Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 335/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Περίληψη

Κοινωνία. Ο κοινωνός που κατέβαλε έξοδα πέραν της μερίδας του, δικαιούται να αναζητήσει τα επιπλέον καταβληθέντα από τους λοιπούς κοινωνούς, κατ’ αναλογία των μερίδων τους. Η αναζήτηση των εξόδων αυτών γίνεται απ’ ευθείας βάσει της διατάξεως του άρθρου 794 του ΑΚ, εφόσον πρόκειται για έξοδα που έγιναν κατόπιν απόφασης όλων των κοινωνών ή της πλειοψηφίας αυτών, ή του δικαστηρίου ή αφορούν μέτρα που ελήφθησαν για την αποτροπή επικείμενου κινδύνου και υπό την πρόσθετη προϋπόθεση ότι τα εν λόγω έξοδα έχουν καταβληθεί από τον κοινωνό.

Αριθμός 335/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από το Δικαστή Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου,και την Ελένη Τσίτου, Γραμματέα.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 16 Ιανουαρίου 2020 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ : 1) ………… και 2) ……….οι οποίοι παραστάσθηκαν μετά της πληρεξουσίας δικηγόρου τους Μελπομένης Ιερωνυμάκη.

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ : 1) …… και 2)…………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Δήμητρα Τσιπελίκη.

Οι εφεσίβλητοι άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά των εκκαλούντων, την από 1-10-2013 (υπ’ αριθ. ………/11-7-2017 έκθεσης κατάθεσης) αγωγή τους. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 4809/2018 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η ανωτέρω αγωγή. Στη συνέχεια, οι εκκαλούντες με την από 5-12-2018 (υπ’ αριθ. ………./7-12-2018) έφεσή τους προσβάλουν την προαναφερθείσα πρωτόδικη απόφαση. Η ανωτέρω έφεση με την από 12-02-2019 πράξη περί ορισμού δικασίμου, προσδιορίστηκε να δικαστεί στην αναφερθείσα στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων εξέθεσαν τους ισχυρισμούς τους με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση, η οποία στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 4809/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 1-10-2013 (υπ’ αριθ. ……../11-7-2017 έκθεσης κατάθεσης) αγωγής των εφεσίβλητων, έχει ασκηθεί εμπροθέσμως, ενόψει του ότι δεν επικαλείται κάποιος διάδικος την επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως, ούτε προκύπτει αυτή από κάποιο στοιχείο,και η έφεση κατατέθηκε εντός προθεσμίας που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη από τη δημοσίευση της εκκαλούμενης αποφάσεως (βλ. την υπ. αριθ. ………./7-12-2018 έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου της γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιώς) και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, ενόψει του ότι καταβλήθηκε το αντίστοιχο παράβολο (άρθρα 19, 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ).

Με την προαναφερθείσα αγωγή, (όπως το περιεχόμενο αυτής παραδεκτά κατ’ άρθρο 224 του ΚΠολΔ διορθώθηκε πρωτοδίκως), οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι εξέθεσαν ότι είναι συγκύριοι μαζί με τους εναγόμενους και ήδη εκκαλούντες, κατά ποσοστό 1/4 εξ’ αδιαιρέτου έκαστος εξ’ αυτών, δυνάμει των αναφερομένων σ’ αυτήν (αγωγή) αγοραπωλητηρίων συμβολαίων και της πράξης σύστασης οριζοντίων ιδιοκτησιών, των εκτιθέμενων οριζόντιων ιδιοκτησιών της οικοδομής (πολυκατοικίας), η οποία έχει κατασκευασθεί σε οικόπεδο επιφανείας 162,00 τ.μ., που βρίσκεται στη Νίκαια Αττικής και συγκεκριμένα στη συμβολή των οδών ………. και …………… Ότι στο έργο κατασκευής της ανωτέρω οικοδομής προέβη, μετά από σχετική συμφωνία όλων των συγκυρίων (διαδίκων), ο πρώτος απ’ αυτούς (ενάγοντες), με αποκλειστικά δικές του δαπάνες. Ότι για τον ανωτέρω λόγο, αυτός (πρώτος ενάγων) κατέβαλε, κατά το χρονικό διάστημα των ετών 2007 έως 2010, το συνολικό ποσό των 190.818,30 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στην αγορά των απαραίτητων υλικών για την κατασκευή της εν λόγω οικοδομής, όπως αυτά αναλυτικά στα ενσωματωμένα στην αγωγή τιμολόγια – αποδείξεις πωλήσεως παρατίθενται, καθώς και στη διενέργεια των σχετικών εργασιών, οι οποίες αναφέρονται σ’ αυτήν (αγωγή). Ότι ο καθένας κοινωνός της εν λόγω οικοδομής ενέχεται για την πληρωμή των ανωτέρω δαπανών, κατά το ως άνω ποσοστό συγκυριότητας του, και συγκεκριμένα κατά το ποσό των 47.704,57 ευρώ (δηλαδή 190.818,30 ευρώ Χ 1/4), έκαστος δε των εναγομένων συγκυρίων αρνείται να καταβάλει σ’ αυτόν, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του, την ανωτέρω αναλογία της μερίδας του στις δαπάνες αυτές. Ότι, επιπλέον, ο πρώτος απ’ αυτούς (ενάγοντες) κατέβαλε, για λογαριασμό του δεύτερου των εναγομένων και προκειμένου να λάβει ο τελευταίος φορολογική ενημερότητα προς μεταβίβαση των ως άνω οριζοντίων ιδιοκτησιών, το ποσό των 1.542,38 ευρώ. Τέλος, ότι η δεύτερη απ’ αυτούς (ενάγοντες) κατέβαλε, εξ ιδίων χρημάτων, στις 27-10-2009, το ποσό των 2.439,50 ευρώ για τη διενέργεια των αναφερόμενων στην αγωγή εργασιών, που αφορούν στις ως άνω κοινές μεταξύ των διαδίκων οριζόντιες ιδιοκτησίες, έκαστος δε των εναγομένων οφείλει να της καταβάλει το ποσό των 609,87 ευρώ (2.439,50 ευρώ Χ1/4) δηλαδή την ανωτέρω αναλογία της μερίδας του στις δαπάνες αυτές. Βάσει των προεκτεθέντων, οι ενάγοντες ζήτησαν α)να υποχρεωθεί έκαστος των εναγομένων να καταβάλει στον πρώτο απ’ αυτούς (ενάγοντες) το ποσό των 47.704,57 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της πληρωμής κάθε σχετικού επιμέρους ποσού, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, β)να υποχρεωθεί ο δεύτερος εναγόμενος να καταβάλει (επιπλέον) στον πρώτο απ’ αυτούς (ενάγοντες) το ποσό των 1.542,83 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της πληρωμής κάθε σχετικού επιμέρους ποσού, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση και γ)να υποχρεωθεί έκαστος των εναγομένων να καταβάλει στη δεύτερη απ’ αυτούς (ενάγοντες) το ποσό των 609,87 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 28-10-2009, άλλως από την επίδοση της αγωγής, επικουρικά δε ζήτησαν τα ανωτέρω ποσά με τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Με την εκκαλούμενη απόφαση, αφού απορρίφθηκε ως μη νόμιμα το παρεπόμενο αίτημα περί επιδίκασης τόκων για το χρονικό διάστημα πριν την επίδοση της αγωγής, η τελευταία έγινε εν μέρει δεκτή (ως προς την κύρια βάση της), ως ουσιαστικώς βάσιμη, και υποχρεώθηκε ο πρώτος εναγόμενος – εκκαλών να καταβάλει  στον  πρώτο ενάγοντα – εφεσίβλητο το ποσό των 29.994,68 ευρώ και ο δεύτερος εναγόμενος – εκκαλών να καταβάλει  στον  πρώτο ενάγοντα – εφεσίβλητο, το ποσό των 31.537,51 ευρώ, αμφότερα τα ποσά αυτά με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση, καθώς και έκαστος των εναγομένων – εκκαλούντων να καταβάλει στη δεύτερη ενάγουσα – εφεσίβλητη το ποσό των 609,87 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση, πλέον μέρους των δικαστικών εξόδων. Κατά της ως άνω αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονούνται οι εκκαλούντες με την κρινόμενη έφεση τους, για λόγους που στο σύνολο τους ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των σχετικών αποδείξεων, όπως ειδικότερα εκτίθεται σε αυτή, και ζητούν να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και να απορριφθεί η ανωτέρω  αγωγή.

Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αρ. 4 και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά του εναγόμενου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η έκθεση δε στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την ένδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξίωσης, η οποία απορρέει από αυτά, είναι απαραίτητη για να υπάρχει η δυνατότητα, το μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διεξάγει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξίωσης που θεμελιώνεται επ’ αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση. Διαφορετικά η αγωγή είναι αόριστη και η αοριστία της αγωγής, η οποία εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, ως αναγόμενη στην αφορώσα τη δημόσια τάξη προδικασία, με την έννοια της ποιοτικής αοριστίας (λήψη υπόψη πραγματικών περιστατικών που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, τα οποία δεν αναφέρονται στο αγωγικό δικόγραφο αλλά σ’ αυτό γίνεται μόνο επίκληση των στοιχείων του νόμου) ή ποσοτικής αοριστίας (λήψη υπόψη πραγματικών περιστατικών που αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, χωρίς αυτά να εξειδικεύονται με πληρότητα), δεν μπορεί να θεραπευτεί με τις προτάσεις ή με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλου εγγράφου, ούτε μπορεί σε αυτή να γίνει επιφύλαξη διόρθωσης ή συμπλήρωσης από την προσαγωγή ή εκτίμηση των αποδείξεων (βλ. ΑΠ 1728/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 250/2011, ΕΕμπΔ 2011 591, ΑΠ 49/2011 ΕλλΔνη 2011 1594, ΑΠ 1042/2009 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 1042/2009 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 1611/2008 ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση, οι εκκαλούντες, με την έφεσή τους, επαναφέρουν τον και πρωτοδίκως προβληθέντα ισχυρισμό τους περί αοριστίας της ανωτέρω αγωγής επικαλούμενοι ότι δεν είναι σαφές το ιστορικό της αγωγής, γιατί, το σχετικό κείμενο διακόπτεται αιφνιδίως στη δεύτερη σελίδα του δικογράφου (και στα δυο αντίγραφα που τους κοινοποιήθηκαν), χωρίς να αναφέρονται τα στοιχεία περί της νομιμοποιήσεως των εναγόντων και χωρίς να διευκρινίζεται, επαρκώς, ποιός πλήρωσε και με ποιόν τρόπο και για ποιο λόγο τις σχετικές δαπάνες.Ωστόσο, από την επισκόπηση του δικογράφου της ανωτέρω αγωγής, προκύπτει ότι αυτή είναι ορισμένη, παρά την εκ παραδρομής εσφαλμένη σειρά συρραφής ορισμένων φύλλων του σχετικού δικογράφου, καθόσον αναφέρονται σε αυτήν, τα απαραίτητα στοιχεία της, που αποτελούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής των νομικών διατάξεων, στις οποίες θεμελιώνεται το ασκούμενο με την αγωγή αυτή δικαίωμα, δηλαδή όλα τα απαραίτητα στοιχεία σχετικώς με τις αναφερόμενες στην αγωγή δαπάνες και την καταβολή του χρηματικού ποσού αυτών, αντιστοίχως, ενόψει του ότι έχουν ενσωματωθεί στο δικόγραφο της αγωγής οι αντίστοιχες αποδείξεις (τιμολόγια) που εκδόθηκαν προς τούτο.Σημειωτέον ότι είναι διαφορετικό ζήτημα το εάν πράγματι συνέβησαν τα ως άνω εκτιθέμενα στην αγωγή περιστατικά, ενόψει του ότι αυτό δεν αφορά το ορισμένο αυτής, αλλά αποκλειστικώς την ουσιαστική βασιμότητά της, η οποία θα εξετασθεί κατά την εκτίμηση των σχετικών αποδείξεων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε ότι η ανωτέρω αγωγή είναι  ορισμένη, ορθώς το νόμο εφάρμοσε, κατά συνέπεια, ο αντίστοιχος λόγος της εφέσεως (1οςυπό στοιχείο Α΄) είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

ΙΙ. Περαιτέρω, στο άρθρο 794 του ΑΚ ορίζεται ότι «Κάθε κοινωνός ενέχεται απέναντι στους λοιπούς, κατά την αναλογία της μερίδας του, για τα έξοδα της συντήρησης, της διοίκησης και της χρησιμοποίησης του κοινού». Από την προαναφερθείσα διάταξη, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 788, 789, 790, 730, 904 επ., και 1101-1107 του ΑΚ, προκύπτει ότι ο κοινωνός που κατέβαλε έξοδα πέραν της μερίδας του, δικαιούται να αναζητήσει τα επιπλέον καταβληθέντα από τους λοιπούς κοινωνούς, κατ’ αναλογία των μερίδων τους. Η υποχρέωση αυτή για τις ανωτέρω δαπάνες αποτελεί το αντιστάθμισμα της συμμετοχής του κοινωνού στους καρπούς και τα ωφελήματα του κοινού πράγματος. Η αναζήτηση των εξόδων αυτών γίνεται απ’ ευθείας βάσει της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 794 του ΑΚ, εφόσον πρόκειται για έξοδα που έγιναν υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 788-790 του ΑΚ, δηλαδή κατόπιν απόφασης όλων των κοινωνών ή της πλειοψηφίας αυτών, ή του δικαστηρίου ή αφορούν μέτρα που ελήφθησαν για την αποτροπή επικείμενου κινδύνου και υπό την πρόσθετη προϋπόθεση ότι τα εν λόγω έξοδα έχουν καταβληθεί από τον κοινωνό, ο οποίος αξιώνοντας την καταβολή τους, πρέπει να επικαλεσθεί, μεταξύ των άλλων και να αποδείξει ότι κατέβαλε τα έξοδα αυτά σύμφωνα με τις ανωτέρω προϋποθέσεις (βλ. ΑΠ 825/2014 ΧρΙΔ  2015 110, ΑΠ 189/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1160/2010 ΧρΙΔ 2011 426, ΑΠ 1465/2006 ΝΟΜΟΣ).

ΙΙΙ.Επίσης, με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του ν. 4335/2015 προστέθηκαν οι νέες διατάξεις των άρθρων 421 έως 424 του ΚΠολΔ, με τις οποίες επήλθαν εκτε­ταμένες μεταβολές στις ρυθμίσεις περί των ένορκων βεβαιώσεων. Συγκεκριμένα, στις ανωτέρω διατάξεις (σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 237 του ΚΠολΔ) προβλέπονται οι ακολούθως αναφερόμενες προϋποθέσεις του υποστατού – παραδεκτού του αποδεικτικού μέσου της ένορκης βεβαίωσης: α)κλήτευση του αντιδίκου με επιμέλεια του διαδίκου που επισπεύ­δει τη λήψη ένορκης βεβαίωσης, β)τήρηση προθεσμίας κλήτευσης δύο εργάσιμων ημερών πριν την προσδιορι­σμένη από τον επισπεύδοντα διάδικο ημερομηνία λήψης της ένορκης βεβαίωσης, γ)πλήρες περιεχόμενο κλήσης σύμφωνα με το άρθρο 422 παρ.1 του ΚΠολΔ, το οποίο να διαλαμβάνει την ημερομηνία και ώρα λήψης, το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του συμβολαιογράφου ή αναφορά στον ειρηνοδίκη ενώπιον του οποίου θα λάβει χώρα, την αγωγή ή το ένδικο βοήθημα ή μέσο που αφορά η βεβαίωση, το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και τη διεύ­θυνση της κατοικίας του μάρτυρα, δ) λήψη μέχρι πέντε ένορκων βεβαιώσεων για κάθε διάδικο ενώπιον του λειτουργικά και κατά τόπον αρμόδιου οργάνου, ε) ιδιό­τητα μάρτυρα, τρίτο πρόσωπο ως προς τους διαδίκους, ικανό και μη εξαιρεθέν, στ) ορκοδοσία και ζ)εμπρόθε­σμη υποβολή της ένορκης βεβαίωσης με τις προτάσεις. Αν δεν πληρούται κάποιος από τους ανωτέρω όρους, η ένορκη βεβαίωση δεν λαμβάνεται υπόψη, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (βλ.ΑΠ 977/2020 ΝΟΜΟΣ, Μ. Μαργαρίτη – Α. Μαργαρίτη «ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΠολΔ» εκδ. 2η Τ. Ι σελ. 678).

Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της έφεσης τους οι εκκαλούντες παραπονούνται ότι οι ένορκες βεβαιώσεις, που προσκόμισαν και πρωτοδίκως με τις προτάσεις τους οι εφεσίβλητοι κακώς ελήφθησαν υπόψη και έγιναν δεκτές ως νόμιμες από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, γιατί, κατά τους ισχυρισμούς τους, όλως αορίστως αναφέρονται ως σχετικά έγγραφα και δεν γίνεται αναφορά στο δικόγραφο των προτάσεων στο πρόσωπο που κατέθεσε ενόρκως, ούτε τι αποδεικνύεται από τις καταθέσεις αυτές. Όμως, από την επισκόπηση των πρωτόδικων προτάσεων, που κατέθεσαν οι εφεσίβλητοι προκύπτει ότι η επίκληση των ενόρκων βεβαιώσεων ήταν σαφής και ορισμένη, ενόψει του ότι δεν αποτελούν απαραίτητα στοιχεία η αναφορά στις προτάσεις του προσώπου που κατέθεσε στην ένορκη βεβαίωση, ούτε του περιεχομένου τους. Εξάλλου, αλυσιτελώς οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι οι ανωτέρω ένορκες βεβαιώσεις δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ενόψει του ότι οι ανωτέρω ένορκες βεβαιώσεις, παραδεκτώς, προσκομίζονται με τ’ επικλήσεως από τους εφεσίβλητούς ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου τούτου, το οποίο εξετάζει εκ νέου κατ’ ουσίαν την εν λόγω υπόθεση (άρθρο 529 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Συνεπώς, ο ως άνω λόγος (3ος) της εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

IV. Επίσης, από τις διατάξεις των άρθρων 416 και 422 του ΑΚ προκύπτει ότι ο οφειλέτης, εναγόμενος προς πληρωμή ορισμένου χρέους και ισχυριζόμενος απόσβεση αυτού με καταβολή, αρκεί να αποδείξει την καταβολή αυτή, χωρίς να είναι ανάγκη να αποδείξει και ότι η γενομένη καταβολή αφορά το ένδικο χρέος, γιατί τούτο εξυπακούεται, αφού μόνο γι’ αυτό είναι η διαφορά (βλ. ΑΠ 575/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 531/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1653/2011 ΕπισκΕμπΔ 2012343, ΑΠ 1439/2005 ΔΕΕ 200685). Εξάλλου, από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 262 παρ. 1 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι στοιχεία για το ορισμένο της ένστασης εξόφλησης είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής (βλ. ΑΠ 381/2014, ΧρΙΔ 2014498, ΑΠ 1881/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1069/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1781/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1208/2013 ΝΟΜΟΣ).

V. Επιπροσθέτως, σύμφωνα με το άρθρο 281 του ΑΚ η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως ως «καλή πίστη» θεωρείται η συμπεριφορά του χρηστού και συνετού ανθρώπου, που επιβάλλεται κατά τους συνηθισμένους τρόπους ενεργείας, ενώ ως κριτήριο των «χρηστών ηθών» χρησιμεύουν οι ιδέες του κατά γενική αντίληψη χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου ανθρώπου. Επίσης, για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής απαιτείται, κατά περίπτωση, συνδυασμός των σχετικών στοιχείων ή συνδρομή ιδιαίτερων περιστάσεων, αναγόμενων στη συμπεριφορά τόσο του δικαιούχου όσο και του υποχρέου (εφόσον όμως του τελευταίου τελεί σε αιτιώδη σχέση με εκείνη του δικαιούχου και δεν είναι άσχετη με αυτήν), ώστε η άσκηση του δικαιώματος να αποβαίνει αντίθετη στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (βλ. ΑΠ 94/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1460/2005 ΕλλΔνη 2006. 185, ΑΠ 1518/2004 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 563/2003 ΝοΒ 2004 24).

