Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 377/2021

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Β΄ Τμήμα

Αριθμός     377/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

[ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

Β΄ Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: …………….., η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από την πληρεξούσια Δικηγόρο της Αικατερίνη Τσιροβασίλη (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ομόρρυθμης εταιρεία …………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο της Ανάργυρο Δήμιζα (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

Η εκκαλούσα άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία, την από 26.07.2018, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/26.07.2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./26.7.2018 αγωγή της, ζητώντας να γίνει αυτή δεκτή.

Επί της ως άνω αγωγής, μετά από συζήτηση που έγινε, στις 05-10-2018, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, εκδόθηκε η με αριθμ. 3379/04.10.2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε η ως άνω αγωγή.

΄Ηδη η εκκαλούσα, με την από 05-11-2019 έφεση, που κατατέθηκε, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./05-11-2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../05-11-2019, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./05-11-2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../05-11-2019, προσδιορίστηκε δε για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, προσέβαλε την απόφαση αυτή, κατά τα αναφερόμενα στην έφεσή της κεφάλαια.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το οικείο πινάκιο, οι διάδικοι εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους Δικηγόρους, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, όπως σημειώνεται ανωτέρω και ανέπτυξαν τις απόψεις του διαδίκου, που έκαστος εκπροσωπούσε, με τις έγγραφες προτάσεις, που προκατέθεσε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 05-11-2019 έφεση, που κατατέθηκε, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……/05-11-2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……/05-11-2019, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./05-11-2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./05-11-2019,  κατά της με αριθμ. 3379/04.10.2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 26.07.2018, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../26.07.2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../26.7.2018 αγωγής της εκκαλούσας εναντίον της εφεσίβλητης, μετά από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 05-10-2018, κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, από την ηττηθείσα πρωτοδίκως ενάγουσα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 520 ΚΠολΔ, εφόσον έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης στην εκκαλούσα, με επιμέλεια της εφεσίβλητης, στις 21-10-2019 (βλ. σχετ. με αριθμ. …/21-10-2019 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ………, σε συνδυασμό με την από 21/10/2019 απόδειξη παραλαβής εγγράφου του Αξιωματικού Υπηρεσίας του Α.Τ. Καμινίων Ν. Φαλήρου, ……….., Αστυφύλακα (ΑΥ) και την από 22/10/2019 βεβαίωση του ιδίου ως άνω Δικαστικού Επιμελητή) και η υπό κρίση έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 05-11-2019. Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από την εκκαλούσα στο δημόσιο ταμείο το απαιτούμενο παράβολο των εκατό (100) ευρώ για την άσκηση αυτής (βλ. άρθρο 495 § 3 Α περ. γ΄ ΚΠολΔ), η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί από το παρόν Δικαστήριο, το οποίο είναι αρμόδιο, κατά τα άρθρα 19 ΚΠολΔ, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολ).

