Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 376/2021

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Β΄ Τμήμα

Αριθμός Απόφασης:  376/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 [ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

Β΄ Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, που όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις ………., στον Πειραιά, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ομόρρυθμης Εταιρείας ………………, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο της Ιωάννη Μυταλούλη.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης Εταιρείας …………………., η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο της Γεώργιο Παπατσώρη.

Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη άσκησε την από 22/04/2014, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……../28-04-2014 και με Αριθμ. Κατάθ. ……../28-04-2014 αγωγή της, εναντίον των εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία, και ζήτησε να γίνει αυτή δεκτή.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μετά από συζήτηση, που έγινε, στις 28/03/2018, ερήμην της εναγομένης, κατά την τακτική διαδικασία, με τη με αριθμό 2855/21-06-2018 οριστική απόφασή του, έκανε δεκτή αυτήν.

Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εναγομένη και ήδη εκκαλούσας, με την από 29-04-2019 έφεσή της, η οποία κατατέθηκε, στις 30-04-2019, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……/2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……/2019, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 13-09-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……/2019 και προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 24/09/2020 και μετ’ αναβολή για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης οι διάδικοι παραστάθηκαν, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, όπως σημειώνεται ανωτέρω και ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 513 παρ. 1 περ. β` ΚΠολΔ, όπως το άρθρο τούτο ισχύει από 25.4.1994, μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 3 παρ. 18 του Ν. 2207/1994, κατά των αποφάσεων, που έχουν εκδοθεί ερήμην, έφεση επιτρέπεται από τη δημοσίευσή τους. Κατά των ίδιων, όμως, αποφάσεων επιτρέπεται κατά το άρθρ. 501 ΚΠολΔ και ανακοπή ερημοδικίας, οπότε η προθεσμία της έφε­σης, που ορίζεται στο άρθρ. 518 ΚΠολΔ, συντρέχει με την οριζόμενη στο άρθρο 503 ΚΠολΔ προθεσμία της ανακοπής ερημο­δικίας (ΑΠ 153/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1261/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 709/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 890/2003 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 158/2015 Δημ. Νόμος). Μετά δε την κατάργηση των άρθρων 506 και 515 του Κ.Πολ.Δ. με το άρθρο 3 §§ 15 και 19, αντίστοιχα, του Ν. 2207/1994, η άσκηση ανακοπής ερημοδικίας κατά οποιασδήποτε ερήμην απόφασης δεν αναστέλλει την προθεσμία της έφεσης, σε περίπτωση δε απόρριψης της ανακοπής ερημοδικίας η κατά της τελευταίας αυτής απόφασης έφεση δεν θεωρείται ότι συμπροσβάλλει και την ερήμην εκδοθείσα απόφαση, κατά της οποίας στράφηκε η ανακοπή (ΑΠ 153/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 709/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 890/2003 Δημ. Νόμος). Ενδέχεται, έτσι, να ασκηθεί από τον ερημοδικασθέντα πρωτοδίκως διάδικο έφεση κατά παράλειψη της ανακοπής ερη­μοδικίας και ενώ διαρκεί η προθεσμία της. Στην περίπτωση αυτή η άσκηση έφεσης υποδηλώνει συνήθως σιωπηρή παραίτη­ση από το δικαίωμα άσκησης ανακοπής ερημοδικίας, η οποία είναι επιτρεπτή και έγκυρη, εφόσον ο Δικηγόρος, που υπογράφει το δικόγραφο της έφεσης έχει ει­δική προς τούτο πληρεξουσιότητα κατά το άρθρ. 98 περ. β` ΚΠολΔ (ΑΠ 1274/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 329/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 938/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1261/2011 ό.π., ΕφΛαρ 158/2015 Δημ. Νόμος, πρβλ. ΑΠ 1983/2006). Αντίθετα, η άσκηση έφεσης από τον ερημοδικασθέντα σε χρόνο, που έχει ήδη ασκήσει κατά της αυτής ερήμην απόφασης ανακοπή ερημοδικίας, δεν ισχύ­ει ως σιωπηρή παραίτηση από αυτή, αφού η παραίτηση από ασκημένο ένδικο μέσο απαιτείται να είναι ρητή κατά τις διατάξεις των άρθρ. 297 και 299 ΚΠολΔ (ΑΠ 1261/2011 ό.π., ΕφΛαρ 158/2015 ό.π., πρβλ. ΑΠ 1738/2002 Δημ. Νόμος). Στην περίπτωση αυτή η συζή­τηση της έφεσης, ακόμη και αν η άσκηση της δεν θεωρηθεί ως επικουρική (άρθρ. 219 ΚΠολΔ αναλόγως), δηλαδή υπό την αίρεση απόρριψης της ανακοπής ερημοδικίας, είναι απαράδεκτη όσο εκκρεμεί η ανακοπή σε πρώτο ή και σε δεύτερο βαθμό, ενώ αν η ανακοπή γίνει δεκτή και εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφα­ση, η έφεση κατά της ερήμην πρωτόδικης απόφασης στερείται πλέον αντικειμένου και είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη (ΑΠ 1261/2011 ό.π., ΑΠ 1782/2002 ό.π., ΕφΛαρ 158/2015 ό.