπεριφορά όχι του ιδίου του ζημιωθέντος αλλά τρίτου προσώπου για το οποίο αυτός φέρει ευθύνη (άρθρο 300 § 2 ΑΚ), αποτελεί εκδήλωση της αρχής της καλής πίστης (ΑΠ 1242/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ε. Νεζερίτη, Η συν[υπ]αιτιότητα του εξ αδικοπραξίας παθόντος, σε ΧρΙΔ 2019/488 επομ. [491])) και συνιστά μηχανισμό κατανομής της ευθύνης για την αποκατάσταση της ζημίας, που κατ’ ουσίαν προκλήθηκε από πράξεις περισσοτέρων, ένας από τους οποίους είναι και ο ζημιωθείς. Η κατανομή αυτή επιτυγχάνεται δια της δυνητικής δικαστικής άρσεως ή του περιορισμού της ευθύνης του ζημιώσαντος για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης (Απ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 1999, § 62, αρ. 24, σελ. 155). Ο επιμερισμός της ευθύνης, όταν τα μέρη ευθύνονται υποκειμενικά, γίνεται με βάση την αρχή της αιτιότητας και το βαθμό της υπαιτιότητας εκάστου. Η ευθύνη του ζημιωθέντος παράγεται λόγω της συμπεριφοράς του, που ασχέτως αν είναι πρότερη, σύγχρονη ή ύστερη της ζημίας του, αντιτίθεται πάντως προς τον κοινωνικά επιβαλλόμενο ενόψει των περιστάσεων τρόπο ενέργειας (Α. Λιτζερόπουλος, ΕρμΑΚ, άρθρ. 300, αρ. 12). Τούτο σημαίνει ότι η ζημία, που μπορεί να έχει προκληθεί και από αδικοπραξία (ΑΠ 652/2014, ΕπιΔικΙΑ 2014/358, ΑΠ 1724/2005, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καταλογίζεται εν μέρει στο ζημιωθέντα επειδή αυτός συμπεριφέρθηκε χωρίς επιμέλεια για την περιφρούρηση των ιδίων αυτού συμφερόντων (ΑΠ 487/2020, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου στο Διαδίκτυο, ΑΠ 1630/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ως πταίσμα νοείται, κατά τη γενικής εφαρμογής διάταξη του άρθρου 330 ΑΚ, ο δόλος και η αμέλεια, που υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές (330 εδαφ. β ΑΚ, ΑΠ 75/2001, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και η ευθύνη του ζημιωθέντος ανακύπτει όταν λόγω της αμέλειάς του αυτής παρέλειψε να ενεργήσει πράξη αποτροπής της ζημίας του ή περιορισμού της εκτάσεώς της, την οποία όφειλε να επιχειρήσει (ΑΠ 780/2019, ΧρΙΔ 2019/757). Έτσι, για την ευδοκίμηση της ενστάσεως συνυπαιτιότητας πρέπει να αποδειχθεί ότι ο ενάγων ζημιώθηκε επειδή δεν κατέβαλε την επιμέλεια του μέσου συνετού ανθρώπου του επαγγελματικού και κοινωνικού κύκλου του και παρέλειψε θετική πράξη, την οποία όφειλε από το νόμο ή από δικαιοπραξία ή από τις αρχές της καλής πίστεως να επιχειρήσει και η οποία ήταν ικανή, κατ’ αιτιώδη συνάφεια, να αποτρέψει ή να περιορίσει τη ζημία (ΑΠ 530/2014, ΕΕμπΔ 2014/913, ΑΠ 1718/2012, Ε7 2013/1019, ΑΠ 368/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου, το δικαστήριο έχει τη δυνατότητα είτε να απαλλάξει το ζημιώσαντα είτε να μειώσει την ευθύνη του είτε, τέλος, να κρίνει ότι, παρά το συντρέχον πταίσμα του ενάγοντος, ο εναγόμενος θα πρέπει να φέρει πλήρη την ευθύνη (ΑΠ 272/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1864/2017, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου στο Διαδίκτυο). Για τη διαμόρφωση της κρίσης του αυτής το δικαστήριο σταθμίζει ελεύθερα τις περιστάσεις και ιδιαίτερα το βαθμό του πταίσματος του ζημιωθέντος και του ζημιώσαντος (ΑΠ 766/2007, ΧρΙΔ 2007/974, ΑΠ 274/1999, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και αν διαπιστώσει ότι ο ζημιώσας ενήργησε δολίως δύναται να μη λάβει υπόψη τη συντρέχουσα αμέλεια του ζημιωθέντος (ΕφΑθ. 1515/2007, Δνη 2009/793, ΕφΑθ. 8760/2006, Δνη 2007/881, ΕφΑθ. 8226/2004, Δνη 2005/918, Μ. Σταθόπουλος, Ενοχικό Δίκαιο, 2018, 8, 4IV, αρ. 100, σελ. 700, Αθηνά Κοντογιάννη, Η συνυπευθυνότητα του ζημιωθέντος στο αστικό δίκαιο και οι συνέπειές της στην κατανομή της ευθύνης μεταξύ αυτού και του ζημιώσαντος, 2005, σελ. 215 επομ., Κλ. Ρούσσος, Συνυπαιτιότητα (άρθρο 300 ΑΚ), σε ΕφΑΔ 2010/747 επομ.[751 – 752]). Η δυνατότητα αυτή θεμελιώνεται στην ακόλουθη σειρά σκέψεων: Επί ζημίας προσώπου που προκλήθηκε από συγκλίνουσες ενέργειες αυτού και του ζημιώσαντος, η αιτιότητα και η υπαιτιότητα, όταν αυτοί ευθύνονται υποκειμενικά, είναι μεν αμφότερες προσδιοριστικοί του καταλογισμού της ζημίας παράγοντες, δεν έχουν όμως την ίδια βαρύτητα, υπό την έννοια ότι, αν μεν ελλείπει η αιτιότητα της συμπεριφοράς εκάστου δε μπορεί να γίνει λόγος για υπαιτιότητά του, ενώ αν ο αιτιώδης σύνδεσμός της με τη ζημία καταφάσκεται, για τον καταλογισμό της ή μη στον συναίτιο αποβαίνει κρίσιμος ο βαθμός και η έκταση της υπαιτιότητάς του. Ο δε λόγος που επιβάλλει τον καταλογισμό, δηλαδή η καλή πίστη, είναι ο ίδιος που οδηγεί υπό προϋποθέσεις και στην άρση του, αφού η υπαιτιότητα συνέχεται προς την καλή πίστη, δεδομένου ότι η δολιότητα της συμπεριφοράς είναι εξ ορισμού αντίθετη προς την ευθύτητα και την εντιμότητα που απαιτούνται στις συναλλαγές. Στο πλαίσιο αυτό, η νομική μεταχείριση εκείνου που προσχεδιάζει την πρόκληση αλλότριας ζημίας επιδεικνύοντας σκόπιμη αντισυναλλακτική συμπεριφορά διαφοροποιείται έναντι αυτής που η έννομη τάξη [πρέπει να] επιφυλάσσει σ’ αυτόν που αποδέχεται το ενδεχόμενο ζημίας του επειδή προκρίνει την τήρηση των παραγγελμάτων της καλής πίστης εν αγνοία των παράνομων και ανήθικων επιδιώξεων του πρώτου. Άλλωστε, η δόλια πράξη είναι γενικά περισσότερο ικανή να προκαλέσει ζημία και, αν αυτή έλλειπε, η συντρέχουσα αμέλεια του παθόντος δεν θα μπορούσε να την επιφέρει. Παρέπεται ότι, όταν την αιτιώδη διαδρομή που απολήγει στη ζημία του ενός θέτει σε κίνηση ο δόλος του άλλου, η μεσολαβούσα αμέλεια του ζημιωθέντος δεν αποτελεί νόμιμο λόγο περιορισμού της ευθύνης του πρώτου.

