Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 410/2021

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Β΄ Τμήμα

Αριθμός   410/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

[ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

Β΄ Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις …………., στον Πειραιά, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: ………….. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο της Παναγιώτη Στελιάκη (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: ………….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια Δικηγόρο του Ευαγγελία Ρούτουλα (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

Ο εφεσίβλητος άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία, εναντίον της εκκαλούσας, την από 20.10.2012 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/2012 αγωγή του, ζητώντας να γίνει αυτή δεκτή.

Επί της ως άνω αγωγής, μετά από συζήτηση, που έγινε, στις 10/01/2014, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, εκδόθηκε η με αριθμ. 3719/14-08-2014 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία έγινε δεκτή εν μέρει η ως άνω αγωγή.

΄ΗΔΗ η εκκαλούσα, με την από 22-12-2014 έφεση, που κατατέθηκε, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με αριθμ. κατάθ. …/29-12-2014, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στις 27-11-2019, στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/06-02-2020 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …/06-02-2020, προσδιορίστηκε δε για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, προσέβαλε την απόφαση αυτή, κατά τα αναφερόμενα στην έφεσή της κεφάλαια.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το οικείο πινάκιο, οι διάδικοι εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους Δικηγόρους τους, όπως σημειώνεται ανωτέρω, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, όπως σημειώνεται ανωτέρω και έκαστος ανέπτυξε τις απόψεις του διαδίκου, που εκπροσωπούσε, με τις έγγραφες προτάσεις, που προκατατέθηκαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 22-12-2014 έφεση, που κατατέθηκε, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με αριθμ. κατάθ. …./29-12-2014, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στις 27-11-2019, στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./06-02-2020 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../06-02-2020, κατά της με αριθμ. 3719/14-08-2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, επί της από 20.10.2012 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/2012 αγωγής του εφεσιβλήτου εναντίον της εκκαλούσας, μετά από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 10/01/2014 κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, από την ηττηθείσα εν μέρει πρωτοδίκως εναγομένη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 520 ΚΠολΔ, εφόσον ακριβές φωτ/φο της εκκαλουμένης επιδόθηκε στην εκκαλούσα την 01/12/2014 (βλ. σχετ. από 01/12/2014 επισημείωση της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών …………. επί ακριβούς φωτ/φου της εκκαλουμένης) και η υπό κρίση έφεση κατατέθηκε, στις 29/12/2014, στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από την εκκαλούσα στο δημόσιο ταμείο το απαιτούμενο παράβολο των διακοσίων (200) ευρώ για την άσκηση αυτής (βλ. άρθρο 495 § 4 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 –ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015-, με έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015-), η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί από το παρόν Δικαστήριο, το οποίο είναι αρμόδιο, κατά τα άρθρα 19 ΚΠολΔ, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολ).

Με την υπό κρίση αγωγή, ο ενάγων εκθέτει, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι η εναγομένη προσέβαλε την προσωπικότητά του, κατά τους χρόνους, τόπο και υπό τις συνθήκες, που περιγράφονται λεπτομερώς σε αυτήν. Ότι, συνεπεία της ανωτέρω, σε βάρος του, αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της εναγομένης, την 1/7/2008 και στις 7/8/2008, έχει υποστεί ηθική βλάβη, για τη χρηματική ικανοποίηση της οποίας ζήτησε, όπως παραδεκτά περιόρισε τα αιτήματα της αγωγής του, κατ’ άρθρο 223 ΚΠολΔ (όπως ίσχυε κατά την κατάθεση της αγωγής, πριν από την τροποποίησή του από το δεύτερο άρθρο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015), να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει, τα ποσά των 15.000 ευρώ και 25.000 ευρώ αντίστοιχα και να καταδικαστεί η εναγόμενη στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με την εκκαλουμένη με αριθμ. 3719/14-08-2014 οριστική απόφασή του, μετά από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 10/01/2014, κατά την τακτική διαδικασία, αφού έκρινε αυτήν (αγωγή) ορισμένη και νόμιμη, την έκανε δεκτή εν μέρει και ως κατ’ ουσία βάσιμη και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης, που υπέστη, το συνολικό ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ (ήτοι 1.500 ευρώ για εκάστη αδικοπραξία), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση και επέβαλε σε βάρος της εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, τα οποία όρισε στο ποσό των εκατόν πενήντα (150) ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η εκκαλούσα, με την υπό κρίση έφεσή της, για τους αναφερομένους σε αυτήν λόγους, οι οποίοι, κατ’ ορθή εκτίμηση, ανάγονται σ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητά δε να γίνει δεκτή η έφεσή της, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και να απορριφθεί στο σύνολό της η ως άνω αγωγή.

Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β΄, 914 και 932 Α.Κ. προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση ή (και) προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά, που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξεως. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει, όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρ. 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, κατά συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (άρθρ. 298 Α.Κ.), ήταν επαρκώς ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και επέφερε πράγματι στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΟλΑΠ 2/2019 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 8/2018 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 967/1973, ΑΠ 658/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 78/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 123/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 59/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1/2019 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 189/2020 Δημ. Νόμος). Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία, που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων, που θεμελιώνουν, σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα, σε τρόπο ώστε να παρέχεται στο μεν εναγόμενο η ευχέρεια της άμυνας, στο δε δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βασίμου, κατά το νόμο, της αγωγής (ΑΠ 78/2020 Δημ. Νόμος). Έτσι, η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς είναι συνυφασμένη με την υποβολή αιτήματος ορισμένου και όχι αορίστου. Διαφορετικά, το δικαστήριο βρίσκεται σε αδυναμία να εκδώσει απόφαση συγκεκριμένη και επιδεκτική εκτέλεσης. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψη της ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας, είτε κατόπιν προβολής της σχετικής ένστασης, είτε αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 78/2020 Δημ. Νόμος). Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 1366/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 101/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1152/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1312/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 677/2013 Δημ. Νόμος). Συνεπώς, στοιχεία της σχετικής αγωγής προς καταβολή αποζημίωσης ή (και) χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, προκειμένου αυτή να είναι, κατά το άρθρ. 216 § 1 ΚΠολΔ, ορισμένη, είναι η ύπαρξη παράνομης συμπεριφοράς, οφειλόμενης σε υπαιτιότητα του δράστη, δηλαδή, η πρόκληση ζημίας ή, αναλόγως, ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας ή της ηθικής βλάβης και της ψυχικής οδύνης που προκλήθηκαν. Όσον αφορά στην υπαιτιότητα, ο ενάγων πρέπει να επικαλεσθεί υπαίτια συμπεριφορά με το χαρακτηρισμό είτε του δόλου είτε της αμέλειας, το δε δικαστήριο προβαίνει στον ειδικότερο προσδιορισμό της υπαιτιότητας στην συγκεκριμένη περίπτωση από την εκτίμηση των αποδείξεων, χωρίς να επέρχεται μεταβολή της βάσεως της αγωγής (ΟλΑΠ 2/2019 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 8/2018 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 967/1973, ΑΠ 123/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 59/2019 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 189/2020 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, η ανεπάρκεια των πραγματικών περιστατικών, που εκτίθενται στην αγωγή σε σχέση με αυτά, που απαιτούνται από το νόμο για τη θεμελίωσή της, χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία και ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο από τον αριθμό 1 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, ως παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο της ουσίας έκρινε τελικά ως ορισμένη την αγωγή, αρκούμενο σε λιγότερα ή διαφορετικά στοιχεία από αυτά που απαιτεί ο νόμος. Με τον ίδιο λόγο ελέγχεται και το σφάλμα του δικαστηρίου της ουσίας να κρίνει ως αόριστη την αγωγή, αξιώνοντας για τη θεμελίωσή της περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωση του επίδικου δικαιώματος (ΟλΑΠ 18/1998, ΑΠ 2/2020 ό.