Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 389/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης  389/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρσε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις …………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος εναγομένου: …………….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Απόστολο Κουρέντα με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Της εφεσίβλητης ενάγουσας: …………. ανώνυμης εταιρείας …………. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Αθανασά με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Η ενάγουσα ανώνυμη εταιρεία ζήτησε να γίνει δεκτή η από 9.7.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………./12.7.2018) αγωγή της, την οποία άσκησε ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ.4319/2019 οριστική απόφαση του προαναφερθέντος Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή έγινε καθ’ολοκληρίαν δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη.

Ο εν όλω ηττηθείς στον πρώτο βαθμό εναγόμενος με την ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου από 30.1.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……../31.1.2020 στον πρώτο βαθμό και  με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………./31.1.2020 στο δεύτερο βαθμό) έφεσή του, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, και την εκφώνησή της με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν εμφανίσθηκαν, αλλά παραστάθηκαν με δηλώσεις τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ, και προκατέθεσαν τις προτάσεις τους, με τις οποίες και ζήτησαν να γίνουν δεκτά τα ειδικότερα σ’αυτές αναφερόμενα.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 30.1.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………./31.1.2020 στον πρώτο βαθμό και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………./31.1.2020 στο δεύτερο βαθμό) έφεση του εν όλω ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό εναγομένου κατά της υπ’αριθμ. 4319/2019 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων της πρωτοβάθμιας δίκης, κατά την τακτική διαδικασία, επί της ασκηθείσας σε βάρος του από 9.7.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../12.7.2018) αγωγής της εφεσίβλητης ανώνυμης εταιρίας, διώκουσας την επιδίκαση απαιτήσεών της, συνολικού ποσού 36.387,69 ευρώ, απορρεουσών από την  εκτέλεση μεταξύ τους καταρτισθεισών διαδοχικών συμβάσεων θαλάσσιας μεταφοράς – διά άλλων εταιρειών προηγουμένως συμβληθεισών κάθε φορά με την ενάγουσα – προϊόντων και εμπορευμάτων της επιχείρησής του, και με την οποία (εκκαλουμένη απόφαση) έγινε καθ’ολοκληρίαν δεκτή η ως άνω αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη και υποχρεώθηκε ο εναγόμενος αυτής και ήδη εκκαλών να καταβάλει στην ενάγουσα το αιτηθέν χρηματικό ποσό, πλέον τόκων από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.1 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 31.1.2020 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ. …………/31.1.2020), ήτοι εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της πρωτόδικης απόφασης στον εναγόμενο, που συντελέσθηκε, με την επιμέλεια της ενάγουσας, στις 16.1.2020, όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση στην εμπρόσθια σελίδα του πρώτου φύλλου του προσκομιζομένου από την ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη αντιγράφου της εκκαλουμένης της διενεργήσασας την επίδοση διορισμένης στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικής Επιμελήτριας …………., και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από τον εκκαλούντα κατά την κατάθεση του ένδικου μέσου το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.4 του ΚΠολΔ παράβολο. Πρέπει, επομένως, η ανωτέρω έφεση, η οποία αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω όσον αφορά το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την αυτή (τακτική) διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).

H ενάγουσα, ανώνυμη εταιρεία, εδρεύουσα στον Πειραιά Αττικής, και δραστηριοποιούμενη στο χώρο της ναυτιλίας και των μεταφορών,  με αντικείμενο – μεταξύ άλλων – τη διεκπεραίωση αντί συμφωνηθείσας αμοιβής θαλασσίων και χερσαίων μεταφορών προϊόντων και εμπορευμάτων τρίτων, διά άλλων εταιρειών, με τις οποίες κάθε φορά συναλλάσσεται για την εκτέλεση της αναληφθείσας υποχρέωσής της, επικαλούμενη α) ότι με τον εναγόμενο διατηρεί μακροχρόνια διαρκή επαγγελματική/εμπορική συνεργασία, στο πλαίσιο της οποίας, δυνάμει μεταξύ τους καταρτισθεισών κάθε φορά συμβάσεων με την αποδοχή από πλευράς της τηλεφωνικά, ή μέσω μηνύματος ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, της αντίστοιχης –  προηγουμένως διαβιβασθείσας ομοίως – πρότασής του, αναλαμβάνει την αντί αμοιβής υποχρέωση μεταφοράς διά θαλάσσης, προϊόντων και εμπορευμάτων της ατομικής του επιχείρησης, από και προς την έδρα του στον ….. Αττικής, που εκπληρώνει μέσω άλλων εταιρειών, με τις οποίες με τη σειρά της συμβάλλεται για την διενέργεια της εκάστοτε ανατεθείσας απ’αυτόν μεταφοράς, εκδίδοντας για κάθε συναλλαγή στο όνομά του το αντίστοιχο τιμολόγιό της παροχής υπηρεσιών επί πιστώσει, στο πληρωτέο ποσό του οποίου, με βάση τους όρους της συμφωνίας τους, περιλαμβάνονται ο αναλογούν ναύλος της μεταφοράς, που η ίδια καταβάλλει στη διενεργήσασα τη μεταφορά εταιρεία, όπως αυτός καθορίζεται από το μεταξύ τους ναυλοσύμφωνο, η αμοιβή της, και τα λοιπά έξοδα, και τηρώντας για τις συναλλαγές τους στο μηχανογραφημένο λογιστήριό της απλό δοσοληπτικό λογαριασμό, στον οποίο καταχωρεί στη στήλη των χρεώσεων την αξία εκάστης συναλλαγής, και στη στήλη των πιστώσεων τις καταβολές του έναντι του οφειλομένου υπολοίπου του λογαριασμού του, ή ενίοτε σε πλήρη εξόφληση του ποσού συγκεκριμένου τιμολογίου, καθώς και β) ότι σε περίπτωση καθυστέρησης από