Χ. Εν προκειμένω, από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης ……….., κατοίκου …., υπαλλήλου της ενάγουσας και ……….., κατοίκου …. Αττικής, σύμβουλος ναυτιλιακών χρηματοδοτήσεων, αντίστοιχα, που εξετάστηκαν νομότυπα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται απομαγνητοφωνημένες στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά της δημόσιας συνεδριάσεώς του, από τις με αριθμούς …./14.10.2013 και ……../13.1.2021 ένορκες ενώπιον των Συμβολαιογράφων Πειραιώς ………. και …………., αντίστοιχα, βεβαιώσεις του ………., που κατοικεί στο …. της Γαλλίας και διευθυντικού στελέχους της ενάγουσας και του ……….., κατοίκου …. Αττικής και αδελφού του εναγομένου, αντίστοιχα, που λήφθηκαν με πρωτοβουλία της ενάγουσας και του εναγομένου, αντίστοιχα, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του αντιδίκου εκάστου εξετάζοντος να παραστεί κατά τη λήψη τους (βλ. τις υπ’ αριθμ. …/4.10.2013, …/4.10.2013 επιδοτήριες εκθέσεις των δικαστικών επιμελητών στα Πρωτοδικεία Πειραιώς ……. και …….. και Αθηνών …………, αντίστοιχα), καθώς και από το σύνολο των εγγράφων που οι διάδικοι με επίκληση νομότυπα προσκομίζουν για να ληφθούν υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη είτε, επικουρικώς, προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μερικών μάλιστα εκ των οποίων (εγγράφων) γίνεται ειδικότερη μνεία κατωτέρω χωρίς να παραγνωρίζεται η αποδεικτική δύναμη των λοιπών, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, στα σημεία που ειδικά αναφέρονται στη συνέχεια, οι οποίες συνάγονται από τα δικόγραφά τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 524 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, πλήρως κατά την κρίση του Δικαστηρίου αποδεικνύονται τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Περί τις αρχές φθινοπώρου του έτους 2007 ο εναγόμενος . ……….., επιχειρηματίας δραστηριοποιούμενος μέσω της οικογενειακής του εταιρίας με την επωνυμία «……….», την οποία διηύθυνε, στον τομέα της διαχείρισης πλοίων και ο (μη πλέον διάδικος) ………, σύμβουλος επενδυτικών, μεσιτικών και χρηματιστηριακών επιχειρήσεων δραστηριοποιούμενος, από κοινού με τη σύζυγό του ………. μέσω της εταιρίας τους παροχής επενδυτικών υπηρεσιών με την επωνυμία «………..», ενεργώντας με σκοπό να επωφεληθούν από τις εξαιρετικά ευνοϊκές, κατά την εποχή εκείνη, όπως όλοι οι διάδικοι παραδέχονται, συνθήκες της διεθνούς ναυλαγοράς, συμφώνησαν να προβούν σε βραχυπρόθεσμη επένδυση, συνιστάμενη στην αγορά ενός [1] φορτηγού πλοίου και στη μεταπώλησή του εντός συντόμου χρονικού διαστήματος αντί τιμήματος υψηλότερου του κόστους αγοράς του. Προς υλοποίηση του επιχειρηματικού τους σχεδίου συνέστησαν μεταξύ τους προσωπική εταιρία, στην οποία μετείχαν κατ’ ισομοιρία. Το κεφάλαιο για την αγορά του πλοίου θα προερχόταν, κατά τη συμφωνία τους, εν μέρει από δικά τους χρήματα και εν μέρει από τραπεζική χρηματοδότηση. Προκειμένου, όμως, να μην εκτεθεί στον επιχειρηματικό κίνδυνο το σύνολο της περιουσίας τους αλλά μόνο τα κεφάλαια με τα οποία θα συμμετείχαν στην επένδυση, επέλεξαν τη νομική μορφή της αφανούς εταιρίας, στην οποία ο μεν ……… θα μετείχε ως αφανής εταίρος, ο δε . ……….. δια μιας αλλοδαπής μονομετοχικής εταιρίας, την οποία θα συνέστηνε και θα εκπροσωπούσε νόμιμα και στη διοίκηση της οποίας θα συμμετείχαν, εκτός από αυτόν, πρόσωπα της εμπιστοσύνης του αφανούς συνεταίρου του. Στο όνομα αυτής της εταιρίας θα λάμβαναν δανειοδότηση και θα αποκτούσαν τη σκοπούμενη πλοιοκτησία κατά τρόπον ώστε να μην ευθύνονται προσωπικά και με την ατομική τους περιουσία ούτε για την αποπληρωμή του δανείου ούτε για τις υποχρεώσεις που θα δημιουργούσε η επιχειρηματική τους δραστηριότητα μέσω αυτής. Σκοπός των συνεταίρων ήταν, αφενός, όπως ο   ……….. ρητά παραδέχεται (βλ. τις προτάσεις του της πρωτοβάθμιας δίκης), απέδειξε άλλωστε και η εξέλιξη των πραγμάτων, η απόσβεση της επενδύσεώς τους κατά τη διάρκεια της βραχυπρόθεσμης εκμετάλλευσης του πλοίου από την πλοιοκτήτριά του και, αφετέρου, όπως ο . ……….. υποστηρίζει, είναι δε και εύλογο, ο προσπορισμός κέρδους από την αυξημένη έναντι του τιμήματος της αγοράς του αξία της μεταπώλησης του πλοίου. Για την εφαρμογή του επιχειρηματικού σχεδίου στις 25.10.2007 συστήθηκε κατά το δίκαιο της Δημοκρατίας της Λιβερίας η εταιρία ……….. με έδρα τη Μονρόβια και νόμιμο εκπρόσωπο τον εναγόμενο, ο οποίος κατείχε το σύνολο των πεντακοσίων [500] μετοχών της και ανοίχθηκε στο κατάστημα Πειραιώς της τραπεζικής εταιρίας ……….. o με αριθμό …. λογαριασμός στο όνομά της. Στη συνέχεια, στις 6.11.2007 μεταξύ της ……….. και της εταιρίας με την επωνυμία «………..», που έδρευε στη Σιγκαπούρη, πλοιοκτήτριας του υπό σημαία Σιγκαπούρης φορτηγού πλοίου μεταφοράς χύδην φορτίου MV CH, με αριθμό ΙΜΟ … και Διεθνές Διακριτικό Σήμα …., μήκους νηολογήσεως εκατόν τριάντα έξι μέτρων (136 μ.) και ολικής χωρητικότητας ένδεκα χιλιάδων εκατόν ενενήντα τεσσάρων κόρων (11.194 κοχ), συνήφθη προσύμφωνο αγοράς (Memorandum of Agreement: ΜοΑ) του πλοίου της δεύτερης από την πρώτη, αντί συνολικού τιμήματος είκοσι οκτώ εκατομμυρίων εκατόν πενήντα χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (28.150.000 $). Μέρος του τιμήματος αυτού, ύψους δύο εκατομμυρίων οκτακοσίων δεκαπέντε χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (2.815.000 $), που αντιστοιχούσε σε ποσοστό 10% της αξίας του, καταβλήθηκε στην πωλήτρια στις 13.11.2007 και το υπόλοιπο, που ανερχόταν σε είκοσι πέντε εκατομμύρια τριακόσιες τριάντα πέντε χιλιάδες δολάρια ΗΠΑ (25.335.000 $) συμφωνήθηκε να της καταβληθεί τρεις [3] εργάσιμες ημέρες πριν από την παράδοση του πλοίου. Τα χρήματα που καταβλήθηκαν πιστώθηκαν, κατά τους όρους του ΜοΑ, σε κοινό λογαριασμό της ……….. και της «………….» τηρούμενο σε κατάστημα στη Σιγκαπούρη της Τράπεζας …….. και εμβάστηκαν εκεί από τον προαναφερθέντα λογαριασμό της αγοράστριας εταιρίας στην ……….., ο οποίος είχε πιστωθεί στις 12.11.2007 με το ποσό του ενός εκατομμυρίου τετρακοσίων δεκαπέντε χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (1.415.000 $) με μεταφορά χρημάτων από την Τράπεζα EFG Ελβετίας κατ’ εντολή του ……. και στις 13.11.2007 με το ποσό του ενός εκατομμυρίου τετρακοσίων οκτώ χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (1.408.000 $) κατόπιν ενδοτραπεζικής μεταφοράς χρημάτων από τον τηρούμενο στην ίδια Τράπεζα (………..) λογαριασμό της εταιρίας με την επωνυμία «………», κατ’ εντολή του εναγομένου που, όπως δεν αμφισβητείται, την ελέγχει. Με τον τρόπο αυτό καταβλήθηκε από κοινού από τους συνεταίρους της αφανούς εταιρίας και κατά ποσοστό 50% η ίδια συμμετοχή της ……….. στη δαπάνη αγοράς του πλοίου, πριν μάλιστα εξασφαλιστεί η τραπεζική χρηματοδότηση του υπολοίπου μέρους του τιμήματός της. Προς το σκοπό αυτό κατά τα τέλη του έτους 2007 ο εναγόμενος . ……….., ενεργώντας υπό την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της ……….., απευθύνθηκε στο Γραφείο Αντιπροσωπείας (Representation Office) στον Πειραιά της ενάγουσας αλλοδαπής, εδρεύουσας στη Γαλλία, τραπεζικής εταιρίας, που τότε είχε την επωνυμία «………» και αποτελούσε θυγατρική εταιρία του γαλλικού τραπεζικού ομίλου «…………», με μακρόχρονη δραστηριότητα στον τομέα των ναυτιλιακών δανειοδοτήσεων και υπέβαλε αίτημα χρηματοδότησης της ……….. για ποσοστό 90% του κόστους αγοράς του πλοίου MV CH. Με την υπόθεση ασχολήθηκε αρχικά η Διευθύντρια του Γραφείου …………. (μάρτυρας αποδείξεως), η οποία μεταβίβασε το αίτημα στον Τομέα Συντονισμού Ναυτιλιακών Γραφείων Εξωτερικού της ενάγουσας που βρίσκεται στο Παρίσι και του οποίου τότε προΐστατο ο ενόρκως υπέρ της ενάγουσας βεβαιών …………… Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, που παρατάθηκαν επί τρίμηνο περίπου, ο …. ……….. γνωστοποίησε στη μέλλουσα πιστώτρια το σκοπό μεταπώλησης του πλοίου σε σύντομο χρόνο και, συγκεκριμένα, εντός εξαμήνου περίπου, την ήδη γενόμενη καταβολή της ίδιας συμμετοχής της υποψήφιας δανειολήπτριας, καθώς και το γεγονός ότι είχε ήδη συναφθεί σύμβαση με την αυστραλιανών συμφερόντων εταιρία με την επωνυμία «…………», δυνάμει της οποία η ……….. είχε χρονοεκναυλώσει το πλοίο για χρονικό διάστημα εκτεινόμενο μέχρι τα τέλη του μηνός Αυγούστου 2008. Το συγκεκριμένο χρονοναυλοσύμφωνο παραδόθηκε μάλιστα στην ενάγουσα και περί αυτού γίνεται μνεία στο προσάρτημα Α της δανειακής σύμβασης που επακολούθησε. Κατά τις διαπραγματεύσεις έγινε αναφορά στις ενέργειες ανεύρεσης μεταγοραστή του πλοίου, στις οποίες είχε ήδη προβεί ο εναγόμενος (βλ. την κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης) και γνωστοποιήθηκε στην ενάγουσα ότι την τεχνική διαχείριση του πλοίου είχε αναλάβει η εταιρία «……..», με έδρα στην Ινδία, που μνημονεύεται και αυτή στη δανειακή σύμβαση, ενώ την εμπορική διαχείρισή του θα ασκούσε ο ίδιος ο εναγόμενος δια της ως άνω (οικογενειακής) εταιρίας του. Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω η ενάγουσα και αξιολογώντας, αφενός, τους κινδύνους της χρηματοδότησης του τιμήματος της αγοράς του πλοίου κατά [το υψηλό] ποσοστό του 90% και, αφετέρου, τις δυνατότητες προφυλάξεώς της έναντι των κινδύνων αυτών με βάση τις ασφάλειες, προσωπικές και εμπράγματες, που μπορούσε να λάβει, τις προοπτικές ομαλής εξέλιξης της συγκεκριμένης δανειοδότησης στα γενικότερα πλαίσια της τότε κατάστασης στον τομέα των διεθνών ναυτιλιακών μεταφορών, καθώς και τη δυνατότητα άμεσης εκμετάλλευσης του πλοίου εκ μέρους της ……….. με εξασφαλισμένη μάλιστα κερδοφορία, αποφάσισε τη χορήγηση σ’ αυτήν βραχυπρόθεσμου (bridge finance) έντοκου δανείου, ύψους εικοσιπέντε εκατομμυρίων πεντακοσίων χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (25.500.000 $), το οποίο θα έπρεπε να αποπληρωθεί μέχρι την 15η.10.2008 με μία [1] καταβολή της ……….. (εφάπαξ) σε ελευθέρως εμβάσιμα δολάρια ΗΠΑ. Η δανειακή σύμβαση καταρτίστηκε στις 17.3.2008 μεταξύ της ενάγουσας και του εναγομένου, που ενεργούσε ως νόμιμος εκπρόσωπος της δανειολήπτριας και ο χρόνος και ο τρόπος αποδόσεως του δανείσματος προβλέφθηκε στη ρήτρα 7.1 αυτής, στην οποία ορίστηκε επιπλέον ότι τα χρήματα της αποπληρωμής θα μπορούσαν να προέλθουν είτε από το προϊόν της πωλήσεως του πλοίου είτε από οποιαδήποτε άλλη πηγή που θα διέθετε η δανειζόμενη, ενώ ως επιτόκιο ορίστηκε το Libor του πίνακα Reuters BBA [2,36%] πλέον περιθωρίου (margin) [1,05% ετησίως]. Με βάση το επιτόκιο αυτό για τη συμφωνηθείσα εξάμηνη περίοδο εκτοκισμού του δανείου το ποσό του τόκου, δηλαδή του τραπεζικού κέρδους που θα έπρεπε να πληρωθεί στις 19.9.2008, ανερχόταν, όπως προκύπτει από το πιστοποιητικό οφειλής που περιλαμβάνεται στο προσάρτημα Γ΄ της από 8.2.2013 αγωγής, σε τετρακόσιες σαράντα τέσσερις χιλιάδες τετρακόσια τριάντα έξι δολάρια ΗΠΑ και εξήντα επτά σεντς (444.436,67 $) και υπολειπόταν των ναύλων του πλοίου που θα προέκυπταν κατά τη χρονική περίοδο της ναυλώσεώς του στην ……… Το δάνεισμα εκταμιεύθηκε στις 19.3.2008 και αυθημερόν το πλοίο παραδόθηκε στην ……….., μετονομάστηκε σε MV SG και νηολογήθηκε στη Λιβερία, ύψωσε δε τη σημαία του Κράτους αυτού. Για την εξασφάλιση της πιστώτριας Τράπεζας έναντι του κινδύνου αφερεγγυότητας της δανειολήπτριας παρασχέθηκε στην πρώτη εμπράγματο δικαίωμα και στις 19.3.2008 συστήθηκε υπέρ της και σε βάρος του πλοίου πρώτη προτιμώμενη υποθήκη, διεπόμενη από τη lex navis. Για την πληρότητα δε της εξασφαλίσεώς της αυτής, που ήταν εξαρτημένη από την ύπαρξη του βεβαρυμένου πράγματος και τη διατήρησή του σε κατάσταση αξιοπλοΐας, η ενάγουσα ζήτησε και πέτυχε να της εκχωρηθεί εκ των προτέρων με σύμβαση η μέλλουσα και αβέβαιη απαίτηση της ενυπόθηκης οφειλέτριας στο ασφάλισμα, που θα αποκόμιζε από τη σύμβαση ασφάλισης του πλοίου στην «…………» σε περίπτωση επελεύσεως ασφαλισμένου κινδύνου. Μάλιστα, όπως προκύπτει από τον πίνακα του προσαρτήματος Β΄ της αγωγής, τα ασφάλιστρα κατέβαλλε η ……….. μέσω του λογαριασμού της στην ………… Η εκχώρηση αυτή δεν αμφισβητείται ότι αναγγέλθηκε στην ασφαλίστρια. Παράλληλα, όπως προκύπτει από τη με αριθμό 19 εγγραφή του ως άνω πιστοποιητικού οφειλής, η ενυπόθηκη δανείστρια ασφάλισε και η ίδια, με χρέωση της ……….., το υποθηκικό συμφέρον της, ενώ με την ίδια από 19.3.2008 σύμβαση (Deed of Assignment) η πλοιοκτήτρια εκχώρησε, κατά το αγγλικό δίκαιο που συμφωνήθηκε να τη διέπει, κάθε αξίωσή της στην αποζημίωση που θα εδικαιούτο σε περίπτωση επιτάξεως του πλοίου. Πέραν αυτών και σε εκτέλεση των σχετικών προβλέψεων της δανειακής σύμβασης στις 17.3.2008 ο εναγόμενος συνέστησε υπέρ της πιστώτριας με έτερη σύμβαση (Pledge Agreement), διεπόμενη από το αγγλικό δίκαιο, ενέχυρο στο σύνολο των μετοχών της ……….., τις οποίες κατείχε και παράδωσε στην ενάγουσα το σχετικό πιστοποιητικό ιδιοκτησίας τους, ενώ με ενυπόγραφη δήλωσή του (Letter of Comfort) υποσχέθηκε ότι σε περίπτωση μη εξοφλήσεως του δανείου ο ίδιος θα παρείχε στην δανειολήπτρια χρηματοδότηση για να εξοφληθούν πλήρως οι δανειακές υποχρεώσεις της, χωρίς όμως με τον τρόπο αυτό να αναλάβει δέσμευση άλλης φύσεως, παρά μόνο, όπως κρίθηκε αμετακλήτως στα πλαίσια της από 3.10.2013 αγωγής, ηθικής. Προσθέτως, με τη δανειακή σύμβαση η ……….. ανέλαβε την υποχρέωση να κάνει χρήση του δανείου αποκλειστικά για το σκοπό που χορηγήθηκε, να μη χορηγήσει δάνεια ή πιστώσεις στους μετόχους της ούτε να τους διανείμει μέρισμα και να μην εκταμιεύσει χρήματα προς τρίτους παρά μόνο για τη διαχείριση του πλοίου (ρήτρα 12 της από 17.3.2008 συμβάσεως). Για την πληρέστερη διασφάλιση της πιστώτριας έναντι του κινδύνου πληρωμών εκ μέρους της ……….. προς τους μετόχους της ή τρίτους, που θα διακινδύνευαν την αποπληρωμή της απαιτήσεώς της, περιελήφθη στη δανειακή σύμβαση και η με αριθμό 15 ρήτρα, σύμφωνα με την οποία η δανειολήπτρια ανέλαβε την υποχρέωση να ανοίξει στο κατάστημα της ……………. στο Παρίσι έντοκο λογαριασμό σε δολάρια ΗΠΑ, προκειμένου να καταθέτει σ’ αυτόν όλα τα χρηματικά ποσά που θα εσόδευε από την εκμετάλλευση του πλοίου και να διενεργούνται μέσω αυτού όλες οι πληρωμές που θα αφορούσαν είτε τις δαπάνες λειτουργίας της ναυτιλιακής επιχείρησης (Operation Expenses) είτε τις δανειακές υποχρεώσεις της ………… Ο λογαριασμός αυτός, που ονομάστηκε «Λογαριασμός Λειτουργίας» [Operation Account], είχε στην πραγματικότητα ανοιχθεί λίγες μέρες νωρίτερα, στις 13.3.2008 οπότε και πιστώθηκε με το ποσό των τριακοσίων είκοσι πέντε χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (325.000 $), που αναγκαιούσε για την εξυπηρέτηση των εξόδων του δανείου. Με τον όρο αυτό της δανειακής σύμβασης η πιστώτρια υποχρέωνε κατ’ ουσίαν τη δανειολήπτρια να κατευθύνει όλα τα έσοδά της σε τραπεζικό λογαριασμό της ιδίας, προκειμένου να ασκεί έλεγχο των κινήσεών του και να διασφαλίζει ότι δε θα αναλωθεί ενεργητικό της περιουσίας της δανειολήπτριας παρά μόνο για την εξυπηρέτηση του δανείου και για τη λειτουργία του πλοίου, η ναυτιλιακή δραστηριότητα του οποίου θα διευκόλυνε την αποπληρωμή του δανείου. Μάλιστα, επί του Λογαριασμού Λειτουργίας συμφωνήθηκε όχι μόνο η σύσταση εμπραγμάτου δικαιώματος υπέρ της πιστώτριας (ενεχύρου κατά το γαλλικό δίκαιο), προς διαρκή εξασφάλισή της αλλά και η προς αυτήν εκχώρηση του χρηματικού υπολοίπου του σε περίπτωση γεγονότος υπερημερίας της δανειολήπτριας, ως τέτοιου νοουμένης, κατά τη ρήτρα 15.4 της δανειακής σύμβασης τόσο της μη καταβολής οποιουδήποτε οφειλόμενου ποσού εντός τριών [3] τραπεζικών εργασίμων ημερών από της οχλήσεως όσο και της αθέτησης οποιασδήποτε συμβατικής υποχρέωσης της ………… Με το ενέχυρο (charge) η Τράπεζα απέκτησε το δικαίωμα να ικανοποιήσει προνομιακά από τα πιστωμένα στο Λογαριασμό Λειτουργίας κεφάλαια της ……….. την ασφαλιζόμενη δανειακή απαίτησή της, ενώ με την εκχώρηση το υπόλοιπο του ιδίου Λογαριασμού θα περιερχόταν, μετά την υπερημερία της δανειολήπτριας, στη δανείστρια για την κάλυψη των υποχρεώσεων της υπερήμερης οφειλέτριας. Από τους όρους αυτούς της δανειακής σύμβασης προκύπτει ότι η ενάγουσα εξασφάλισε το ίδιο οικονομικό αποτέλεσμα (προνομιακή ικανοποίηση της εκ δανείου απαιτήσεώς της από τη μέλλουσα περιουσία της ………..) με περισσότερους νομικούς τρόπους. Παράλληλα όμως με αυτούς και επιπροσθέτως περιέλαβε στην από 19.3.2008 ως άνω Σύμβαση Εκχωρήσεως (Deed of Assignment) όρο (με αριθμό 2.1) κατά τον οποίο της εκχωρήθηκαν, εκτός των ασφαλειών (insurances) και της αποζημίωσης επιτάξεως (requisition compensation), περί των οποίων έγινε λόγος, και τα »έσοδα» (earnings) του πλοίου, δηλαδή όλα τα εισοδήματα που θα καθίσταντο οφειλόμενα στην πλοιοκτήτρια κατά τη χρονική διάρκεια μεταξύ της εκταμίευσης και της ολοσχερούς εξόφλησης του δανείου, μεταξύ των οποίων και τα χρήματα από τους ναύλους και χρονοναύλους του πλοίου (όρος 1.1). Για τη νομική φύση του δικαιώματος που απέκτησε συμβατικά η ενάγουσα με τον όρο αυτό θα γίνει λόγος αναλυτικά πιο κάτω, όμως, ήδη μπορεί εκ προοιμίου να σημειωθεί ότι, με δεδομένο ότι η πλοιοκτήτρια ανέλαβε την υποχρέωση να καταθέτει τις εισπράξεις της στο Λογαριασμό Λειτουργίας του πλοίου, που τηρούσε η πιστώτρια και, ουσιαστικά, να υποβάλλει στον έλεγχό της όλες τις πληρωμές της, η εκχώρηση των εσόδων της στην Τράπεζα είχε την έννοια της εκχωρήσεως σ’ αυτήν των έναντι τρίτων απαιτήσεών της πριν την πληρωμή των απαιτήσεών αυτών ή, μετά μεν την είσπραξή τους από τη ……….. αλλά πριν την κατάθεσή τους στο Λογαριασμό Λειτουργίας. Υπό τα δεδομένα αυτά είναι προφανές ότι η ενάγουσα Τράπεζα, αποβλέποντας, κατά χρονολογική σειρά, πρώτα στην είσπραξη του εμπορικού κέρδους της (καταβολή των τόκων στις 19.9.2008) και ύστερα στην αποπληρωμή του κεφαλαίου της χρηματοδότησης (καταβολή του δανείσματος στις 15.10.2008 προεχόντως από το προϊόν της μεταπώλησης του πλοίου), οργάνωσε το πλαίσιο της σχέσης της με την πιστούχο κατά τρόπο που θεώρησε ότι εξασφάλιζε τους επιχειρηματικούς στόχους της, αφού θα ήλεγχε μέσω του Λογαριασμού Λειτουργίας τη ρευστότητα και τις πληρωμές της δανειολήπτριας και θα προφυλασσόταν έναντι των κινδύνων που απειλούσαν την υλική υπόσταση και τη δραστηριότητα του πλοίου με την προτιμώμενη υποθήκη, την προσυμφωνημένη εκναύλωσή του και τη διαχείρισή του από διαχειριστή της εγκρίσεώς της. Με οικονομικούς όρους, κίνδυνο για την επίμαχη δανειοδότηση αποτελούσε πρωτίστως το ενδεχόμενο αντικειμενικής αδυναμίας πωλήσεως του πλοίου κατά τη λήξη του δανείου, που θα είχε ως αποτέλεσμα η μεν πιστώτρια Τράπεζα να μην αναλάβει το δάνεισμα, οι δε διοικητές των υποθέσεων της δανειολήπτριας να απωλέσουν το ποσό της συμμετοχής τους στην αγορά του. Έναντι αυτού του κινδύνου, η δανείστρια κατά τις διαπραγματεύσεις που προηγήθηκαν της σύναψης της δανειακής σύμβασης ζήτησε και έλαβε τις εξασφαλίσεις που θεώρησε [και ήταν] επαρκείς, θέτοντας ως βάση της επιχειρηματικής της αποφάσεως ότι οι δανειοδοτούμενοι, που διακινδύνευαν και δικά τους κεφάλαια, θα τηρούσαν τους συμφωνημένους όρους της συναλλαγής σύμφωνα με τις επιταγές της καλής πίστης και των χρηστών συναλλακτικών ηθών. Από την άλλη, ο εναγόμενος, υπό την ιδιότητα του συγκυρίου των υποθέσεων της ……….. και του νομίμου εκπροσώπου της, απέτυχε να εξασφαλίσει συμβατικά την ευόδωση των επιχειρηματικών του στόχων, στους οποίους έθεσε αντίστροφη χρονική προτεραιότητα, αφού, όπως ειπώθηκε, αυτός και ο   ……….. αποσκοπούσαν πρώτα στην απόσβεση της επένδυσής τους, με την είσπραξη του κεφαλαίου που διέθεσαν για τη συμμετοχή τους στην αγορά του M/V SG από την κερδοφορία της ……….. κατά την άσκηση της επιχειρηματικής της δραστηριότητας, που είχε περιορισμένο χρονικό ορίζοντα, μιας και θα διαρκούσε μόνο όσο διατηρούσε την πλοιοκτησία και ύστερα στην επίτευξη κέρδους, το οποίο θα ισούταν με το ποσό της διαφοράς που θα προέκυπτε μετά την αφαίρεση του ποσού του δανείου από την αξία της μεταπώλησης του πλοίου (με τίμημα ανώτερο του κόστους της αγοράς του). Παρά ταύτα, το σκοπούμενο από αυτούς οικονομικό αποτέλεσμα τελικά επετεύχθη, κατά το πρώτο σκέλος του και, μολονότι το δάνειο δεν αποπληρώθηκε κανονικά, επειδή η οικονομική κρίση που εκδηλώθηκε σε παγκόσμιο επίπεδο το φθινόπωρο του έτους 2008 και έπληξε ιδιαίτερα τον τομέα της εμπορικής ναυτιλίας δεν επέτρεψε τη μεταπώληση του πλοίου, καθώς περιορίστηκε στο ελάχιστο η τραπεζική χρηματοδότηση για τέτοια εγχειρήματα, οι ……….. και ………. εισέπραξαν το κεφάλαιο της επένδυσής τους πριν την αποπληρωμή του δανείου, όπως εξαρχής αποσκοπούσαν. Τούτο κατέστη εφικτό με τη χρησιμοποίηση του λογαριασμού της ……….. στην ……….., ο οποίος δεν αδρανοποιήθηκε αλλά εξακολούθησε να εξυπηρετεί την επιχειρηματική λειτουργία της πλοιοκτήτριας κατά σαφή παραβίαση του όρου της δανειακής σύμβασης που προέβλεπε ότι όλες οι εισπράξεις και οι πληρωμές της έπρεπε να ενεργούνται μέσω του Λογαριασμού Λειτουργίας. Πράγματι, στο λογαριασμό της ……….. πιστώθηκαν κατά το χρονικό διάστημα από 26.3.2007 έως και 10.12.2008, όπως δεν αμφισβητείται, επτά εκατομμύρια τετρακόσιες πενήντα δύο χιλιάδες επτακόσια τριάντα δύο δολάρια ΗΠΑ και ενενήντα τέσσερα σεντς (7.452.732,94 $), από τα οποία  έξι εκατομμύρια οκτακόσιες πέντε χιλιάδες τριακόσια εξήντα δύο δολάρια και πενήντα τρία σεντς (6.805.362,53 $) προήλθαν από ναύλους του πλοίου, καταβληθέντες,  μέχρι τον Αύγουστο του έτους 2008 από την ως άνω χρονοναυλώτρια «……….» και στη συνέχεια από τις ναυλώτριες εταιρίες «……….», «………..» και «……….». Από το λογαριασμό αυτό κατά το χρονικό διάστημα από 4.9.2008 έως και 11.12.2008 εμβάστηκε στο Λογαριασμό Λειτουργίας, όπως ομοίως δεν αμφισβητείται, συνολικό ποσό ενός εκατομμυρίου τετρακοσίων τριάντα μιας χιλιάδων οκτακοσίων σαράντα δολαρίων ΗΠΑ (1.431.840 $), εκ των οποίων τετρακόσιες πενήντα πέντε χιλιάδες δολάρια (455.000 $) εμβάστηκαν προς εξόφληση των εξαμηνιαίων τόκων του δανείου και οι λοιπές εννιακόσιες εβδομήντα έξι χιλιάδες οκτακόσια σαράντα δολάρια ΗΠΑ (976.840 $) εμβάστηκαν τμηματικά στις 9.10, 17.10, 30.10, 19.11 και 11.12.2008. Επιπλέον, από το λογαριασμό της ……….. στην ……….. πληρώθηκαν κατά το χρονικό διάστημα από 6.3.2008 έως και 8.12.2008 υποχρεώσεις του πλοίου (κυρίως αμοιβές διαχείρισης και πρακτορειακά δικαιώματα) συνολικού ύψους ενός εκατομμυρίου εξακοσίων εβδομήντα χιλιάδων πεντακοσίων ενενήντα δύο δολαρίων ΗΠΑ και ενενήντα τριών σεντς (1.670.592,93 $). Από το υπόλοιπο [ύψους τριών εκατομμυρίων οκτακοσίων πενήντα χιλιάδων τετρακοσίων είκοσι εννέα δολαρίων ΗΠΑ και εξήντα σεντς (3.850.429,60 $) με συνυπολογισμό του εμβάσματος της 12.6.2008, περί του οποίου θα γίνει λόγος πιο κάτω] του λογαριασμού αυτού της ……….. στην ……….. διενεργήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα από 10.4.2008 έως και 11.12.2008 οι [επίμαχες] μεταφορές χρημάτων σε λογαριασμούς τρίτων, σε σχέση με τη δικαιούχο και την ενάγουσα, προσώπων, συνολικού ύψους τριών εκατομμυρίων επτακοσίων πενήντα πέντε χιλιάδων εξακοσίων πενήντα πέντε δολαρίων ΗΠΑ και ενενήντα τεσσάρων σεντς (3.755.655,94 $), συμπεριλαμβανομένων τραπεζικών εξόδων ύψους τετρακοσίων τριάντα δολαρίων ΗΠΑ και ενενήντα τεσσάρων σεντς (430,94 $). Ειδικότερα, με εντολή αμφοτέρων των ……… ……….. και ……… και κατά σαφή παραβίαση των όρων της δανειακής σύμβασης που προέβλεπαν ότι δεν επιτρέπεται ούτε η εκταμίευση χρημάτων της ……….. για την πληρωμή υποχρεώσεων προς τρίτους – μη πιστωτές του πλοίου ούτε η διανομή μερίσματος στους μετόχους της, πιστώθηκαν στις 27.5, 2.7, 24.7, 4.9 και 13.11.2008 με το συνολικό ποσό των οκτακοσίων εξήντα χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (860.000 $) δύο [2] τραπεζικοί λογαριασμοί του δεύτερου τηρούμενοι στην Ελλάδα, ενώ στις 10.4.2008 εμβάστηκε για λογαριασμό αυτού και της συζύγου του …………. ποσό τετρακοσίων ογδόντα εννέα χιλιάδων διακοσίων δολαρίων ΗΠΑ (489.200 $) σε λογαριασμό Έλληνα δικηγόρου. Από τα εμβάσματα αυτά συνάγεται ότι ο …………….. αποκόμισε [εισπράττοντας ο ίδιος είτε εκπληρώνοντας οικονομικές υποχρεώσεις του προς τρίτον] το συνολικό ποσό του ενός εκατομμυρίου τριακοσίων σαράντα εννέα χιλιάδων διακοσίων δολαρίων ΗΠΑ (1.349.200 $), τουλάχιστον, σε σχεδόν ολοσχερή απόσβεση του κεφαλαίου που είχε δαπανήσει για τη συμμετοχή του στην αγορά του M/V SG (1.415.000 $). Εξάλλου, με εντολές αμφοτέρων των……….. και ………. εμβάστηκε α] σε λογαριασμό της εταιρίας ……… τηρούμενο στην ίδια Τράπεζα (………..) τμηματικά, στις 4.6.2008, 25.6.2008 και 4.9.2008, συνολικό ποσό οκτακοσίων εξήντα επτά χιλιάδων πεντακοσίων δολαρίων ΗΠΑ (867.500 $), β] σε λογαριασμό τηρούμενο στην Τράπεζα UBS AG στο όνομα των ………. και ……….., τμηματικά στις 27.5.2008 και στις 4.7.2008, συνολικό ποσό εξακοσίων χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (600.000 $), γ] σε λογαριασμό τηρούμενο στην Τράπεζα ….   στο όνομα της εταιρίας ………. το χρηματικό ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (150.000 $) στις 27.5.2008, δ] σε λογαριασμούς τηρούμενους σε δύο [2] Τράπεζες με έδρα στη Νέα Υόρκη ΗΠΑ το συνολικό ποσό των πεντακοσίων δώδεκα χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι πέντε δολαρίων ΗΠΑ (512.525 $), τμηματικά στις 21.5.2008 και στις 11.12.2008, με ισάριθμες εντολές, από τις οποίες η δεύτερη φέρει την υπογραφή μόνον του εναγομένου, του οποίου ο δικαιούχος των λογαριασμών …….., δικηγόρος, τυγχάνει νομικός παραστάτης και ε] σε λογαριασμό τηρούμενο στην Τράπεζα ………… στο όνομα της εταιρίας ………. το ποσό των χιλίων πεντακοσίων δολαρίων ΗΠΑ (1.500 $) στις 29.5.2008. Τέλος, με εντολή του εναγομένου, εμβάστηκαν στ] στις 27.11.2008 τέσσερις χιλιάδες διακόσια δολάρια ΗΠΑ (4.200 $) σε λογαριασμό της συζύγου του ……… τηρούμενο στην Τράπεζα ……….. και ζ] στις 11.12.2008 διακόσιες εβδομήντα χιλιάδες τριακόσια δολάρια ΗΠΑ (270.300 $) σε λογαριασμό της από αυτόν ελεγχόμενης εταιρίας ………, από το λογαριασμό της οποίας είχε προέλθει το κεφάλαιο της συμμετοχής του στην αγορά του πλοίου SG. Κατά το ποσό αυτό (3.755.655,94 $) ωφελήθηκαν, παραβιάζοντας τους όρους της δανειακής σύμβασης, οι συγκύριοι των υποθέσεων της ……….. και ζημιώθηκε η ενάγουσα, καθώς δεν βρέθηκε στην περιουσία της δανειολήπτριας μετά την εκ μέρους της καταγγελία του [τροποποιηθέντος ως προς τους όρους του και καταστάντος πλέον, με νέα συμφωνία με ισχύ από 19.11.2008, απαιτητού σε πρώτη όχληση (πληρωτέου on demand)] δανείου στις 16.1.2009, στην οποία προέβη καταλογίζοντας στον εναγόμενο αντισυμβατική συμπεριφορά, με αποτέλεσμα σε αποπληρωμή του δανείσματος να λάβει μόνον είκοσι εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ (20.000.000 $), τα οποία απέφερε η εκ μέρους της ιδιωτική πώληση του πλοίου, κατ’ ενάσκηση του υποθηκικού δικαιώματος της που πραγματοποιήθηκε προς πελάτη της, τον οποίο μάλιστα δανειοδότησε η ίδια προς τούτο. Για τη ζημία αυτή ο εναγόμενος υποστηρίζει ότι ευθύνη βαρύνει και την ενάγουσα, επειδή υπήρξε αποτέλεσμα πράξεων και παραλείψεων των οργάνων και των υπαλλήλων της, που παρέλειψαν να λάβουν τα ενδεδειγμένα μέτρα προστασίας των συμφερόντων της εντός εύλογου χρόνου από τη διαπίστωση της αντισυμβατικής συμπεριφοράς της ………… Ειδικότερα, ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι η ενάγουσα γνώριζε εξαρχής ότι ως λογαριασμός λειτουργίας του πλοίου θα χρησιμοποιούταν ο τηρούμενος στο κατάστημα Πειραιώς της ……….. και όχι ο τηρούμενος στο Παρίσι Λογαριασμός Λειτουργίας, ότι ουδέποτε προέβαλε σχετική διαμαρτυρία ή άρνηση, παρέχοντάς του έτσι την εντύπωση ότι είχε συναινέσει προς τούτο, κατά σιωπηρή τροποποίηση του οικείου όρου της δανειακής σύμβασης και ότι, εφόσον είχε συμβατικό δικαίωμα, μπορούσε να αναγγείλει στους οφειλέτες της ……….. την προς αυτήν εκχώρηση των αξιώσεων της πλοιοκτήτριας και να εισπράξει η ίδια τους οφειλόμενους ναύλους. Επ’ αυτών πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: Είναι βέβαιο ότι ήδη από το χρόνο καταρτίσεως της δανειακής σύμβασης η ενάγουσα τελούσε σε γνώση της ύπαρξης του λογαριασμού της ……….. στην ………… Και τούτο όχι μόνον διότι από αυτόν πληρώθηκε η ίδια συμμετοχή της στη δαπάνη αγοράς του πλοίου ούτε επειδή αναφερόταν ως λογαριασμός καταβολής των ναύλων στο ναυλοσύμφωνο της δανειολήπτριας με την αρχική χρονοναυλώτριά του αλλά, προεχόντως, γιατί από αυτόν το λογαριασμό πιστώθηκε ο Λογαριασμός Λειτουργίας στις 13.3.2008 με το ποσόν των τριακοσίων είκοσι πέντε χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (325.000 $) για τα έξοδα οργανώσεως του δανείου (arrangement fees). Σε γνώση της ενάγουσας περιήλθε και το γεγονός ότι η ……….. εξακολουθούσε και μετά την εκταμίευση του δανείου να χρησιμοποιεί το λογαριασμό της στην ……….. ως λογαριασμό λειτουργίας του πλοίου και της ναυτιλιακής της επιχείρησης γενικότερα και τούτο διότι η ίδια πίστωσε το λογαριασμό αυτόν με το χρηματικό ποσό των εκατόν σαράντα επτά χιλιάδων πεντακοσίων δολαρίων ΗΠΑ (147.500 $) στις 12.6.2008, κατ’ αποδοχή αιτήματος της ……….., που ζήτησε τη διευκόλυνση αυτή ως «κεφάλαιο κίνησης», δηλαδή για την εκπλήρωση υποχρεώσεων που είχε αναλάβει προς τρίτους και ήταν αναγκαίες για την επιχειρηματική λειτουργία της. Δια του αιτήματος αυτού η ……….. κατ’ ουσίαν γνωστοποιούσε στην ενάγουσα ότι χρησιμοποιούσε το λογαριασμό της στην ……….. για την πληρωμή των υποχρεώσεών της και πιστοποιούσε ότι παραβίαζε τη δανειακή σύμβαση, διότι προέβαινε σε πληρωμές τρίτων, στα πλαίσια βέβαια της διαχείρισης του πλοίου, εκτός του Λογαριασμού Λειτουργίας. Η ενάγουσα αντέδρασε και, μολονότι ικανοποίησε καλόπιστα το αίτημα, ζήτησε δια της Διευθύνουσας το Γραφείο της στον Πειραιά ……….. εξηγήσεις από τον εναγόμενο για τη μη κατάθεση των ναύλων στο Λογαριασμό Λειτουργίας, για να λάβει το μεν την απάντηση ότι η «……….» κατέβαλε τις οφειλές της προς τη ……….. στο λογαριασμό της ……….. επειδή έτσι είχε συμφωνηθεί στο από 5.3.2008 χρονοναυλοσύμφωνο, το δε την υπόσχεση ότι θα μεριμνούσε για τη μεταβολή του λογαριασμού καταβολής των χρονοναύλων, ώστε αυτοί στο εξής να πιστώνονται στο Λογαριασμό Λειτουργίας, όπως, όμως, δεν συνέβη, επειδή, όπως ο εναγόμενος εξήγησε σε νέα ερώτηση της ……….., δεν κατέστη εφικτή η αλλαγή του τρόπου πληρωμής. Οι δικαιολογίες αυτές ήσαν, βέβαια, προσχηματικές, καθώς ακόμα και αν, είτε η χρονοναυλώτρια δε συμφωνούσε στη μεταβολή του τραπεζικού λογαριασμού είτε η ……….. δεν επιθυμούσε να της γνωστοποιήσει ότι τις συναλλαγές της εξυπηρετούσε πλέον άλλος τραπεζικός λογαριασμός, ήταν ευχερές και ολιγοδάπανο να κατευθύνονται με εντολή της ……….. οι ναύλοι του πλοίου, άμα τη καταβολή τους, από την ……….. στο Λογαριασμό Λειτουργίας. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι την απλή αυτή μεθόδευση η ενάγουσα ούτε υπέδειξε στη ……….. ούτε απαίτησε από τον εναγόμενο, όπως θα μπορούσε να πράξει, υπενθυμίζοντάς του ότι η μη καταβολή των ναύλων του πλοίου στο Λογαριασμό Λειτουργίας συνιστά παραβίαση της δανειακής σύμβασης και μπορεί να θεωρηθεί ως γεγονός υπερημερίας της δανειολήπτριας κατά την έννοια της ρήτρας 15.4 αυτής. Η παραβίαση αυτή της δανειακής σύμβασης εκ μέρους της ……….. εξακολούθησε μέχρι τις αρχές του μηνός Οκτωβρίου του έτους 2008 εν γνώσει της ενάγουσας, η οποία οπωσδήποτε μπορούσε να αντιληφθεί ότι μέχρι τότε στο Λογαριασμό Λειτουργίας δεν είχε πιστωθεί κανένα ποσό προερχόμενο από ναύλους του πλοίου, μολονότι μέρος αυτών είχε καταστεί ληξιπρόθεσμο με βάση το πρώτο χρονοναυλοσύμφωνο [και πράγματι μέχρι τότε είχαν πιστωθεί στο λογαριασμό της ……….. στην ……….. από ναύλους του πλοίου πάνω από πέντε εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ (5.000.000 $) και, συγκεκριμένα, τρία εκατομμύρια τριακόσιες ενενήντα πέντε χιλιάδες επτακόσια δεκαέξι δολάρια ΗΠΑ και έξι σεντς (3.395.716,06 $) συνολικά προερχόμενα από δέκα [10] εμβάσματα της «……….» και, επιπλέον, ένα εκατομμύριο εξακόσιες πενήντα μία χιλιάδες δολάρια ΗΠΑ (1.651.000 $) προερχόμενο από ένα [1] έμβασμα της νέας ναυλώτριας «…………», όπως και στην από 8.2.2013 αγωγή συνομολογείται]. Μόλις στις 9.10.2008 η ……….. μεταφέρει από το λογαριασμό της στην ……….. ποσό εβδομήντα δύο χιλιάδων επτακοσίων δολαρίων ΗΠΑ (72.700 $) στο Λογαριασμό Λειτουργίας και τούτο συμβαίνει επειδή στις 08:42 το πρωινό της ημέρας εκείνης η ………. αποστέλλει στον εναγόμενο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (email), με το οποίο του ζητεί αντίγραφο των κινήσεων του λογαριασμού στην ……….. και εκφράζει τις ανησυχίες των υψηλόβαθμων στελεχών της Τράπεζας στο Παρίσι για την τύχη των εσόδων του πλοίου. Μέχρι εκείνο το χρονικό σημείο η ενάγουσα σαφώς γνώριζε την ύπαρξη και τη χρήση του λογαριασμού της ……….., όπως και την παραβίαση της δανειακής συμβάσεως εκ μέρους της ……….., στην οποία ουδέποτε συναίνεσε (αφού διαμαρτυρήθηκε) αλλά απλώς ανέχθηκε, αποδεχόμενη την πρακτικώς εύλογα αποτελεσματικότερη διαχείριση ενός λογαριασμού λειτουργίας του πλοίου από τον Πειραιά, όπου το κατάστημα τήρησης του λογαριασμού της ……….. και η έδρα του διευθύνοντος αυτό εμπορικά εναγομένου από ό,τι από το Παρίσι, όπου το κατάστημα τήρησης του Λογαριασμού Λειτουργίας και η δική της έδρα. Δεν γνώριζε, όμως, η Τράπεζα θετικά τις προαναφερόμενες μεταφορές χρημάτων από το λογαριασμό της ………… Τέτοια γνώση της ούτε ο εναγόμενος επικαλείται. Μπορούσε, βέβαια, δια των αρμοδίων οργάνων και υπαλλήλων της να υποψιαστεί ότι από το λογαριασμό της ……….. η ……….. πραγματοποιούσε πληρωμές μη σχετιζόμενες μόνον με την εξυπηρέτηση του δανείου και των λειτουργικών εξόδων του πλοίου αλλά και προς τρίτους, άσχετους με τη ναυτιλιακή επιχείρηση. Οι υπόνοιες αυτές εκφράστηκαν πράγματι, για πρώτη φορά, με το email της 9ης.10.2008, στο οποίο περιελήφθη η φράση «…το Παρίσι θέλει αποδείξεις ότι τα πλεονάζοντα κέρδη του πλοίου παραμένουν στο λογαριασμό λειτουργίας του πλοίου και δεν έχουν καταβληθεί στους μετόχους παραβιάζοντας τις σχετικές προβλέψεις της σύμβασης δανείου…», από την οποία συνάγεται ότι η ενάγουσα, πρώτον, είχε αποδεχθεί ότι ο λογαριασμός στην ……….. χρησιμοποιούταν όπως θα έπρεπε να χρησιμοποιείται ο Λογαριασμός Λειτουργίας, αφού έτσι τον ονομάζει και η ίδια, δεύτερον, γνώριζε ότι οι πραγματικοί μέτοχοι της ……….. ήσαν περισσότεροι και όχι μόνον ο εναγόμενος, που εμφανιζόταν ως ο κάτοχος του συνόλου των μετοχών της στο ενεχυριασμένο πιστοποιητικό μετόχων και, τρίτον, θεωρούσε πιθανόν ότι η ……….. απέδιδε στους μετόχους αυτούς το ποσό της συμμετοχής τους στην αγορά του πλοίου υπό μορφή διανομής κερδών πριν την αποπληρωμή του δανείου, κατ’ ευθεία παραβίαση της δανειακής σύμβασης. Παρά ταύτα η ενάγουσα ούτε τότε ενεργοποιεί της συμβατικές δυνατότητες που διαθέτει και παραλείπει να θεωρήσει υπερήμερη τη δανειολήπτρια και να αναγγείλει τις απαιτήσεις της στους οφειλέτες της. Αν ασκούσε τα συμβατικά της δικαιώματα είναι βέβαιο ότι θα περιόριζε κατά ένα μέρος της την ανωτέρω ζημία της, διότι έτσι θα εισέπραττε του λοιπού η ίδια τους ναύλους του πλοίου. Θα μπορούσε να εισπράξει ακόμα και το υπόλοιπο του λογαριασμού της ……….. αναγγελλόμενη και προς αυτήν, αφού ως προς τις καταθέσεις σ’ αυτόν η Τράπεζα εκείνη ήταν οφειλέτρια της ………… Με τις παραλείψεις της αυτές η ενάγουσα αντικειμενικά διευκόλυνε την επίτευξη των σκοπών του εναγομένου και του …………….. Οι ίδιες παραλείψεις, όμως, δε μπορούν να αποδοθούν παρά μόνο σε αμέλεια της ενάγουσας, η οποία θεωρούσε, αφενός, εαυτήν εξασφαλισμένη ενόψει των ασφαλειών που είχε λάβει και, αφετέρου, ότι ευχέρεια μόνον και όχι υποχρέωση είχε να ασκήσει τα συμβατικά της δικαιώματα. Πράγματι, κατά το χρόνο που αντιλήφθηκε ότι είναι πιθανή η λήψη των κερδών της ……….. από τους μετόχους της δια του λογαριασμού στην ……….., η ενάγουσα είχε ήδη εξοφληθεί από τη δανειολήπτρια ως προς τους τόκους του δανείου και έπρεπε να σταθμίσει την εγγύτητα του χρονικού εκείνου σημείου (9.10.2008) με το συμβατικό χρόνο λήξης του δανείου (15.10.2008), όπως και τις συνέπειες που θα είχε ενδεχόμενη καταγγελία του. Άλλωστε, οι παραλείψεις αυτές μπορούν πράγματι να θεωρηθούν, όπως και η ίδια επικαλείται, ως ένδειξη της καλόπιστης συμπεριφοράς της ενάγουσας έναντι της οφειλέτριάς της, ιδίως αν συνδυαστούν προς το γεγονός ότι στη συνέχεια, παρά τη μη αποπληρωμή του δανείου κατά την ορισθείσα δήλη ημέρα, η πιστώτρια αποδέχθηκε αίτημα του εναγομένου και ήρε την κατάσταση υπερημερίας στην οποία η ……….. είχε περιέλθει ήδη από τις 16.10.2008, συναινώντας στις 19.11.2008 στη συμβατική τροποποίηση της δανειακής σύμβασης ως προς τη διάρκειά της και μετατρέποντας το δάνειο από ορισμένου χρόνου (term loan) σε αορίστου χρόνου, αποδοτέο σε πρώτη ζήτησή της (on demand), αναγνωρίζοντας μάλιστα και ότι «ουδέν γεγονός αθέτησης υποχρεώσεων» εκ μέρους της δανειολήπτριας είχε συμβεί μέχρι τότε, παραδοχή εν γνώσει της αναληθής προς όφελος της οφειλέτριας. Με τον τρόπο αυτό παρείχε ουσιαστικά πίστωση χρόνου στον εναγόμενο, προκειμένου αυτός να επιτύχει την πώληση του πλοίου, που λόγω της εκδήλωσης της οικονομικής κρίσης που μεσολάβησε είχε καταστεί εγχείρημα ιδιαιτέρως δυσχερές. Σε αντιστάθμισμα, βέβαια, της διευκολύνσεως αυτής η ενάγουσα, γνωρίζοντας πλέον ότι η ……….. εξακολουθούσε να χρησιμοποιεί ως λογαριασμό λειτουργίας του πλοίου το λογαριασμό της στην ……….., απαίτησε από αυτήν (και πέτυχε) να αναλάβει η αντισυμβαλλόμενή της την υποχρέωση να διατηρεί συνεχώς στο Λογαριασμό Λειτουργίας ελάχιστη ρευστότητα (minimum liquidity) ποσού τετρακοσίων χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (400.000 $), ενώ ζήτησε και έλαβε νέα δήλωση πατρωνίας (Letter of Comfort) από τον εναγόμενο με παρόμοιο περιεχόμενο όπως και προηγουμένως, καθώς και με την αυτή (ηθική μόνον) δεσμευτικότητα. Να σημειωθεί εδώ ότι το μέγεθος του κινδύνου που ανέλαβε η ενάγουσα δικαιολογούσε το κατά βάση απεριόριστο της ελευθερίας της να κρίνει τη φερεγγυότητα και την αξιοπιστία της δανειολήπτριας και με βάση την κρίση της αυτή να διαμορφώσει περαιτέρω τη συμβατική σχέση. Πάντως, κατά το χρόνο εκείνο (19.11.2008) η ενάγουσα εξακολουθούσε να αγνοεί τα ζημιογόνα εμβάσματα από το λογαριασμό της ……….. στην ……….. που προαναφέρθηκαν, καθώς αυτών έλαβε γνώση μεταγενέστερα, μετά την καταγγελία της δανειακής σύμβασης στην οποία προέβη, κατά τα προαναφερθέντα στις 16.1.2009, για το λόγο ότι ουδείς των αντισυμβαλλομένων της τήρησε τα συμφωνηθέντα. Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά την 19η.11.2008 ουδέποτε το υπόλοιπο του Λογαριασμού Λειτουργίας υπερέβη τις τριακόσιες τριάντα χιλιάδες δολάρια ΗΠΑ (330.000 $), ενώ στις 16.1.2009 ανερχόταν σε μόλις τριάντα εννέα χιλιάδες πενήντα εννέα δολάρια ΗΠΑ και πενήντα σεντς (39.059,50 $). Με βάση τα ανωτέρω οι παραλείψεις της ενάγουσας, που προαναφέρθηκαν, ως προς τη διαφύλαξη των περιουσιακών συμφερόντων της πρέπει να αποδοθούν σε αμέλεια των οργάνων και των προστηθέντων της και να αξιολογηθούν στα πλαίσια της καλόπιστης αντιμετώπισης της αντισυμβαλλόμενής της. Από την άλλη πλευρά, ο εναγόμενος (όπως και ο συνεταίρος του   ………..) ήδη κατά την κατάρτιση της δανειακής σύμβασης γνωρίζει ότι εντός του συμβατικού πλαισίου δεν έχει τη δυνατότητα να αποσβέσει την επένδυσή του, ώστε το τίμημα της μεταπώλησης του πλοίου, αφαιρουμένου του δανείσματος, να του αποφέρει καθαρό κέρδος. Γνωρίζει επίσης ότι μόνη οδός προς τούτο είναι η παραβίαση της συμβάσεως και η εξακολούθηση της χρήσης του λογαριασμού της ……….., που ελέγχει ο ίδιος και όχι του Λογαριασμού Λειτουργίας, επί των εκροών του οποίου θα έχει έλεγχο η Τράπεζα. Αυτό αποφασίζει να πράξει και το πράττει επιτυχώς. Αρχικά εκμεταλλεύεται το γεγονός ότι η ενάγουσα αισθάνεται εξασφαλισμένη για την αποπληρωμή του δανείου, καθώς διαθέτει προτιμώμενη υποθήκη και η ναυτιλιακή επιχείρηση λειτουργεί με κερδοφορία επαρκή για την κάλυψη των τόκων της απαιτήσεώς της. Εν συνεχεία για να αποκρούσει τις αιτιάσεις ότι σκοπίμως δε χρησιμοποιεί το Λογαριασμό Λειτουργίας προβάλλει προσχηματικές δικαιολογίες και συνεχίζει τις εκταμιεύσεις από το λογαριασμό της ……….., επιτυγχάνοντας μέχρι τις 4.9.2008, πριν δηλαδή τη συμβατική λήξη του δανείου (15.10.2008), την εκροή από αυτόν συνολικού ποσού ανώτερου των τριών εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ (3.000.000 $), που κατευθύνθηκε με εντολή του ιδίου και του συνεταίρου του στους λογαριασμούς που προαναφέρθηκαν και απομακρύνθηκε από τον έλεγχο της ενάγουσας, αναιρώντας την υπεγγυότητα του κεφαλαίου αυτού για την αποπληρωμή των δανεικών υποχρεώσεων της ………… Με τον τρόπο αυτό γνωρίζει ο εναγόμενος ότι ματαιώνει την ικανοποίηση της απαίτησης της Τράπεζας όσον αφορά το κεφάλαιο αυτό, που υπερβαίνει μάλιστα το ποσό με το οποίο οι συγκύριοι των υποθέσεων της δανειολήπτριας μετείχαν στην αγορά του πλοίου. Μετά την εκδήλωση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης το φθινόπωρο του έτους εκείνου, ο εναγόμενος αντιλαμβάνεται ότι το πλοίο δεν πρόκειται να πωληθεί εντός της συμβατικής διάρκειας του δανείου και υποβάλλει αίτημα παρατάσεως του χρόνου αποπληρωμής του, το οποίο γίνεται δεκτό. Ακόμα και μετά τη τροποποιητική του δανείου σύμβαση ο εναγόμενος όχι μόνο δε συμμορφώνεται προς τις συμβατικές του υποχρεώσεις, μη αυξάνοντας τη ρευστότητα του Λογαριασμού Λειτουργίας έως το συμφωνημένο όριο αλλά συνεχίζει τις εκταμιεύσεις από το λογαριασμό της ……….., αφαιρώντας άλλες επτακόσιες χιλιάδες δολάρια (700.000 $) από αυτόν, ενεργώντας πλέον μόνος, αφού ο συνεταίρος του φαίνεται ότι έχει αποχωρήσει από την αφανή εταιρία (όπως φανερώνει το γεγονός ότι για την εκτέλεση των τριών [3] τελευταίων από τα επίμαχα εμβάσματα η ……….. αρκείται σε εντολή με μόνη την υπογραφή του   ………..). Περί τα τέλη του έτους 2008 ο εναγόμενος δε φαίνεται να ενδιαφέρεται πλέον για τη μεταπώληση ή την εξακολούθηση της εκμετάλλευσης του πλοίου, έχοντας αντιληφθεί ότι θα απωλέσει και αυτό και την εταιρία ……….., αφού δεν έχει δυνατότητα αποπληρωμής του δανείου. Κανένα όμως από τα ενδεχόμενα αυτά δε θεωρεί βλαπτικό για την περιουσία του, η οποία δεν έχει απομειωθεί μιας και τα χρήματα που κατέβαλε για την αγορά του πλοίου έχουν ήδη επιστρέψει σ’ αυτήν. Άλλωστε, το πλοίο δεν του ανήκει, αφού είναι υποθηκευμένο στην Τράπεζα, ενώ η (μονομετοχική και μονοβάπορη) ……….. χωρίς την εκμετάλλευση του πλοίου αποτελεί απλό κέλυφος χωρίς περιεχόμενο ούτε αξία. Αυτός είναι και ο λόγος που αρνείται να τηρήσει τις (ηθικές έστω) δεσμεύσεις του από τη δήλωση πατρωνίας που επανέλαβε στις 19.11.2008 προς την ενάγουσα και να χρηματοδοτήσει τη ……….., ώστε να ανταποκριθεί στις δανειακές της υποχρεώσεις. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο δεν αντιδρά στην ιδιωτική πώληση του πλοίου στις αρχές του έτους 2009, στην οποία προβαίνει η ενάγουσα για να περιορίσει τις απώλειές της από την ανώμαλη εξέλιξη της δανειοδότησης της ……….. και μόνον πολύ αργότερα, κατά την εκδίκαση της εναντίον του αγωγής της Τράπεζας για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του από τη δήλωση πατρωνίας, προβάλλει ισχυρισμούς περί καταχρηστικής άσκησης των συμβατικών δικαιωμάτων της ενάγουσας, επειδή, όπως υποστηρίζει, υποχρεώνοντάς τον εκβιαστικά να υπογράψει την τροποποιητική του δανείου σύμβαση και καθιστώντας αυτό πληρωτέο on demand «υφάρπαξε» την περιουσία της ……….. και την ίδια την εταιρία καταγγέλλοντας πρόωρα και αδικαιολόγητα το δάνειο και χρηματοδοτώντας πελάτη της για την αγορά του, με αποτέλεσμα την πρόκληση σ’ αυτόν «επαχθέστατων» συνεπειών. Παραλείπει, βέβαια, ο εναγόμενος να αναφέρει ότι αυτός το μόνο που στερήθηκε ήταν το πιστοποιητικό ιδιοκτησίας της ……….. και το δικαίωμα να εκμεταλλεύεται για ατομικό (και όχι εταιρικό) όφελος το πλοίο που αποκτήθηκε με τραπεζικό δανεισμό, τον οποίο δεν μπορούσε να αποπληρώσει, ενώ η Τράπεζα υπέστη σημαντική ζημία, αφού απώλεσε κεφάλαιο που δάνεισε και δεν μπόρεσε να ανακτήσει παρά μόνον εν μέρει, αφού η ιδιωτική πώληση του πλοίου απέφερε τίμημα είκοσι εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ (20.000.000 $), ποσό το οποίοι μάλιστα η ίδια εκταμίευσε υπό μορφή δανείου προς το νέο αγοραστή του πλοίου. Από την άποψη αυτή τα [μεταγενέστερα της επελεύσεως της ένδικης ζημίας] περιστατικά της ιδιωτικής πώλησης του M/V  SG, της ταυτότητας του νέου αγοραστή και των όρων της δανειακής προς αυτόν συμβάσεως δεν σχετίζονται με τα περί συντρέχοντος πταίσματος της ενάγουσας επικαλούμενα και για το λόγο αυτό το συναφές αίτημα του εναγομένου περί συμπληρωματικών αποδείξεων, προκειμένου να διευκρινιστούν τα ανωτέρω ζητήματα, κρίνεται παρελκυστικό και εντεύθεν απορριπτέο. Άλλωστε, ο εναγόμενος ουδέποτε στα πλαίσια της παρούσας αντιδικίας διευκρίνισε την αιτία για την οποία κατηύθυνε κεφάλαια από την περιουσία της ……….. σε προορισμούς άσχετους με το επιχειρηματικό της αντικείμενο επί ζημία της ενάγουσας, της οποίας ματαίωσε την ικανοποίηση της εκ δανείου απαιτήσεως, όπως παραλείπει ακόμα να εξηγήσει όχι μόνον γιατί επέρριψε αποκλειστικά στην πιστώτρια την περιουσιακή ζημία που προκλήθηκε, συνεπεία της ατυχούς οικονομικής συγκυρίας, από το εγχείρημά του και δεν τη μοιράστηκε μαζί της, όπως θα επέβαλε στο μέσο συναλλασσόμενο η αρχή της καλής πίστης αλλά και γιατί επέτεινε τη βλάβη της Τράπεζας εκταμιεύοντας από το λογαριασμό της ……….. κεφάλαια και πέραν όσων θα επαρκούσαν για την απόδοση της συμμετοχής σ’ αυτό του ιδίου και του συνεταίρου του. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι ο εναγόμενος φαλκίδευσε προσχεδιασμένα τα συμβατικά δικαιώματα της ενάγουσας, αναίρεσε μονομερώς το προστατευτικό των συμφερόντων της πλαίσιο που ο ίδιος είχε υπέρ της και για να επιτύχει τη χρηματοδότηση της ……….. συνομολογήσει και μετέβαλε εν τοις πράγμασι, προς ίδιον όφελος, τους όρους κατανομής του επιχειρηματικού κινδύνου της επίμαχης δανειοδότησης που είχαν συμφωνηθεί. Σ’ αυτήν την εξαρχής δόλια και εξακολουθητικά ανήθικη συμπεριφορά του εναγομένου δεν δέχεται το Δικαστήριο ότι μπορεί να αντιταχθεί η διαπιστωμένη συντρέχουσα αμέλεια της Τράπεζας, που κινήθηκε εντός των πλαισίων της καλοπιστίας. Επομένως, η ένσταση του εναγομένου περί συντρέχοντος πταίσματος της ενάγουσας ήταν ουσιαστικά αβάσιμη. Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αξιολογώντας, βέβαια, τους συναφείς ισχυρισμούς του ως άμυνα κατά της βάσης της αγωγής που θεμελιώθηκε στο άρθρο 914 και όχι στο άρθρο 919 ΑΚ, την οποία είχε απορρίψει σε προηγούμενο στάδιο του δικανικού συλλογισμού και πριν την είσοδο στην ουσιαστική έρευνα της διαφοράς. Όμως, από την ομοιότητα της νομικής φύσης της ευθύνης του εναγομένου, που κατ’ αμφότερες τις αγωγικές αυτές βάσεις παρέμενε αδικοπρακτική και την ταυτότητα των πραγματικών περιστατικών που προβλήθηκαν για την απόκρουση της ευθύνης αυτής από τον εναγόμενο, συνάγεται ότι η ένσταση συνυπαιτιότητας αντιτάχθηκε κατά καθενός από τους νόμιμους λόγους ευθύνης του εναγομένου, όπως, άλλωστε, διέγνωσε και η αναιρετική απόφαση (βλ. σελ. 28 αυτής) και, συνεπώς, οι σχετικές παραδοχές της εκκαλουμένης, έστω και ελλιπέστερες και συνοπτικότερες από αυτές της παρούσας, από τις οποίες και συμπληρώνονται (άρθρο 534 ΚΠολΔ), είναι κατ’ αποτέλεσμα ορθές και οι προβαλλόμενοι με τον πέμπτο λόγο της έφεσής του αντίθετοι ισχυρισμοί του εναγομένου πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

ΧΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 481, 483, 486 και 926 ΑΚ συνάγεται ότι επί παθητικής ενοχής εις ολόκληρον, η οποία δημιουργείται και όταν από τη συγκλίνουσα και πάντως αντικειμενικά κοινή αδικοπρακτική συμπεριφορά περισσότερων συνυπαιτίων, υπό την έννοια της αιτιώδους συμπράξεως ή συμμετοχής καθενός είτε στην τέλεση της ζημιογόνου πράξεως είτε στην επαγωγή της ζημίας, παράγεται κοινή ευθύνη τους προς αποζημίωση του ζημιωθέντος (ΑΠ 367/2019, ΑΠ 102/2019, ΑΠ 96/2018, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), τα μεταγενέστερα της γεννήσεως της ευθύνης περιστατικά που συντρέχουν στο πρόσωπο ενός μόνον από αυτούς, αν μεν επιβαρύνουν τη θέση των συνοφειλετών ενεργούν υποκειμενικά, ενώ αν λειτουργούν επ’ ωφελεία τους ενεργούν αντικειμενικά (Μ. Καράσης, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου Αστικός Κώδικας, τόμος IΙ, πρώτη έκδοση, 1997, άρθρα 483 – 485, αρ. 1, σελ. 678). Γεγονός με αντικειμενική ενέργεια είναι κατεξοχήν η καταβολή του χρέους, που κατ’ άρθρο 416 ΑΚ και υπό την προϋπόθεση ότι είναι πραγματική (ΑΠ 22/2004, ΝοΒ 2004/1206), επιφέρει απόσβεση της ενοχής (ΑΠ 630/2015, ΕπισκΕΔ 2015/207) αλλά και κάθε άλλος νόμιμος αποσβεστικός λόγος, που επειδή επιφέρει ισοδύναμο προς αυτήν αποτέλεσμα μπορεί να την υποκαταστήσει (ΑΠ 890/2005, Δνη 2005/1116). Η καταβολή επιφέρει απόσβεση μόνον κατά το ποσό που ο δανειστής δικαιούται να αξιώσει από όλους τους συνοφειλέτες, διατηρουμένης της απαιτήσεώς του κατά του ατομικώς ευθυνόμενου συνοφειλέτη, ενώ και η μερική καταβολή ενεργεί αντικειμενικά κατά το αντίστοιχο μέρος και επιφέρει μερική μόνον απόσβεση (Μ. Σταθόπουλος, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 2018, 26 IV, σελ. 1647). Απαλλαγή όλων των συνοφειλετών επέρχεται και όταν ο αποσβεστικός λόγος περιλαμβάνεται σε ευρύτερη συμφωνία που συνάπτει ο ζημιωθείς με έναν από τους εις ολόκληρον συνοφειλέτες, η οποία κατά τα λοιπά, σύμφωνα με το άρθρο 486 ΑΚ, ενεργεί υποκειμενικά (ΑΠ 1220/2001, Δνη 2002/162). Η αντικειμενική ενέργεια της καταβολής προκύπτει από τη ρύθμιση της διατάξεως του άρθρου 483 § 1 εδα. α ΑΚ που αποδίδει αναγκαστικό δίκαιο (ΑΠ 1170/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), υπό την έννοια ότι δεν παράγει έννομες συνέπειες αντίθετη συμφωνία, που καθιστά υποκειμενική την ενέργεια της πραγματώσεως του αποσβεστικού λόγου, διότι αυτό θα αναιρούσε την έννοια της εις ολόκληρον οφειλής (ΑΠ 1694/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αφού θα συνεπαγόταν δυνατότητα πολλαπλής είσπραξης της απαίτησης του δανειστή (τόσες φορές όσοι και συνοφειλέτες του). Πάντως, η δήλωση του δανειστή ότι δεν διατηρεί απαίτηση από έναν εκ των εις ολόκληρον συνοφειλετών του δεν επιφέρει άνευ άλλου τινός απόσβεση της ενοχής όλων αυτών αλλά οι έννομες συνέπειές της εξαρτώνται από την αιτία της απαλλαγής. Πράγματι, η δήλωση αυτή μπορεί να λάβει χώρα όχι μόνο μετά από εξόφληση του δανειστή που επήλθε με καταβολή εκ μέρους του απαλλασσόμενου συνοφειλέτη αλλά και κατόπιν είτε συμβιβασμού του δανειστή με αυτόν είτε αφέσεως του χρέους εκ μέρους του δανειστή. Ο συμβιβασμός, δηλαδή η σύμβαση με την οποία τα μέρη προβαίνουν σε αμοιβαίες υποχωρήσεις και διαλύουν μία φιλονικία τους ή την αβεβαιότητα για κάποια έννομη σχέση (άρθρο 871 εδαφ. α ΑΚ), ενεργεί καταρχήν υπέρ και σε βάρος του συνοφειλέτη με τον οποίο καταρτίστηκε και μόνον αν περιέχει καταβολή προερχόμενη από αυτόν ενεργεί προς όφελος και των λοιπών συνοφειλετών που δε συμμετείχαν στη συμφωνία, οι οποίοι, στα πλαίσια της αντικειμενικής ενέργειας της καταβολής συναπαλλάσσονται, ακόμα και αν δε δεσμεύονται από το συμβιβασμό (ΑΠ 1715/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το ίδιο ισχύει και με τη σύμβαση άφεσης χρέους που επιφέρει μεν απόσβεση της ενοχής (άρθρο 454 ΑΚ), όμως δεν ενεργεί αντικειμενικά (άρθρο 484 ΑΚ), παρά μόνον εφόσον συμφωνήθηκε με τέτοιο σκοπό (ΑΠ 907/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καθώς ο δανειστής και ο αφιέμενος συνοφειλέτης είναι δυνατό να προσδώσουν με τη συμφωνία τους αντικειμενική ενέργεια στην άφεση χρέους, οπότε αυτή λειτουργεί και υπέρ των λοιπών συνοφειλετών επιφέροντας τη συναπαλλαγή τους από την κοινή οφειλή (ΑΠ 1354/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τούτο συμβαίνει διότι ο δανειστής, δικαιούμενος καταρχήν να επιλέξει το πρόσωπο του συνοφειλέτη από τον οποίο θα απαιτήσει την παροχή (ΑΠ 871/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), έχει παρόμοια διακριτική ευχέρεια και ως προς το πρόσωπο εκείνου που θα απαλλάξει. Έτσι, η κατά την κατάρτιση της σύμβασης διατήρηση επιφύλαξης του δανειστή ως προς τα δικαιώματά του έναντι όλων των άλλων συνοφειλετών του η μερικών από αυτούς δεν απαλλάσσει τους τελευταίους, στους οποίους αφορά η επιφύλαξη (ΑΠ 2259/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σε κάθε περίπτωση, τη βούληση αντικειμενικής ενέργειας της άφεσης χρέους ή του συμβιβασμού, που προκύπτει από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, αποδεικνύει εκείνος που την επικαλείται (ΑΠ 150/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και σε περίπτωση αδυναμίας και καταδίκης του διατηρεί το δικαίωμα αναγωγής κατά του συμβιβασθέντος ή αφεθέντος συνοφειλέτη του (Μ. Καράσης, Οφειλή εις ολόκληρον, Ι. Η έννοια, 1990, σελ. 497).

Με τον πρώτο λόγο του από 11.12.2020 προσθέτου δικογράφου της έφεσής του ο εναγόμενος   ……….. επικαλείται την από 29.12.2015 σύμβαση ρυθμίσεως που υπογράφηκε μεταξύ της ενάγουσας και του συνεναχθέντος   ……….., δυνάμει της οποίας ο τελευταίος στις 5.1.2016 κατέβαλε, στα πλαίσια συμβιβαστικής επίλυσης της επίδικης διαφοράς, στην πρώτη το χρηματικό ποσό του ενός εκατομμυρίου τριακοσίων δεκαπέντε χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (1.315.000 $) σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση της υποχρέωσής του από την ένδικη αγωγή και την εκκαλούμενη απόφαση, καθώς και την από 26.8.2019 δήλωση της ενάγουσας ενώπιον της αρμόδιας Ανακρίτριας του Πλημμελειοδικείου Πειραιώς που διεξήγε τακτική ανάκριση σε βάρος αμφοτέρων των εναγομένων και της συζύγου του   ……….., στα πλαίσια ποινικής δίωξης ασκηθείσας μετά την υποβολή εγκλήσεως εκ μέρους της ενάγουσας για τη διερεύνηση κακουργηματικών πράξεων, σύμφωνα με την οποία [δήλωση] η ενάγουσα «δεν έχει ούτε διατηρεί πλέον οποιαδήποτε αξίωση κατά του . ……….. και/ή κατά της συζύγου του  …..» και υποστηρίζει ότι μετά από την εξέλιξη αυτή έχει και ο ίδιος απαλλαγεί από κάθε ευθύνη του λόγω της αντικειμενικής ενέργειας της καταβολής που πραγματοποίησε ο εις ολόκληρον με αυτόν συνοφειλέτης.

Σύμφωνα με όσα ανωτέρω υπό στοιχ. VI της παρούσας εκτέθηκαν ο ισχυρισμός αυτός παραδεκτώς προβάλλεται με πρόσθετο λόγο έφεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου της παραπομπής, αφού συγκροτεί οψιγενή καταλυτική ένσταση (εξοφλήσεως) και είναι νόμιμος στηριζόμενος στις διατάξεις που προαναφέρθηκαν. Από δε την από 29.12.2015 Σύμβαση Ρύθμισης (Settlement Agreement) αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα αποδέχθηκε συμβιβαστική πρόταση του   ……….., που της υποβλήθηκε μετά το πέρας της αστικής αντιδικίας στον πρώτο βαθμό και συμφώνησε να λάβει από αυτόν το χρηματικό ποσόν του ενός εκατομμυρίου τριακοσίων δεκαπέντε χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (1.315.000 $) σε «πλήρη και τελική διευθέτηση μέσω συμβιβασμού όλων των απαιτήσεών της» εναντίον του, που απέρρεαν από την από 8.2.2013 αγωγή της, η οποία έγινε εν μέρει δεκτή με την εκκαλουμένη, κατά της οποίας οι συμβαλλόμενοι άσκησαν αντίθετες εφέσεις. Ειδικότερα, με τη σύμβαση αυτή τα μέρη ενεργώντας με πρόθεση τερματισμού της μεταξύ τους έριδας προέβησαν σε αμοιβαίες υποχωρήσεις και, συγκεκριμένα, η μεν ενάγουσα Τράπεζα ανέλαβε την υποχρέωση να παραιτηθεί από την πολιτική αγωγή που είχε ασκήσει κατά του……….. στα πλαίσια της ποινικής διαδικασίας ενάντιων των εναγομένων που διώχθηκαν για υπεξαίρεση και νομιμοποίηση εσόδων προερχομένων από εγκληματική δραστηριότητα σε βαθμό κακουργήματος και να υποβάλει σχετική δήλωση στο αρμόδιο ανακριτικό όργανο, ενώ παράλληλα δήλωσε, αφενός, ότι μετά την πληρωμή του ποσού του συμβιβασμού θα υπογράψει έγγραφο απαλλαγής (deed of release) του αντισυμβαλλομένου της και, αφετέρου, ότι δεν έχει καμία απολύτως αξίωση κατά της συζύγου και συγκατηγορουμένης του, ο δε ……….. αποδέχθηκε την εκκαλουμένη, υποσχέθηκε να παραιτηθεί τόσο από την έφεσή του κατ’ αυτής, όσο και από την παράσταση που ως πολιτικώς ενάγων είχε δηλώσει με την έγκληση που είχε υποβάλει κατά της ως άνω ……….. και των νομίμων εκπροσώπων της ενάγουσας, χωρίς, πάντως, να αποδέχεται την αδικοπρακτική και οποιαδήποτε άλλη αστική ευθύνη του και δήλωσε ότι παραιτείται από οποιαδήποτε αξίωσή του κατά της Τράπεζας. Σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής στις 26.8.2019 η ενάγουσα υπέβαλε στην Επίκουρη Ανακρίτρια του 6ου Τμήματος του Πλημμελειοδικείου Πειραιώς έγγραφο με το οποίο, αφού αναφέρθηκε στην παραπάνω συμβιβαστική ρύθμιση, αποδέχθηκε ως εύλογες τις εξηγήσεις που έλαβε από τον ……….. ……….., ότι δηλαδή αυτός σε σχέση «προς την επιχείρηση της ……….., … ανεμείχθη απλώς ως επενδυτής και ότι … δεν είχε εμπειρία εν σχέσει προς τις συναλλαγές που συνδέονται με αυτές τις επιχειρήσεις και δεν είχε γνώση της εννοίας και των συνεπειών των εγγράφων που υπεγράφησαν εν σχέσει προς αυτήν και ότι, επομένως, η άρνηση … της ευθύνης του … δια των προτάσεων που υπέβαλε στο πλαίσιο της αγωγής ήταν απολύτως εύλογη και δικαιολογημένη … σε καμία περίπτωση δεν ενείχε πρόθεσιν ενθυλακώσεως περιουσίας της Τράπεζας στη δική του ούτε απόκρυψης ή μετατροπής περιουσίας…» και δήλωσε, πρώτον, ότι ο   ……….. και η σύζυγός του ………. δεν είχαν οποιαδήποτε ανάμειξη στις σε βάρος της πράξεις, δεύτερον, ότι η ίδια δεν διατηρεί πλέον οποιαδήποτε αξίωση κατ’ αυτών, τρίτον, ότι παραιτείται ανεκκλήτως από την εναντίον τους δήλωσή της είτε περί παραστάσεώς της ως πολιτικώς ενάγουσας είτε ως υποστηρίζουσας την κατ’ αυτών κατηγορία, τέταρτον, ότι ο   ……….. «έχει ήδη πλήρως και απολύτως ελευθερωθεί από οποιεσδήποτε υποχρεώσεις έναντι της Τραπέζης είτε εν σχέσει προς την αγωγή ή την απόφαση…» και, πέμπτον, ότι η ίδια έχει ήδη αποδεχθεί την καταβολή του ποσού του συμβιβασμού «ως πλήρη και ολοσχερή εξόφληση κατά πλήρες κεφάλαιο, τόκους και έξοδα του κονδυλίου που αναλογεί στην υποχρέωση» του αντισυμβαλλομένου της. Η ενάγουσα με τις προτάσεις της παρούσας συζήτησης συνομολογεί όλα τα παραπάνω περιστατικά, από τα οποία συνάγεται ότι μεταξύ αυτής και του   ……….., εις ολόκληρον συνοφειλέτη της επίδικης απαίτησης κατά το μείζον μέρος της, επήλθε εξώδικος συμβιβασμός, στα πλαίσια του οποίου η μεν Τράπεζα έλαβε δια καταβολής εκ μέρους του το χρηματικό ποσό του ενός εκατομμυρίου τριακοσίων δεκαπέντε χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (1.315.000 $) στις 5.1.2016 και παραιτήθηκε από το υπόλοιπο της αξιώσεως που της επιδικάστηκε με την εκκαλουμένη, ο δε   ……….. παραιτήθηκε από κάθε ποινική αξίωσή του κατά των προστηθέντων της. Η παραίτηση της ενάγουσας κατά το μέρος της ένδικης απαιτήσεώς της που υπερβαίνει το ποσό για το οποίο επήλθε συμβιβασμός συνιστά άφεση του προς αυτήν χρέους του   ……….. (βλ. σχετ. Α. Μαστρογαμβράκη, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου Αστικός Κώδικας, τόμος IV, πρώτη έκδοση [1982], άρθρο 871, αρ. 27, σελ. 425), ενώ κατά το μέρος της από αυτόν δια καταβολής ικανοποιήσεώς της επήλθε απόσβεση της απαιτήσεώς της, η οποία ενεργεί κατά τα προαναφερθέντα αντικειμενικά και άγει στην απαλλαγή και του εναγομένου   ……….. από την ένδικη υποχρέωσή του κατά το μέρος της για το οποίο υπέχει εις ολόκληρον αδικοπρακτική ευθύνη με τον   ……….., όπως άλλωστε και η ενάγουσα με τις προτάσεις της (σελ. 224) ρητώς παραδέχεται, χωρίς, όμως, να επηρεάζεται η ευθύνη του πρώτου κατά το μέρος της το οποίο υπέχει αυτός έναντι της ενάγουσας ατομικά και όχι εις ολόκληρον με το συνοφειλέτη του, δηλαδή κατά το χρηματικό ποσό των τετρακοσίων σαράντα τεσσάρων χιλιάδων εξακοσίων δέκα δολαρίων ΗΠΑ (444.610 $), που αντιστοιχεί στα χρήματα που εμβάστηκαν από την ……….. κατόπιν εντολής που της χορήγησε ο ίδιος προσωπικά, χωρίς τη συνυπογραφή του συνεταίρου του. Κατά το ποσό, όμως, του χρέους που μετά το συμβιβασμό αφέθηκε από την ενάγουσα υπέρ του   ……….. η από 29.12.2015 συμφωνία αυτών δεν ενεργεί αντικειμενικά και δεν επιφέρει απαλλαγή του   ……….., επειδή τέτοιο αποτέλεσμα δεν συμφωνήθηκε, παρά τα όσα αντίθετα υποστηρίζει ο τελευταίος με τον ερευνώμενο πρόσθετο λόγο της έφεσής του, προς επικουρία των οποίων προσκομίζει την από 15.1.2021 γνωμοδότηση του Αναπληρωτή Καθηγητή της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ …………. Και τούτο διότι η ενάγουσα εξαίρεσε από την απαλλακτική ενέργεια της συμφωνίας της τον εναγόμενο έναντι του οποίου διατύπωσε ρητή επιφύλαξη των δικαιωμάτων της. Ειδικότερα, στη Σύμβαση Ρύθμισης συμφωνήθηκε ότι «…η Τράπεζα διατηρεί … πλήρως όλα τα δικαιώματά της …» εναντίον του που απορρέουν από την από 8.2.2013 αγωγή και την εκκαλουμένη, ενώ και στην από 26.8.2019 δήλωση της ενάγουσας διευκρινίζεται ότι τα εν αυτή ισχύουν «…σε πλήρη αντίθεση με τον   ……….. … [που] με τη συνολική μέχρι σήμερα συμπεριφορά του επιβεβαιών[ει] την πρόθεση ιδιοποιήσεως, μέσω της διαρκούς και συνεχιζόμενης αρνήσεώς του να επιστρέψ[ει] τα υπεξαιρεθέντα αλλά και της κατ’ εξακολούθησιν επιχειρούμενης και διαπραττόμενης παράνομης νομιμοποιήσεως εσόδων – προϊόντων εγκλήματος». Τούτο σημαίνει ότι ο εναγόμενος εξακολουθεί να ενέχεται, πέραν του ως άνω χρηματικού ποσού για το οποίο υπέχει ατομική ευθύνη προς αποζημίωση της ενάγουσας και για τη χρηματική αξία που υπερβαίνει το ποσό του συμβιβασμού (1.315.000 $) έως του συνολικού ύψους της ζημίας που προκλήθηκε στην ενάγουσα από τη συγκλίνουσα  αδικοπρακτική συμπεριφορά αυτού και του συνοφειλέτη του κατά τα ανωτέρω. Κατ’ ακολουθίαν, πρέπει να γίνει να γίνει δεκτή η ένσταση του εναγομένου που προβάλλεται με το δικόγραφο των από 11.12.2020 συμπληρωματικών προσθέτων λόγων της έφεσής του και, κατά παραδοχή εν μέρει της ένδικης αγωγής, να καθοριστεί το οφειλόμενο από αυτόν στην ενάγουσα, ως αποζημίωση για τη ζημία που προκλήθηκε από την αντίθετη προς τα χρηστά ήθη συμπεριφορά του, ποσό σε ένα εκατομμύριο εξακόσιες είκοσι πέντε χιλιάδες πεντακόσια εβδομήντα τρία ευρώ και εξήντα οκτώ λεπτά (1.625.573,68 €), στο οποίο αντιστοιχεί το ποσόν των δύο εκατομμυρίων τετρακοσίων σαράντα χιλιάδων εξακοσίων πενήντα πέντε δολαρίων ΗΠΑ και ενενήντα τεσσάρων σεντς (3.755.655,94 $ – 1.315.000 $ – 2.440.655,94 $) με βάση την ισοτιμία των δύο [2] νομισμάτων κατά το χρόνο επελεύσεως της ζημίας, δηλαδή κατά το χρόνο αποστολής εκάστου των επιδίκων εμβασμάτων, που αποτελεί εν προκειμένω τον κρίσιμο χρόνο αποτίμησης της αποκαθιστάμενης ζημίας της ενάγουσας, που απώλεσε αξία αλλοδαπού νομίσματος (ΟλΑΠ 14/1997, Δνη 1997/1036 =  ΝοΒ 1998/43, Κ. Σαϊτάκης, Ο χρόνος υπολογισμού της ζημίας στην αδικοπρακτική ευθύνη, σε ΝοΒ 2012/1691 – 1711 [1708 επομ.]), όπως έχει ήδη κριθεί στα πλαίσια της παρούσας αντιδικίας, χωρίς η κρίση αυτή να αμφισβητηθεί υποβαλλόμενη στον αναιρετικό έλεγχο.