π.). Τα ίδια ισχύουν και όταν η άσκηση έφεσης από τον ερημοδικασθέντα δεν μπορεί να ισχύσει ως σιωπηρή εκ των προτέρων παραίτηση από το δικαίωμα της ανακοπής ερημοδικίας, που άσκησε μεταγενέστερα, καθώς και όταν η έφεση ασκήθηκε από τον αντιμωλία δικασθέντα πρωτοδίκως διάδικο επακολούθησε, όμως, η άσκηση ανακοπής ερημοδικίας από τον ερημοδικασθέντα διάδικο, αφού και πάλι η κατάτμηση της αυτής βασικά διαφοράς μεταξύ δικαστηρίων πρώτου και δεύτερου βαθμού ενέχει τον κίνδυνο έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων και είναι αντίθετη προς την οικονομία της δίκης. Εξάλλου, αν για οποιοδήποτε λόγο προηγηθεί η εκδί­καση της έφεσης και εξαφανισθεί η ερήμην πρωτόδικη απόφαση, είναι άνευ αντικειμέ­νου η εκδίκαση της ανακοπής ερημοδικίας και αυτή απορρίπτεται, ενώ αν απορριφθεί για τυπικούς ή ουσιαστικούς λόγους η έφε­ση ή καταστεί εν τω μεταξύ ανέκκλητη η απόφαση, δεν εμποδίζεται στη συνέχεια η εκδίκαση της ανακοπής ερημοδικίας (βλ. ΑΠ 1261/2011 ό.π., ΕφΛαρ 158/2015 ό.π., ΑΠ 1782/2002 ό.π.). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 528 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του το άρθρο 44 παρ. 2 του νόμου 3994/2011, “αν ασκηθεί έφεση από τον διάδικο που δικάστηκε ερήμην, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, αν ασκηθεί έφεση από εναγόμενο, που δικάστηκε ερήμην, με συνέπεια να θεωρηθούν ομολογημένοι, κατά το άρθρο 271 παρ. 3 ΚΠολΔ, οι αγωγικοί πραγματικοί ισχυρισμοί και να γίνει δεκτή η αγωγή, η εκκαλούμενη απόφαση, με μόνη την, κατ` άρθρο 532 ΚΠολΔ, τυπικά παραδεκτή άσκηση της έφεσης, εξαφανίζεται, μέσα στα όρια, που καθορίζονται από την έφεση και τους τυχόν πρόσθετους αυτής λόγους, προκειμένου να ανατραπεί το σε βάρος του εναγομένου τεκμήριο ομολογίας. Επομένως, αν στην έφεση περιέχεται άρνηση της αγωγής, η απόφαση εξαφανίζεται στο σύνολό της, χωρίς να απαιτείται να γίνει προηγουμένως δεκτός κάποιος λόγος έφεσης και η υπόθεση συζητείται εκ νέου στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, στο οποίο ο εκκαλών – εναγόμενος μπορεί να προβάλει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, που θα μπορούσε να είχε προτείνει στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αν είχε παραστεί (ΑΠ 230/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 229/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 579/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 476/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1572/2013 Δημ. Νόμος). Με τη διάταξη δε του άρθρου 3 παρ. 15 του ν. 2207/1994 καταργήθηκε η διάταξη του άρθρου 507 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ., η οποία επέτρεπε την άσκηση αιτιολογημένης ανακοπής ερημοδικίας κατά της αποφάσεως, που είχε απορρίψει ανακοπή ερημοδικίας ως ανυποστήρικτη, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του ιδίου άρθρου, λόγω της ερημοδικίας του ανακόπτοντος κατά την συζήτηση της ανακοπής του. Έκτοτε δεν είναι επιτρεπτή η άσκηση αιτιολογημένης ανακοπής ερημοδικίας, πολύ δε περισσότερο αναιτιολόγητης τοιαύτης, κατά της αποφάσεως που απορρίπτει την ανακοπή ερημοδικίας ως ανυποστήρικτη, λόγω μη εμφανίσεως του ανακόπτοντος (ΑΠ 1432/2017 Δημ. Νόμος). Εξ άλλου στο ρυθμιστικό πεδίο της διατάξεως του άρθρου 528 του Κ.Πολ.Δ. δεν εμπίπτουν και οι οριστικές αποφάσεις του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που εκδόθηκαν ερήμην του ανακόπτοντος και απέρριψαν την ανακοπή ερημοδικίας αυτού, σύμφωνα, με τις διατάξεις του άρθρου 507 Κ.Πολ.Δ., λόγω της ερημοδικίας του, διότι, σε αντίθετη περίπτωση, η εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 528 θα είχε τα ίδια αποτελέσματα με την ανακοπή ερημοδικίας και μάλιστα αναιτιολόγητη τοιαύτη, την οποία σε καμία περίπτωση δεν ήθελε ο νομοθέτης. Έτσι, κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με την οποία απορρίπτεται, ως ανυποστήρικτη, λόγω ερημοδικίας του ανακόπτοντος, η ανακοπή ερημοδικίας τούτου, ο τελευταίος μπορεί να ασκήσει έφεση, με την οποία, όμως, πρέπει να προβάλλονται ως λόγοι εφέσεως, σφάλματα του δικαστηρίου αναγόμενα στην ερημοδικία του ανακόπτοντος (όπως πλημμέλειες ως προς την κλήτευση αυτού), αφού κατά της εν λόγω αποφάσεως δεν επιτρέπεται η άσκηση αιτιολογημένης ανακοπής ερημοδικίας και, συνεπώς, δεν μπορεί να ασκηθεί έφεση με μόνη την επίκληση της ρυθμίσεως του άρθρου 528 Κ.Πολ.Δ. (ΑΠ 1432/2017 ό.π.). Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, άσκησε, εναντίον της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, την από 22/04/2014, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……/28-04-2014 και με Αριθμ. Κατάθ. ……/28-04-2014 αγωγή, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δικάζοντας, στις 28/03/2018, ερήμην της εναγομένης, κατά την τακτική διαδικασία, με τη με αριθμό 2855/21-06-2018 οριστική απόφασή του, έκανε δεκτή την αγωγή, ως βάσιμη κατ’ ουσίαν, λόγω της ερημοδικίας της εναγομένης (άρθρο 271 § 3 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 29 του Ν. 3994/2011) και αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των τριάντα τεσσάρων χιλιάδων εννιακοσίων τριάντα τεσσάρων ευρώ και εξήντα έξι λεπτών (34.934,66), νομιμότοκα από τη συμφωνημένη δήλη μέρα, ήτοι από την παρέλευση εξήντα [60] ημερών από την έκδοση του τιμολογίου μέχρι την εξόφληση, καταδίκασε δε την εναγόμενη να καταβάλει τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, τα οποία όρισε στο ποσό των χιλίων εκατό (1.100) ευρώ. Εναντίον της ως άνω αποφάσεως η εναγομένη, ως ηττηθείσα διάδικος, άσκησε την από 29-04-2019 (επικουρική) έφεσή της, η οποία κατατέθηκε, στις 30-04-2019, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……/2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……/2019, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 13-09-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……./2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……/2019, προσδιορίστηκε δε αρχικά για τη δικάσιμο της 24/09/2020 και μετ’ αναβολή για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας (03/06/2021). Σημειώνεται ότι παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η ως άνω από 20-04-2020 έφεση κατά ερήμην απόφασης, κατ’ άρθρο 528 ΚΠολΔ, χωρίς να είναι αναγκαία η απόσυρση της υπόθεσης από το πινάκιο, όπως αβάσιμα ισχυρίστηκε η εκκαλούσα, με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου Δικηγόρο της στο ακροατήριο, κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, αλλά και με τις έγγραφες προτάσεις της, που κατατέθηκαν εμπρόθεσμα, διότι, με το άρθρο 1 της ΥΑ Δ1α/ΓΠ.