Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 374/2021

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Β΄ Τμήμα

Αριθμός Απόφασης:    374 /2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 [ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

Β΄ Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου και από τη Γραμματέα E.T..

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις ……………, στον Πειραιά, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ – ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΩΝ: 1) ………….. και 2) ……………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο τους Γεώργιο Αδαμόπουλο.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας, …………………., η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο της Εμμανουήλ Τακάκη (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

Οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες άσκησαν την από 24.02.2015 και με αρ. καταθ. ………../26-02-2015  ανακοπή τους, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και ζήτησαν να γίνει αυτή δεκτή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μετά από συζήτηση, που έγινε, στις 20/09/2018, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, με τις αποκλίσεις, που εισάγουν οι διατάξεις των άρθρων 591 παρ. 1α και 643 ΚΠολΔ, με τη με αριθμό 397/01-02-2019 οριστική απόφασή του, έκανε δεκτή εν μέρει την ανακοπή ως κατ’ ουσία βάσιμη και ακύρωσε εν μέρει την προσβαλλόμενη με αριθμ. ……/2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά,επικύρωσε δε, κατά τα λοιπά, αυτήν.

Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες, με την από 21/03/2019 έφεσή τους, η οποία κατατέθηκε, στις 22/03/2019, στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2019, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, στις 19/09/2019, με αριθμό κατάθεσης Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2019, προσδιορίστηκε δε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το οικείο πινάκιο, οι διάδικοι εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους Δικηγόρους τους, εκ των οποίων ο μεν πληρεξούσιος Δικηγόρος της εφεσίβλητης, παριστάμενος με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, όπως σημειώνεται ανωτέρω, ανέπτυξε τις απόψεις της εφεσίβλητης, με τις έγγραφες προτάσεις, που προκατέθεσε, ο δε πληρεξούσια Δικηγόρος των εκκαλούντων, αφού έλαβε το λόγο από τη Δικαστή, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις, που κατέθεσε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 21/03/2019 έφεση, η οποία κατατέθηκε, στις 22/03/2019, στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2019, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, στις 19/09/2019, με αριθμό κατάθεσης Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2019, κατά της με αριθμό 397/01-02-2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, μετά από συζήτηση που έγινε, στις 20/09/2018, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, με τις αποκλίσεις,όμως, που εισάγουν οι διατάξεις των άρθρων 591 παρ. 1α και 643 ΚΠολΔ, επί της από 24.02.2015 και με αρ. καταθ. ………../26-02-2015  ανακοπής των εκκαλούντων εναντίον της εφεσίβλητης, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα από τους εν μέρει ηττηθέντες ανακόπτοντες, εφόσον ακριβή φωτ/φα της εκκαλουμένης επιδόθηκαν, στις 21/02/2019, σε αυτούς (βλ. σχετ. με αριθμ. ……../21-02-2019 και ………/21-02-2019 εκθέσεις επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, διορισμένου στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………… αντίστοιχα, σε συνδυασμό με τις από 21-02-2019 αποδείξεις παραλαβής εγγράφου, που θυροκολλήθηκε του Αξιωματικού Υπηρεσίας του Α.Τ. Κορυδαλλού, …………., Αστυφύλακα, και τις από 22-02-2019 βεβαιώσεις αποστολής συστημένης επιστολής αντίστοιχα) και η υπό κρίση έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 22-03-2019 (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από τους εκκαλούντες στο δημόσιο ταμείο παράβολο ποσού 100 ευρώ για την άσκηση αυτής (βλ. άρθρ. 495 § 3Α περ. β΄ Κ.Πολ.Δ.), η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (591 παρ. 7α ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΕφΘεσ 1318/2020 Δημ. Νόμος), για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες, με την υπό κρίση από 24.02.2015 και με αρ. καταθ. …………/26-02-2015 ανακοπή τους, την οποία άσκησαν, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εναντίον της καθ’ ης η ανακοπή, ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας και ήδη εφεσίβλητης, ζητούσαν, κατ’ ορθή εκτίμηση, για τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους, να ακυρωθεί η με αριθμό ………../2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, δυνάμει της οποίας υποχρεώθηκαν να καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, στην καθ’ ης η ανακοπή, το ποσό των 160.354,07 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, για ικανοποίηση χρηματικής απαίτησης της τελευταίας, προερχόμενη από μεταξύ τους σύμβαση στεγαστικού δανείου, στην οποία ο μεν πρώτος εξ αυτών συνεβλήθη ως δανειολήπτης, η δε δεύτερη ως εγγυήτρια, καθώς και να καταδικασθεί η καθ’ ης η ανακοπή στην καταβολή της δικαστικής τους δαπάνης. Επί της ως άνω ανακοπής, μετά από συζήτηση, που έγινε, στις 20/09/2018, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία,με τις αποκλίσεις,όμως, που εισάγουν οι διατάξεις των άρθρων 591 παρ. 1α και 643 ΚΠολΔ (άρθρο 632 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο Ν. 4335/2015, σε συνδυασμό με άρθ. 9 ΕισΝ ΚΠολΔ, διότι η υπό κρίση ανακοπή κατατέθηκε πριν την 01.01.2016 – βλ. άρθ. 1 άρθ. ένατο παρ. 2 του ίδιου ως άνω Ν. 4335/2015) (βλ. σχετ. ΕφΘεσ 1318/2020 Δημ. Νόμος), εκδόθηκε η με αριθμό 397/01-02-2019 εκκαλουμένη οριστική απόφαση, δυνάμει της οποίας το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο,αφού δέχθηκε ότι η υπό κρίση ανακοπή ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής επιδόθηκε στους ανακόπτοντες την 04η­-02-2015 (βλ. προσκομιζόμενες από την καθ’ ης η ανακοπή  με   αριθμ. … και …./4-02-2015 αντίστοιχα εκθέσεις επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών …………., σε συνδυασμό με τις από 04/02/2015 αποδείξεις παραλαβής εγγράφου, που θυροκολλήθηκε, και τις από 05-02-2015 βεβαιώσεις αποστολής συστημένης επιστολής) και η υπό κρίση ανακοπή κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 26-02-2015, επιδόθηκε δε στις 26-02-2015 στην καθ’ ης η ανακοπή (βλ. προσκομιζόμενη από τους ανακόπτοντες με αριθμ. …………./26-02-2015 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιώς, ………….), ήτοι εντός της προθεσμίας των δεκαπέντε εργάσιμων ημερών του άρθρου 632 παρ. 1 ΚΠολΔ, στην οποία δεν υπολογίζονται τα Σάββατα, τα οποία δεν θεωρούνται εργάσιμες ημέρες (άρθ. 144 παρ. 3 ΚΠολΔ), ούτε και η 23-02-2015, η οποία ήταν ημέρα επίσημης αργίας (Καθαρά Δευτέρα), μετά από έρευνα ως προς το παραδεκτό, τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της ανακοπής,έκανε δεκτή εν μέρει την ανακοπή ως κατ’ ουσία βάσιμη, κατ’ αποδοχή του πρώτου λόγου αυτής, απορρίπτοντας τους λοιπούς λόγους ανακοπήςκαι ακύρωσε εν μέρει την προσβαλλόμενη με αριθμ. ……../2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά το μέρος, που οι ανακόπτοντες υποχρεώνονται να καταβάλουν εις ολόκληρον στην καθ’ ης η ανακοπή, τόκους υπερημερίας επί του επιδικασθέντος κεφαλαίου ύψους εκατόν εξήντα χιλιάδων τριακοσίων πενήντα τεσσάρων ευρώ και επτά λεπτών (160.354,07 €), από την 9-10-2014 έως και την 15-10-2014, επικύρωσε δε, κατά τα λοιπά, αυτήν και επέβαλε, σε βάρος της καθ’ ης η ανακοπή, ένα μέρος των δικαστικών εξόδων των ανακοπτόντων, το οποίο όρισε στο ποσό των τριακοσίων (300,00) ευρώ. Κατά της εν λόγω οριστικής αποφάσεως οι ανακόπτοντες (εκκαλούντες), ως εν μέρει ηττηθέντες διάδικοι, άσκησαν την υπό κρίση έφεση, με την οποία παραπονούνται για τους αναφερόμενους ειδικότερα στην έφεσή τους λόγους, οι οποίοι συνοψίζονται, όπως αυτοί εκτιμώνται από το Δικαστήριο, σ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητούν δε, κατ’ ορθή εκτίμηση του συνόλου του δικογράφου της έφεσης, να γίνει αυτή καθ’ ολοκληρία δεκτή, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, κατά το απορριπτικό της ανακοπής τους μέρος, με σκοπό να γίνει δεκτή στο σύνολό της η υπό κρίση ανακοπή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, να καταδικαστεί δε η εφεσίβλητη στα δικαστικά τους έξοδα και του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623 και 624 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους με το ν. 4335/2015, προκύπτει ότι, μεταξύ των ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων με τη συνδρομή ή μη των οποίων μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής είναι αφενός η ύπαρξη χρηματικής απαίτησης του αιτούντος από ορισμένη έννομη σχέση και αφ` ετέρου η απαίτηση αυτή και το ποσό της να αποδεικνύονται άμεσα από δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 624 παρ. 1 ΚΠολΔ, πρέπει η απαίτηση να μην εξαρτάται από αίρεση, προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και να είναι ορισμένο το οφειλόμενο ποσό χρημάτων ή χρεογράφων, δηλαδή να είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη. Σε περίπτωση έκδοσης διαταγής πληρωμής, παρά την έλλειψη της πιο πάνω προϋπόθεσης, αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη κατά τα άρθρα 632 και 633 ΚΠολΔ, αφού λόγους ανακοπής μπορεί να αποτελέσουν όλες οι ενστάσεις, που καταλύουν τόσο τον τίτλο, όσο και το δικαίωμα του δανειστή, που βεβαιώνεται με τη διαταγή πληρωμής, και ειδικότερα οι ενστάσεις, που αναφέρονται στην έλλειψη προϋποθέσεων, που τίθενται από τα άρθρα 623 και 624 ΚΠολΔ για την έκδοση της διαταγής πληρωμής και όσες αναφέρονται στη μη ισχύ του δικαιώματος, που επικαλείται ο δανειστής και βεβαιώνεται με τη διαταγή πληρωμής, εάν δε οι ενστάσεις δεν είναι ορισμένες, η ανακοπή απορρίπτεται λόγω ακυρότητας του δικογράφου της (ΑΠ 196/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1087/2019 Δημ. Νόμος). Εάν η απαίτηση ή το ποσό δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο δικαστής οφείλει, κατ` άρθρο 628 ΚΠολΔ (όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το ν. 4335/2015), να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής, εάν δε, παρά την έλλειψη της εν λόγω διαδικαστικής προϋποθέσεως, εκδοθεί διαταγή πληρωμής, τότε αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη, κατά τα άρθρα 632 και 633 ΚΠολΔ (όπως ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους με το ν. 4335/2015). Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής για το λόγο αυτό απαγγέλλεται λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξάρτητα από την ύπαρξη και τη δυνατότητα αποδείξεως της απαιτήσεως με άλλα αποδεικτικά μέσα (ΟλΑΠ 43/2005, ΑΠ 1087/2019 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 630 (γ), (δ) ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, που ορίζει ότι η διαταγή πληρωμής πρέπει να περιέχει, πλην άλλων στοιχείων, την αιτία της πληρωμής και το ποσό των χρημάτων ή χρεογράφων, που πρέπει να καταβληθεί, προκύπτει ότι η διαταγή πληρωμής, που δεν είναι δικαστική απόφαση, αλλά μόνον τίτλος εκτελεστός (άρθρ. 631 και 904 παρ. 1ε ΚΠολΔ), δεν απαιτείται να περιλαμβάνει πλήρεις και εμπεριστατωμένες αιτιολογίες, αλλά αρκεί ο συνοπτικός σε αυτή προσδιορισμός του γενεσιουργού λόγου της απαίτησης, κατά τρόπο, που αυτή απλώς να εξατομικεύεται, και να μη δημιουργείται αμφιβολία για την ταυτότητά της, δηλαδή δεν απαιτείται πλήρης περιγραφή όλων των περιστατικών, που την συγκροτούν. Η αναφορά, ειδικότερα, στη διαταγή πληρωμής του καταβλητέου ποσού χρημάτων απαιτείται προκειμένου η σχετική απαίτηση να είναι εκκαθαρισμένη κατά την έννοια του άρθρου 916 ΚΠολΔ και να μπορεί έτσι η διαταγή πληρωμής να λειτουργήσει πράγματι ως εκτελεστός τίτλος, είναι δε εκκαθαρισμένη η απαίτηση, όταν από τον τίτλο προκύπτει αυτή κατά ποσόν και ποιόν. Εκκαθαρισμένη, επίσης, είναι η χρηματική απαίτηση και όταν μπορεί να καθορισθεί κατά ποσό με απλό αριθμητικό υπολογισμό ή σύμφωνα με τα περιλαμβανόμενα στον τίτλο στοιχεία, όπως είναι ο υπολογισμός των τόκων, των οποίων η έναρξη και το ποσοστό ορίζεται από τον τίτλο ή από το νόμο (ΑΠ 196/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 368/2019). Ενόψει αυτών, το επιτόκιο υπολογισμού των τόκων, συμβατικών και υπερημερίας, δεν αποτελεί αναγκαίο περιεχόμενο της διαταγής πληρωμής, αλλά μπορεί να εξαχθεί και από τα επισυναπτόμενα για την έκδοσή της απαιτούμενα έγγραφα. Από την παράλειψη ενός από τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 630 ΚΠολΔ δημιουργείται λόγος ακυρότητας της διαταγής πληρωμής, πλην,όμως, αυτή δεν επέρχεται αυτοδικαίως, αφού ο νόμος δεν ορίζει τούτο, αλλά θεμελιώνεται λόγος ανακοπής με βάση τον οποίο θα κριθεί η προβαλλόμενη ακυρότητα της διαταγής (ΑΠ 196/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1202/2018).