Στην προκείμενη περίπτωση, από την επανεκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, και των υπ’ αριθ. …/20-11-2017 και …./20-11-2017 ενόρκων βεβαιώσεων, οι οποίες συντάχθηκαν ενώπιον της Ειρηνοδίκου Νίκαιας, με την επιμέλεια των εναγόντων, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης των εναγομένων (βλ. τις υπ’ αριθ. …./15-11-2017 και …./15-11-2017εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………), καθώς και των υπ’ αριθ. …/17-11-2017, …/17-11-2017, …./17-11-2017 και …/4-12-2017 ενόρκων βεβαιώσεων, οι οποίες συντάχθηκαν ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, με την επιμέλεια των εναγομένων, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης των εναγόντων (βλ. τις υπ’ αριθ. …/14-11-2017, …/14-11-2017, …/29-11-2017 και …/29-11-2017 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………), χωρίς όμως να ληφθεί υπόψη η από 29-11-2017 υπεύθυνη δήλωση (του ν. 1599/1986) γιατί κρίνεται ότι συντάχθηκε ειδικώς για να χρησιμοποιηθεί στην προκείμενη δίκη ως αποδεικτικό μέσο (βλ. ΑΠ 370/2004 ΕλλΔνη 46 1408, ΑΠ 355/2001 ΕλλΔνη 43 112), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι υπήρξαν συγκύριοι, κατά ποσοστό 1/4 εξ’ αδιαιρέτου έκαστος εξ’ αυτών, αρχικώς, δύο κάθετων ιδιοκτησιών ευρισκομένων εντός οικοπέδου κειμένου στη Νίκαια Αττικής, στη συμβολή των οδών ……… και ………, συνολικής επιφανείας του οικοπέδου 162,00 τ.μ., δυνάμει των υπ’ αριθ. … και …/05-07-07 αγοραπωλητηρίων συμβολαίων της συμβολαιογράφου Νίκαιας Αττικής ………, που έχουν νόμιμα καταχωριστεί στα οικεία βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Νίκαιας Αττικής. Στη συνεχεία, με την υπ’ αριθ. ……../07-12-07 πράξη της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου,που καταχωρίστηκε νόμιμα στα ανωτέρω βιβλία (με αριθμό …/15-02-08), οι διάδικοι, ως μοναδικοί συνιδιοκτήτες ολόκληρου του προαναφερθέντος οικοπέδου, ύστερα από την κατεδάφιση των κτισμάτων που υπήρχαν σε αυτό, σύμφωνα με την υπ’ αριθ. …./18-06-2007 άδεια κατεδάφισης της Διεύθυνσης Πολεοδομίας Νίκαιας Αττικής, και προτιθέμενοι να προβούν στην κατασκευή νέας πολυώροφης οικοδομής, κατήργησαν την ανωτέρω σύσταση καθέτων ιδιοκτησιών, κατά τις διατάξεις των ν.3741/1929, του ν.δ. 1024/1971 και των άρθρων 1002 και 1117 του ΑΚ, στις οποίες είχε υπαχθεί το ως άνω ακίνητο, με το υπ’ αριθ. ……../19-06-59 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….. Ακολούθως, οι διάδικοι, δεδομένου ότι παρέμειναν εξ’ αδιαιρέτου συγκύριοι στο ανωτέρω οικόπεδο, αφού έλαβαν την υπ’ αριθ. …./08-11-2007 άδεια οικοδομής της Διεύθυνσης Πολεοδομίας Νίκαιας Αττικής, προχώρησαν στην κατασκευή, εντός του εν λόγω οικοπέδου (με ΚΑΕΚ ……….), νέας πολυώροφης οικοδομής, την οποία υπήγαγαν εκ νέου στις διατάξεις του ν. 3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 του ΑΚ, δυνάμει της υπ’ αριθ. ……./12-10-2009 πράξης σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας της συμβολαιογράφου Νίκαιας Αττικής …….., η οποία έχει νόμιμα καταχωριστεί (με αριθμό …./14-10-2009), στα οικεία βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Νίκαιας Αττικής. Οι διάδικοι, οι οποίοι άπαντες είναι συγγενείς, μετά από κοινή συμφωνία τους, ανέθεσαν στον πρώτο ενάγοντα (εφεσίβλητο), ο οποίος επί σειρά ετών ασχολείτο, μαζί με τους αδελφούς του …. και ……… (πατέρα των εκκαλούντων), με την κατασκευή οικοδομών, να ολοκληρώσει τις εργασίες κατασκευής της ανωτέρω πολυώροφης οικοδομής, στο δε έργο του αυτό συνέπραξε και ο δεύτερος εναγόμενος (εκκαλών) ανιψιός του.

Περαιτέρω,αποδείχθηκε ότι ο πρώτος ενάγων (πρώτος εφεσίβλητος), ενεργών στο πλαίσιο της ως άνω συμφωνίας των διαδίκων,  δαπάνησε, εξ ιδίων χρημάτων,σχετικώς με την κατασκευή της ανωτέρω πολυώροφης οικοδομής και ειδικότερα για την αγορά διαφόρων ειδών υγιεινής-πλακιδίων–υδραυλικών, από την εταιρία με την επωνυμία ………….. το συνολικό ποσό 4.321,72 ευρώ, εκδοθεισών προς τούτο των υπ’ αριθ. …/14-03-2008, …./15-10-2008, …./19-11-2008, …./21-11-2008, …./17-12-2009 , …./18-12-2009, αποδείξεων της προαναφερθείσας εταιρίας. Εξάλλου, οι εναγόμενοι (εκκαλούντες) με την έφεσή τους επαναφέρουν και τον πρωτοδίκως προβληθέντα ισχυρισμό τους περί του ότιο δεύτερος εξ’ αυτών (………..) κατέβαλε ο ίδιος το ανωτέρω ποσό, με μετρητά χρήματα, στην προαναφερθείσα εταιρία, αφού, προηγουμένως, διενήργησε διαδοχικές αναλήψεις, μεγαλύτερου ποσού χρημάτων, από τον υπ’ αριθ. ………. κοινό τραπεζικό λογαριασμό, ο οποίος είχε δημιουργηθεί στην τράπεζα «EUROBANK»,στις 30-8-2007, με δικαιούχους τον πρώτο ενάγοντα (εφεσίβλητο) και το δεύτερο εναγόμενο (εκκαλούντα), κατόπιν της αρχικής συμφωνίας των διαδίκων, για να πληρώνεται κάθε σχετική δαπάνη από χρήματα προερχόμενα από το λογαριασμό αυτό. Ωστόσο, δεν αποδείχθηκε από κάποιο στοιχείο ότι ο δεύτερος εκκαλών κατέβαλε το ως άνω ποσό στην προαναφερθείσα εταιρία, ενόψει του ότι από το γεγονός της ανάληψης διαφόρων χρηματικών ποσών, διαδοχικώς, από τον ανωτέρω κοινό τραπεζικό λογαριασμό, δεν μπορεί να συναχθεί και η αντίστοιχη καταβολή αυτών προςτην προαναφερθείσα εταιρία, χωρίς να προκύπτει η τελευταία από κάποιο στοιχείο, που να την συνδέει με την αντίστοιχη ανάληψη, δοθέντος ότι τα ως άνω αναληφθέντα χρηματικά ποσά, που επικαλούνται οι εκκαλούντες, μπορεί να αναλώθηκαν για διάφορες άλλες δαπάνες, ακόμη και για την εξυπηρέτηση δικών τους αναγκών. Επίσης, δεν μπορεί να συναχθεί η ως άνω καταβολή από τις ένορκες βεβαιώσεις των ………… (υπ’ αριθ. …/2017, …./2017 και …./2017 αντιστοίχως), γιατί αυτοί εντελώς αορίστως αναφέρονται στις σχετικές καταβολές χρηματικών ποσών στην προαναφερθείσα εταιρία (μεταξύ άλλων επιχειρήσεων), χωρίς, όμως, να προσδιορίζουν την πηγή της προς τούτο γνώσεως τους, ούτε το χρόνο και τα επιμέρους ποσά αυτών (καταβολών). Ακόμη, η ως άνω επικληθείσα από τους εκκκαλούντες καταβολή δεν μπορεί να συναχθεί ούτε από το ότι στις ανωτέρω αποδείξεις αναφέρονται τα στοιχεία όλων των διαδίκων, ενόψει του ότι αυτό αποτελεί εντελώς τυπικό ζήτημα, αφού η εν λόγω οικοδομή ανήκε στη συγκυριότητα όλων των διαδίκων. Επομένως, ενόψει του ότι ο πρώτος ενάγων κατέβαλε, εξ ιδίων χρημάτων, για την ανωτέρω αιτία, το ποσό των4.321,72  ευρώ, οι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλλουν σ’ αυτόν (πρώτο ενάγοντα) για την εν λόγω δαπάνη, βάσει του ποσοστού συγκυριότητας τους επί της εν λόγω οικοδομής (1/4), το ποσό των 1.080,43 ευρώ (4.321,72 Χ 1/4 = 1.080,43) έκαστος, όπως ορθώς δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, απορριπτομένου ως αβάσιμου του περί του αντιθέτου λόγου (1ουυπό στοιχεία Β. 1) της εφέσεως.