π.). Επομένως, νομική είναι η αοριστία, που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΑΠ 2/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 419/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 101/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1424/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1152/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 683/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 697/2012 Δημ. Νόμος). Αντίθετα, η έλλειψη εξειδίκευσης των πραγματικών περιστατικών, που θεμελιώνουν το ασκούμενο με την αγωγή ή την ένσταση ουσιαστικό δικαίωμα και αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του αντίστοιχου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, χαρακτηρίζεται ως ποσοτική αοριστία της αγωγής ή της ένστασης, ενώ η επίκληση απλώς των στοιχείων του νόμου, χωρίς αναφορά πραγματικών περιστατικών, χαρακτηρίζεται ως ποιοτική αοριστία της αγωγής ή της ένστασης και ελέγχονται και οι δύο αναιρετικά με τους λόγους από τους αριθ. 8 και 14 του αρθρ. 559 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 1573/1981, ΑΠ 78/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 419/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1152/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 782/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 683/2013 ό.π., ΑΠ 697/2012 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 106 ΚΠολΔ, το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς, που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις, που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά, κατά τη διάταξη δε του άρθρου 111 παρ.2 ΚΠολΔ καμία κύρια ή παρεμπίπτουσα αίτηση για δικαστική προστασία δεν μπορεί να εισαχθεί στο δικαστήριο χωρίς να τηρηθεί προδικασία, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά, ενώ, κατά τη διάταξη του άρθρου 224 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτη η μεταβολή της βάσης της αγωγής, επιτρέπεται, όμως, στον ενάγοντα, με τις κατατιθέμενες, κατά το άρθρ. 237 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, προτάσεις του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, να συμπληρώσει, διευκρινίσει ή να διορθώσει τους ισχυρισμούς του, αρκεί να μη μεταβάλλεται έτσι η βάση της αγωγής του. Με το εδ. α` καθιερώνεται η αρχή της απαγόρευσης της μεταβολής της βάσης της αγωγής, για λόγους αποτροπής αιφνιδιασμού του εναγομένου και παγιοποίησης του αντικειμένου της δίκης και συνακόλουθα της αποδεικτικής διαδικασίας και της διάγνωσης από το δικαστήριο. Ως βάση της αγωγής, της οποίας δεν επιτρέπεται η μεταβολή, νοείται η ιστορική βάση αυτής, ήτοι το σύνολο των γεγονότων (πραγματικών περιστατικών) επί των οποίων θεμελιώνεται το αίτημα αυτής (ΟλΑΠ 2/1994, ΑΠ 1110/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1152/2017 Δημ. Νόμος), [ανεξαρτήτως του δοθέντος από τους διαδίκους νομικού χαρακτηρισμού], χωρίς την επίκληση των οποίων δεν είναι εφικτή η διάγνωση της επίδικης έννομης σχέσης (ΑΠ 1152/2017 ό.π., ΑΠ 1087/2014, ΑΠ 460/2013, ΑΠ 309/2011). Μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής, η οποία επάγεται το, κατά τα ανωτέρω, απαράδεκτο, αποτελεί η προσθήκη νέων περιστατικών, παλαιότερων ή οψιγενών, με τα οποία τροποποιείται ή αντικαθίσταται η ιστορική βάση της αγωγής με άλλη ή προστίθεται στην αγωγή και νέα ιστορική βάση (ΑΠ 1110/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1152/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1183/2015) ή μεταβάλλεται η σειρά των περισσοτέρων βάσεων, που ασκούνται επικουρικώς (ΑΠ 1110/2020 ό.π.). Έτσι, η επίκληση νέων πραγματικών περιστατικών με τις προτάσεις είναι απαράδεκτη, εφόσον χωρίς αυτή η αγωγή ήταν απορριπτέα ως αόριστη (ΑΠ 1110/2020 ό.π.). Αντιθέτως, είναι επιτρεπτή η με τις προτάσεις εξειδίκευση πραγματικών γεγονότων, στα οποία στηρίζεται ο νομικός χαρακτηρισμός, καθώς και η επίκληση των πραγματικών γεγονότων, που είναι παραγωγικά ενός δικαιώματος. Μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής υπάρχει όταν η προσθήκη, που γίνεται, αφορά το αντικείμενο της δίκης, την επίδικη έννομη σχέση, της οποίας η διάγνωση δεν θα ήταν δυνατή χωρίς την προσθήκη. Η κατά παράβαση του άρθρου 224 ΚΠολΔ μεταβολή της βάσης της αγωγής ή η ανεπίτρεπτη συμπλήρωση ισχυρισμών, καθιστά απαράδεκτη αυτή (ΑΠ 1110/2020 ό.π.). Δεν συνιστά, όμως, απαράδεκτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής η συγκεκριμενοποίηση αόριστης νομικής έννοιας (όπως η αμέλεια, ο δόλος κλπ.) από τον ενάγοντα με τις προτάσεις του ή από το δικαστήριο, με βάση τα ειδικότερα περιστατικά, που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία και θεμελιώνουν τη σχετική αόριστη νομική έννοια, έστω και αν αυτά δεν συμπίπτουν πλήρως με τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ούτε η επίκληση από τον ενάγοντα ή η παραδοχή από το δικαστήριο για τη συναγωγή του αποδεικτικού πορίσματός του και νέων γεγονότων, τα οποία διασαφηνίζουν ουσιώδεις αγωγικούς ισχυρισμούς ή συνιστούν μη αυτοτελή παραλλαγή της αρχικής ιστορικής αιτίας και δεν αναιρούν την ταυτότητα του βασικού βιοτικού συμβάντος, που στηρίζει το αίτημα της αγωγής (ΑΠ 1110/2020 ό.π., ΑΠ 753/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 658/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1152/2017 ό.π., ΑΠ 846/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 517/2017, ΑΠ 1087/2014, σχετ. ΑΠ 1854/2011, ΑΠ 832/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1467/2009, ΕφΛαρ 267/2015 Δημ. Νόμος), αρκεί έτσι να μην μεταβάλλεται ριζικά η έννοια αυτή και να προσδίδεται σε αυτήν εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο σε σχέση με το αντίστοιχο περιεχόμενο της αγωγής (ΑΠ 846/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 832/2011 ό.π.).

Κατά το άρθρο δε 57 Α.Κ., όποιος προσβάλλεται παρανόμως στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, ενώ αξίωση αποζημιώσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται, κατά δε το άρθρο 59 του ιδίου Κώδικα και στην περίπτωση του άρθρου 57, το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού, που έχει προσβληθεί, και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού, που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα, ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 914 του Α.Κ. “όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει”, κατά δε το άρθρο 932 του ίδιου Κώδικα “Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του…” (ΑΠ 753/2020 Δημ. Νόμος). Από τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914 και 932 του ΑΚ, σαφώς συνάγεται ότι, σε περίπτωση προσβολής της προσωπικότητας φυσικού προσώπου από παράνομη και υπαίτια πράξη του προσβάλλοντος, μπορεί να επιδικασθεί χρηματική ικανοποίηση, αν εξαιτίας της προσβολής αυτής επήλθε οποιαδήποτε προσβολή της προσωπικότητας ή της φήμης. Επί προσβολής της προσωπικότητας για την αξίωση αποζημίωσης, καθώς και για τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ο νόμος απαιτεί η προσβολή να είναι παράνομη και υπαίτια, αρκεί δε κάθε είδους υπαιτιότητα, από δόλο ή από αμέλεια (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 419/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 97/2018 Δημ. Νόμος). Προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη τρίτου, με την οποία διαταράσσεται η κατάσταση, που υπάρχει σε μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής. Προσβολή προσωπικότητας συνιστούν πράξεις, που περιέχουν ονειδισμό ή αμφισβήτηση της προσωπικής και επαγγελματικής προσωπικότητάς του, ακόμα και αν αυτές τον καθιστούν απλά ύποπτο, ότι μετέρχεται ανέντιμες μεθόδους κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του, ή άλλων εκφάνσεων της ζωής του. Η προσβολή είναι παράνομη όταν η επέμβαση στην προσωπικότητα του άλλου δεν είναι επιτρεπτή από το δίκαιο ή γίνεται σε ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο, όμως, είναι από άποψη έννομης τάξης μικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται καταχρηστικά. Ενόψει της συγκρούσεως των προστατευόμενων αγαθών προς τα προστατευόμενα αγαθά της προσωπικότητας των άλλων ή προς το συμφέρον της ολότητας, θα πρέπει να αξιολογούνται και να σταθμίζονται στη συγκεκριμένη περίπτωση τα συγκρινόμενα έννομα αγαθά και συμφέροντα για τη διακρίβωση της ύπαρξης προσβολής του δικαιώματος επί της προσωπικότητας και ο παράνομος χαρακτήρας της. Τα έννομα αγαθά, που περικλείονται στο δικαίωμα της προσωπικότητας (η τιμή, δηλαδή η ηθική αξία και υπόληψη, η κοινωνική αξία δηλαδή κάθε ανθρώπου, αντικατοπτριζόμενες στην αντίληψη και την εκτίμηση, που έχουν οι άλλοι γι’ αυτόν, η ψυχική υγεία και ο συναισθηματικός κόσμος του ατόμου, η ιδιωτική ζωή, η εικόνα, η σφαίρα του απορρήτου κ.ά.), δεν αποτελούν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επιμέρους εκδηλώσεις, εκφάνσεις ή πλευρές του ενιαίου δικαιώματος επί της ιδίας προσωπικότητας, έτσι, ώστε, η προσβολή οποιασδήποτε εκφάνσεως της προσωπικότητας να σημαίνει και προσβολή της συνολικής έννοιας προσωπικότητα (ΑΠ 753/2020 ό.π., ΑΠ 149/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 97/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 920/2018 ό.π., ΑΠ 1354/2015 Δημ. Νόμος). Ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος, μόνο ως προς την αξίωση άρσης της προσβολής και παράλειψης της στο μέλλον, ενώ για την αξίωση χρηματικής, λόγω ηθικής βλάβης, ικανοποίησης, απαιτεί και το στοιχείο της υπαιτιότητας. Η προσβολή της προσωπικότητας μπορεί να προέλθει και από ποινικώς κολάσιμη πράξη (Ολ ΑΠ 3/2008, ΑΠ 753/2020 ό.π., ΑΠ 149/2020 ό.π., ΑΠ 220/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1056/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος), όπως εξύβριση, απλή ή συκοφαντική δυσφήμηση, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 του προϊσχύσαντος του Ν. 4619/2019 Ποινικού Κώδικα (βλ. σχετ. ΑΠ 753/2020 ό.π., ΑΠ 149/2020 ό.π., ΤριμΕφΑιγ 24/2020 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΑιγ 15/2020 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠατρ 17/2020 Δημ. Νόμος), υπό την ισχύ του οποίου φέρεται με την αγωγή ότι τελέσθηκε η επίδικη αδικοπραξία και εκδικάστηκε η υπόθεση από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 361 παρ. 1 του προϊσχύσαντος του Ν. 4619/2019 Π.