Με την από 26/10/2018 αγωγή της η ενάγουσα, εκθέτει, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι η εναγόμενη ομόρρυθμη εταιρεία, η οποία λειτουργεί ως Μονάδα Αδυνατίσματος – εργαστήριο αισθητικής – αδυνατίσματος, στον Πειραιά, κατά τους ισχυρισμούς των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγομένης και τη διαφημιστική εκστρατεία τους, ασχολείται με τη διατήρηση σε καλαίσθητη κατάσταση του προσώπου και του σώματος των πελατών της, με τεχνητές μεθόδους, όπως είναι η περιποίηση προσώπου και σώματος με μηχανικά μέσα. Ότι, ειδικότερα, η εναγομένη εμφανίζεται να παρέχει υπηρεσίες, μεταξύ άλλων, στους τομείς της επιμέλειας αισθητικής προσώπου και σώματος, καθώς και ενεργητικής και παθητικής γυμναστικής, με χρήση ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών μηχανημάτων και μηχανημάτων, που λειτουργούν με θερμική ενέργεια, για τη διατήρηση της υγείας του σώματος και του αδυνατίσματος. Ότι την 23-1-2017, καθ’ ο χρόνο βάδιζε επί της οδού ……….., στον Πειραιά, την προσέγγισε νεαρή υπάλληλος, προστηθείσα στην υπηρεσία της εναγομένης, προτείνοντάς την να την ενημερώσει για προϊόντα και φροντίδες αισθητικής και καλλωπισμού. Ότι μετά την ενημέρωσή της δήλωσε ότι είχε κερδίσει μία δωρεάν συνεδρία αισθητικής περιποίησης και τη συνόδευσε στον παρακείμενο χώρο της επιχείρησης της εναγομένης στην ανωτέρω διεύθυνση, διαβεβαιώνοντάς την ότι δεν υπάρχει σχετικό κόστος, ούτε κάποια οικονομική επιβάρυνση για τη συνεδρία, την οποία είχε κερδίσει. Ότι οι προστηθείσες στην υπηρεσία της εναγομένης αισθητικοί, εκμεταλλευόμενες την έντονη επιθυμία της να βελτιώσει την εξωτερική της εμφάνιση, την έπεισαν ότι δήθεν η δωρεάν περιποίηση, που της υπόσχονταν, δεν είναι αρκετή και ότι για να έχει τα “θαυματουργά” αποτελέσματα, που της υπόσχονταν, θα έπρεπε να ακολουθήσουν κι άλλες συνεδρίες, κατά τις οποίες, με τη χρήση υψηλής τεχνικής, που υποστήριζαν ότι διέθεταν, τις μεθόδους, που χρησιμοποιούσαν και τη διαβεβαίωναν ότι δήθεν είναι οι κατάλληλες γι’ αυτήν και με τη χρήση καλλυντικών δήθεν πρωτοποριακών, που δεν υπάρχουν δήθεν παρόμοια στην αγορά, θα πετύχαιναν τη βελτίωση της κατάστασης του σώματος και του προσώπου της. Ότι, πεισθείσα σε όσα τις ανέφεραν οι προστηθέντες υπάλληλοι της εναγομένης, δέχθηκε και υπέγραψε τελικά τις αναφερόμενες σειρά συμβάσεων παροχής αισθητικής περιποίησης (31 τον αριθμό), κατά το χρονικό διάστημα από 23-1-2017 έως 17-7-2017, καταβάλλοντας το συνολικό ποσό των 15.402,24 ευρώ, μέσω της πιστωτικής της κάρτας της τράπεζας Eurobank, με επιμέρους καταβολές. Ότι κάθε φορά, που ευρίσκετο η ενάγουσα στο χώρο της εναγομένης, οι προστηθέντες στην υπηρεσία υπάλληλοί της, την έπειθαν είτε ότι δήθεν απαιτείται η χρήση κάποιου νέου προϊόντος, το οποίο θα εισάγονταν και διατίθεντο αποκλειστικά από την εναγομένη γι’ αυτήν, ενώ στην πραγματικότητα διατίθεντο στην αγορά τα εν λόγω προϊόντα, έναντι συνολικής αξίας 200 ευρώ, και ήταν ακατάλληλα για την ίδια, είτε ότι δήθεν χρειαζόταν να της εφαρμόσουν τις αναφερόμενες στην αγωγή πρωτοποριακές θεραπείες. Ότι οι παροχές αυτές, όμως, ήταν ακατάλληλες για τις ατομικές ανάγκες και την ηλικία της, καθώς διήνυε το 60° έτος της ηλικίας της, με αποτέλεσμα, λόγω της παραπλανητικής συμπεριφοράς των υπάλληλων προστηθέντων στην υπηρεσία της εναγομένης, οι οποίοι έδιναν σε αυτήν αναληθείς υποσχέσεις, προέβη στην υπογραφή αλλεπάλληλων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών και χρεώθηκε η πιστωτική της κάρτα με το συνολικό ποσό των 15.402,24 ευρώ, χωρίς να υπάρξει βελτίωση της κατάστασης του προσώπου και του σώματός της. Ότι η εναγομένη, δια των προστηθέντων στην υπηρεσία υπαλλήλων της, προέβη σε ενέργειες αντίθετες με την καλή πίστη και τα χρηστά συναλλακτικά ήθη και με παραπλανητικές και αναληθείς διαβεβαιώσεις, καθώς και με προτάσεις, που ήταν εξ υπαρχής μη υλοποιήσιμες για την περίπτωσή της, παρέπεισε αυτήν και εξαπάτησε, καθώς οι προστηθέντες της εναγομένης παρουσίασαν ψευδή γεγονότα ως αληθινά, εν γνώσει τους ότι είναι ψευδή, αποκρύπτοντας από την ενάγουσα ότι οι παροχές, που της πρότειναν, δεν ήταν οι κατάλληλες για την περίπτωση και την ηλικία της (60 ετών), εφόσον δεν υπήρξε κανένα αισθητικό αποτέλεσμα στο πρόσωπο, το λαιμό και το σώμα της και ότι, τελικώς, δεν ήταν δυνατό να την κάνουν να δείχνει είκοσι (20) έτη νεότερη, γεγονός το οποίο, όμως, είχαν υποσχεθεί και εγγυηθεί, προκειμένου να αποκομίσει η εναγομένη παράνομο περιουσιακό όφελος σε βάρος της περιουσίας της, με αποτέλεσμα να υποστεί οικονομική ζημία, τεράστια ηθική βλάβη και προσβολή της προσωπικότητάς της. Ότι, κατά την υπογραφή των ένδικων συμβάσεων, δεν δόθηκε σε αυτήν ο απαιτούμενος χρόνος ούτε να διαβάσει το περιεχόμενο αυτών, ούτε και της έδωσαν ποτέ αντίγραφα αυτών, ούτε ενημερώθηκε για το περιεχόμενό τους. Ότι η συμπεριφορά της εναγομένης έγινε με υπερβολικό δελεασμό και χρησιμοποίηση ισχυρών δελεαστικών μέσων για την προσέλκυση πελατείας, στα οποία δύσκολα μπορεί να αντισταθεί κανείς και τα οποία ήταν άσχετα με την ποιότητα και την τιμή των προσφερομένων υπηρεσιών, με αποτέλεσμα, συνεπεία της καταστάσεως, που δημιουργήθηκε σε αυτήν, να μην έχει περιθώρια επιλογής με βάση αντικειμενικά κριτήρια. Ότι, τα ανωτέρω, που συνιστούν μεθοδεύσεις, με σκοπό την παραπλάνησή της στην υπογραφή σύμβασης, προσέβαλαν την προσωπικότητάς της. Ότι η εναγομένη, κατά παράβαση της με αριθ. 7 Υ.Α. 3215/30.6.1998 και με κίνδυνο της ζωής και της υγείας της, δεν ερεύνησε προηγουμένως, όπως όφειλε, την κατάσταση της υγείας της, λόγω της ηλικίας της (60 ετών), ούτε ζήτησε, όπως υποχρεούνταν, δια των προστηθέντων υπαλλήλων της, γνωμάτευση γιατρού. ΄Οτι κάθε φορά, που υπέγραφε μια σύμβαση με την εναγομένη και μέσα στο πλαίσιο των οικονομικών διευθετήσεων, επειδή δεν διέθετε μαζί της μετρητά, επεβλήθη σε αυτήν αναγκαστικώς από τους υπαλλήλους της εναγομένης, που ενεργούσαν σύμφωνα με τις εντολές και τις οδηγίες των υπευθύνων και ήταν προστηθέντες στην υπηρεσία της, να προβαίνει σε υπερχρεώσεις της πιστωτικής της κάρτας VISA της Τράπεζας «EuroBank», ενώ η εναγόμενη τελούσε σε πλήρη γνώση ότι υπερχρέωνε αυτήν προς τούτο, κατά παράβαση των συναλλακτικών ηθών και των οδηγιών της Τραπέζης της Ελλάδος, καθώς και ότι οι παροχές, που της πρότεινε, δεν ήταν ικανές, σύμφωνα με την κοινή πείρα και λογική να επιφέρουν στη δική της περίπτωση, με βάση τις ατομικές της ανάγκες και την ηλικία μου (60° έτος), τα αποτελέσματα, που της είχε εγγυηθεί η εναγομένη. Ότι, εξαιτίας της ανωτέρω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγομένης, όταν διαπίστωσε ότι δεν επιτυγχάνονται τα αποτελέσματα, που της είχαν εγγυηθεί, αναγκάσθηκε να υπαναχωρήσει από τις μεταξύ τους συμφωνίες και απέστειλε προς την εναγομένη την από 6-12-2017 εξώδικη δήλωση – διαμαρτυρία της, που επιδόθηκε στην τελευταία στις 12-12-2017, με την οποία την καλούσε να της αποδώσει το ως άνω ποσό των 15.402,94 ευρώ, το οποίο παράνομα της απέσπασε μέσω των προστηθέντων στην υπηρεσία της υπαλλήλων, εκμεταλλευόμενη την απειρία της στις συναλλαγές και αποκρύπτοντας τους όρους και τις συμβατικές δεσμεύσεις, που θα αναλάμβανε, παραπείθοντας αυτήν αντισυμβατικά και παράνομα να συμβληθεί στην παροχή ακατάλληλων για αυτήν υπηρεσιών, εξωθώντας με πιεστικές μεθόδους σε αλόγιστη υπερχρέωση του λογαριασμού της με χρήση της ως άνω πιστωτικής της κάρτας. Ότι η εναγομένη, σε μερική συμμόρφωσή της, της επέστρεψε, την 18-1-2018, μόνον το ποσό των 1.091,72 ευρώ, αναγνωρίζοντας εν μέρει την υποχρέωσή της, διότι δεν είχαν επέλθει τα αποτελέσματα, που της είχαν υποσχεθεί, ενώ, θα έπρεπε να της επιστραφεί ολόκληρο το ποσό των 15.402,94 ευρώ, που είχε καταβάλει. Ότι, ενώ προκατέβαλε το συνολικό ποσό των 15.402,94 ευρώ, λόγω της μη ακύρωσης του προγράμματος, η τράπεζα συνέχιζε να υποχρεώνει αυτήν στην πληρωμή των δόσεων για το πρόγραμμα, που προπλήρωσε, και το οποίο ποτέ δεν ολοκλήρωσε. Ότι, συνεπώς, λόγω της άρνησης της εναγομένης να της επιστρέψει το υπόλοιπο ποσό των 14.311,22 ευρώ, με την επίκληση ότι αντιστοιχεί στην αξία των παρασχεθεισών σε αυτήν υπηρεσιών (15.402,94 ευρώ – 1.091,72 ευρώ) 14.311,22 ευρώ, η ενάγουσα κοινοποίησε στην εναγομένη εκ νέου εξώδικη όχληση, την 3-4-2018, με την οποία ζητούσε να της αποδώσει το υπόλοιπο ως άνω οφειλόμενο ποσό, καθώς και να της παραδώσει: α) το κάθε όμοιο πρωτότυπο έγγραφο της κάθε σύμβασης παροχής υπηρεσιών, που είχε συνάψει με την εναγομένη και β) τις αποδείξεις παροχής υπηρεσιών για τις υπηρεσίες, που της προσέφερε. Ότι η εναγομένη της απάντησε με το από 24-4-2018 εξώδικο, χωρίς να προβεί στα όσα ανωτέρω της ζήτησε με το τελευταίο εξώδικό της. Με βάση το ιστορικό αυτό και μετά από νομότυπο περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε έντοκο αναγνωριστικό με τις νομότυπα και εμπρόθεσμα κατατεθείσες, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, έγγραφες προτάσεις της (άρθρα 237 παρ.1, 223 εδ. β’, 294 εδ. α’ και 295 παρ. 1 εδ. β’ ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την αντικατάσταση του πρώτου και της τροποποίηση των λοιπών με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015, που εφαρμόζεται κατά το άρθρο ένατο παρ. 2 του ίδιου νόμου για τις αγωγές που κατατίθενται μετά την 1η-1-12016), ζητούσε: 1) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να της καταβάλει: α) το ποσό των 14.311,22 ευρώ, ως θετική της ζημία, νομιμοτόκως από την επίδοση του πρώτου εξωδίκου της την 12-12-2017, άλλως από την επίδοση του δεύτερου εξωδίκου της την 3-4-2018, άλλως από την επίδοση της αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, άλλως με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, διότι η εναγομένη κατέστη πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας της για αιτία μη νόμιμη και με αντίστοιχη οικονομική της ζημία και ο πλουτισμός αυτός σώζεται μέχρι σήμερα και β) το ποσό των 50.040 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη, που αυτή υπέστη από την ως άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά, η οποία προκάλεσε σε αυτήν περιουσιακή ζημία, βλάβη της υγείας της και προσβολή της προσωπικότητάς της, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, το οποίο περιορίζει κατά το ποσό των 40 ευρώ, προκειμένου να παρασταθεί ως πολιτικώς ενάγουσα για την ίδια αιτία ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου. Επίσης, ζητούσε να προσκομίσει η εναγομένη τα πρωτότυπα όλων των συμβάσεων, που έχει υπογράψει με εκείνη και τα οποία όφειλε να της παραδώσει κατά τη σύναψη κάθε σύμβασης, άλλως να της χορηγήσει επίσημα αντίγραφα αυτών (συμβάσεων), που ευρίσκονται στα χέρια της, από τις οποίες φαίνονται επακριβώς οι όροι σύναψης αυτών, οι υπηρεσίες που όφειλε να της παράσχει η εναγομένη και το συμφωνηθέν τίμημα. Τέλος, ζητούσε να καταδικαστεί η εναγομένη στην δικαστική της δαπάνη. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς), με την εκκαλουμένη με αριθμ. 3379/04.10.2019 οριστική απόφαση του, μετά από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 05/10/2018, κατά την τακτική διαδικασία, απέρριψε την αγωγή, ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας  και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως, δεκτού γενομένου ως βασίμου του σχετικού ισχυρισμού της εναγομένης, καθόσον, όπως εκτίθεται στην εκκαλουμένη «…δεν αναφέρονται σ’ αυτή (αγωγή): α) η κατάσταση του σώματος και του προσώπου της ενάγουσας κατά την 23η-1-2017 που συμφώνησε με την εναγομένη να υπαχθεί και υπήχθει σε πρόγραμμα αδυνατίσματος του σώματος και του προσώπου αυτής (ενάγουσας) στην επιχείρηση (μονάδα αδυνατίσματος – εργαστήριο αισθητικής – αδυνατίσματος) της εναγομένης και δη όσον αφορά το βάρος του σώματός της, τους πόντους της μέσης και των γλουτών της και τις ρυτίδες του προσώπου και του λαιμού της, ενόψει του ότι, όπως ισχυρίζεται με το δικόγραφο της αγωγής και μετά τις παροχές που της παρέσχε η εναγομένη δεν υπήρξε αφενός κανένα αισθητικό αποτέλεσμα στο πρόσωπο, το λαιμό και το σώμα της, ήτοι δεν έχασε καθόλου βάρος αλλά ούτε και πόντους από τη μέση, τους γλουτούς και την περιφέρειά της, ούτε απέκτησε σφριγηλό σώμα, αλλά ούτε λειάνθηκαν οι ρυτίδες στο πρόσωπό της και στο λαιμό της, ώστε να φαίνεται 20 χρόνια νεότερη και β) η αξία (τιμή) εκάστου των αναφερόμενων στο δικόγραφο της αγωγής προϊόντων, που η εναγομένη εφάρμοζε αποκλειστικά γι’ αυτήν. Ενόψει των ανωτέρω παραλείψεων το Δικαστήριο δεν έχει την δυνατότητα να προβεί στη νομική θεμελίωση της αγωγής, ούτε παρέχεται στην εναγομένη η ευχέρεια της άμυνας με ανταπόδειξη ή ένσταση κατά της αξίωσης της ενάγουσας…» και επέβαλε τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης, σε βάρος της ενάγουσας, τα οποία όρισε στο ποσό των χιλίων επτακοσίων (1.700,00) ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η εκκαλούσα, με την υπό κρίση έφεσή της, για τους αναφερομένους σε αυτήν λόγους, οι οποίοι, κατ’ ορθή εκτίμηση, ανάγονται σ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Ζητά δε να γίνει δεκτή η έφεσή της, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, με τη μνεία ότι η εναγομένη προσκόμισε αντίγραφα των αιτουμένων με την αγωγή εγγράφων με τις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και να γίνει δεκτή στο σύνολό της η ως άνω αγωγή της.