Επίσης, ο πρώτος ενάγων (πρώτος εφεσίβλητος) ισχυρίζεται ότι δαπάνησε, εξ ιδίων χρημάτων, σχετικώς με την κατασκευή της ανωτέρω πολυώροφης οικοδομής και ειδικότερα για την αγορά διαφόρων ειδών σιδήρου, από την εταιρία με την επωνυμία «………..», το συνολικό ποσό των 28.922,33 ευρώ, εκδοθέντων προς τούτο των υπ’ αριθ. …/7-11-2007, …/22-11-2007, …./22-11-2007, …/6-12-2007, …/13-12-2007, …/22-12-2007, ../4-1-2008, …/7-1-2008, …/11-1-2008, …/18-1-2008, 107/9-2-2008 και …/5-3-2008 αποδείξεων – δελτίων αποστολής της προαναφερθείσας εταιρίας. Εξάλλου, οι εναγόμενοι (εκκαλούντες) με την έφεσή τους επαναφέρουν και τον πρωτοδίκως προβληθέντα ισχυρισμό τους περί του ότι ο δεύτερος εναγόμενος (εκκαλών) κατέβαλε στον ……. (εκπρόσωπο της ανωτέρω εταιρίας) το ποσό των 10.000 ευρώ, δια της υπ’ αριθ. ………, επιταγής της τράπεζας «EurobankEFG», εκδοθείσας επί του ανωτέρω αναφερομένου κοινού λογαριασμού, που τηρούσε ο δεύτερος εκκαλών με τον πρώτο εφεσίβλητο στην ανωτέρω τράπεζα, ενώ, το υπόλοιπο ποσό (18.922,33 ευρώ), καταβλήθηκε μεν από το δεύτερο εφεσίβλητο, σε μετρητά χρήματα, αλλά, αφού προηγουμένως έγινε α)την 16-11-2007 ανάληψη ποσού 10.000 ευρώ και β) την 30-11-2007 ποσού 10.000 ευρώ από τον προαναφερθέντα κοινό τραπεζικό λογαριασμό. Από το αντίγραφο της υπ’ αριθ. ………. και με ημερομηνία έκδοσης την 11-1-2008 επιταγής της Τράπεζας «Eurobank EFG», ποσού 10.000 ευρώ, η οποία εκδόθηκε σε διαταγή του δεύτερου εναγομένου, προκύπτει ότι αυτή έχει μεταβιβασθεί διά οπισθογραφήσεως από τον ίδιο (δεύτερο εναγόμενο) προς τον εκπρόσωπο της προαναφερθείσας εταιρίας, ο οποίος έχει θέσει την υπογραφή του επ’ αυτής (οπισθογράφηση)και ο οποίος, στη συνέχεια, την έχει καταθέσει σε πίστωση λογαριασμού του (υπ’ αριθ. ……..) στην «Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία ΛΤΔ». Ως εκ τούτου, συνάγεται ότι ο δεύτερος εναγόμενος έχει καταβάλει (δια της ανωτέρω επιταγής),ενεργών και για λογαριασμό του πρώτου εναγομένου, για την ως άνω επικληθείσα από τον πρώτο ενάγοντα δαπάνη,το ποσό των 10.000 ευρώ (δηλαδή το ποσό των 5.000 ευρώ για κάθε εναγόμενο), ενώ το μέρος της ανωτέρω δαπάνης που αναλογούσε σε καθένα των εναγομένων ανέρχεται στο ποσό των 7.230,58 ευρώ (28.922,33 Χ1/4= 7.230,58). Ωστόσο, όσον αφορά στο υπόλοιπο μέρος της εν λόγω δαπάνης (ποσού 18.922,33 ευρώ) δεν αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος εναγόμενος κατέβαλε το αντίστοιχο ποσόστην προαναφερθείσα εταιρία, ενόψει του ότι από το γεγονός της ανάληψης των ως άνω επικληθέντων ποσών (10.000 και 10.000 ευρώ), διαδοχικώς, από τον ανωτέρω κοινό τραπεζικό λογαριασμό, δεν μπορεί να συναχθεί και η αντίστοιχη καταβολή αυτών προς την προαναφερθείσα εταιρία, χωρίς να προκύπτει η τελευταία από κάποιο στοιχείο, που να την συνδέει με την αντίστοιχη ανάληψη, δοθέντος ότι τα ως άνω αναληφθέντα χρηματικά ποσά, που επικαλούνται οι εκκαλούντες, μπορεί να αναλώθηκαν για διάφορες άλλες δαπάνες, ακόμη και για την εξυπηρέτηση δικών τους αναγκών. Επίσης, δεν μπορεί να συναχθεί η ως άνω καταβολή από τις ένορκες βεβαιώσεις των ………… (υπ’ αριθ. …/2017, …/2017 και …/2017 αντιστοίχως), ούτε από το ότι στις ανωτέρω αποδείξεις αναφέρονται τα στοιχεία όλων των διαδίκων,γιατί τους ίδιους λόγους που προεκτέθηκαν (σχετικώς με το αγωγικό κονδύλιο που αφορά στην εταιρία «…………»). Έτσι, ο πρώτος ενάγων, ενεργών στο πλαίσιο της ως άνω συμφωνίας των διαδίκων, κατέβαλε, εξ ιδίων χρημάτων, για την ανωτέρω αιτία, το συνολικό ποσό των 18.922,33 ευρώ (28.922,33 – 10.000). Συνεπώς, οι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλλουν στον πρώτο ενάγοντα για την ανωτέρω δαπάνη, βάσει του ποσοστού συγκυριότητας τους επί της εν λόγω οικοδομής (1/4), το ποσό των 2.230,58 ευρώ (7.230,58 – 5.000 = 2.230,58) έκαστος και όχι το ποσό των 7.230,58 ευρώ (28.922,33Χ1/4) που εσφαλμένως δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση, κατά το σχετικό βάσιμο (μερικώς) λόγο (1ου υπό στοιχεία Β. 2) της εφέσεως.

Ακόμη, ο πρώτος ενάγων (πρώτος εφεσίβλητος) ισχυρίζεται ότι δαπάνησε, εξ ιδίων χρημάτων, σχετικώς με την κατασκευή της ανωτέρω πολυώροφης οικοδομής και ειδικότερα για την αγορά διαφόρων ερμαρίων κουζίνας και ντουλάπας, καθώς και για την εργασία της εγκατάστασης αυτών, από την εταιρία με την επωνυμία «………….», το συνολικό ποσό των 28.021 ευρώ, εκδοθέντων προς τούτο του υπ’ αριθ. …/9-12-2008 τιμολογίου – δελτίου αποστολής (ποσού 7.021 ευρώ), της υπ’ αριθ. …../21-7-2008 απόδειξης πληρωμής (ποσού 5.000 ευρώ), καθώς και των από 15-2-2008, 6-10-2008 και 24-10-2008 αποδείξεων πληρωμής (ποσών 5.000 ευρώ, 5.000 ευρώ και 6.000 ευρώ, αντιστοίχως) της προαναφερθείσας εταιρίας. Από τα ως άνω υπ’ αριθ. …./9-12-2008 τιμολόγιο – δελτίο αποστολής και από 6-10-2008 απόδειξη πληρωμής, προκύπτει ότι καταβλήθηκε από τον πρώτο ενάγοντα στην εταιρία αυτήν, για την ως άνω αιτία, το ποσό των 7.021 ευρώ και το ποσό των 5.000 ευρώ αντιστοίχως και συνολικώς το ποσό των 12.021 ευρώ (7.021 + 5.000). Αντιθέτως, στην υπ’ αριθ. …../21-7-2008 απόδειξη πληρωμής, καθώς και στις από 15-2-2008 και 24-10-2008 αποδείξεις πληρωμής της προαναφερθείσας εταιρίας αναφέρεται ότι ο ίδιος ο πρώτος ενάγων έλαβε από την εταιρία αυτή το συνολικό ποσό των 16.000 ευρώ (5.000 + 5.000 + 6.000), κατά συνέπεια δεν υφίσταται αξίωση αυτού (πρώτου ενάγοντος) ως προς το αντίστοιχο ποσό (16.000 ευρώ), όπως δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, χωρίς να προσβάλλεται η τελευταία ως προς τούτο. Εξάλλου, οι εναγόμενοι (εκκαλούντες) ισχυρίζονται ότι η ανωτέρω καταβολή έγινε από κοινού από το δεύτερο εναγόμενο (εκκαλούντα) και τον πρώτο ενάγοντα (εφεσίβλητο), γιατί το ανωτέρω τιμολόγιο (από 9-12-2008) εκδόθηκε στο όνομα και των δύο προαναφερθέντων διαδίκων. Επίσης, οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι ο πρώτος ενάγων κατέβαλλε μεν το ποσό των 5.000 ευρώ, σε μετρητά χρήματα, αλλά αυτά τα είχε αναλάβει προηγουμένως, με επιταγή ποσού 100.000 ευρώ, από τον προαναφερθέντα κοινό τραπεζικό λογαριασμό τους, στις 28-12-2007, επιπλέον, ισχυρίζονται ότι ο δεύτερος εναγόμενος κατέβαλε ο ίδιος στον εκπρόσωπο της προαναφερθείσας εταιρίας, για την ανωτέρω αιτία, το ποσό των 570 ευρώ σε μετρητά χρήματα. Από την από 20-7-2009 χειρόγραφη απόδειξη, η οποία φέρει την υπογραφή του εκπροσώπου της προαναφερθείσας εταιρίας, προκύπτει ότι ο δεύτερος εναγόμενος, ενεργών και για λογαριασμό του πρώτου εναγομένου, κατέβαλε, για την ως άνω αιτία, στην εταιρία αυτή το ποσό των 1.460 ευρώ (όπως δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, χωρίς να προσβάλλεται η τελευταία ως προς τούτο). Επίσης, από την ένορκη βεβαίωση του ……… (υπ’ αριθ. …/2017) προκύπτει ότι ο δεύτερος εναγόμενος,ενεργών και για λογαριασμό του πρώτου εναγομένου,κατέβαλε, για την ως άνω αιτία, στον εκπρόσωπο της προαναφερθείσας εταιρίας, το ποσό των 570 ευρώ, γεγονός για το οποίο αυτός έχει ιδία, άμεση, αντίληψη, ενόψει του ότι ο προαναφερθείς (………..) αναφέρει ότι η καταβολή αυτή διενεργήθηκε ενώπιον του (ειδικότερα αναφέρει επί λέξει : «… Ήμουν μπροστά κατά την καταβολή ποσού 570 ευρώ στην εταιρία …………. από τον . …. έναντι τιμολογίου που είχε κοπεί από την εταιρία …». Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε από κάποιο στοιχείο ότι καταβλήθηκε κάποιο επιπλέον ποσό, για την εν λόγω αιτία, με χρήματα του δευτέρου των εναγομένων, για τους ίδιους λόγους που προεκτέθηκαν (για τα ανωτέρω αγωγικά κονδύλια). Επομένως, κατά το σχετικό βάσιμο ισχυρισμό των εκκαλούντων, αυτοί έχουν καταβάλει, για την ως άνω αιτία, το συνολικό ποσό των 2.030 ευρώ (1.460 + 570), δηλαδή το ποσό των 1.015 ευρώ (2.030Χ1/2=1.015) έκαστος,ενώ, το μέρος της ανωτέρω δαπάνης που αναλογούσε σε καθένα των εναγομένων ανέρχεται στο ποσό των 3.005,25 ευρώ (12.021Χ1/4=3.005,25). Έτσι, ο πρώτος ενάγων, ενεργών στο πλαίσιο της ως άνω συμφωνίας των διαδίκων, κατέβαλε, εξ ιδίων χρημάτων, για την ανωτέρω αιτία, το συνολικό ποσό των 9.991 ευρώ (12.021 – 2.030). Συνεπώς, οι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλλουν στον πρώτο ενάγοντα για την ανωτέρω δαπάνη, βάσει του ποσοστού συγκυριότητας τους επί της εν λόγω οικοδομής(1/4) το ποσό των 1.990,25 ευρώ (3.005,25 -1.015 = 1.990,25) έκαστος, απορριπτομένου ως αβάσιμου του περί του αντιθέτου λόγου (1ουυπό στοιχεία Β. 3) της εφέσεως. Ωστόσο, πρέπει να γίνει δεκτό, από το Δικαστήριο τούτο, ότι έκαστος εναγόμενος οφείλει στον πρώτο ενάγοντα για την ως άνω αιτία  το ποσό των 1.390,25 ευρώ (5.561Χ1/4), ενόψει του ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε ότι το κατώτερο αυτό ποσό (1.390,25 ευρώ) οφείλεται σχετικώς, διαφορετικά θα προκαλείτο, ανεπίτρεπτη, χειροτέρευση της θέσης των εκκαλούντων (άρθρο 536 παρ. 1 του ΚΠολΔ).

Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι, σχετικώς με την κατασκευή της ανωτέρω πολυώροφης οικοδομής,ο πρώτος ενάγων (πρώτος εφεσίβλητος) κατέβαλεα)το ποσό των 1.428,00 ευρώ για την αγορά διαφόρων κουφωμάτων από την ατομική επιχείρηση με την επωνυμία «…………..», εκδοθείσας προς τούτο της υπ’ αριθ. ……./2008 απόδειξης αυτής, β)το ποσό των 5.247,90 ευρώ για την αγορά διαφόρων αλουμινοκατασκευών, από την ατομική επιχείρηση με την επωνυμία «………», εκδοθέντος προς τούτο του υπ’ αριθ. …./10-10-2008 τιμολογίου αυτής, γ)το ποσό 1.255,74 ευρώ για την αγορά διαφόρων ειδών υγιεινής – πλακιδίων-υδραυλικών από την εταιρία με την επωνυμία «………», εκδοθείσας προς τούτο της υπ’ αριθ. …./16-7-2008 απόδειξης αυτής, δ)το ποσό των 116,62 ευρώ για την αγορά διαφόρων προϊόντων χάλυβος από την ατομική επιχείρηση του ……….. με την επωνυμία «….», εκδοθείσας προς τούτο της υπ’ αριθ. …./15-1-2010 απόδειξης αυτής, ε)το ποσό των 1.441,35 ευρώ για την αγορά διαφόρων ειδών συστημάτων ασφαλείας και θυροτηλεοράσεων από την εταιρία με την επωνυμία «……..», εκδοθείσας προς τούτο της υπ’ αριθ. …/18-1-2010 απόδειξης αυτής, στ)το ποσό των 142,80 ευρώ για την αγορά διαφόρων πυροσβεστικών ειδών από την εταιρία με την επωνυμία «…………», εκδοθέντος προς τούτο του υπ’ αριθ. …./28-12-2009 τιμολογίου-δελτίου αποστολής αυτής, ζ)το ποσό των 167,19 ευρώ για την αγορά κόλλας πλακιδίων και αρμοστοκών από την ατομική επιχείρηση της …….., εκδοθέντος προς τούτο του υπ’ αριθ. …./28-11-2008 τιμολογίου-δελτίου αποστολής αυτής, η)το ποσό των 2.439,50 ευρώ για την παροχή υπηρεσιών ηλεκτρικών- υδραυλικών εγκαταστάσεων από τον ……., εκδοθείσας προς τούτο της υπ’ αριθ. …../24-10-2009 απόδειξης παροχής υπηρεσιών αυτού, θ)το ποσό των 3.000ευρώ για την παροχή υπηρεσιών εγκαταστάσεως ανελκυστήρα από την εταιρία με την επωνυμία «………..», εκδοθεισών προς τούτο των υπ’ αριθ. …../20-6-2008, …./28-11-2008 και …./12-9-2008 αποδείξεων παροχής υπηρεσιών (ποσού 1.000 ευρώ εκάστης) αυτής, ι)το ποσό των 150 ευρώ για την αγορά και επεξεργασία υαλοπινάκων από την ατομική επιχείρηση με την επωνυμία «………….», εκδοθείσας προς τούτο της από 8-5-2009 απόδειξης  είσπραξης αυτής, ια)το ποσό των 1.190 ευρώ για την ενοικίαση ξυλείας από τον ……….., εκδοθείσας προς τούτο της υπ’ αριθ. …../7-3-2008 απόδειξης  παροχής υπηρεσιών αυτού, ιβ)το ποσό των 2.600,67 ευρώ για την αγορά διαφόρων ειδών θέρμανσης από την εταιρία με την επωνυμία «……….», εκδοθείσας προς τούτο της υπ’ αριθ. …./4-8-2008 απόδειξης αυτής και ιγ)το ποσό των 6.254,97 ευρώ για την μελέτη, και επίβλεψη ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων από τον ………, εκδοθείσας προς τούτο της υπ’ αριθ. ……/31-10-2007 απόδειξης  παροχής υπηρεσιών αυτού.

Εξάλλου, οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι ο πρώτος ενάγων για την πραγματοποίηση των ανωτέρω καταβολών δεν χρησιμοποίησε δικά του κεφάλαια, αλλά χρήματα που είχαν προηγουμένως αναληφθεί από τον προαναφερθέντα κοινό τραπεζικό λογαριασμό. Ωστόσο, όπως προεκτέθηκε, από το γεγονός της διαδοχικής ανάληψης των σχετικώς επικληθέντων ποσών, από τον ανωτέρω κοινό τραπεζικό λογαριασμό, δεν μπορεί να συναχθεί και η αντίστοιχη καταβολή αυτών προς τους προαναφερθέντες τρίτους, χωρίς να προκύπτει η τελευταία από κάποιο στοιχείο, που να την συνδέει με την αντίστοιχη ανάληψη, δοθέντος ότι τα ως άνω αναληφθέντα χρηματικά ποσά, που επικαλούνται οι εκκαλούντες, μπορεί να αναλώθηκαν για διάφορες άλλες δαπάνες. Μάλιστα, όσον αφορά στις ως άνω υπό στοιχεία α΄ και ια΄ καταβολές των ποσών των 5.247,90 ευρώ και των 1.190 ευρώ προς τον ………. και τον ………, αντιστοίχως, οι τελευταίοι, στις ένορκες βεβαιώσεις τους (υπ’ αριθ. …/2013 και …../2017), αναφέρουν ότι ο ίδιος ο πρώτος ενάγων τους κατέβαλε το ως άνω χρηματικό ποσό, αντιστοίχως. Όσον αφορά, όμως, στην ως άνω υπό στοιχείο ε΄ καταβολή του ποσού των 1.441,35 ευρώ προς την εταιρία με την επωνυμία «…….» από την ένορκη βεβαίωση του …………., (υπ’ αριθ. …/2017) προκύπτει ότι, στις 18-1-2010, ο πρώτος ενάγων είχε λάβει από τον ………, το ποσό των 730 ευρώ, προκειμένου να το καταβάλει στην προαναφερθείσα εταιρία («………») για λογαριασμό των εναγομένων, δηλαδή για το μέρος της ανωτέρω δαπάνης που αναλογούσε σ’ αυτούς (1.441,35Χ 1/4 = 360,33 Χ2=720,66), μάλιστα, ο προαναφερθείς (…….) έχει ιδία, άμεση, αντίληψη περί τούτου, αφού αναφέρει ότι η καταβολή αυτή (από τον ………. προς τον πρώτο ενάγοντα)έγινε ενώπιον του. Επομένως, ενόψει του ότι ο πρώτος ενάγων, ήδη, έχει λάβει από τους εναγομένους το ως άνω ποσό (720,67 ευρώ), το οποίο αφορά στο σχετικό ιδανικό μερίδιο τους (1/4Χ2), η ανωτέρω ένσταση περί εξοφλήσεως του αγωγικού κονδυλίου αυτού (υπό στοιχείο ε΄ ) ποσού 1.441,35 ευρώ, που προβάλλουν οι εκκαλούντες, η οποία αποτελεί και αντίστοιχο, βάσιμο, λόγο της εφέσεως, πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικώς βάσιμη. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του,εσφαλμένως συνυπολόγισε το ανωτέρω ποσό (1.441,35 ευρώ) στη σχετική οφειλή των εναγομένων (που αναφέρεται ακολούθως). Εξάλλου, για τους ίδιους προαναφερθέντες λόγους (όσον αφορά τα ανωτέρω αγωγικά κονδύλια) δεν αποδείχθηκε από κάποιο στοιχείο ότι καταβλήθηκε κάποιο επιπλέον ποσό για τις λοιπές ως άνω δαπάνες,που πραγματοποίησε ο πρώτος ενάγων, με δικά του χρήματα,ως εκ τούτου, η σχετική ένσταση περί εξοφλήσεως των ανωτέρω αγωγικών κονδυλίων(υπό στοιχεία α, β, γ, δ, στ, ζ, η, θ, ι, ια, ιβ και ιγ), που προβάλλουν οι εκκαλούντες, η οποία αποτελεί και αντίστοιχο λόγο της εφέσεως,είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, όπως ορθώς δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, κατά συνέπεια, ο περί του αντιθέτου λόγου της εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Συνεπώς, ο πρώτος ενάγων κατέβαλε, εξ ιδίων χρημάτων,για τις ανωτέρω αιτίες, το συνολικό ποσό των 23.993,39 ευρώ (1.428 + 5.247,90+ 1.255,74 + 116,62 + 142,80 + 167,19 + 2.439,50 + 3.000 + 150 + 1.190 + 2.600,67 + 6.254,97 = 23.993,39). Επομένως, έκαστος των εναγομένων υποχρεούται να καταβάλλει στον πρώτο ενάγοντα για τις ανωτέρω δαπάνες, βάσει του ποσοστού συγκυριότητας τους επί της εν λόγω οικοδομής (1/4) το ποσό των 5.998,34 ευρώ (23.993,39Χ 1/4 = 5.998,34) έκαστος, απορριπτομένου ως βάσιμου του περί του αντιθέτου λόγου(1ουυπό στοιχεία Β. 4)  της εφέσεως.