οικ.: 33506/29.05.2021 «Έκτακτα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID – 19 στο σύνολο της Επικράτειας για το διάστημα από τη Δευτέρα 31 Μαϊου 2021 και ώρα 6:00 έως και τη Δευτέρα 07 Ιουνίου 2021 και ώρα 6:00», ορίζεται ότι «Προς τον σκοπό αντιμετώπισης της διασποράς του κορωνοϊού CΟVID –  19 θεσπίζονται τα ακόλουθα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας ανά πεδίο δραστηριότητας:…4. Δικαστήρια, εισαγγελίες… 5. Α) Αναστέλλονται προσωρινά: αα) οι δίκες ενώπιον των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων,…Εξαιρούνται από την εφαρμογή της περ.α):…βε) Οι δίκες ειδικών διαδικασιών και εφέσεων κατά ερήμην αποφάσεων, εισαγόμενων κατά το άρθρο 528 ΚΠολΔ. Εφόσον, συνεπώς, η υπόθεση δεν αποσύρθηκε η υπόθεση από το πινάκιο και εκφωνήθηκε στη σειρά της κατά την ορισθείσα δικάσιμο, ακολούθως δε συζητήθηκε παρουσία των πληρεξουσίων Δικηγόρων των διαδίκων, σύμφωνα με το άρθρο 1 της ΥΑ Δ1α/ΓΠ.οικ.: 33506/29.05.2021, δεν απαιτείται να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της έφεσης (πρβλ. ΤριμΕφΠειρ 97/2021 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ, Δημ. Νόμος -υπό την ισχύ του άρθρου 1 της ΥΑ Δ1α/ΓΠ.οικ.: 78363/5.12.2020-), απορριπτομένου ως αβασίμου του σχετικού ισχυρισμού της εκκαλούσας. Η ως άνω από 29/04/2019 έφεση ασκήθηκε δε νόμιμα και εμπρόθεσμα από την ηττηθείσα πρωτοδίκως εναγομένη, καθώς η εκκαλουμένη επιδόθηκε στην εκκαλούσα, με επιμέλεια της εφεσίβλητης, στις 08/04/2019 (βλ. σχετ. με αριθμ. ……/08-04-2019 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …………, σε συνδυασμό με την από 08/04/2019 απόδειξη παραλαβής εγγράφου του Αξιωματικού Υπηρεσίας του Α.Τ. Καμινίων, ……….. και την από 09/04/2019 βεβαίωση του ιδίου ως άνω Δικαστικού Επιμελητή) και η υπό κρίση έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 30-04-2019, ήτοι εντός τριάντα (30) ημέρων από την επίδοση της εκκαλουμένης (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 499, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1, 520, 522, 524 παρ. 1, 2 και 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι, κατά τα εκτιθέμενα στην ως άνω έφεση, ασκήθηκε αυτή επικουρικά, σε περίπτωση, που η από 23/4/2019 και με αριθμό κατάθεσης …………/2019  ασκηθείσα από την εναγομένη και ήδη εκκαλούσα ανακοπή ερημοδικίας, εναντίον της με αριθμ. αριθμό 2855/21-06-2018 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, απορριφθεί, ως απαράδεκτη ή ουσία αβάσιμη. Επί της ανακοπής δε αυτής, μετά από συζήτηση, που έγινε στις 08/11/2019, κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην της ανακόπτουσας, εκδόθηκε η προσκομιζόμενη και επικαλούμενη με αριθμ. 344/24-01-2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε η ασκηθείσα ανακοπή ερημοδικίας ως ανυποστήρικτη, λόγω της ερημοδικίας της ανακόπτουσας. Με την έκδοση δε της οριστικής απόφασης επί της ως άνω ανακοπής ερημοδικίας επήλθε λήξη της εκκρεμοδικίας. Εφόσον δεν προκύπτει δε από το φάκελλο της δικογραφίας, ούτε, άλλωστε, η εναγομένη επικαλείται ότι έχει ασκήσει έφεση κατά της ως άνω με αριθμ. 344/2020 αποφάσεως, δεν συντρέχει λόγος να ανασταλεί η συζήτηση της παρούσας υποθέσεως και η έκδοση αποφάσεως επί της υπό κρίση εφέσεως, κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εκκαλούσα. Κατόπιν, σύμφωνα με τα ανωτέρω, εφόσον κατατέθηκε από την εκκαλούσα στο δημόσιο ταμείο το παράβολο ύψους εκατό (100) ευρώ (βλ. άρθρο 495 § 3 Κ.Πολ.Δ., όπως η § 3 ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015 –ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015-, με έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του Ν. 4335/2015- και όπως το α΄ εδ. της παρ. 3 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016, ΦΕΚ Α΄, 240/22.12.2016 –έναρξη ισχύος ένας μήνας από τη δημοσίευση – άρθρο 45 του Ν. 4446/2016) και η ερημοδικασθείσα πρωτοδίκως εναγομένη εταιρία και ήδη εκκαλούσα αρνείται τους αγωγικούς ισχυρισμούς και προβάλλει εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει τυ­πικά και ουσιαστικά δεκτή και η εκκαλούμενη απόφαση να εξαφανισθεί, μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση, ήτοι στο σύνολό της και εντεύθεν και ως προς τη διάταξη των δικαστικών εξόδων και να διαταχθεί η απόδοση στην εκκαλούσα του παραβόλου, το οποίο κατέθεσε για την άσκηση της υπό κρίση έφεσης. Περαιτέρω, πρέπει να διακρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο και να δικασθεί η υπόθεση από την αρχή, κατά την τακτική διαδικασία, να ερευνηθεί δε η ένδικη αγωγή ως προς το παραδεκτό, νόμω και ου­σία βάσιμο αυτής (άρθρο 533 παρ. 1 και 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ).

Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 513 ΑΚ και 216 ΚΠολΔ, με τη σύμβαση της πώλησης ο μεν πωλητής έχει την υπο­χρέωση να μεταβιβάσει την κυριότητα του πράγματος ή το δικαίωμα, που αποτελεί το αντικείμενο της πώλησης και να παραδώσει το πράγμα, ο δε αγοραστής έχει την υποχρέωση να πληρώσει το τίμημα, που συμφωνήθηκε (ΑΠ 1558/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 653/2008 Δημ. Νόμος). Η αγωγή του πωλητή κατά αγοραστή εμπορευμάτων προς καταβολή του τιμήματος, για να είναι ορισμένη, πρέπει να περιέχει το αντικείμενο της πώλησης (πράγμα ή δικαίωμα), τις επί μέρους τιμές μονάδος κάθε πωληθέντος είδους και τη σχετική με αυτά, συμφωνία των συμβαλλομένων μερών περί μεταθέσεως της κυριότητας και πληρωμής του τιμήματος (βλ. σχετ. ΑΠ 818/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 220/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1399/2011, ΑΠ 16/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1367/2007 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, από άποψη ουσιαστικού δικαίου είναι επιβοηθητική, ασκούμενη όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη θεμελίωση αξίωσης από σύμβαση ή αδικοπραξία, αφού σε αντίθετη περίπτωση δεν δύναται να γίνει λόγος για έλλειψη νόμιμης αιτίας. Αν, όμως, η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ) υπό την αίρεση της απορρίψεως της κύριας βάσεως από σύμβαση ή αδικοπραξία, τότε για την πληρότητα της επικουρικής αυτής αγωγής, αν η κύρια βάση στηρίζεται στη σύμβαση, πρέπει να γίνεται στο αγωγικό δικόγραφο απλή επίκληση της ακυρότητας της συμβάσεως (ΟλΑΠ 2/2019 ό.π., ΟλΑΠ 8/2018 ό.π.). Στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα, με την υπό κρίση αγωγή της, εκθέτει, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι είναι βιομηχανική εταιρεία κατασκευής και εμπορίας βιομηχανικών υλικών και ότι συνήψε με την εναγόμενη ομόρρυθμη εταιρεία σύμβαση πώλησης, δυνάμει της οποίας πώλησε και παρέδωσε σε αυτήν τις περιγραφόμενες λεπτομερώς στην αγωγή έντεκα (11) ανοξείδωτες βάσεις – συλλέκτες για την κατασκευή συστήματος χρήσης ηλιακής ενέργειας προς θέρμανση νερού. Ότι, το τίμημα της πώλησης, μαζί με τον ΦΠΑ, ανήλθε συνολικά στο ποσό των 57.013,69 ευρώ και εκδόθηκε το με αριθμό ……./11-8-2010 τιμολόγιο. Ότι, η εναγόμενη, παρόλο που παρέλαβε τα πωληθέντα εμπορεύματα, δεν εξόφλησε ολικά το οφειλόμενο τίμημα κατά τη συμφωνηθείσα δήλη μέρα, ήτοι σε 60 ημέρες από την έκδοση του τιμολογίου, αλλά, προς μερική εξόφληση του τιμήματος της πώλησης, κατέβαλε μόνον το ποσό των 22.079,03 ευρώ, απομένοντος υπολοίπου προς καταβολή του ποσού των 34.934,66 ευρώ. Ότι επειδή η αγοράστρια εναγόμενη ομόρρυθμη εταιρεία εξακολουθεί να οφείλει το αμέσως προαναφερόμενο ποσό, ζητεί, όπως νόμιμα και παραδεκτά περιόρισε το κύριο αγωγικό αίτημα στο σύνολό του από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να της καταβάλει για την ως άνω αιτία το ποσό των 34.934,66 ευρώ, νομιμότοκα από τη συμφωνημένη δήλη μέρα, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, καθώς και να καταδικασθεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της. Επικουρικά, η ενάγουσα εκθέτει ότι η εναγόμενη κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας της, κατά το ανωτέρω ποσό, το οποίο ζητεί και κατά τις διατάξεις των άρθρων 904 επ. Α.Κ.. Με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή, με την οποία ζητείται, κατά την κύρια βάση της, η αναγνώριση υποχρέωσης της εναγομένης προς καταβολή του οφειλομένου τιμήματος στην ενάγουσα, δυνάμει της επικαλούμενης σύμβασης πώλησης των περιγραφομένων σ’ αυτήν εμπορευμάτων, είναι αρκούντως ορισμένη, απορριπτομένης ως αβασίμου της ένστασης αοριστίας, που προβάλλει η εναγομένη, διότι, όπως προκύπτει, από την επιτρεπτή επισκόπηση του δικογράφου της, περιέχει, όλα τα στοιχεία, που απαιτούνται, κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με αυτήν του άρθρου 513 Α.Κ., σύμφωνα με τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, για να είναι ορισμένη. Ειδικότερα, όσον αφορά στα πωληθέντα με το με στοιχεία Σειρά Ε’ αριθμ. ……./11-8-2010 τιμολόγιο της ενάγουσας εμπορεύματα (βλ. σχετ. ΑΠ 818/2017 ό.