τον εναγόμενο επιστροφής κενών των εμπορευματοκιβωτίων, τα οποία χρησιμοποιούνται για τη διενέργεια της εκάστοτε μεταφοράς, ή επιστροφής τους χωρίς να έχουν προηγουμένως καθαρισθεί απ’αυτόν προσηκόντως, οι εταιρείες, με τις οποίες κάθε φορά συνεργάζεται για την εκτέλεση της συμβατικής της υποχρέωσης, καταλογίζουν σε βάρος της, με βάση τους όρους του μεταξύ τους ναυλοσυμφώνου, τις προβλεπόμενες κατά περίπτωση για την υπέρβαση του καθορισμένου χρόνου κατοχής των εμπορευματοκιβωτίων τους χρεώσεις, και τα έξοδα καθαρισμού τους, εκδίδοντας το σχετικό τιμολόγιο στο όνομά της, το ποσό του οποίου στη συνέχεια η ίδια, αφού το καταβάλλει στην εκάστοτε αντισυμβαλλομένη της εταιρεία, χρεώνει στον εναγόμενο, ως υπαίτιο και υπόχρεο να της το αποδώσει κατά τη συμφωνία τους, διά της έκδοσης στη συνέχεια του δικού της αντίστοιχου παραστατικού για το ισόποσο στο όνομά του, ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 36.387,69 ευρώ, κατόπιν παραδεκτής διόρθωσης της αγωγής της ως προς το αιτούμενο ποσό, το οποίο ισχυρίζεται ότι της οφείλεται από τις μεταξύ τους συναλλαγές, και ο ανωτέρω αρνείται να της εξοφλήσει, καίτοι πλειστάκις οχληθείς, και εκ του οποίου το ποσό των 12.718,97 ευρώ αφορά σε υπόλοιπο αμοιβής της για την από πλευράς της προσήκουσα εκτέλεση προφορικά καταρτισθεισών μεταξύ τους συμβάσεων μεταφοράς ειδών της επιχείρησής του, εκδοθέντων σχετικώς των ειδικότερα αναφερομένων στο δικόγραφο και ενσωματωμένων σ’αυτό τιμολογίων της, ενώ το υπόλοιπο ποσό των 23.668,72 ευρώ δικαιούται να το αξιώσει, καθώς υποχρεώθηκε να το καταβάλει η ίδια προηγουμένως στις επίσης διαλαμβανόμενες στην αγωγή εταιρείες, με τις οποίες συμβλήθηκε για την εκτέλεση μεταφορών ειδών του εναγομένου, και οι οποίες εξέδωσαν στο δικό της όνομα τα σχετικά παραστατικά, και αφορά σε επιβληθείσες σε βάρος της χρεώσεις τους λόγω της από τον εναγόμενο καθυστέρησης επιστροφής των χρησιμοποιηθέντων εμπορευματοκιβωτίων τους και σε έξοδα καθαρισμού τους, που τελικά βαρύνουν τον ίδιο διότι προέκυψαν από δική του υπαιτιότητα με βάση τη μεταξύ τους συμφωνία, των ακολούθως εκδοθέντων στο όνομά του αντιστοίχων τιμολογίων της για το ισόποσο επίσης συμπεριλαμβανομένων στο δικόγραφο και παρατιθεμένων ανά εταιρεία, με το νόμιμο τόκο από την παρέλευση 15 ημερών εκ της επίδοσης προς αυτόν της από 15.6.2018 εξώδικης όχλησής της προς αποπληρωμή της ως άνω οφειλής του, άλλως από την επίδοση της αγωγής της μέχρι την εξόφληση και να καταδικασθεί στην εν γένει δικαστική της δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η εκκαλουμένη υπ’αριθμ.4319/2019 οριστική απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την  οποία, αφού κρίθηκε η αγωγή ως ορισμένη, και απορρίφθηκαν οι περί αοριστίας του δικογράφου της προβληθείσες αιτιάσεις του εναγομένου, και νόμιμη, στηριζόμενη στις ειδικότερα σ’αυτήν αναφερόμενες διατάξεις, και αφού απορρίφθηκαν ως αόριστες οι ενστάσεις του εναγομένου α) εξόφλησης της αγωγικής απαίτησης, που αφορά στην οφειλόμενη αμοιβή της ενάγουσας για την εκτέλεση συμβάσεων μεταφοράς εμπορευμάτων της επιχείρησής του, και β) συμψηφισμού της απαίτησης της ενάγουσας από τις σε βάρος της χρεώσεις για καθυστέρηση επιστροφής ή για πλημμελή καθαρισμό από τον εναγόμενο των χρησιμοποιηθέντων για τις μεταφορές του εμπορευματοκιβωτίων των μαζί της συμβληθεισών μεταφορικών εταιριών με ομοειδή, ληξιπρόθεσμη και απαιτητή ανταπαίτηση του ανωτέρω κατά της ενάγουσας, συνολικού ποσού 9.500 ευρώ, που φέρεται τμηματικά καταβληθέν σ’αυτήν (γίνεται μνεία στις πρωτόδικες προτάσεις του περί του χρόνου και του ποσού κάθε μερικότερης καταβολής), ως εγγύηση ενόψει της γέννησης τέτοιων απαιτήσεών της στο πλαίσιο των μεταξύ τους καταρτιζομένων κάθε φορά συμβάσεων μεταφοράς, και (απορρίφθηκε) ως μη νόμιμη η ένσταση του εναγομένου περί καταχρηστικής άσκησης των αγωγικών αξιώσεων, στη συνέχεια έγινε καθ’ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη και υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 36.387,69 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής της μέχρι την εξόφληση, σύμφωνα με το κατά δικονομική επικουρικότητα προβαλλόμενο αγωγικό αίτημα, καθόσον, όπως έγινε δεκτό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεν προσκομίσθηκε από την ενάγουσα η επικαλούμενη στην αγωγή της από 15.6.2018 εξώδικη όχλησή της προς τον εναγόμενο για την καταβολή του αιτουμένου ποσού, και η έκθεση επίδοσής της, μετά την παρέλευση 15 ημερών εκ της οποίας (επίδοσης) ζητήθηκε κυρίως από την ενάγουσα η επιδίκαση τόκων επί του κεφαλαίου της απαίτησής της. Κατά της ανωτέρω απόφασης παραπονείται ο ενάγων, ως εν όλω ηττηθείς στον πρώτο βαθμό διάδικος, με την κρινόμενη από 30.1.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………/31.1.2020 στον πρώτο βαθμό και με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ…………/31.1.2020 στο δεύτερο βαθμό) έφεσή του, με έννομο συμφέρον που απορρέει από τη βλάβη του, η οποία προκύπτει αμέσως από το διατακτικό της προσβαλλομένης απόφασης, για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρονται στο δικόγραφο του ένδικου μέσου, και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται, αφενός μεν σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αναφορικά με την κρίση του επί του ορισμένου της αγωγής, και, συνακόλουθα, την απόρριψη των περί του αντιθέτου προβληθεισών αιτιάσεών του, αλλά και όσον αφορά στην απόρριψη των ένστασεών του εξόφλησης και συμψηφισμού ως αόριστων, και καταχρηστικής άσκησης της αγωγής ως μη νόμιμης, αφετέρου δε σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων σε σχέση με τις παραδοχές της εκκαλουμένης επί της ουσίας της υπόθεσης, με αίτημα την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, και την εξαρχής αναδίκαση της υπόθεσης, ούτως ώστε ν’απορριφθεί η σε βάρος του ασκηθείσα αγωγή.