Περαιτέρω, ο πρώτος ενάγων (πρώτος εφεσίβλητος) ισχυρίζεται ότι δαπάνησε, εξ ιδίων χρημάτων, σχετικώς με την κατασκευή της ανωτέρω πολυώροφης οικοδομής και ειδικότερα για την αμοιβή του αρχιτέκτονα – μηχανικού ………… i)το ποσό των 1.171,02 ευρώ για την έκδοση της άδειας κατεδάφισης της παλαιάς οικοδομής, που υπήρχε στο ανωτέρω οικόπεδο, εκδοθείσας προς τούτο της υπ’ αριθ. …. απόδειξης  παροχής υπηρεσιών, ii)το ποσό των 8.325,11 ευρώ για την έκδοση της νέας οικοδομικής άδειας,εκδοθείσας προς τούτο της υπ’ αριθ. …/31-7-2007 απόδειξης παροχής υπηρεσιών, iii)το ποσό των 6.220,90 ευρώ για την αρχιτεκτονική μελέτη της οικοδομής, εκδοθείσας προς τούτο της υπ’ αριθ. …/26-10-2007 απόδειξης  παροχής υπηρεσιών,iv)το ποσό των 243,28 ευρώ για την αναθεώρηση της άδειας, εκδοθείσας προς τούτο της υπ’ αριθ. …./8-4-2009 απόδειξης  παροχής υπηρεσιών και v)το ποσό των 12.564,27 ευρώ για την επίβλεψη της οικοδομικής άδειας, εκδοθείσας προς τούτο της υπ’ αριθ. …./22-7-2009 απόδειξης  παροχής υπηρεσιών, δηλαδή συνολικώς το ποσό των 28.281,30 ευρώ (1.171,02 + 8.325,11 + 6.220,90 + 12.564,27). Ωστόσο, από το αντίγραφο της υπ’ αριθ. ……… και με ημερομηνία έκδοσης την 4-9-2007 επιταγής της Τράπεζας «Eurobank EFG», ποσού 10.000 ευρώ, η οποία εκδόθηκε σε διαταγή του δεύτερου εναγομένου, προκύπτει ότι αυτή έχει μεταβιβασθεί διά οπισθογραφήσεως από τον ίδιο (δεύτερο εναγόμενο) προς τον προαναφερθέντα ………, ο οποίος έχει θέσει την υπογραφή του επ’ αυτής (οπισθογράφηση) και ο οποίος, στη συνέχεια, έχει εισπράξει το ποσό της επιταγής αυτής. Ως εκ τούτου, συνάγεται ότι ο δεύτερος εναγόμενος, ενεργώντας και για λογαριασμό του πρώτου εναγομένου, έχει καταβάλει (δια της ανωτέρω επιταγής), για την ως άνω επικληθείσα από τον πρώτο ενάγοντα δαπάνη, το ποσό των 10.000 ευρώ,δηλαδή για έκαστο των εναγομένων το ποσό των 5.000 ευρώ (όπως δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, χωρίς να προσβάλλεται η τελευταία ως προς τούτο)ενώ, το μέρος της ανωτέρω δαπάνης που αναλογούσε σε καθένα των εναγομένων ανέρχεται στο ποσό των 7.070,32 ευρώ (28.281,30Χ1/4=7.070,32). Επιπροσθέτως, από την ένορκη βεβαίωση του …………(υπ’ αριθ. ……../2017) προκύπτει ότι, στις 22-2-2009, ο πρώτος ενάγων είχε λάβει από τους εναγόμενους (από κοινού) το ποσό των 6.426 ευρώ, προκειμένου να το καταβάλει στον προαναφερθέντα ………. για την εν λόγω αμοιβή του, για λογαριασμό αυτών (εναγομένων), δηλαδή για το μέρος της ανωτέρω δαπάνης που αναλογούσε σ’ αυτούς, μάλιστα, ο προαναφερθείς (……………) έχει ιδία, άμεση, αντίληψη περί τούτου, αφού αναφέρει ότι η καταβολή αυτή (από τους εναγόμενους προς τον πρώτο ενάγοντα) έγινε ενώπιον του. Επομένως, ενόψει του ότι οι εναγόμενοι έχουν καταβάλει για την ως άνω δαπάνη στον ……….. το ποσό των 10.000 ευρώ και του ότι ο πρώτος ενάγων, ήδη, έχει λάβει από τους εναγομένους το ποσό των6.426 ευρώ, για το μέρος της ανωτέρω δαπάνης, που αναλογεί στο σχετικό ιδανικό μερίδιο τους (1/4 έκαστος), δηλαδή οι εναγόμενοι έχουν καταβάλει συνολικώς το ποσό των 16.426 ευρώ (ενώ αναλογούσε σ’ αυτούς το ποσό των 14.140,64 ευρώ [7.070,32Χ2]), η ένσταση περί εξοφλήσεως του αγωγικού κονδυλίου αυτού, που προβάλλουν οι εκκαλούντες, η οποία αποτελεί και αντίστοιχο λόγο της εφέσεως, πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικώς βάσιμη. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του εσφαλμένως δέχθηκε μερικώς μόνον την εν λόγω ένσταση, ως προς το ως άνω ποσό των 10.000 ευρώ, κατά το σχετικό βάσιμο λόγο (1ου υπό στοιχεία Β. 5)  της εφέσεως.

Επίσης, αποδείχθηκε ότι ο πρώτος ενάγων (πρώτος εφεσίβλητος), ενεργώντας στο πλαίσιο της ως άνω συμφωνίας των διαδίκων, δαπάνησε, εξ ιδίων χρημάτων, σχετικώς με την ανωτέρω πολυώροφη οικοδομή,α)το ποσό 2.060,41 ευρώ στη «Δ.Ε.Η.» για την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, εκδοθέντος προς τούτο του υπ’ αριθ. …./31-12-2009 τιμολογίου παροχής υπηρεσιών (ποσού 1.962,83 ευρώ) και του υπ’ αριθ. …./31-12-2008 γραμμάτιου είσπραξης (ποσού 97,58 ευρώ) αυτής και β) το ποσό των 3.687,24 ευρώ στην «Ε.Υ.Δ.Α.Π.»για την ύδρευση – αποχέτευση, εκδοθεισών προς τούτο των υπ’ αριθ. 22-12-2009, 23-12-2009 και 30-4-2010 αποδείξεων πληρωμής της «Ε.Υ.Δ.Α.Π.» (ποσών 114 ευρώ, 363,42 ευρώ και 3.179,82 ευρώ, αντιστοίχως). Εξάλλου, οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι ο πρώτος ενάγων για την πραγματοποίηση των ανωτέρω καταβολών δεν χρησιμοποίησε δικά του κεφάλαια, αλλά χρήματα που είχαν προηγουμένως αναληφθεί από τον προαναφερθέντα κοινό τραπεζικό λογαριασμό. Ωστόσο, όπως προεκτέθηκε, από το γεγονός της διαδοχικής ανάληψης των σχετικώς επικληθέντων ποσών, από τον ανωτέρω κοινό τραπεζικό λογαριασμό, δεν μπορεί να συναχθεί και η αντίστοιχη καταβολή αυτών προς τους προαναφερθέντες τρίτους, χωρίς να προκύπτει η τελευταία από κάποιο στοιχείο, που να την συνδέει με την αντίστοιχη ανάληψη, δοθέντος ότι τα ως άνω αναληφθέντα χρηματικά ποσά, που επικαλούνται οι εκκαλούντες, μπορεί να αναλώθηκαν για διάφορες άλλες δαπάνες. Επίσης, δεν μπορεί να συναχθεί η ως άνω καταβολή από τις ένορκες βεβαιώσεις των . …. και ………., γιατί αυτοί εντελώς αορίστως αναφέρονται στις σχετικές καταβολές, χωρίς, όμως, να προσδιορίζουν την πηγή της προς τούτο γνώσεως τους, ούτε το χρόνο και τα επιμέρους ποσά αυτών (καταβολών). Επομένως, ενόψει του ότι ο πρώτος ενάγων κατέβαλε, εξ ιδίων χρημάτων, για την ανωτέρω αιτία, τα ανωτέρω ποσά των 2.060,41 ευρώ και 3.687,24  ευρώ, έκαστος των εναγομένων υποχρεούται να καταβάλλει σ’ αυτόν (πρώτο ενάγοντα) για την εν λόγω δαπάνη, βάσει του ποσοστού συγκυριότητας τους επί της εν λόγω οικοδομής (1/4), το ποσό των 515,10 ευρώ (2.060,41 Χ 1/4 = 515,10) και το ποσό των 921,81 ευρώ (3.687,24 Χ 1/4 = 921,81) έκαστος, όπως ορθώς δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, απορριπτομένου ως αβάσιμου του περί του αντιθέτου λόγου (1ου υπό στοιχεία Β. 6)  της εφέσεως.