π.), ήτοι έντεκα (11) ανοξείδωτες βάσεις – συλλέκτες, η κάθε μία αποτελούμενη από α) μία (1) μεταλλική βάση ανοξείδωτη τύπου AISI 316 πλήρη, με ελάσματα – αντιρίδες και υποστηρίγματα, αποτελούμενη από (24) είκοσι τέσσερα τμήματα, β) έναν (1) προφυλακτήρα ανοξείδωτο AISI 316 για τη μεταλλική ανοξείδωτη βάση αποτελούμενο από (5) πέντε τμήματα, γ) ένα (1) καπάκι – σκέπαστρο ηλεκτρομειωτήρα AISI 316, δ) οκτώ (8) τεμάχια βάσεις – σκελετοί κατόπτρων AISI 316 και ε) οκτώ τεμάχια καθρέπτες κατόπτρων τύπου AISI 316, αναφέρονται στην ένδικη αγωγή τ’ ανωτέρω εμπορεύματα, η καθαρή τους αξία και ότι το αντίστοιχο συμφωνημένο τίμημά τους ανερχόταν στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων διακοσίων εβδομήντα τριών (4.273) ευρώ η τιμή κάθε ανοξείδωτης βάσης – συλλέκτη και συνολικά στο ποσό των σαράντα επτά χιλιάδων τριών ευρώ (4.273,00 Χ 11 = 47.003,00), πλέον ΦΠΑ 23%, ύψους δέκα χιλιάδων δέκα ευρώ και εξήντα εννέα λεπτά (10.010,69) και συνολικά στο ποσό των πενήντα επτά χιλιάδων δέκα τριών ευρώ και εξήντα εννέα λεπτών (57.013,69 ευρώ), το οποίο ήταν ληξιπρόθεσμο σε εξήντα (60) ημέρες, όπως ρητώς αναφέρεται στο σώμα του τιμολογίου αυτού και ότι, παρά την ανεπιφύλακτη παραλαβή των προϊόντων – εμπορευμάτων εκ μέρους της εναγόμενης, οφείλει η τελευταία ακόμα στην ενάγουσα από το ως άνω τιμολόγιο το υπόλοιπο ποσό των τριάντα τεσσάρων χιλιάδων εννιακοσίων τριάντα τεσσάρων ευρώ και εξήντα έξι λεπτών (34.934,66 ευρώ), το οποίο, παρά τις επανειλημμένες και διαρκείς οχλήσεις της ενάγουσας, αρνείται να εξοφλήσει, δεν απαιτείται δε για το ορισμένο της αγωγής διαχωρισμός και αναφορά της τιμής κάθε επιμέρους εξαρτήματος κάθε βάσης, με ΦΠΑ, ούτε και η αμοιβή της εργασίας συναρμολόγησης και εγκατάστασης, απορριπτομένων ως αβασίμων των περί του αντιθέτου σχετικών ισχυρισμών της εναγομένης, καθώς ουδόλως αναφέρεται στο δικόγραφο της αγωγής η ανάληψη υποχρέωσης συναρμολόγησης και εγκατάστασης των πωληθέντων εμπορευμάτων στον τόπο προορισμού τους. Είναι δε νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361, 513 επ., 340, 341, 345, 346 Α.Κ., 176, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., εκτός από τη σωρευόμενη επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, η οποία είναι απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη, εφόσον στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται η κύρια βάση της αγωγής, καθώς είναι επιβοηθητικής φύσης και μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση, εκτός εάν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα, στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση, τα οποία, εν προκειμένω δεν προβάλλονται από την ενάγουσα και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από τη σύμβαση (Ολ. ΑΠ 22/2003, ΝοΒ 2004/1179). Επομένως, η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, θα ερευνηθεί παρακάτω και για την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι, ύστερα από το γενόμενο περιορισμό του κύριου αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, δεν απαιτείται πλέον η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου.

Από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, που προσκομίστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, από τα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος, που εξετάσθηκε με την επιμέλεια της ενάγουσας στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης (η εναγομένη δεν εξέτασε μάρτυρα), εκτιμώμενη δε και σταθμιζόμενη ανάλογα με το λόγο της γνώσης και το βαθμό της αξιοπιστίας της, σε συνδυασμό με όλα τα νομίμως προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους διαδίκους έγγραφα, τα οποία λαμβάνονται υπόψη, έστω και αν δεν μνημονεύονται ένα προς ένα (ΟλΑΠ 848/1981 ΝοΒ 30.441, ΟλΑΠ 8/1987 ΝοΒ 1988.75, ΑΠ 187/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1697/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 722/2004 Δημ. Νόμος, ΑΠ 152/2002 Δημ. ΤΝΠΔΣΑθ, ΜονΕφΑθ 407/2018 Δημ. Νόμος), για κάποια από τα οποία γίνεται ιδιαίτερη σημείωση παρακάτω, χωρίς, όμως, να αγνοείται η σημασία και η σπουδαιότητα των υπολοίπων και χωρίς να παραλείπεται κανένα, κατά την επανεκτίμηση της ουσίας της διαφοράς (ΑΠ 211/2006 ΝοΒ 54.849, ΑΠ 1659/2005 ΔΕΕ 2006,173, ΑΠ 250/2000 ΕλλΔνη 41.980, ΜονΕφΑθ 407/2018 ό.π.) και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για να χρησιμεύσουν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3 , 339 και 395 του ΚΠολΔ – ΑΠ 60/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1201/2007 Δημ. Νόμος), τις επιμέρους ομολογίες των διαδίκων, στα σημεία που ειδικά αναφέρονται στη συνέχεια (άρθρο 261 του ίδιου κώδικα), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα είναι ανώνυμη βιομηχανική εταιρεία κατασκευής και εμπορίας βιομηχανικών υλικών. Δυνάμει σύμβασης πώλησης, που συνήφθη μεταξύ των διαδίκων, νομίμως εκπροσωπουμένων, η ενάγουσα πώλησε και παρέδωσε στην εναγομένη ομόρρυθμη εμπορική εταιρία, μεταξύ άλλων, έντεκα (11) ανοξείδωτες βάσεις – συλλέκτες, η κάθε μία αποτελούμενη από α) μία (1) μεταλλική βάση ανοξείδωτη τύπου AISI 316 πλήρη, με ελάσματα – αντιρίδες και υποστηρίγματα, αποτελούμενη από (24) είκοσι τέσσερα τμήματα, β) έναν (1) προφυλακτήρα ανοξείδωτο AISI 316 για τη μεταλλική ανοξείδωτη βάση αποτελούμενο από (5) πέντε τμήματα, γ) ένα (1) καπάκι – σκέπαστρο ηλεκτρομειωτήρα AISI 316, δ) οκτώ (8) τεμάχια βάσεις – σκελετοί κατόπτρων AISI 316 και ε) οκτώ τεμάχια καθρέπτες κατόπτρων τύπου AISI 316, για την κατασκευή συστήματος χρήσης ηλιακής ενέργειας προς θέρμανση νερού. Το τίμημα της ένδικης πώλησης, συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α., ανήλθε συνολικά στο ποσό των 57.013,69 ευρώ και εκδόθηκε το με αριθμό …../11-8-2010 τιμολόγιο της ενάγουσας. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το εν λόγω τιμολόγιο, η τιμή κάθε ανοξείδωτης βάσης – συλλέκτη ανερχόταν σε τέσσερις χιλιάδες διακόσια εβδομήντα τρία ευρώ (4.273,00) και συνολικά σαράντα επτά χιλιάδες τρία ευρώ (4.273,00 Χ 11 = 47.003,00), πλέον ΦΠΑ 23% δέκα χιλιάδες δέκα ευρώ και εξήντα εννέα λεπτά (10.010,69) και συνολικά πενήντα επτά χιλιάδες δέκα τρία ευρώ και εξήντα εννέα λεπτά (57.013,69 €). Σημειώνεται ότι, ακόμη και εάν ήθελε υποτεθεί ότι είχε αναληφθεί εκ μέρους της ενάγουσας πρόσθετη υποχρέωση συναρμολόγησης και εγκατάστασης των πωληθέντων εμπορευμάτων στον αναγραφόμενο στα δελτία αποστολής τόπο προορισμού τους, επί της οδού ……….., στον Πειραιά, όπου βρίσκεται η έδρα της εναγομένης, όπως ισχυρίζεται αβάσιμα η εναγομένη, γεγονός, όμως, που δεν αποδείχθηκε, η συμφωνία αυτή, όταν γίνεται χωρίς ιδιαίτερη αμοιβή, έχει, παρακολουθηματικό χαρακτήρα, έναντι της σύμβασης της πώλησης, εφαρμοζομένων, εν προκειμένω, των διατάξεων του Α.Κ. περί πωλήσεως (βλ. σχετ. ΜονΕφΠατρ 527/2017 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 6437/2011 Δημ. Νόμος). Η εναγόμενη, παρόλο, όμως, που παρέλαβε ανεπιφύλακτα τα πωληθέντα εμπορεύματα (βλ. σχετ. τα υπ’ αριθμ. …/23-5-2010, …/31-5-2010, …./3-6-2010, …/11-6-2010, …/7-7-2010, …/8-7-2010, …./23-7-2010 και …../11-8-2010 δελτία αποστολής), δεν εξόφλησε ολικά το οφειλόμενο τίμημα, κατά τη συμφωνηθείσα δήλη μέρα, ήτοι σε εξήντα (60) ημέρες από την έκδοση του τιμολογίου, όπως ρητώς αναφέρεται στο σώμα αυτού, αλλά, προς μερική εξόφληση του τιμήματος της πώλησης, κατά τη συμφωνία τους, κατέβαλε μόνον το ποσό των 22.079,03 ευρώ, το οποίο η ενάγουσα ήδη προαφαίρεσε με την αγωγή της, απομένοντος υπολοίπου προς καταβολή του ποσού των 34.934,66 ευρώ, το οποίο, παρά τις επανειλημμένες και διαρκείς οχλήσεις της ενάγουσας προς τούτο, αρνείται να εξοφλήσει, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της εναγομένης και δη της ενστάσεως εξοφλήσεως του επίδικου χρέους με την καταβολή του ποσού των 22.079,03 ευρώ, η οποία είναι μεν νόμιμη, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 416 Α.Κ., πλην, όμως, απορριπτέα ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, καθώς με την αγωγή ζητείται το υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό, ύψους 34.934,66 ευρώ, από το ως άνω τιμολόγιο συνολικού ποσού 57.013,69 ευρώ, δεν αποδείχθηκαν δε άλλες καταβολές από την εναγομένη προς απόσβεση της επίδικης απαίτησης. Το ζήτημα αν έχει τεθεί η υπογραφή  του νόμιμου εκπροσώπου της εναγομένης ή άλλου εξουσιοδοτημένου προσώπου από αυτήν στο επίδικο τιμολόγιο πωλήσεως δεν έχει έννομη επιρροή, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγομένη, αφού αυτά χρησιμοποιούνται για φορολογικούς λόγους και η υπογραφή του αποδέκτη αυτών δεν είναι απαραίτητη, καθώς αποτελούν απλώς αποδεικτικά μέσα των συμβάσεων, συνεκτιμώμενα ελεύθερα ως τεκμήρια (ΜονΕφΠειρ 419/2020 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ, Δημ. Νόμος). Σημειώνεται, άλλωστε, ότι επιτρέπεται, εν προκειμένω, το εμμάρτυρο μέσο, αν και η αξία του αντικειμένου της επίδικης συμβάσεως υπερβαίνει το ποσό, που ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 393 ΚΠολΔ, λόγω των προαναφερόμενων ειδικών συνθηκών, υπό τις οποίες έλαβε αυτή χώρα και δεδομένου ότι αφορά σε εμπορική συναλλαγή (άρθρο 394 παρ. 1 περ. δ’ ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΑΠ 428/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1370/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1722/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 230/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1233/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 394/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1333/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1453/2006 Δημ. Νόμος). Η εναγομένη ισχυρίζεται, επίσης, ότι δεν συμφωνήθηκε ως δήλη ημέρα