Κατά το άρθρο δε 632 ΚΠολΔ η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, η οποία αποτελεί ειδική μορφή της ανακοπής των άρθρων 583 επ. του ίδιου κώδικα και έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο της κατά νόμο ορθότητας της έκδοσης της διαταγής πληρωμής, ασκείται όπως και η αγωγή και πρέπει στο δικόγραφό της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο όλοι οι λόγοι κατά του κύρους της διαταγής πληρωμής (ΑΠ 196/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 99/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 368/2019 Δημ. Νόμος), ώστε να μπορεί ο μεν καθ’ ου η ανακοπή να αμυνθεί κατ` αυτής, το δε δικαστήριο να κρίνει για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους, διαφορετικά απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως, ως απαράδεκτοι, λόγω αοριστίας (ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 161/2020 Δημ. Ιστοσελ. ΑΠ, ΑΠ 999/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1137/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 332/2019 Δημ. Νόμος). Η ανεπάρκεια των πραγματικών περιστατικών, που εκτίθενται στο εισαγωγικό δικόγραφο (αγωγής, ανακοπής κλπ), σε σχέση με όσα απαιτούνται από το νόμο για τη θεμελίωση του καταγομένου προς κρίση δικαιώματος χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία (Ολ ΑΠ 18/1998, ΑΠ 99/2020 Δημ. Ιστοσελ. ΑΠ).Εξάλλου, ο ειδικότερος προσδιορισμός των κονδυλίων, που προσβάλλονται, είναι απαραίτητος και για τον πρόσθετο λόγο ότι η τυχόν ακυρότητα κάποιου κονδυλίου συνεπάγεται την ακυρότητα αντίστοιχου ποσού της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, χωρίς να πλήττεται αυτή στο σύνολό της (ΑΠ 161/2020 Δημ. Ιστοσελ. ΑΠ, ΑΠ 999/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 332/2019 ό.π.). Μόνο το περιεχόμενο της ανακοπής και εκείνο των τυχόν ασκηθέντων πρόσθετων λόγων της οριοθετεί το αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής και δεν επιτρέπεται συμπλήρωση ή μεταβολή της ιστορικής βάσης των λόγων της ανακοπής με τις προτάσεις ή την έφεση (ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 1/2017), βάσει δε της ισχύουσας και στη δίκη της ανακοπής αρχής της συζητήσεως, το δικαστήριο δεν δικαιούται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως πλημμέλειες της διαταγής πληρωμής, που δεν προτάθηκαν παραδεκτά με κύριο ή πρόσθετο λόγο ανακοπής (ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π.). Με την ανακοπή από το ανωτέρω άρθρο ο ανακόπτων οφειλέτης μπορεί να επικαλεσθεί ως λόγους ακύρωσης της εις βάρος του διαταγής πληρωμής, είτε την έλλειψη των διαδικαστικών (τυπικών) προϋποθέσεων, που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. ΚΠολΔ, για την έκδοση διαταγής πληρωμής, είτε ενστάσεις κατά της απαίτησης, ήτοι τη βασιμότητα ή το ύψος αυτής (ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 1443/2017, ΑΠ 259/2002). Ωστόσο, το ενδεχόμενο προβολής ενστάσεων κατά της απαιτήσεως, είτε καταχρηστικών είτε γνησίων, δεν αφορά την απαιτούμενη κατά την παράγραφο 1 του άνω άρθρου 624 βεβαιότητα της αξιώσεως και, συνεπώς, δεν αναιρεί τη δυνατότητα εκδόσεως διαταγής πληρωμής, αφού την έκδοση αυτής δεν εμποδίζει οποιαδήποτε ένσταση, που μπορεί να επικαλεσθεί ο οφειλέτης (ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 911/2005). Αν στην ανακοπή σωρεύονται περισσότεροι από ένας λόγοι, καθένας απ` αυτούς με διαφορετική πραγματική και νομική βάση συνιστά ιδιαίτερη ανακοπή, οπότε υπάρχει αντικειμενική σώρευση ανακοπών κατ` ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 218 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 1943/2017). Από την αληθή έννοια του άρθρου 633 παρ.1 Κ.Πολ.Δ, που ορίζει ότι αν η ανακοπή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νόμιμα και οι λόγοι της είναι νόμιμοι και βάσιμοι, το δικαστήριο ακυρώνει τη διαταγή πληρωμής, παρέπεται, ότι αν ο λόγος της ανακοπής είναι βάσιμος κατά ένα μέρος ή αν με αυτόν βάλλεται βασίμως μερικότερο κονδύλιο της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής, αυτή δεν είναι άκυρη στο σύνολό της, αφού δεν συντρέχει νόμιμος λόγος για την ολική ακύρωσή της, αλλά μόνον κατά το μέρος κατά το οποίο ευδοκιμεί η ανακοπή και κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η οφειλή του ανακόπτοντος (ΑΠ 1138/2020 ό.π., ΑΠ 368/2019, ΑΠ 105/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1349/2013).

Σύμφωνα δε με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 128/1975 ’’επιβάλλεται από το έτος 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανόμενης και της Τραπέζης της Ελλάδος, υπέρ του εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού, ανερχομένη εις ποσοστόν ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως επί του ετησίου ύψους εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγουμένων υπ` αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανόμενων και των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των Τραπεζών συμβάσεως, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, συμφωνηθεισών εισφορών” (ΑΠ 669/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 161/2020 Δημ. Ιστοσελ. ΑΠ, ΑΠ 368/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 332/2019 Δημ. Ιστοσελ. ΑΠ, ΑΠ 1419/2019 Δημ. Νόμος). Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 174 ΑΚ, δικαιοπραξία, που αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη του νόμου, αν δεν συνάγεται κάτι άλλο, είναι άκυρη. Τέτοια δικαιοπραξία είναι αυτή, που συνάπτεται κατά παράβαση απαγορευτικού κανόνα δικαίου, όταν δηλαδή ο ίδιος ο κανόνας δικαίου θεσπίζει ως έννομη συνέπεια την ακυρότητα ή όταν θεσπίζεται απαγόρευση με ταυτόχρονη αποδοκιμασία του περιεχομένου της δικαιοπραξίας, κατά το σκοπό του νόμου, ο οποίος (σκοπός) πληρούται με την ακυρότητα ως έννομη συνέπεια της απαγορεύσεως. Από τη γραμματική διατύπωση, όμως, της πιο πάνω διατάξεως του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 128/1975, δεν προκύπτει η θέσπιση απαγορευτικού, με την παραπάνω έννοια, κανόνα δικαίου, αφού ο νόμος ορίζει την επιβολή της εισφοράς και το υπόχρεο να την καταβάλει πρόσωπο, χωρίς, όμως, να ορίζει ούτε την υποχρεωτική μετακύλισή του ούτε, όμως, και την απαγόρευση μετακύλισής του. Ο χαρακτήρας, άλλωστε, της εισφοράς αυτής, ως είδος δημοσιονομικής επιβαρύνσεως, αρχικά για συγκεκριμένο σκοπό (επιδότηση δανείων προς εξαγωγικές επιχειρήσεις) και μετά την τροποποίηση, που επέφερε ο ν. 2065/1992, ως, από οικονομική άποψη, γενικό έσοδο του Δημοσίου, δικαιολογεί την αναζήτηση της σημασίας λέξεως “βαρύνουσα” στη φορολογική νομοθεσία, όπως αυτή προκύπτει από τη χρήση της εν λόγω λέξεως σε νόμους, που θεσπίζουν φόρους ή εισφορές. Αλλά ούτε και αντικειμενικά, από το ρυθμιστικό σκοπό του νόμου, προκύπτει βάση αποδοκιμασίας της συμβατικής μετακύλισης της εν λόγω εισφοράς, αφού σκοπός του νόμου παραμένει η έμμεση ενίσχυση, μέσω της εισφοράς αυτής, της επιδοτήσεως των επιτοκίων συγκεκριμένων δανείων επ` ωφελεία της εθνικής οικονομίας, χωρίς να προκύπτει ότι το πρόσωπο που πρέπει να επιβαρυνθεί τελικά είναι τα πιστωτικά ιδρύματα. Εξάλλου, από μακρού χρόνου τα τραπεζικά επιτόκια διαμορφώνονται ελευθέρως (ΑΠ 669/2020 ό.π., ΑΠ 161/2020 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 332/2019 ό.π., ΑΠ 1419/2019 ό.π., ΑΠ 756/2015, ΑΠ 2037/2014), οπότε υπό το καθεστώς αυτό η θέσπιση απαγορεύσεως μετακύλισης της άνω εισφοράς από τα τραπεζικά ιδρύματα στους πιστούχους δεν είναι εφικτή και από τη φύση του πράγματος. Και τούτο διότι, στο μέτρο, που οι Τράπεζες μπορούν ελεύθερα να καθορίζουν τα επιτόκια των χορηγήσεων, θα μπορούν και να υπολογίσουν το ποσοστό της εισφοράς του ν. 128/1975 στο ύψος του επιτοκίου που προσφέρουν, χωρίς ειδική αναφορά της εισφοράς αυτής στη σύμβαση. Τότε, όμως, η απαγόρευση, αν γινόταν δεκτό ότι έχει απαγορευτικό χαρακτήρα η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 128/1975, θα εξαρτάτο από το εάν θα αναφερόταν ή όχι στη σύμβαση ο τρόπος υπολογισμού του επιτοκίου και, συνεπώς, η εν λόγω εισφορά. Αλλά και εάν η μετακύλιση της εν λόγω εισφοράς έχει, εν όψει και της διατάξεως του άρθρου 293 ΑΚ, ως συνέπεια την κατά το ποσοστό της εισφοράς αύξηση του συμβατικά καθοριζόμενου επιτοκίου πέραν του προβλεπομένου ανωτάτου ορίου, και τότε η απαγόρευση δεν θα προέκυπτε από τον ν. 128/1975, αλλά από τη διάταξη, που θα όριζε ανώτατο όριο τραπεζικού επιτοκίου. Συμπερασματικά, εν όψει των προαναφερθέντων, προκύπτει ότι από το ν. 128/1975 δεν απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς, που θεσπίζεται με το νόμο αυτό. Η ρυθμιστική ισχύς του ως άνω νόμου εξαντλείται στον καθορισμό του υποχρέου έναντι του Δημοσίου προσώπου στο πλαίσιο της εννόμου σχέσεως, που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά, επομένως, αποκλειστικά στην κάθετη σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι στην οριζόντια τοιαύτη μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και πιστούχων – δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τοιαύτης νοουμένης της θεσπίσεως ανωτέρου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή και μόνο αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Επομένως, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του ν. 128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου συμβάσεως πιστώσεως, με έμμεσο αποτέλεσμα τη συμβατική μετακύλιση της εισφοράς αυτής στον πιστούχο, είναι νόμιμη, διότι δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ` άρθρο 174 του ΑΚ, ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελευθέρου καθορισμού των τραπεζικών επιτοκίων (ΑΠ 669/2020 ό.π., ΑΠ 161/2020 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 332/2019 ό.π., ΑΠ 1419/2019 ό.π., ΑΠ 917/2011). Άλλωστε, η επίρριψη της σχετικής επιβαρύνσεως στο δανειολήπτη αποτέλεσε από την ισχύ του ν.128/1975, συναλλακτική πρακτική των τραπεζών στην παγίωση της οποίας, συνετέλεσαν: α) Το ότι τα μεταγενέστερα νομοθετήματα, που τροποποίησαν τον ως άνω νόμο, ανέφεραν γενικά, ότι η εισφορά βαρύνει τη συναλλαγή (δάνεια-πιστώσεις). Με τη διάταξη δε του άρθρου 22 του ν. 2515/1997 καθορίστηκε ρητά, ότι για τα δάνεια από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα του εξωτερικού, υπόχρεος για την απόδοση της εισφοράς είναι ο δανειολήπτης, εξαλείφοντας έτσι το συγκριτικό μειονέκτημα, που είχε διαμορφωθεί σε βάρος του δανεισμού από το εσωτερικό, τερματίζοντας την απώλεια εσόδων υπέρ του κοινού λογαριασμού και αποκαθιστώντας ίσους όρους ανταγωνισμού μεταξύ δανεισμού από το εσωτερικό και το εξωτερικό, β) Το ότι το ύψος του συντελεστή καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από την καθιέρωση της εν λόγω εισφοράς κλιμακώθηκε ποσοστιαία, κατά τρόπο, που αποσκοπεί στην ελάφρυνση ή και απαλλαγή ορισμένων κατηγοριών δανειοληπτών, όπως με το άρθρο 8 ν. 2459/1997 απαλλάσσονται της εισφοράς οι δανειοδοτήσεις προς φυσικά και νομικά πρόσωπα, κοινοπραξίες και κοινωνίες αστικού δικαίου, που κατοικούν ή έχουν έδρα σε νησιά με πληθυσμό κάτω από 3100 κατοίκους και το άρθρο 19 παρ. 4β` του ν. 3152/2003, κατά το οποίο απαλλάσσονται της εισφοράς οι δανειοδοτήσεις, προς τις I.Μονές του Αγίου Όρους και οι δανειοδοτήσεις από την Τράπεζα Εμπορίου και Αναπτύξεως Εύξεινου Πόντου και από την Τράπεζα Ανάπτυξης του Συμβουλίου της Ευρώπης. Αν η εν λόγω εισφορά βάρυνε τα πιστωτικά ιδρύματα δεν θα θεσπίζονταν οι παραπάνω εξαιρέσεις και γ) Η Τράπεζα της Ελλάδος, ήδη από την έναρξη εφαρμογής του ν.128/1975, ουδέποτε θεώρησε, ότι η εν λόγω εισφορά επιβαρύνει τα πιστωτικά ιδρύματα, ώστε να έχει ληφθεί υπόψη κατά το χρονικό διάστημα, που ίσχυε ο διοικητικός καθορισμός από μέρους της, του περιθωρίου μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων – χορηγήσεων,  δηλαδή μέχρι το 1993. Εξάλλου, και υπό το καθεστώς ελεύθερης διαμόρφωσης των επιτοκίων, η Τράπεζα της Ελλάδος επέβαλε την υποχρέωση για ξεχωριστή αναφορά της σχετικής επιβαρύνσεως με αποφάσεις της (ΠΔ/ΤΕ 1969/1991 και 2501/2002). Η ΠΔ/ΤΕ 2501/2002, στο άρθρο 82 αυτής, επεκτείνει την υποχρέωση ενημέρωσης του πελάτη από την Τράπεζα και στην επιβολή “ειδικών εισφορών” και η εισφορά του ν.128/1975 είναι μια τέτοια ειδική εισφορά. Ωστόσο, η μετακύλιση αυτή της ανωτέρω εισφοράς στον πιστούχο – δανειολήπτη, ενόψει και της ανωτέρω ΠΑΤΕ 2501/2002, μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο (ΑΠ 669/2020 ό.π., ΑΠ 161/2020 ό.π., ΑΠ 332/2019 ό.π., ΑΠ 430/2005 Δημ. Νόμος). Έτσι, σε περίπτωση, που στη σύμβαση γίνεται, κατά τον καθορισμό του επιτοκίου, ειδική αναφορά για τη χρέωση του δανειολήπτη και με την εισφορά του ν. 128/1975, προσδιοριζομένη σε ποσοστό επί τοις εκατό και αποτελούσα ουσιαστικά μέρος του επιτοκίου, οι απαιτήσεις διαφάνειας και ενημέρωσης έχουν ικανοποιηθεί και, κατά συνέπεια, η σχετική ρήτρα είναι έγκυρη (ΑΠ 669/2020 ό.π., ΑΠ 161/2020 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 332/2019 ό.π.).