Επιπροσθέτως, ο πρώτος ενάγων (πρώτος εφεσίβλητος) ισχυρίζεται ότι δαπάνησε, εξ ιδίων χρημάτων, σχετικώς με την εκτέλεση των εργασιών κατασκευής της ανωτέρω πολυώροφης οικοδομής και ειδικότερα για τις σχετικές εισφορές (για την χρονική περίοδο απασχόλησης από 11/2007 έως 12/2008και πρόσθετης επιβάρυνσης [Π.Ε.Π.Ε.Ε], καθώς και προστίμου [Π.Ε.Α.Π.]) προς το Ι.Κ.Α. το συνολικό ποσό των 45.072,74 ευρώ, επικαλούμενος προς τούτο το υπ’ αριθ. πρωτ. 2448/02-03-12 έγγραφο χορήγησης στοιχείων για το εν λόγω έργο του Προϊσταμένου του Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α. Νίκαιας Αττικής (για ποσό 40.505,55 ευρώ), καθώς και των πράξεων αυτού με στοιχεία Π.Ε.Π.Ε.Ε. Μ554/2009 (για ποσό 972,82 ευρώ), Μ556/2009 (για ποσό 51,65 ευρώ), Π.Ε.Ε Μ511/2009 (για ποσό 3.242,72 ευρώ), Π.Ε.Α.Π. Μ292/2009 (για ποσό 150 ευρώ) και Μ293/2009 (για ποσό 150 ευρώ). Ωστόσο, από το ανωτέρω ποσό (45.072,74 ευρώ), ο δεύτερος εναγόμενος, ενεργών και για λογαριασμό του πρώτου εναγομένου,κατέβαλε προς το Ι.Κ.Α. το συνολικό ποσό των 8.167,81 ευρώ, το οποίο αφορά στην ίδια ως άνω περίοδο (από 11/2007 έως 12/2008, βλ. τα από 30-7-2008, 30-9-2008, 31-10-2008, 28-11-2008, 30-1-2009 και 31-12-2008 ταμειακά παραστατικά του Ι.Κ.Α.), όπως δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, χωρίς να έχει προσβληθεί ως προς τούτο αυτή. Μάλιστα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε, με την εκκαλούμενη απόφασή του, ότι το ποσό που κατέβαλε ο ίδιος ο πρώτος ενάγων για την ανωτέρω αιτία ανέρχεται συνολικώς σε 32.637,74 ευρώ (δηλαδή αυτό δέχθηκε ότι ο πρώτος ενάγων κατέβαλε μόνον το ποσό των 40.805,55 ευρώ από το οποίο αφαιρέθηκε το ως άνω ποσό των 8.167,81 ευρώ),χωρίς να έχει προσβληθεί η εκκαλούμενη απόφαση,ούτε ως προς το αντίστοιχο μέρος της. Επιπλέον, όμως, αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος εναγόμενος, ενεργώντας και για λογαριασμό του πρώτου εναγομένου, κατέβαλε προς το Ι.Κ.Α., για την ίδια ως άνω αιτία, το συνολικό ποσό των 37.284,13 ευρώ. Ειδικότερα αυτός κατέβαλε: α)το ποσό των 4.053,03 ευρώ, για το μήνα 12/2007, εκδοθείσας προς τούτο της υπ’ αριθ. …/σειρά Α/30-1-2008 απόδειξης είσπραξης του Ι.Κ.Α. Νίκαιας (συνοδευόμενης από το με αρ. …./ 30-01-2008 σειρά Μ γραμμάτιο είσπραξης), β)το ποσό των 6.273,37 ευρώ, για το μήνα 1/2008, εκδοθείσας προς τούτο της υπ’ αριθ…../σειρά Α/22-2-2008 απόδειξης είσπραξης του Ι.Κ.Α. Νίκαιας (συνοδευόμενης από το με αρ. …./ 22-02-2008 σειρά Μ γραμμάτιο είσπραξης), γ)το ποσό των 5.337,10 ευρώ, για το μήνα 2/2008, εκδοθείσας προς τούτο της υπ’ αριθ…../σειρά Α/28-3-2008 απόδειξης είσπραξης του Ι.Κ.Α. Νίκαιας (συνοδευόμενης από το με αρ. …./ σειρά Μ/28-03-2008 γραμμάτιο είσπραξης), δ)το ποσό των 1.027,42 ευρώ,για το μήνα 3/2008, εκδοθείσας προς τούτο της υπ’ αριθ…../σειρά Α/29-4-2008 απόδειξης είσπραξης του ΙΚΑ Νίκαιας (συνοδευόμενης από το με αρ. …../ σειρά Μ/29-04-2008 γραμμάτιο είσπραξης), ε)το ποσό των 1.788,98 ευρώ, για το μήνα 4/2008, εκδοθείσας προς τούτο της υπ’ αριθ……/σειρά Α/30-5-2008 απόδειξης είσπραξης του ΙΚΑ Νίκαιας (συνοδευόμενης από το με αρ. …../σειρά Μ/30-05-2008 γραμμάτιο είσπραξης), στ)το ποσό των 6.760,67 ευρώ, για το μήνα 5/2008, εκδοθείσας προς τούτο της υπ’ αριθ…../σειρά Α/4-7-2008 απόδειξης είσπραξης του Ι.Κ.Α. Νίκαιας (συνοδευόμενης από το με αρ. …../σειρά Μ/4-7-2008 γραμμάτιο είσπραξης), ζ)το ποσό των 1.260,89 ευρώ, για το μήνα 6/2008, εκδοθείσας προς τούτο της υπ’ αριθ…../σειρά Α/30-7-2008 απόδειξης είσπραξης του Ι.Κ.Α. Νίκαιας (συνοδευόμενης από το με αρ. …./σειρά Μ/30-07-2008 γραμμάτιο είσπραξης), η)το ποσό των 4.845,33 ευρώ,για το μήνα 7/2008, εκδοθείσας προς τούτο της υπ’ αριθ. …./σειρά Α/29-8-2008 απόδειξης είσπραξης του Ι.Κ.Α. Νίκαιας (συνοδευόμενης από το με αρ. …./σειρά Μ/29-08-2008 γραμμάτιο είσπραξης), θ)το ποσό των 945,99 ευρώ, για το μήνα 9/2008, εκδοθείσας προς τούτο της υπ’ αριθ……/σειρά Α/31-10-2008 απόδειξης είσπραξης του Ι.Κ.Α. Νίκαιας (συνοδευόμενης από το με αρ. …../σειρά Μ/31-10-2008 γραμμάτιο είσπραξης), ι)το ποσό των 2.192,45 ευρώ, για το μήνα 11/2008, εκδοθείσας προς τούτο της υπ’ αριθ…./σειρά Α/31-12-2008 απόδειξης είσπραξης του Ι.Κ.Α. Νίκαιας (συνοδευόμενης από το με αρ. …/σειρά Μ/31-12-2008 γραμμάτιο είσπραξης), ια)το ποσό των 1.405,6 ευρώ,για το μήνα 10/2008, εκδοθείσας προς τούτο της υπ’ αριθ…./σειρά Α/28-11-2008 απόδειξης είσπραξης του Ι.Κ.Α. Νίκαιας (συνοδευόμενης από το με αρ. …./σειρά Μ/28-11-2008 γραμμάτιο είσπραξης) και ιβ)το ποσό των 1.393,30 ευρώ, για το μήνα 12/2008, εκδοθείσας προς τούτο της υπ’ αριθ…../σειρά Α/30-01-2009 απόδειξης είσπραξης του Ι.Κ.Α. Νίκαιας (συνοδευόμενης από το με αρ. …./σειρά Μ/30-01-2009 γραμμάτιο είσπραξης). Επίσης, από την υπ’ αριθ. πρωτ. …./2018 βεβαίωση του Ι.Κ.Α. Νίκαιας Αττικής, προκύπτει ότι ο δεύτερος εναγόμενος, ενεργώντας και για λογαριασμό του πρώτου εναγομένου,  για την ίδια ως άνω αιτία,  κατέβαλε προς το Ι.Κ.Α. τα ποσά των 386,71 ευρώ, για το μήνα 10/2007, των 2.062,04 ευρώ για το μήνα 11/2007 και των 960,58 ευρώ για το μήνα 08/2008. Επομένως, ενόψει του ότι οι εναγόμενοι έχουν καταβάλει προς το Ι.Κ.Α., για την ως άνω αιτία, το συνολικό ποσό των 45.451,94 ευρώ (37.284,13 + 8.167,81 = 45.451,94), κατά το βάσιμο ισχυρισμό αυτών, δεν υφίσταται αντίστοιχη οφειλή τους προς τον πρώτο ενάγοντα και το σχετικό αγωγικό κονδύλιο είναι απορριπτέο. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε ότι οι εναγόμενοι οφείλουν, για την ανωτέρω αιτία, στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 8.159,43 ευρώ (32.632,74Χ1/4 = 8.159,43) έκαστος, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά το σχετικό βάσιμο λόγο (2ο)  της εφέσεως.

Εξάλλου, ο πρώτος ενάγων (πρώτος εφεσίβλητος) ισχυρίζεται ότι δαπάνησε, εξ ιδίων χρημάτων, σχετικώς με την εκτέλεση των εργασιών κατασκευής της ανωτέρω πολυώροφης οικοδομής και ειδικότερα για την αγορά διαφόρων οικοδομικών υλικών, από την εταιρία με την επωνυμία «……….», το συνολικό ποσό των 24.773,54 ευρώ. Ωστόσο, αποδείχθηκε ότι οι εναγόμενοι (εκκαλούντες) κατέβαλαν στην προαναφερθείσα εταιρία για την ίδια ως άνω αιτία το συνολικό ποσό των 24.773,54 ευρώ. Επομένως, το σχετικό αγωγικό κονδύλιο είναι απορριπτέο, όπως δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, χωρίς να έχει προσβληθεί ως προς τούτο αυτή.