Από τις διατάξεις δε των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β΄, 914 και 932 Α.Κ. προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση ή (και) προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά, που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξεως. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρεώσεως λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων, όπως, ιδίως, επιβάλλεται, σύμφωνα με την καλή πίστη και την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, όταν ο υπαίτιος δημιούργησε ορισμένη επικίνδυνη κατάσταση, οπότε έχει υποχρέωση να λάβει κάθε ενδεικνυόμενο από τις περιστάσεις μέτρο, για την αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε τρίτους από την κατάσταση αυτή. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει, όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρ. 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, κατά συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (άρθρ. 298 Α.Κ.), ήταν επαρκώς ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και επέφερε πράγματι στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΟλΑΠ 2/2019 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 8/2018 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 967/1973, ΑΠ 658/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 693/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 864/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 78/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1007/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 123/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 59/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1849/2017 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 189/2020 Δημ. Νόμος). Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία, που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων, που θεμελιώνουν, σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα, σε τρόπο ώστε να παρέχεται στο μεν εναγόμενο η ευχέρεια της άμυνας, στο δε δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βασίμου, κατά το νόμο, της αγωγής (ΑΠ 78/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 367/2020 Δημ. Νόμος). Έτσι, η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς είναι συνυφασμένη με την υποβολή αιτήματος ορισμένου και όχι αορίστου. Διαφορετικά, το δικαστήριο βρίσκεται σε αδυναμία να εκδώσει απόφαση συγκεκριμένη και επιδεκτική εκτέλεσης. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψη της ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας, είτε κατόπιν προβολής της σχετικής ένστασης, είτε αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 78/2020 ό.π., ΑΠ 367/2020 ό.π.). Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 1366/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 101/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1152/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1312/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 677/2013 Δημ. Νόμος). Συνεπώς, στοιχεία της σχετικής αγωγής προς καταβολή αποζημίωσης ή (και) χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, προκειμένου αυτή να είναι, κατά το άρθρ. 216 § 1 ΚΠολΔ, ορισμένη, είναι η ύπαρξη παράνομης συμπεριφοράς, οφειλόμενης σε υπαιτιότητα του δράστη, δηλαδή, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια, που απαιτείται στις συναλλαγές, η πρόκληση ζημίας ή, αναλόγως, ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας ή της ηθικής βλάβης και της ψυχικής οδύνης που προκλήθηκαν. Όσον αφορά στην υπαιτιότητα, ο ενάγων πρέπει να επικαλεσθεί υπαίτια συμπεριφορά με το χαρακτηρισμό είτε του δόλου είτε της αμέλειας, το δε δικαστήριο προβαίνει στον ειδικότερο προσδιορισμό της υπαιτιότητας στην συγκεκριμένη περίπτωση από την εκτίμηση των αποδείξεων, χωρίς να επέρχεται μεταβολή της βάσεως της αγωγής (ΟλΑΠ 2/2019 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 8/2018 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 967/1973, ΑΠ 123/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 59/2019 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 189/2020 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, η ανεπάρκεια των πραγματικών περιστατικών, που εκτίθενται στην αγωγή σε σχέση με αυτά, που απαιτούνται από το νόμο για τη θεμελίωσή της, χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία και ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο από τον αριθμό 1 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, ως παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο της ουσίας έκρινε τελικά ως ορισμένη την αγωγή, αρκούμενο σε λιγότερα ή διαφορετικά στοιχεία από αυτά που απαιτεί ο νόμος. Με τον ίδιο λόγο ελέγχεται και το σφάλμα του δικαστηρίου της ουσίας να κρίνει ως αόριστη την αγωγή, αξιώνοντας για τη θεμελίωσή της περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωση του επίδικου δικαιώματος (ΟλΑΠ 18/1998, ΑΠ 2/2020 ό.π.). Επομένως, νομική είναι η αοριστία, που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΑΠ 2/2020 ό.π., ΑΠ 419/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 101/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1424/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1152/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 683/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 697/2012 Δημ. Νόμος). Αντίθετα, η έλλειψη εξειδίκευσης των πραγματικών περιστατικών, που θεμελιώνουν το ασκούμενο με την αγωγή ή την ένσταση ουσιαστικό δικαίωμα και αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του αντίστοιχου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, χαρακτηρίζεται ως ποσοτική αοριστία της αγωγής ή της ένστασης, ενώ η επίκληση απλώς των στοιχείων του νόμου, χωρίς αναφορά πραγματικών περιστατικών, χαρακτηρίζεται ως ποιοτική αοριστία της αγωγής ή της ένστασης και ελέγχονται και οι δύο αναιρετικά με τους λόγους από τους αριθ. 8 και 14 του αρθρ. 559 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 1573/1981, ΑΠ 78/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2/2020 ό.π., ΑΠ 419/2018 ό.π., ΑΠ 1152/2017 ό.π., ΑΠ 782/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 683/2013 ό.π., ΑΠ 697/2012 ό.π.). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 106 ΚΠολΔ, το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς, που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις, που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά, κατά τη διάταξη δε του άρθρου 111 παρ.2 ΚΠολΔ καμία κύρια ή παρεμπίπτουσα αίτηση για δικαστική προστασία δεν μπορεί να εισαχθεί στο δικαστήριο χωρίς να τηρηθεί προδικασία, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά, ενώ, κατά τη διάταξη του άρθρου 224 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτη η μεταβολή της βάσης της αγωγής, επιτρέπεται, όμως, στον ενάγοντα, με τις κατατιθέμενες, κατά το άρθρ. 237 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, προτάσεις του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, να συμπληρώσει, διευκρινίσει ή να διορθώσει τους ισχυρισμούς του, αρκεί να μη μεταβάλλεται έτσι η βάση της αγωγής του. Με το εδ. α` καθιερώνεται η αρχή της απαγόρευσης της μεταβολής, της βάσης της αγωγής, για λόγους αποτροπής αιφνιδιασμού του εναγομένου και παγιοποίησης του αντικειμένου της δίκης και συνακόλουθα της αποδεικτικής διαδικασίας και της διάγνωσης από το δικαστήριο. Ως βάση της αγωγής, της οποίας δεν επιτρέπεται η μεταβολή, νοείται η ιστορική βάση αυτής, ήτοι το σύνολο των γεγονότων (πραγματικών περιστατικών) επί των οποίων θεμελιώνεται το αίτημα αυτής (ΟλΑΠ 2/1994, ΑΠ 1110/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1152/2017 Δημ. Νόμος), [ανεξαρτήτως του δοθέντος από τους διαδίκους νομικού χαρακτηρισμού], χωρίς την επίκληση των οποίων δεν είναι εφικτή η διάγνωση της επίδικης έννομης σχέσης (ΑΠ 1152/2017 ό.π., ΑΠ 1087/2014, ΑΠ 460/2013, ΑΠ 309/2011). Μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής, η οποία επάγεται το, κατά τα ανωτέρω, απαράδεκτο, αποτελεί η προσθήκη νέων περιστατικών, παλαιότερων ή οψιγενών, με τα οποία τροποποιείται ή αντικαθίσταται η ιστορική βάση της αγωγής με άλλη ή προστίθεται στην αγωγή και νέα ιστορική βάση (ΑΠ 1110/2020 ό.π., ΑΠ 1152/2017 ό.π., ΑΠ 1183/2015) ή μεταβάλλεται η σειρά των περισσοτέρων βάσεων, που ασκούνται επικουρικώς (ΑΠ 1110/2020 ό.π.). Έτσι, η επίκληση νέων πραγματικών περιστατικών με τις προτάσεις είναι απαράδεκτη, εφόσον χωρίς αυτή η αγωγή ήταν απορριπτέα ως αόριστη (ΑΠ 1110/2020 ό.π.). Αντιθέτως, είναι επιτρεπτή η με τις προτάσεις εξειδίκευση πραγματικών γεγονότων, στα οποία στηρίζεται ο νομικός χαρακτηρισμός, καθώς και η επίκληση των πραγματικών γεγονότων, που είναι παραγωγικά ενός δικαιώματος. Μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής υπάρχει όταν η προσθήκη, που γίνεται, αφορά το αντικείμενο της δίκης, την επίδικη έννομη σχέση, της οποίας η διάγνωση δεν θα ήταν δυνατή χωρίς την προσθήκη. Η κατά παράβαση του άρθρου 224 ΚΠολΔ μεταβολή της βάσης της αγωγής ή η ανεπίτρεπτη συμπλήρωση ισχυρισμών, καθιστά απαράδεκτη αυτή (ΑΠ 1110/2020 ό.π.). Δεν συνιστά, όμως, απαράδεκτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής η συγκεκριμενοποίηση αόριστης νομικής έννοιας (όπως η αμέλεια, ο δόλος κλπ.) από τον ενάγοντα με τις προτάσεις του ή από το δικαστήριο, με βάση τα ειδικότερα περιστατικά, που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία και θεμελιώνουν τη σχετική αόριστη νομική έννοια, έστω και αν αυτά δεν συμπίπτουν πλήρως με τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ούτε η επίκληση από τον ενάγοντα ή η παραδοχή από το δικαστήριο για τη συναγωγή του αποδεικτικού πορίσματός του και νέων γεγονότων, τα οποία διασαφηνίζουν ουσιώδεις αγωγικούς ισχυρισμούς ή συνιστούν μη αυτοτελή παραλλαγή της αρχικής ιστορικής αιτίας και δεν αναιρούν την ταυτότητα του βασικού βιοτικού συμβάντος, που στηρίζει το αίτημα της αγωγής (ΑΠ 1110/2020 ό.π., ΑΠ 658/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1152/2017 ό.π., ΑΠ 846/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 517/2017, ΑΠ 1087/2014, σχετ. ΑΠ 1854/2011, ΑΠ 832/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1467/2009, ΕφΛαρ 267/2015 Δημ. Νόμος), αρκεί έτσι να μην μεταβάλλεται ριζικά η έννοια της αμέλειας και να προσδίδεται σε αυτήν εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο σε σχέση με το αντίστοιχο περιεχόμενο της αγωγής (ΑΠ 846/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 832/2011 ό.π.).