Κ. “όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις της δυσφήμησης (άρθρα 362 και 363), προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή με έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, τιμωρείται….” (βλ. σχετ. ΤριμΕφΑιγ 24/2020 ό.π., ΤριμΕφΑιγ 15/2020 ό.π., ΜονΕφΠατρ 17/2020 ό.π.). Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 Π.Κ., όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλο γεγονός, που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης, και αν το γεγονός αυτό είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι τούτο είναι ψευδές τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Έτσι, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης αμφοτέρων των άνω εγκλημάτων απαιτείται ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο ενώπιον τρίτου, για κάποιον άλλο γεγονότος, που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του. Εξάλλου, από τις αμέσως ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 362 και 363 Π.Κ. προκύπτει, ότι για την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση γεγονότος ενώπιον τρίτου σε βάρος ορισμένου προσώπου, β) το γεγονός να είναι δυνατόν να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου αυτού προσώπου, και γ) να είναι ψευδές και ο υπαίτιος να γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές. Ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση προερχόμενη ή εξ ιδίας πεποιθήσεως ή γνώμης ή εκ μετάδοσης από τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα, διάδοση υφίσταται, όταν λαμβάνει χώρα μετάδοση της από άλλον γενομένης ανακοίνωσης. Ο ισχυρισμός ή η διάδοση επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου. Αυτό το οποίο αξιολογείται είναι το γεγονός, δηλαδή οποιοδήποτε συμβάν του εξωτερικού κόσμου, αναγόμενο στο παρόν ή παρελθόν, υποπίπτον στις αισθήσεις και δυνάμενο να αποδειχθεί, αντίκειται δε προς την ηθική και ευπρέπεια. Αντικείμενο προσβολής είναι η τιμή και η υπόληψη του φυσικού προσώπου. Ο νόμος θεωρεί ως προστατευόμενο αγαθό την τιμή ή την υπόληψη του προσώπου, το οποίο είναι μέλος μιας οργανωμένης κοινωνίας και κινείται στα πλαίσια της συναλλακτικής ευθύτητας. Η τιμή του προσώπου θεμελιώνεται επί της ηθικής αξίας, η οποία πηγή έχει την ατομικότητα και εκδηλώνεται με πράξεις ή παραλείψεις. Δεν αποκλείεται στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσης ακόμη δε και χαρακτηρισμός, οσάκις, αμέσως ή εμμέσως υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας, δηλαδή μόνον όταν συνδέονται και σχετίζονται με το γεγονός, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ουσιαστικώς να προσδιορίζουν την ποσοτική και ποιοτική του βαρύτητα, άλλως μπορεί να αποτελούν εξύβριση κατά την Π.Κ. 361 (βλ. σχετ. ΑΠ 149/2020 ό.π., ΑΠ 611/2019 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΑιγ 15/2020 ό.π., ΜονΕφΠατρ 17/2020 ό.π.). Συνεπώς, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 του Π.Κ., για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της δυσφήμησης απαιτείται γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο απ` αυτόν ενώπιον τρίτου γεγονός είναι κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση του ίδιου να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το βλαπτικό για άλλον γεγονός, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται επιπλέον και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές (ΑΠ 753/2020 ό.π., ΑΠ 789/2019, ΑΠ 1431/2017, ΤριμΕφΑιγ 24/2020 ό.π., ΤριμΕφΑιγ 15/2020 ό.π.). Έτσι, σε περίπτωση, που δεν αποδεικνύεται η αναλήθεια του φερόμενου ως δυσφημιστικού γεγονότος ή ο δράστης δεν γνώριζε το ψευδές του γεγονότος, που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι` αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος άλλου, παραμένει, όμως, ως έγκλημα η απλή δυσφήμηση, που προσβάλλει, επίσης, την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη (ΑΠ 389/2016, ΑΠ 1803/2017 Ποιν., ΤριμΕφΑιγ 24/2020 ό.π.). Εξάλλου, κατά το άρθρο 367 παρ. 1 περ. α` – δ` Π.Κ., το άδικο των προβλεπόμενων στα άρθρα 361 επ. του ίδιου Κώδικα πράξεων αίρεται, μεταξύ των άλλων περιπτώσεων, που προβλέπονται στο άρθρο αυτό, και όταν πρόκειται για εκδηλώσεις, που γίνονται για την εκτέλεση νόμιμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον ή σε ανάλογες περιπτώσεις (περ. γ` και δ`). Η τελευταία αυτή διάταξη (367 Π.Κ.) για την ενότητα της έννομης τάξης εφαρμόζεται αναλογικά και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 57-59 και 914 επ. ΑΚ (βλ. σχετ. ΑΠ 753/2020 ό.π., ΑΠ 149/2020 ό.π., ΑΠ 611/2019 ό.π., ΤριμΕφΑιγ 24/2020 ό.π., ΜονΕφΠατρ 17/2020 ό.π.). Επομένως, αιρομένου του άδικου χαρακτήρα των προαναφερθεισών αξιόποινων πράξεων (με την επιφύλαξη της Π.Κ. 367 παρ. 2), αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιας συμπεριφοράς, ως όρος της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου. Έτσι, η προβολή περίπτωσης του άρθρου 367 παρ. 1 του Π.Κ., αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό καταλυτικό της αγωγής του προσβληθέντος λόγω άρσης του παρανόμου της προσβολής. Ο άδικος χαρακτήρας της προσβολής, όμως, ως προς τις εξυβριστικές ή δυσφημιστικές εκφράσεις, που περιέχει, δεν αίρεται λόγω δικαιολογημένου ενδιαφέροντος κλπ. Και, συνεπώς, παραμένει η ποινική ευθύνη των κατά το νόμο υπευθύνων, άρα και η υποχρέωσή τους προς αποζημίωση κατά το αστικό δίκαιο, όταν συντρέχει μία από τις περιπτώσεις του άρθρου 367 παρ. 2 Π.Κ., δηλαδή όταν οι επίμαχες κρίσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης των άρθρων 363-362 Π.Κ., ή όταν από τον τρόπο εκδηλώσεως ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξυβρίσεως, δηλαδή πρόθεση, που κατευθύνεται ειδικά στην προσβολή της τιμής του άλλου, περιστατικά, που προτείνονται, κατ’ αντένσταση, από τον ενάγοντα κατά της ένστασης του εναγομένου από τις διατάξεις του άρθρου 367 παρ. 1 Π.Κ. (ΑΠ 753/2020 ό.π., ΑΠ 149/2020 ό.π., ΑΠ 611/2019 ό.π., ΑΠ 762/2019, ΑΠ 169/2019, ΑΠ 15/2018, ΑΠ 2089/2017, ΑΠ 1431/2017, ΑΠ 599/2016, ΤριμΕφΑιγ 15/2020 ό.π.). Η προαναφερθείσα αντένσταση μπορεί να περιέχεται και στο δικόγραφο της αγωγής, καθ` υποφορά, χωρίς να απαιτείται για το παραδεκτό της προβολής της ειδικότερο αίτημα απόρριψης της ένστασης του εναγομένου (ΑΠ 753/2020 ό.π., ΑΠ 192/2018, ΑΠ 1095/2010).

Εξάλλου, από το άρθρο 932 του Α.Κ. προκύπτει ότι, σκοπός της διατάξεως είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μίας δίκαιης και επαρκούς ανακούφισης και παρηγοριάς, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημιώσεως για ηθική βλάβη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση το σκοπό αυτόν αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του “ευλόγου” εκείνα τα στοιχεία, που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Τέτοια στοιχεία είναι κυρίως: το είδος και η βαρύτητα της προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στο βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος, οι όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν το Δικαστή να σχηματίσει την, κατά το άρθρο 932 του Α.Κ, εύλογη κρίση του (όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις, αλλά), κατ’ εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου, που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 του A.K. και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκείμενων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας, που περιέχονται στον Αστικό Κώδικα. Η κρίση του δικαστηρίου ουσίας, όσον αφορά στο ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης αποφασίζεται (κατ’ αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία, που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται, όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζομένου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος), με την έννοια ότι η σχετική κρίση του Δικαστηρίου δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο και αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση, (όσον αφορά τον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στη δεύτερη, (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας τους, αφού το δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του “ευλόγου” και συνακόλουθα το “εύλογο” εμπεριέχεται αναγκαίως στο “ανάλογο”. Άλλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του. Ενόψει όλων αυτών, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσης χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 ΚΠολΔ αναλόγως από τους αρ. 1 ή 19), η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος) υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (ΟλΑΠ 9/2015, ΑΠ 265/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 79/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 132/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 65/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 142/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 276/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1170/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1146/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 845/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 97/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 80/2018, ΑΠ 2081/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 464/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1207/2017 ό.π.). Προϋπόθεση για την εφαρμογή της Α.Κ. 932 αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε, η τέλεση αδικοπραξίας, δηλαδή η τέλεση είτε παράνομης και υπαίτιας πράξης, κατά την Α.Κ. 914, είτε και απλώς παράνομης πράξης, εφόσον δημιουργείται υποχρέωση αποζημίωσης (π.χ. περιπτώσεις αντικειμενικής ευθύνης), χωρίς να είναι αναγκαστικά και ποινικά κολάσιμη (ΜονΕφΠειρ 450/2020 Δημ.Ιστοσελ ΕφΠειρ, Εφ.Αθ. 15/2019, Εφ.Αθ. 29/2019 Δημ. Νόμος).