Περαιτέρω, με την ευρωπαϊκή Οδηγία 98/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16-2-1998 “σχετικά με την τροποποίηση της οδηγίας 87/102/EΟK για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών, που διέπουν την καταναλωτική πίστη”, το έτος θεωρείται ότι έχει 365 ημέρες. Ο κανόνας αυτός ενσωματώθηκε στην εθνική νομοθεσία με υπουργικές αποφάσεις και ειδικότερα την ΚΥΑ υπ’ αρ. Ζ1-178/13.2.2001 των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Δικαιοσύνης και της Υφυπουργού Ανάπτυξης (ΦΕΚ 255 Β/9.3.2001) και την ΥΑ υπ’ αρ. Ζ1-798/25.6.2008 του Υπουργού Ανάπτυξης (ΦΕΚ 1353 Β/11.7.2008), από τις οποίες η πρώτη δεν αφορά επαγγελματικά αλλά καταναλωτικά δάνεια και ειδικότερα τις συναλλαγές με πιστωτικές κάρτες, ενώ η δεύτερη, στην παρ.1 περ. στ’ της οποίας ορίζεται ότι απαγορεύεται η αναγραφή σε δανειακές συμβάσεις όρου, που προβλέπει υπολογισμό των τόκων με βάση έτος 360 ημερών αντί του ημερολογιακού έτους, αφορά συμβάσεις στεγαστικών δανείων (ΑΠ 1138/2020 Δημ. Ιστοσελ. ΑΠ, ΑΠ 368/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1419/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1331/2012). Στη συνέχεια, εκδόθηκε η Οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Συμβουλίου της 23-4-2008 “για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου”, με βάση την οποία εκδόθηκε η ΚΥΑ ΖΙ-699/.23-6-2010 των Υπουργών Οικονομικών – Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας – Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΦΕΚ Β/23-6- 2017), σκοπός της οποίας είναι, όπως κατά λέξη αναφέρεται στο πρώτο άρθρο της, “η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία των διατάξεων της Οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008 για την προστασία των καταναλωτών στις συμβάσεις πίστωσης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/EOK του Συμβουλίου”. Όσον αφορά στο πεδίο εφαρμογής της, στο άρθρο 2 της ανωτέρω ΚΥΑ ορίζεται, ότι οι διατάξεις αυτής εφαρμόζονται στις συμβάσεις πίστωσης, πλην, όμως, ρητά εξαιρούνται πολλές συμβάσεις, μεταξύ των οποίων και “οι συμβάσεις πίστωσης, που αφορούν συνολικό ποσό πίστωσης μικρότερο των 200 ευρώ ή μεγαλύτερο των 75.000 ευρώ”, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 3, στο οποίο αναφέρονται οι ορισμοί, που ισχύουν για την εφαρμογή της εν λόγω ΚΥΑ, ως “καταναλωτής” θεωρείται “κάθε φυσικό πρόσωπο, το οποίο, με τις δικαιοπραξίες, που καλύπτει η παρούσα απόφαση, επιδιώκει σκοπούς, που δεν σχετίζονται με την εμπορική, επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητα του”. Εξάλλου, με το άρθρο 24 αυτής, καταργήθηκε από την έναρξη ισχύος της η κοινή υπουργική απόφαση Φ1983/1991 (ΦΕΚ 172 Β’), όπως τροποποιήθηκε από τις κοινές υπουργικές αποφάσεις Φ15353/1994 (ΦΕΚ 947 Β’ ) και Ζ1-178/2001 (ΦΕΚ 255 Β’). Από τις παραπάνω διατάξεις, σαφώς προκύπτει ότι, και η ανωτέρω ΚΥΑ αφορά μόνον καταναλωτικά δάνεια, με την προϋπόθεση, μάλιστα, οι σχετικές δικαιοπραξίες να καλύπτονται από το πεδίο εφαρμογής αυτής, και όχι επαγγελματικά, όπως είναι σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό (ΑΠ 1138/2020 ό.π., ΑΠ 368/2019 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 2251/1994 “περί προστασίας των καταναλωτών”, όπως ο νόμος αυτός ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το ν. 3587/2007, και έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση, αφού η καταχρηστικότητα ενός Γ.Ο.Σ. κρίνεται σύμφωνα με το δίκαιο, που ισχύει, κατά το χρόνο, που γίνεται η χρήση αυτού (ΟλΑΠ 15/2007, ΑΠ 1138/2020 ό.π., ΑΠ 387/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 368/2019 Δημ. Νόμος), οι όροι, που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές συμβάσεις (γενικοί όροι των συναλλαγών), δεν δεσμεύουν τον καταναλωτή, εάν κατά την κατάρτιση της συμβάσεως τους αγνοούσε ανυπαιτίως, όπως, ιδίως, όταν ο προμηθευτής δεν του υπέδειξε την ύπαρξή τους ή του στέρησε τη δυνατότητα να λάβει πραγματική γνώση του περιεχομένου τους (ΑΠ 1138/2020 ό.π., ΑΠ 387/2020 ό.π., ΑΠ 1137/2019 Δημ. Νόμος). Επίσης, κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994, οι όροι που έχουν διαμορφωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές συμβάσεις (γενικοί όροι των συναλλαγών) απαγορεύονται και είναι άκυροι αν έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, ο δε καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών, που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της συμβάσεως ή άλλης συμβάσεως από την οποία αυτή εξαρτάται. Εκτός από την ανωτέρω γενική ρήτρα για την καταχρηστικότητα των Γ.Ο.Σ., συνεπεία διαταράξεως της συμβατικής ισορροπίας, στην παρ. 7 του ιδίου ως άνω όρθρου 2 παρατίθεται ενδεικτικός κατάλογος ειδικών καταχρηστικών Γ.Ο.Σ., θεωρουμένων κατ’ αμάχητο τεκμήριο καταχρηστικών (ΑΠ 1138/2020 ό.π., ΑΠ 387/2020 ό.π., ΑΠ 354/2020 Δημ. Ιστοσελ. ΑΠ, ΑΠ 1463/2017 Δημ. Νόμος). Σύμφωνα δε με τα άρθρα 2 παρ. 8 του ν. 2251/1994 και 181, 200 και 371 του ΑΚ: “…8. Ο προμηθευτής δεν μπορεί να επικαλεσθεί την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης, για το λόγο ότι ένας ή περισσότεροι γενικοί όροι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί”, “η ακυρότητα μέρους συνεπιφέρει την ακυρότητα ολόκληρης της δικαιοπραξίας, αν συνάγεται ότι δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος” (άρθρο 181 του ΑΚ), “οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη” (άρθρο 200 του ΑΚ) και “αν ο προσδιορισμός της παροχής ανατέθηκε σε έναν από τους συμβαλλόμενους ή σε τρίτον, σε περίπτωση αμφιβολίας θεωρείται ότι ο προσδιορισμός πρέπει να γίνει με δίκαιη κρίση. Αν δεν γίνεται με δίκαιη κρίση ή βραδύνει, πρέπει να γίνεται από το δικαστήριο” (άρθρο 371 του ΑΚ). Από τις ανωτέρω, ουσιαστικού δικαίου, διατάξεις προκύπτει ότι η ακυρότητα ενός Γενικού Όρου Συναλλαγών (ΓΟΣ) δεν επιδρά επί του κύρους όλης της σύμβασης, αλλά είναι μερική, υπό την έννοια ότι άκυρος θεωρείται μόνο ο συγκεκριμένος καταχρηστικός, σύμφωνα με το νόμο, όρος, εκτός αν συνάγεται ότι η σύμβαση δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος (άρθρο 181 ΑΚ), δηλαδή συνάγεται ότι τα μέρη δεν θα επιχειρούσαν τη δικαιοπραξία χωρίς το άκυρο μέρος, αλλά απέβλεπαν σ` αυτή ως ενιαίο αδιάσπαστο σύνολο. Ως προς το ζήτημα της πλήρωσης του κενού, που δημιουργείται από την ακυρότητα ενός ΓΟΣ, γίνεται δεκτό ότι το σχετικό κενό καλύπτεται καταρχήν με την εφαρμογή του αντίστοιχου κανόνα ενδοτικού δικαίου, εφόσον προβλέπεται σχετική ρύθμιση, διαφορετικά από τη συμπληρωματική ερμηνεία της σύμβασης κατά το άρθρο 200 του ΑΚ. Ως εκ τούτου, όταν ο όρος δανειακής σύμβασης, που αφορά το κυμαινόμενο επιτόκιο και τον τρόπο αναπροσαρμογής του είναι ασαφής, τότε η σύμβαση αυτή πάσχει από μερική ακυρότητα, δηλαδή μόνον ως προς αυτόν τον όρο της. Η πλήρωση του αναφυόμενου κενού θεραπεύεται με την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 371 του ΑΚ και την ιδέα της “δίκαιης κρίσης”, που διέπει το εν λόγω άρθρο, με στόχο τη δίκαιη επαναφορά της συμβατικής ισορροπίας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Έτσι, η αναπροσαρμογή του κυμαινόμενου επιτοκίου γίνεται σύμφωνα με τα ορθά κριτήρια, κατόπιν σχετικής συμφωνίας των μερών, διαφορετικά γίνεται από το δικαστήριο (άρθρο 371 ΑΚ) (ΑΠ 105/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1060/2019 Δημ. Νόμος).Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 583, 585 παρ. 2, 632 και 633 ΚΠολΔ, όπως προαναφέρθηκε, προκύπτει ότι λόγο ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής αποτελεί και η επίκληση ουσιαστικής ενστάσεως (διακωλυτικής ή αποσβεστικής εν όλω ή εν μέρει), εξαιτίας της οποίας, όταν εκδόθηκε η ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής, είτε είχε καταλυθεί η οφειλή την οποία αυτή αφορά, είτε ήταν άκυρη η δικαιοπραξία από την οποία πήγαζε. Στην περίπτωση αυτή, εάν η ευδοκίμηση του σχετικού λόγου της ανακοπής (ενστάσεως) επάγεται μερική μόνο κατάλυση της οφειλής, ανάλογο θα είναι και το αποτέλεσμα ως προς την ανακοπείσα διαταγή πληρωμής, δηλαδή μερική θα είναι και η ακύρωση της τελευταίας, αφού κανένας λόγος, νομικός ή άλλος, δεν επιβάλλει την καθολική ακύρωσή της. Ενόψει όλων αυτών, επί διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε με επιμέλεια τραπέζης με βάση σύμβαση δανείου συναφθείσα μεταξύ αυτής και του καθ’ ου η διαταγή πληρωμής (δανειολήπτη, εγγυητή), ο οποίος με ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ προβάλλει ότι η δανειακή σύμβαση πάσχει ως προς ένα ή περισσότερους Γενικούς Όρους Συναλλαγών (ΓΟΣ) από ακυρότητα, λόγω καταχρηστικότητας, η ευδοκίμηση, εν όλω η εν μέρει, του λόγου της, ο οποίος στηρίζεται στην προαναφερομένη ένσταση, επιφέρει μόνο τη μερική ακύρωσή της και συγκεκριμένα μόνο κατά το μέρος, που η ακυρότητα του ή των ΓΟΣ μειώνει το τελικό ποσό της οφειλής του ανακόπτοντος (ΑΠ 1138/2020 ό.