Περαιτέρω, το άρθρο 922 Α.Κ. προβλέπει την ευθύνη του προστήσαντος για τη ζημία, που ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα, κατά την υπηρεσία του, ενώ το άρθρο 926 Α.Κ. καθορίζει την εις ολόκληρον ενοχή από ζημία, που προκλήθηκε από περισσότερους (ΑΠ 1110/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 123/2019 ό.π.). Ειδικότερα, από τη διάταξη του άρθρου 922 του Α.Κ., που ορίζει ότι: “Ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλον σε μια υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του”, συνάγεται ότι η ίδρυση ευθύνης του προστήσαντος από αδικοπραξία του προστηθέντος προϋποθέτει: 1) σχέση προστήσεως, η οποία υπάρχει όταν ο προστήσας διατηρεί το δικαίωμα να δίνει οδηγίες και εντολές στον προστηθέντα, σε σχέση με τον τρόπο εκπληρώσεως της υπηρεσίας του, 2) ενέργεια του προστηθέντος παράνομη και υπαίτια που να καλύπτει τους όρους του άρθρου 914 του Α.Κ. και 3) η ενέργεια αυτή του προστηθέντος να έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του είχε ανατεθεί, ακόμη δε και κατά κατάχρηση αυτής, η οποία υφίσταται όταν η ζημιογόνος πράξη τελέσθηκε μεν εντός των ορίων των καθηκόντων που ανατέθηκαν στον προστηθέντα, ή επ` ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας, αλλά κατά παράβαση των εντολών και των οδηγιών, που δόθηκαν σ` αυτόν ή καθ` υπέρβαση των καθηκόντων του, εφόσον μεταξύ της ζημιογόνου ενεργείας του προστηθέντος και της ανατεθείσας σ` αυτόν υπηρεσίας υπάρχει εσωτερική συνάφεια, υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατό να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας (ΑΠ 1110/2020 ό.π., ΑΠ 1359/2019, ΑΠ 1621/2018, ΑΠ 1440/2014, ΑΠ 365/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1711/2008 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ (Μον) 189/2020 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 6675/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 5632/2010 Δημ. Νόμος). Η επίκληση δε της νομικής έννοιας της προστήσεως εμπεριέχει και πρόταση γεγονότων, που τη συγκροτούν, όπως η διαφύλαξη του δικαιώματος παροχής οδηγιών κλπ, η δε συγκεκριμενοποίηση των αναφερόμενων στην αγωγή βασικών γνωρισμάτων της νομικής έννοιας της προστήσεως μπορεί να γίνει με βάση τα ειδικότερα περιστατικά που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία, έστω κι αν αυτά δεν τα έχει επικαλεστεί ο ενάγων (ΑΠ 1110/2020 ό.π.). Από το συνδυασμό των άνω διατάξεων με αυτές των άρθρων 481, 483 – 486, 922 και 926 Α.Κ. συνάγεται ότι ο προστήσας ευθύνεται εις ολόκληρον με τον προστηθέντα, που παράνομα και υπαίτια προκάλεσε την περιουσιακή ή τη μη περιουσιακή ζημία, δημιουργούμενης έτσι παθητικής εις ολόκληρον ενοχής (Α.Π. 181/2011, Α.Π. 72/2007, Α.Π. 160/2001 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 664/2020 Δημ. Ιστοσελ.ΕφΠειρ, ΜονΕφΠειρ 28/2019 Δημ. Ιστοσελ.ΕφΠειρ, ΜονΕφΠειρ 207/2015 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, κατά το άρθρο 330 Α.Κ., ο οφειλέτης ενέχεται, αν δεν ορίστηκε κάτι άλλο, για κάθε αθέτηση της υποχρέωσής του από δόλο ή αμέλεια, δική του ή των νομίμων αντιπροσώπων του, και ότι αμέλεια υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές (ΑΠ 123/2019 ό.π., ΑΠ 1/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 758/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1312/2015 Δημ. Νόμος).

Εξάλλου, υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται σύμβαση, μπορεί, πέρα από την αξίωση, που πηγάζει από τη σύμβαση, να επιστηρίζει και αξίωση από αδικοπραξία, εάν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη θα ήταν παράνομη ως αντικείμενη στο γενικό καθήκον να μη ζημιώνει κανείς υπαιτίως άλλον (Ολομ. ΑΠ 967/1973, ΑΠ 345/2018 Δημ. Νόμος). Και ναι μεν, κατ’ αρχήν, μόνη η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής δεν συνιστά αδικοπραξία. Βέβαια αποτελεί πράξη παράνομη, όμως, οι έννομες συνέπειες της παραβάσεως ρυθμίζονται όχι από τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, αλλά από τις διατάξεις για τη μη εκπλήρωση της παροχής (αδυναμία παροχής, υπερημερία του οφειλέτη, πλημμελής εκπλήρωση της συμβάσεως κλπ). Πλην, όμως, μερικές φορές είναι δυνατό ένα και το αυτό βιοτικό γεγονός να συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις τόσο της αθέτησης της συμβάσεως όσο και της αδικοπραξίας. Στην περίπτωση αυτή το πραγματικό γεγονός υπόκειται σε πολλαπλή αξιολόγηση και αντιμετωπίζεται από διαφορετικές απόψεις. Όπως δε κρατεί στη νομολογία, η υπαίτια (από δόλο ή αμέλεια) και ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται μία σύμβαση και γεννάται ενδοσυμβατική ευθύνη του οφειλέτη, μπορεί, πέρα από την αξίωση, που πηγάζει από τη σύμβαση, να θεμελιώσει ευθύνη και από αδικοπραξία, αν, και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη, θα ήταν καθαυτή παράνομη, ως αντικείμενη στο γενικό καθήκον που επιβάλλει το άρθρο 914 Α.Κ., να μη ζημιώνει κάποιος υπαιτίως άλλον, στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται και κάθε προσβολή του προσώπου ή των προστατευόμενων έννομων αγαθών (υλικών ή ηθικών) του άλλου (ΑΠ Ολ 967/1973, ΑΠ 14/2021 Δημ. Νόμος, ΑΠ 862/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 920/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1636/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1424/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 345/2018 ό.π., ΑΠ 1115/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 680/2020 Δημ. Ιστοσελ.ΕφΠειρ, EA 980/2014 Δημ. Νόμος). Στην περίπτωση αυτή, ο δικαιούχος της αποζημιώσεως αποκτά συρροή αξιώσεων, την καθεμία από τις οποίες μπορεί να επιλέξει ή να τις ασκήσει και παραλλήλως, μία, όμως, φορά θα αποζημιωθεί, σε τρόπο ώστε, αν ικανοποιηθεί πλήρως βάσει της μιας ευθύνης, να μην μπορεί να ζητήσει ικανοποίηση βάσει της άλλης, εκτός αν αυτή έχει αντικείμενο αποζημιώσεως μεγαλύτερο από εκείνη, οπότε σώζεται ως προς το επιπλέον (ΑΠ 345/2018 ό.π., ΑΠ 1636/2018 ό.π., ΑΠ 1354/2015 ό.π., ΑΠ 1500/2014 Δημ. Νόμος).

Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914 και 932 του ΑΚ, σαφώς συνάγεται ότι, σε περίπτωση προσβολής της προσωπικότητας φυσικού προσώπου ή της φήμης νομικού προσώπου από παράνομη και υπαίτια πράξη του προσβάλλοντος, μπορεί να επιδικασθεί χρηματική ικανοποίηση, αν εξαιτίας της προσβολής αυτής επήλθε οποιαδήποτε προσβολή της προσωπικότητας ή της φήμης. Επί προσβολής της προσωπικότητας για την αξίωση αποζημίωσης, καθώς και για τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ο νόμος απαιτεί η προσβολή να είναι παράνομη και υπαίτια, αρκεί δε κάθε είδους υπαιτιότητα, από δόλο ή από αμέλεια (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 419/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 97/2018 Δημ. Νόμος). Προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη τρίτου, με την οποία διαταράσσεται η κατάσταση, που υπάρχει σε μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής. Η προσβολή είναι παράνομη όταν η επέμβαση στην προσωπικότητα του άλλου δεν είναι επιτρεπτή από το δίκαιο ή γίνεται σε ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο, όμως, είναι από άποψη έννομης τάξης μικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται καταχρηστικά. Ενόψει της συγκρούσεως των προστατευόμενων αγαθών προς τα προστατευόμενα αγαθά της προσωπικότητας των άλλων ή προς το συμφέρον της ολότητας, θα πρέπει να αξιολογούνται και να σταθμίζονται στη συγκεκριμένη περίπτωση τα συγκρινόμενα έννομα αγαθά και συμφέροντα για την διακρίβωση της ύπαρξης προσβολής του δικαιώματος επί της προσωπικότητας και ο παράνομος χαρακτήρας της. Τα έννομα αγαθά, που περικλείονται στο δικαίωμα της προσωπικότητας (η τιμή, δηλαδή η ηθική αξία και υπόληψη, η κοινωνική αξία δηλαδή κάθε ανθρώπου, αντικατοπτριζόμενες στην αντίληψη και την εκτίμηση, που έχουν οι άλλοι γι’ αυτόν, η ψυχική υγεία και ο συναισθηματικός κόσμος του ατόμου, η ιδιωτική ζωή, η εικόνα, η σφαίρα του απορρήτου κ.ά.), δεν αποτελούν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επιμέρους εκδηλώσεις, εκφάνσεις ή πλευρές του ενιαίου δικαιώματος επί της ιδίας προσωπικότητας, έτσι, ώστε, η προσβολή οποιασδήποτε εκφάνσεως της προσωπικότητας να σημαίνει και προσβολή της συνολικής έννοιας προσωπικότητα (ΑΠ 97/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 920/2018 ό.π., ΑΠ 1354/2015 Δημ. Νόμος). Η προσβολή της προσωπικότητας μπορεί να προέλθει και από ποινικώς κολάσιμη πράξη (πρβλ. Ολ ΑΠ 3/2008, ΑΠ 220/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1056/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος). Από αυτά παρέπεται ότι αν, εκτός από την υπαίτια (από δόλο ή αμέλεια) μη εκπλήρωση ή πλημμελή εκπλήρωση κάποιας συμβάσεως, συντρέχουν επί πλέον γεγονότα, που συνιστούν συμπεριφορά προσβλητική της προσωπικότητας του αντισυμβαλλομένου, κατά την άνω έννοια, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος υπέστη ηθική βλάβη, συνδεομένη αιτιωδώς με τη συμπεριφορά αυτή του υπαιτίου, γεννιέται αξίωση χρηματικής ικανοποιήσεως για αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 59 και 932 Α.Κ. (ΑΠ 920/2018 ό.π., ΑΠ 1354/2015 Δημ. Νόμος).

Από το άρθρο δε 932 του Α.Κ. προκύπτει ότι, σκοπός της διατάξεως είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μίας δίκαιης και επαρκούς ανακούφισης και παρηγοριάς, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημιώσεως για ηθική βλάβη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση το σκοπό αυτόν αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του “ευλόγου” εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Τέτοια στοιχεία είναι κυρίως: το είδος και η βαρύτητα της προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στο βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος, οι όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν το δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 του Α.Κ εύλογη κρίση του (όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις, αλλά) κατ` εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου, που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 του A.K. και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκείμενων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας, που περιέχονται στον Αστικό Κώδικα. Η κρίση του δικαστηρίου ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης αποφασίζεται (κατ’  αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενού ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος), με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση, (όσον αφορά τον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στη δεύτερη, (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας τους, αφού το δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του “ευλόγου” και συνακόλουθα το “εύλογο” εμπεριέχεται αναγκαίως στο “ανάλογο”. Άλλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του. Ενόψει όλων αυτών η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσης χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 ΚΠολΔ αναλόγως από τους αρ. 1 ή 19), η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος) υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (ΟλΑΠ 9/2015, ΑΠ 864/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 79/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 132/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 65/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 142/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 276/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1170/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1146/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 845/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 97/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 80/2018, ΑΠ 2081/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 464/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1207/2017 ό.π.). Προϋπόθεση για την εφαρμογή της Α.Κ. 932 αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε, η τέλεση αδικοπραξίας, δηλαδή η τέλεση είτε παράνομης και υπαίτιας πράξης, κατά την Α.Κ. 914, είτε και απλώς παράνομης πράξης, εφόσον δημιουργείται υποχρέωση αποζημίωσης (π.χ. περιπτώσεις αντικειμενικής ευθύνης), χωρίς να είναι αναγκαστικά και ποινικά κολάσιμη (ΜονΕφΠειρ 450/2020 Δημ.Ιστοσελ ΕφΠειρ, Εφ.Αθ. 15/2019, Εφ.Αθ. 29/2019 Δημ. Νόμος).

Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 1 ν. 2251/1994, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 ν. 3587/2007 ορίζονται τα ακόλουθα: “1. Τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των καταναλωτών τελούν υπό την προστασία του Κράτους. 2. Το Κράτος μεριμνά ιδίως για: α) την υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών, …. 3. … 4. Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων του παρόντος νόμου νοούνται: α) Καταναλωτής, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα για τα οποία προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες, που προσφέρονται στην αγορά και τα οποία κάνουν χρήση των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη τους. …. β) Προμηθευτής, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, κατά την άσκηση της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας του, προμηθεύει προϊόντα ή παρέχει υπηρεσίες στον καταναλωτή.…”. Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 8 του ίδιου νόμου (2251/1994), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 παρ. 1 ν. 3587/2007 (ΦΕΚ Α 152/10.7.2007), ορίζονται τα ακόλουθα: “1. Ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη, που προκάλεσε παράνομα και υπαίτια, με πράξη ή παράλειψή του, κατά την παροχή αυτών στον καταναλωτή. Ως παρέχων υπηρεσίες νοείται όποιος, στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, παρέχει υπηρεσία, κατά τρόπο ανεξάρτητο. 2. Δεν είναι υπηρεσία, με την έννοια αυτού του άρθρου, παροχή η οποία έχει ως άμεσο και αποκλειστικό αντικείμενο την κατασκευή προϊόντων ή τη μεταβίβαση εμπραγμάτων δικαιωμάτων ή δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. 3. Ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας. 4. Ο παρέχων υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης για την έλλειψη παρανομίας και υπαιτιότητάς του. Για την έλλειψη υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδίως: α) η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με το βαθμό επικινδυνότητάς της, β) η παρουσίαση και ο τρόπος παροχής της, γ) ο χρόνος παροχής της, δ) η αξία της παρεχόμενης υπηρεσίας, ε) η ελευθερία δράσης, που καταλείπεται στον ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας, στ) αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων και ζ) αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτελεί εθελοντική προσφορά του παρέχοντος αυτήν. 5. Η ύπαρξη ή η δυνατότητα παροχής τελειότερης υπηρεσίας κατά το χρόνο παροχής της συγκεκριμένης υπηρεσίας ή μεταγενέστερα δεν θεμελιώνει χωρίς άλλο λόγο υπαιτιότητα.» (βλ. σχετ. ΑΠ 693/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1295/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1359/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1849/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 535/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 3270/2012 Δημ. Νόμος). Από τη δεύτερη ανωτέρω διάταξη, η οποία αποτελεί εξειδικευμένη ρύθμιση αδικοπρακτικής ευθύνης, προκύπτει ότι η ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες μπορεί να είναι είτε ενδοσυμβατική είτε αδικοπρακτική, ανεξάρτητα από προϋφιστάμενη ενοχική σχέση μεταξύ παρέχοντος τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος. Προϋποθέσεις για τη θεμελίωση ευθύνης σε βάρος του παρέχοντος υπηρεσίες είναι οι παρακάτω: α) Παροχή ανεξάρτητων υπηρεσιών στα πλαίσια άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας. β) Υπαιτιότητα του παρέχοντος υπηρεσίες κατά την παροχή υπηρεσίας, η οποία τεκμαίρεται, διότι εισάγεται νόθος αντικειμενική ευθύνη (ολομ.ΑΠ 18/1999, ΑΠ 1849/2017 ό.π.) και ο παρέχων έχει το βάρος απόδειξης της έλλειψής της. Ως κριτήρια για την εκτίμηση της ύπαρξης υπαιτιότητας αναφέρονται στο νόμο η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών. γ) Παράνομο. Η συμπεριφορά του παρέχοντος υπηρεσίες θα πρέπει ν’ ανταποκρίνεται στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, δηλαδή στις συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας, που επιβάλλουν οι κανόνες της επιστήμης ή τέχνης του. δ) Ζημία με βάση το γενικό δίκαιο της αποζημίωσης. Και ε) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ παροχής της υπηρεσίας και ζημίας. Εφόσον συντρέχουν οι ανωτέρω προβλεπόμενες από το άρθρο 8 προϋποθέσεις, ο βλαπτόμενος και υφιστάμενος ζημία δύναται με αγωγή κατά του παρέχοντος τις υπηρεσίες (η οποία δεν αποκλείει την κοινή αδικοπρακτική ούτε την ενδοσυμβατική ευθύνη κατά τον Α.Κ.) ν’ αξιώσει την αποκατάστασή της (ΑΠ 1295/2019 ό.π., ΑΠ 1849/2017 ό.π., ΕφΑθ 3270/2012 ό.π.). Ειδικότερα, η παράνομη συμπεριφορά του παρέχοντος δεν συναρτάται με το πραγματικό περιεχόμενο της υποχρέωσής του, προς αποφυγή των κινδύνων, αλλά με την έλλειψη ασφάλειας των υπηρεσιών, που θεμιτά δικαιούται να αναμένει ο καταναλωτής, καθώς και με την οικοδόμηση της εμπιστοσύνης του στη συγκεκριμένη αγορά υπηρεσιών, δηλαδή με την παραβίαση της υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας, που όφειλε κατά το νόμο ή τη σύμβαση ή την καλή πίστη κατά τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις και μπορούσε να λάβει μέσα στη σφαίρα επιρροής του, κάτω από ομαλές προβλέψιμες συνθήκες, σε τρόπο ώστε οι παρεχόμενες από αυτόν υπηρεσίες, χρησιμοποιούμενες από τον καταναλωτή, να μη θέτουν σε κίνδυνο τα συμφέροντα του τελευταίου και ιδίως την ακεραιότητα της πίστης και της ασφαλούς παροχής υπηρεσιών, που τελικά είναι το προστατεύσιμο δικαίωμα (ΑΠ 1295/2019 ό.π., ΑΠ 1849/2017 ό.π., ΕφΘεσ 373/2020 Δημ. Νόμος, Αρμ. 2021, σελ. 419, σχ/νη, ΜονΕφΑθ 83/2017 Δημ. Νόμος). Οι προϋποθέσεις εξάλλου εφαρμογής του άρθρου 8 του ν. 2251/1994 ταυτίζονται με τις προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης του άρθρου 914 ΑΚ, ώστε να μη μπορεί να γίνει λόγος για αυτοτελή νόμιμο λόγο ευθύνης, αλλά για εξειδικευμένη ρύθμιση αδικοπρακτικής ευθύνης (ΑΠ 1295/2019 ό.π., ΑΠ 1849/2017 Δημ. Νόμος), με τη διαφορά ότι με το άρθρο αυτό καθιερώνεται νόθος αντικειμενική ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες. Συγκεκριμένα, το κύριο αποδεικτικό βάρος του ενάγοντος ζημιωθέντος δεν συνίσταται στην απόδειξη υπαιτιότητας του εναγομένου, η οποία τεκμαίρεται, αλλά στην απόδειξη παροχής της υπηρεσίας, της ζημίας και του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ παρέχοντος την υπηρεσία και ζημίας (ΑΠ 1295/2019 ό.π., ΑΠ 865/2017).