Η αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, με το περιεχόμενο, που προεκτέθηκε, είναι επαρκώς ορισμένη, καθώς περιέχει όλα τα κατά νόμο αναγκαία στοιχεία για την πληρότητα του δικογράφου της, και τη θεμελίωση του αιτήματός της, και η ιστορική της βάση τεκμηριώνεται με όλα τα ουσιώδη γεγονότα της επίδικης έννομης σχέσης, δηλαδή με εκείνες τις προϋποθέσεις, από τις οποίες απορρέει η αιτούμενη έννομη συνέπεια. Ειδικά δε για τον επαρκή προσδιορισμό και περιγραφή της απαίτησης της ενάγουσας, που κατάγεται προς κρίση, είτε αυτή αφορά σε αμοιβή της για την εκτέλεση συμβάσεων μεταφοράς διά θαλάσσης προϊόντων και εμπορευμάτων του εναγομένου, είτε σε οφειλή του τελευταίου λόγω της προηγούμενης καταβολής από την ενάγουσα χρηματικών ποσών, που χρεώθηκαν σε βάρος της από τις εταιρείες, με τις οποίες συνεργάσθηκε για τη μεταφορά των εμπορευμάτων του, λόγω καθυστέρησης παράδοσης απ’αυτόν των χρησιμοποιηθέντων κατά τη μεταφορά εμπορευματοκιβωτίων τους, ή λόγω του πλημμελούς καθαρισμού τους, και βαρύνουν τον ίδιο ως υπαίτιο πρόκλησης των χρεώσεων αυτών, έχουν, επιπροσθέτως, συμπεριληφθεί στο αγωγικό δικόγραφο, αποτελώντας αναπόσπαστο μέρος του, ως ένα ενιαίο μετά του λοιπού περιεχομένου της κείμενο, τα σχετικώς εκδοθέντα από την ενάγουσα κατά περίπτωση παραστατικά. Συγκεκριμένα όσον αφορά το πρώτο των επιμέρους αγωγικών κονδυλίων, εις έκαστον των επισυναφθέντων στο δικόγραφο τιμολογίων παροχής υπηρεσιών της ενάγουσας, που φέρεται ως εκδοθέν για την αιτούμενη αμοιβή της για κάθε μεταφορά, αναφέρονται το μεταφορικό μέσο (η ονομασία του πλοίου, που μετέφερε τα εμπορεύματα του εναγομένου), οι λιμένες αφετηρίας και προορισμού, η χρονική περίοδος διάρκειας της εκάστοτε μεταφοράς, ο αριθμός της σχετικώς εκδοθείσας φορτωτικής, ο πωλητής των εμπορευμάτων του, τα μεταφερθέντα κάθε φορά προϊόντα, το ποσό του ναύλου, το ποσό της φορτοεκφόρτωσης, το ποσό της διασάφησης εισόδου με επιπλέον χρέωση, και η συνολική αξία της μεταφοράς, συμπεριλαμβανομένου του αναλογούντος Φ.Π.Α., ενώ όσον αφορά το δεύτερο κονδύλιο (των χρεώσεων), εις έκαστον των εκδοθέντων με υπόχρεο τον εναγόμενο τιμολογίων της ενάγουσας, που παρατίθενται ανά εταιρεία, η οποία, κατά την αγωγή, καταλόγισε προηγουμένως στην ενάγουσα τα αντίστοιχα ποσά, εκδίδοντας στο όνομά της τα σχετικά παραστατικά, προηγηθείσης από την ενάγουσα της καταβολής τους προς κάθε εταιρεία, επίσης αναφέρεται η αιτιολογία έκδοσης εκάστου τιμολογίου (ενν.της ενάγουσας, και δη χρεώσεις λόγω καθυστέρησης επιστροφής των εμπορευματοκιβωτίων η έξοδα καθαρισμού τους), το συνολικό ποσό αυτής, του αναλογούντος επί της αξίας του τιμολογίου Φ.Π.Α. συμπεριλαμβανομένου, καθώς και τα επιμέρους στοιχεία της συγκεκριμένης σύμβασης μεταφοράς από την κάθε εταιρεία ειδών του εναγομένου, στο πλαίσιο της οποίας προέκυψαν οι αντίστοιχες χρεώσεις και έξοδα (αριθμός φορτωτικής, κωδικός ταξιδίου, πωλητής του εναγομένου, μεταφερόμενα προϊόντα, διάρκεια της μεταφοράς, οι λιμένες αφετηρίας και προορισμού, η ονομασία του πλοίου, που μετέφερε τα προϊόντα). Σημειωτέον ότι οι ημερομηνίες καταβολής από την ενάγουσα στις εταιρίες, που, με βάση τα ιστορούμενα στην αγωγή, συμβλήθηκαν μαζί της για την διενέργεια των μεταφορών του εναγομένου, των αιτουμένων με την αγωγή να της καταβληθούν από τον εναγόμενο ποσών των σε βάρος της χρεώσεών τους, η κάθε φορά χρονική διάρκεια της καθυστέρησης επιστροφής των εμπορευματοκιβωτίων, έγγραφα αποδεικτικά της καταβολής των ποσών αυτών από την ενάγουσα στις εν λόγω εταιρείες, τα ονόματα των πλοίων, που εξαιτίας της καθυστέρησης επιστροφής από τον εναγόμενο των εμπορευματοκιβωτίων καθυστέρησαν με τη σειρά τους να αποπλεύσουν, και ο συμφωνηθείς τρόπος πληρωμής των εκδοθέντων τιμολογίων της (με μετρητά, τραπεζική κατάθεση ή επιταγή), δεν αποτελούν κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της αγωγής, η έλλειψη μνείας των οποίων καθιστά το δικόγραφο αόριστο, διότι δεν πρόκειται περί στοιχείων που θεμελιώνουν το αγωγικό αίτημα, ούτως ώστε η αναφορά τους να συνιστά στοιχείο της επίδικης αξίωσης, ούτε ανήκουν στην ιστορική βάση της αγωγής, και, επομένως, η ενάγουσα δε φέρει το βάρος της επίκλησής τους, πολλώ δε μάλλον της τόσο λεπτομερούς και αναλυτικής τοιαύτης, αλλά μπορούν να προκύψουν από την εκτίμηση των προσαχθέντων από αμφότερους τους διαδίκους αποδεικτικών μέσων. Ενόψει τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του ομοίως έκρινε ότι η αγωγή είναι ορισμένη, και απέρριψε τις περί αοριστίας του δικογράφου της προβληθείσες αιτιάσεις του εναγομένου, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε, με αποτέλεσμα όσα αντίθετα υποστηρίζει ο ανωτέρω με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσής του απορριπτέα να τυγχάνουν ως αβάσιμα.