Στα πλαίσια του ιδίου πρόσθετου λόγου έφεσης ο εναγόμενος επικαλείται περαιτέρω ότι στις παραπάνω δηλώσεις της ενάγουσας δεν προσδιορίζεται ποια κονδύλια της αγωγής εξοφλήθηκαν με την καταβολή του   ……….. και υποστηρίζει ότι για το λόγο αυτό η ένδικη αγωγή έχει καταστεί επιγενομένως αόριστη και απορριπτέα, καθώς και ότι η αοριστία επιτείνεται από το γεγονός ότι στο δικόγραφο άλλης αγωγής της εναντίον του, με την οποία αναζητούνται οι τόκοι του κεφαλαίου της ένδικης απαίτησής της, η ενάγουσα αναφέρει ότι τα καταβληθέντα από τον   ……….. ανέρχονται σε οκτακόσιες είκοσι μία χιλιάδες εννιακόσια δεκαπέντε ευρώ και τριάντα ένα λεπτά (821.915,31 €). Ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι νόμιμος και θα απορριφθεί για τους ακόλουθους λόγους. Απαράδεκτο λόγω αοριστίας του αγωγικού δικογράφου, ως δικονομική κύρωση για την παράβαση εκ μέρους του ενάγοντος της αρχής της τήρησης προδικασίας (άρθρο 111 ΚΠολΔ), ιδρύεται μεν και στην περίπτωση της επιγενόμενης αοριστίας της αγωγής, που μπορεί να προκληθεί είτε λόγω της αμφισβήτησης εκ μέρους του εναγομένου, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, της παραγωγικής βάσης του επιδίκου δικαιώματος (ΑΠ 1825/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) είτε με πράξη του ενάγοντος περιοριστική του αιτήματος της αγωγής του (άρθρα 223 και 295 § 1 ΚΠολΔ), όταν αυτό συντίθεται από περισσότερα κονδύλια, ουδέποτε όμως παράγεται σε χρόνο μεταγενέστερο της συζήτησης της αγωγής στον πρώτο βαθμό (άρθρο 224 εδαφ. β ΚΠολΔ). Μεταγενέστερες ενέργειες των διαδίκων εξώδικες ή δικαστικές, στα πλαίσια της ίδιας ή άλλης δίκης, ούτε καθιστούν ορισμένη την αγωγή που είναι αόριστη ούτε αναιρούν τη συνδρομή της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης της δίκης, αν εξαρχής υφίσταται. Αν το περιουσιακό αντικείμενο της αγωγής (το ύψος της επίδικης χρηματικής απαίτησης) διαφοροποιηθεί κατά την έρευνα της βασιμότητας της αγωγής και διαπιστωθεί είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατά παραδοχή ενστάσεως ότι υπολείπεται έναντι του αιτήματός της, επειδή από την πρωτόδικη συζήτηση της αγωγής και μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης μεσολάβησε μερική εξόφληση του ενάγοντος δια καταβολής στα πλαίσια εξώδικου συμβιβασμού, χωρίς ειδικότερο καθορισμό εκείνων των κονδυλίων από τα περισσότερα που σωρεύθηκαν στην αγωγή, ως προς τα οποία επήλθε απόσβεση της ενοχής, ώστε να προσδιορίζονται αυτά που παραμένουν ανεξόφλητα, ο καταλογισμός μπορεί να γίνει από το δικαστήριο (ΑΠ 1794/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όπως και συνέβη εν προκειμένω, χωρίς για την αιτία αυτή να θίγεται το κύρος του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου.

ΧΙΙ. Με βάση τη διάταξη του άρθρου 1047 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά τους Ν. 3994/2011 και 4335/2015, σε περίπτωση ευθύνης από αδικοπραξία, ακόμα και αν αυτή θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ (ΕφΠειρ. 110/2005, Δνη 2006/248), παρέχεται στο δικαστήριο της ουσίας η δυνητική ευχέρεια να διατάξει την προσωπική κράτηση του οφειλέτη ως μέσο άμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση της ιδιωτικής απαίτησης του δανειστή, εφόσον αυτή υπερβαίνει κατ’ αξία το χρηματικό ποσό των τριάντα χιλιάδων ευρώ (30.000 €) και να καθορίσει εντός των νομίμων ορίων τη χρονική διάρκεια της προσωποκράτησης, που δεν μπορεί να υπερβεί το ένα [1] έτος. Η δυνατότητα απαγγελίας προσωπικής κρατήσεως δεν αντίκειται στο Σύνταγμα (ΑΠ 1380/2013, ΕΕμπΔ 2014/125 = ΧρΙΔ 2014/211, ΑΠ 1353/2011, Ε7 2012/891) ούτε προσκρούει στην ΕΣΔΑ (ΑΠ 29/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αφού συμβάλλει στη διαφύλαξη της κοινωνικής ειρήνης με την εμπέδωση αισθήματος δικαίου, τελεί όμως υπό την επιφύλαξη της αρχής της αναλογικότητας, υπό την έννοια ότι το δικαστήριο αξιολογεί in concreto τις συνθήκες της κάθε ατομικής περίπτωσης και τις σταθμίζει σε σχέση με το σκοπό που εξυπηρετεί το μέτρο της προσωπικής κράτησης, το οποίο λαμβάνει μόνον όταν τελεί σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό και αποτελεί μέσο όχι απλώς πρόσφορο για την ικανοποίηση της απαιτήσεως του δανειστή αλλά και απολύτως αναγκαίο, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια από τη λήψη του να μην υπολείπεται της βλάβης που αναγκαίως θα προκαλέσει με τη στέρηση της προσωπικής ελευθερίας του οφειλέτη (ΑΠ 1232/2014, ΑΠ 1051/2012, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, πρβλ ΟλΑΠ 1/2009, ΝοΒ 2009/573). Έτσι, δυσανάλογη και ασφαλώς καταχρηστική θα είναι η απαγγελία προσωπικής κρατήσεως όταν εξαιτίας της οικονομικής αδυναμίας του οφειλέτη δεν μπορεί να λειτουργήσει ως μέσο πίεσης για την είσπραξη της απαίτησης του δανειστή (ΑΠ 1138/2019, ΕΕμπΔ 2020/97) ή αν, αντιθέτως, υπάρχει περιουσία του πρώτου που είτε μπορεί να κατασχεθεί (ΕφΠειρ. 1252/1987, ΝοΒ 1987/1647 = Δνη 1988/743) είτε έχει ήδη κατασχεθεί (Π. Γέσιου – Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, ΙΙβ/Ειδικό Μέρος, 2018, § 67, αρ. 29, σελ. 373 επομ.) ή αν η προς εκπλήρωση υποχρέωση είναι επουσιώδης (Ν. Αλιβιζάτος, γνμδ, σε ΔΕΕ 2003/732 επομ. [736], όχι, όμως, και όταν ο οφειλέτης έχει την αντικειμενική δυνατότητα εκπλήρωσης της απαίτησης που επιδικάστηκε αλλά αποφεύγει κακόβουλα να την ικανοποιήσει, όπως συμβαίνει όταν διαθέτει επαρκή περιουσία, την οποία όμως ο δανειστής δε δύναται για λόγους νομικούς (επειδή λ.χ. αυτή εντοπίζεται στην αλλοδαπή, όπου δεν επιτρέπεται κατάσχεση με βάση ημεδαπό εκτελεστό τίτλο, βλ. σχετ. Γ. Βελλή, Η προσωπική κράτηση μετά το Ν. 2462/1997, σε Δνη 1999/9 επομ. [12]) ή πραγματικούς (επειδή π.χ. τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη έχουν σκοπίμως αποκρυβεί ή αυτός έχει προβεί σε άλλες ενέργειες προς ματαίωση της ικανοποίησης του δανειστή,  βλ. σχετ. ΑΠ 1597/2000, Δνη 2001/1304) να αξιοποιήσει στο στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, οπότε η απαγγελία της προσωπικής κρατήσεως αποσκοπεί στην κάμψη αυτής ακριβώς της κακοβουλίας του οφειλέτη. Κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας ως προς την επιβολή προσωποκράτησης το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του τα πραγματικά περιστατικά που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι και αξιολογεί, ενδεικτικά αλλά όχι περιοριστικά, πρωτίστως, το ύψος της απαίτησης του δανειστή, τη βαρύτητα της αδικοπραξίας του οφειλέτη και των συνεπειών της, το πταίσμα του εναγομένου και την τυχόν συνυπαιτιότητα του ενάγοντος, τη φερεγγυότητα του υπόχρεου και την καλή ή την κακή του πίστη, το σύνολο της συμπεριφοράς του και τη διάθεσή του σε σχέση με την ικανοποίηση του δικαιούχου, την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των μερών και κάθε άλλο συναφές περιστατικό (ΑΠ 271/2015, Ε7 2015/1131, ΑΠ 1565/2013, Ε7 2014/555 = ΕΕμπΔ 2014/132, Ν. Νίκας, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, ΙΙ, Ειδικό Μέρος, 2018, § 65, αρ. 33, σελ. 893 επομ.). Τα ίδια στοιχεία λαμβάνονται υπόψη και για τον προσδιορισμό της χρονικής διάρκειας της προσωποκράτησης (ΕφΘεσ. 353/2009, Αρμ. 2010/1545), η οποία υπόκειται και αυτή στην εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας. Τέλος, την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ως προς το αίτημα προσωπικής κρατήσεως του εναγομένου οφειλέτη μπορεί να προσβάλλει με λόγο έφεσης και ο ενάγων δανειστής είτε όταν αυτό αποδικάστηκε είτε όταν επιδιώκει την αύξηση της διάρκειας αυτής, που επιβλήθηκε ήδη, ώστε να καταστεί αποτελεσματικότερος ο εξαναγκασμός του οφειλέτη να εκπληρώσει την υποχρέωσή του (ΕφΑθ. 4418/2003, Δνη 2004/222, ΕφΠειρ. 670/2004, Δνη 2005/533, ΕφΑθ. 935/2000, Δνη 2000/1391).

Εν προκειμένω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι ο εναγόμενος   ……….. επιδεικνύοντας ανήθικη συμπεριφορά έγινε πρόξενος ιδιαίτερα μεγάλης οικονομικής ζημίας της ενάγουσας. Από δε την ως άνω ένορκη βεβαίωση του αδελφού του   ……….. προκύπτει επιπλέον ότι ο εναγόμενος είναι κάτοικος εξωτερικού και μέλος οικογένειας με σημαντική ακίνητη περιουσία στην Ελλάδα, στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής [ΗΠΑ], στο Ηνωμένο Βασίλειο και στη Ρουμανία, καθώς και ότι δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στον τομέα των επιχειρήσεων τεχνολογίας, έχοντας επενδύσει προσωπικά από το έτος 1999 κεφάλαια σε δώδεκα [12] τουλάχιστον τέτοιες επιχειρήσεις που εδρεύουν κυρίως στις ΗΠΑ, στο Ισραήλ και στην ημεδαπή, κατέχοντας επιπλέον σήμερα θέσεις στο διοικητικό συμβούλιο α] μιας εκ των παλαιοτέρων εταιριών ναυτιλιακής τεχνολογίας, β] της ταχύτερα αναπτυσσόμενης ελληνικής εταιρίας διανομής τροφίμων πρώτης ανάγκης στο Ηνωμένο Βασίλειο και τη Μέση Ανατολή και γ] της εταιρίας ……… του Ηνωμένου Βασιλείου, που χειρίζεται έργα λιμενικών υποδομών εκεί και στον ηπειρωτικό ευρωπαϊκό χώρο. Επιπλέον, δεν αμφισβητείται ότι ασκεί τον έλεγχο εταιριών που εδρεύουν στην αλλοδαπή, όπως της εταιρίας με την επωνυμία «……….», περί της οποίας έγινε λόγος ανωτέρω και μέσω της οποίας διακίνησε στο παρελθόν χρηματικά ποσά υπερβαίνοντα το ένα εκατομμύριο δολάρια ΗΠΑ (1.000.000 $), ενώ απεδείχθη ότι προκειμένου να μην ευθύνεται προσωπικά και με την ατομική του περιουσία για τις υποχρεώσεις που παράγονται από την επιχειρηματική του δραστηριότητα επιλέγει τη χρήση εταιρικών μορφωμάτων, όπως συνέβη και με την εξωχώρια εταιρία ………… Όμως, παρά τη μεγάλη οικονομική επιφάνεια που διαθέτει, όπως αυτή διαφαίνεται από την ένορκη βεβαίωση του αδελφού του, δεν κατέχει στην Ελλάδα αξιόλογη περιουσία ούτε ακίνητη ούτε κινητή και είναι χαρακτηριστικό ότι επί των κατασχετηρίων που επέδωσε η ενάγουσα στις αρχές του έτους 2017 στις ημεδαπές τραπεζικές εταιρίες ………….., καθώς και στην τράπεζα «…………», τα αντίγραφα των οποίων προσκομίζει ο ίδιος, δεν υπήρξε θετική δήλωση από καμία από αυτές, εις χείρας των οποίων έγινε προσπάθεια αναγκαστικής κατάσχεσης των εναντίον τους απαιτήσεων του εναγομένου. Θετική δήλωση δεν εκπορεύθηκε ούτε από την αλλοδαπή και νομίμως εγκατεστημένη στην Ελλάδα [οικογενειακή του εναγομένου] εταιρία «…………», στην οποία η ενάγουσα επέδωσε ομοίως κατασχετήριο σε χρόνο μεταγενέστερο (το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2017). Από αυτά συνάγεται ότι ο εναγόμενος, αν και έχει αντικειμενική δυνατότητα εκπληρώσεως, έστω και εν μέρει, της απαίτησης που επιδικάστηκε στην ενάγουσα, αποφεύγει σκοπίμως να την ικανοποιήσει και να μεταφέρει κεφάλαια στην ημεδαπή, προκειμένου να αποτρέψει την υπεγγυότητά τους έναντι της δανείστριας. Ενόψει αυτών και λαμβανομένων επιπλέον υπόψη της δολιότητας που επέδειξε κατά την εξέλιξη της δανειακής σχέσης της ……….. με την ενάγουσα, όπως αυτή προπεριγράφηκε, της κακής του πίστης και της πλήρους άρνησής του να αποκαταστήσει τη ζημία που προκάλεσε, κρίνεται ότι πρέπει να εξαναγκαστεί στην εκπλήρωση της υποχρεώσεώς του με προσωπική κράτηση. Επομένως, η εκκαλουμένη, η οποία με την παντελώς αναιτιολόγητη παραδοχή ότι «το μέσο αυτό δεν είναι επιβεβλημένο για τη συμμόρφωση … στις επιταγές της παρούσας» απέρριψε το αίτημα της ενάγουσας περί απαγγελίας προσωπικής κρατήσεως σε βάρος του εναγομένου ως μέσου αναγκαστικής εκτελέσεως, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του άρθρου 1047 ΚΠολΔ και για το λόγο αυτό πρέπει να εξαφανιστεί κατά την αντίστοιχη διάταξή της, κατά παραδοχή ως βάσιμου του τρίτου λόγου της έφεσης της ενάγουσας. Ακολούθως, πρέπει να διαταχθεί η προσωπική κράτηση του εναγομένου για χρονική διάρκεια τεσσάρων [4] μηνών, που με βάση τα ίδια ως άνω στοιχεία κρίνεται αναγκαία και εύλογη.

ΧΙΙΙ. Μετά την τελεσίδικη παραδοχή της από 8.2.2013 αγωγής κατά την έκταση της θεμελιώσεώς της στη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ κρίθηκε με δύναμη δεδικασμένου η ύπαρξη αδικοπρακτικής ευθύνης του εναγομένου, ενώ μετά και την (θετική και αρνητική αντίστοιχα) απόφανση επί των ενστάσεών του περί μερικής εξόφλησης και περί συντρέχοντος πταίσματος της ενάγουσας οριοθετήθηκε και το εύρος της ευθύνης του αυτής, ικανοποιήθηκε δε η δικονομική αξίωση της ενάγουσας, που έλαβε όσα επεδίωκε με την ένδικη αγωγή της αλλά και όσα θα ελάμβανε ακόμα και αν αυτή γινόταν δεκτή σύμφωνα με το άρθρο 914 ΑΚ. Ανακύπτει, επομένως, στο παρόν διαδικαστικό στάδιο, ζήτημα εννόμου συμφέροντος της ενάγουσας στην εξέταση της έτερης αυτής βάσης της αγωγής της, η οποία εισάγεται προς εκδίκαση κατά παραπομπή. Για το ζήτημα αυτό πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα. Όταν για την ίδια ζημία παρέχεται στο ζημιωθέντα αξίωση αποκαταστάσεως από περισσότερους κανόνες δικαίου, που κανείς τους τους δεν είναι ειδικότερος ούτε επικουρικός του άλλου και αυτός ενάγει επικαλούμενος όλες τις διατάξεις, η νομολογία αντιμετωπίζει τις διαφορετικές νομικές θεμελιώσεις της αγωγής του ως περίπτωση συρροής αξιώσεων, καθεμία από τις οποίες, αν και όλες έχουν ως αντικείμενο την ίδια παροχή, είναι μεν αυτοτελής έναντι των λοιπών, υποκείμενη στη δική της ρύθμιση, όμως, η ικανοποίηση της μίας επιφέρει την απόσβεση και των άλλων, εκτός αν κάποια από αυτές έχει ευρύτερο περιεχόμενο, οπότε σώζεται ως προς το επιπλέον, υπό την έννοια ότι μπορεί να ερευνηθεί και, αν κριθεί βάσιμη, να επιδικαστεί, εφόσον παρέχει στον ενάγοντα επιπλέον ωφέλεια (ΑΠ 14/2021, ΑΠ 184/2020, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 93/2019, ΧρΙΔ 2019/671, ΑΠ 1497/2018, Αρμ. 2018/1276, ΑΠ 192/2016, Ε7 2016/843, Δ. Κονδύλης, ο.π., 21, σελ. 410), ενώ τα πράγματα δεν διαφοροποιούνται κατ’ αποτέλεσμα ακόμα και αν υιοθετηθεί η εκδοχή ότι στην περίπτωση αυτή πρόκειται περί συρροής νομίμων βάσεων της ίδιας, ενιαίας, αξιώσεως, που θεμελιώνεται πολλαπλώς στο νόμο (περί της οποίας βλ. ΑΠ 1276/2015, ο.π., ΑΠ 1596/2014, ο.π., με παρατηρήσεις Κ. Στριγγάρη, Απ. Γεωργιάδη, Συρροή αξιώσεων και συρροή νομίμων βάσεων της αξίωσης: Ένας απολογισμός, σε ΧρΙΔ 2016/3 επομ., Π. Παναγιώτου, Νομικά ζητήματα από τη μεταβίβαση επιχείρησης και τη συρροή αξιώσεων στο ουσιαστικό και δικονομικό δίκαιο, σε Δνη 2013/657 επομ., πρβλ Σπ. Τσαντίνη, Δεδικασμένο και νομική αιτία – Αντικειμενικά όρια ιδίως επί συρροής αξιώσεων, 2016, σελ. 164). Έτσι, συρροή αξιώσεων υπάρχει και όταν η αγωγή αποζημιώσεως μπορεί να θεμελιωθεί στις διατάξεις τόσο του άρθρου 914 ΑΚ όσο και 919 του ιδίου Κώδικα (ΑΠ 850/2002, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), η δε καταδίκη του εναγομένου στην αποκατάσταση της ζημίας σύμφωνα με μία από τις διατάξεις αυτές εμποδίζει καταρχήν την έρευνα της βασιμότητας της αξίωσης κατά τη θεμελίωσή της στη συρρέουσα διάταξη, αφού η παραδοχή της αγωγής αποστερεί τον ενάγοντα από το έννομο συμφέρον του. Κατ’ εξαίρεση στην έρευνα αυτή παραδεκτώς προβαίνει το δικαστήριο όταν η παραδοχή της αγωγής και κατά τη συρρέουσα βάση της είναι δυνατό να προσπορίσει στον ενάγοντα περαιτέρω όφελος. Το όφελος μάλιστα αυτό δεν είναι αναγκαίο να προκύπτει ευθέως από το διατακτικό της αποφάσεως. Το έννομο συμφέρον του ενάγοντος πρέπει να θεωρηθεί δεδομένο ακόμα και όταν αυτός αποσκοπεί απλώς στην παραγωγή δεδικασμένου, προοριζόμενου να επιτελέσει προδικαστική λειτουργία σε άλλη δίκη μεταξύ των ιδίων διαδίκων από την έκβαση της οποίας εξαρτά το πρόσθετο όφελός του, όπως συμβαίνει όταν η διαπίστωση της βασιμότητας της συρρέουσας αξίωσης θα αποτελέσει προδικαστικό ζήτημα σε άλλη δίκη στην οποία θα κριθεί άλλη έννομη συνέπεια της ίδιας αδικοπραξίας. Τέτοια περίπτωση ανακύπτει εν προκειμένω, δεδομένου ότι με την ένδικη αγωγή ζητήθηκε η αποκατάσταση της ζημίας της ενάγουσας μόνον κατά κεφάλαιο, ενώ για τους τόκους αυτού ασκήθηκε εναντίον του εναγομένου μεταγενέστερη αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (η με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……/2016 από 25.11.2016 αγωγή), επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 4873/2017 μη οριστική απόφαση, που ανέβαλε τη συζήτησή της μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης επί της ένδικης αγωγής. Το αίτημα της αγωγής εκείνης ήταν η καταβολή στην ενάγουσα τόκων επί κεφαλαίου δύο εκατομμυρίων πεντακοσίων μιας χιλιάδων τετρακοσίων δεκαπέντε ευρώ και ογδόντα πέντε λεπτών (2.501.415,85 €), παραχθέντων από το χρόνο εκτέλεσης καθενός των επίμαχων εμβασμάτων της ……….., κατ’ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 934 ΑΚ, που προϋποθέτει υπερημερία του οφειλέτη ήδη από το χρόνο τέλεσης της κατ’ άρθρο 914 ΑΚ αδικοπραξίας (όταν αυτή συνίσταται σε παράνομη αφαίρεση πράγματος), δηλαδή από χρονικό σημείο προγενέστερο της επίδοσης της ένδικης αγωγής, η οποία, κατά το επικουρικό αίτημα της αγωγής εκείνης, αφετηριάζει τη νόμιμη τοκοφορία της απαιτήσεώς της κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 345 και 919 ΑΚ (βλ. όμως και Απ. Γεωργιάδη, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου Αστικός Κώδικας, τόμος IV, πρώτη έκδοση [1982], άρθρο 934, αρ. 6, σελ. 824, κατά τον οποίο τόκος από της αφαιρέσεως πράγματος οφείλεται και όταν η αφαίρεση γίνεται με πρόθεση και κατά τρόπο ανήθικο). Υπό τα δεδομένα αυτά, η διαπίστωση της βασιμότητας της ένδικης αξίωσης και κατά την έκταση της θεμελιώσεώς της στο άρθρο 914 θα διευρύνει το ποσό που θα λάβει ως αποζημίωσή της η ενάγουσα από την αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγομένου. Μολονότι δε το όφελος αυτό θα προκύψει μελλοντικά στο πλαίσιο άλλης αντιδικίας είναι υφιστάμενο το έννομο συμφέρον της ενάγουσας και στα πλαίσια της παρούσας.

XIV. Κατά τη διάταξη του άρθρου 26 ΑΚ, που εφαρμόζεται επί αδικοπρακτικών εννόμων σχέσεων που εμφανίζουν στοιχεία αλλοδαπότητας, υπό την έννοια της συνδέσεώς τους είτε ως προς το περιεχόμενο και το αντικείμενό τους είτε ως προς τα υποκείμενά τους με περισσότερες έννομες τάξεις και οι οποίες δεν υπάγονται ratione temporis στο πεδίο εφαρμογής του με αριθμό 864/2007 Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ), ο οποίος κατά τα άρθρα 31 και 32 αυτού εφαρμόζεται όταν πρόκειται για ζημιογόνα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα μετά την 11η.1.2009, «Οι ενοχές από αδίκημα διέπονται από το δίκαιο της πολιτείας όπου διαπράχθηκε το αδίκημα». Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι η κύρια σχέση που δημιουργείται από τη διάπραξη αδικήματος στην Ελλάδα και η αντίστοιχη αδικοπρακτική ενοχή διέπονται από το ελληνικό δίκαιο, που αποτελεί τη lex causae της σχέσης. Κατά το δίκαιο αυτό (lex loci delicti commissi) κρίνεται, μεταξύ άλλων, και ο παράνομος χαρακτήρας της πράξης, στην οποία ο ενάγων επιχειρεί να θεμελιώσει την αποζημιωτική αξίωσή του (ΟλΑΠ 10/2011, ΝοΒ 2011/1522 = Δνη 2011/710 = ΧρΙΔ 2011/742 = ΕπιΔικΙΑ 2012/274 = ΕφΑΔ 2011/1167 = ΕΣυγκΔ 2011/215). Όταν, επομένως, στην αγωγή εκτίθεται αδικοπραξία με τη μορφή της προσβολής της περιουσίας του αλλοδαπού ενάγοντος από πράξεις του ημεδαπού εναγομένου που συνιστούν υπεξαίρεση τελεσθείσα στην Ελλάδα, ο παράνομος χαρακτήρας των πράξεων που περιγράφονται στην αγωγή θα κριθεί κατά το υποδεικνυόμενο από το άρθρο 26 ΑΚ ημεδαπό δίκαιο. Συνεπώς, κατά το άρθρο 914 ΑΚ θα κριθεί αν η συγκεκριμένη ιδιοποίηση αποτελεί υπεξαίρεση ως αστικό αδίκημα, αν δηλαδή προσβάλει αλλότρια κυριότητα και, συγκεκριμένα, την κυριότητα του ενάγοντος επί στοιχείου της περιουσίας του, κινητού ή ακινήτου, ενσώματου ή άυλου. Η κυριότητα του εναγομένου αποτελεί έννομη σχέση προκριματική της κύριας και, επειδή το πρόκριμα αυτό εντοπίζεται στη lex causae της κύριας σχέσης, η κτήση της, η έκταση των εξουσιών που παρέχει στο δικαιούχο και η απώλειά της θα κριθούν από το δίκαιο που υποδεικνύουν οι κανόνες συγκρούσεως του forum (βλ. σχετ. Χ. Παμπούκη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, 2020, αρ. 317, σελ. 187 επομ., Σ. Βρέλλη, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου Αστικός Κώδικας, Γενικές Αρχές, 2η έκδοση [2016], τόμος Ια, εισαγωγικές παρατηρήσεις στο Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, αρ. 150 επομ., σελ. 170 επομ., Χ. Τσούκα, Το νομικό καθεστώς των προκριμάτων στο πλαίσιο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, σε Αίνο Μνήμης Καθηγητού Ηλία Κρίσπη, 2015, σελ. 109 – 116 [112], την ίδια, παρατηρήσεις στην ΕφΘεσ. 116/2009, σε ΕΠολΔ 2009/739 επομ., Α. Δούγκα/Β. Κουμπλή, Σκέψεις σχετικά με το εφαρμοστέο στις αδικοπρακτικές ενοχές δίκαιο και τα όριά του, σε ΝοΒ 2013/667 επομ. [678], Ν. Δαβράδο, Ο αναιρετικός έλεγχος του κανόνα συγκρούσεως, σε ΝοΒ 2014/1601 επομ. [1611]) και όχι από το ουσιαστικό δίκαιο του δικάζοντος δικαστή (δηλαδή κατά τις ουσιαστικές διατάξεις του ημεδαπού εμπραγμάτου δικαίου). Αν ο εναγόμενος επικαλείται ότι απέκτησε την κυριότητα που προσβλήθηκε από τον εναγόμενο με παράγωγο τρόπο και, ειδικότερα, με σύμβαση που κατάρτισε με αυτόν, το δίκαιο με βάση το οποίο θα διαπιστωθεί αν υπάρχει ή όχι η συνιστώσα το πρόκριμα έννομη σχέση είναι η lex contractus, δηλαδή, κατά το άρθρο 25 εδαφ. α ΑΚ, το δίκαιο στο οποίο έχουν υποβληθεί οι συμβαλλόμενοι. Εφόσον, επομένως, εν προκειμένω η κυριότητα της ενάγουσας φέρεται να αποκτήθηκε με σύμβαση που τα μέρη υπήγαγαν στο αγγλικό δίκαιο, κατ’ αυτό θα κριθεί το προκριματικό ζήτημα, η λύση του οποίου είναι απαραίτητη για τη στοιχειοθέτηση της αδικοπραξίας που φέρεται ότι τελέστηκε από τον εναγόμενο στην Ελλάδα.