Περαιτέρω, με το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που κυρώθηκε με το ν. 53/1974 ορίζεται ότι “1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίσει είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως……… 2. Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι, τεκμαίρεται αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του”, το οποίο σε ενωσιακό επίπεδο ισχύει βάσει του άρθρου 6 παρ. 2 Σ.Ε.Ε., σύμφωνα με το οποίο “Η Ένωση σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών”. Ταυτόσημη διατύπωση με την παρ. 2 του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α. έχει και η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε με το ν. 2462/1997, κατά το οποίο “κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα τεκμαίρεται ότι είναι αθώο εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί σύμφωνα με το νόμο”, αλλά και του άρθρου 48 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., που ορίζει ότι “Κάθε κατηγορούμενος τεκμαίρεται ότι είναι αθώος μέχρι αποδείξεως της ενοχής του σύμφωνα με το νόμο”. Το τεκμήριο αθωότητας ορίζεται πλέον στο άρθρο 71 Κ.Π.Δ., σύμφωνα με το οποίο “οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι τεκμαίρονται αθώοι μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή τους σύμφωνα με το νόμο” και είναι συνέπεια της ενσωματώσεως της Οδηγίας 2016/343 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 9.3.2016 “για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παραστάσεως του κατηγορουμένου στην δίκη στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας” με το νόμο 4596/2019. Και τούτο ανεξαρτήτως της πλημμέλειας της εν λόγω ενσωματώσεως, συνισταμένης στο ότι, καίτοι: α) στη σκέψη 16 του Προοιμίου της ως άνω Οδηγίας ορίζεται ότι “Το τεκμήριο αθωότητας παραβιάζεται σε περίπτωση που δημόσιες δηλώσεις δημόσιων αρχών ή δικαστικές αποφάσεις, με εξαίρεση τις αποφάσεις περί ενοχής, αναφέρονται στον κατηγορούμενο ως να είναι ένοχος…” και β) στο άρθρο 4 παρ. 1 της Οδηγίας αυτής προβλέπεται ότι “Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν ότι, όσο δεν έχει αποδειχτεί η ενοχή υπόπτου ή κατηγορουμένου σύμφωνα με το νόμο, στις δημόσιες δηλώσεις δημοσίων αρχών, καθώς και στις δικαστικές αποφάσεις, με εξαίρεση τις αποφάσεις περί ενοχής, το εν λόγω πρόσωπο δεν αναφέρεται ως ένοχο”, στη ρύθμιση του άρθρου 7 του ως άνω νόμου [τίτλος άρθρου: Δημόσιες αναφορές στην ενοχή προσώπου (άρθρα 4 και 10 παρ. 1 της Οδηγίας 2016/343/ΕΕ)] που ορίζει το δικαίωμα του υπόπτου ή του κατηγορουμένου να ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως, κατά τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ, προς αποκατάσταση της βλάβης, την οποία υπέστη εξ αιτίας της προσβολής του τεκμηρίου αθωότητας από δηλώσεις δημοσίων αρχών, που έλαβαν χώρα σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, πριν από την έκδοση της αποφάσεως σε πρώτο ή δεύτερο βαθμό, οι οποίες αναφέρονται κατά τρόπο άμεσο στην εκκρεμή ποινική διαδικασία και είτε παροτρύνουν το κοινό να πιστέψει στην ενοχή του, είτε προβαίνουν σε εκτίμηση πραγματικών περιστατικών, με την οποία προδικάζουν τη δικαστική κρίση επί της υποθέσεως, περιλαμβάνονται ρυθμίσεις μόνον για την περίπτωση παραβιάσεως του τεκμηρίου αθωότητας από τις δηλώσεις δημόσιων αρχών, ενώ έχει εκλείψει η αναφορά της οδηγίας και στις δικαστικές αποφάσεις. Έτσι, πριν από το νόμο 4596/2019 η κατοχύρωση του τεκμηρίου αθωότητας στα προαναφερθέντα συμβατικά κείμενα (6 παρ. 2 Ε.Σ.Δ.Α., 14 παρ. 2 Δ.Σ.Α.Π.Δ. και 48 παρ. 1 Χ.Θ.Δ.Ε.Ε.) επέκτεινε τη ρυθμιστική εμβέλεια του τεκμηρίου εντός της ημεδαπής έννομης τάξεως δυνάμει του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος, ενώ πλέον η προστασία αυτού (τεκμηρίου), ως περιεχομένου της ανωτέρω οδηγίας, αποτελεί κανόνα δικαίου της Ενώσεως. Με τις ως άνω αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις κατοχυρώνεται και προστατεύεται το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, το οποίο αποτελεί, κατ` αρχήν, τη δικονομική έκφανση του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, συνδεόμενο άμεσα με την αρχή της ενοχής (άρθρα 7.1 Συντ. και 14 Π.Κ.). Συνιστά ταυτόχρονα έκφραση της συνταγματικής αρχής του κράτους δικαίου, με την έννοια ότι καθιερώνει υποχρέωση της Πολιτείας και αντίστοιχο δικαίωμα του κάθε εμπλεκομένου στην ποινική διαδικασία προσώπου να αξιώνει την ποιότητα της μεταχειρίσεως, που θα επιφυλασσόταν σε έναν αθώο, μέχρις ότου να κηρυχθεί η ενοχή του. Η προαναφερθείσα διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α. προκρίνει την κατοχύρωση της γενικής αρχής της δίκαιης δίκης, η οποία αξιώνει να τύχει εφαρμογής τόσο στην ποινική, όσο και στην αστική δίκη. Η τυποποίηση του τεκμηρίου αθωότητας ακολουθεί αμέσως μετά στην παράγραφο 2 αυτού, ενώ έπονται οι λοιπές διαδικαστικές εγγυήσεις υπέρ του κατηγορουμένου. Η τοιαύτη νομική θεμελίωση του τεκμηρίου συνεπιφέρει τη δικαιοδοσία του Ε.Δ.Δ.Α. επί της αυθεντικής ερμηνείας του άρθρου 6 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α. με σειρά δε αποφάσεών του (το Ε.Δ.Δ.Α.) παγιώνει τη νομολογία του προς την κατεύθυνση μιας διασταλτικής ερμηνείας της προαναφερθείσας διατάξεως και, συνεπώς, μιας διευρυμένης λειτουργίας του τεκμηρίου αθωότητας. Έτσι, το τεκμήριο της αθωότητας, το οποίο δεν αποτελεί μόνον ένα θεμελιώδες δικαίωμα του κατηγορουμένου να τεκμαίρεται αθώος μέχρι τη νόμιμη απόδειξη της ενοχής του, αλλά είναι ταυτόχρονα μία ανεξάρτητη υποχρέωση της πολιτείας, αφού διαθέτει αυτόνομη εγγυητική λειτουργία, με την έννοια ότι, σε περίπτωση προσβολής του, αναιρείται ο δίκαιος χαρακτήρας της δίκης, ακόμη και αν έχουν γίνει σεβαστές όλες οι υπόλοιπες, προβλεπόμενες από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., αρχές και εγγυήσεις, δηλαδή η δημοσιότητα της δίκης, η εκδίκαση της υποθέσεως σε εύλογο χρόνο, η ανεξαρτησία και αμεροληψία του δικαστηρίου, δεν περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που ο διάδικος έχει την ιδιότητα του κατηγορουμένου στα πλαίσια μιας ποινικής δίκης, αλλά έχει εφαρμογή και ενώπιον οποιουδήποτε άλλου δικαστηρίου, που επιλαμβάνεται μεταγενέστερα είτε επί των αστικών αξιώσεων του παθόντος είτε επί θεμάτων διοικητικής ή πειθαρχικής φύσεως, όταν αυτό για τις ανάγκες της δίκης ερμηνεύει την ποινική αθωωτική απόφαση, που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με εκείνα που εισάγονται ενώπιόν του, κατά τρόπο που δημιουργεί αμφιβολίες ως προς την προηγούμενη απαλλαγή του διαδίκου. Το τεκμήριο αθωότητας, δηλαδή, πέραν της παραδοσιακής διαδικαστικής – δικονομικής εγγυήσεως που παρέχει, κατοχυρώνει παράλληλα το σεβασμό της τιμής και της αξιοπρέπειας του κατηγορουμένου, επεκτείνοντας το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως και εκτός του στενού πλαισίου της ποινικής δίκης, θεωρώντας ότι η μη διακρίβωση της ποινικής ευθύνης ή πολύ περισσότερο η αθώωση του κατηγορουμένου αποτελεί αυτοτελές στοιχείο της προσωπικότητάς του, που τον συνοδεύει εσαεί και πρέπει να γίνεται σεβαστό από τις κρατικές αρχές πέρα από τα στενά όρια της ποινικής δίκης, δηλαδή και σε κάθε άλλο δικαστήριο, είτε ποινικό, είτε πολιτικό. Η εφαρμογή, επομένως, του τεκμηρίου αθωότητας συνεχίζεται και μετά το πέρας της ποινικής δίκης και την έκδοση της αθωωτικής ποινικής αποφάσεως, εκτεινόμενη και εκτός των ποινικών διαδικασιών, ώστε να διασφαλιστεί για πάντα στο μέλλον το δικαίωμα του αθωωθέντος να εμφανίζεται στην έννομη τάξη, αλλά και στην κοινωνία ότι δεν είναι ένοχος του συγκεκριμένου αδικήματος, που του αποδόθηκε και ότι η αθωότητά του θα είναι σεβαστή. Τέτοια δε αθωωτική ποινική απόφαση είναι κάθε απόφαση, που εκδίδεται επί ποινικής υποθέσεως και δεν επιβάλλει στον κατηγορούμενο ποινή, όπως εκείνη, που διαπιστώνει πανηγυρικά τη μη τέλεση του εγκλήματος, π.