Κατά το άρθρο δε 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. το δικόγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα στοιχεία, που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 του ίδιου κώδικα και τους λόγους της έφεσης. Οι λόγοι της έφεσης συνίστανται σε ορισμένες αιτιάσεις κατά της εκκαλούμενης απόφασης, που αναφέρονται είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστηρίου. Τα σφάλματα του δικαστηρίου είναι δυνατό να ανάγονται είτε στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου είτε στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία επαρκώς προσδιορίζεται όταν αναφέρεται στο εφετήριο ότι εξαιτίας αυτής οδηγήθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, χωρίς να είναι αναγκαία η εξειδίκευση των σφαλμάτων ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, αφού το εφετείο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ.), επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού, με βάση την καθολική αυτή επανεκτίμηση και όχι με βάση τα συνδεόμενα με αυτήν μερικότερα παράπονα του εκκαλούντος (ΑΠ 19/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1003/2017 Δημ. Νόμος). Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (Ολ ΑΠ 1/2016, Ολ ΑΠ 2/2013, Ολ ΑΠ 7/2006, ΑΠ 997/2017 Δημ. Νόμος). Οι λόγοι δε της έφεσης πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να μπορεί να οριοθετηθεί η εξουσία του εφετείου, ενόψει, μάλιστα, της διάταξης του άρθρου 522 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση (και τους τυχόν πρόσθετους λόγους αυτής) και να είναι σε θέση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να κρίνει για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους, αλλά και να μπορεί ο εφεσίβλητος να αμυνθεί, αποκρούοντας και ανασκευάζοντας αυτούς. Η αοριστία του εφετηρίου δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ή με παραπομπή σε άλλα έγγραφα, έστω και της ιδίας δίκης. Οι αόριστοι λόγοι της έφεσης εξομοιώνονται με ανύπαρκτους και απορρίπτονται ως απαράδεκτοι και κατ` αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου. Εξάλλου, από το άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στα όρια, που καθορίζονται από αυτήν και τους πρόσθετους λόγους στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δηλ. μόνον κατά τα προσβαλλόμενα “κεφάλαια” (ΑΠ 1396/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 19/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1003/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 791/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1163/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 755/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 431/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος). Το Εφετείο, για να αποφασίσει αν πρέπει ή όχι να εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση, είναι υποχρεωμένο να περιορισθεί στην έρευνα μόνο των παραπόνων, που διατυπώνονται με τους λόγους της έφεσης ή τους πρόσθετους λόγους, και των ισχυρισμών, που, ως υπεράσπιση κατά των λόγων αυτών, προβάλλει, σύμφωνα με το άρθρο 527 αρ. 1 του ΚΠολΔ, ο εφεσίβλητος, καθώς και εκείνων των ζητημάτων η έρευνα των οποίων προηγείται, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο, για να ληφθεί απόφαση σε σχέση με τα παράπονα, που διατυπώνονται με τους λόγους έφεσης και τα οποία κατά νόμο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής ή της ένστασης (ΑΠ 224/2016 ό.π.). Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 526 του ΚΠολΔ «Είναι απαράδεκτη στην κατ’ έφεση δίκη κάθε μεταβολή της βάσης, του αντικειμένου και του αιτήματος της αγωγής και αν ο αντίδικος συναινεί. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως (ΕφΑθ 539/2019 ό.π.). Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 525 παρ. 2 και 526 ΚΠολΔ, συνάγεται, περαιτέρω, ότι αντικείμενο της πολιτικής δίκης είναι και στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας η δικονομική αξίωση, που έχει υποβληθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και εκφράζεται με αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας για την προβαλλόμενη ιστορική αιτία, με απόφαση του δικαστηρίου, σύμφωνη προς το υποβαλλόμενο αίτημα. Η έφεση δεν δημιουργεί νέο αντικείμενο της δίκης, αλλά αποτελεί, ανάλογα με το εάν η πρωτοβάθμια απόφαση ήταν δυσμενής ή ευνοϊκή για όποιον ζήτησε τη δικαστική προστασία, μέσο τελικής επίτευξης ή ματαίωσης της ικανοποίησης της δικανικής πιο πάνω αξίωσης με την υποβολή της σε νέα, δευτεροβάθμια, δικαστική κρίση (βλ. ΑΠ 1867/2017, ΑΠ 821/2010, Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 539/2019 Δημ. Νόμος). Κατά το άρθρο δε 536 του ίδιου Κώδικα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα, χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση, εκτός αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, δικάζει την υπόθεση κατ’ ουσίαν (ΑΠ 1396/2019 ό.π., ΑΠ 1290/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 224/2016 ό.π., ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 487/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 501/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 235/2014 Δημ. Νόμος). Από τα άρθρα 522, 524, 535 παρ. 1, 536 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει, επίσης, ότι με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στα όρια, που καθορίζονται από αυτήν και τους πρόσθετους λόγους, στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο έχει, ως προς την αγωγή, την αυτή, όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξουσία σχετικά με το νόμω βάσιμο, το ορισμένο και το παραδεκτό της αγωγής και μπορεί αν ο εκκαλών παραπονείται για την κατ’ ουσίαν απόρριψη της αγωγής του να εξετάσει αυτεπάγγελτα και να την απορρίψει μετ’ εξαφάνιση  της εκκαλουμένης, ως μη νόμιμη, χωρίς έτσι να γίνεται η εκδιδόμενη απόφαση επιβλαβέστερη γι’ αυτόν (ΑΠ 1003/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 791/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 591/2015 Δημ. Νόμος). Έτσι, αν η αγωγή απορρίφθηκε πρωτοδίκως για τυπικό λόγο, χωρίς να ερευνηθεί η ουσία αυτής και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κρίνει παραδεκτή και νόμω βάσιμη την αγωγή, μετά την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης, μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να ερευνήσει την ουσία αυτής και να την απορρίψει ή να την κάνει δεκτή κατ` ουσίαν, ανεξάρτητα αν το πρωτόδικο δικαστήριο ερεύνησε ή όχι την ουσία της υπόθεσης (ΑΠ 1065/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 298/2010 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑιγ 83/2020 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, κατά το άρθρο 534 του ίδιου Κώδικα, αν το αιτιολογικό της πρωτόδικης απόφασης κρίνεται εσφαλμένο, αλλά το διατακτικό της ορθό, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αντικαθιστά τις αιτιολογίες και απορρίπτει την έφεση. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει, ότι το εφετείο μπορεί να απορρίψει την έφεση του ενάγοντος, ως απαράδεκτη, όταν η αγωγή αυτού είχε απορριφθεί πρωτοδίκως για τυπικό λόγο και το ίδιο κρίνει αυτή απορριπτέα για άλλο, τυπικό, επίσης, λόγο, με αντικατάσταση της σχετικής αιτιολογίας, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι η νέα αιτιολογία δεν θα επάγεται δυσμενέστερες για τον εκκαλούντα συνέπειες, καθώς και ότι το εφετείο θα έχει εξαφανίσει προηγουμένως την πρωτόδικη απόφαση (ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της έφεσης προβάλλεται η αιτίαση ότι, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 και 216 ΚΠολΔ, καθώς και κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, έκρινε και έκανε δεκτή την ένσταση αοριστίας της εφεσίβλητης και προέβη σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, καθόσον παρανόμως και χωρίς αιτιολογία δεν έλαβε υπόψιν του τα νομίμως προσκομιζόμενα από την εκκαλούσα με τις προτάσεις της αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία αποδεικνύουν το πλήρως ορισμένο περιεχόμενο της αγωγής της και απέρριψε με την εκκαλούμενη, ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, την αγωγή, ενώ έπρεπε να κρίνει αυτήν αρκούντως ορισμένη. Όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής, κατ’ ορθή εκτίμηση του περιεχομένου της, αυτή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως, ως προς αμφότερες τις βάσεις της, καθώς δεν εκτίθεται στο αγωγικό δικόγραφο με σαφήνεια το σύνολο των γεγονότων (πραγματικών περιστατικών) επί των οποίων θεμελιώνονται τα αιτήματα αυτής, κατά την έννοια του άρθρου 216 ΚΠολΔ, τα πραγματικά, δηλαδή, περιστατικά, που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, για την αποκατάσταση της επικαλούμενης περιουσιακής ζημίας και την ικανοποίηση της μη περιουσιακής της ζημίας, η οποία τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των προστηθέντων της εναγομένης και δη τις παραπλανητικές ενέργειες των προστηθέντων της, ώστε να δύναται το Δικαστήριο να προβεί στη νομική θεμελίωση της αγωγής και να τάξει τις δέουσες αποδείξεις, η εναγομένη δε να αμυνθεί. Ειδικότερα, πέραν του γεγονότος ότι δεν προσδιορίζεται αρκούντως η κατάσταση του σώματος και του προσώπου της ενάγουσας, κατά την 23η-1-2017, οπότε συμφώνησε με την εναγομένη την υπαγωγή της σε πρόγραμμα αδυνατίσματος του σώματος και του προσώπου της στην επιχείρηση (μονάδα αδυνατίσματος – εργαστήριο αισθητικής – αδυνατίσματος) της εναγομένης, δεν διευκρινίζονται αρκούντως οι υπηρεσίες, που είχαν συμφωνηθεί να παρασχεθούν από την εναγομένη, κατά τρόπο ανεξάρτητο, στην ενάγουσα, τελική αποδέκτρια των παρεχομένων υπηρεσιών και αντισυμβαλλόμενή της, κατά την κατάρτιση διαδοχικών συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, η αξία εκάστης σύμβασης παροχής υπηρεσιών περιποίησης σώματος και προσώπου, ούτε, επίσης, προσδιορίζονται οι εκτελεσθείσες ή μη εκτελεσθείσες υπηρεσίες της εναγομένης έως την άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης από την ενάγουσα, η αξία εκάστης εξ αυτών, τα προϊόντα, που η εναγομένη εφάρμοσε στο πρόσωπο και στο σώμα της ενάγουσας και η αξία (τιμή) εκάστου των χρησιμοποιούμενων αποκλειστικά για την ίδια προϊόντων, κατά τη συμφωνία τους, καθώς, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, παρασχέθηκαν στην ενάγουσα ακατάλληλες για την ηλικία της και την κατάσταση του σώματος και του προσώπου της θεραπείες και χρησιμοποιήθηκαν ακατάλληλα προϊόντα, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό, όμως, της ακαταλληλότητας αυτών, μετά δε τις παρεχόμενες από την εναγομένη παροχές και τη χρησιμοποίηση προϊόντων στο σώμα και το πρόσωπό της, δεν υπήρξε κανένα αισθητικό αποτέλεσμα στο πρόσωπο, το λαιμό και το σώμα της, επήλθε βλάβη της υγείας της -χωρίς να προσδιορίζεται το είδος και η έκταση αυτής-, ενώ ταυτόχρονα επικαλείται αφενός μεν ότι προκατέβαλε, μέσω πιστωτικής κάρτας, το συνολικό ποσό της συμφωνηθείσας αμοιβής της εναγομένης, ύψους των 15.402,94 ευρώ, αφετέρου δε ότι η μη ακύρωση του προγράμματος είχε ως συνέπεια να συνεχίσει η τράπεζα να υποχρεώνει αυτήν στην πληρωμή των δόσεων για το πρόγραμμα, που προπλήρωσε, και το οποίο ποτέ, λόγω της υπαναχώρησής της, δεν ολοκλήρωσε. ΄Αλλωστε, η ύπαρξη ή η δυνατότητα παροχής τελειότερης υπηρεσίας κατά το χρόνο παροχής της συγκεκριμένης υπηρεσίας ή μεταγενέστερα δεν θεμελιώνει, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, χωρίς άλλο λόγο υπαιτιότητα (βλ. σχετ. ΑΠ 693/2020 ό.π.). Η αοριστία δε της αγωγής αφορά στη σαφή έκθεση των πραγματικών περιστατικών, που συνιστούν την ιστορική βάση της και στηρίζουν το αίτημα της, δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων και δεν εξαρτάται (η αοριστία) από την απόδειξη, εν προκειμένω, ως και ουσιαστικά βάσιμων των αγωγικών ισχυρισμών, που αποτελούν αντικείμενο της αποδεικτικής διαδικασίας, απορριπτομένων ως αβασίμων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της εκκαλούσας. Συνεπώς, εφόσον το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για την εκκαλούσα, κατ’ άρθρο 536 ΚΠολΔ, χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε την αγωγή, εναντίον της εναγομένης, ως παρόχου υπηρεσιών, κατά το μέρος, που επιχειρείται να θεμελιωθεί στις περί προστασίας του καταναλωτή διατάξεις του ν. 2251/1994 και στις περί αδικοπραξιών διατάξεις, καθώς και το βασιζόμενο σε αυτές αίτημα περί χρηματικής ικανοποίησης της ενάγουσας, λόγω ηθικής βλάβης, αυτεπαγγέλτως και κατ’ αποδοχή ως βάσιμου του σχετικού ισχυρισμού της εναγομένης, ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, δεν απαίτησε περισσότερα στοιχεία, από εκείνα, που απαιτεί ο νόμος, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, απορρίπτοντας την αγωγή, ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, έστω και με ελ­λιπή και εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, για το λόγο δε αυτό πρέπει, μετά τη συ­μπλήρωση και την αντικατάσταση των αιτιολογιών της εκκαλουμένης με τις πα­ρούσες (άρθρο 534 του ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΑΠ 1319/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2234/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 845/2011 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 357/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 30/2016 Δημ. Νόμος ΕφΛαρ 50/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 216/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 544/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 980/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 174/2014 Δημ. Νόμος), ν’ απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος ο πρώτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. Εξάλλου, οι ισχυρισμοί, με τους οποίους προβάλλονται με το δεύτερο λόγο έφεσης αιτιάσεις περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου και των διατάξεων 57, 914 και 932 ΑΚ, καθώς και των άρθρων 8 και 9 παρ. 6γ του ν. 2251/1994 και 386 ΠΚ των χρηστών και συναλλακτικών ηθών και της με αριθ. 7 Υ.Α. 3215/30-06-1998 και ότι, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, η εκκαλουμένη δεν δέχτηκε ότι η συμπεριφορά της εναγομένης είναι αδικοπρακτική, παράνομη, υπαίτια και αξιόποινη και ότι ένεκα αυτής δικαιούται αποκατάστασης της θετικής ζημίας, που έχει υποστεί ύψους 14.311,22 ευρώ, νομιμοτόκως, όπως ορίζεται στην αγωγή της και χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης που έχει υποστεί ύψους 50.000 ευρώ, όπως το ποσό αυτό περιορίστηκε στην υπό κρίση αγωγή της, στηρίζονται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως και είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, διότι η πλημμέλεια αυτή, που προϋποθέτει διάγνωση της υποθέσεως βάσει των αποδείξεων, προϋποθέτει ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης, η οποία δεν δημιουργείται όταν το δικαστήριο έχει απορρίψει την αγωγή ως αόριστη, όπως εν προκειμένω, έστω και αν οι αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασης είναι ανεπαρκείς (πρβλ. ΑΠ 99/2019 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 81/2021 Δημ. Ιστοσελ.ΕφΠειρ, Δημ. Νόμος), αφού στην περίπτωση αυτή η εκκαλουμένη, ως προς τα αιτούμενα κονδύλια, δεν έχει εκτιμήσει πραγματικά περιστατικά, οι ισχυρισμοί δε αυτοί, ανεξάρτητα από τη νομιμότητά τους, σε κάθε περίπτωση, συνιστούν απαράδεκτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής και είναι απορριπτέοι προεχόντως ως απαράδεκτοι.