π., ΑΠ 196/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 387/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 105/2019 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 1060/2019 ό.π.) και δεν καθιστά την απαίτηση ανεκκαθάριστη (ΑΠ 387/2020 ό.π.). Για το σκοπό αυτό πρέπει, για το ορισμένο του λόγου ανακοπής, να προσδιορίζεται το κονδύλιο και το ποσό,κατά το οποίο είναι ακυρωτέα η διαταγή πληρωμής, εκτός εάν, παρά το αίτημα για συνολική ακύρωση της διαταγής, από τα παρατιθέμενα στην ανακοπή στοιχεία το δικαστήριο μπορεί να εξάγει με μαθηματικούς υπολογισμούς το αμφισβητούμενο ποσό, οπότε η ανακοπή είναι νόμιμη μόνο ως προς αυτό (ΑΠ 1060/2019 ό.π.). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α’ του ιδίου ως άνω ν. 2251/1994, ως καταναλωτής νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα, για τα οποία προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες, που προσφέρονται στην αγορά και τα οποία κάνουν χρήση των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη τους. Καταναλωτής είναι, επίσης, και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του. Ειδικότερα, καταναλωτής, σύμφωνα με την προαναφερομένη διάταξη του ν. 2251/1994, που είναι άξιος της σχετικής προστασίας του, είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που αποκτά το προϊόν ή τις υπηρεσίες για ικανοποίηση όχι μόνο των ατομικών, αλλά και των επαγγελματικών του αναγκών, αρκούντος απλώς και μόνον του γεγονότος ότι είναι ο τελικός αποδέκτης τούτων (ΑΠ 1138/2020 ό.π., ΑΠ 387/2020 ό.π., ΑΠ 999/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1137/2019 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 828/2018  Δημ. Νόμος). Τέτοιος δε τελικός αποδέκτης, και όχι ενδιάμεσος, είναι εκείνος, που αναλίσκει ή χρησιμοποιεί το πράγμα σύμφωνα με τον προορισμό του, χωρίς να έχει την πρόθεση να το μεταβιβάσει αυτούσιο ή ύστερα από επεξεργασία σε άλλους αγοραστές, καθώς και αυτός που χρησιμοποιεί ο ίδιος την υπηρεσία και δεν τη διοχετεύει σε τρίτους. Η ανωτέρω έννοια του καταναλωτή, κατά το ν. 2251/1994, αποσκοπεί στη διεύρυνση του υποκειμενικού πεδίου εφαρμογής των προστατευτικών κανόνων αυτού, διότι οι ορισμοί του προϊσχύσαντος ν. 1961/1991, που περιόριζαν την έννοια του καταναλωτή σε αυτόν που αποκτά προϊόντα ή υπηρεσίες για την ικανοποίηση μη επαγγελματικών του αναγκών, απέκλειαν ευρύτατες κατηγορίες καταναλωτών. Στο πλαίσιο της ελληνικής εννόμου τάξεως, δεν έχουν θεσπισθεί ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις που να αφορούν αμέσως τις προϋποθέσεις και την έκταση του ελέγχου των ΓΟΣ τραπεζών. Δεδομένης, όμως, της διαρκούς επεκτάσεως των μαζικών συναλλαγών με συνέπεια τη συνηθέστατη προσχώρηση του ασθενέστερου οικονομικά μέρους σε μονομερώς διατυπωμένους όρους, πρέπει να γίνει δεκτή η επέκταση της προστασίας του καταναλωτή και στις τραπεζικές συναλλαγές. Και τούτο διότι από την ευρεία, ως ανωτέρω, διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α’ του ν. 2251/1994 δεν συνάγεται πρόθεση του νομοθέτη να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του νόμου τις συναλλαγές αυτές. Εξάλλου, οι συνήθεις τραπεζικές υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και η χορήγηση δανείων και πιστώσεων απευθύνονται πάντοτε στον τελικό τους αποδέκτη, διότι αναλώνονται με τη χρήση τους. Υπό την εκδοχή αυτή, οι ως άνω τραπεζικές υπηρεσίες είναι παροχές προς τελικούς αποδέκτες, ακόμη και όταν αυτοί είναι έμποροι ή επαγγελματίες και χρησιμοποιούν αυτές για την ικανοποίηση επιχειρηματικών ή επαγγελματικών τους αναγκών, αναλισκόμενες αμέσως από τους ίδιους στο πλαίσιο τραπεζικής συναλλαγής και όχι ενδιάμεσης προς περαιτέρω μεταβίβαση τους. Έτσι, υπάγονται στην προστασία του ν. 2251/1994 όχι μόνο οι τραπεζικές υπηρεσίες, που από τη φύση τους απευθύνονται σε ιδιώτες πελάτες για την εξυπηρέτηση προσωπικών τους αναγκών, αλλά και αυτές που απευθύνονται σε επαγγελματίες, όπως είναι η χορήγηση δανείων και πιστώσεων για την εξυπηρέτηση επαγγελματικών ή επιχειρηματικών αναγκών. Επιπροσθέτως μέχρι την αντικατάσταση του ν. 2251/1994 με το ν. 3587/2007 δεν υπήρχε (στην ελληνική έννομη τάξη) ρύθμιση προστασίας ως καταναλωτή του εγγυητή γενικώς και ειδικότερα του εγγυητή επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου. Ωστόσο, λόγω του παρεπομένου χαρακτήρα της εγγυητικής συμβάσεως έναντι της κύριας οφειλής, κατ’ άρθρο 847 Α.Κ., γινόταν δεκτό ότι, όταν ο πρωτοφειλέτης – δανειολήπτης επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου έχει την ιδιότητα του καταναλωτή ως τελικός αποδέκτης τούτου και τυγχάνει προστασίας του άνω νόμου, της ιδίας προστασίας πρέπει να τυγχάνει και ο εγγυητής αυτού, εφόσον η εγγύηση δεν εντάσσεται στο πλαίσιο της επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας του τελευταίου και τούτο διότι δεν δικαιολογείται δυσμενέστερη αντιμετώπιση του εγγυητή από τον πρωτοφειλέτη. Ήδη, όμως, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 4 περ. ββ του ιδίου ως άνω νόμου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 5 του ν. 3587/2007, εντάσσεται ρητώς στο προστατευτικό πεδίο αυτού και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του (Ολ. ΑΠ 13/2015, ΑΠ 1138/2020 ό.π., ΑΠ 387/2020 ό.π., ΑΠ 1137/2019 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 1463/2017 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, ο Γ.Ο.Σ., που προβλέπει, ότι οι τόκοι υπολογίζονται με βάση έτος 360 ημερών, προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, που επιτάσσει οι όροι να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ώστε ο απρόσεκτος μεν ως προς την ενημέρωσή του, αλλά διαθέτοντας τη μέση αντίληψη, κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης, καταναλωτής να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις, που αναλαμβάνει, ιδίως, όσον αφορά τη σχέση παροχής και αντιπαροχής. Με το να υπολογίζεται το επιτόκιο σε έτος 360 ημερών, ο καταναλωτής, ο οποίος έχει τη δικαιολογημένη προσδοκία ότι το έτος, στο οποίο αναφέρεται η περίοδος εκτοκισμού, θα είναι το ημερολογιακό έτος 365 ημερών, δεν πληροφορείται το (πραγματικό) ετήσιο επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται σύμφωνα και με τη διάταξη του όρθρου 243 παρ.3 ΑΚ. Η δανείστρια τράπεζα διασπά με τον εν λόγω όρο, εντελώς τεχνητά και κατ’ απόκλιση των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή, το χρονικό διάστημα (το έτος), στο oποίo όφειλε να αναφέρεται το επιτόκιο, δημιουργώντας έτσι μία πρόσθετη επιβάρυνση του καταναλωτή-δανειολήπτη, ο οποίος πλέον – όταν το επιτόκιο μιας ημέρας προσδιορίζεται με βάση έτος 360 ημερών – για κάθε ημέρα επιβαρύνεται με, κατά 1,3889% περισσότερο, τόκους, καθώς το επιτόκιο υποδιαιρείται για τον προσδιορισμό του τόκου προς 360 ημέρες, χωρίς αυτή, η επιπλέον επιβάρυνση να μπορεί να δικαιολογηθεί με την επίκληση κάποιου σύνθετου χαρακτήρα της παρεχόμενης υπηρεσίας ή από κάποιους εύλογους για τον καταναλωτή λόγους ή από κάποιο δικαιολογημένο ενδιαφέρον της Τράπεζας, ιδίως στη σύγχρονη εποχή, όπου τα ηλεκτρονικά μέσα προσφέρουν, χωρίς καμία πρόσθετη δυσχέρεια, τον επακριβή υπολογισμό των τόκων με έτος 365 ημερών. Άλλωστε, το έτος των 365 ημερών ισχύει και εφαρμόζεται σήμερα, κατ’ επιταγή της προαναφερόμενης κοινοτικής; οδηγίας 2008/48/Ε.Κ., που ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο με την ΚΥΑ ΖΙ-699/23-6-2010 των Υπουργών Οικονομικών -Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας – Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΦΕΚ Β/23-6-2017) στην καταναλωτική πίστη, με τη στενή έννοια, ρύθμιση που δείχνει τη σημασία που απονέμει και ο κοινοτικός νομοθέτης για τον, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ακριβή προσδιορισμό του επιτοκίου (ΑΠ 1138/2020 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 430/2005).