χ. λόγω ελλείψεως στοιχείων της αντικειμενικής ή υποκειμενικής υποστάσεως ή απόφαση που απαλλάσσει τον κατηγορούμενο “λόγω αμφιβολιών” ή απόφαση, που αναστέλλει την ποινική διαδικασία ή που παύει την ποινική δίωξη με οποιοδήποτε τρόπο και εξ αιτίας θανάτου ή ανακαλεί την εις βάρος του έγκληση ή ακόμα και αντίστοιχου περιεχομένου βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου, δηλαδή κάθε περίπτωση “μη διαπιστωμένης ενοχής”. Απαραίτητη προϋπόθεση εφαρμογής του τεκμηρίου αθωότητας σε μεταγενέστερες μη ποινικές διαδικασίες αποτελεί η ύπαρξη συνάφειας – ουσιαστικού συνδέσμου μεταξύ της ποινικής δίκης και της μεταγενέστερης μη ποινικής δίκης, όπως τούτο συμβαίνει όταν ασκείται αγωγή αποζημιώσεως, λόγω αδικοπραξίας, την οποία οφείλει να καταβάλει ο υπαίτιος στον παθόντα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 914 επ. του Α.Κ., η άσκηση της οποίας (αποζημιωτικής αγωγής) δεν ισοδυναμεί με τη διατύπωση μιας άλλης επί πλέον “ποινικής κατηγορίας” κατά του κατηγορουμένου μετά την αθώωσή του και, επομένως, δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής της αρχής ne bis in idem, ενόψει και του ότι η, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις (των άρθρων 914 επ. Α.Κ.), αποζημίωση, την οποία οφείλει να καταβάλει ο υπαίτιος στον παθόντα, δεν έχει το χαρακτήρα ποινής, αλλά, σε αντίθεση με την ποινική δίκη, της οποίας σκοπός είναι η διάγνωση της αλήθειας και η τιμωρία του δράστη, ο σκοπός της επιδικάσεως αποζημιώσεως είναι η ικανοποίηση της ζημίας, που ο αδικοπραγήσας προξένησε στον παθόντα – ενάγοντα. Με τις προαναφερθείσες διατάξεις δεν καθιερώνεται δεδικασμένο στην αστική δίκη από απόφαση ποινικού δικαστηρίου, ενώ, ούτε και το Σύνταγμα προβλέπει σχετικό δεδικασμένο, αντιθέτως, μάλιστα, προβαίνει σε διάκριση των δικαιοδοσιών. Ειδικότερα, οι διατάξεις των άρθρων 93-96 Συντ. αφενός κατοχυρώνουν τη διάκριση των δικαστηρίων και αφετέρου κατανέμουν μεταξύ τους τη δικαιοδοσία σε διοικητική, πολιτική ή αστική και ποινική, κατ` αντιστοιχία των προβλεπομένων δικαστηρίων και των υπαγόμενων σε αυτά διαφορών ή και υποθέσεων. Η συνταγματική αυτή πρόβλεψη των ως άνω διακριτών δικαιοδοσιών επιτρέπει, εκτός άλλων, και τη δημιουργία αστικών και ποινικών διαφορών από την ίδια συμπεριφορά ή δραστηριότητα, που υπάγονται ακολούθως στις αντίστοιχες δικαιοδοσίες. Βασική συνέπεια, που αναδεικνύει το ουσιαστικό περιεχόμενο της διακρίσεως των τριών διακριτών δικαιοδοσιών, οι οποίες ενδέχεται να διασταυρώνονται, διατηρώντας, όμως, την ισοτιμία και την ανεξαρτησία τους, είναι το διακριτό δεδικασμένο των αποφάσεων κάθε δικαιοδοτικής λειτουργίας, το οποίο ορίζεται διαφορετικά από τον αντίστοιχο δικονομικό νομοθέτη (άρθρα: 321 επ. Κ.Πολ.Δικ., 57 Κ.Π.Δ., 197 Κ.Δ.Δ.). Οι ρυθμίσεις αυτές επιβάλλουν το δεδικασμένο να είναι, κατ` αρχήν, δεσμευτικό μόνον εντός της οικείας δικαιοδοσίας, με αποτέλεσμα οι αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων να μην αποτελούν δεδικασμένο για την πολιτική δίκη. Αποδεικτική δέσμευση από δικαστικές αποφάσεις άλλων δικαιοδοτικών κλάδων μπορεί να γίνει ανεκτή μόνον όταν υπάρχει σχετική νομοθετική πρόβλεψη, είτε σε διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, είτε σε διατάξεις της οικείας δικονομίας (όπως στο άρθρο 5 παρ. 2 Κ.Δ.Δ.). Η συνταγματική, άλλωστε, πρόβλεψη τριών διακριτών δικαιοδοσιών, αποκλείει την ύπαρξη μιας και ενιαίας έννομης τάξεως, στο πλαίσιο της οποίας η κρίση του ποινικού δικαστηρίου, και συγκεκριμένα η αμετάκλητη αθωωτική απόφαση αυτού, αυτόματα και άνευ άλλου τινός, πρέπει να γίνεται αποδεκτή από το αστικό δικαστήριο, το οποίο πρέπει να καταλήξει σε αποτέλεσμα συμβατό με την αθωωτική ποινική απόφαση, και, κατ` επέκταση, να απορρίψει την αγωγή αποζημιώσεως του παθόντος – ενάγοντος, καθ` όσον διαφορετικά δημιουργείται ρήγμα της ενιαίας αυτής έννομης τάξεως. Η συνεπής εφαρμογή του ως άνω κριτηρίου (της διαταράξεως της ενιαίας έννομης τάξεως) θα έπρεπε να οδηγεί στο συμπέρασμα της δεσμεύσεως και του ποινικού δικαστηρίου από την αμετάκλητη προγενέστερη απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου, δηλαδή όταν η απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου εκδίδεται σε πρώτο χρόνο και έπεται η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου με διαφορετικό περιεχόμενο από την πρώτη, αναγνωρίζεται, δηλαδή, η αδικοπραξία του εναγομένου, όμως, αυτός κηρύσσεται αθώος της ίδιας αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως, πράγμα, όμως, που δεν συμβαίνει, καθ` όσον η τοιαύτη απόφαση (του πολιτικού δικαστηρίου) εκτιμάται ελεύθερα, με βάση τον κανόνα της ηθικής αποδείξεως, αλλά και κατά το άρθρο 62 Κ.Π.Δ., λαμβανομένου υπόψη ότι η ενότητα της έννομης τάξεως δεν είναι δυνατό να ισχύει μόνον προς τη μία κατεύθυνση, εξαρτώμενη από το τυχαίο γεγονός ότι έχει εκδοθεί πρώτα η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου. Ούτε είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι πρέπει να αναστέλλεται η διαδικασία κατά το άρθρο 250 του Κ.Πολ.Δικ. και συνακόλουθα η έκδοση της αποφάσεως του πολιτικού δικαστηρίου, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, διότι έτσι η αναστολή αυτή θα κατέληγε να είναι υποχρεωτική για το πολιτικό δικαστήριο, ενώ ο δικονομικός νομοθέτης την εντάσσει στη διακριτική του ευχέρεια, και μάλιστα δίχως να δημιουργείται λόγος εφέσεως ή αναιρέσεως επί μη αποδοχής του σχετικού αιτήματος του διαδίκου, ενώ επί πλέον το πολιτικό δικαστήριο οφείλει να συνεκτιμά την παρέλκυση που θα προκαλέσει η αναστολή της δίκης, ώστε να χορηγεί αυτήν με σύνεση. Τούτο, ανεξάρτητα από το ότι δεν μπορεί να καθίσταται εκ των προτέρων γνωστή η έκβαση της ποινικής δίκης, διότι είναι δυνατόν το ποινικό δικαστήριο να οδηγηθεί σε καταδικαστική απόφαση για τον εναγόμενο, οπότε το τεκμήριο αθωότητας δεν θα ισχύει, και ο διαδραμών χρόνος της αναστολής θα καθίσταται εκ του αποτελέσματος ατελέσφορος, συμβάλλοντας έτσι στην καθυστέρηση απονομής της δικαιοσύνης. Πρέπει, επίσης, να επισημανθεί ότι το ίδιο θα έπρεπε να αντιμετωπίζονταν και οι καταδικαστικές ποινικές αποφάσεις, πράγμα, όμως, που, επίσης, δεν συμβαίνει, καθ’ όσον αυτές εκτιμώνται ελεύθερα, ως τεκμήρια, με αποτέλεσμα, υπό την εκδοχή αυτή (της διαταράξεως της ενιαίας έννομης τάξεως) θα δημιουργούνταν δύο κατηγορίες διαδίκων, τους οποίους τα πολιτικά δικαστήρια θα αντιμετώπιζαν διαφορετικά. Στη μία κατηγορία (της αμετάκλητης αθωωτικής ποινικής αποφάσεως) το δικαστήριο θα έπρεπε να συμμορφωθεί με την ποινική απόφαση και στη δεύτερη κατηγορία (της αμετάκλητης καταδικαστικής ποινικής αποφάσεως), τούτο (το δικαστήριο) θα την εκτιμούσε ελεύθερα, αν και πρόκειται για δικαιοδοτική κρίση από όμοιο (ποινικό) δικαστήριο. Η μη ύπαρξη, άλλωστε, ενιαίας έννομης τάξεως ενισχύεται περαιτέρω και από τα ακόλουθα: α) από τη διαφορετική φύση της διαδικασίας και της ευθύνης. Συγκεκριμένα το μέτρο της επιμέλειας δεν είναι το ίδιο στο αστικό και ποινικό δίκαιο. Σε αντίθεση, δηλαδή, με την ερμηνεία της αμέλειας, στο ποινικό δίκαιο, για την διάγνωση της οποίας λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο το στοιχείο του “όφειλε”, αλλά και το στοιχείο του “ηδύνατο” (το ατομικό “δύνασθαι” του δράστη), η ερμηνεία της αμέλειας στο αστικό δίκαιο [άρθρο 330 Α.