Το αγγλικό δίκαιο των συμβάσεων έχει δικονομική προέλευση και ιστορικά αναπτύχθηκε στη βάση της αδικοπρακτικής ευθύνης, αφού ο οφειλέτης ευθυνόταν όχι επειδή αθέτησε την υπόσχεσή του αλλά γιατί ζημίωσε το δανειστή (Gregory Klass, Introduction to Philosophical Foundations of Contract Law, 2014, σελ. 12, Ι. Ανδρουλιδάκη – Δημητριάδου, Αι υποχρεώσεις συναλλακτικής πίστεως, 1972, σελ. 76 επομ.) και η αποκατάσταση της ζημίας αυτής επιδιωκόταν μέσω ειδικών αγωγών (action of debt, of account, of covenant, of assumpsit κλπ) και ανάλογων δικαστικών ενταλμάτων (writs), που διαμόρφωσαν τις βασικές του αρχές (Απ. Μάνθος, Η σύμβαση υπέρ τρίτου στο ελληνικό και το αγγλικό δίκαιο, δ.δ., 2012, αρ. 3.3, σελ. 36 επομ.). Μεταξύ αυτών προέχουσα θέση έχουν οι αρχές της privity (σχετικότητας της ενοχής), κατά την οποία ο ενοχικός δεσμός είναι αυστηρά προσωπικός και κανείς δεν μπορεί να αποκτήσει δικαιώματα από συμφωνίες άλλων (R. Stone, The Modern Law of Contract, 2002, αρ. 5.1, σελ. 127) και της consideration (αντιπαροχής), κατά την οποία ουδείς δικαιούται σε παροχή από άλλον αν δε του έχει παράσχει προηγουμένως αντάλλαγμα, το οποίο συνίσταται στη ζημία ή την απώλεια ή την ανάληψη κάποιας ευθύνης εκ μέρους του για το οικονομικό όφελος που αποκτά και νοείται ως η αιτία της δεσμεύσεως του υποσχόμενου (E. McKendrick, Contract Law, 2005, αρ. 5.19, D. Κeenan, in Smith & Keenan’ s English Law, 1998, σελ. 201, Μ. Σταθόπουλος, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 2004, § 13, αρ. 11, σελ. 692, υποσ. 13, Απ. Μάνθος, ο.π., αρ. 4.2, σελ. 69). Κατά την ιστορική ανάπτυξη του δικαίου, βέβαια, σε πυρήνα της συμβατικής ενοχής εξελίχθηκε στην Αγγλία η ιδιωτική βούληση και η σύμπτωση της βουλήσεως δύο υποκειμένων (consensus) ανάγεται πλέον σε νόμιμο λόγο ευθύνης αμφοτέρων, καθώς παράγει ενοχή. Εφόσον τα υποκείμενα του δικαίου τελούν υπό καθεστώς διαπραγματευτικής ισότητας έχουν απόλυτη ελευθερία σύναψης σύμβασης και διαμόρφωσης του περιεχομένου της. Με τον τρόπο αυτό η σύμβαση καθίσταται κοινωνικός μηχανισμός με τον οποίο το άτομο εκφράζει την ελευθερία του μέσω ιδιωτικών συμφωνιών που παραμένουν μακριά από κρατική παρέμβαση (Β. Αθανασοπούλου, Η αρχή της υπέρτατης καλής πίστης στη θαλάσσια ασφάλιση – Θεωρητική προσέγγιση σε σχέση με την έννοια της καλής πίστης στο αγγλοσαξωνικό δίκαιο, 2010, σελ. 36) και σ’ αυτό το πλαίσιο το δίκαιο, που διαμορφώνεται νομολογιακά, αποσκοπεί να καταστήσει εφικτή η επίτευξη των εύλογων προσδοκιών των συμβαλλομένων (J. Steyn, Contract Law: Fulfilling  the reasonable expectations of honest men, LQR, vol. 113, 1997, σελ. 433 επομ. [434]). Οι αξιολογήσεις αυτές επηρεάζουν και την ερμηνεία των συμβάσεων, που αποτελεί έργο του δικαστή, ο οποίος οφείλει να παραμείνει προσηλωμένος στη συγκεκριμένη διατύπωση των συμβατικών όρων, ώστε να διασφαλιστεί όχι μόνο η αναγκαία προβλεψιμότητα ως προς την έκβαση κάθε υπόθεσης αλλά και η υλοποίηση της ιδιωτικής βούλησης, εφόσον, βέβαια, αυτή δεν εξέρχεται των ορίων της κοινής συναλλακτικής λογικής, η οποία μπορεί να αποτελέσει το κριτήριο προκρίσεως μιας ερμηνευτικής εκδοχής έναντι άλλης εξίσου υποστηρίξιμης (Lukoil Asia Pacific PTE Ltd v. Ocean Tankers [PTE] Ltd, “Osean Neptune”, [2018], EWHC 163). Αφετηρία του ερμηνευτικού εγχειρήματος για ένα αγγλικό δικαστήριο αποτελεί η μη υπέρβαση από το δικαστή του λογικού νοήματος που τα μέρη προσέδωσαν στις δηλώσεις τους και στους όρους που χρησιμοποίησαν, αφού οι συμβαλλόμενοι διατηρούν σε κάθε περίπτωση την κυριαρχία επί της συμβάσεώς τους (Society of Lloyd’s v. Robinson, HL [1999] 1 WLR 756, [1999] UKHL 22, [1999] Lloyd’s Rep IR 329, Lewison, The Interpretation of Contracts, 1997, ch. 4.01, σελ. 85, C. MacMillan/R. Stone, Elements of the law of contact, 2012, 1.4.3, σελ. 8), χωρίς να καταλείπεται καταρχήν περιθώριο διαφοροποίησης της συμβατικής διατύπωσης, που έχει ένα σαφές και λογικό περιεχόμενο, με βάση τις διαπραγματεύσεις που προηγήθηκαν της συνάψεως της σύμβασης (Chartbrook Ltd and another v. Persimmon Homes Ltd and another [2009] UKHL 38) ή της μεταγενέστερης συμπεριφοράς των συμβληθέντων [Hyundai Merchant Marine Co Ltd v Daelim Corporation The Gaz Energy [2011] EWHC 3108 (Comm)]. Τις βασικές αρχές της ερμηνείας των συμβάσεων κατά το αγγλικό δίκαιο έθεσε το Ανώτατο Δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου (της Αγγλίας, της Ουαλίας και της Βόρειας Ιρλανδίας: House of Lords και ήδη από το έτος 2009 Supreme Court) με τις αποφάσεις του Investors Compensation Scheme v. West Bromwich Building Society [1997] UKHL 28, Arnold v. Britton [2015] UKSC 36 και Wood v Capita Insurance Services Ltd [2017] AC 1173, με τις οποίες έγινε δεκτό ότι η σαφήνεια του συμβατικού κειμένου και το μονοσήμαντο της λεκτικής διατύπωσης, όταν διαπιστώνονται, αποτελούν το καταληκτικό σημείο της ερμηνευτικής διεργασίας, ότι για την ερμηνεία του νοήματος των φράσεων που χρησιμοποιήθηκαν κριτήριο δεν είναι η υποκειμενική πρόθεση των συμβαλλομένων αλλά η αντικειμενική εντύπωση που αποκομίζει ένας μέσος συνετός άνθρωπος με γνώση των γεγονότων και του πλαισίου της συγκεκριμένης εμπορικής και επιχειρηματικής δραστηριότητας, ότι σε περίπτωση αμφισημίας το δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να αποβλέψει στις περιρρέουσες περιστάσεις, που συγκροτούν το υπόβαθρο της συμβάσεως (surrounding circumstances/matrix/background, βλ. σχετ. National Bank of Sharjah v. Dellborg [1997] EWCA Civ 2070) και ότι, προκειμένου να περισώσει τη λειτουργικότητα της συμβάσεως, το δικαστήριο δύναται τότε να αξιοποιήσει ερμηνευτικά τον εμπορικό σκοπό της (commercial purpose), χωρίς όμως να του επιτρέπεται η διαφοροποίηση ή η ανάπλαση της σύμβασης με βάση τις υποθέσεις του δικαστή όσον αφορά τις επιδιώξεις των μερών και το δίκαιο ή μη αποτέλεσμα της συμφωνίας τους. Στα πλαίσια αυτά πρέπει να γίνει δεκτό ότι κατά το αγγλικό δίκαιο η διορθωτική ερμηνεία επιτρέπεται υπό προϋποθέσεις και εφόσον αποδίδει τις πραγματικές προθέσεις των συμβαλλομένων μερών (Cherry Tree Investements Ltd v. Landmain Ltd [2012] EWCA Civ 736), καθώς και ότι επί συναρτώμενων συμβάσεων, όπως συμβαίνει όταν η μία είναι εκτελεστική της άλλης, που ρυθμίζουν όμως με διαφορετικό τρόπο παρόμοια ζητήματα, προβάδισμα θα δοθεί στο κείμενο της ερμηνευόμενης εκτελεστικής σύμβασης, που θα εκτιμηθεί μεν στο πλαίσιο της κύριας αλλά ουδέποτε θα αλλοιωθεί τόσο, ώστε η ερμηνεία του να αποδώσει διαφορετική της αρχικής συμφωνία των μερών («να ξαναγραφεί το συμβόλαιο»: Lloyds TSB Foundation for Scotland v Lloyds Group plc [2013] 1 WLR 366, βλ. και Π. Πολυβίου, Το Δίκαιο των Συμβάσεων στο Κοινοδίκαιο και το Κυπριακό Δίκαιο, 2021, τόμος Β, σελ. 528 – 530). Εξάλλου, οι συμβάσεις είναι κυρίως επαχθείς και αμφοτεροβαρείς (λόγω της consideration), ενώ για τις χαριστικές (gifts) επιβάλλεται συνήθως η τήρηση έγγραφου τύπου (under deed), που ελλείψει ανταλλάγματος αποτελεί μόνη αυτή το λόγο παραγωγής δέσμευσης (Απ. Μάνθος, ο.π., αρ. 4.3, σελ. 71). Οι χαριστικές δικαιοπραξίες είναι ταυτόχρονα και εκποιητικές, αφού οι υποσχετικές για το κύρος τους απαιτούν αντάλλαγμα. Περαιτέρω, πηγές του αγγλικού δικαίου (γενικά και των συμβάσεων ειδικότερα) αποτελούν καταρχάς οι κανόνες του κοινοδικαίου (common law) και της γραπτής νομοθεσίας (legislation, statutory rules). Το common law είναι σύνολο άγραφων κανόνων δικαίου, που διαμορφώθηκαν κατά το Μεσαίωνα και στηρίζονται σε έθιμα και γενικές αρχές τις οποίες εφάρμοζαν κατά τρόπο άκαμπτο και αυστηρό τα δικαστήρια της βασιλικής δικαιοδοσίας, που δεν είχαν ευχέρεια παρεκκλίσεως και αδυνατούσαν έτσι πολλές φορές να εξισορροπήσουν τα συγκρουόμενα συμφέροντα και να επιτύχουν ένα δίκαιο αποτέλεσμα, όταν οι συγκεκριμένες περιπτώσεις εμφάνιζαν ιδιαιτερότητες και οι συνθήκες είτε δεν επέτρεπαν την παροχή ενδίκου βοηθήματος (remedy) είτε καθιστούσαν το παρεχόμενο βοήθημα ανεπαρκές. Για το λόγο αυτό από το 16ο αιώνα παράλληλα προς το common law διαμορφώθηκε στην Αγγλία το δίκαιο της Equity (Επιείκειας ή Ευθυδικίας), το οποίο απένειμαν δικαστήρια ξεχωριστής δικαιοδοσίας και, συγκεκριμένα, τα Chancery Courts (δικαστήρια του Καγκελαρίου), οι δικαστές των οποίων είχαν την εξουσία να ερμηνεύουν και να εφαρμόζουν τους νόμους με τέτοιο τρόπο, ώστε να εξασφαλίζεται μια δίκαιη και ορθή επίλυση της διαφοράς, παρέχοντας ταυτόχρονα στους ιδιώτες ένδικα βοηθήματα (equitable remedies), διαφορετικά από αυτά του κοινοδικαίου (Α. Ν. Γιαννόπουλος, Εμπίστευμα [Trust] και Civil Law: Η εμπειρία της Λουϊζιάνα, σε Δνη 1999/988 επομ. [991]). Η ικανοποίηση των δικαιωμάτων που αναγνώριζε το τελευταίο (rights at law/legal rights) μπορούσε να επιδιωχθεί στα δικαστήρια του common law, ενώ ενώπιον των δικαστηρίων της Equity μπορούσε να επιδιωχθεί η ικανοποίηση μόνον δικαιωμάτων κατ’ επιείκεια (equitable rights/rights in equity). Το δυαδικό αυτό δικονομικό σύστημα είχε αντίκτυπο και στο ουσιαστικό δίκαιο, αφού στην πραγματικότητα οδήγησε στη δυαδική σύλληψη του δικαιώματος, επί του οποίου κατέστη νοητή η ύπαρξη δύο τίτλων, ενός από το νόμο (legal title) και ενός κατ’ επιείκεια (equitable title). Η Equity δεν αλλοίωνε το νόμιμο δικαίωμα, του οποίου την ύπαρξη αντιθέτως προϋπέθετε, δεν το αφαιρούσε από το νόμιμο φορέα του ούτε το προσένειμε στον κατ’ επιείκεια δικαιούχο, απλώς παρείχε σ’ αυτόν ένα μέσο, ώστε να επιτευχθεί ένα ισοδύναμο αποτέλεσμα, το οποίο το common law δεν απαγόρευε μεν αλλά και δεν μπορούσε το ίδιο να προσπορίσει, επειδή δεν πληρούνταν in concreto οι αυστηρές προϋποθέσεις του. Έτσι, η Equity, χωρίς να παραβιάζει το common law, δημιουργούσε ένα νέο δικαίωμα που σχετιζόταν με το νόμιμο και το περιόριζε κατά την άσκησή του, υπό την έννοια ότι ο δικαιούχος at law εξακολουθούσε να είναι πλήρως δικαιούχος έναντι όλων των άλλων κοινωνών του δικαίου, υπείχε όμως συγκεκριμένες δεσμεύσεις έναντι του δικαιούχου in equity. Από την άποψη αυτή τα δικαιώματα (titles) που παρείχαν το common law και η Equity δεν ήταν ανταγωνιστικά μεταξύ τους. Στο ειδικότερο πεδίο της εκχωρήσεως (assignment) των απαιτήσεων, την οποία δεν αναγνώριζε το common law, επειδή ήταν αντίθετη στην αρχή της privity, που απαγόρευε να επιβληθεί στον οφειλέτη (debtor) ως δανειστής του πρόσωπο άλλο από εκείνον που ο ίδιος επέλεξε ως αντισυμβαλλόμενό του (B. McFarlane, Avoiding Anarchy? Common Law v Equity & Maitland v Hohfeld, in Equity and Law: Fusion and Fission, 2018, σελ. 1 – 25 [18]), τα έννομα αποτελέσματά της μπορούσαν να επέλθουν at law μέσω άλλων θεσμών, όπως η αναδοχή χρέους (novation), για την οποία όμως ήταν υποχρεωτική η συμμετοχή του οφειλέτη της παροχής (H. Bennet, The Law of Marine Insurance, 2007, αρ. 20.12, σελ. 602) ή η εξουσιοδότηση προς είσπραξη (letter ή power of attorney), η οποία όμως εμφάνιζε το μειονέκτημα ότι ήταν ανακλητή (revocable) και δεν παρείχε διασφάλιση στον εκδοχέα (πληρεξούσιο) περί του ότι ο εκχωρητής δεν θα εισπράξει μόνος του την απαίτηση από τον οφειλέτη. Για την αντιμετώπιση των δυσχερειών αυτών τα δικαστήρια της Ευθυδικίας δέχονταν ότι η εκχώρηση, που δεν μπορούσε να συναφθεί κατά το κοινοδίκαιο ούτε να μεταβάλει έναντι του οφειλέτη το πρόσωπο του δανειστή, ναι μεν δεν αλλοίωνε το συμβατικό δεσμό από τον οποίο απέρρεε η εκχωρούμενη απαίτηση, αλλά, χωρίς να την αφαιρεί από τον εκχωρητή (assignor), παρείχε κατ’ αυτού στον εκδοχέα (assignee) μια αξίωση, ώστε με την άσκησή της να επιτευχθεί ένα ισοδύναμο αποτέλεσμα, λ.χ να υποχρεωθεί ο εκχωρητής να ασκήσει το συμβατικό του δικαίωμα έναντι του οφειλέτη, προκειμένου να εισπράξει την απαίτηση προς όφελος του εκδοχέα ή να του απαγορευθεί με δικαστική εντολή η είσπραξη της απαίτησης προς βλάβη του εκδοχέα (J. Edelman/S. Elliott, Two Conceptions of Equitable Assignment, [2015] 131, LQR 228). Κατά τις αρχές (maxims) της Equity η εκχώρηση ουδέποτε επέφερε μεταβίβαση της απαίτησης ούτε έναντι του οφειλέτη ούτε έναντι των μερών, αφού προϋπόθεση για να ασκηθεί το κατ’ επιείκεια δικαίωμα του εκδοχέα αποτελούσε να παραμένει ο εκχωρητής δικαιούχος της απαιτήσεως που εκχωρήθηκε. Η κατάσταση που διαμόρφωνε η Equity στο πεδίο της εκχωρήσεως εμφάνιζε χαρακτηριστικές και ουσιώδεις ομοιότητες προς το θεσμό του εμπιστεύματος (trust), που αποτελούσε και αυτός προϊόν της Επιείκειας και μπορεί να οριστεί ως η έννομη σχέση που δημιουργείται όταν ένα περιουσιακό στοιχείο επιβαρύνεται με την καταπιστευτική υποχρέωση της διαχείρισής του από τον εμπιστευματοδόχο (trustee) προς όφελος άλλου προσώπου (beneficiary). Κατ’ ουσίαν το trust αποτελεί ένα ιδιοκτησιακό δικαίωμα, το οποίο βασίζεται στη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ trustee και beneficiary και υπό την έννοια αυτή συνιστούσε αρχικά έναν κατ’ ευθυδικία ενοχικό περιορισμό του νόμιμου δικαιώματος (για το trust γενικά βλ. Χ. Δεληγιάννη – Δημητράκου, Trust και Καταπίστευση, 2002, passim, Π. Κορνηλάκη, Η γέννηση και ανέλιξη του θεσμού του trust στο αγγλοσαξωνικό δίκαιο, Αρμ. 1977/243 επομ., Γ. Καρύμπαλη – Τσίπτσιου, Property and Trust Law in Hellas, 2003, E. Τροβά, Trust: Μια απόπειρα συμφιλίωσης του ηπειρωτικού με το αγγλοσαξονικό σύστημα δικαίου, ΕΕΕυρΔ 1994, σ. 480 – 509, Ε. Ματθαίου, Ο θεσμός του trust του αγγλοσαξωνικού δικαίου και συγκριτική θεώρηση με ανάλογους θεσμούς των ηπειρωτικών δικαίων, ΕπιστΕπετΔΣΘ 1996/69 επομ.). Κατ’ αναλογία, ο εκχωρητής ως trustee παρέμενε φορέας του εκ του νόμου δικαιώματος στο περιουσιακό στοιχείο, επί του οποίου λάμβανε χώρα η σύσταση του trust και ο εκδοχέας είχε τη θέση του beneficiary in equity (P. Walton, Assignments of Book Debts – outright transfers of rights or unregistered securities? Wolverhampton Law Journal 2018, σελ. 1 – 19 [14]).  Κατ’ ουσίαν τα δικαστήρια της Equity επέβαλαν με τον τρόπο αυτό στον εκχωρητή μια (διαχειριστικής φύσεως) υποχρέωση για να προστατέψουν το συμφέρον (interest) του εκδοχέα, στον οποίο επέτρεπαν να ελέγχει την άσκηση του δικαιώματος του εκχωρητή. Για την πληρέστερη δε προστασία του εκδοχέα, ενόψει του ότι η εκχώρηση δεν παρήγαγε προσωπικό ενοχικό δεσμό αυτού με τον οφειλέτη, έγινε εξελικτικά δεκτό ότι το equitable right (τόσο επί trust όσο και επί εκχωρήσεως) έπρεπε να ασκείται και κατά του κακόπιστου διαδόχου του εκχωρητή (Westdeutsche Landesbank Girozentrale v Islington London Borough Council, HL, [1996] AC 669) αλλά και να ενεργεί in rem, υπό την έννοια ότι το καθήκον διαχείρισης προς όφελος του beneficiary καταλάμβανε και το υποκατάστατο της εκχωρηθείσας απαίτησης μετά την είσπραξή της από τον εκχωρητή (Β. McFarlane/R. Stevens, What’s Special about Equity? Rights about Rights, in D. Klimchuck/I. Somet/H. E. Smith, Philosophical Foundations of the Law of Equity, 2020, σελ. 191 – 209). Τούτο συνέβη κατ’ εφαρμογή της αρχής της Επιείκειας, που αντιμετωπίζει ως γενόμενο αυτό που θα έπρεπε να γίνει (“Equity treats as done that which should be done”), σύμφωνα με την οποία όταν ο trustee (και ανάλογα ο εκχωρητής) οφείλει να διατηρεί ένα περιουσιακό στοιχείο, ατομικά και όχι κατά γένος προσδιορισμένο, για λογαριασμό του beneficiary (και ανάλογα του εκδοχέα) και προς όφελός του, δυνάμενος να υποχρεωθεί προς τούτο από αυτόν κατ’ επιείκεια, η ενοχική υποχρέωση μετατρέπεται σε περιουσιακό δικαίωμα under trust (S. Zogg, Proprietary Consequences in Defective Transfers of Ownership, 2020, σελ. 264). Αντικείμενο της κατ’ ευθυδικία εκχωρήσεως (equitable assignment) μπορούσε να είναι κάθε περιουσιακής φύσεως αξίωση (chose in action), δηλαδή κάθε ενοχική απαίτηση που μπορούσε να επιδιωχθεί με αγωγή και όχι με ανάκτηση της φυσικής κατοχής, που δεν αποτελούσε δηλαδή εμπράγματη αξίωση (M. Furmston, Law of Contract, 2007, σελ. 1403, G. Tolhurst, The Assignment of Contractual Rights, 2003, 2.2, σελ. 9) ούτε απλώς δικονομικό δικαίωμα (remedy), ανεξαρτήτως ήταν ήδη υφιστάμενη ή μέλλουσα και αν αναγνωριζόταν at law ή μόνον in equity (A. Guest on The Law of Assignment, 2018, 1-07, σελ. 4), με την καταρχήν και για λόγους σχετιζόμενους με τη δημόσια τάξη εξαίρεση όσων απαιτήσεων προέκυπταν από την τέλεση αδικήματος (tort), από την παραβίαση συμβάσεως (contract already been broken) και των αποκαταστατικών απαιτήσεων (restitutional claims) από αδικαιολόγητο πλουτισμό (unjust enrichement), που μόνο υπό προϋποθέσεις μπορούσαν να εκχωρηθούν (Simpson v. Norfolk and Norwich University Hospital NHS Trust, [2011] EWCA Civ 1149, A. Guest, ο.π., 1-18 επομ., σελ. 11 επομ.), καθώς και των απαιτήσεων των οποίων είχε συμφωνηθεί το ανεκχώρητο (Barbados Trust Company Ltd v. Bank of Zambia [2007] EWCA Civ 148, [2007] 1 Lloyd’s Rep 495, Linden Gardens Trust Ltd v. Lenesta Sludge Disposals Ltd [1994] AC 85, [1993] 3 All E.R. 417, M. Bridge, The nature of assignment and non – assignment clauses, 2015, LQR, GJ Tolhurst/JW Carter, Prohibitions on assignment: contract or property?, Butterworths Journal of International Banking and Financial Law, 2014, σελ. 692 επομ., R. Goode, Contractual Prohibitions against Assignment, 2009, L.M.C.L.Q, σελ. 300 επομ.) ή συνδέονταν στενά με το πρόσωπο του δανειστή (personal to assignor, βλ. σχετ. G. Tolhurst, Assignment of contractual rights: The apparent reformulation of the personal rights rule, 2007). Μέλλουσα απαίτηση (με χρονικό σημείο γεννήσεώς της μεταγενέστερο της εκχωρήσεως) δεν μπορούσε να εκχωρηθεί at law, αφού κατά νόμο δεν υπήρχε, ήταν όμως δυνατή η εκχώρησή της κατ’ επιείκεια, που την ανάληψη της σχετικής υποχρέωσης εκ μέρους του εκχωρητή αντιμετώπιζε ως υπόσχεση εκχωρήσεως (agreement of assignment) και τη θεωρούσε έγκυρη εφόσον υποστηριζόταν από αντάλλαγμα (consideration) και αφορούσε απαίτηση επαρκώς προσδιορισμένη (R. Goode, Legal Problems of Credit and Security, 2003, αρ. 3 – 11, Γ. Γεωργιάδης, Η εκχώρηση μελλοντικής απαίτησης, 2006, σελ. 48). Το ίδιο ίσχυε και στην περίπτωση της συμφωνίας περί εκχωρήσεως στο μέλλον μιας ήδη υφιστάμενης απαίτησης (Chitty on Contracts, 2018, 19 – 032, σελ. 1528, R. Stone, ο.π., αρ. 6.2.2, σελ. 175), την οποία η Equity αντιμετώπιζε ως εκχώρηση υπό αναβλητική αίρεση (condition precedent, περί της οποίας βλ. R. Stone, ο.π., 18.4.3, σελ. 417, Ε. McKendrick, ο.π., 10.2) ή προθεσμία. Η εκχώρηση της μέλλουσας απαίτησης επέφερε τα αποτελέσματά της αμέσως μόλις η απαίτηση λάμβανε υπόσταση, δηλαδή με την κατάρτιση της δικαιοπραξίας από την οποία θα απέρρεε, χωρίς να απαιτείται άλλη ενέργεια από τον εκχωρητή (Chitty, ο.π., 19 – 033, σελ. 1529). Για το κύρος της κατ’ ευθυδικία εκχωρήσεως αρκούσε η διαπίστωση της πρόθεσης του εκχωρητή προς άμεση μεταβίβαση του δικαιώματός του, το οποίο έπρεπε να καθορίζεται με επάρκεια (Finlan v. Eyton Morris Winfield [2007] EWHC 914 [Ch], Phelps v. Spon – Smith & Co, CD [2001] B.P.I.R.), χωρίς να προσαπαιτείται αναγγελία της στον οφειλέτη (Weddell v JA Pearce and Major [1988] Ch 26, R. Stone, 6.2.2, σελ. 175, C. H. Tham, Understanding The Law of Assignment, 2019, σελ. 16), παρά την αδιαμφισβήτητη χρησιμότητά της, που ανέκυπτε κυρίως όταν έπρεπε να καθοριστεί η χρονική προτεραιότητα μεταξύ περισσοτέρων διαδοχικών εκχωρήσεων (Chitty, ο.π., 19 – 070, σελ. 1545, H. Bennett, ο.π., αρ. 20.13, σελ. 602). Κατ’ εφαρμογή της αρχής ότι με την εκχώρηση δε μπορεί να καταστεί επαχθέστερη η νομική θέση του οφειλέτη (J. Beatson/A. Burrows/J. Cartwright, in Anson’s Law of Contract, 2016, ch. 22, σελ. 707), ο τελευταίος μπορούσε να αντιτάξει κατά του εκδοχέα όλες τις ενστάσεις που είχε κατά του εκχωρητή πριν την αναγγελία και μεταξύ αυτών και του συμψηφισμού (Bibby Factors Northwest Ltd v. HFD Ltd [2015] EWCA Civ 1908, [2016] 1 Lloyd’s Rep 517, E Pfeiffer WeinKellerei – Weineinkauf GmbH & Co v. Arbuthnot Factors Ltd [1988] 1 WLR 150). Βέβαια, ο εκδοχέας δεν μπορούσε να προσφύγει στα δικαστήρια του common law για να επιδιώξει έναντι του οφειλέτη την ικανοποίηση της εκχωρηθείσας αξιώσεως, επειδή δεν είχε δικαίωμα δυνάμενο να προβληθεί στα δικαστήρια αυτά, αφού το κοινοδίκαιο, όπως προαναφέρθηκε, δεν αναγνώριζε την εκχώρηση των απαιτήσεων και εξακολουθούσε να θεωρεί ως δικαιούχο μόνον τον εκχωρητή. Μπορούσε, όμως, να απευθυνθεί στα δικαστήρια της Equity, που αναγνώριζαν τα beneficiary interest under a trust. Αν, πάντως, αντικείμενο της εκχωρήσεως ήταν μια αξίωση αναγνωριζόμενη at law, όπως η αξίωση για την εκπλήρωση μιας σύμβασης μεταξύ άλλων συναφθείσας (Belmont Park Inv. PTY v. BNY Corporate Trustee Services Ltd [2011] UKSC 38, [2012] 1 AC 383, [2012] 1 All ER 505, [2012] 1 AC 383, Murungaru v. Secretary of State [2008] EWCA Civ 1015), έπρεπε να συμμετάσχει στη δίκη και ο εκχωρητής, αφού αυτός ήταν ο δικαιούχος at law, θα τον δέσμευε άλλωστε και το δεδικασμένο (res judicata). Για τους λόγους αυτούς αλλά και για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο ο οφειλέτης να αντιμετωπίσει δύο δανειστές σε ξεχωριστές δίκες ο εκδοχέας έπρεπε να προσεπικαλέσει τον εκχωρητή, ώστε να μετάσχει στην αντιδικία είτε ως πρόσθετος ενάγων (co – plaintiff και ήδη co – claimant) είτε και ως συνεναγόμενος (co – defendant), αν αμφισβητούσε την εκχώρηση (Chitty, ο.π., 19-039, σελ. 1532, C. H. Tham, Notice of assignment and discharge by performance, 2010, Lloyd’s Maritime and Commercial Law Quarterly, σελ. 38 – 80 [40]). Κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα κρίθηκαν ώριμες οι συνθήκες ώστε να αναγνωριστεί at law η εκχώρηση κατά τρόπο που να δύναται υπό προϋποθέσεις να αλλοιώσει το συμβατικό δεσμό μεταξύ εκχωρητή και οφειλέτη και να επιφέρει μεταβίβαση της απαιτήσεως του πρώτου στον εκδοχέα, μεταβάλλοντας ταυτόχρονα το πρόσωπο του δανειστή της εκχωρούμενης απαίτησης. Επειδή δε κρίθηκε ότι η μεταβολή αυτή έπρεπε να μπορεί να επέλθει και χωρίς τη συναίνεση του οφειλέτη, θεωρήθηκε αναγκαία, λόγω της ισχύος της αρχής της privity, η νομοθετική παρέμβαση. Παράλληλα, αποφασίστηκε η ενοποίηση των χωριστών δικαιοδοσιών των αγγλικών δικαστηρίων και με τους νόμους περί Διοικήσεως Δικαστηρίων (Judicature Acts) του 1873 και του 1875 τα δικαστήρια του common law και της Equity συγχωνεύθηκαν σε μία ενιαία δικαιοδοσία [του High Court of Justice, του οποίου οι αποφάσεις προσβάλλονται ενώπιον του Court of Appeal και σε επόμενο βαθμό κρίνονται από το Ανώτατο Δικαστήριο], χωρίς όμως να συγχωνευθούν ταυτόχρονα και οι ουσιαστικοί κανόνες, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί η αναγνώριση και εκτέλεση (enforcement) δικαιωμάτων παρεχομένων τόσο από το νόμο (statutory rules και common law) όσο και από την Equity (βλ. την υπ’ αριθμ. 372/21.8.2015 νομική πληροφορία του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου, που παρασχέθηκε κατ’ αίτηση της ενάγουσας). Στο πεδίο της εκχωρήσεως ο νομοθέτης από το σύνολο των απαιτήσεων που μπορούσαν να εκχωρηθούν κατ’ ευθυδικία αποχώρισε ορισμένες, για τις οποίες όρισε ότι η εκχώρησή τους μπορεί, υπό τους όρους του νόμου, να μεταβιβάσει στον εκδοχέα τα δικαιώματα του εκχωρητή, ώστε να ασκούνται πλέον κατά του οφειλέτη από αυτόν ιδίω ονόματι. Έτσι, με το s. 25 (6)] του Judicature Act του 1873 ορίστηκε ότι «Οποιαδήποτε απόλυτη εκχώρηση (absolute assignment) που γίνεται εγγράφως από τον εκχωρητή (η οποία δεν έχει σκοπό να είναι μόνον επιβαρυντική) οποιασδήποτε οφειλής ή άλλης χρηματικής αξίωσης, για την οποία έχει γίνει ρητή αναγγελία στον οφειλέτη, τον εμπιστευματοδόχο ή σε άλλο πρόσωπο από το οποίο ο εκχωρητής θα εδικαιούτο να αξιώσει αυτή την οφειλή ή τη χρηματική αξίωση, έχει κατά νόμο ως αποτέλεσμα [με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων εξ επιεικείας που έχουν προτεραιότητα έναντι του δικαιώματος του εκδοχέα] τη μεταβίβαση από την ημερομηνία της αναγγελίας αυτής: α) του νόμιμου δικαιώματος σε αυτή την οφειλή ή χρηματική αξίωση, β) όλων των εκ του νόμου και των άλλων βοηθημάτων για τα ανωτέρω και γ) της εξουσίας να δίδεται απαλλαγή από τις ως άνω υποχρεώσεις χωρίς τη συναίνεση του εκχωρητή, υπό την προϋπόθεση ότι, αν ο οφειλέτης, ο εμπιστευματοδόχος ή το άλλο πρόσωπο που ευθύνεται αναφορικά με αυτή την οφειλή ή χρηματική αξίωση έχει λάβει ειδοποίηση (αναγγελία): α) ότι ο εκχωρητής ή άλλο πρόσωπο το οποίο προβάλλει αξίωση εξ αυτού αμφισβητεί την εκχώρηση ή β) περί οποιωνδήποτε άλλων αντίθετων ή συγκρουόμενων αξιώσεων επί αυτής της οφειλής ή χρηματικής αξίωσης, μπορεί, εφόσον το θεωρεί σκόπιμο, είτε να προσεπικαλέσει τα πρόσωπα που προβάλλουν αξίωση επί των ανωτέρω είτε να καταβάλει την οφειλή ή χρηματική αξίωση στο δικαστήριο …». Η ρύθμιση αυτή παρέμεινε αναλλοίωτη και μετά την εισαγωγή το έτος 1925 του Νόμου περί Περιουσίας (Law of Property Act [LPA]), περιληφθείσα στο άρθρο 136 (1) αυτού, όπως ήδη ισχύει, με τον οποίο επήλθε συγκερασμός των κανόνων για τις εμπράγματες και τις ενοχικές απαιτήσεις και ενοποίηση των παρεχόμενων ένδικων βοηθημάτων, ενώ παρόμοιες διατάξεις περιλαμβάνονται και σε ειδικά νομοθετήματα, όπως  στο νόμο περί θαλάσσιας ασφαλίσεως της 21ης Δεκεμβρίου 1906 [ΜΙΑ 1906], όπως ισχύει μετά την εισαγωγή του νεότερου (και γενικότερου) Insurance Act, που ψηφίστηκε και έλαβε τη βασιλική κύρωση (Royal Assent) στις 12.2.2015 και τέθηκε σε ισχύ στις 12.8.2016. Να σημειωθεί και ότι το άρθρο 25 (11) του Judicature Act του 1873, που έχει πλέον αντικατασταθεί από το άρθρο 49 (1) του Senior Courts Act του 1981, προέβλεπε, σε περίπτωση συγκρούσεως, την επικράτηση των κανόνων της Επιείκειας. Κατά τη νομική της φύση η statutory εκχώρηση απαιτήσεων διαπλάθεται ως τυπική, εκποιητική και αναιτιώδης δικαιοπραξία (σύμβαση), αφού για το κύρος της δεν απαιτείται consideration (Chitty, ο.π., 19-020, σελ. 1523, Halsbury’s Laws Of England, 2014, vol. 13, para 73, A. Guest, ο.π., 1-01, σελ. 1), η οποία δεν δημιουργεί νέο δικαίωμα αλλά μεταβιβάζει χωρίς τη συναίνεση του οφειλέτη το υπάρχον, μαζί με τις αντίστοιχες αγωγές (remedies), στον εκδοχέα, στον οποίο παρέχει το δικαίωμα, μετά την αναγγελία, να στραφεί κατά του οφειλέτη χωρίς τη συμμετοχή στη δίκη (joinder) του εκχωρητή, ο οποίος αποκόπτεται από τον ενοχικό δεσμό. Στην αναγγελία (notice of assignment) μπορεί να προβεί είτε ο εκχωρητής είτε ο εκδοχέας, χωρίς χρονικό περιορισμό αλλά πάντοτε γραπτώς (Μ. Furmston, ο.π., σελ. 1408). Αντικείμενο της νόμιμης αυτής εκχώρησης μπορεί να είναι και συμβατικές χρηματικές απαιτήσεις (Chitty, 19-029, σελ. 1527), όπως η αξίωση στους ναύλους ενός πλοίου (Annangel Glory Compania Naviera SA v M Golodetz Ltd et, “The Annangel Glory”, [1988] 1 Lloyd’s Rep 45), ανεξαρτήτως αν είναι ληξιπρόθεσμη ή όχι, αρκεί να απορρέει από υφιστάμενη σύμβαση ναυλώσεως και να μπορεί να προσδιοριστεί επαρκώς ως προς το αντικείμενο και την έκτασή της  (Treitel, The Law of Contract, 2003, σελ. 683). Εκχώρηση που πληροί τις προϋποθέσεις του LPA είναι έγκυρη και αναπτύσσει ενέργεια από τη λήψη της αναγγελίας από τον οφειλέτη. Εφεξής ο εκδοχέας μπορεί να στραφεί κατά του οφειλέτη, ο εκχωρητής χάνει το σχετικό δικαίωμά του και δεν μπορεί να συμμετάσχει στη σχετική με την οφειλή δίκη, ενώ και ο οφειλέτης δεν απαλλάσσεται καταβάλλοντας στον εκχωρητή (Μ. Smith/Ν. Leslie, The Law of Assignment, 2013, 26-09, σελ. 543, Μ. Furmston, ο.π., σελ. 1412). Εφόσον οι όροι του νόμου δεν πληρούνται, η εκχώρηση πάσχει, μπορεί, όμως, να ισχύσει ως εκχώρηση του δικαίου της Επιείκειας [Chitty, ο.π., 19-021, σελ. 1523, R. Stone, ο.π., 6.2.1, σελ. 175), για την οποία δε χρειάζεται τύπος ούτε απαιτείται consideration ή αναγγελία στον οφειλέτη (M. Furmston, ο.π., σελ. 1413), μετά όμως από αυτή το χρέος πρέπει να καταβληθεί στον εκδοχέα [Deposit Protection Board v Dalia [1994], 2 AC 367 (CA, HL)]. Αν παρά την αναγγελία ο οφειλέτης εξοφλήσει τον εκχωρητή κινδυνεύει (is at risk) να καταβάλει εκ νέου στον εκδοχέα (M. Smith/N. Leslie, ο.π., 26.16, σελ. 545, MacGillivray on Insurance Law, 2003, 20 – 41, σελ. 540), δικαιούμενος, βέβαια, σε αναζήτηση των για δεύτερη φορά καταβληθέντων από τον εκχωρητή κατά τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (M. Smith/N. Leslie, ο.π., 26.18, σελ. 546). Αντιθέτως, πριν την αναγγελία ο οφειλέτης προσηκόντως καταβάλλει στον εκχωρητή, αφού το πρόσωπο του δανειστή δεν έχει μεταβληθεί και ο τελευταίος λόγω της δεσμεύσεώς του έναντι του εκδοχέα τηρεί ό,τι έλαβε ως εμπιστευματούχος για λογαριασμό του και υποχρεούται σε λογοδοσία και απόδοσή του (M. Smith/N. Leslie, ο.π., 26.14, σελ. 544, D. Sheehan, The Principles of Personal Law, 2017, σελ. 91 επομ.). Η εκχώρηση που πληροί τις άλλες προϋποθέσεις του νόμου αλλά ελλείψει αναγγελίας παραμένει equitable μπορεί να μετατραπεί σε statutory, εφόσον επακολουθήσει η αναγγελία στον οφειλέτη. Εξ αυτού συνάγεται ότι σε όσες equitable assignments δεν επακολουθήσει αναγγελία, δεν επέρχεται μεταβίβαση της εκχωρούμενης απαίτησης αλλά ο εκδοχέας καθίσταται beneficiary και σ’ αυτόν περιέρχεται απλώς ένα κατ’ ευθυδικία συμφέρον (beneficiary interest). Το ίδιο ισχύει (μεταβίβαση δεν επέρχεται) και για όσες κατ’ ευθυδικία έγκυρες εκχωρήσεις δε μπορούν, παρά την επίδοση αναγγελίας, να μετατραπούν σε νόμιμες (defective statutory assignments) για άλλους λόγους, όπως συμβαίνει όταν δεν είναι έγγραφες ή απόλυτες (non – absolute) ή όταν έχουν μόνον επιβαρυντικό σκοπό (purporting to be by way of charge only). Μη απόλυτη είναι η εκχώρηση που αφορά ένα μέρος του χρέους (S. Harwood, Shipping Finance, 2006, σελ. 227 – 228), όπως συμβαίνει και στην περίπτωση των ναυτικών υποθηκών που περιλαμβάνουν τη Loss Payable ή Payee Clause (LPC), η οποία αποτελεί συμφωνία μεταξύ του πλοιοκτήτη, λήπτη δανείου ασφαλιζόμενου με ναυτική υποθήκη και του ενυπόθηκου δανειστή του σχετικά με τον τρόπο καταβολής της ασφαλιστικής αποζημίωσης και τον καθορισμό του προσώπου του δικαιούχου του ασφαλίσματος (D. Osborne/G. Bowtle/C. Buss, The law of Ship Mortgages, 2017, 16.8.2, σελ. 457) και στην απλή της μορφή (open clause), επί μερικής ζημίας του πλοίου, θέτει χρηματικό όριο μέχρι του οποίου η καταβολή του ασφαλίσματος μπορεί να γίνει απευθείας στον ασφαλισμένο, που έχει εκχωρήσει την απαίτησή του στον ενυπόθηκο δανειστή, τουλάχιστον μέχρι αυτός να ειδοποιήσει τον οφειλέτη – ασφαλιστή ότι ο δικαιούχος του ασφαλίσματος πλοιοκτήτης – εκχωρητής κατέστη υπερήμερος ως προς την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του από τη δανειακή σύμβαση (βλ. σχετ. ΤριμΕφΠειρ. 319/2018, αδημ.). Περαιτέρω, επιβαρυντικό σκοπό έχει μια εκχώρηση που συνάπτεται μόνο προς εξασφάλιση του εκδοχέα ως προς την καταβολή της παροχής που ο εκχωρητής του οφείλει από άλλη αιτία (Halsbury’s Laws of England, o.p., para 28), οπότε θεωρείται υπόσχεση εκχωρήσεως (agreement to assign) και προϋποθέτει αντάλλαγμα (Chitty, ο.π., 19-038, σελ. 1531, A. Guest, ο.π., 3-38, σελ. 90). Πάντως, αν μια εκχώρηση συνάπτεται με εξασφαλιστικό σκοπό μπορεί να ερμηνευθεί ως απόλυτη αν ρητά χαρακτηρίζεται ως τέτοια από τα μέρη ή αν περιέχει ρήτρα επανεκχωρήσεως (Orion Finance Ltd v Crown Financial Management Ltd (No 1) [1996] BCC 621, Chitty, ο.π., 19-012). Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα της απλής επιβάρυνσης ή της μεταβίβασης μιας απαίτησης είναι από τα δυσχερέστερα του αγγλικού δικαίου της εκχωρήσεως. Η δυσχέρεια οφείλεται στον περιπτωσιολογικό χαρακτήρα της νομολογιακής αντιμετώπισης των διαφορών χωρίς αναφορά σε σταθερές και κωδικοποιημένες αρχές. Έτσι, αν και θα ανέμενε κανείς η εκχώρηση όλων των χρημάτων που οφείλονται ή θα οφείλονται στον εκχωρητή από μια σύμβαση να θεωρηθεί ως συνεχιζόμενη εξασφάλιση του εκδοχέα για την αποπληρωμή της προς αυτόν οφειλής του εκχωρητή, εντούτοις, έχει κριθεί ότι συνιστά απόλυτη εκχώρηση, μεταβιβαστική δηλαδή της εκχωρηθείσας απαιτήσεως. Παράλληλα, έχει κριθεί και ότι η εκχώρηση ενός χρηματικού ποσού στον εκδοχέα ως ασφάλεια του δανείου που αυτός χορήγησε στον εκχωρητή μέχρι την  αποπληρωμή του δανείου εντόκως κείται εκτός του άρθρου 136 LPA 1925 επειδή συνιστά απλή επιβάρυνση της εκχωρημένης απαιτήσεως (βλ. σχετ. Chitty, ο.π., 19-012, σελ. 1479 – 1480). Ορθότερη φαίνεται η άποψη ότι όταν ο εκχωρητής παρακρατεί το δικαίωμα είσπραξης της απαίτησης που εκχωρήθηκε προς εξασφάλιση δανείου που έλαβε από τον εκδοχέα μέχρι να περιέλθει σε υπερημερία ως προς την αποπληρωμή του δανείου, πρόκειται για εκχώρηση που δεν είναι απόλυτη αλλά συναφθείσα by way of charge only (The Halcyon the Great [1984] 1 Lloyd’s Rep. 283). Κατά την ίδια άποψη, κριτήριο της διακρίσεως αποτελεί η ενέργεια της εκχωρήσεως έναντι του οφειλέτη. Αν δηλαδή αυτός αγνοεί ότι πρέπει να καταβάλει στον εκδοχέα (και τούτο συμβαίνει προεχόντως όταν δεν έχει λάβει αναγγελία), η εκχώρηση δεν είναι απόλυτη και δε μεταβιβάζει την απαίτηση (Chitty, ο.π.). Πάντως, για λόγους που έχουν ήδη αναφερθεί, σε όλες τις περιπτώσεις εκχωρήσεως κατ’ ευθυδικία ήταν απαραίτητη η συμμετοχή στην αντιδικία κατά του οφειλέτη αμφοτέρων των μερών, εκχωρητή και εκδοχέα, αφού κανείς τους δε νομιμοποιούταν να ασκήσει μόνος την αγωγή εκπληρώσεως της αξιώσεως που εκχωρήθηκε. Και ενώ έτσι είχαν τα πράγματα, περί τα τέλη του προηγούμενου αιώνα η νομολογία μεταστράφηκε και τα αγγλικά δικαστήρια δεν εμμένουν στην ανάγκη προσεπίκλησης του εκχωρητή στη δίκη που ανοίγει ο εκδοχέας με αγωγή που εγείρει κατά του οφειλέτη θεωρώντας τη συμμετοχή του παλαιού δανειστή διαδικαστική και όχι ουσιαστική προϋπόθεση της δίκης, που μπορεί να παρακαμφθεί (Kapoor v National Westminster Bank Plc and Another [2011]  EWCA Civ 1083 = [2012] 1 All ER 1201 = [2011] NPC 97 = [2012] Bus LR D25 = [2011] BPIR 1680 (CA), Bexhill (UK) Ltd v Razzaq [2012] EWCA Civ 1376 (CA), Raiffeisen Zentralbank Osterreich AG v Five Star General Trading [2001], ο.π., Three Rivers DC v Governor of the Bank of England [1996], 3 All ER 558, Central Insurance Co Ltd v Seacalf Shipping Corp. (The Aiolos) [1983], 2 Lloyds’ Rep. 25 (CA), ακόμα και αν δεν έχει λάβει χώρα αναγγελία της equitable assignment στον οφειλέτη. Η νομολογιακή αυτή στάση παρέχει την καταρχήν εντύπωση ότι η equitable assignment επιφέρει πάντοτε πλήρη μεταβίβαση της απαιτήσεως που εκχωρήθηκε στον εκδοχέα και αποκόπτει το δεσμό του εκχωρητή με τον οφειλέτη. Η παραδοχή αυτή, όμως, θα εξομοίωνε τα αποτελέσματα της statutory και της equitable εκχωρήσεως και για το λόγο αυτό γίνεται δεκτό ότι η συμμετοχή του εκχωρητή στη δίκη δεν απαιτείται μόνον τότε, όταν κρίνεται ότι δεν υφίσταται κίνδυνος σύγκρουσης των συμφερόντων του με εκείνα του ενάγοντος εκδοχέα. Αυτό συμβαίνει μόνον όταν ο εκχωρητής δε διατηρεί κανένα συμφέρον στην εκχωρηθείσα απαίτηση (διότι αυτή είναι απόλυτη, δεν αφορά μέρος της αξίωσης ούτε τείνει σε εξασφάλιση του εκδοχέα). Επομένως, η συμμετοχή του μπορεί να παραλειφθεί μόνον όταν η κατ’ ευθυδικία εκχώρηση δεν μπορεί να εξομοιωθεί προς τη νόμιμη για τυπικούς λόγους (λ.χ. επειδή δεν επακολούθησε αναγγελία ή δεν καταρτίστηκε εγγράφως) και όχι για ουσιαστικούς (Chitty, ο.π., 19-039, σελ. 1532, Halsbury’s, ο.π., para 68, G. Tolhurst, The Assignment of Contractual Rights, 2003, 5-11, σελ. 124 επομ., C. H. Tham, Joinder of equitable assignors and legal choses in action, 2017, Marine and Commercial Law Quarterly, 537 -–565 [549], βλ. και Roberts v Gill & Co [2010] UKSC 22, [2011] 1 AC 240, με την οποία κρίθηκε ότι η συμμετοχή του trustee έχει ουσιαστική βάση όταν ο beneficiary δεν έχει δικαίωμα αγωγής στο δικό του όνομα). Από όσα προαναφέρθηκαν συνάγεται ότι στην περίπτωση της κατ’ ευθυδικία εκχωρήσεως που συνάπτεται προς εξασφάλιση του εκδοχέα ο εκχωρητής μετά την από αυτόν είσπραξη του χρέους που εκχωρήθηκε, πριν την αναγγελία, επέχει θέση trustee και υπέχει καθήκον διαχείρισης των εισπραχθέντων προς όφελος του εκδοχέα, που θεωρείται beneficiary. Διαμορφώνεται έτσι στην περίπτωση αυτή μια κατάσταση που ισοδυναμεί προς κατ’ επαγωγή εμπίστευμα (constructive trust). Διασπάται δηλαδή η κυριότητα του περιουσιακού στοιχείου υπό το trust και οι εξουσίες που απορρέουν από αυτήν κατανέμονται μεταξύ των μερών, από τους οποίους ο beneficiary έχει την ουσιαστική κυριότητα (equitable ownership) και το δικαίωμα απολαύσεως των ωφελειών από το εν λόγω περιουσιακό στοιχείο, ενώ ο trustee διατηρεί τη νόμιμη κυριότητα (legal ownership) και αναλαμβάνει διαχειριστικά καθήκοντα, που επισύρουν ευθύνη σε περίπτωση παραβιάσεώς τους. Η ευθύνη αυτή κατά το αγγλικό δίκαιο μπορεί να είναι και ποινική, με βάση το άρθρο 1 του Νόμου περί Κλοπής του 1968 (Theft Act 1968), όπως ισχύει, που ορίζει ότι «Είναι ένοχος κλοπής όποιος ανεντίμως ιδιοποιείται περιουσία που ανήκει σε άλλον, με την πρόθεση να τον αποστερήσει από αυτήν επ’ άπειρον. Ουδεμία επίδραση ασκεί το εάν η ιδιοποίηση ενεργείται επί σκοπώ αποκομίσεως οφέλους ή προς ικανοποίηση ιδίων συμφερόντων  του αυτουργού της κλοπής» (βλ. την ως άνω νομική πληροφορία του Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου). Στο εννοιολογικό εύρος του όρου «περιουσία» εντάσσονται και τα ενοχικά δικαιώματα [s. 4 (1), βλ, και Halsbury’s Laws of England, vol. 25, para 281]. Η ιδιοποίηση της υπό trust απαιτήσεως ή του υποκαταστάτου της εκ μέρους του trustee καθίσταται αξιόποινη κατά το άρθρο 5 (2) και (3) του Theft Act, επειδή εκεί ορίζεται αντιστοίχως ότι «Where property is subject to a trust, the persons to whom it belongs shall be regarded as including any person having a right to enforce the trust, and an intention to defeat the trust shall be regarded accordingly as an intention to deprive of the property any person having that right [s. 5 (2)]» («Όταν τα περιουσιακά στοιχεία υπόκεινται σε καταπίστευμα, τα πρόσωπα στα οποία ανήκουν θεωρούνται ότι περιλαμβάνουν κάθε πρόσωπο που έχει δικαίωμα εκτέλεσης του καταπιστεύματος και η πρόθεση ανατροπής του καταπιστεύματος θεωρείται αναλόγως ως πρόθεση στέρησης της περιουσίας οποιουδήποτε προσώπου που έχει το δικαίωμα αυτό») και ότι «Where a person receives property from or on account of another, and is under an obligation to the other to retain and deal with that property or its proceeds in a particular way, the property or proceeds shall be regarded (as against him) as belonging to the other [s. 5 (3)] («Όταν ένα πρόσωπο λαμβάνει περιουσιακά στοιχεία από άλλο ή για λογαριασμό άλλου και υποχρεούται να διατηρήσει και να ασχοληθεί με το εν λόγω περιουσιακό στοιχείο ή τα έσοδά του με συγκεκριμένο τρόπο, το περιουσιακό στοιχείο ή το προϊόν θεωρείται (εναντίον του) ότι ανήκει στο άλλο») [βλ. το νομοθετικό κείμενο στον διαδικτυακό τόπο legislation.gov.uk]. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι το αξιόποινο του trustee θεμελιώνεται στη νομοθετική αντιμετώπιση της υπό trust περιουσίας ως αλλότριας, μολονότι κατά τα λοιπά ο νόμιμος επ’ αυτής τίτλος (legal title) παραμένει στον trustee. Πάντως, κατά τα ηπειρωτικά δίκαια, που αγνοούν το θεσμό του trust, όπως και κατά το ελληνικό, οι εξουσίες του beneficiary/assignee ανήκουν στην ουσία του εμπραγμάτου δικαιώματος της κυριότητας (Αλ. Καλαντζής, Η δυνατότητα ή μη συστάσεως υποθήκης επί πλοίου με ελληνική σημαία υπέρ του security trustee ως ενυπόθηκου δανειστή, σε ΕΕμπΔ 2006/1106 επομ. [1110]) και δεν μπορούν να αποχωριστούν από το φορέα του δικαιώματος, που έχει αποκλειστική εξουσία σ’ αυτό, κατά τρόπον ώστε, με την εξαίρεση της συγκυριότητας, που είναι όμως και αυτή αδιαίρετη, να μη νοείται ύπαρξη περισσοτέρων του ενός κυρίων επί του ιδίου πράγματος ή δικαιώματος.