Ο ν. 2251/1994 περί “προστασίας των καταναλωτών” αποτελεί δε ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5-4-1993 “σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές”, στην παράγραφο 1 του άρθρου 3 της οποίας ορίζεται ότι: “ρήτρα σύμβασης που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, θεωρείται καταχρηστική, όταν παρά την απαίτηση της καλής πίστεως, δημιουργεί σε βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση”, ενώ, κατά τη διάταξη του άρθρου 8 της ίδιας οδηγίας, “τα Κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή διατηρούν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα Οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις σύμφωνες προς τη συνθήκη, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή” (ΑΠ 1087/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 828/2018 ό.π.). Για να υπάρξει, κατά το ν. 2251/1994,καταχρηστικότητα ενός Γενικού Όρου Συναλλαγής(ΓΟΣ), πρέπει αυτός να έχει ως αποτέλεσμα “την σημαντική διατάραξη των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή”. Σε περίπτωση, όμως, που ο επίμαχος όρος απηχεί διάταξη εθνικού δικαίου, αναγκαστικού ή ενδοτικού, τότε εξ ορισμού δεν νοείται διατάραξη της ισορροπίας των συμβαλλομένων ούτε καταχρηστικότητα του συμβατικού όρου. Επομένως, ένας τέτοιος όρος εξ ορισμού αποκλείεται από πεδίο εφαρμογής του ν. 2251/1994 (Ολ ΑΠ4/2019). Εξάλλου, όπως προκύπτει από τα άρθρα 847 και 851 Α.Κ., η εγγύηση αποτελεί παρεπόμενη σύμβαση κατά την οποία ο εγγυητής αναλαμβάνει απέναντι στον δανειστή την ευθύνη, ότι θα καταβληθεί η οφειλή, ήτοι ο εγγυητής ευθύνεται για την καταβολή της οφειλής του πρωτοφειλέτη. Με την εγγύηση, που φέρει παρεπόμενο χαρακτήρα σε σχέση με την κύρια οφειλή, δεν παράγεται απλώς ευθύνη άνευ οφειλής σε βάρος του εγγυητή. Ο εγγυητής ευθύνεται πλήρως, ήτοι ενέχεται όπως κάθε γνήσιος οφειλέτης έναντι του δανειστή του, με τη διαφορά ότι ο εγγυητής ενέχεται ή ευθύνεται για την οφειλή άλλου (του πρωτοφειλέτη), ήτοι για την εκπλήρωσή της. Όταν όμως καταβάλλει, εκπληρώνει μεν την παροχή του πρωτοφειλέτη, συγχρόνως, όμως, εκπληρώνει και την δική του παροχή, που ακριβώς κατευθύνεται στην επίτευξη της εκπλήρωσης της παροχής του πρωτοφειλέτη. Περαιτέρω δε, όπως προκύπτει από το άρθρο 853 Α.Κ., ο εγγυητής, εναγόμενος από τον δανειστή, μπορεί να προτείνει κατ` αυτού τις μη προσωποπαγείς ενστάσεις του πρωτοφειλέτη και αν ακόμη αυτός παραιτηθεί από αυτές μετά από την συνομολόγηση της εγγύησης (ΑΠ 1491/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1226/2015). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 847, 848, 851 και 864 του Α.Κ., προκύπτει ότι η σύμβαση της εγγύησης είναι εξασφαλιστική της βασικής σχέσης που συνδέει τον οφειλέτη και το δανειστή και συνεπώς προϋποθέτει την ύπαρξη κύριας οφειλής. Επομένως, αν η κύρια οφειλή αποσβεσθεί, με οποιοδήποτε τρόπο, καταβολή, δόση αντί καταβολής, συμψηφισμό, δημόσια κατάθεση, παραγραφή της αξιώσεως του δανειστή κατά του οφειλέτη ή κάποιο άλλο τρόπο, ελευθερώνεται και ο εγγυητής, εκτός αν η απόσβεση επήλθε από δικό του πταίσμα (ΑΠ 1491/2018 ό.π., ΑΠ 751/2017, ΑΠ 479/2016). Επίσης, η μερική απόσβεση της κύριας οφειλής άγει σε ανάλογη μείωση της ευθύνης του εγγυητή, ο οποίος, κατ’ άρθρο 851 Α.Κ., ευθύνεται για την εκάστοτε έκταση της κύριας οφειλής και ιδίως για τις συνέπειες του πταίσματος ή της υπερημερίας του πρωτοφειλέτη, και συνεπώς, σε περίπτωση μερική απόσβεσης της κύριας οφειλής ελευθερώνεται μόνο κατά το μέρος της απόσβεσης, ενώ παραμένει η ευθύνη του για το υπόλοιπο τμήμα της οφειλής (ΑΠ 1491/2018 ό.π., ΑΠ 1087/2019 ό.π.). Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 855 Α.Κ. “Ο εγγυητής έχει δικαίωμα να αρνηθεί την καταβολή της οφειλής, ωσότου ο δανειστής επιχειρήσει αναγκαστική εκτέλεση εναντίον του πρωτοφειλέτη και αυτή αποβεί άκαρπη (ένσταση δίζησης) και κατά τη διάταξη του άρθρου 857 αριθ. 1 Α.Κ. “Ο εγγυητής δεν έχει την ένσταση της δίζησης: 1. Αν παραιτήθηκε απ` αυτήν, και ιδίως αν εγγυήθηκε ως αυτοφειλέτης”. Η ύπαρξη όρου περιεχομένου σε σύμβαση πιστώσεως δι` ανοικτού λογαριασμού μεταξύ Τράπεζας και εγγυητή, κατά τον οποίο ο συμβαλλόμενος εγγυητής δηλώνει ότι παραιτείται από το ευεργέτημα (ένσταση της διζήσεως) ευθυνόμενος αλληλεγγύως και για ολόκληρο το ποσόν ως αυτοφειλέτης, απηχεί το περιεχόμενο της διατάξεως του άρθρου 857 ΑΚ, και κατά συνέπεια, δεν νοείται διατάραξη της ισορροπίας των συμβαλλομένων, ούτε καταχρηστικότητα του σχετικού όρου συμφώνως προς τα εκτεθέντα στη μείζονα πρόταση (ΑΠ 1087/2019 ό.π.). Από τις ενδοτικού δικαίου δε διατάξεις των άρθρων 851, 852 επ. του ΑΚ, προκύπτει ότι ο εγγυητής μπορεί να παραιτηθεί από τις ενστάσεις που ορίζονται στα άρθρα 852 επ. του ΑΚ. Η σχετική συμφωνία είναι έγκυρη, αφού δεν απαγορεύεται από το νόμο, στα πλαίσια της από το άρθρο 361 συμβατικής ελευθερίας, να καθιερώνεται στενότερη ή ευρύτερη ευθύνη του εγγυητή (ΑΠ 99/2020 Δημ. Ιστοσελ. ΑΠ, ΑΠ 1886/2014Δημ. Νόμος, ΑΠ 1850/2011, ΑΠ 27/2010). Η ανωτέρω παραίτηση ελέγχεται με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, για τη θεμελίωση της οποίας πρέπει να προβάλλονται σαφώς όλα τα περιστατικά που συγκροτούν την κατάχρηση δικαιώματος από το διάδικο κατά του οποίου ασκείται το δικαίωμα (ΑΠ 99/2020 ό.π.). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 862 ΑΚ, ο εγγυητής ελευθερώνεται, εφόσον από πταίσμα του δανειστή έγινε αδύνατη η ικανοποίησή του από τον οφειλέτη. Ο εγγυητής μπορεί να παραιτηθεί από το ευεργέτημα που θεσπίζει η διάταξη, αλλά μόνο για την περίπτωση κατά την οποία η ικανοποίηση του δανειστή θα καταστεί αδύνατη από ελαφρά αμέλειά του, διότι σε περίπτωση δόλου ή βαριάς αμέλειας η σχετική συμφωνία θα προσέκρουε στην απαγορευτική διάταξη του άρθρου 332 ΑΚ και θα ήταν άκυρη. Επίσης, η αγωγή ή ανακοπή από την ως άνω διάταξη πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων, που τη θεμελιώνουν και δικαιολογούν την άσκησή της και συγκεκριμένα ποια ακριβώς ήταν η οικονομική κατάσταση του πρωτοφειλέτη πριν γίνει αναξιόχρεος, δηλαδή ποια ήταν τα συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία, που διέθετε,και ποια η αξία τους, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι η έγκαιρη και ορθή συναλλακτικά συμπεριφορά του δανειστή θα είχε λογικά ως αποτέλεσμα την ικανοποίησή του (Ολ ΑΠ 6/2000, ΑΠ 1137/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1491/2018 ό.π., ΑΠ 1886/2014ό.π., ΑΠ 419/2013, ΑΠ 1230/1997). Πταίσμα του δανειστή περί την είσπραξη της απαίτησης εκδηλώνεται είτε με ενέργειες – πράξεις είτε με παραλείψεις, ένεκα των οποίων γίνεται αδύνατη η ικανοποίησή του από τον πρωτοφειλέτη. Ειδικότερα, στην εγγύηση αορίστου χρόνου θεωρείται ότι υπάρχει πταίσμα του δανειστή (και) όταν αυτός αμελεί για ικανό χρόνο να καταδιώξει τον πρωτοφειλέτη, που έπειτα γίνεται αναξιόχρεος (και αν ακόμη ο εγγυητής δεν έκαμε χρήση των δικαιωμάτων που του παρέχουν οι διατάξεις των άρθρων 867-868 Α.Κ.) ή υπαιτίως δεν αποδέχεται την εγκύρως προσφερόμενη κυρία οφειλή ή δεν αναγγέλλεται στην πτώχευση του πρωτοφειλέτη ή αμελεί τη διεξαγωγή της δίκης ή αναγκαστικής εκτέλεσης εναντίον του πρωτοφειλέτη ή παρατείνει την προθεσμία εξόφλησης, εν αγνοία του εγγυητή, καθίσταται δε μετά ταύτα αναξιόχρεος, ή αν ο δανειστής, μολονότι μπορούσε να διενεργήσει ταμειακό έλεγχο από τον οποίο ήταν δυνατόν να αποδειχθεί αύξηση της οφειλής, παρέλειψε να προβεί σ` αυτόν. Την υπαίτια αυτή συμπεριφορά του δανειστή οφείλει να επικαλεσθεί και αποδείξει ο εγγυητής, ο οποίος για την απαλλαγή του προβάλλει ισχυρισμό ελευθέρωσής του. Εφόσον δε στον Αστικό Κώδικα δεν έχει περιληφθεί ορισμός της βαρείας αμέλειας, στο δικαστήριο εναπόκειται να κρίνει, εκτιμώντας τις περιστάσεις, πότε η αμέλεια φέρει τη μορφή εκείνης της βαρείας, αξιολογική κρίση η οποία υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο, με βάση τα γενόμενα ανελέγκτως δεκτά πραγματικά περιστατικά (ΑΠ 1491/2018 ό.π., ΑΠ 1886/2014ό.π.).

Από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, που προσκομίστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ιδίως από όλα τα νομίμως προσκομιζόμενα νόμιμα με επίκληση από τους διαδίκους έγγραφα, τα οποία ελήφθησαν υπόψη, έστω και αν δεν μνημονεύονται ένα προς ένα (ΟλΑΠ 848/1981 ΝοΒ 30.441, ΟλΑΠ 8/1987 ΝοΒ 1988.75, ΑΠ 187/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1697/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 722/2004 Δημ. Νόμος, ΑΠ 152/2002 Δημ. ΤΝΠΔΣ Αθ, ΜονΕφΑθ 407/2018 Δημ. Νόμος), για κάποια από τα οποία γίνεται ιδιαίτερη σημείωση παρακάτω, χωρίς, όμως, να αγνοείται η σημασία και η σπουδαιότητα των υπολοίπων και χωρίς να παραλείπεται κανένα, κατά την εκτίμηση της ουσίας της διαφοράς (ΑΠ 211/2006 ΝοΒ 54.849, ΑΠ 1659/2005 ΔΕΕ 2006,173, ΑΠ 250/2000 ΕλλΔνη 41.980, ΜονΕφΑθ 407/2018 ό.π.), από τα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως, από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο  336  παρ.  4  ΚΠολΔ)  και  από  την  εν  γένει  αποδεικτική  διαδικασία, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 14-07-2009, μεταξύ της καθ’ ης η ανακοπή και του πρώτου των ανακοπτόντων καταρτίστηκε η υπ’ αριθμ. ………… σύμβαση δανείου, δυνάμει της οποίας η πρώτη χορήγησε στο δεύτερο έντοκο δάνειο ύψους 159.300 ευρώ, για την αγορά κατοικίας πέραν της πρώτης (Α), σύμφωνα με τους ειδικότερους διαλαμβανόμενους στην ως άνω σύμβαση όρους. Την εκπλήρωση της σύμβασης αυτής και την εμπρόθεσμη και ολοσχερή εξόφληση κάθε χρεωστικού της υπολοίπου εγγυήθηκε η δεύτερη ανακόπτουσα, η οποία και την υπέγραψε ως εγγυήτρια, ευθυνόμενη εις ολόκληρον με τον δανειολήπτη ως πρωτοφειλέτρια και παραιτούμενη ρητώς από την προβλεπόμενη στο άρθρο 855 ΑΚ ένσταση διζήσεως. Ειδικότερα, με τον όρο 14 της σύμβασης αυτής συμφωνήθηκε ότι το ένδικο δάνειο θα εξοφληθεί εντόκως σε 420 μηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις, ενώ με τον όρο 8 αυτής συμφωνήθηκε ότι σε περίπτωση καθυστέρησης εξόφλησης οποιοσδήποτε οφειλής του δανείου, ο δανειολήπτης θα χρεώνεται αυτοδικαίως από την πρώτη ημέρα καθυστέρησης και χωρίς όχληση, με τόκους υπερημερίας επί των καθυστερούμενων ποσών, υπολογιζόμενους με επιτόκιο ίσο με το συμβατικό, προσαυξημένο κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες. Επιπλέον, με τον ίδιο ως άνω όρο συμφωνήθηκε ότι σε περίπτωση μη ολοσχερούς εξόφλησης τριών συνεχόμενων μηνιαίων δόσεων, η καθ’ ης θα δικαιούται να καταγγείλει τη σύμβαση, να καταστήσει απαιτητό και το μη ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο του δανείου και να χρεώνει κι αυτό με τόκους υπερημερίας και ανατοκισμού. Από τον τελευταίο ως άνω συμβατικό όρο συνάγεται σαφώς και χωρίς ανάγκη προσφυγής στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ, ότι σε περίπτωση καθυστέρησης τριών συνεχόμενων μηνιαίων δόσεων, ο οφειλέτης δεν καθίσταται αυτομάτως υπερήμερος ως προς την καταβολή ολόκληρου του ποσού του δανείου, αλλά αντίθετα η καθ’ ης διατηρεί το δικαίωμα να καταγγείλει τη μεταξύ τους σύμβαση, δηλαδή να του ανακοινώσει τη βούλησή της για τη λύση αυτής, ώστε να καταστήσει έτσι απαιτητό και το μη ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο του δανείου. Ο πρώτος ανακόπτων εισέπραξε το ποσό του ένδικου δανείου, όπως