Κ., “(……) η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές] διαφέρει. Η τοιαύτη αντικειμενικοποίηση της αμέλειας είναι δυνατόν να έχει ως αποτέλεσμα το ίδιο πρόσωπο να απαλλαγεί από την ποινική ευθύνη, επειδή απουσιάζει το στοιχείο του ατομικού “δύνασθαι”, και να καταγνωστεί η ευθύνη του από το πολιτικό δικαστήριο, διότι λ.χ. τα μέτρα ασφαλείας που έλαβε ήταν ανύπαρκτα ή ελλιπή, κρινόμενα με βάση την αντικειμενική αμέλεια και β) από τους διαφορετικούς κανόνες κατανομής του βάρους αποδείξεως. Ειδικότερα, στην ποινική δίκη ισχύει το ανακριτικό σύστημα συλλογής των αποδείξεων, σε αντίθεση με το σύστημα διαθέσεως και συζητήσεως της πολιτικής δίκης και του βάρους επικλήσεως και προσκομίσεως των αποδεικτικών μέσων από τους διαδίκους της πολιτικής δίκης. Η προσκόμιση, αυτή και μόνη, της αθωωτικής αποφάσεως του εναγομένου, ενώπιον του πολιτικού δικαστηρίου, θα αρκούσε για να τεθεί εκποδών το υποβληθέν αποδεικτικό υλικό, η δε νομοθετική ρύθμιση για το βάρος των διαδίκων προσκομίσεως και επικλήσεως των αποδεικτικών μέσων, κατ` άρθρο 237 του Κ.Πολ.Δικ., θα καθίστατο κενό γράμμα. Είναι, εξ άλλου, χαρακτηριστικό ότι το τεκμήριο αθωότητας ενεργοποιείται, μόνον όταν προσκομιστεί με επίκλησή της η αθωωτική ποινική απόφαση στο πολιτικό δικαστήριο. Ενώ, στην ποινική δίκη το άρθρο 178 παρ. 2 του Κ.Π.Δ. ορίζει ότι οι δικαστές και εισαγγελείς εξετάζουν αυτεπαγγέλτως όλα τα αποδεικτικά μέσα που θεμελιώνουν την ενοχή ή κατατείνουν στην αθωότητα του κατηγορουμένου και ότι αυτός δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για τα πραγματικά περιστατικά, που επικαλείται υπέρ αυτού. Στην ποινική δίκη ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα όχι μόνο να σιωπήσει, αλλά και, μετά την ενσωμάτωση της Οδηγίας 2016/343 με το ν. 4596/2019, δικαίωμα μη αυτοενοχοποιήσεως (άρθρο 104 παρ. 1 Κ.Π.Δ.), τα οποία (δικαιώματα) δεν μπορούν να αξιοποιηθούν σε βάρος των υπόπτων και των κατηγορουμένων (άρθρο 104 παρ. 3 Κ.Π.Δ.), ενώ στα πολιτικά δικαστήρια ο εναγόμενος έχει βάρος να απαντήσει επί της αγωγής, είτε αρνούμενος απλά ή αιτιολογημένα είτε υποβάλλοντας ενστάσεις, εάν δε δεν ανταποκριθεί στο βάρος αυτό, το δικαστήριο μπορεί να θεωρήσει ως ομολογημένη την ιστορική βάση της αγωγής (άρθρο 261 Κ.Πολ.Δικ.). Εξ άλλου, είναι ενδεχόμενο ακόμη και μετά την αθώωση του κατηγορουμένου στην ποινική δίκη, αυτός, ως εναγόμενος, να ομολογήσει την ιστορική βάση της αγωγής κατά το άρθρο 352 του Κ.Πολ.Δικ., σε αντίθεση με την προαναφερθείσα μη αυτοενοχοποίησή του, οπότε το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να θεωρήσει ως αποδεδειγμένη την ιστορική βάση της αγωγής, επί ποινή μάλιστα αναιρετικού ελέγχου, κατ` άρθρο 559 αριθ. 12 του Κ.Πολ.Δικ., και να την δεχθεί κατ` ουσίαν. Τότε, μάλιστα, δεν θα μπορεί καν να ισχύει το επικαλούμενο τεκμήριο αθωότητας, αλλά ούτε και το ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου. Ομοίως, όταν ο εναγόμενος ερημοδικεί στην πολιτική δίκη, ενώ έχει αθωωθεί στην ποινική δίκη, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να εφαρμόσει το άρθρο 271 του Κ.Πολ.Δικ. και να δεχθεί την αγωγή ως και κατ’ ουσία βάσιμη και δεν μπορεί να ανακύψει ζήτημα παραβιάσεως του τεκμηρίου αθωότητας, εφόσον ο δικονομικός νομοθέτης αναγνωρίζει, ιδιαίτερα με τη δυνατότητα του άρθρου 528 του Κ.Πολ.Δικ., ακόμη δηλ. και δίχως τη συνδρομή λόγων ανακοπής ερημοδικίας, ότι ο εναγόμενος και αθωωθείς έχει δικαίωμα να μην εμφανιστεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αλλά να εισάγει την υπόθεση με την άσκηση εφέσεως στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με μόνη συνέπεια την απώλεια ενός δικαιοδοτικού βαθμού. Υπάρχει, επίσης, διαφορά ως προς τα αποδεικτικά μέσα και τη διαφορετική αποδεικτική τους δύναμη στην πολιτική και ποινική δίκη, με το σύστημα της νόμιμης και της ηθικής αποδείξεως, αντίστοιχα, με τις εντεύθεν απορρέουσες συνέπειες, καθώς και τον απαιτούμενο διαφορετικό βαθμό δικανικής πεποιθήσεως του καθενός δικαστηρίου. Απαιτείται διαφορετικός βαθμός δικανικής πεποιθήσεως για την κήρυξη ενός κατηγορουμένου ενόχου από το ποινικό δικαστήριο σε σχέση με την παραδοχή πολιτικού δικαστηρίου ότι συντελέστηκε ένα αστικό αδίκημα, που είναι συγχρόνως και έγκλημα. Έτσι στην ποινική δίκη, επί αμφιβολιών ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου, αυτός κηρύσσεται αθώος, κατ` εφαρμογήν της αρχής in dubio pro reo, ενώ στην πολιτική δίκη δεν ισχύει η αρχή αυτή, για την κατάφαση δε αν διαπράχθηκε το ταυτιζόμενο με το ποινικό αστικό αδίκημα ο πολιτικός δικαστής πρέπει να σχηματίσει πλήρη και βεβαία δικανική πεποίθηση. Πρέπει, επί πλέον, να τονισθεί ότι επί αθωωτικής αποφάσεως δεν είναι υποχρεωμένος ο δικαστής να διακρίνει ρητώς στο κείμενο αυτής μεταξύ αθωώσεως, οφειλομένης σε πλήρη βεβαιότητα και αθωώσεως, οφειλομένης σε αμφιβολίες. Ως εκ τούτου, η αμετάκλητη αθώωση του κατηγορουμένου από τα ποινικά δικαστήρια είναι προϊόν άλλων (λιγότερο αυστηρών) αποδεικτικών προϋποθέσεων, ενώ η αντίστοιχη κρίση του πολιτικού δικαστηρίου είναι προϊόν πλήρους δικανικής πεποιθήσεως. Επομένως, η αυτοτέλεια των αρμοδιοτήτων των δύο δικαιοδοσιών (ποινικής και πολιτικής) έχει την έννοια ότι το πολιτικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει περί του αν τελέσθηκε το αστικό και συγχρόνως ποινικό αδίκημα, δεν δεσμεύεται από την τυχόν προηγηθείσα σχετική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, αθωωτική ή καταδικαστική. Επιβάλλεται όμως να λάβει σοβαρά υπόψη ως ισχυρό τεκμήριο την ποινική κρίση και μπορεί να αφίσταται από αυτήν με απόλυτα αιτιολογημένη απόφαση. Ειδικά επί αθωωτικής αποφάσεως, το τεκμήριο αθωότητας δεν συνεπάγεται αποδεικτική δέσμευση του πολιτικού δικαστηρίου, που οδηγεί υποχρεωτικά σε αποδεικτικό πόρισμα σύμφωνο με την αθωωτική ποινική απόφαση και κατ’ ανάγκη σε αποκλεισμό της αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης του αθωωθέντος και, συνακόλουθα, σε ουσιαστική απόρριψη της αποζημιωτικής αγωγής, με την αιτιολογία ότι διαφορετικά δημιουργούνται αμφιβολίες για την αθώωση και παραβιάζεται η αρχή του άρθρου 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ και 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Μία