XV. Εν προκειμένω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι προς εξασφάλιση της αποπληρωμής του δανείου που χορήγησε στη ……….. η ενάγουσα Τράπεζα έλαβε εμπράγματες και ενοχικές ασφάλειες, όπως άλλωστε έχει ήδη ειπωθεί και, μεταξύ άλλων, συνεστήθη ενέχυρο επί του Λογαριασμού Λειτουργίας και συμφωνήθηκε «γενική εκχώρηση όλων των ασφαλειών και εισοδημάτων του πλοίου» (όρος 11 της από 17.3.2008 Σύμβασης Δανείου). Η τήρηση του Λογαριασμού Λειτουργίας προβλέφθηκε στη δανειακή σύμβαση, όπου ειδικότερα ορίστηκε, αφενός, ότι η δανειολήπτρια θα μεριμνούσε ώστε όλα τα έσοδα του πλοίου να κατατίθενται σ’ αυτόν (όρος 15.3.1 β) και, αφετέρου, ότι τα χρήματα που εκάστοτε πιστώνονται εκεί εκχωρούνται στη δανείστρια «προς διαρκή εξασφάλισή της για την αποπληρωμή του χρέους» (όρος 15.3.1 γ). Η εκχώρηση όμως αυτή συμφωνήθηκε να τεθεί σε ισχύ αυτόματα αμέσως μόλις επέλθει γεγονός υπερημερίας (αθέτησης υποχρέωσης) και υπό τους όρους της ρήτρας 15.4.3 β, κατά την οποία «σε κάθε χρονικό σημείο μετά την επέλευση ενός Γεγονότος Αθέτησης Υποχρέωσης, η Τράπεζα θα δύναται, χωρίς να ειδοποιήσει τη δανειζόμενη, να κάνει χρήση όλων των χρημάτων που θα βρίσκονται κατά το χρόνο εκείνο πιστωμένα στο Λογαριασμό Λειτουργίας […] προς πλήρη ή μερική ικανοποίηση οιωνδήποτε οφειλόμενων προς την Τράπεζα ποσών…». Κατά το αγγλικό δίκαιο, το οποίο συμφωνήθηκε να διέπει τη δανειακή σύμβαση, η εν λόγω εκχώρηση τελούσε υπό την αναβλητική αίρεση (condition precedent) της υπερημερίας της δανειολήπτριας, αφού πριν από αυτό το μελλοντικό και αβέβαιο γεγονός δεν παρήγαγε αποτελέσματα μεταξύ των συμβαλλομένων. Επρόκειτο ουσιαστικά για υπόσχεση εκχωρήσεως στο μέλλον μιας υφιστάμενης αξίωσης και όχι για άμεση διάθεσή της (actual assignment), ενώ, ως agreement to assign, απαιτούσε για το κύρος της αντάλλαγμα (consideration), το οποίο εν προκειμένω συνίστατο στη χορήγηση του δανείου. Παράλληλα, για την ενεργοποίησή της δεν ήταν απαραίτητη η αναγγελία προς οποιονδήποτε, δεδομένου ότι δεν αφορούσε απαιτήσεις της ……….. εις χείρας τρίτου οφειλέτη της αλλά εισπραχθείσες ήδη κατά το χρόνο της μέλλουσας αναγγελίας από την δανειολήπτρια και κατατεθείσες στο Λογαριασμό Λειτουργίας. Η τέτοια συμβατική διαμόρφωση των όρων της επίμαχης συμφωνίας εξηγείται ενόψει του ότι, πριν την υπερημερία της δανειολήπτριας, η δανείστρια ενάγουσα δεν είχε λόγους, υπό το συγκεκριμένο συμβατικό πλαίσιο, να αποκτήσει επί των χρημάτων που θα πιστώνονταν στο Λογαριασμό αυτό οποιοδήποτε άλλο δικαίωμα, αφού η κίνησή του θα τελούσε υπό την έγκρισή της και οι εκταμιεύσεις της ……….. θα ήσαν υποκείμενες στον έλεγχό της. Ειδικότερα, μολονότι η δανειολήπτρια παρέμενε ο δικαιούχος των απαιτήσεων που πιστώνονταν στο Λογαριασμό Λειτουργίας δυνάμενη καταρχήν να αναλαμβάνει χρήματα από αυτόν, η ενάγουσα με ρητές συμβατικές προβλέψεις, τις οποίες η ……….. αποδέχθηκε, είχε αποκλείσει το ενδεχόμενο αναλήψεως χρημάτων από το Λογαριασμό αυτό για σκοπούς άλλους εκτός από την εξυπηρέτηση των δανειακών υποχρεώσεων της δανειολήπτριας και την πληρωμή των δαπανών λειτουργίας της ναυτιλιακής επιχειρήσεώς της, δεδομένου ότι η ……….. είχε αναλάβει παράλληλα τη συμβατική υποχρέωση να μην παρέχει δάνεια ή πιστώσεις στους μετόχους της, να μην διανέμει σ’ αυτούς τα κέρδη της υπό μορφή μερίσματος ούτε να εξοφλεί άλλες οικονομικές της υποχρεώσεις προς τρίτους, χωρίς την προηγούμενη έγγραφη συναίνεση της Τράπεζας (όρος 12.1.3). Το συμβατικό αυτό καθεστώς αποτυπώθηκε ρητά στον όρο 15.4.2 της δανειακής σύμβασης, με τον οποίο το δικαίωμα της ……….. να αναλαμβάνει χρήματα από το Λογαριασμό Λειτουργίας για τις πληρωμές των υποχρεώσεών της τέθηκε υπό τους περιορισμούς του όρου 12.1.3. Για πρόσθετη εξασφάλιση της Τράπεζας στο υπόλοιπο του Λογαριασμού Λειτουργίας συνεστήθη ενέχυρο κατά το γαλλικό δίκαιο με σύμβαση που καταρτίστηκε ταυτόχρονα με τη δανειακή (στις 17.3.2008). Με τη σύμβαση αυτή συμφωνήθηκε ότι το ενέχυρο θα συνιστά συνεχιζόμενη εξασφάλιση της δανείστριας «επιπροσθέτως αλλά όχι εις αντικατάσταση» οποιωνδήποτε λοιπών δικαιωμάτων της (όρος 4.1) και η ενεχυρούχος οφειλέτρια υποσχέθηκε ότι δεν θα επιβαρύνει περαιτέρω ενοχικώς ή εμπραγμάτως (και δια συστάσεως νέου επ’ αυτού ενεχύρου) το Λογαριασμό Λειτουργίας (όρος 5.1). Κατά την οικονομική λειτουργία της η εκχώρηση του Λογαριασμού Λειτουργίας αποτελούσε επιβάρυνσή του (floating charge), επειδή οδηγούσε στον καταλογισμό όλων των καθαρών προσόδων της ……….. στην ασφαλιζόμενη απαίτηση υπό μορφή κυμαινόμενης ασφάλειας (περί της οποίας βλ. Andrew Burrows, Principles of English Commercial Law, 2015, para 8.93, όσον αφορά το αγγλικό δίκαιο και Απ. Γεωργιάδη, Η εξασφάλιση των πιστώσεων, 2001, § 29, αρ. 5, σελ. 606, όσον αφορά το ελληνικό δίκαιο). Από δε το περιεχόμενο της ενεχυρικής συμφωνίας επιβεβαιώνεται ότι κατά την, σύμφωνη προς τη σαφή γραμματική διατύπωσή της, έννοια και λογική κατάστρωση της δανειακής σύμβασης, η εκχώρηση του Λογαριασμού Λειτουργίας δεν αποστερούσε τη δανειολήπτρια από τα δικαιώματά της στα χρήματα που θα πιστώνονταν σ’ αυτόν και δεν τα καθιστούσε περιουσία της δανείστριας, αφού τότε η σύσταση ενεχύρου, που προϋποθέτει αλλότρια κυριότητα επί της ενεχυραζόμενης απαίτησης δεν θα είχε νόημα. Με βάση τις ως άνω συμφωνίες αν η ……….. περιερχόταν σε υπερημερία, δηλαδή σε περίπτωση που δεν κατέβαλε ληξιπρόθεσμη δανειακή οφειλή της στην Τράπεζα ή αθετούσε οποιαδήποτε συμβατική δέσμευση είχε αναλάβει (όρος 13.1 της δανειακής σύμβασης), η δανείστρια είχε το δικαίωμα είτε να κατάσχει το υπόλοιπο του Λογαριασμού Λειτουργίας (όρος 7.3α της ενεχυρικής σύμβασης) είτε να κάνει χρήση των χρημάτων αυτών προς ικανοποίηση της δανειακής απαιτήσεώς της σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 15.4.3β της δανειακής σύμβασης και οποιαδήποτε επιλογή της θα οδηγούσε στο ίδιο οικονομικό αποτέλεσμα, δηλαδή την απομείωση του χρέους της δανειολήπτριας από το υπόλοιπο του Λογαριασμού αυτού. Περαιτέρω, παρά το γεγονός ότι η ενάγουσα είχε υποχρεώσει συμβατικά τη ……….. να κατευθύνει όλα τα έσοδα από την επιχειρηματική δραστηριότητά της στο Λογαριασμό Λειτουργίας, επί του οποίου είχε δικαίωμα τόσο από το ενέχυρο όσο και από την εκχώρησή του, στη δανειακή σύμβαση προβλέφθηκε και ότι θα καταρτιστεί, προσθέτως, «γενική εκχώρηση όλων των ασφαλειών και εισοδημάτων» του πλοίου, που θα αφορά, σύμφωνα με τους αντίστοιχους ορισμούς που περιελήφθησαν στους όρους της ρήτρας 1.1 της δανειακής σύμβασης, «όλα τα ασφαλιστήρια συμβόλαια και τις συμβάσεις ασφαλίσεως (insurances) που εκάστοτε θα συνάπτονται ή υπογράφονται σε σχέση προς το πλοίο ή την αυξημένη αξία του ή τα έσοδα αυτού ή τα ωφελήματα, περιλαμβανομένων των αξιώσεων οιασδήποτε φύσεως και των επιστροφών ασφαλίστρων», καθώς και «όλα τα έσοδα (earnings) του πλοίου εν γένει, που οφείλονται ή θα καταστούν οφειλόμενα προς ή για λογαριασμό της δανειζόμενης κατά πάντα χρόνο κατά τη διάρκεια της περιόδου που αρχίζει κατά την ημερομηνία εκταμιεύσεως και λήγει κατά την ημέρα, κατά την οποία όλα τα χρήματα τα πληρωτέα ή που θα καταστούν πληρωτέα, σύμφωνα με τα εξασφαλιστικά έγγραφα, θα έχουν πλήρως εξοφληθεί, περιλαμβανομένων όλων των ναύλων, χρονοναύλων και χρημάτων επιβατών, αποζημιώσεων πληρωτέων στη δανειζόμενη σε περίπτωση επιτάξεως του πλοίου για αποζημίωση ναύλου ή αμοιβές για υπηρεσίες διασώσεως ή ρυμουλκήσεως, σταλίες ή αποζημίωση παρακρατήσεως, συνεισφορά οποιοδήποτε είδους σε σχέση προς κοινή αβαρία, αποζημιώσεις για αθέτηση ή πληρωμές για τροποποίηση ή πρόωρη λήξη οποιουδήποτε ναυλοσυμφώνου ή άλλης σύμβασης εκμετάλλευσης του πλοίου, ως επίσης και οποιαδήποτε ποσά πληρωτέα κατά τα ασφαλιστήρια συμβόλαια του πλοίου, περιλαμβανομένων των ασφαλειών σε σχέση προς απώλεια εσόδων και/ή άλλες απώλειες ή υποχρεώσεις της δανειζόμενης σε σχέση προς το πλοίο». Στην ίδια ρήτρα της δανειακής σύμβασης ορίστηκε ότι η σύμβαση εκχωρήσεως των ασφαλειών, εσόδων και αποζημιώσεως επιτάξεως (requisition compensation) του πλοίου θα ονομάζεται «Εκχώρηση» (Assignment) και θα περιληφθεί σε ξεχωριστό συμβόλαιο. Σε εκτέλεση των συμφωνημένων με τη δανειακή σύμβαση καταρτίστηκε πράγματι στις 19.3.2008 μεταξύ της ενάγουσας και της ……….. «Συμβόλαιο Εκχωρήσεως» (Deed of Assignment), διεπόμενο από το αγγλικό δίκαιο (όρος 7 αυτού), δυνάμει του οποίου η πλοιοκτήτρια εκχώρησε «απολύτως και άνευ όρων» και συμφώνησε να εκχωρήσει στην Τράπεζα όλα τα δικαιώματα, τίτλους και συμφέροντά της στην και επί της εκχωρηθείσας περιουσίας («assigns absolutely and unconditionally and agrees to assign to the Bank all the Owner’s right, title and interest in and to the Assigned Property»), ως τέτοιας νοουμένων των ασφαλειών, των εσόδων και της αποζημίωσης επιτάξεως του πλοίου (όροι 2.1 και 1.1 της Εκχωρήσεως). Στον όρο 1.2 της συμβάσεως αυτής προβλέφθηκε ότι «όλες οι λέξεις και εκφράσεις που ορίζονται στη Σύμβαση Δανείου θα έχουν την ίδια έννοια όταν χρησιμοποιούνται στο παρόν Συμβόλαιο, εκτός εάν το κείμενο άλλως απαιτεί και η Ρήτρα 1 της Συμβάσεως Δανείου [σ.σ. που περιλαμβάνει τους ορισμούς] θα ισχύει ως προς την ερμηνεία στο παρόν Συμβόλαιο, ως εάν αυτή η Ρήτρα είχε τεθεί στο παρόν επί λέξει πλήρως», ενώ με τον όρο 2.2. η πλοιοκτήτρια (………..) συνομολόγησε ότι δεν έχει ήδη ενεχυράσει ή άλλως πως επιβαρύνει την εκχωρηθείσα περιουσία, εκτός και μόνον υπέρ της Τράπεζας και υποσχέθηκε ότι ούτε στο μέλλον θα το πράξει. Από τη γραμματική διατύπωση του όρου αυτού δε μπορεί να συναχθεί άλλο συμπέρασμα, παρά ότι η ……….. συμφωνήθηκε να παραμείνει δικαιούχος των εκχωρηθέντων εσόδων και ότι θα μπορούσε να προβεί σε νέα ενεχύρασή τους, αν δεν την περιόριζε η συγκεκριμένη απαγορευτική συμβατική ρήτρα. Ο περιορισμός θα ίσχυε μέχρι είτε την ολοσχερή εξόφληση του δανείου είτε την περιέλευση της δανειολήπτριας σε υπερημερία. Μέχρι τότε η ενάγουσα ανέλαβε την υποχρέωση να μην προβεί σε αναγγελία της Εκχωρήσεως, ανεξαρτήτως μάλιστα αν τα εκχωρούμενα χρέη τρίτων αποπληρώνονται κανονικά προς τη ……….. ή καθίστανται ληξιπρόθεσμα. Συγκεκριμένα, στον όρο 2.4 του Deed of Assignment ορίστηκε ότι «η Τράπεζα συμφωνεί ότι δεν θα αναγγείλει την Εκχώρηση των εσόδων που αναφέρονται σ’ αυτό, εκτός από τις περιπτώσεις που το πλοίο, εκτός αν θα έχει επισυμβεί ένα Γεγονός Αθέτησης Υποχρεώσεως και το οποίο θα συνεχίζεται» (The Bank agrees that it will not gine notice of the assignment of the Earnings contained in this Deed except in circumstances where the Vessel, unless an Enent of Default shall have occurred and be continuing). Η διατύπωση αυτή είναι προδήλως πλημμελής και οι λέξεις «except in circumstances where the Vessel» που παρεισέφρησαν και δεν αποδίδουν κανένα νόημα, θα θεωρηθούν ως μη γεγραμμένες, χωρίς να καταλείπεται περιθώριο διαφορετικής ερμηνευτικής θεωρήσεως, όπως και οι διάδικοι δεν αμφισβητούν. Εξάλλου, στον υπό τον παράτιτλο «Πληρεξουσιότητα» (Power of Attorney) όρο 3 ορίστηκε ότι «η πλοιοκτήτρια, ως εξασφάλιση διορίζει ανέκκλητα την Τράπεζα ως πληρεξουσία της … μετά την επέλευση και κατά τη διάρκεια της συνέχισης ενός Γεγονότος Αθετήσεως Υποχρεώσεως, προκειμένου να λάβει όλα τα μέτρα που η Τράπεζα θεωρεί, κατά τη διακριτική της ευχέρεια, απαραίτητα, προκειμένου να εκτελέσει τα δικαιώματά της εκ της ή σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση», ενώ, κατά τον όρο 5, «μετά τη λήξη της περιόδου διευκολύνσεως [σ.σ. την αποπληρωμή του δανείου], αιτήσει και δαπάναις της Πλοιοκτήτριας η Τράπεζα θα υπογράψει επανεκχώρηση στον Πλοιοκτήτη της Εκχωρηθείσας Περιουσίας στην έκταση που κατά το χρόνο εκείνο θα εξακολουθεί να υπάρχει (τέτοια Περιουσία) και θα είναι ικανή για επανεκχώρηση». Ο όρος 3 είχε ως αποτέλεσμα ότι η ενάγουσα μετά την υπερημερία της δανειολήπτριας θα μπορούσε να εναγάγει τον οφειλέτη της εκχωρηθείσας απαιτήσεως χωρίς να του αναγγείλει την εκχώρηση αλλά ως πληρεξούσια της ……….., ενώ ο όρος 5 (σε αντίφαση προς τον όρο 2.2) υποδηλώνει ότι η Τράπεζα κατέστη δια της Εκχωρήσεως δικαιούχος των εσόδων του πλοίου, αφού για την επάνοδό τους στην δανειολήπτρια μετά την αποπληρωμή του δανείου θα ήταν αναγκαία νέα εκχώρηση με αντίστροφη φορά. Τέλος, στο παράρτημα Β και Γ της Εκχωρήσεως (Appendixes B and C) καταχωρήθηκαν υποδείγματα αναγγελίας αυτής (notice of assignment) προς τους ασφαλιστές του πλοίου σχετικά με τις ασφάλειες και τις αποζημιώσεις επιτάξεώς του, αντίστοιχα, στο πρώτο από τα οποία επισυνάφθηκε ρήτρα με την οποία η ενάγουσα Τράπεζα επέτρεψε στη δανειολήπτρια να αποζημιωθεί για τη μερική απώλεια του πλοίου ή για ζημίες του μέχρι του ποσού των πεντακοσίων χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (500.000 $), εφόσον το δάνειο δεν έχει κατά το χρόνο επελεύσεως της ασφαλιστικής περίπτωσης καταγγελθεί (loss payable clause). Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η Εκχώρηση, παρά το γεγονός ότι στο ίδιο το προοίμιο της ορίζεται ότι είναι συμπληρωματική της δανειακής συμβάσεως και συνάπτεται κατ’ εφαρμογή της, αποτελεί εντούτοις αυτοτελή σύμβαση, οι όροι της οποίας δεν μπορούν να ερμηνευθούν με βάση το περιεχόμενο της δανειακής σύμβασης, παρά μόνο στο βαθμό που η ίδια η Εκχώρηση παραπέμπει σ’ αυτούς, με αποτέλεσμα οι προϋποθέσεις και οι συνέπειες της εκχώρησης του Λογαριασμού Λειτουργίας να μην ταυτίζονται με τις αντίστοιχες της Εκχωρήσεως, αφού σε διαφορετική περίπτωση, προσδιορισμού δηλαδή της νομικής φύσης της Εκχωρήσεως με βάση τις προβλέψεις της εκχωρήσεως του Λογαριασμού Λειτουργίας, θα προέκυπτε άλλη συμβατική ρύθμιση της πρώτης, μη ηθελημένη από τα μέρη, στην αποτυπωθείσα βούληση των οποίων στο Deed of Assignment θα απέβλεπε πρωτίστως ένα αγγλικό δικαστήριο, προκειμένου να κατανοήσει το περιεχόμενό του. Άλλωστε, ο οικονομικός σκοπός και το πεδίο εφαρμογής των δύο συμφωνιών διαφέρουν. Πράγματι, με την εκχώρηση του Λογαριασμού Λειτουργίας τα μέρη απέβλεψαν στην ανώμαλη εξέλιξης της δανειακής σύμβασης και, συγκεκριμένα, στην περίπτωση περιελεύσεως της δανειολήπτριας σε υπερημερία (όπως την όρισαν στη ρήτρα 1 της από 17.3.2008 συμβάσεως με περιεχόμενο ταυτόσημο και για την εφαρμογή της Εκχώρησης) και ρύθμισαν την τύχη του υπολοίπου του κατά τη χρονική εκείνη (μελλοντική) στιγμή. Αντιθέτως, με την Εκχώρηση τα μέρη απέβλεψαν στη ρύθμιση των σχέσεών τους αναφορικά με την εκχωρηθείσα περιουσία κυρίως για το χρόνο πριν την (ενδεχόμενη) υπερημερία της δανειολήπτριας. Εξάλλου, ενώ η εκχώρηση του Λογαριασμού Λειτουργίας αφορά μόνον τα έσοδα του πλοίου (και από αυτά μόνον εκείνα που πιστώνονται σ’ αυτόν), η Εκχώρηση αφορά, επιπλέον, τις ασφάλειες του πλοίου και την αποζημίωση που θα οφείλεται στην πλοιοκτήτρια σε περίπτωση επιτάξεώς του. Μάλιστα, για τις ασφάλειες και την αποζημίωση επιτάξεως ορίστηκε ότι αναγγελία της Εκχωρήσεώς τους θα λάβει χώρα αμέσως με έγγραφο συντασσόμενο υπό τον τύπο των παραρτημάτων Β και Γ, ανεξαρτήτως της ελλείψεως υπερημερίας της ……….. κατά το χρόνο της αναγγελίας (όροι 2.3.3 και 2.3.4 της Εκχωρήσεως). Όσον αφορά τα έσοδα της πλοιοκτήτριας, που ενδιαφέρουν εν προκειμένω, πρέπει βέβαια να σημειωθεί ότι η Εκχώρηση προϋποθέτει ότι αυτά παραμένουν εκτός του Λογαριασμού Λειτουργίας, διότι άλλως καταλαμβάνονται αυτομάτως από την εκχώρηση της δανειακής σύμβασης. Η λογική αυτή προϋπόθεση, όμως, δε μπορεί να οδηγήσει στο ερμηνευτικό συμπέρασμα ότι η Εκχώρηση τελεί υπό τους ίδιους όρους που ρυθμίζουν την εκχώρηση της δανειακής σύμβασης αλλά στο ακριβώς αντίθετο. Πράγματι, η εκχώρηση του Λογαριασμού Λειτουργίας αφορά τα έσοδα που η πλοιοκτήτρια έχει ήδη εισπράξει από την εκμετάλλευση του πλοίου της, βρίσκονται ήδη εις χείρας της και έχουν κατατεθεί σ’ αυτόν, ενώ η Εκχώρηση αφορά τα έσοδα που πρόκειται να εισπράξει από την ίδια αιτία στο μέλλον και δεν έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμα, καλύπτει δε το ενδεχόμενο είτε αυτά να μην εισπραχθούν από τους οφειλέτες της ……….. είτε να εισπραχθούν μεν αλλά να μην κατατεθούν στο Λογαριασμό Λειτουργίας, κατά παράβαση, βέβαια, της δανειακής σύμβασης, ενδεχόμενη μεν αλλά μη αποκλειόμενη κατά το χρόνο της σύναψης της Εκχώρησης, ενόψει και του ότι η ενάγουσα, όπως προαναφέρθηκε, τελούσε ήδη τότε σε γνώση του λογαριασμού της ……….. στην ……….. και της ρήτρας στη σύμβασή της με την ……, που προέβλεπε ότι εκεί θα κατατίθενται οι οφειλόμενοι χρονοναύλοι. Ειδικότερα, η Εκχώρηση αφορά καταρχάς τους ναύλους που η ……….. έχει συμφωνήσει να εισπράξει από την …., δυνάμει της από 5.3.2008 μεταξύ τους συμβάσεως. Οι μη ληξιπρόθεσμες κατά το χρόνο της Εκχωρήσεως απαιτήσεις της πρώτης από την καταρτισμένη κατά τον ίδιο χρόνο σύμβαση χρονοναύλωσης με τη δεύτερη αποτελούν κατά το αγγλικό δίκαιο υπαρκτές (existing) απαιτήσεις (choses in action under an existing contract), δυνάμενες κατ’ αυτό να εκχωρηθούν στα πλαίσια είτε νόμιμης (statutory) είτε κατ’ ευθυδικία (equitable) εκχωρήσεως. Αυτές ακριβώς τις (υφιστάμενες και γεγεννημένες) απαιτήσεις αφορά η δήλωση της εκχωρήτριας ……….. ότι «εκχωρεί απολύτως και άνευ όρων» στην ενάγουσα. Αντικείμενο εκχωρήσεως κατά το ίδιο δίκαιο ήταν και οι απαιτήσεις της ……….. από τα ναυλοσύμφωνα που θα κατάρτιζε είτε με την ……. είτε με οποιονδήποτε άλλο ναυλωτή του πλοίου κατά το χρονικό διάστημα από τη λήξη της από 5.3.2008 χρονοναυλώσεως και μέχρι την ολοσχερή αποπληρωμή του δανείου, οι οποίες συνιστούσαν μέλλουσες απαιτήσεις της ……….. (future choses in action), υποκείμενες, όμως, λόγω της φύσης τους σε κατ’ ευθυδικία μόνον εκχώρηση, δεδομένου ότι προς τούτο η εκδοχέας είχε αναμφίβολα παράσχει consideration, αφού είχε χρηματοδοτήσει την αγορά του πλοίου. Σ’ αυτές ακριβώς τις απαιτήσεις αντιστοιχεί η δήλωση της ……….. ότι «συμφωνεί να εκχωρήσει» στην ενάγουσα, συνάπτοντας με τον τρόπο αυτό όχι εξαρχής εκποιητική αλλά μόνον υποσχετική (agreement of assignment) σύμβαση εκχωρήσεως, η οποία μπορούσε, όμως, να επιφέρει καταρχήν τη διάθεση κατά τη στιγμή της γεννήσεως κάθε απαίτησής της. Πάντως, από όλες τις κατ’ ιδίαν εκχωρήσεις που συμφωνήθηκαν στο πλαίσιο του από 19.3.2008 Deed of Assignment μόνον η εκχώρηση της αποζημίωσης επιτάξεως του πλοίου είχε το χαρακτήρα της νόμιμης (statutory) εκχώρησης, εφόσον βέβαια πραγματοποιήθηκε αναγγελία της στον εν δυνάμει οφειλέτη της αποζημιώσεως, σύμφωνα με το s. 136 του LPA Αντιθέτως, η εκχώρηση των ασφαλειών του πλοίου, ενώ σκοπήθηκε να είναι νόμιμη, κατέστη κατ’ ευθυδικίαν εκχώρηση λόγω της LPC, που, όπως δεν αμφισβητείται, περιελήφθη στην αναγγελία της προς τους ασφαλιστές του πλοίου, δεδομένου ότι δι’ αυτής επιτράπηκε στην δανειολήπτρια και εκχωρήτρια να παρακρατήσει ένα μέρος της απαιτήσεώς της στο εκχωρηθέν ασφάλισμα. Ομοίως ως equitable assignment ίσχυσε η εκχώρηση των εσόδων του πλοίου, σύμφωνα με το Συμβόλαιο της Εκχώρησης και τούτο όχι μόνον επειδή η αναγγελία της προς τους οφειλέτες της ……….. συμφωνήθηκε να μη λάβει χώρα αμέσως αλλά να εξαρτηθεί από το μελλοντικό και αβέβαιο γεγονός της περιελεύσεως της δανειολήπτριας σε κατάσταση υπερημερίας ούτε επειδή κατά ένα μέρος της η εκχωρηθείσα περιουσία αποτελούταν από μέλλουσες απαιτήσεις αλλά και ενόψει του ότι, λόγω ακριβώς αυτής συμφωνίας, η εκχώρηση των εσόδων απέκτησε χαρακτήρα απλής εξασφάλισης της δανειακής απαίτησης της ενάγουσας και όχι μεταβίβασης προς αυτήν των απαιτήσεων της ……….. έναντι των οφειλετών της (έτσι και η από 6.12.2013 γνωμοδότηση της ………., πρώην δικηγόρου [solicitor] και καθηγήτριας του Ναυτικού Δικαίου, που συντάχθηκε με παραγγελία του εναγομένου). Πρόκειται στην πραγματικότητα περί αφανούς εκχωρήσεως, δεδομένου ότι ο μεν εκχωρητής διατήρησε το δικαίωμα είσπραξης των απαιτήσεών του (άλλωστε, σε διαφορετική περίπτωση η ……….. δε θα μπορούσε να καταθέτει τις εισπράξεις της στο Λογαριασμό Λειτουργίας), οι δε οφειλέτες του δεν λάμβαναν γνώση της μεταβολής του προσώπου του δανειστή τους. Τούτο, όμως, δε σημαίνει ότι συνήφθη κατ’ ευθυδικία εκχώρηση τελούσα υπό την αναβλητική αίρεση της υπερημερίας της εκχωρήτριας, χωρίς δηλαδή άμεσο αποτέλεσμα, όπως υποστηρίζεται στην από 10.12.2020 έγγραφη γνωμοδότηση του αναπληρωτή καθηγητή της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ ………….., που συντάχθηκε με παραγγελία του εναγομένου, αφού είναι σαφές ότι η αιρετική συμφωνία ανέβαλε τα αποτελέσματα μόνον της αναγγελίας και όχι της εκχωρήσεως, δηλαδή τη δέσμευση μόνο των οφειλετών των απαιτήσεων που εκχωρήθηκαν και όχι της εκχωρήτριας, την αμεσότητα της οποίας επέβαλε, άλλωστε, ο οικονομικός σκοπός της Εκχωρήσεως. Αντίθετο συμπέρασμα δεν μπορεί να συναχθεί από το συσχετισμό αυτής προς τη δανειακή σύμβαση, διότι η αντίθετη πρόβλεψη της πρώτης ως προς το δικαίωμα αναγγελίας δεν μπορεί να αναιρέσει την αντίστοιχη, σαφή και αδιαμφισβήτητα αντίθετη, ρύθμιση της δεύτερης. Άλλωστε, η αναγγελία της εκχωρήσεως δεν αποτελεί όρο του πραγματικού μιας κατ’ ευθυδικίαν εκχωρήσεως, όπως η συγκεκριμένη Εκχώρηση και μπορεί να τεθεί ως (αναβλητική) αίρεση, χωρίς να αναβάλλεται η ενέργεια της συμβάσεως, εφόσον προκύπτει συμφωνία των μερών για άμεση δέσμευση του εκχωρητή, με αποτέλεσμα κατά το εφαρμοστέο αγγλικό δίκαιο η έλλειψή της απλώς να μην υποχρεώνει τον οφειλέτη να καταβάλει στον εκδοχέα και να μην παρέχει σ’ αυτόν το δικαίωμα να στραφεί κατά του οφειλέτη, χωρίς όμως να επηρεάζει τις σχέσεις εκχωρητή και εκδοχέα και τη δέσμευση που ο πρώτος ανέλαβε έναντι του δεύτερου. Η δέσμευση αυτή εν προκειμένω συνίστατο όχι στη μεταβίβαση των εκχωρούμενων απαιτήσεων από τον εκχωρητή που διατήρησε έναντι του εκδοχέα αλλά και των οφειλετών του το δικαίωμα εισπράξεώς τους μόλις καταστούν ληξιπρόθεσμες αλλά στην επιβάρυνσή τους υπέρ του εκδοχέα, υπό την έννοια της αναλήψεως εκ μέρους της ……….. της υποχρέωσης να διαχειρίζεται τις απαιτήσεις της κατ’ επιείκεια, ωσάν να ανήκαν ήδη στην ενάγουσα και να μπορούσαν να εισπραχθούν από αυτήν, δηλαδή με τρόπο μη δυνάμενο να παραβλάψει τα δικαιώματά της επί των απαιτήσεων αυτών, που με τη σειρά τους αφορούσαν στη δυνατότητα της ενάγουσας να ικανοποιήσει τη δανειακή απαίτησή της δια του καταλογισμού σ’ αυτήν των εισπράξεων της ………… Η εν λόγω επιβάρυνση αφορούσε αρχικά τις απαιτήσεις της τελευταίας έναντι των οφειλετών της και συνεστήθη, όσον μεν αφορά τους χρονοναύλους που όφειλε στην δανειολήπτρια η …………. αμέσως με τη σύναψη της Εκχώρησης στις 19.3.2008, ενώ εν σχέσει προς τους ναύλους που ανέλαβαν να καταβάλουν στη ……….. οι επόμενες αυτής ναυλώτριες του M/V SG, ήδη από το χρόνο καταρτίσεως της αντίστοιχης σύμβασης μεταξύ αυτής και εκάστης των εταιριών ………….. Μετά δε την εκ μέρους της ……….. είσπραξη των κατ’ ιδίαν απαιτήσεων από ναύλους η ίδια επιβάρυνση κατέλαβε και τα χρηματικά ποσά που της καταβλήθηκαν. Μετά δε την κατάθεση των εισπράξεων στην ……….. μεταβλήθηκε και το πρόσωπο του οφειλέτη της ……….., η οποία είχε πλέον απαίτηση στο ποσό της καταθέσεως. Η απαίτηση αυτή ήταν ομοίως εκχωρημένη στην ενάγουσα αλλά, ελλείψει αναγγελίας, ούτε η ……….. τελούσε σε γνώση της Εκχωρήσεως, με αποτέλεσμα και ως προς αυτήν πλήρης δικαιούχος των χρημάτων με απεριόριστη [εξωτερικώς] εξουσία διαθέσεως να παραμένει μόνον η ……….., ανεξαρτήτως της [εσωτερικής] δέσμευσης που η δικαιούχος είχε αναλάβει έναντι της ενάγουσας. Από όσα προαναφέρθηκαν συνάγεται ότι η είσπραξη των εσόδων του πλοίου από τη ……….., δια της καταβολής των ναύλων που της όφειλαν οι ναυλώτριες στο λογαριασμό της στην ……….., από τον οποίο στην συνέχεια εμβάστηκαν προς τρίτους, έγινε σε χρόνο κατά τον οποίον η δανειολήπτρια είχε, αφενός, δικαίωμα εισπράξεώς τους και, αφετέρου, υποχρέωση παρακρατήσεώς τους υπέρ της ενάγουσας, προκειμένου να τους καταθέσει στο Λογαριασμό Λειτουργίας και με τον τρόπο αυτό να καταστήσει τα έσοδά της υπέγγυα προς εξασφάλιση της δανειακής απαίτησης της Τράπεζας, δηλαδή διαθέσιμα, ώστε σε περίπτωση υπερημερίας της είτε να κατασχεθούν από την πιστώτρια κατ’ ενάσκηση του ενεχυρικού δικαιώματός της στο Λογαριασμό Λειτουργίας είτε να εισπραχθούν από αυτήν κατ’ εφαρμογή του όρου 15.4.3β της δανειακής σύμβασης. Αυτός ήταν κατά το χρόνο σύναψης του Deed of Assignment ο οικονομικός σκοπός της Εκχώρησης και για την επίτευξή του, δηλαδή την υπεγγυότητα των εσόδων της ……….. προς εξασφάλιση της ενάγουσας δε χρειαζόταν οποιαδήποτε μεταβίβασή τους κατά κυριότητα από την πρώτη στη δεύτερη. Προς εξυπηρέτηση δε αυτού του οικονομικού σκοπού τα μέρη επέλεξαν να καταρτίσουν κατ’ ευθυδικίαν και όχι νόμιμη εκχώρηση και ο ίδιος σκοπός εξηγεί γιατί η ενάγουσα συμφώνησε να μην αναγγείλει την Εκχώρηση στους οφειλέτες της ……….. αν δεν μεσολαβούσε υπερημερία της, αποδεχόμενη με τον τρόπο αυτό το ενδεχόμενο, αν δεν κατατεθούν οι εισπράξεις από τους ναύλους στο Λογαριασμό Λειτουργίας, να παραμείνουν εις χείρας της ……….. υπό μόνο τον περιορισμό της επωφελούς για τα συμφέροντά της διαχειρίσεώς τους από αυτήν. Αν η ενάγουσα αποσκοπούσε να καταστεί πλήρης δικαιούχος των εσόδων του πλοίου και να εισπράττει απευθείας από τους ναυλωτές του πλοίου τους οφειλόμενους εκάστοτε ναύλους θα είχε συναφθεί νόμιμη (statutory) εκχώρηση και δεν θα είχε επιλεγεί η διατήρηση του δικαιώματος είσπραξης στην περιουσία της ……….. και η απλή επιβάρυνσή του υπέρ της ενάγουσας. Άλλωστε, η τελευταία δεν θα αποκτούσε την κυριότητα των χρημάτων που θα προέρχονταν από τα εισοδήματα του πλοίου ακόμα και αν αυτά είχαν κατ’ εφαρμογή της δανειακής σύμβασης κατατεθεί στο Λογαριασμό Λειτουργίας, αφού και τότε η Τράπεζα μόνο ελεγκτικά των εκταμιεύσεων της ……….. δικαιώματα θα είχε προς διαφύλαξη της υπεγγυότητας των πιστώσεων του Λογαριασμού Λειτουργίας προς όφελός της. Μάλιστα, αυτή η υπεγγυότητα, σε περίπτωση πτωχεύσεως της δανειολήπτριας, θα καθιστούσε τις εισπράξεις των ναύλων, αν παρέμεναν εις χείρας της ……….., χωριστή περιουσία, μη υποκείμενη στους λοιπούς συντρέχοντες ανέγγυους πιστωτές της και θα εξασφάλιζε την προνομιακή, έναντι αυτών, ικανοποίηση της δανειακής απαίτησης της ενάγουσας. Το γεγονός ότι σκοπός της Εκχώρησης ήταν η απλή επιβάρυνση υπέρ της ενάγουσας των εσόδων του πλοίου επιβεβαιώνει ο όρος 3 του Deed of Assignment. Η παροχή ανέκκλητης πληρεξουσιότητας της ……….. προς την ενάγουσα, προκειμένου να ασκεί η δεύτερη τα συμβατικά δικαιώματα της πρώτης, προϋποθέτει ότι τα δικαιώματα αυτά παρέμειναν στην περιουσία της δανειολήπτριας και δεν μεταβιβάστηκαν. Ο ίδιος όρος θα μπορούσε να απαλλάξει την ενάγουσα από την υποχρέωση να προκαλέσει τη συμμετοχή της ……….. σε οποιαδήποτε δίκη ήθελε τυχόν διεξαχθεί μεταξύ αυτής και οποιουδήποτε οφειλέτη της δανειολήπτριας, το χρέος του οποίου από ναύλους είχε τυχόν καταστεί ληξιπρόθεσμο μετά την υπερημερία της εκναυλώτριας ως προς την αποπληρωμή του δανείου. Η συμβατική επιφύλαξη υπέρ της ενάγουσας αυτής της δικονομικής δυνατότητας, νοητής μόνον στα πλαίσια μιας κατ’ ευθυδικίαν εκχωρήσεως (αφού επί νόμιμης εκχώρησης ο εκδοχέας ενάγει στο δικό του όνομα), υποδηλώνει ότι η Εκχώρηση έγινε by way of charge, δεδομένου ότι δι’ αυτής η Τράπεζα επιχείρησε εκ των προτέρων να αποκλείσει τη συμμετοχή της ……….. στη μέλλουσα αντιδικία, την οποία θα μπορούσε να απαιτήσει ένα αγγλικό δικαστήριο θεωρώντας, όπως και η ίδια διέβλεπε εξαρχής, ότι η απλή επιβάρυνση των απαιτήσεων της ……….. θα επέκτεινε τα υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου ώστε να καταλάβουν και αυτήν, αποτέλεσμα το οποίο θα προϋπέθετε ότι οι απόψεις της θα είχαν γνωστοποιηθεί στη δίκη, αφού εκείνη θα παρέμενε δικαιούχος των εκχωρημένων απαιτήσεων. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ακόμα δηλαδή και αν κρινόταν ότι την Εκχώρηση διήπε το δίκαιο της Επιείκειας για μόνο το λόγο ότι δεν επακολούθησε αναγγελία της και όχι για λόγους ουσιαστικούς (οπότε δεν θα απαιτούσε τη συμμετοχή και της ……….. στη δίκη), ένα αγγλικό δικαστήριο θα έκρινε ότι με βάση την Εκχώρηση η ……….. είχε αναλάβει το καθήκον να διαχειρίζεται το υποκατάστατο των απαιτήσεων που εκχώρησε (δηλαδή τα χρήματα που αποκόμισε από τους εκχωρηθέντες ναύλους) προς όφελος της ενάγουσας στα πλαίσια ενός κατ’ επαγωγή εμπιστεύματος (constructive trust) και θα αναγνώριζε την ευθύνη της ως κατ’ ευθυδικία εκχωρήτριας για την παραβίαση των όρων της, που επήλθε με την αναίρεση του εξασφαλιστικού σκοπού της Εκχωρήσεως δια της διοχετεύσεως των χρημάτων σε τραπεζικούς λογαριασμούς τρίτων και όχι στο Λογαριασμό Λειτουργίας. Τα ανωτέρω γίνονται δεκτά και από τις τέσσερις [4] από 30.1.2014 (αρχική) και 1.10.2015, 4.11.2015 και 21.9.2016 (πρόσθετες) γνωμοδοτήσεις του Άγγλου νομομαθούς Marcus Smith QC, καθώς και από τις από 7.20.2011, 23.1.2014 και 11.9.2015 τρεις [3] όμοιες του Άγγλου δικηγόρου Charles Buss, εταίρου της εδρεύουσας στο Λονδίνο του Ηνωμένου Βασιλείου δικηγορικής εταιρίας …………, που συντάχθηκαν όλες κατά παραγγελία της ενάγουσας και δεν αναιρούνται από τις από 18.12.2013 και 21.2.2014 δύο [2] αντίστοιχες του Άγγλου νομομαθούς M. N. Howard QC, που συντάχθηκαν για λογαριασμό του εναγομένου και στις οποίες διατυπώνεται η γνώμη ότι επί των εσόδων του πλοίου που της εκχωρήθηκαν κατ’ ευθυδικία η ενάγουσα διατηρούσε μόνο ένα ενοχικό δικαίωμα κατά της ……….., χωρίς, όμως, να παραλείπεται η μνεία και της (αδημοσίευτης) απόφασης του αγγλικού Court of Appeal στην υπόθεση …….. v ………. (1980), κατά την οποία τα χρήματα που καταβλήθηκαν στον εκχωρητή από τον οφειλέτη που αγνοούσε την εκχώρηση επειδή δεν του είχε γίνει αναγγελία της βαρύνονται με εμπίστευμα υπέρ του εκδοχέα. Σε καμία πάντως από τις γνωμοδοτήσεις αυτές δεν διευκρινίζεται με ποιο δικονομικό όχημα η υπόθεση της παραβίασης των όρων του trust θα αγόταν προς κρίση ενώπιον ενός αγγλικού δικαστηρίου, αφού υπό τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά δε θα μπορούσε να διεξαχθεί δίκη κατά οποιουδήποτε οφειλέτη των εκχωρηθεισών απαιτήσεων, δεδομένου ότι καμία από τις ναυλώτριες του πλοίου δεν κατέστη υπερήμερη ως προς την πληρωμή των ναύλων. Σε κάθε περίπτωση, ελλείψει αντίστοιχης προηγούμενης απόφασης (authority) του Supreme Court είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν ένα αγγλικό δικαστήριο θα κατέληγε στο πρόσθετο συμπέρασμα ότι δια της Εκχωρήσεως μεταβιβάστηκε στην ενάγουσα η πλήρης κυριότητα των χρημάτων που εισπράχθηκαν από τη ………… Τούτο άλλωστε θα εξομοίωνε ανεπίτρεπτα τα αποτελέσματα της νόμιμης και της κατ’ επιείκεια εκχωρήσεως και θα ήταν ασυνεπές προς βασικές αρχές του αγγλικού δικαίου των συμβάσεων, κατά τις οποίες 1] επί συστάσεως trust η κυριότητα του αντικειμένου του διασπάται (split) και ο beneficiary (εκδοχέας) διατηρεί μόνο την ουσιαστική κυριότητα (title in equity), ενώ η τυπική (legal title) παραμένει στον trustee (εκχωρητή) και 2] η Επιείκεια δε μπορεί να προσδώσει στον εκδοχέα περισσότερα δικαιώματα από όσα θα είχε αν είχε συνάψει εκχώρηση κατά το νόμο. Πράγματι, αν η Εκχώρηση ήταν statutory και η ……….. είχε εισπράξει από τους οφειλέτες της τους ναύλους, παρά την προς αυτούς αναγγελία της από την ενάγουσα, η τελευταία θα μπορούσε είτε να επιδιώξει την ικανοποίηση της εκχωρηθείσας απαιτήσεως από τον οφειλέτη, που δεν θα είχε απαλλαγεί με την πρώτη καταβολή και θα υποχρεωνόταν να καταβάλει ξανά στον εκδοχέα (ως τον αληθή δικαιούχο της απαιτήσεως) είτε να στραφεί κατά της ……….., που θα ευθυνόταν και αυτή και πάλι όμως ως trustee. Ακόμα όμως και αν ένα αγγλικό δικαστήριο θεωρούσε, κατ’ εφαρμογή του Theft Act 1968, όπως ισχύει, ότι εν προκειμένω έλαβε χώρα ιδιοποίηση χρημάτων που ανήκαν στην ενάγουσα θα αξιολογούσε ότι η πράξη αυτή τελέστηκε από το νόμιμο εκπρόσωπο της (τύποις κυρίας), δηλαδή τον εναγόμενο και θα ερευνούσε αν η πράξη του στράφηκε εναντίον της ενάγουσας (ουσιαστικής κυρίας) ή της ………… Έστω δε και αν διαπίστωνε ότι η ιδιοποίηση τελέστηκε σε βάρος της ενάγουσας το συμπέρασμά του, αναγνωριζόμενο στην Ελλάδα, δεν θα αρκούσε για την πλήρωση του πραγματικού της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, που είναι η εφαρμοστέα διάταξη στα πλαίσια της κρινόμενης διαφοράς. Πράγματι, για τη στοιχειοθέτηση αδικοπραξίας με τη μορφή της υπεξαιρέσεως, όπως τίθεται εν προκειμένω, προϋποτίθεται η προσβολή ενός απολύτου δικαιώματος επί απαιτήσεως ή του υποκαταστάτου της, που ισχύει έναντι παντός και παρέχει στο δικαιούχο εξουσία διαθέσεώς του κατ’ αρέσκεια και αποκλεισμού κάθε ενέργειας άλλου επ’ αυτού. Τέτοιες εξουσίες το κατ’ ευθυδικία δικαίωμα που με την Εκχώρηση και σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο απέκτησε η ενάγουσα δεν της παρείχε. Επομένως, κατά το ελληνικό δίκαιο, με βάση το οποίο κρίνεται ο παράνομος χαρακτήρας της πράξης που προκάλεσε την ένδικη ζημία, δεν υπήρξε εν προκειμένω προσβολή απολύτου δικαιώματος της ενάγουσας (της κυριότητας των χρημάτων που ήσαν κατατεθειμένα στην ………..) και, κατά συνέπεια, δεν τελέστηκε η επίμαχη αδικοπραξία. Για την πληρότητα της αιτιολογίας της παρούσας ας σημειωθεί και ότι κυριότητα επί των ναύλων που πληρώθηκαν στη ……….. δεν απέκτησε η ενάγουσα ούτε κατά προαντιφώνηση της νομής τους, όπως υπαινίσσεται με την από 8.2.2013 αγωγή της. Πράγματι, η άτυπη σχέση της προαντιφώνησης, που απαντά στα ηπειρωτικά δίκαια και όχι στο αγγλοσαξωνικό (και περί των ποινικών συνεπειών της οποίας στο ελληνικό δίκαιο βλ. ΣυμβΑΠ 855/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΣυμβΑΠ 1371/2007, ΠΧ 2008/412, ΣυμβΑΠ 580/2006, ΠΧ 2007/53,  ΣυμβΑΠ 114/2004, ΠΛογ 2004/163 = ΠΧ 2005/29, ΣυμβΑΠ 537/2003, ΠΛογ 2003/576 = ΑρχΝ 2004/557 = ΠΧ 2004/117, ΣυμβΑΠ 1468/2003, ΠΛογ 2003/1612, ΑΠ 1636/2002, ΠΛογ 2002/1847 = ΑρχΝ 2003/598, ΣυμβΑΠ 1110/2000, ο.π.,  ΣυμβΑΠ 1682/1997, ΝοΒ 1998/1292 = ΠΧ 1998/566), καθιστά τον έμμεσο αντιπρόσωπο με την είσπραξη των χρημάτων προς εξυπηρέτηση του εντολέα του νομέα και κύριο αυτών για μια μόλις ιδεατή χρονική στιγμή, αφού η νομή και η κυριότητά τους μεταβαίνουν αυτομάτως στον εντολέα – αντιπροσωπευόμενο και εκείνος [έμμεσος αντιπρόσωπος] παραμένει στην κατοχή τους με βάση συγκεκριμένη σχέση εντολής, με αποτέλεσμα, ο εμμέσως αντιπροσωπευόμενος να αποκτά κυριότητα στο κινητό πράγμα, που βρίσκεται στα χέρια του αντιπροσώπου του, οπότε, στην περίπτωση που ο τελευταίος εκδηλώσει βούληση παράνομης ιδιοποιήσεως, διαπράττει υπεξαίρεση εις βάρος του αντιπροσωπευόμενου. Όμως, εν  προκειμένω, δεν αποδεικνύεται ούτε ότι τέτοια προαντιφώνηση της νομής συμφωνήθηκε ούτε ότι η ……….. ενήργησε κατά την είσπραξη των ναύλων ως [έμμεσος] αντιπρόσωπος της ενάγουσας αλλά κατ’ ενάσκηση δικού της δικαιώματος, στο όνομά της  και για δικό της λογαριασμό.