τούτο δεν αμφισβητείται ειδικώς από τον τελευταίο, πλην, όμως, δεν ήταν απολύτως συνεπής με τους όρους εξόφλησής του. Για το λόγο αυτό, τον Ιούνιο του 2012, κατήρτισε με την καθ’ ης την από 13-06-2012 πρόσθετη πράξη, με την οποία, αφού αναγνώρισε τη συνολική έως τότε ενήμερη και ληξιπρόθεσμη οφειλή του εκ της ένδικης σύμβασης, ύψους 154.790,55 ευρώ, ανέλαβε την υποχρέωση να την εξοφλήσει σε 540 μηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις, της πρώτης καταβλητέας την 13-07-2012 και των λοιπών καταβλητέων την ίδια ημερομηνία κάθε επόμενου μηνός. Με την παραπάνω πρόσθετη πράξη, την οποία συνυπέγραψε και η δεύτερη ανακόπτουσα ως εγγυήτρια, τα μέρη συμφώνησαν εκ νέου ότι σε περίπτωσηκαθυστέρησης εξόφλησης τριών συνεχόμενων δόσεων εκ μέρους του δανειολήπτη, η καθ’ ης θα διατηρεί το δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση, ενώ διευκρίνισαν περαιτέρω ότι στην περίπτωση αυτή, δηλαδή στην περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης, ο δανειολήπτης θα χρεώνεται αυτοδίκαια και χωρίς άλλη ειδοποίηση με τόκους υπερημερίας (βλ κεφάλαιο με τίτλο «Τόκος υπερημερίας – Ανατοκισμός – Καταγγελία», σελ 3-4 της από 13-06-2012 πρόσθετης πράξης). Μετά την υπογραφή της ως άνω πρόσθετης πράξης και έως το Μάιο του 2014, ο πρώτος ανακόπτων κατέβαλλε εν όλω ή εν μέρει τις οφειλόμενες εκ μέρους του δόσεις. Ωστόσο, από τον Ιούνιο του 2014, ο τελευταίος έπαψε να εξυπηρετεί το ένδικο δάνειο, καθώς έκτοτε ουδέν ποσό κατέβαλε έναντι των οφειλών του. Ενόψει τούτου και δεδομένου ότι έως και την 1-10-2014, είχε καθυστερήσει την εξόφληση τεσσάρων συνεχόμενων δόσεων (ήτοι αυτών του Ιουνίου, Ιουλίου, Αυγούστου και Σεπτεμβρίου 2014), η καθ’ ης, ως είχε δικαίωμα εκ του άρθρου 8 της ένδικης σύμβασης, κατήγγειλε αυτή, με σχετική εξώδικη δήλωσή της, που κοινοποιήθηκε στους ανακόπτοντες την 15-10-2014 (βλ. υπ’ αριθμ. …….. και …./15-10-2014 εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, ……………) και αφού κατέστησε έτσι απαιτητό και το μη ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο του ένδικου δανείου, τους κάλεσε να της καταβάλουν τη συνολική οφειλή τους εξ αυτού, η οποία την 1-10-2014 ανερχόταν στο ποσό των 160.354,07 ευρώ (βλ. σχετ. το προσκομιζόμενο νόμιμα με επίκληση από την καθ’ ης η ανακοπή αντίγραφο του λογαριασμού που τηρήθηκε προς εξυπηρέτηση του ένδικου δανείου από την αναγνώριση του υπολοίπου του την 13-06-2012 και έως την 1-10-2014). Οι ανακόπτοντες, ωστόσο, δε συμμορφώθηκαν με την ως άνω πρόσκληση της καθ’ ης και για το λόγο αυτό η τελευταία, με σχετική αίτησή της ενώπιον του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζήτησε και πέτυχε την έκδοση της προσβαλλόμενης υπ’ αριθμ. ……./2014 διαταγής πληρωμής, με την οποία οι ανακόπτοντες υποχρεώθηκαν να της καταβάλουν εις ολόκληρον, ο μεν πρώτος ως δανειολήπτης και η δεύτερη ως εγγυήτρια, το ως άνω ποσό των 160.354,07 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την 9-10-2014. Πλην όμως, όπως ήδη προεκτέθηκε, η επιδικασθείσα ως άνω απαίτηση της καθ’ ης η ανακοπή κατέστη το πρώτον ληξιπρόθεσμη στο σύνολό της, με την καταγγελία της ένδικης σύμβασης, η οποία ως μονομερής απευθυντέα δικαιοπραξία ανέπτυξε τη νομική της ενέργεια, την 15-10-2014, με την περιέλευσή της στους ανακόπτοντες (άρθρο 167 ΑΚ). Ενόψει τούτου, οι ανακόπτοντες κατέστησαν το πρώτον υπερήμεροι ως προς την καταβολή της, μόλις από την επομένη ημέρα, ήτοι από την 16-10­-2014 και, επομένως, μη νόμιμα υποχρεώθηκαν με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής να καταβάλουν τόκους υπερημερίας επ’ αυτής, από την 9-10-2014.Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά έγιναν δεκτά με την εκκαλουμένη, καθ’ ο μέρος αυτή δεν εκκαλείται και δη ως προς τον πρώτο λόγο ανακοπής, με τον οποίο, κατ’ ορθή εκτίμηση, αμφισβητήθηκε από τους ανακόπτοντες η ημερομηνία έναρξης της τοκοφορίας της ένδικης απαίτησης της καθ’ ης η ανακοπή από την 9-10-2014, καθώς κατ’ αποδοχή του λόγου αυτού, ως αρκούντως ορισμένου και νομίμου, στηριζομένου στις διατάξεις των άρθρων 167, 340, 345, 808 ΑΚ, 623, 630 του ΚΠολΔ και ουσία βασίμου, ακυρώθηκε με την εκκαλουμένη εν μέρει η προσβαλλόμενη με αριθμ. ……/2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά το μέρος, που οι ανακόπτοντες υποχρεώνονται να καταβάλουν εις ολόκληρον στην καθ’ ης η ανακοπή, τόκους υπερημερίας επί του επιδικασθέντος κεφαλαίου ύψους εκατόν εξήντα χιλιάδων τριακοσίων πενήντα τεσσάρων ευρώ και επτά λεπτών (160.354,07 €), για το χρονικό διάστημα από 9-10-2014 έως και 15-10-2014, διότι η καταγγελία της ένδικης σύμβασης, από την οποία αυτή προέρχεται, τους επιδόθηκε την 15-10-2014 και, επομένως, οι ίδιοι κατέστησαν το πρώτον υπερήμεροι, ως προς την καταβολή της, μόλις την επομένη ημέρα, ήτοι την 16-10-2014. Περαιτέρω, οι ανακόπτοντες, με το δεύτερο λόγο της ανακοπής τους, ο οποίος επαναφέρεται παραδεκτά, με το πρώτο σκέλος του λόγου έφεσης, ισχυρίζονται, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι με ρητό όρο της ένδικης σύμβασης συμφωνήθηκε η μετακύλιση της εισφοράς του Ν. 128/1975 στο δανειολήπτη, πρώτο ανακόπτοντα. Ότι η συμφωνία αυτή, ως σύμβαση ελευθερώσεως του άρθρου 478 του ΑΚ, ήταν άκυρη, λόγω μη αναφοράς σε αυτήν της αιτίας της. Ότι, βάσει της συμφωνίας αυτής, η καθ’ ης, καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης, χρέωνε το λογαριασμό του ένδικου δανείου με τα εκάστοτε ποσά της εισφοράς του Ν. 128/1975, τα οποία στη συνέχεια κεφαλαιοποιούσε και ανατόκιζε παρανόμως. Ότι, συνεπεία τούτου, στην ένδικη απαίτησή της περιλαμβάνονται και ποσά, που προέρχονται από την παράνομη μετακύλιση και τον παράνομο ανατοκισμό της εισφοράς του Ν. 128/1975, με αποτέλεσμα να καθίσταται η απαίτηση της καθ’ ης η ανακοπή ανεκκαθάριστη στο σύνολό της και ότι για το λόγο αυτό η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής θα πρέπει να ακυρωθεί στο σύνολό της, άλλως θα πρέπει να διαταχθεί η διενέργεια λογιστικής πραγματογνωμοσύνης ώστε, αφού υπολογιστούν τα παρανόμως υπολογισθέντα ποσά της εισφοράς του Ν. 128/1975 και των ανατοκισμών αυτής, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής μόνον ως προς τα ποσά αυτά. Με το ως άνω περιεχόμενο, ο παραπάνω λόγος ανακοπής, τυγχάνει απορριπτέος πρωτίστως ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, όπως ορθώς κρίθηκε με την εκκαλουμένη, διότι οι ανακόπτοντες αμφισβητούν γενικά το ύψος και την ορθότητα του υπολογισμού της απαίτησης της καθ’ ης η ανακοπή, χωρίς να προσβάλλουν συγκεκριμένο κονδύλιο του λογαριασμού και χωρίς να προσδιορίζουν είτε τα συγκεκριμένα ποσά, με τα οποία επιβαρύνθηκε από τον, παράνομο, κατά την άποψή τους, ανατοκισμό της εισφοράς του ν. 128/1975, ώστε με τον υπολογισμό και τη συνάθροιση των επιμέρους κονδυλίων να προκύπτει το συνολικό υπερβάλλον ποσό και να κριθεί η βασιμότητα του εν λόγω ισχυρισμού τους, είτε το νόμιμο ύψος της οφειλής τους, όπως αυτό θα ήταν αν δεν είχε λάβει χώρα ο εν λόγω ανατοκισμός, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο λογιστικός έλεγχος του νομίμου ύψους του επιδικασθέντος με τη διαταγή πληρωμής ποσού και η ακύρωση, σε περίπτωση, που ο λόγος ήθελε κριθεί ουσιαστικά βάσιμος, της διαταγής πληρωμής, κατά το αντίστοιχο μέρος, αφού, ακόμη και σε περίπτωση ενσωματώσεως στο κεφάλαιο της απαιτήσεως παρανόμων ανατοκισμών δε θίγεται η βεβαιότητα της απαιτήσεως, ούτε καθίσταται ανεκκαθάριστη αυτή, αλλά συνεπάγεται ακυρότητα αντιστοίχου ποσού της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, χωρίς να πλήττεται αυτή στο σύνολό της (ΑΠ 669/2020 ό.π., ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 161/2020 Δημ. Ιστοσελ. ΑΠ, ΑΠ 99/2020 Δημ. Ιστοσελ. ΑΠ, ΑΠ 1060/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 368/2019ό.π., ΑΠ 999/2019 ό.π.,ΑΠ 332/2019 ό.π.). Δηλαδή, αν η ευδοκίμηση του σχετικού λόγου της ανακοπής (ενστάσεως) επάγεται μερική μόνο κατάλυση της οφειλής, ανάλογο θα είναι και το αποτέλεσμα ως προς την ανακοπείσα διαταγή πληρωμής, δηλαδή μερική θα είναι και η ακύρωση της τελευταίας (ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π.). Στους υπολογισμούς δε αυτούς, θα μπορούσαν οι ανακόπτοντες να προέλθουν διά σχετικών μαθηματικών πράξεων, αφού είναι γνωστό το επιτόκιο της σύμβασης, το τοκοφόρο κεφάλαιο, ο χρόνος τοκοφορίας, καθώς και το ποσό που αντιστοιχεί στην εισφορά του Ν. 128/1975, παρισταμένου προσχηματικού του ισχυρισμού τους ότι απαιτούνται εξειδικευμένες προς τούτο γνώσεις, προκειμένου θεωρηθεί η συνολική, εκ της ενδίκου αιτίας, οφειλή τους ως ανεκκαθάριστη, εκ της συμπεριλήψεως σε αυτή των εκ της προαναφερομένης αιτίας υπερβαλλόντων – παρανόμων, κατ` αυτούς, τόκων, δικαιολογούσα την ολική ακύρωση της ενδίκου διαταγής πληρωμής, στην οποία και αποβλέπουν (βλ. σχετ. ΕφΠατρ 22/2021 Δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 473/2017Δημ. Νόμος). Το πρωτοβάθμιο δε Δικαστήριο, απορρίπτοντας το σχετικό λόγο της ανακοπής ως αόριστο, δεν είχε υποχρέωση να τον ερευνήσει ως προς τη νομική του βασιμότητα (ΑΠ 332/2019 ό.π.). Θα πρέπει δε να σημειωθεί ότι ο ίδιος λόγος ανακοπής, κατά το πρώτο σκέλος του, τυγχάνει, σε κάθε περίπτωση, απορριπτέος και ως μη νόμιμος, διότι, σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη της παρούσας, από το ν. 128/1975 δεν απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς, που θεσπίζεται με το νόμο αυτό, καθόσον στη συγκεκριμένη περίπτωση τηρήθηκε για τη μετακύλιση αυτή και η αρχή της διαφάνειας, αφού στην ανακοπή ρητά αναγράφεται ότι υπήρχε όρος στη σύμβαση περί προσαύξησης του επιτοκίου με την εισφορά του ν. 128/1975. Η μετακύλιση της εισφοράς στους ανακόπτοντες επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας, εντασσόμενη στα πλαίσια του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων, καθώς προσαυξάνει το ποσοστό τους, λογίζεται, κατά το άρθρο 293 παρ. 1 εδ. α` ΑΚ, ως τόκος και, συνεπώς, νομίμως ανατοκίζεται και κεφαλαιοποιείται μετά των λοιπών καθυστερούμενων τόκων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12 του ν. 2601/1998, αφού αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου (ΑΠ 669/2020 ό.π., ΑΠ 999/2019 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 332/2019 ό.