τέτοια θεώρηση δεν είναι σύμφωνη με τα δογματικά όρια του τεκμηρίου αθωότητας, όπως αυτά προσδιορίσθηκαν ανωτέρω, αλλά προσκρούει και στο Σύνταγμα, αφού έτσι δημιουργείται ένα είδος “αποδεικτικής δεσμεύσεως”, ένα νέο είδος “δεδικασμένου”, μη προβλεπόμενο από τον ισχύοντα Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ο οποίος κατήργησε την προϊσχύσασα, αντίθετη ρύθμιση, της ΠολΔ/1834 που στο άρθρο 12 όριζε: “αποφασισθέντος άπαξ του προδικαστικού ζητήματος παρά του αρμοδίου δικαστηρίου, δεν δύναται πλέον το άλλο δικαστήριον, είτε πολιτικόν, είτε ποινικόν, να επιχειρήση την έρευναν του αυτού ζητήματος” ή από άλλη ουσιαστική διάταξη, άρα ασύμβατο με τη συνταγματική διάκριση των δικαστικών δικαιοδοσιών, από τις οποίες πηγάζει η δικονομική αρχή για τη μη δέσμευση των πολιτικών δικαστηρίων από τις αποφάσεις των ποινικών. Δηλαδή, αν η “δέσμευση” αυτή ήθελε νοηθεί ως ιδιαίτερο είδος δεδικασμένου, ανακύπτει συνταγματικό κώλυμα από τις διατάξεις περί χωριστής δικαιοδοσίας των δικαστηρίων. Αν πάλι το νέο αυτό είδος “δεσμεύσεως” μεταξύ δικαιοδοσιών συνιστά μία έκφραση της βεβαιωτικής ενέργειας ή αλλιώς διαπιστωτικής δυνάμεως των δικαστικών αποφάσεων, έννοια άγνωστη στο αστικό δικονομικό δίκαιο, τότε για τη δημιουργία τέτοιου είδους δεσμεύσεως απαραίτητη είναι η ύπαρξη ρητής νομοθετικής προβλέψεως (όπως στο άρθρο 5 Κ.Δ.Δ.), η οποία, εν προκειμένω, δεν υφίσταται. Αν, τέλος, με την δέσμευση αυτή νοηθεί ότι καθιερώνεται μία ουσιαστικού δικαίου ένσταση επιγενόμενου αποκλεισμού της αδικοπρακτικής ευθύνης του αμετακλήτως αθωωθέντος, τότε, κατ` ανάγκην, προστίθεται ερμηνευτικά στο πραγματικό του κανόνα δικαίου του άρθρου 914 του Α.Κ. ότι η αξίωση αποζημιώσεως καταλύεται, αν ο ζημιώσας αθωωθεί για την ταυτιζόμενη με το ποινικό αδίκημα αδικοπρακτική συμπεριφορά. Σε κάθε περίπτωση πάντως, εφόσον ήθελε να γίνει δεκτή η “δέσμευση” του πολιτικού δικαστηρίου να οδηγηθεί σε αποδεικτικό πόρισμα “συμβατό με την αθωωτική απόφαση”, και, επομένως, “να αποκλείσει την αστική αδικοπρακτική ευθύνη του αμετακλήτως αθωωθέντος κατηγορουμένου”, διότι διαφορετικά “η κατάφαση της αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης του δημιουργεί αμφιβολίες και υπόνοιες ως προς την αθώωσή του, ως κατηγορουμένου και την αποδυναμώνει, κατά τρόπο αντίθετο προς τις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α. και 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα”, δεν έχει, κατ` αποτέλεσμα, καμιά διαφοροποίηση από το δεδικασμένο, καθ` όσον, άπαξ και ο κατηγορούμενος αθωωθεί αμετάκλητα στην ποινική δίκη, το πολιτικό δικαστήριο, όταν καλείται να αποφανθεί για το ίδιο ακριβώς βιοτικό συμβάν, δεσμεύεται από την κρίση αυτή και είναι υποχρεωμένο να απορρίψει την εναντίον του αγωγή αποζημιώσεως, χωρίς να έχει την ευχέρεια να επανεξετάσει την υπόθεση, όπως ακριβώς θα έπραττε και υπό προϋποθέσεις δεδικασμένου. Ωστόσο, ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας δεν αποκλείει τις αστικές διεκδικήσεις. Η απαλλαγή, δηλαδή, από την ποινική ευθύνη δεν συνεπάγεται αυτόματα την απαλλαγή από την αστική ευθύνη, ακόμη και στην περίπτωση της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών, ανεξάρτητα, μάλιστα, από το εάν έληξε ή όχι η ποινική διαδικασία με αθώωση ή παύση της ποινικής διώξεως, δοθέντος ότι μόνο το γεγονός ότι τα αποδεικτικά στοιχεία της ποινικής διαδικασίας θα χρησιμοποιηθούν στην αστική δίκη, καθώς και ότι βάση της αστικής αξιώσεως για αποζημίωση είναι τα συστατικά στοιχεία του ποινικού αδικήματος, δεν είναι αρκετά για να χαρακτηρισθεί η συναφής (πολιτική) δίκη ως (δεύτερη) ποινική διαδικασία, που απαγορεύεται, βάσει της αρχής ne bis in idem [Ε.Δ.Δ.Α. … κατά …. της 7.2.2012 (αριθμ. προσφυγής …/2004)]. Άλλωστε, όπως δέχεται και το Ε.Δ.Δ.Α., δεν μπορούν να αποκλειστούν οι αξιώσεις αστικής αποζημιώσεως των ζημιωθέντων, που προκύπτουν από τα ίδια πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν το ποινικό αδίκημα, με βάση όμως “ένα λιγότερο αυστηρό βάρος αποδείξεως” (βλ. ιδίως Ε.Δ.Δ.Α. …. κατά Τουρκίας της 19.4.2011 (αριθμ. προσφυγής …./), Ε.Δ.Δ.Α. .… κατά …. Ε.Δ.Δ.Α. … κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 12.7.2013 (αριθμ. προσφυγής …/2009), Ε.Δ.Δ.Α. …. κατά Τουρκίας της 18.10.2016 (αριθμ. προσφυγής …/2007), Ε.Δ.Δ.Α. … κατά … της 27.11.2018 (αριθμ. προσφυγών …./09 και …./11), Ε.Δ.Δ.Α. … κατά … της 11.2.2003 (αριθμ. προσφυγής …./97), Ε.Δ.Δ.Α. …. κατά Γερμανίας της 3.10.2019 (αριθμ. προσφυγής …/2012), Ε.Δ.Δ.Α. Υ. κατά ….της 11.2.2003 (αριθμ. προσφυγής …./00). Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή παραβιάζει το κατοχυρωμένο στην Ε.Σ.Δ.Α. (άρθρο 6 παρ. 1 και άρθρο 13), το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. (άρθρο 47) και το Σύνταγμα (άρθρο 20 παρ. 1) δικαίωμα παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και προσβάσεως στο δικαστήριο, συνιστώντας αυθαίρετο και δυσανάλογο περιορισμό του σχετικού δικαιώματος του παθόντος (Ε.Δ.Δ.Α. … κατά Ρουμανίας, Ε.Δ.Δ.Α. Υ. κατά Noρβηγίας της 11.2.2003 (αριθμ. προσφυγής …./00) και αποδίδει στο πρόσωπο, που τέλεσε την αδικοπραξία, ένα αθέμιτο όφελος, καθώς θα απέκλειε κάθε ευθύνη του, παρά το ότι δεν απαιτείται ως προϋπόθεση για την αδικοπραξία, η προηγούμενη ποινική βεβαίωση της ενοχής του κατηγορουμένου. Σε περιπτώσεις, μάλιστα, που ο ζημιωθείς δεν παρέστη στο ποινικό δικαστήριο για λόγους, που δεν αφορούν τον ίδιο (π.χ. επί μη νόμιμης κλητεύσεως), η δικαστική του ακρόαση παραγκωνίζεται, με συνέπεια και στην περίπτωση αυτή να αποδίδεται στο πρόσωπο, που τέλεσε την αδικοπραξία ένα αθέμιτο όφελος. Το τεκμήριο αθωότητας, όμως, σημαίνει ότι το πολιτικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει περί του αν τελέστηκε το αστικό και συγχρόνως ποινικό αδίκημα, δεν μπορεί να αδιαφορήσει για την αθώωση του κατηγορουμένου, ούτε επιτρέπεται να χρησιμοποιήσει την αθωωτική απόφαση για να αντλήσει από αυτήν επιχειρήματα για την ενοχή του (κατηγορουμένου). Οι παραδοχές και η εν γένει συλλογιστική της πολιτικής αποφάσεως, τόσο στο αιτιολογικό – σκεπτικό, όσο και στο διατακτικό της, αφού και τα δύο αυτά στοιχεία έχουν το ίδιο δεσμευτικό αποτέλεσμα, δεν πρέπει να θέτουν, άμεσα ή έμμεσα, υπό αμφισβήτηση την ορθότητα της αθωωτικής ποινικής αποφάσεως, ιδίως με την επίκληση ότι: α) η αθωότητα του κατηγορουμένου είναι προϊόν αμφιβολιών και όχι βεβαιότητας του δικαστηρίου για την αθωότητά του, β) η απόφαση λήφθηκε κατά πλειοψηφία και όχι ομόφωνα, γ) στηρίχθηκε στη μη απόδειξη του υποκειμενικού στοιχείου του αδικήματος (δόλου), δ) διαφώνησε ο εισαγγελέας της έδρας, ε) κατά της αθωωτικής αποφάσεως ασκήθηκε αναίρεση από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η οποία, όμως, απορρίφθηκε για δικονομικούς – τυπικούς λόγους, κ.ά. (Ε.Δ.Δ.Α. … κατά ….της 27.9.2007 (αριθμ. προσφυγής ….04), Ε.Δ.Δ.Α. …. κατά …της 25.9.2008 (αριθμ. προσφυγής …./06), Ε.Δ.Δ.Α. …. κατά Τουρκίας της 19.4.2011 (αριθμ. προσφυγής …/06), Ε.Δ.Δ.Α. … κατά … της 27.9.2011 (αριθμ. προσφυγής …./07), Ε.Δ.Δ.Α. … κατά …, Ε.Δ.Δ.Α. ….. κατά …, Ε.Δ.Δ.Α. …. κατά …, Ε.Δ.Δ.