XIV. Υπό τα δεδομένα αυτά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που θεώρησε ότι «στην προκειμένη περίπτωση συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις προκειμένου να χαρακτηριστεί η ένδικη εκχώρηση ως μια έγκυρη και τέλεια κατ’ ευθυδικίαν εκχώρηση …, η οποία ανέπτυξε πλήρη αποτελέσματα», ορθώς το αγγλικό δίκαιο ερμήνευσε και εφάρμοσε και ο πρώτος λόγος του κυρίου δικογράφου της εφέσεως του εναγομένου, με τον οποίο αυτός υποστηρίζει ότι η Εκχώρηση τελούσε υπό την αναβλητική αίρεση είτε της αναγγελίας της στους οφειλέτες της ….. είτε της υπερημερίας αυτής της τελευταίας πρέπει να απορριφθεί. Δεχόμενη, όμως, ταυτόχρονα η εκκαλουμένη ότι το αποτέλεσμα της Εκχωρήσεως ήταν να καταστεί η ενάγουσα κυρία (και) των μελλοντικών εσόδων του πλοίου από τη στιγμή που οι σχετικοί ναύλοι κατέστησαν απαιτητοί από τη …, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή τόσον του αγγλικού δικαίου της κατ’ ευθυδικίαν εκχωρήσεως, που δεν αναγνωρίζει μεταβίβαση στον εκδοχέα ούτε της απαιτήσεως που εκχωρήθηκε, αν δεν προηγηθεί αναγγελία της ούτε της πλήρους κυριότητας των χρημάτων που εισπράχθηκαν από τον εκχωρητή, όσον και του άρθρου 914 ΑΚ, που επί αδικοπραξίας με τη μορφή της υπεξαιρέσεως προϋποθέτει προσβολή απολύτου δικαιώματος, ισχύοντος κατά παντός και απονέμοντος στο δικαιούχο πλήρεις εξουσίες, όπως δεν συμβαίνει στην περίπτωση που κρίνεται, κατά την οποία η ……….. δια της Εκχωρήσεως δεν απώλεσε το δικαίωμα της εισπράξεως των ναύλων που της οφείλονταν και της κτήσης των χρημάτων κατά κυριότητα αλλά επιβάρυνε τόσο το δικαίωμα είσπραξης όσο και την κυριότητά της επί των εισπραχθέντων με το καθήκον πίστης προς την ενάγουσα, που συνεπαγόταν υποχρέωση διαχείρισης των χρημάτων αυτών προς όφελος της πιστώτριας, την οποία (υποχρέωση) η …… και παραβίασε δια του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένου, ο οποίος ταυτόχρονα, εντελλόμενος την τραπεζική μεταφορά των χρημάτων από την …… στους λογαριασμούς που προαναφέρθηκαν απίστησε προς αυτήν, αφού κατά την άσκηση των διαχειριστικών του αρμοδιοτήτων ελάττωσε το ενεργητικό της εξοφλώντας με χρήματα της εταιρικής περιουσίας εξωεταιρικές υποχρεώσεις. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο συναφής έκτος κύριος λόγος έφεσης του εναγομένου και, ακολούθως, δεδομένου ότι παρέλκει η εξέταση των λοιπών, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, κατά μερική παραδοχή της έφεσης ως βάσιμης, κατά το κεφάλαιό της που αντιστοιχεί στην έκταση της θεμελιώσεως της από 8.2.2013 αγωγής στη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ. Για την ενότητα, όμως, του τίτλου της αναγκαστικής εκτελέσεως (ΑΠ 748/1984, Δνη 1985/642, MονΕφΘεσ. 1221/2017, ΜονΕφΠειρ. 21/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, αδημ., ΕφΠειρ. 700/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 277/2005, ΔΕΕ 2005/685, ΕφΠειρ. 91/2004, ΠειρΝ 2004/160) κρίνεται αναγκαία η εξαφάνισή της και κατά το μέρος της που δεν έχει ήδη ανατραπεί, συμπεριλαμβανομένης και της περί επιβολής των δικαστικών εξόδων διατάξεώς της. Στη συνέχεια, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό κατ’ άρθρο 535 § 1 ΚΠολΔ, πρέπει να απορριφθεί η από 8.2.2013 αγωγή κατά το ως άνω κεφάλαιό της και, αφού γίνει εν μέρει δεκτή κατά την έκταση της θεμελιώσεώς της στο άρθρο 919 ΑΚ, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος ……….. να καταβάλει στην ενάγουσα το χρηματικό ποσό του ενός εκατομμυρίου εξακοσίων είκοσι πέντε χιλιάδων πεντακοσίων εβδομήντα τριών ευρώ και εξήντα οκτώ λεπτών (1.625.573,68 €) και να επιβληθεί σε βάρος του προσωπική κράτηση διάρκειας τεσσάρων [4] μηνών ως μέσο αναγκαστικής εκτελέσεως. Τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, βαρύνουν τον εναγόμενο που ηττάται, θα του επιβληθούν όμως μειωμένα, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας, δεδομένου ότι η αγωγή έγινε εν μέρει μόνον δεκτή (άρθρα 106, 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ). Εξάλλου, στον εκκαλούντα πρέπει να αποδοθεί το κατατεθέν παράβολο, δεδομένου ότι με βάση το διατακτικό της παρούσας αποφάσεως θεωρείται νικητής, ανεξαρτήτως αν η τελική κρίση του Δικαστηρίου επί της υποθέσεως δεν ήταν ευνοϊκή γι’ αυτόν (ΑΠ 532/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στο διατακτικό της παρούσας θα επαναληφθεί, τέλος, η διάταξη της αναιρεθείσας αποφάσεως με την οποία είχε αποδοθεί στην ενάγουσα το υπ’ αυτής κατατεθέν παράβολο.