Από τη διάταξη του άρθρου 416 του ΑΚ, που ορίζει ότι η ενοχή αποσβέννυται με καταβολή, σε συνδυασμό με αυτήν του άρθρου 262 παρ.1 του ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων που την θεμελιώνουν, συνάγεται, ότι στοιχεία της ένστασης απόσβεσης χρηματικής ενοχής με καταβολή (εξόφλησης) είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής. Ισχυρισμός περί καταβολής όλων των απαιτήσεων του ενάγοντος, χωρίς να γίνεται ειδικότερη ανάλυση του ποσού που καταβλήθηκε για την κάθε μία αιτία, είναι αόριστος, έστω και αν αναφέρεται το συνολικό ποσόν, που καταβλήθηκε. Σε περίπτωση που η απαίτηση είναι μία, αρκεί για το ορισμένο της σχετικής ένστασης εξόφλησης αυτής, η αναφορά του ποσού και της αιτίας της καταβολής, οπότε είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος ως προς το αν η καταβολή ήταν πλήρης και έγινε απόσβεση του σχετικού χρέους (ΑΠ 417/2018, 1221/2017, 1688/2012, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων με τις πρωτόδικες προτάσεις του ισχυρίσθηκε ότι, στο πλαίσιο της μακροχρόνιας συνεργασίας του με την ενάγουσα, σε κάθε περίπτωση κατάρτισης μεταξύ τους σύμβασης μεταφοράς εμπορευμάτων του, πάντοτε λαμβανόταν υπόψη το έως τότε χρεωστικό υπόλοιπο του τηρουμένου για τις συναλλαγές τους δοσοληπτικού λογαριασμού του, περί του οποίου ενημερωνόταν από τους εκπροσώπους της, οπότε τμηματικά και τους παρέδιδε επιταγές του για το αντίστοιχο ποσό, εξάμηνης συνήθως διάρκειας, που πληρώνονταν κανονικά, με αποτέλεσμα, καταβάλλοντας τοιουτοτρόπως τα ποσά, που η ίδια η ενάγουσα του γνωστοποιούσε ως οφειλόμενα, να υπολαμβάνει καλόπιστα ότι κάθε φορά εξοφλούσε τα προηγούμενα υπόλοιπα του λογαριασμού του, και ότι με το τέλος της συνεργασίας τους ουδέν ποσό οφείλει, καθώς, με βάση τη συμφωνία τους, αλλά και τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 422 του ΑΚ, οι καταβολές του καταλογίζονταν, ή θα έπρεπε να καταλογίζονται, από την ενάγουσα στα αρχαιότερα χρέη του, μεταξύ των οποίων και τα αιτούμενα να της καταβληθούν με την αγωγή, για τα οποία εκδόθηκαν τα αναφερόμενα στο δικόγραφό της τιμολόγια, όπερ συνεπάγεται ότι κάθε τυχόν οφειλή του έχει ήδη πλήρως και ολοσχερώς εξοφληθεί και η σε βάρος του ασκηθείσα αγωγή τυγχάνει απορριπτέα. Με αυτό το περιεχόμενο ο εν λόγω ισχυρισμός δεν περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που τον θεμελιώνουν, και όλα τα κατά νόμο απαιτούμενα στοιχεία για την πληρότητά του ως ένστασης απόσβεσης χρηματικής ενοχής με καταβολή (εξόφλησης), και, συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ως αόριστος, διότι δεν αναφέρονται, ως θα έδει για το ορισμένο της προβολής του, εφόσον ο εναγόμενος διατείνεται ότι έχει αποπληρώσει κάθε οφειλή του προς την ενάγουσα από όλες τις μεταξύ τους συναλλαγές, που καταχωρούνταν σε τηρούμενο από την ανωτέρω δοσοληπτικό λογαριασμό, διά της παράδοσης σ’αυτήν επιταγών του, οι οποίες πληρώθηκαν κανονικά, σε πλήρη εξόφληση κάθε φορά του εκάστοτε υπολοίπου του λογαριασμού του, τα μερικότερα καταβληθέντα ποσά, καθώς και ο χρόνος εκάστης καταβολής (διά της παράθεσης των συγκεκριμένων επιταγών, με τις οποίες φέρονται ότι εξοφλήθηκαν τα επίδικα τιμολόγια μετά του ποσού και της ημερομηνίας έκδοσης της κάθε μίας), αλλά και η αιτία κάθε επιμέρους καταβολής σε σχέση με τα αγωγικά κονδύλια, καθώς δε διευκρινίζεται στο δικόγραφο εάν έλαβε χώρα σε εξόφληση της απαίτησης της ενάγουσας προς επιδίκαση της αμοιβής της από την εκτέλεση των μεταξύ τους καταρτισθεισών συμβάσεων μεταφοράς των εμπορευμάτων του, ή της ομοίως καταγόμενης προς κρίση με την αγωγή απαίτησής της από τις χρεώσεις των κάθε φορά μαζί της συνεργαζομένων εταιριών για την εκτέλεση των μεταφορών του εναγομένου, λόγω καθυστέρησης επιστροφής απ’αυτόν των χρησιμοποιηθέντων κατά τη διενεργηθείσα μεταφορά εμπορευματοκιβωτίων τους, ή λόγω του πλημμελούς καθαρισμού τους, σύμφωνα με τα ειδικότερα στη μείζονα σκέψη εκτιθέμενα, ώστε να είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος του ισχυρισμού και η αντίκρουσή του από την ενάγουσα. Ενόψει τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο ομοίως απέρριψε ως αόριστη την ανωτέρω ένσταση, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τον εναγόμενο με το οικείο σκέλος του πέμπτου λόγου της ένδικης έφεσής του απορριπτομένων ως αβασίμων.

Κατά το άρθρο 281 του ΑΚ η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια, που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως «καλή πίστη» θεωρείται η συμπεριφορά του χρηστού και συνετού ανθρώπου, που επιβάλλεται κατά τους συνηθισμένους τρόπους ενεργείας, ενώ ως κριτήριο των «χρηστών ηθών», ενώ το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκηση του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΑΠ 326/2018 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Ο εναγόμενος με τις πρωτοδίκως κατατεθείσες προτάσεις του προέβαλε ισχυρισμό καταχρηστικής άσκησης της αγωγής, ζητώντας την απόρριψή της για το λόγο αυτό, επικαλούμενος ειδικότερα προς θεμελίωσή της ότι η ενάγουσα, αν και η απαίτησή της έχει εξοφληθεί κατά τα προεκτεθέντα, και, επιπροσθέτως, όσον αφορά το κονδύλιο του ποσού των χρεώσεων των εταιριών, με τις οποίες η ανωτέρω συνεργαζόταν για την εκτέλεση των μεταφορών του, λόγω επικαλούμενης καθυστέρησης επιστροφής απ’αυτόν των εμπορευματοκιβωτίων τους, ή επιστροφής τους πλημμελώς καθαρισμένων, έχει σε κάθε περίπτωση εισπράξει από τον ίδιο το ποσό των 9.500 ευρώ συνολικά ως εγγυήσεις, που μολαταύτα δε το αφαιρεί από το αγωγικό αίτημα, εντούτοις, μετά τη λύση της πολύχρονης συνεργασίας τους, στο πλαίσιο της οποίας της κατέβαλε ετησίως περί των 250.000 έως 300.000 ευρώ, και συνολικά από τις μεταξύ τους συναλλαγές έχει αποκομίσει συνολικά πλέον των 2.000.000 ευρώ, καθώς υπήρξε ένας εκ των συνεπέστερων πελατών της, άσκησε εκδικητικά σε βάρος του την αγωγή, με σκοπό να τον πλήξει οικονομικά. Η εν λόγω ένσταση απορριπτέα τυγχάνει ως μη νόμιμη, διότι τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, που ο εναγόμενος παραθέτει στις προτάσεις του για την κατά νόμο θεμελίωσή της, και αληθή υποτιθέμενα, δε συνιστούν περιστατικά καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της ενάγουσας προς δικαστική επιδίωξη της ικανοποίησης της επικαλουμένης απαίτησής της, ήτοι μίας προφανώς υπερβαίνουσας τα όρια, που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη, και ο κοινωνικός, και ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματός της αυτού δικονομικής συμπεριφοράς, και δη περιστατικά, που αφορούν στην προηγηθείσα συμπεριφορά της, ή στην πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα, ή στις περιστάσεις που μεσολάβησαν, και καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματός της, σύμφωνα με τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του επίσης απέρριψε την ένσταση αυτή ως μη νόμιμη, ορθά τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, που την προβλέπει, ερμήνευσε και εφήρμοσε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τον εναγόμενο με το οικείο σκέλος του πέμπτου λόγου της κρινόμενης έφεσής του απορριπτομένων ως αβασίμων.