πληρωμής του τιμολογίου η προθεσμία εξήντα (60) ημερών από την έκδοσή του στις 10/8/2010. Ωστόσο, εν προκειμένω, το τίμημα της επίδικης πωλήσεως δεν ήταν καταβλητέο με την παράδοση των προϊόντων (ΑΚ 529), εφόσον αποδείχθηκε η επικαλούμενη από την ενάγουσα συμφωνία πίστωσης του αναγραφόμενου στο ως άνω τιμολόγιο τιμήματος για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, ήτοι εξήντα (60) ημερών από την έκδοση του τιμολογίου. Κατόπιν των ανωτέρω, από τ’ ανωτέρω αποδεικτικά μέσα προκύπτει με βεβαιότητα, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ότι, πράγματι, καταρτίστηκε η επικαλούμενη με την αγωγή σύμβαση πώλησης, μεταξύ των διαδίκων, με τα ως άνω στοιχεία, παραδόθηκαν τα πωληθέντα εμπορεύματα στην εναγομένη, η οποία τα παρέλαβε ανεπιφύλακτα, έναντι δε του πιστωθέντος, για χρονικό διάστημα εξήντα (60) ημερών από την έκδοση του ως άνω τιμολογίου, συνολικού τιμήματος 57.013,69 ευρώ, η εναγομένη κατέβαλε μόνον το ποσό των 22.079,03 ευρώ και απέμεινε υπόλοιπο ποσό προς καταβολή ύψους 34.934,66 ευρώ, απορριπτομένων ως κατ’ ουσίαν αβασίμων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της εναγομένης. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 251 ΑΚ, η παραγραφή αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της, κατά δε τα άρθρα 250 εδ. 1, 253 του αυτού Κώδικα, η αξίωση του εμπόρου για το τίμημα των πωληθέντων υπ` αυτού εμπορευμάτων υπόκειται σε πενταετή παραγραφή, η οποία αρχίζει μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο γεννήθηκαν και κατέστη δυνατή η επιδίωξή τους (ΑΠ 220/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 577/2016 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΑθ 936/2015 Δημ. Νόμος). Από τις διατάξεις δε των άρθρων 262 παρ. 1 ΚΠολΔ και 249, 250 επ. και 277 ΑΚ προκύπτει ότι, για να είναι ορισμένη η ένσταση πενταετούς παραγραφής των αναφερομένων στο άρθρο 250 ΑΚ αξιώσεων, πρέπει να αναφέρεται, εκτός των άλλων και το έτος εντός του οποίου, σύμφωνα με το άρθρο 251 ΑΚ, γεννήθηκε η σχετική αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη, ήτοι το αφετήριο αυτής χρονικό σημείο, που αποτελεί νόμιμη προϋπόθεση έναρξης της πενταετούς παραγραφής των αναφερομένων στο προαναφερόμενο άρθρο 250 ΑΚ αξιώσεων (ΑΠ 7/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1096/2008, ΑΠ 653/1996). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 261 του Α.Κ. όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 101 παρ. 1 του Ν. 4139/20.3.2013, «1. Την παραγραφή διακόπτει η άσκηση της αγωγής. Η παραγραφή, που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό αρχίζει και πάλι από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ’ άλλον τρόπο περάτωση της δίκης.» (ΑΠ 361/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 577/2016 ό.π., ΤριμΕφΑθ 936/2015 ό.π.). Οι συνέπειες του ουσιαστικού δικαίου εντοπίζονται στο χρονικό σημείο της έγκυρης επιδόσεως της αγωγής, οπότε θεωρείται ότι ο εναγόμενος έλαβε γνώση της εναντίον του αγωγής (ΑΠ 361/2019 ό.π., ΑΠ 1567/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 148/2017 Δημ. Νόμος). Στο δεύτερο εδάφιο της πρώτης παραγράφου του άρθρου 261 Α.Κ., προβλέπεται ταυτοχρόνως διακοπή και μία ιδιότυπη αναστολή της παραγραφής, μέχρι το χρονικό σημείο εκδόσεως τελεσίδικης αποφάσεως ή περατώσεως της δίκης με άλλο τρόπο. Ο όρος “τελεσίδικη απόφαση” εννοεί την επερχόμενη με οποιοδήποτε τρόπο τελεσιδικία όπως π.χ οριστική απόφαση, που καθίσταται τελεσίδικη λόγω παρελεύσεως των προθεσμιών για την άσκηση τακτικών ενδίκων μέσων, παραιτήσεως από το δικαίωμα ασκήσεώς τους, αποδοχής της αποφάσεως, αποδοχή της αγωγής κλπ. Εκτός από την τελεσιδικία της αποφάσεως, προβλέπεται περαιτέρω ότι η παραγραφή αρχίζει και πάλι, όταν η δίκη περατωθεί με άλλο τρόπο, ήτοι λόγω καταργήσεως της δίκης με δικαστικό συμβιβασμό (ΚΠολΔ 293), καθώς και η παραίτηση από το δικόγραφο ή το δικαίωμα της αγωγής (ΚΠολΔ 294-297), εφαρμοζομένου επί παραιτήσεως από το δικόγραφο του άρθρου 263 ΑΚ. Από το συνδυασμό του νέου άρθρου 261 και του άρθρου 270 ΑΚ, που παραμένει αμετάβλητο, συνάγεται σαφώς ότι η νέα παραγραφή αρχίζει την επομένη της τελεσιδικίας της αποφάσεως ή της περατώσεως της δίκης με άλλο τρόπο (ΑΠ 361/2019 ό.π., ΑΠ 1567/2018 ό.π., ΑΠ 148/2017 ό.π.). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 261, 270 παρ. 1 σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 277 του ίδιου Κώδικα, κατά την οποία το δικαστήριο δεν λαμβάνει αυτεπάγγελτα υπόψη την παραγραφή, που δεν έχει προταθεί, προκύπτει ότι, όπως η πρόταση παραγραφής αποτελεί αντικείμενο ένστασης, έτσι και η πρόταση διακοπής αυτής αποτελεί αντένσταση κατά της παραπάνω ένστασης, με την αυτόνομη προϋπόθεση ότι ο περιεχόμενος στην αντένσταση αυτή, που, επίσης, δεν λαμβάνεται αυτεπάγγελτα υπόψη, ισχυρισμός έχει τα στοιχεία, που απαιτούνται από το νόμο, για το πιο πάνω επιδιωκόμενο έννομο αποτέλεσμα της παρακώλυσης γέννησης ή άσκησης ή κατάλυσης μεταγενέστερα του επίδικου δικαιώματος. Για την πληρότητα της αντένστασης της διακοπής της παραγραφής δεν αρκεί μόνον η έκθεση, που γίνεται προς θεμελίωση άλλης ένστασης ή άλλου ισχυρισμού, αφού δεν αναπληρώνεται και το αίτημα, που πρέπει αναγκαίως να περιέχει η αντένσταση διακοπής της παραγραφής, για απόρριψη της ένστασης παραγραφής, λόγω διακοπής και μη συμπλήρωσης αυτής (ΑΠ 1497/2008, ΑΠ 285/2005, ΤριμΕφΑθ 936/2015 ό.π., ΕφΘ 6188/2009, ΑΠ 18/1998 ΝοΒ 47. 39). Στην προκειμένη περίπτωση η εναγομένη – εκκαλούσα ομόρρυθμη εταιρία, με την έφεσή της, αλλά και τις ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, κατατεθείσες εμπρόθεσμα, έγγραφες προτάσεις της, ισχυρίζεται ότι η ένδικη απαίτηση της ενάγουσας ανώνυμης εταιρίας, ακόμη και εάν γίνει δεκτό ότι υπάρχει απαίτησή της από το με αριθμ. ……/2010 τιμολόγιο, έχει παραγραφεί, καθώς ουδέποτε επιδόθηκε σε αυτήν νομότυπα η υπό κρίση αγωγή. Ο ισχυρισμός αυτός, με τον οποίο η εναγομένη επιχειρεί να θεμελιώσει ένσταση παραγραφής της ένδικης αξίωσης, εκ των άρθρων 250 αριθ. 1 και 253 του Α.Κ., είναι, σε κάθε περίπτωση, απορριπτέος ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος, δεκτής γενομένης, ως κατ’ ουσία βασίμου της, κατ’ ορθή εκτίμηση, στηριζομένης στη διάταξη του άρθρου 261 παρ. 1 του Α.Κ., αντενστάσεως διακοπής της παραγραφής, λόγω άσκησης της υπό κρίση αγωγής, που προέβαλε νομότυπα η ενάγουσα ανώνυμη εταιρία, διότι, εν προκειμένω, πρόκειται για αξίωση εμπόρου για το τίμημα των πωληθέντων υπ’ αυτού εμπορευμάτων στην εναγομένη ομόρρυθμη εμπορική εταιρία, η οποία υπόκειται σε πενταετή παραγραφή (άρθρα 250 εδ. 1 και 251 Α.Κ.) και αρχίζει, κατ’ άρθρο 253 του Α.Κ., μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο συμπίπτει η έναρξη της παραγραφής, που ορίζεται στα δύο προηγούμενα άρθρα, ήτοι, στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον συμφωνήθηκε η καταβολή του τιμήματος να γίνει μέχρι την 11/10/2010, οπότε η επίδικη απαίτηση κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή και συνακόλουθα δικαστικά επιδιώξιμη, από 01/01/2011, αρχίζει να τρέχει η πενταετής παραγραφή, κατά το άρθρο 253 ΑΚ. Συνεπώς, μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής, στις 02/05/2014, με τη νομότυπη και εμπρόθεσμη επίδοσης αυτής στην εναγομένη (βλ. σχετ. τη με αριθμό …./2-5-2014 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …………..), δεν είχε ακόμη παρέλθει η πενταετία παραγραφής της ένδικης αξίωσης της ενάγουσας για καταβολή του υπολοίπου τιμήματος από την απορρέουσα από την επίδικη σύμβαση πωλήσεως με το με αριθμό …../11-8-2010 τιμολόγιο, καθώς η διακοπείσα με την άσκηση της ένδικης αγωγής παραγραφή τελεί, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, σε αναστολή και δεν συμπληρώθηκε εν επιδικία (άρθρο 261 παρ. 1 Α.Κ.). Συνεπώς, πρέπει να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στην ενάγουσα, για την ως άνω αιτία, το υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό των 34.934,66 ευρώ, νομιμότοκα από τη συμφωνημένη δήλη μέρα, ήτοι από 11 Οκτωβρίου 2010 (60 ημέρες από την έκδοση του τιμολογίου). Κατόπιν των ανωτέρω, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των τριάντα τεσσάρων χιλιάδων εννιακοσίων τριάντα τεσσάρων ευρώ και εξήντα έξι λεπτών (34.934,66), νομιμότοκα από τη συμφωνημένη δήλη μέρα της παρέλευσης εξήντα [60] ημερών από την έκδοση του ως άνω τιμολογίου, ήτοι από 11 Οκτωβρίου 2010,  μέχρι την εξόφληση. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, λόγω της ήττας της, δεκτού γενομένου ως βασίμου του σχετικού αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την υπό κρίση έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη με αριθμ. 2855/21-06-2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση στην εκκαλούσα του παραβόλου, το οποίο κατέθεσε για την άσκηση της υπό κρίση έφεσης.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των τριάντα τεσσάρων χιλιάδων εννιακοσίων τριάντα τεσσάρων ευρώ και εξήντα έξι λεπτών (34.934,66), νομιμότοκα από τη συμφωνημένη δήλη μέρα της παρέλευσης εξήντα [60] ημερών από την έκδοση του τιμολογίου, ήτοι από 11 Οκτωβρίου 2010, μέχρι την εξόφληση.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 23/07/2021, στον ίδιο τόπο, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