Περαιτέρω, ο πρώτος ενάγων (πρώτος εφεσίβλητος) ισχυρίζεται ότι κατέβαλε, για λογαριασμό του δευτέρου εναγομένου (δεύτερου εκκαλούντος) το ποσό των 835.71 ευρώ στον Δήμο Διρφύων και το ποσό των 707,12 ευρώ στη Δ.Ο.Υ. Κορυδαλλού, για να μπορέσει ο τελευταίος να λάβει φορολογική ενημερότητα, για να διενεργηθεί η μεταβίβαση των οριζοντίων ιδιοκτησιών της ανωτέρω οικοδομής. Ωστόσο, από την ένορκη βεβαίωση του ……….(υπ’ αριθ. ………../2017) προκύπτει ότι, στις 25-5-2010, ο πρώτος ενάγων είχε λάβει από το δεύτερο εναγόμενο, το ποσό των 836 ευρώ, προκειμένου να το καταβάλει στο Δήμο Διρφύων για λογαριασμό του, καθώς και ότι, στις 23-11-2009, ο πρώτος ενάγων είχε λάβει από το δεύτερο εναγόμενο, το ποσό των 708 ευρώ, προκειμένου να το καταβάλει στη Δ.Ο.Υ. Κορυδαλλού για λογαριασμό του, μάλιστα, ο προαναφερθείς (…………..) έχει ιδία, άμεση, αντίληψη περί τούτου, αφού αναφέρει ότι η καταβολή αυτή (προς τον πρώτο ενάγοντα) έγινε ενώπιον του. Επομένως, ενόψει του ότι ο πρώτος ενάγων, ήδη, έχει λάβει από το δεύτερο εναγόμενο τα ανωτέρω ποσά (707,12 και 835,71 ευρώ), η σχετική ένσταση περί εξοφλήσεως του αγωγικού κονδυλίου αυτού (συνολικού ποσού 1.542,83 ευρώ), που προβάλλει ο δεύτερος εκκαλών, η οποία αποτελεί και αντίστοιχο, βάσιμο, λόγο της εφέσεως, πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικώς βάσιμη. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε ότι ο δεύτερος εναγόμενος οφείλει, για την ανωτέρω αιτία, στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 1.542,83 ευρώ, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά το σχετικό βάσιμο λόγο (1ο υπό στοιχείο Β. 7) της εφέσεως.

Εξάλλου, η δεύτερη ενάγουσα (δεύτερη εφεσίβλητη) ισχυρίζεται ότι δαπάνησε, εξ ιδίων χρημάτων, σχετικώς με την κατασκευή της ανωτέρω πολυώροφης οικοδομής και ειδικότερα για την παροχή υπηρεσιών ηλεκτρικών – υδραυλικών εγκαταστάσεων, από το Δημήτριο Τσιμογιάννη, οι οποίες αφορούσαν την τοποθέτηση νέων σωληνώσεων φυσικού αερίου, το ποσό των 2.439,50 ευρώ, εκδοθείσας προς τούτο της υπ’ αριθ. …./27-10-2009 απόδειξης αυτού. Ωστόσο, από την ένορκη βεβαίωση του …. . (υπ’ αριθ. …/2017) προκύπτει ότι, στις 23-11-2009, ο πρώτος ενάγων είχε λάβει από το δεύτερο εναγόμενο, ενεργούντος και για λογαριασμό του πρώτου εναγομένου, το ποσό των 1.220 ευρώ, προκειμένου να το παραδώσει στη δεύτερη ενάγουσα (θυγατέρα του), δηλαδή για το μέρος της ανωτέρω δαπάνης που αναλογούσε σ’ αυτούς (εναγομένους) (2.439,50Χ1/2[1/4Χ2]=1,219,75), μάλιστα, ο προαναφερθείς (…………) έχει ιδία, άμεση, αντίληψη περί τούτου, αφού αναφέρει ότι η καταβολή αυτή (προς τον πρώτο ενάγοντα) έγινε ενώπιον του. Επομένως, ενόψει του ότι ο πρώτος ενάγων,ήδη, έχει λάβει από τους εναγομένους το ως άνω ποσό (1.220 ευρώ), για λογαριασμό της δεύτερης ενάγουσας, το οποίο αφορά στο σχετικό ιδανικό μερίδιο τους (1/4Χ2), η ανωτέρω ένσταση περί εξοφλήσεως του αγωγικού κονδυλίου αυτού, που προβάλλουν οι εκκαλούντες, η οποία αποτελεί και αντίστοιχο, βάσιμο, λόγο της εφέσεως, πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικώς βάσιμη. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε ότι έκαστος των εναγομένων οφείλουν, για την ανωτέρω αιτία, στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 609,87 ευρώ (2.439,50Χ1/4), έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά το σχετικό βάσιμο λόγο (1ο υπό στοιχείο Β. 8) της εφέσεως.

Τέλος, οι εκκαλούντες (εναγόμενοι) με την έφεσή τους επαναφέρουν την και πρωτοδίκως προβληθείσα ένσταση περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος της ανωτέρω αγωγής, κατ’ άρθρο 281 του ΑΚ, καθόσον, κατά τους ισχυρισμούς τους, οι εφεσίβλητοι (ενάγοντες) έχουν εξοφληθεί πλήρως σε ότι κατέβαλλαν οι ίδιοι και δεν διατηρούν οιαδήποτε αξίωση εναντίον τους. Επιπλέον, οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι οι καταβολές που έγιναν από τον πρώτο εφεσίβλητο έγιναν όλες από κοινά χρήματα του δεύτερου εκκαλούντος και του πρώτου εφεσίβλητου, καθώς και ότι οι εφεσίβλητοι άσκησαν την εν λόγω αγωγή κακόπιστα και καταχρηστικά προκειμένου να εκδικηθούν την οικογένεια των εκκαλούντων για την λύση της συνεργασίας τους,κατά το έτος 2009, και ιδίως ως μέσο πίεσης για να συμβιβαστούν στην υπόθεση της διανομής των κοινών ακινήτων του πρώτου εφεσίβλητου και του πατέρα των εκκαλούντων ………… Ωστόσο, ανεξαρτήτως παντός άλλου, όπως προαναφέρθηκε, αποδείχθηκε ότι σημαντικός αριθμός από τις ανωτέρω δαπάνες, οι οποίες αφορούν στην εν λόγω κοινή οικοδομή διενεργήθηκαν εξ’ ιδίων χρημάτων από τον πρώτο εφεσίβλητο, ο οποίος έχει βάσιμη αξίωση προς τούτο. Επιπροσθέτως, προέκυψε ότι οι διάδικοι έχουν εμπλακεί σε μακρόχρονη δικαστική διαμάχη, αρχής γενομένης από το έτος 2009, η οποία αφορά σε διάφορες υποθέσεις αστικής και ποινικής φύσης, έτσι, δεν δικαιολογείται η δημιουργία εντυπώσεως στους εκκαλούντες για να θεωρήσουν ότι οι εφεσίβλητοι θα επεδίωκαν να συμβιβαστούν με αυτούς (εκκαλούντες) για τις σχετικές αξιώσεις. Συνεπώς, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο V), η ανωτέρω ένσταση των εναγομένων είναι απορριπτέα ως ουσιαστικώς αβάσιμη, όπως ορθώς δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, απορριπτομένου ως αβάσιμου του περί του αντιθέτου λόγου (4ου) της εφέσεως.

Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση, ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, ως προς τους προαναφερθέντες βάσιμους λόγους της, και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση,ως προς όλα τα κεφάλαιά της, για την ενότητα της εκτέλεσης (βλ. ΑΠ 1279/2004 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26 642, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48 1507, Β. Βαθρακοκοίλη «Η έφεση» σελ. 595 παρ. 2383), αφού δε η εν λόγω υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν στο Δικαστήριο αυτό (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να απορριφθεί ως ουσιαστικώς αβάσιμη ως προς τη δεύτερη ενάγουσα – εφεσίβλητη, να γίνει μερικώς δεκτή ως και ουσιαστικώς βάσιμη ως προς τον πρώτο ενάγοντα – εφεσίβλητο, και να υποχρεωθεί έκαστος των εναγομένων – εκκαλούντων να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα – εφεσίβλητο το ποσό των 12.136,51ευρώ (1.080,43 + 2.230,58 + 1.390,25 + 5.998,34 + 515,10 + 921,81),με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση (ενόψει του ότι δεν προσβλήθηκε η εκκαλούμενη απόφαση ως προς το κεφάλαιο της που αφορά στο παρεπόμενο αίτημά της περί των τόκων). Ακόμη, τα δικαστικά έξοδα, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 παρ. 1 του ΚΠολΔ), και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του πρώτου ενάγοντος – εφεσίβλητου, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, εις βάρος των εναγομένων – εκκαλούντων (άρθρα 176, 183 του ΚΠολΔ,σε συνδυασμό με τα άρθρα 63 επ. του ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»),ενώ, ως προς τη δεύτερη ενάγουσα – εφεσίβλητη να συμψηφιστούν, λόγω του ότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαιτέρως δυσχερής (άρθρα 179 και 183 του ΚΠολΔ),όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου που κατατέθηκε για την άσκηση της εφέσεως στους εκκαλούντες (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει όσα στο σκεπτικό κρίθηκαν ως απορριπτέα.

Δέχεται τυπικώς και κατ’ ουσίαν την έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 4809/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση, που αφορά στην αναφερόμενη στο σκεπτικό από 1-10-2013 (υπ’ αριθ. ./../11-7-2017 έκθεσης κατάθεσης) αγωγή.

Απορρίπτει την αγωγή ως προς τη δεύτερη ενάγουσα – εφεσίβλητη.

Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη ως προς τη δεύτερη ενάγουσα–εφεσίβλητη και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

Δέχεται κατά ένα μέρος την ανωτέρω αγωγή ως προς τον πρώτο ενάγοντα – εφεσίβλητο.

Υποχρεώνει τους εναγόμενους – εκκαλούντες να καταβάλουν, έκαστος, στον πρώτο ενάγοντα – εφεσίβλητο το ποσό των δώδεκα χιλιάδων εκατόν τριάντα έξι και πενήντα ενός λεπτών (12.136,51) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

Καταδικάζει τους εναγόμενους – εκκαλούντες στην καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης του πρώτου ενάγοντος – εφεσίβλητου, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των εννιακοσίων(900) ευρώ.

Διατάσσει την επιστροφή στους εκκαλούντες του παραβόλου (υπ’ αριθ. …………../2019), που κατατέθηκε για την άσκηση της εφέσεως.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στις 30-06-2021 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

        Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