Από τις διατάξεις των άρθρων 421, 422 και 424 του ΚΠολΔ, οι οποίες προστέθηκαν με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, συνάγεται ότι είναι παραδεκτή η επίκληση και προσκόμιση από τους διαδίκους προαποδεικτικά, προς απόδειξη ή ανταπόδειξη αρμοδίως ληφθεισών κατά την εν λόγω διάταξη του άρθρου 421 ΚΠολΔ ενόρκων βεβαιώσεων, υπό την προϋπόθεση της επίδοσης, επιμελεία του ενδιαφερομένου διαδίκου, προ δύο τουλάχιστον εργασίμων ημερών προ της ημερομηνίας λήψης της βεβαίωσης, κλήσης προς τον αντίδικο, στην οποία να αναφέρονται η αγωγή ή το ένδικο βοήθημα ή το ένδικο μέσο, το οποίο αφορά η βεβαίωση, ο τόπος, η ημέρα και η ώρα λήψης της βεβαίωσης, και το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και η διεύθυνση κατοικίας του βεβαιούντος, εάν δε παραλειφθεί η εν λόγω επίδοση ή το δικόγραφο της κλήσης δεν περιέχει τα προαναφερόμενα στοιχεία, αυτεπαγγέλτως, ανεξαρτήτως βλάβης του καθ’ου, η δοθείσα βεβαίωση δε λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο ως αποδεικτικό μέσο στην δίκη, την οποία αφορά, ούτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 5/2020, ΑΠ 673/2018, Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Επομένως, μετά την ισχύ των άρθρων 422 § 1 και 424 ΚΠολΔ με το Ν. 4335/2015 (από 1.1.2016), το δικαστήριο της ουσίας λαμβάνει υπόψη του κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, μόνο αν ο διάδικος που επιδιώκει τη λήψη ένορκης βεβαίωσης, επιδώσει δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση στον αντίδικο κλήση, η οποία αναφέρει την αγωγή, το ένδικο βοήθημα ή μέσο που αφορά η βεβαίωση, τόπο, ημέρα και ώρα που θα δοθεί, το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και τη διεύθυνση της κατοικίας του μάρτυρα. Την τήρηση των αναγκαίων αυτών προϋποθέσεων έχει υποχρέωση το δικαστήριο της ουσίας να ερευνήσει όχι μόνο κατ’ένσταση αλλά και αυτεπαγγέλτως, διότι η έλλειψή τους έχει ως συνέπεια ότι η ένορκη βεβαίωση δεν είναι απλώς άκυρη, αλλά ανύπαρκτη ως αποδεικτικό μέσο (ΑΠ 1175/2019 Α΄ δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Το παρόν Δικαστήριο εκτιμά: α) Την κατάθεση του εκτός δίκης εξετασθέντος, με πρωτοβουλία του εναγομένου, μάρτυρός του …………, η οποία δόθηκε, ενόψει της συζήτησης της αγωγής στον πρώτο βαθμό, κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης της ενάγουσας, προκειμένου να παραστεί κατά τη λήψη της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 422 παρ.1 του ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη  υπ’αριθμ………./13.11.2018 έκθεση επίδοσης της διορισμένης στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικής Επμελήτριας …….., και περιέχεται στην υπ’αριθμ………/16.11.2018 ένορκη βεβαίωση, που λήφθηκε ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, β) την παραδεκτά προσκομισθείσα το πρώτον στη δίκη επί της υπόθεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 529 παρ.1 του ΚΠολΔ) κατάθεση της εκτός δίκης εξετασθείσας, με πρωτοβουλία της ενάγουσας, μάρτυρός της  …………., η οποία δόθηκε, κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης του εναγομένου, προκειμένου να παραστεί κατά τη λήψη της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 422 παρ.1 του ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη  υπ’αριθμ. ………/18.9.2020 έκθεση επίδοσης της αυτής ως άνω Δικαστικής Επμελήτριας, και περιέχεται στην υπ’αριθμ……/23.9.2020 ένορκη βεβαίωση, που λήφθηκε ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, γ) όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, και δ) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ), μη λαμβανομένης υπόψη, ως ανυπόστατης, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, της προσκομιζομένης από την ενάγουσα ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου υπ’αριθμ…../20.11.2018 ένορκης βεβαίωσης της αυτής ως άνω μάρτυρός της …………, ληφθείσας ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, διότι στην προσκομιζόμενη από 14.11.2018 κλήση της ανωτέρω διαδίκου προς τον αντίδικό της να παραστεί κατά την εξέταση της μάρτυρός της, που του επιδόθηκε στις 15.11.2018, όπως προκύπτει από την επίσης προσκομιζόμενη υπ’αριθμ. ……/15.11.2018 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας …….., δεν αναγράφεται η ημέρα λήψης της βεβαίωσης, όπως απαιτείται από το νόμο για να είναι η ένορκη βεβαίωση υποστατή, επομέμως, η κλήση δεν έχει το αναγκαίο περιεχόμενο που προβλέπει το άρθρο 422 του ΚΠολΔ, η δε διαπιστωθείσα έλλειψη παραβιάζει τη σχετική διάταξη του άρθρου 422 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και από το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, και καθιστά την εν λόγω ένορκη βεβαίωση ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο, το οποίο δε μπορεί να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο αυτό στην παρούσα δίκη, και δη ανεξαρτήτως βλάβης του εναγομένου, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, όπερ συνεπάγεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έλαβε υπόψη την ανωτέρω ένορκη βεβαίωση, παρότι πρόκειται για ανύπαρκτο αποδεικτικό μέσο, εσφαλμένα το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε ο εναγόμενος με το πρώτο σκέλος του πέμπτου λόγου της κρινόμενης έφεσής του, η παραδοχή του οποίου δεν άγει βέβαια στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, αλλά στη μη λήψη υπόψη της συγκεκριμένης ένορκης βεβαίωσης από το παρόν Δικαστήριο για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης επί των αποδεικτέων θεμάτων. Από την επανεκτίμηση και συνεκτίμηση του ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης:  Η ενάγουσα, ανώνυμη εταιρεία, εδρεύουσα στον Πειραιά, δραστηριοποιείται  επιχειρηματικά στο χώρο της ναυτιλίας και των μεταφορών, παρέχοντας – μεταξύ άλλων – υπηρεσίες θαλασσίων, οδικών και αεροπορικών μεταφορών από και προς την Ελλάδα. Στο πλαίσιο της δραστηριότητάς της αυτής αναλαμβάνει αντί αμοιβής την υποχρέωση μεταφοράς διά ξηράς και διά θαλάσσης προϊόντων και εμπορευμάτων του εκάστοτε αντισυμβαλλομένου της, την οποία κατά βάση εκπληρώνει διά άλλων εταιρειών, με τις οποίες η ίδια συμβάλλεται με τη σειρά της στο δικό της όνομα, καταβάλλοντάς τους τον κάθε φορά μεταξύ τους συμφωνηθέντα ναύλο. Αποδείχθηκε επίσης ότι η ανωτέρω εταιρεία διατηρούσε επί σειρά ετών και σε σταθερή βάση συνεργασία με τον εναγόμενο, ειδικότερα συνιστάμενη στη δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων, καταρτισθεισών μεταξύ τους προφορικά, ανάληψη υποχρέωσης, αντί συμφωνηθείσης αμοιβής, μεταφοράς διά θαλάσσης προϊόντων και εμπορευμάτων του από και προς τον ……… Αττικής, όπου λειτουργεί υποκατάστημα της ατομικής του επιχείρησης με αντικείμενο την εμπορία στερεών καυσίμων. Κατά την καθιερωθείσα στις συναλλαγές τους πρακτική ο εναγόμενος κάθε φορά, που ανέκυπτε ανάγκη μεταφοράς ειδών για τις ανάγκες της επιχείρησής του, ενημέρωνε σχετικώς τον αρμόδιο υπάλληλο της ενάγουσας, κυρίως τηλεφωνικώς ή διά της αποστολής μηνύματος ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, ζητώντας την υποβολή σχετικώς οικονομικής προσφοράς, παρέχοντας παράλληλα όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες, που αφορούσαν στη μεταφορά, την οποία επιθυμούσε να πραγματοποιήσει, και συγκεκριμένα αναφέροντας τους λιμένες φόρτωσης και εκφόρτωσης των εμπορευμάτων, την ημερομηνία διενέργειας της μεταφοράς, το είδος και τον τύπο των προς μεταφορά προϊόντων, την ποσότητα των συσκευασιών τους, το βάρος, και τις διαστάσεις τους, και εν γένει οποιοδήποτε στοιχείο, το οποίο κάθε φορά έκρινε αναγκαίο να της γνωστοποιήσει για την έγκαιρη και προσήκουσα διεκπεραίωση της όλης διαδικασίας. Επακολουθούσε από πλευράς της ενάγουσας έρευνα αγοράς μεταξύ των εταιρειών, με τις οποίες συνεργαζόταν επίσης σε σταθερή βάση για την εκτέλεση των μεταφορών του, προς αναζήτηση και εξεύρεση της πλέον συμφέρουσας μεταξύ τους προσφερόμενης λύσης, βάσει των χαρακτηριστικών της συγκεκριμένης μεταφοράς, που της είχαν προηγουμένως γνωστοποιηθεί από τον ίδιο, και στη συνέχεια, υπέβαλε στον τελευταίο σχετική οικονομική προσφορά, η οποία περιελάμβανε το ναύλο της εταιρείας, που θα διενεργούσε τη μεταφορά, και τη δική της αμοιβή, και την οποία (προσφορά) εφόσον αυτός αποδεχόταν, καταρτιζόταν μεταξύ τους άτυπα η αντίστοιχη σύμβαση, και εκτελείτο η μεταφορά από την εν λόγω εταιρεία. Στη συνέχεια η ενάγουσα εξέδιδε το αντίστοιχο παραστατικό της συναλλαγής με υπόχρεο εξόφλησής του τον εναγόμενο, και συγκεκριμένα τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών στο όνομά του, το οποίο, με βάση τη συμφωνία τους, ήταν πάντοτε πληρωτέο επί πιστώσει, και στο σύνολο της αξίας του οποίου περιλαμβανόταν, τόσο ο ναύλος της πραγματοποιήσασας τη μεταφορά εταιρείας, όπως είχε μεταξύ τους (ενάγουσας και εταιρείας) συμφωνηθεί, όσο και η δική της αμοιβή, πλέον του αναλογούντος Φ.Π.Α., ενώ επιπροσθέτως αναγράφονταν στο κάθε φορά εκδοθέν παραστατικό της αναλυτικά τα στοιχεία της μεταφοράς, στην οποία αφορούσε, για τα οποία θα γίνει λόγος κατωτέρω. Ο εναγόμενος, αφού ελάμβανε τα τιμολόγια, που του αποστέλλοντο συνήθως διά ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, αποπλήρωνε την αμοιβή της για τις εκτελεσθείσες μεταφορές των εμπορευμάτων του – βάσει συμφωνίας τους – διά της παράδοσης σ’αυτήν μεταχρονολογημένων επιταγών του, με αναγραφόμενη επί του σώματός τους ημερομηνία έκδοσης εντός χρονικού διαστήματος 6 μηνών από την παράδοση των αξιογράφων. Προς ευχερέστερη λογιστική παρακολούθηση των μεταξύ τους συναλλαγών η ενάγουσα τηρούσε σχετικώς κατά το μηχανογραφικό σύστημα απλό δοσοληπτικό λογαριασμό, στη στήλη των χρεώσεων του οποίου καταχωρούσε την αξία εκάστου τιμολογίου της, και στων πιστώσεων τις καταβολές του εναγομένου, κυρίως έναντι του συνολικού ποσού του κάθε φορά υπολοίπου του λογαριασμού του, ή ενίοτε σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση συγκεκριμένης οφειλής του. Αποδείχθηκε επίσης ότι μεταξύ των εκδοθέντων για τις μεταξύ των διαδίκων συναλλαγές με το περιεχόμενο, που προεκτέθηκε, παραστατικών, περιλαμβάνονται και τα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών με αριθμ. …/16.10.2017, …./16.10.2017 και …../23.10.2017, ποσού 5.744,73 ευρώ, 1.914,91 ευρώ και 5.059,33 ευρώ αντίστοιχα, της ενάγουσας, που αφορούν σε αμοιβή της για την εκτέλεση ισάριθμων συμβάσεων θαλάσσιας μεταφοράς προϊόντων και εμπορευμάτων της επιχείρησης του εναγομένου, οι οποίες καταρτίσθηκαν μεταξύ τους με τον τρόπο, που προεκτέθηκε, συνολικού ποσού 12.718,97 ευρώ, στο ποσό εκάστου των οποίων περιλαμβάνεται ο συμφωνηθείς ναύλος, το ποσό της φορτοεκφόρτωσης, και το ποσό της συνοπτικής διασάφησης εισόδου με επιπρόσθετη χρέωση, πλέον του αναλογούντος Φ.Π.