Περαιτέρω, όσον αφορά στον τρίτο λόγο της έφεσης, σχετικά με την εσφαλμένη επιβολή σε βάρος της ενάγουσας των δικαστικών εξόδων της εναγομένης, λόγω της απόρριψης της αγωγής της, τα οποία ορίστηκαν με την εκκαλουμένη στο ποσό των χιλίων επτακοσίων ευρώ (1.700,00) ευρώ, ενώ, κατά τους ισχυρισμούς της, θα έπρεπε να επιδικαστούν αυτά σε βάρος της εναγομένης, σημειώνεται ότι, από τη διάταξη του άρθρου 193 Κ.Πολ.Δ προκύπτει, ότι, δεν επιτρέπεται προσβολή της απόφασης με ένδικο μέσο ως προς τα έξοδα, αν δεν περιλαμβάνει και την ουσία της υπόθεσης. Η προαναφερόμενη διάταξη δεν καθιστά απρόσβλητη από τα ένδικα μέσα της διάταξης της απόφασης περί δικαστικών εξόδων, αλλά απλώς ορίζει ότι, δεν είναι παραδεκτή αυτοτελής προσβολή αυτής με ένδικο μέσο μόνον ως προς τα έξοδα, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή και ως προς την ουσία της υπόθεσης (ΑΠ 555/2017 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 83/2019 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 46/2019 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 2375/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 462/2016 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠατρ 85/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 81/2021 Δημ. Ιστοσελ.ΕφΠειρ, Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 176 του ΚΠολΔ, ο διάδικος, που νικήθηκε καταδικάζεται να πληρώσει τα έξοδα (βλ. σχετ. ΑΠ 97/2018 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 46/2019 ό.π.). Η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου, που νικήθηκε, και η επιδίκαση δικηγορικής αμοιβής πάνω από τα καθοριζόμενα από τον Κώδικα περί δικηγόρων κατώτατα όρια δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας, αλλά είναι συνέπεια της αρχής της ήττας (ΑΠ 97/2018 ό.π., ΑΠ 1668/2014, ΑΠ 19/2014, ΑΠ 613/2010). Ο λόγος αυτός της κρινόμενης έφεσης, ο οποίος είναι παραδεκτός, αφού με τους δύο πρώτους λόγους της έφεσης προσβάλλεται και η ουσία της υπόθεσης (άρθρο 193 ΚΠολΔ) και νόμιμος (άρθρα 106, 176, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), πέραν της αοριστίας του, διότι δεν αναγράφεται στο δικόγραφο της εφέσεως ο νομικός κανόνας, που παραβιάστηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, με τον προσδιορισμό της δικαστικής δαπάνης σε βάρος της ενάγουσας στο ποσό των χιλίων επτακοσίων (1.700) ευρώ, συνεπεία της οποίας (παραβιάσεως) καθίσταται η επιδικασθείσα σε βάρος της εκκαλούσας, δικαστική δαπάνη μη νόμιμη και υπερβολική (βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ 545/2020 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ), κρίνεται απορριπτέος και ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν, διότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης, η ασκηθείσα αγωγή απορρίφθηκε στο σύνολό της, οπότε ορθώς επιβλήθηκαν σε βάρος της ενάγουσας, κατόπιν αιτήματος της εναγομένης (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), λόγω της ήττας της, τα δικαστικά έξοδα της τελευταίας (βλ. σχετ. ΑΠ 748/2017 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 774/2020 Δημ.Ιστοσελ.ΕφΠειρ, ΜονΕφΠειρ 81/2021 ό.π.). Κατά την επιβολή δε των εξόδων σε βάρος του ηττηθέντος διαδίκου (άρθρο 176 ΚΠολΔ), το δικαστήριο δεν απαιτείται να αιτιολογήσει ειδικά την κρίση του. Εξάλλου, τα οριζόμενα στο ν.δ. 4194/2013 “Κώδικας Δικηγόρων” όρια της δικηγορικής αμοιβής είναι τα ελάχιστα επιτρεπόμενα, με την έννοια ότι η δικηγορική αμοιβή δεν επιτρέπεται να ορισθεί σε ποσό κατώτερο αυτών, δεν απαγορεύεται, όμως, να ορισθεί σε ποσό ανώτερο (ΑΠ 99/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1437/2012), εν προκειμένω δε, σε κάθε περίπτωση, το αντικείμενο της αγωγής, δικαιολογεί τον προσδιορισμό των επιδικασθέντων πρωτοδίκως δικαστικών εξόδων της εναγομένης, που νίκησε (και η οποία πρωτοδίκως είχε υποβάλει σχετικό αίτημα περί επιδικάσεως σε αυτήν των δικαστικών της εξόδων), στο ποσό των χιλίων επτακοσίων (1.700) ευρώ (βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ 774/2020 ό.π., ΜονΕφΠειρ 81/2021 ό.π.). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, επέβαλε τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης σε βάρος της ενάγουσας και όρισε αυτά στο ποσό των χιλίων επτακοσίων (1.700) ευρώ, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με το σχετικό τρίτο λόγο της εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμα.

Κατόπιν των ανωτέρω, απορριπτομένων όλων των λόγων της εφέσεως, πρέπει να απορριφθεί, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, η από 05-11-2019 έφεση, κατά της ως άνω με αριθμ. 3379/04.10.2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από την εκκαλούσα για την άσκηση της έφεσης παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρ. 495 § 3 Κ.Πολ.Δ.). Τέλος, πρέπει να συμψηφισθεί στο σύνολό της, μεταξύ των διαδίκων, η δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού Δικαιοδοσίας (άρθρα 183, 179 ΚΠολΔ), καθώς ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την από 05-11-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……/05-11-2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……/05-11-2019, έφεση, κατά της με αριθμ. 3379/04.10.2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από την εκκαλούσα για την άσκηση της ως άνω έφεσης παραβόλου.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό της, μεταξύ των διαδίκων, τη δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του, στις 23/07/2021, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