XV. Με τη διάταξη του άρθρου 206 ΚΠολΔ, με την οποία επιδιώκεται η διασφάλιση της ευπρέπειας και κοσμιότητας κατά τη διεξαγωγή του δικαστικού αγώνα, παρέχεται η εξουσία στο δικαστήριο, ύστερα από αίτηση ενός διαδίκου ή και αυτεπαγγέλτως χωρίς χρονικό περιορισμό, να διατάσσει τη διαγραφή από τα δικόγραφα ή τις προτάσεις των διαδίκων, φράσεων που είναι εξυβριστικές ή ανάρμοστες και αποβλέπουν σε ονειδισμό και περιφρόνηση του αντιδίκου ή του δικαστηρίου, ανεξάρτητα αν αυτές θεμελιώνουν την ειδική υπόσταση της εξύβρισης ή άλλου εγκλήματος κατά της τιμής και της υπόληψης διαδίκου, πληρεξουσίου δικηγόρου ή και του δικαστηρίου. Κάθε διάδικος, κατά την υπεράσπιση των απόψεών του σε σχέση με την επίδικη διαφορά και κατά την αντίκρουση των ισχυρισμών του αντιδίκου του, υπέχει υποχρέωση τηρήσεως του επιβαλλόμενου μέτρου ευπρέπειας κατά την εκφορά του δικανικού λόγου και κατά τη σύνταξη των δικογράφων και των προτάσεών του και οφείλει να αποφεύγει, όταν μάλιστα τούτο δεν είναι αναγκαίο για την προσήκουσα υπεράσπιση των συμφερόντων του, φράσεις με οξείς χαρακτηρισμούς και κρίσεις σε βάρος του αντιδίκου του ή του δικαστικού πληρεξουσίου του ή του δικαστηρίου, οι οποίες ενέχουν καταφρονητική ή ειρωνική μεταχείριση είτε ονειδισμό και περιφρόνηση των λοιπών παραγόντων της δίκης (ΑΠ 921/2018, ΑΠ 1264/2017, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 156/2013, ΕπισκΕΔ 2013/165 = ΕφΑΔ 2013/654, ΑΠ 1386/2008, Δνη 2011/1010, ΑΠ 1602/2005, ΑΠ 1042/2004, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1590/2003, ΝοΒ 2004/970). Αρμοδιότητα για την διαγραφή έχει το δικαστήριο ενώπιον του οποίου απευθύνεται το δικόγραφο ή οι προτάσεις του διαδίκου, στο οποίο διαλαμβάνονται οι επίμαχες φράσεις (ΑΠ 794/2017, ΑΠ 1436/2017, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η περί διαγραφής απόφαση δεν αφορά σε διάγνωση ιδιωτικού δικαιώματος ούτε συνιστά επιβολή πειθούς, κατά την τεχνική του όρου έννοια αλλά συνιστά ηθική κύρωση, της οποίας οι συνέπειες αντανακλούν στο πρόσωπο του πληρεξούσιου δικηγόρου, που συνέταξε το κείμενο που περιέχει τις εξυβριστικές ή ανάρμοστες φράσεις, ο οποίος οφείλει να γνωρίζει ότι η συμπεριφορά των διαδίκων πρέπει να εκδηλώνεται στα όρια της ευπρέπειας (ΑΠ 620/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πάντως, η χρήση του μέτρου αυτού από τα δικαστήρια απαιτεί περίσκεψη, για να κριθεί αντικειμενικά αν οι επίμαχες κάθε φορά φράσεις συγκεντρώνουν τα χαρακτηριστικά που απαιτεί ο νόμος και φειδώ, προκειμένου να μην καταλήξει σε κατασταλτική λογοκρισία. Οι υπερβολές στις εκφράσεις και οι οξείς χαρακτηρισμοί πρέπει να υποβάλλονται σε αξιολογική έρευνα ώστε να αποτρέπεται σύγχυση των ορίων τους με τους κανόνες της ευπρέπειας (ΕφΑθ. 7403/2007, Δνη 2008, ΕφΑθ. 5779/2003, Δνη 2004/208, ΕφΠειρ. 773/2003, Δνη 2004/207). Πάντως, ανάρμοστες είναι γενικά οι φράσεις που είτε φανερώνουν καταφρόνηση προς τους δικαστές που εξέδωσαν προηγούμενες αποφάσεις και προς τη δικαιοσύνη γενικότερα (ΑΠ 489/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) είτε υπαινίσσονται αναπόδεικτα συνειδητή μεροληψία δικαστών που δίκασαν προηγουμένως (ΟλΣτΕ 67/2009, ΔΔίκη 2010/859, ΑΠ 411/1992, Δνη 1993/1293, ΑΠ 446/1988, Δνη 1989/71 = ΕΕΝ 1989/226) ή που προσάπτουν τη μομφή της «ατυχούς και πεπλανημένης» σε προηγούμενη δικαστική κρίση (ΟλΣτΕ 169/2010, ΕΔΔΔΔ 2010/437 = ΕΔΚΑ 2010/234 = ΑρχΝ 2010/355, βλ. και Π. Κοντογεωργακόπουλου, Οι ποινές τάξης των άρθρων 205 – 207 ΚΠολΔ, σε ΝοΒ 2017/15 επομ., Γ. Διαμαντόπουλου, Οι ποινές τάξης των άρθρων 205 – 207 ΚΠολΔ, σε Δνη 2007/16 επομ.).

Στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα στο δικόγραφο των από 14.1.2021 προτάσεων που απηύθυνε στο Δικαστήριο αυτό περιέλαβε και τις ακόλουθες φράσεις και περικοπές: 1] στη σελίδα 129 (στην υποσημείωση με αριθμό 184) την περικοπή «… και είναι να απορεί κανείς με τα όσα υποστηρίζει επ’ αυτού ο εκκαλών με την ελπίδα, προφανώς, να προκαλέσει σύγχυση στο Δικαστήριο για να οδηγηθεί τούτο σε εσφαλμένη (ευνοϊκή γι’ αυτόν) απόφαση (ως και πράγματι συνέβη με την αναιρεθείσα απόφαση του Δικαστηρίου Σας)! Βλέπετε ότι οι δόλιοι διάδικοι μετέρχονται όλα τα σοφίσματα και τεχνάσματα και ουχί σπανίως, παρασύρουν με αυτά τους Δικαστές και αποσπούν ευνοϊκές αποφάσεις, ως η αναιρεθείσα! Δυστυχώς!..)», 2] στη σελίδα 255 τη φράση «…Είναι δε εντυπωσιακό και προφανώς αβάσιμο το αστείο (δυστυχώς) εφεύρημα της αναιρεθείσης εφετειακής αποφάσεως ότι “τα χρήματα του Λογαριασμού Λειτουργίας διαχειριζόταν αποκλειστικά η εκχωρήτρια εταιρεία”», 3] στις σελίδες 33 και 34 (στην υποσημείωση με αριθμό 24) την περικοπή «…Αλλά ο εναγόμενος .. … εφρόντισε επιμελώς να πιστώνονται στο λογαριασμό της … στην …. – ακριβώς για να τα ιδιοποιείται ελπίζων και αυτός (ως και όλοι οι όμοιοί του) ότι δεν θα εγίνετο αντιληπτός. Είχε λησμονήσει ή δεν έμαθε ποτέ το: “Έστι δίκης οφθαλμός ος τα πανθ’ ορά”». Και το του Ευαγγελίου: “Ουδέν το κρυπτόν ο ου μη φανερόν γενήσεται”», 4] στη σελίδα 73 τη φράση «… Ούτω, ο ………… επιάσθηκε στην … φάκα, που, χωρίς να το αντιληφθεί, ο ίδιος έστησε!.. «ού γάρ εστί κρυπτόν ο ου φανερόν γενήσεται ουδέ απόκρυφον ο ου γνωσθήσεται και εις φανερόν έλθη” (λουκ. η’ 17)», 5] στη σελίδα 76 (στην υποσημείωση με αριθμό 96) τις φράσεις «… Δηλαδή, “άλλα λόγια να αγαπιώμαστε!”… Μετήλθε ένα ακόμη δόλιο τέχνασμα για να αποφύγει, για όσο περισσότερο χρόνο ημπορούσε, την επαναφορά του θέματος αυτού, μεταθέτοντας το για το αόριστο μέλλον. Και… έχει ο θεός! … Έχει ο θεός, βεβαίως, για τον κλέφτη, έχει, όμως, και για τον νοικοκύρη!..», 6] στις σελίδες 161 – 162 την περικοπή «…Εντυπωσιάζει, πάντως, το γεγονός ότι ο …………, στην προσπάθειά του να εξεύρει κάποιο “έρεισμα”, για να αποσείσει από τους ώμους του το βαρύτατο άγος των κατά συρροήν και κατ’ εξακολούθησιν αδικημάτων …     καταφεύγει, ως ο πνιγόμενος στα μαλλιά του, στην “ενεχύραση” του λογαριασμού λειτουργίας, ελπίζοντας ότι, με το σόφισμα της δήθεν αντιφάσεως της “ενεχυράσεως” προς το εκ της Εκχωρήσεως δικαίωμα κυριότητος επί των εκχωρούμενων ναύλων, θα εξοβελλισθή η Εκχώρηση και, έτσι, αυτός θα αποτρέψει τις συνέπειες της Εκχωρήσεως … Ευθύνες, που τον καθιστούν ένοχο πέραν των κατ’ άρθρα 914 επ. ΑΚ, 919 ΑΚ αστικών αδικημάτων, των βαρύτατων οικονομικών εγκλημάτων (υπεξαιρέσεως κατ’ εξακολούθησιν και κατά       συρροήν και νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη δραστηριότητα – αμφοτέρων κακουργημάτων)», 7] στη σελίδα 165 (στις υποσημειώσεις με αριθμούς 244 και 246) τις φράσεις «… αυτό ο ………. δεν το σκέφτηκε και πιάστηκε στα πράσα»…«0 ……….. … τόσο αδίστακτος ήτο…» και «Η Τράπεζα δεν διενοείτο, βέβαια, ότι ο πελάτης της εψεύδετο και μάλιστα με τόσο αδιάντροπο τρόπο», 8] στη σελίδα 184 τις περικοπές «… Επομένως, τα όσα προβάλλει ο εφεσείων στον πέμπτο (5ο) λόγο εφέσεως αποτελούν την έκφραση απροσμέτρητης θρασύτητος»… «Είναι ωσάν να επικαλείται ο κλέφτης, ως λόγο απαλλαγής του, το ότι η Αστυνομία δεν έκανε καλά την δουλειά της (αφού δεν τον είχε συλλάβει επ’ αυτοφώρω και εν αποπείρα…» και «Αν η Τράπεζα είχε την υποψία ότι ο πελάτης της ήταν ανέντιμος και απατεών δεν θα έδινε, κατά πρώτον, το δάνειο. Και ύστερα, έχουσα διαγνώσει, ή, ακόμη, έχουσα υποπτευθεί ότι ο πελάτης της είχε επιδείξει ανέντιμη (δια να μη χρησιμοποιηθεί ο προσήκων στη περίπτωση χαρακτηρισμός της) και απατηλή συμπεριφορά απέναντί της, η Τράπεζα θα ενεργούσε ως ο ………, ιταμότατα υποδεικνύει στον πέμπτο (5ο) λόγο της εφέσεως του!», 9] στη σελίδα 129 τις φράσεις «…Τι θα ειπεί η φράση “… εγκαθιδρύει καθαρή αίρεση επαγόμενη τα προβλεπόμενα από την σύμβαση αποτελέσματα …”;», «…θα παρέπεμπε κανείς σε κάποια λαϊκή έκφραση ως: “Άρες, μάρες-κουκουνάρες!” και «…Ανεξαρτήτως της ανοησίας αυτής», 10] στη σελίδα 217 τη φράση «…οι σκέψεις αυτές του πρώτου πρόσθετου λόγου εφέσεως αποτελούν νομικό περιβόλι…», 11] στη σελίδα 81 τη φράση «Ο ……….. δεν θα ημπορούσε ποτέ να τύχει προστασίας … γιατί: “Αυτός που προσφεύγει στην ευθυδικία πρέπει να προσέρχεται σε αυτήν με καθαράς χείρας”», 12] στη σελίδα 102, τις περικοπές «…Πρόκειται δηλαδή περίπτωση επιδείξεων πρωτοφανώς ανήθικου (πέραν του παρανόμου της) συμπεριφοράς με σκοπό την πρόκληση βλάβης εις βάρος της Τραπέζης, η οποία συμπεριφορά είναι κατάπτυστη από κάθε άποψη!…» και «…H περίπτωση του …………. αποτελεί εκδήλωσιν ανηθικότητος και παρανομίας εκκωφαντικής ιταμότητος» και 13] στη σελίδα 239 (στην υποσημείωση με αριθμό 322) τη φράση «… Η αθέτηση του οποίου (στην περίπτωση του παρόντος εναγομένου αυτή η αθέτηση, γίνεται εις τον υπέρτατον βαθμό!!..) αποτελεί πάντοτε εκδήλωση της ανηθίκου δικονομικής αλλά και συναλλακτικής συμπεριφοράς του προσώπου. “Ψιλά γράμματα!”». Για τις φράσεις αυτές ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι δεν ανταποκρίνονται στην αρμόζουσα ευπρέπεια και σοβαρότητα και πρέπει να διαγραφούν ως ανάρμοστες, επειδή προσβάλλουν τους Δικαστές που εξέδωσαν την αναιρεθείσα απόφαση, τον ίδιο, κατά του οποίου διατυπώνονται ύβρεις και μομφές εγκληματικής ροπής και ανηθικότητας και τους πληρεξουσίους του δικηγόρους για επαγγελματική ανεπάρκεια. Από τις φράσεις αυτές κρίνονται ανάρμοστες οι υπ’ αριθμ. 1 και 2 ανωτέρω, γιατί ενέχουν καταφρονητική διάθεση προς το παρόν Δικαστήριο, του οποίου πλήττεται με τρόπο απαξιωτικό προηγούμενη κρίση του, χωρίς αυτό να είναι αναγκαίο για την υποστήριξη των ισχυρισμών της ενάγουσας και οι υπ’ αριθμ. 9 και 10 ανωτέρω, επειδή αποδίδουν ειρωνεία προς τους νομικούς παραστάτες του εναγομένου. Οι φράσεις αυτές πρέπει κατ’ εφαρμογή του άρθρου 206 ΚΠολΔ να διαγραφούν από το ως άνω δικόγραφο στο οποίοι περιέχονται, κατά παραδοχή κατά το μέρος του αυτό ως βάσιμου του σχετικού αιτήματος του εναγομένου. Αντιθέτως, οι υπ’ αριθμ. 3, 4, 5 και 11 ανωτέρω φράσεις, με τις οποίες διατυπώνονται ευαγγελικές ρήσεις, παροιμίες, λαϊκά γνωμικά και νομικά αποφθέγματα δεν θεωρούνται ανάρμοστες από το Δικαστήριο, επειδή δεν κρίνεται ότι με αυτές εκδηλώνεται καταφρόνηση καθ’ οιουδήποτε. Όμοια, απορριπτική του αιτήματος, κρίση προσήκει και ως προς όλες τις λοιπές ως άνω φράσεις και περικοπές, δεδομένου ότι και υπό την εκδοχή ότι δεν ήσαν αναγκαίες για την προσήκουσα υπεράσπιση των απόψεων της ενάγουσας, η οξύτητα των χαρακτηρισμών που αποδίδονται στον εναγόμενο δεν παραβιάζει, στα πλαίσια της συγκεκριμένης αντιδικίας, τα ακραία όρια του επιβαλλόμενου μέτρου ευπρέπειας και κοσμιότητας, με αποτέλεσμα να μην κρίνονται ανάρμοστες ούτε υβριστικές κατά την έννοια του άρθρου 206 ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Συνεκδικάζει τις από 20.10.2014 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …/20.10.2014 και από 16.10.2014 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …/17.10.2014 αντίθετες εφέσεις και τα από 14.4.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …/15.4.2015 και από 11.12.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …./2020 δικόγραφα προσθέτων στην δεύτερη από αυτές λόγων.

Δέχεται τυπικά τις εφέσεις και τους πρόσθετους λόγους και εν μέρει κατ’ ουσίαν.

Διατάσσει την επιστροφή σε καθέναν εκκαλούντα του αντιστοίχου παραβόλου.

Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε στο σκεπτικό απορριπτέο.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ’ αριθμ. 3839/2014 απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 8.2.2013 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../2013 αγωγή κατ’ ουσίαν.

Απορρίπτει αυτήν ως ουσιαστικά αβάσιμη κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό κεφάλαιό της.

Δέχεται την αγωγή κατά τα λοιπά εν μέρει.

Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το χρηματικό ποσό του ενός εκατομμυρίου εξακοσίων είκοσι πέντε χιλιάδων πεντακοσίων εβδομήντα τριών ευρώ και εξήντα οκτώ λεπτών (1.625.573,68 €).

Απαγγέλλει σε βάρος του εναγομένου προσωπική κράτηση διάρκειας τεσσάρων [4] μηνών ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης ως προς την αμέσως ανωτέρω καταψηφιστική της διάταξη.

Επιβάλει σε βάρος του εναγομένου μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει σε ογδόντα χιλιάδες ευρώ (80.000 €).

Διατάσσει τη διαγραφή από το δικόγραφο των από 14.1.2021 προτάσεων της ενάγουσας των φράσεων και περικοπών που μνημονεύονται στο σκεπτικό της παρούσας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 18 Μαρτίου 2021 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις  28 Μαΐου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