Α. σε ποσοστό 24%, ενώ αναφέρονται αναλυτικά όλα τα επιμέρους προσδιοριστικά στοιχεία της σύμβασης μεταφοράς, στην οποία αφορά το καθένα, και συγκεκριμένα το μεταφορικό μέσο που χρησιμοποιήθηκε (το συγκεκριμένο πλοίο που εκτέλεσε κάθε μεταφορά), ο κωδικός αριθμός του ταξιδίου, η χρονική περίοδος της μεταφοράς, ο αριθμός της εκδοθείσας φορτωτικής, οι λιμένες φόρτωσης και εκφόρτωσης, η μερίδα της συγκεκριμένης ναύλωσης, ο εκάστοτε πωλητής των εμπορευμάτων του εναγομένου και τα μεταφερθέντα προϊόντα του τελευταίου. Το ανωτέρω συνολικό ποσό των προαναφερθέντων τιμολογίων ο εναγόμενος δεν το έχει καταβάλει στην ενάγουσα και, συνεπώς, εξακολουθεί να το οφείλει. Σημειωτέον ότι ο εναγόμενος με τις πρωτοδίκως κατατεθείσες προτάσεις του δεν αρνήθηκε ειδικά τη μεταξύ τους κατάρτιση, καθώς και την προσήκουσα εκτέλεση από την ενάγουσα, των ανωτέρω συμβάσεων μεταφοράς προϊόντων και εμπορευμάτων για τις ανάγκες της επιχείρησής του, για την αμοιβή της εκ των οποίων εκδόθηκαν τα συγκεκριμένα παραστατικά, ει μη μόνον προέβαλε, πλην όμως όλως γενικώς και αορίστως, όπως προεκτέθηκε, ένσταση εξόφλησης της εν λόγω απαίτησης, ούτε, άλλωστε, η σχετική παραδοχή του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου με την εκκαλουμένη απόφασή του πλήττεται απ’αυτόν με την κρινόμενη έφεσή του, αλλά μόνον η απορριπτική της ένστασης εξόφλησης ως απαράδεκτης λόγω του αορίστου της προβολής της κρίση του. Περαιτέρω, προς θεμελίωση του έτερου αγωγικού κονδυλίου, συνολικού ποσού 36.387,69 ευρώ, η ενάγουσα ισχυρίσθηκε στο δικόγραφο της αγωγής της ότι αφορά σε χρεώσεις, που επιβλήθηκαν σε βάρος της από τις αναφερόμενες στην αγωγή εταιρείες, με τις οποίες συμβλήθηκε στο όνομά της, αλλά για λογαριασμό του εναγομένου, προς διενέργεια μεταφορών, που με συμβάσεις μαζί του είχε αναλάβει την υποχρέωση να εκτελέσει, λόγω καθυστέρησης από τον ανωτέρω ως προς την επιστροφή και παράδοση στις εν λόγω εταιρείες των χρησιμοποιηθέντων κατά τις μεταφορές αυτές εμπορευματοκιβωτίων τους κενών εντός του προκαθορισμένου κάθε φορά από την εκάστοτε εταιρεία χρονικού διαστήματος, ή λόγω επιστροφής τους με κατάλοιπα εμπορευμάτων εξαιτίας του πλημμελούς καθαρισμού τους απ’αυτόν, όπερ είχε ως αποτέλεσμα την επιβάρυνση των ως άνω εταιρειών με έξοδα για τον καθαρισμό τους προκειμένου να καταστούν κατάλληλα προς παράδοση για την επόμενη φόρτωση, και τις οποίες (χρεώσεις) υποχρεώθηκε να καταβάλει η ίδια στις εταιρείες αυτές με βάση σχετικό όρο των μεταξύ τους ναυλοσυμφώνων, προηγηθείσης από τις τελευταίες της έκδοσης στο όνομά της των σχετικών παραστατικών τους, και ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει τα ανωτέρω ποσά, καθώς προέκυψαν λόγω δικής του υπαιτιότητας, για τα οποία εξέδωσε η ίδια ακολούθως με τη σειρά της τα αντίστοιχα τιμολόγια στο δικό του όνομα. Επιπροσθέτως, προς επίρρωση του ισχυρισμού της, επικαλέσθηκε με την αγωγή της, συμπεριέλαβε στο δικόγραφο αυτής ανά εταιρεία, και προσκόμισε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου τα εκδοθέντα τιμολόγιά της για τις ανωτέρω επικαλούμενες χρεώσεις των συγκεκριμένων εταιρειών, οφειλόμενες σε καθυστερημένη επιστροφή των εμπορευματοκιβωτίων τους και για τα έξοδα καθαρισμού τους, που, όπως διατείνεται, προέκυψαν από υπαιτιότητα του εναγομένου, μετά την εκτέλεση μεταφορών εμπορευμάτων της επιχείρησής του, με αναγραφόμενο σ’αυτά υπόχρεο προς καταβολή του ποσού εκάστου τον ίδιο, και με συνημμένα όπισθεν αυτών τα, κατά τους ισχυρισμούς της, προηγουμένως εκδοθέντα αντίστοιχα τιμολόγια κάθε εταιρείας στο δικό της όνομα για το ισόποσο. Πλην όμως, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου από τα προσκομιζόμενα ενώπιόν του αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε, σε βαθμό σχηματισμού σχετικώς πλήρους δικανικής πεποίθησης, ως θα έδει, η ουσιαστική βασιμότητα του ανωτέρω κονδυλίου, την οποία ο εναγόμενος αρνήθηκε συλλήβδην με τις πρωτοδίκως κατατειθείσες προτάσεις του (άλλως προέβαλε ένσταση συμψηφισμού της εν λόγω απαίτησης της ενάγουσας με ληξιπρόθεσμη και απαιτητή δική του ανταπαίτηση σε βάρος της, συνολικού ποσού 9.500 ευρώ, το οποίο, όπως διατείνεται, της κατέβαλε τμηματικά, ως εγγύηση προς κάλυψη των ποσών τέτοιων χρεώσεων, τυχόν προκύψουν στο μέλλον από τις μεταξύ τους συναλλαγές, αναφέροντας επιπροσθέτως τη συγκεκριμένη ημερομηνία και το ύψος κάθε μερικότερης καταβολής, και ζητώντας την απόρριψη της αγωγής για το αντίστοιχο ποσό λόγω απόσβεσης της απαίτησής της, συνεπεία του προταθέντος συμψηφισμού, η οποία απορρίφθηκε πρωτοδίκως ως αόριστη), επαλαμβάνοντας με την έφεσή του τους αρνητικούς της αγωγής ισχυρισμούς του, κατόπιν παραδοχής από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του του κονδυλίου αυτού στο σύνολό του ως κατ’ουσίαν βασίμου, και πλήττοντας επιπροσθέτως με έτερο λόγο έφεσης και την επί της ένστασης συμψηφισμού απορριπτική κρίση του. Ειδικότερα, ενόψει της κυρίως προβληθείσας γενικής άρνησης του εναγομένου όσον αφορά το συγκεκριμένο αγωγικό κονδύλιο, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου από μόνη την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος της ενάγουσας, που δόθηκε υπό μορφήν ένορκης βεβαίωσης, και προσκομίσθηκε στην έκκλητη δίκη, αλλά δεν επιρρωνύεται από κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο, ουδόλως αποδείχθηκε ότι τα αιτούμενα ποσά, για τα οποία εκδόθηκαν από κάθε εταιρεία σε βάρος της ανωτέρω διαδίκου τα προσκομιζόμενα παραστατικά, αφορούν πράγματι σε χρεώσεις των εν λόγω εταιριών λόγω καθυστέρησης έγκαιρης παράδοσης των εμπορευματοκιβωτίων τους, ή σε έξοδα καθαρισμού τους, που ανέκυψαν στο πλαίσιο εκτέλεσης συμβάσεων θαλάσσιων μεταφορών προϊόντων και