π.). Επομένως, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του ν. 128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου συμβάσεως πιστώσεως, με έμμεσο αποτέλεσμα τη συμβατική μετακύλιση της εισφοράς αυτής στον πιστούχο, είναι νόμιμη, διότι δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ` άρθρο 174 του ΑΚ, ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελευθέρου καθορισμού των τραπεζικών επιτοκίων, δεν αποτελεί δε σύμβαση ελευθερώσεως, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι ανακόπτοντες και ορθώς κρίθηκε με την εκκαλουμένη με επάλληλη αιτιολογία. ΄Αλλωστε, αλυσιτελώς προσβάλλεται με το πρώτο σκέλος του ως άνω λόγου της εφέσεως, η επάλληλη αιτιολογία της προσβαλλόμενης, με την οποία απορρίφθηκε ως νόμω αβάσιμος ο παραπάνω λόγος της ανακοπής, κατά το πρώτο του σκέλος, αν ήθελε γίνει δεκτό ότι, με την επίκληση των διαλαμβανόμενων στο εφετήριο ισχυρισμών, προβάλλεται η πλημμέλεια για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, εφόσον, κατά τα προεκτεθέντα, δεν τελεσφόρησε η προσβολή της κύριας αιτιολογίας της προσβαλλόμενης, η οποία στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της (ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 99/2020 Δημ. Ιστοσελ. ΑΠ, ΑΠ 61/2020 Δημ. Ιστοσελ. ΑΠ). Εξάλλου, ο ισχυρισμός περί εσφαλμένης απόρριψης με την εκκαλουμένη του επικουρικώς προβαλλομένου αιτήματος των ανακοπτόντων περί διενέργειας λογιστικής πραγματογνωμοσύνης, ανεξάρτητα του απαραδέκτου, που απορρέει από το ότι το δικαστήριο δεν υπεισήλθε στην έρευνα της ουσίας της διαφοράς αλλά απέρριψε το λόγο αυτό ανακοπής πρωτίστως ως αόριστο, αλλά και ως μη νόμιμο, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος νομικά, αφού οι εκκαλούντες δεν επικαλούνται ότι υπάρχει παραδοχή της προσβαλλόμενης αποφάσεως περί υπάρξεως ζητημάτων για την αντίληψη των οποίων απαιτούνται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης και τέχνης, οπότε και μόνο το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να διατάξει την αιτηθείσα πραγματογνωμοσύνη (βλ. σχετ. ΑΠ 1419/2019Δημ. Νόμος), ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ορθώς απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη ως αβάσιμο το αίτημα αυτό, διότι, όπως συνάγεται κι από τις διατάξεις των άρθρων 106, 338 παρ. 1, 216 και 262 ΚΠολΔ, το Δικαστήριο τάσσει αποδείξεις για να διαπιστώσει την αλήθεια προβαλλόμενων με πληρότητα ισχυρισμών και όχι για να συμπληρώσει αυτούς, ήτοι για να καταστήσει ένα αόριστο δικόγραφο αγωγής ή ανακοπής ορισμένο και παραδεκτό, καθώς τα ανωτέρω αποτελούν αποκλειστική υποχρέωση και δικονομικό βάρος του διαδίκου, ο οποίος τα επικαλείται. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απορρίπτοντας για τους ίδιους ως άνω λόγους το δεύτερο λόγο ανακοπής, ως αόριστο και ως προς τα δύο σκέλη του, αλλά και ως μη νόμιμο, ως προς το πρώτο σκέλος του, καθώς και το αίτημα των ανακοπτόντων, περί διεξαγωγής λογιστικής πραγματογνωμοσύνης, δεν υπέπεσε σε σφάλμα και δεν παραβίασε ευθέως τις ως άνω διατάξεις, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε χωρίς να αρκεστεί σε λιγότερα στοιχεία ως προς αυτές, από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, ούτε απαίτησε περισσότερα στοιχεία, αλλά ούτε και προσέδωσε σ’ αυτές έννοια διαφορετική από την αληθινή, αναφορικά με τα ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ζητήματα, απορριπτομένου ως αβασίμου του λόγου έφεσης, κατά το πρώτο σκέλος του. Σημειώνεται ότι ο λόγος έφεσης, εφόσον ήθελε εκτιμηθεί ότι προβάλλεται πλημμέλεια για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ως προς τον ως άνω δεύτερο λόγο ανακοπής, είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, διότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση δεν προέβη σε έρευνα των πραγματικών περιστατικών και δεν εισήλθε στην ουσία της διαφοράς, ούτε διατύπωσε αποδεικτικό πόρισμα ως προς το λόγο αυτό ανακοπής, αλλά απέρριψε τον προαναφερόμενο λόγο της ανακοπής ως αόριστο και με επάλληλη αιτιολογία, κατά τ’ ανωτέρω, και ως μη νόμιμο (Ολ ΑΠ 3/1997, ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 99/2020 Δημ. Ιστοσελ. ΑΠ, ΑΠ 999/2019 ό.π.). Περαιτέρω, με τον τρίτο λόγο της ανακοπής τους, ο οποίος επαναφέρεται παραδεκτά, κατ’ ορθή εκτίμηση, με το δεύτερο σκέλος του λόγου έφεσης, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι με ρητό όρο της ένδικης σύμβασης συμφωνήθηκε ο υπολογισμός των εκάστοτε τόκων του δανείου με βάση έτος 360 αντί 365 ημερών. Ότι ο όρος αυτός είναι αντίθετος με τις διατάξεις του Ν. 2251/1994 και, συνεπώς, άκυρος ως καταχρηστικός, διότι παραβιάζει την αρχή της διαφάνειας, δημιουργώντας παράλληλα μια πρόσθετη επιβάρυνση στον καταναλωτή, ανερχόμενη σε ποσοστό 1,3889% ανά ημέρα. Ότι η καθ’ ης, καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης, υπολόγιζε τους τόκους του δανείου τους βάσει του παραπάνω καταχρηστικού όρου και ότι, συνεπεία τούτου, η ένδικη απαίτησή της περιλαμβάνει και ποσά, που αντιστοιχούν σε παράνομους και μη οφειλόμενους εκ μέρους τους τόκους. Με βάση τα παραπάνω, οι ανακόπτοντες ζητούσαν να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής στο σύνολό της, άλλως να διαταχθεί η διενέργεια λογιστικής πραγματογνωμοσύνης ώστε, αφού υπολογιστούν τα ως παρανόμως επιβληθέντα ποσά τόκων, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής μόνον ως προς αυτά. Ο παραπάνω λόγος ανακοπής, που δεν έχει αρνητικό απλώς χαρακτήρα, αλλά χαρακτήρα ένστασης, τυγχάνει απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, όπως ορθώς κρίθηκε με την εκκαλουμένη, διότι οι ανακόπτοντες, επικαλούμενοι ότι η δανειακή σύμβαση πάσχει ως προς ένα Γενικό Όρο Συναλλαγών (ΓΟΣ) από ακυρότητα, λόγω καταχρηστικότητας, και εν προκειμένω, του συμβατικού όρου, με τον οποίο συμφωνήθηκε ο υπολογισμός των τόκων, βάσει έτους 360 ημερών,αμφισβητούν γενικά το ύψος της απαίτησης της καθ’ ης και την ορθότητα του υπολογισμού των τόκων, που περιλαμβάνονται σε αυτήν, χωρίς να προσδιορίζουν είτε συγκεκριμένο κονδύλιο ή κονδύλια, με τα οποία επιβαρύνθηκε για την πιο πάνω αιτία η οφειλή τους με παράνομους τόκους, ώστε να κριθεί η βασιμότητα του εν λόγω ισχυρισμού τους, είτε το ποσό, κατά το οποίο είναι ακυρωτέα η διαταγή πληρωμής, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο λογιστικός έλεγχος του νομίμου ύψους του επιδικασθέντος με τη διαταγή πληρωμής ποσού και η ακύρωση, σε περίπτωση, που ο λόγος ήθελε κριθεί ουσιαστικά βάσιμος, της διαταγής πληρωμής, κατά το αντίστοιχο μέρος, αφού δε θίγεται η βεβαιότητα της απαιτήσεως, ούτε καθίσταται ανεκκαθάριστη αυτή, αλλά συνεπάγεται ακυρότητα αντιστοίχου ποσού της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, χωρίς να πλήττεται αυτή στο σύνολό της (βλ. σχετ. ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 1060/2019 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό..π., ΑΠ 999/2019 ό.π.). Σημειώνεται ότιη παρ.1 περ. στ’ της Υ.Α. υπ’ αρ. Ζ1-798/25.6.2008 του Υπουργού Ανάπτυξης (ΦΕΚ 1353 Β/11.7.2008), όπου ορίζεται, κατά τα αναφερόμενα ανωτέρω, ότι απαγορεύεται η αναγραφή σε δανειακές συμβάσεις όρου, που προβλέπει υπολογισμό των τόκων με βάση έτος 360 ημερών αντί του ημερολογιακού έτους, αφορά συμβάσεις στεγαστικών δανείων (βλ. ΑΠ 1138/2020 ό.π.). Η ακυρότητα δε ενός ή περισσοτέρων Γενικών Όρων Συναλλαγών (ΓΟΣ) της σύμβασης, λόγω καταχρηστικότητας, και η τυχόν ευδοκίμηση, εν όλω η εν μέρει, του λόγου της ανακοπής, ο οποίος στηρίζεται στην προαναφερόμενη ένσταση, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, επιφέρει μερική ακύρωση της διαταγής πληρωμής, μόνο κατά το μέρος, που η ακυρότητα του Γενικού Όρου Συναλλαγών (ΓΟΣ) μειώνει το τελικό ποσό της οφειλής (βλ. ΑΠ 1138/2020 ό.π., ΑΠ 196/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1060/2019 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 105/2019 ό.π.) και δεν καθιστά την απαίτηση ανεκκαθάριστη, όπως εσφαλμένως επικαλούνται οι ανακόπτοντες (ΑΠ 387/2020 ό.π.), δεδομένου ότι, κατά την αληθή έννοια της διατάξεως του άρθρου 633 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αν ο λόγος της ανακοπής είναι βάσιμος κατά ένα μέρος ή αν με αυτόν βάλλεται βασίμως μερικότερο κονδύλιο της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, αυτή δεν είναι άκυρη στο σύνολό της, αφού δεν συντρέχει νόμιμος λόγος για την ολική ακύρωσή της, αλλά μόνον κατά το μέρος κατά το οποίο ευδοκιμεί η ανακοπή και κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η οφειλή του ανακόπτοντος (ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 368/2019ό.π., ΑΠ 333/2019, ΑΠ 1349/2013). Δηλαδή, αν η ευδοκίμηση του σχετικού λόγου της ανακοπής (ενστάσεως) επάγεται μερική μόνο κατάλυση της οφειλής, ανάλογο θα είναι και το αποτέλεσμα ως προς την ανακοπείσα διαταγή πληρωμής, δηλαδή μερική θα είναι και η ακύρωση της τελευταίας (ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π.). Εξάλλου, ο ίδιος λόγος της εφέσεως, κατά το μέρος, που με αυτόν πλήττεται η επάλληλη αιτιολογία της προσβαλλόμενης, με την οποία απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμος ο παραπάνω λόγος της ανακοπής, είναι απαράδεκτος ως αλυσιτελής, εφόσον, κατά τα προεκτεθέντα, δεν τελεσφόρησε η προσβολή της κύριας αιτιολογίας της προσβαλλόμενης, η οποία στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της (ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 99/2020 ό.π., ΑΠ 61/2020 ό.π.). Ο παραπάνω λόγος ανακοπής, τυγχάνει, σε κάθε περίπτωση, απορριπτέος και ως αβάσιμος κατ’ ουσία, όπως ορθώς κρίθηκε με την εκκαλουμένη με επάλληλη αιτιολογία. Ειδικότερα, από την επισκόπηση τόσο της ένδικης υπ’ αριθμ. ………./14-07-2009 ένδικης σύμβασης, όσο και της από 13-06-2012 πρόσθετης αυτής πράξης, προκύπτει ότι για τον υπολογισμό των τόκων, συμφωνήθηκε ότι το έτος θα κατανέμεται σε 12 ίσους μήνες, όπου ένας ίσος μήνας θεωρείται ότι έχει 30,4166 ημέρες (βλ. όρο 14 της ένδικης σύμβασης και κεφάλαιο «Διάρκεια και Εξόφληση» σελ. 5 της πρόσθετης πράξης), ήτοι συμφωνήθηκε ότι οι τόκοι θα υπολογίζονται βάσει έτους (12 x30,4166=364,9992) 365 και όχι 360 ημερών, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι ανακόπτοντες. ΄Αλλωστε, ο ισχυρισμός περί εσφαλμένης απόρριψης με την εκκαλουμένη του επικουρικώς προβαλλομένου αιτήματος των ανακοπτόντων περί διενέργειας λογιστικής πραγματογνωμοσύνης, ανεξάρτητα του απαραδέκτου, που απορρέει από το ότι το δικαστήριο δεν υπεισήλθε στην έρευνα της ουσίας της διαφοράς ως προς την κύρια αιτιολογία του, αλλά απέρριψε το λόγο αυτό ανακοπής πρωτίστως ως αόριστο, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος νομικά, αφού οι εκκαλούντες δεν επικαλούνται ότι υπάρχει παραδοχή της προσβαλλόμενης αποφάσεως περί υπάρξεως ζητημάτων για την αντίληψη των οποίων απαιτούνται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης και τέχνης, οπότε και μόνο το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να διατάξει την αιτηθείσα πραγματογνωμοσύνη (βλ. σχετ. ΑΠ 1419/2019ό.π.), ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ορθώς απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη ως αβάσιμο το αίτημα αυτό, διότι, όπως συνάγεται κι από τις διατάξεις των άρθρων 106, 338 παρ. 1, 216 και 262 ΚΠολΔ, το Δικαστήριο τάσσει αποδείξεις για να διαπιστώσει την αλήθεια προβαλλόμενων με πληρότητα ισχυρισμών και όχι για να συμπληρώσει αυτούς, ήτοι για να καταστήσει ένα αόριστο δικόγραφο αγωγής ή ανακοπής ορισμένο και παραδεκτό, καθώς τα ανωτέρω αποτελούν αποκλειστική υποχρέωση και δικονομικό βάρος του διαδίκου, ο οποίος τα επικαλείται. ΄Αλλωστε, το εκκαθαρισμένο της απαίτησης μιας διαταγής πρέπει να προκύπτει αποκλειστικά και μόνο από το περιεχόμενο της διαταγής πληρωμής, επιτρεπόμενης της συμπλήρωσης και από έγγραφα, με βάση τα οποία εκδόθηκε η τελευταία και βρίσκονται στο σχετικό φάκελο. Οποιαδήποτε άλλη συμπλήρωση από προσκόμιση εγγράφων εκτός φακέλου, ήτοι εγγράφων, που δεν χρησιμοποιήθηκαν από τον αιτούντα για την έκδοση της διαταγής πληρωμής, δεν επιτρέπεται (πρβλ. ΕΘ 1318/2020 Δημ. Νόμος). Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απορρίπτοντας για τους ίδιους ως άνω λόγους τον τρίτο λόγο ανακοπής, προεχόντως ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας, σε κάθε δε περίπτωση ως αβάσιμο κατ’ ουσίαν, καθώς, επίσης, απορρίπτοντας σιωπηρώς και το αίτημα των ανακοπτόντων, περί διεξαγωγής λογιστικής πραγματογνωμοσύνης, δεν υπέπεσε σε σφάλμα και δεν παραβίασε ευθέως τις ως άνω διατάξεις, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε χωρίς να αρκεστεί σε λιγότερα στοιχεία ως προς αυτές, από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, ούτε απαίτησε περισσότερα στοιχεία, αλλά ούτε και προσέδωσε σ’ αυτές έννοια διαφορετική από την αληθινή, αναφορικά με τα ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ζητήματα και ορθά, εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένου ως αβασίμου του λόγου έφεσης, κατά το δεύτερο σκέλος του. Τέλος, οι ανακόπτοντες, κατ’ ορθή εκτίμηση του τέταρτου και τελευταίου λόγου της ανακοπής τους, ο οποίος επαναφέρεται παραδεκτά, με το τρίτο σκέλος του λόγου έφεσης, ισχυρίζονται ότι ο όρος της ένδικης σύμβασης περί παραιτήσεως της συμβαλλομένης εγγυήτριας, δεύτερης ανακόπτουσας από την ένσταση διζήσεως και τα λοιπά ευεργετήματα των άρθρων 852 έως 858 και 862 έως 868 του ΑΚ, είναι άκυρος ως καταχρηστικός και η αναγραφή του σε συμβάσεις στεγαστικών δανείων, όπως και η ένδικη, έχει ήδη απαγορευτεί δυνάμει της υπ’ αριθμ. Ζ1 798/2008 υπουργικής απόφασης. Ότι, ενόψει τούτου, η ένδικη σύμβαση καθίσταται άκυρη στο σύνολό της, αφού η καθ’ ης δε θα προέβαινε στη σύναψη της χωρίς τον ως άνω άκυρο όρο και ότι, συνεπεία τούτου, ακυρωτέα τυγχάνει και η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, η οποία εκδόθηκε βάσει της ως άνω άκυρης σύμβασης. Ο παραπάνω λόγος ανακοπής, ως προς τον πρώτο ανακόπτοντα, ο οποίος συνεβλήθη στην ένδικη σύμβαση ως δανειολήπτης και όχι ως εγγυητής, ορθώς απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη, ως απαράδεκτος, ελλείψει εννόμου συμφέροντος. Ως προς τη δεύτερη δε ανακόπτουσα, εγγυήτρια της ένδικης οφειλής, παραδεκτώς μεν προβάλλεται από αυτήν, πλην, όμως, κατά το μέρος, που βάλλει κατά του κύρους του συμβατικού όρου, που προβλέπει την παραίτηση αυτής από την ένσταση διζήσεως, είναι μη νόμιμος και, συνεπώς, απορριπτέος, διότι, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η συμφωνία περί παραιτήσεως του εγγυητή από την εν λόγω ένσταση δεν απαγορεύεται εκ του νόμου,στα πλαίσια της από το άρθρο 361 Α.Κ. συμβατικής ελευθερίας, δεν νοείται διατάραξη τηςισορροπίας των συμβαλλομένων,ούτε και είναι αδιαφανής ή καταχρηστική (βλ. σχετ. ΑΠ 1137/2019 ό.π., ΑΠ 1087/2019 ό.π., ΑΠ 1886/2014 ό.π., ΜονΕφΠειρ 200/2021 Δημ. Ιστοσελ.ΕφΠειρ). Εξάλλου, ο λόγος έφεσης, κατά το τρίτο σκέλος του, τυγχάνει απαράδεκτος, εφ` όσον υπό το αναφερόμενο στο εφετήριο περιεχόμενό του, ο όρος περί παραιτήσεως του εγγυητή από την ένσταση διζήσεως εντάσσεται στους δηλωτικούς όρους της επίδικης συμβάσεως, δεδομένου ότι ταυτίζεται, δηλαδή, ή απηχεί κατά περιεχόμενο τη διάταξη του άρθρου 857 ΑΚ, χωρίς να εισάγει απόκλιση από αυτήν και χωρίς να τη συμπληρώνει με επιπλέον ρυθμίσεις, ώστε δεν αποτελεί αυτός αντικείμενο δικαστικού ελέγχου, σύμφωνα και προς τη ρητή επιταγή της Οδηγίας 93/13 (βλ. 13η σκέψη του Προοιμίου και το άρθρο 1 παρ. 2 της Οδηγίας), κατά την οποία αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της οι συμβατικές ρήτρες, που απηχούν τις ενδοτικού δικαίου διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας, χωρίς να τροποποιούν το περιεχόμενο τους ή το πεδίο εφαρμογής τους (βλ. σχετ. ΑΠ 1087/2019 ό.π.).Περαιτέρω, ο ίδιος λόγος ανακοπής, κατά το σκέλος, που βάλλει κατά του κύρους του συμβατικού όρου, που προβλέπει την παραίτηση της δεύτερης ανακόπτουσας από τις ενστάσεις και τα ευεργετήματα των άρθρων 852, 853, 858 και 862-­868 του ΑΚ και επιχειρείται να θεμελιωθεί στις διατάξεις της ΥΑ Ζ1-798/2008 και των άρθρων 2 παρ. 6 Ν. 2251/1994 και 281 ΑΚ, τυγχάνει απορριπτέος ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος, διότι ακόμη κι αν ο όρος αυτός ήθελε κριθεί άκυρος, τούτο δε θα μπορούσε στην προκειμένη περίπτωση να οδηγήσει και στην ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, εφόσον η δεύτερη ανακόπτουσα δεν επικαλείται με την υπό κρίση ανακοπή ότι συντρέχουν, εν προκειμένω, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, πληρούντα τις προϋποθέσεις θεμελιώσεως έναντι της δανείστριας τράπεζας ορισμένου εκ των ευεργετημάτων αυτής ως εγγυήτριας της πηγάζουσας εκ της ενδίκου συμβάσεως οφειλής της πιστούχου προς την πιστοδότρια καθ’ ης η ανακοπή, κατ’ εφαρμογή κάποιας εκ των διατάξεων των ως άνω άρθρων 852, 853, 858 και 862-868 ΑΚ, από τα οποία ακύρως παραιτήθηκε. Σημειώνεται ότι, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, από τις ενδοτικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 851, 852 επ. του ΑΚ, προκύπτει ότι, ο εγγυητής μπορεί να παραιτηθεί από τις ενστάσεις, που ορίζονται στα άρθρα 852 επ. του ΑΚ. Η σχετική συμφωνία είναι έγκυρη, αφού δεν απαγορεύεται από το νόμο, στα πλαίσια της από το άρθρο 361 συμβατικής ελευθερίας, να καθιερώνεται στενότερη ή ευρύτερη ευθύνη του εγγυητή. Η ανωτέρω παραίτηση ελέγχεται με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, για τη θεμελίωση της οποίας πρέπει να προβάλλονται σαφώς όλα τα περιστατικά, που συγκροτούν την κατάχρηση δικαιώματος, από το διάδικο κατά του οποίου ασκείται το δικαίωμα (ΑΠ 99/2020 ό.π.). Ειδικότερα, η καταχρηστικότητα τις παραίτησης στην περίπτωση αυτή κρίνεται μόνο με στάθμιση τις τυχόν ζημιάς, που επήλθε στην ανακόπτουσα από την παραίτηση, πλην, όμως, με την υπό κρίση ανακοπή δεν γίνεται επίκληση ζημίας, αφού οι ανακόπτοντες δεν αμφισβητούν κάποιο συγκεκριμένο κονδύλιο του επίδικου λογαριασμού, του οποίου να ζητούν την ακύρωση, με συνέπεια η επικαλούμενη από αυτούς ακυρότητα να μην τους παρέχει καμία νομική ωφέλεια. Aκόμη, όμως, και αν ήθελε θεωρηθεί ως ζημία τους ολόκληρο το επιδικασθέν με τη διαταγή πληρωμής ποσό και πάλι ο σχετικός λόγος ανακοπής θα ήταν, σε κάθε περίπτωση, αόριστος, αφού δεν εξειδικεύεται κατά ποίο τρόπο η παραίτηση από την εγγυήτρια, από τις ανωτέρω ενστάσεις, συνετέλεσε στη διαμόρφωση του οριστικού καταλοίπου του ένδικου λογαριασμού (βλ. σχετ. ΑΠ 99/2020 ό.π.). Ο ίδιος λόγος ανακοπής, κατά το μέρος δε, που επιχειρείται να θεμελιωθεί στην ακυρότητα ολόκληρης της ένδικης σύμβασης, λόγω της επικαλούμενης ακυρότητας του επιμέρους ως άνω συμβατικού της όρου, τυγχάνει,επίσης, απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, καθώς η έκθεση των περιστατικών για τη θεμελίωση του λόγου αυτού της ανακοπής δεν γίνεται με σαφήνεια και πληρότητα, διότι αν και οι ανακόποντες ισχυρίζονται ότι η ένδικη σύμβαση δε θα είχε συναφθεί χωρίς αυτόν, εντούτοις, δεν εκθέτουν τις ειδικές συνθήκες, που ίσχυαν κατά τη σύναψή της, ούτε και επικαλούνται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να συνάγεται ότι τόσο οι ίδιοι όσο και η καθ’ ης είχαν αποδώσει τέτοια σημασία στον προσβαλλόμενο ως άνω όρο, ώστε χωρίς αυτόν να μην υπέγραφαν τελικά την ένδικη σύμβαση(άρθρο 181 ΑΚ) (βλ. σχετ. ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 999/2019 ό.π., ΜονΕφΛαρ 139/2020 Δημ. Νόμος) ή, στην αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή η ακυρότητα περιορίζεται στον συγκεκριμένο όρο, ποια η επίδραση της στη διαμόρφωση του ύψους της οφειλής, ενόψει της μη αναφοράς συγκεκριμένου κονδυλίου ή συγκεκριμένων κονδυλίων του τηρηθέντος για την επίδικη σύμβαση λογαριασμού, τα οποία και να αμφισβητούν οι ανακόπτοντες (ΑΠ 999/2019 ό.π.). Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απορρίπτοντας για τους ίδιους ως άνω λόγους τον τρίτο λόγο ανακοπής, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις αναφερόμενες στη μείζονα σκέψη της παρούσας διατάξεις, ούτε απαίτησε περισσότερα στοιχεία, ούτε αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία, από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, αλλά ούτε και προσέδωσε σ’ αυτές έννοια διαφορετική από την αληθινή, αναφορικά με τα ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ζητήματα, απορριπτομένου ως αβασίμου, του τρίτου σκέλους του λόγου έφεσης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκανε δεκτό ως κατ’ ουσία βάσιμο μόνο τον πρώτο λόγο της ανακοπήςκαι εν συνεχεία έκανε δεκτή εν μέρει την ανακοπή, ως κατ’ ουσία βάσιμη, ακύρωσε εν μέρει την προσβαλλόμενη με αριθμό ……./2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά το μέρος που οι ανακόπτοντες υποχρεώνονται να καταβάλουν εις ολόκληρον στην καθ’ ης, τόκους υπερημερίας επί του επιδικασθέντος κεφαλαίου ύψους εκατόν εξήντα χιλιάδων τριακοσίων πενήντα τεσσάρων ευρώ και επτά λεπτών (160.354,07 €), από την 9-10-2014 και έως την 15-10-2014 και επικύρωσε κατά τα λοιπά την παραπάνω διαταγή πληρωμής, απορρίπτοντας του λοιπούς λόγους ανακοπής με παρόμοια ή εν μέρει ελλιπή κατά περίπτωση αιτιολογία, η οποία όπου είναι αναγκαίο διορθώνεται και συμπληρώνεται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ), (βλ. σχετ. ΑΠ 1319/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2234/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 845/2011 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 357/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΔωδ 239/2020 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 30/2016 Δημ. Νόμος ΕφΛαρ 50/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 216/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 544/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 980/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 174/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 662/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 209/2012 Δημ. Νόμος), ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις αναφερόμενες στη μείζονα σκέψη της παρούσας διατάξεις, ούτε απαίτησε περισσότερα στοιχεία, ούτε αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία, από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, αλλά ούτε και προσέδωσε σ’ αυτές έννοια διαφορετική από την αληθινή, αναφορικά με τα ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ζητήματα και ορθάεκτίμησε τις αποδείξεις και, συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος ο λόγος έφεσης, με τα οποία υποστηρίζονται τα αντίθετα από τους εκκαλούντες, καθ’ όλα του τα σκέλη.

Κατόπιν των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου παραπόνου κατά της εκκαλουμένης, πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη η υπό κρίση έφεση, κατά της με αριθμ. 397/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, με τις αποκλίσεις, όμως, που εισάγουν οι διατάξεις των άρθρων 591 παρ. 1α και 643 ΚΠολΔ, και να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, το οποίο κατατέθηκε από τους εκκαλούντες για την άσκηση αυτής (άρθρ. 495 § 3Κ.Πολ.Δ.). Τέλος, πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων (άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ), καθώς ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την υπό κρίση έφεση και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, το οποίο κατέθεσαν οι εκκαλούντες για την άσκηση της υπό κρίση έφεσης.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στον Πειραιά, στις 23/07/2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων των διαδίκων.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