εμπορευμάτων, καταρτισθεισών με την ενάγουσα, για λογαριασμό της επιχείρησης του εναγομένου (σχετική κρίση δε μπορεί βέβαια να συναχθεί από τα τιμολόγια, που έχει εκδώσει η ίδια με υπόχρεο τον εναγόμενο), και οφείλονται σε υπαιτιότητα του τελευταίου, και όχι σε υπαιτιότητα τρίτων, ή σε γεγονός, για το οποίο αυτός δεν υπέχει ευθύνη, ούτε ότι η ενάγουσα υποχρεούται σε καταβολή τους με βάση τα οριζόμενα στα μεταξύ τους συναφθέντα ναυλοσύμφωνα, που δεν προσκομίζονται, ενώ επιπροσθέτως, και ανεξαρτήτως των όσων έχουν ήδη εκτεθεί, δεν αποδείχθηκε σε κάθε περίπτωση ότι η ενάγουσα έχει ήδη καταβάλει στις εταιρίες αυτές τα αναγραφόμενα στα ως άνω παραστατικά τους (επί πιστώσει εκδοθέντα) ποσά, που ζητά με την αγωγή της να της καταβάλει ο εναγόμενος, και για τα οποία έχει εκδώσει τα ενσωματωθέντα στο αγωγικό δικόγραφο τιμολόγια στο όνομά του, καθώς ουδεμία σημείωση, που κατά τις συνήθειες των συναλλαγών, να παραπέμπει σε πλήρη και ολοσχερή εξόφλησή τους, εμφαίνεται τεθείσα επί της συντριπτικής πλειοψηφίας των προσκομιζόμενων σε φωτοτυπικό αντίγραφο συγκεκριμένων παραστατικών τους, ούτε, όμως, επισημαίνεται από την ενάγουσα η αναγραφή σχετικής ένδειξης, η οποία να υποδηλώνει, έστω και κατά τη μεταξύ τους καθιερωθείσα πρακτική, καταβολή του ποσού εκάστου, πλην των υπ’αριθμ. …/26.6.2015, …/26.6.2015, …/26.6.2015, …./26.6.2015 και …/29.5.2017 τιμολογίων της εταιρείας …………, ποσού 30,75 ευρώ,  15,99 ευρώ, 30,75 ευρώ, 61,50 ευρώ και 694,40 ευρώ αντίστοιχα, στα οποία έχει τεθεί σφραγίδα με την ένδειξη «ΕΞΩΦΛΗΘΗ», ενώ δεν προσκομίζονται έτερα έγγραφα (εξοφλητικές αποδείξεις, ή παραστατικά κατάθεσης σε τραπεζικό λογαριασμό), εκ της εκτίμησης των οποίων να μπορεί να συναχθεί ασφαλές αποδεικτικό πόρισμα περί του γεγονότος αυτού. Πρέπει, επομένως, ενόψει των ανωτέρω, εφόσον η ενάγουσα δεν ανταποκρίθηκε στο βάρος απόδειξης της ουσιαστικής βασιμότητας του εν λόγω αγωγικού κονδυλίου, ν’απορριφθεί αυτό ως κατ’ουσίαν αβάσιμο, όπερ κατά λογική και νομική αναγκαιότητα συνεπάγεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε την αγωγή αναφορικά με το συγκεκριμένο κονδύλιο και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας, εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε, όπως επίσης βάσιμα ισχυρίσθηκε ο εναγόμενος με το δεύτερο λόγο της κρινόμενης έφεσής του. Πρέπει, επίσης, να επισημανθεί ότι, κατόπιν της απόρριψης του ανωτέρω κονδυλίου ως κατ’ουσίαν αβασίμου, παρέλκει, έχοντας πλέον καταστεί άνευ αντικειμένου, η εξέταση της βασιμότητας του τέταρτου λόγου της ένδικης έφεσης, με την οποία πλήττεται η κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που αφορά στην απόρριψη της επικουρικά προβληθείσας, κατ’εκτίμηση στο σύνολό τους των πρωτοδίκως προταθέντων ισχυρισμών του, ένστασης συμψηφισμού της εν λόγω απαίτησης της ενάγουσας με δική του ανταπαίτηση σε βάρος της, συνολικού ποσού 9.500 ευρώ, ως αόριστης.

Πρέπει, επομένως, ενόψει των προεκτεθέντων, να γίνει δεκτή και κατ’ουσίαν η κρινόμενη έφεση του εναγομένου, ν’εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς το σύνολο των διατάξεών της, για λόγους ενότητας της εκτέλεσης, και αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 12.718,97 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης, όπως επικουρικά ζητήθηκε με την αγωγή, μη προσκομιζομένης από την ενάγουσα ούτε στο πλαίσιο της παρούσας δίκης της επικαλουμένης στην αγωγή της από 15.6.2018 εξώδικης όχλησής της, την οποία ισχυρίσθηκε ότι επέδωσε στον εναγόμενο, ζητώντας την καταβολή του αιτουμένου ποσού εντός 15 ημερών από την επίδοσή της, ούτε της σχετικής έκθεσης επίδοσης, προκειμένου το Δικαστήριο να λάβει γνώση του περιεχομένου τους, ούτως ώστε να διακριβωθεί κατά πόσον πληρούνται ή όχι εν προκειμένω οι απαιτούμενες προϋποθέσεις του άρθρου 340 του ΑΚ για την έκτοτε έναρξη της τοκοφορίας του επιδικαζομένου με αυτήν την απόφαση ποσού. Το καταβληθέν από τον εκκαλούντα παράβολο θα πρέπει να του επιστραφεί, καθώς η έφεσή του έγινε δεκτή (άρθρο 495 παρ.3 στοιχ.Γ, εδαφ.ε΄ του ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 παρ.1, και 183 του ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, κατόπιν σχετικού αιτήματός της (άρθρο 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), το οποίο περιέχεται στις κατατεθείσες κατά τη συζήτηση της έφεσης προτάσεις της, σε βάρος της εναγομένου, που, παρά την παραδοχή της έφεσής του, ηττήθηκε εν μέρει στην ουσία της υπόθεσης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσίαν την από 30.1.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………/31.1.2020 στον πρώτο βαθμό και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………./31.1.2020 στο δεύτερο βαθμό) έφεση κατά της υπ’αριθμ. 4319/2019 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου της ανωτέρω έφεσης στον καταθέσαντα αυτό εκκαλούντα.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ στο σύνολό της την εκκαλουμένη απόφαση.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει εξαρχής την υπόθεση επί της από 9.7.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………/12.7.2018) αγωγής.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των δώδεκα χιλιάδων επτακοσίων δέκα οκτώ ευρώ και ενενήντα επτά λεπτών του ευρώ (12.718,97), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εναγομένου μέρος της δικαστικής δαπάνη της ενάγουσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 2.8.2021

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