Α. …. κατά …..). Το πολιτικό δικαστήριο, το μεν δεν έχει λόγο να αμφισβητήσει την απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, αναγράφοντας στο αιτιολογικό της αποφάσεώς του ότι αυτό έσφαλε ως προς την κρίση του ή ότι δεν εκτιμήθηκαν ορθά τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, το δε δεν εξετάζει την κρίση του ποινικού δικαστηρίου, ούτε τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη το ποινικό δικαστήριο για να καταλήξει στην κρίση του, πολύ δε περισσότερο διότι ο εναγόμενος, κατά τα προεκτεθέντα, δεν δικάζεται δις για την ίδια πράξη. Το πολιτικό, δηλαδή, δικαστήριο πρέπει να παραμείνει εντός των ορίων της πολιτικής δίκης, αποφεύγοντας χαρακτηρισμούς και κρίσεις, που σχετίζονται με το ποινικό αδίκημα, εφόσον δεν άπτονται του αντικειμένου της συναφούς πολιτικής δίκης, ώστε να μην δίνεται η εντύπωση ότι ασχολείται όχι μόνο με τις αστικές αξιώσεις, αλλά διερευνά και την τέλεση του ποινικού αδικήματος, διαλαμβάνοντας δηλώσεις καταλογισμού ποινικής ευθύνης στον αμετακλήτως αθωωθέντα, με αναφορά ότι αυτός έχει διαπράξει τα αδικήματα, κατά τον τρόπο που αναφέρονται στο κατηγορητήριο και για τα οποία έχει αθωωθεί ή έχει παύσει γι` αυτόν η ποινική δίωξη, προσέτι δε λέξεις και εκφράσεις, ιδίως σε περιπτώσεις, που ορισμένοι όροι δεν έχουν αποκλειστικά ποινικό χαρακτήρα, πρέπει να χρησιμοποιούνται με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην τίθεται σε αμφισβήτηση η ορθότητα της αθωωτικής ποινικής αποφάσεως, ενώ η τυχόν διενέργεια προσθέτων αποδείξεων, δηλαδή, η εκτίμηση από το πολιτικό δικαστήριο και νέων αποδείξεων, που δεν είχαν τεθεί υπόψη του ποινικού δικαστηρίου, καθιστά το διαφορετικό αποτέλεσμα, στο οποίο αυτό (πολιτικό δικαστήριο) καταλήγει, περισσότερο δικαιολογημένο (ως άνω Ε.Δ.Δ.Α. ….. κατά ….. ). Τελικώς, η παραβίαση του ως άνω τεκμηρίου θα πρέπει να κρίνεται πάντα in concreto, εν όψει των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υποθέσεως και του τρόπου διατυπώσεως των αιτιολογιών, που θέτουν ενδεχομένως σε αμφιβολία το διατακτικό της αθωωτικής αποφάσεως του ποινικού δικαστηρίου και υφίσταται, εντεύθεν, θέμα παραβιάσεως του τεκμηρίου αθωότητας (ΟλΑΠ 4/2020 Δημ. Νόμος).

Τέλος, κατά το άρθρο 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. το δικόγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα στοιχεία, που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 του ίδιου κώδικα και τους λόγους της έφεσης. Οι λόγοι της έφεσης συνίστανται σε ορισμένες αιτιάσεις κατά της εκκαλούμενης απόφασης, που αναφέρονται είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστηρίου. Τα σφάλματα του δικαστηρίου είναι δυνατό να ανάγονται είτε στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου είτε στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία επαρκώς προσδιορίζεται όταν αναφέρεται στο εφετήριο ότι εξαιτίας αυτής οδηγήθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, χωρίς να είναι αναγκαία η εξειδίκευση των σφαλμάτων ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, αφού το εφετείο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ.), επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού, με βάση την καθολική αυτή επανεκτίμηση και όχι με βάση τα συνδεόμενα με αυτήν μερικότερα παράπονα του εκκαλούντος (ΑΠ 19/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1003/2017 Δημ. Νόμος). Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (Ολ ΑΠ 1/2016, Ολ ΑΠ 2/2013, Ολ ΑΠ 7/2006, ΑΠ 997/2017 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά, που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων, που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά, που, είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι, όμως, όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (Ολ ΑΠ 15/2006, ΑΠ 997/2017 ό.π.). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν “αιτιολογία”, ώστε στο πλαίσιο της διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ να επιδέχονται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Ούτε εξ άλλου ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων (ΑΠ 997/2017 ό.π., ΑΠ 1420/2013, ΑΠ 1703/2009, ΑΠ 1202/2008, ΑΠ 520/1995). Οι λόγοι της έφεσης πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να μπορεί να οριοθετηθεί η εξουσία του εφετείου, ενόψει, μάλιστα, της διάταξης του άρθρου 522 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση (και τους τυχόν πρόσθετους λόγους αυτής) και να είναι σε θέση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να κρίνει για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους, αλλά και να μπορεί ο εφεσίβλητος να αμυνθεί, αποκρούοντας και ανασκευάζοντας αυτούς. Η αοριστία του εφετηρίου δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ή με παραπομπή σε άλλα έγγραφα, έστω και της ιδίας δίκης. Οι αόριστοι λόγοι της έφεσης εξομοιώνονται με ανύπαρκτους και απορρίπτονται ως απαράδεκτοι και κατ` αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου. Εξάλλου, από το άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στα όρια, που καθορίζονται από αυτήν και τους πρόσθετους λόγους στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δηλ. μόνον κατά τα προσβαλλόμενα “κεφάλαια” (ΑΠ 1396/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 19/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1003/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 791/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1163/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 755/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 431/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος). Το Εφετείο, για να αποφασίσει αν πρέπει ή όχι να εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση, είναι υποχρεωμένο να περιορισθεί στην έρευνα μόνο των παραπόνων, που διατυπώνονται με τους λόγους της έφεσης ή τους πρόσθετους λόγους, και των ισχυρισμών, που, ως υπεράσπιση κατά των λόγων αυτών, προβάλλει, σύμφωνα με το άρθρο 527 αρ. 1 του ΚΠολΔ, ο εφεσίβλητος, καθώς και εκείνων των ζητημάτων η έρευνα των οποίων προηγείται, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο, για να ληφθεί απόφαση σε σχέση με τα παράπονα, που διατυπώνονται με τους λόγους έφεσης και τα οποία κατά νόμο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής ή της ένστασης (ΑΠ 224/2016 ό.π.). Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 526 του ΚΠολΔ «Είναι απαράδεκτη στην κατ’ έφεση δίκη κάθε μεταβολή της βάσης, του αντικειμένου και του αιτήματος της αγωγής και αν ο αντίδικος συναινεί. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως (ΕφΑθ 539/2019 ό.π.). Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 525 παρ. 2 και 526 ΚΠολΔ, συνάγεται, περαιτέρω, ότι αντικείμενο της πολιτικής δίκης είναι και στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας η δικονομική αξίωση, που έχει υποβληθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και εκφράζεται με αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας για την προβαλλόμενη ιστορική αιτία, με απόφαση του δικαστηρίου, σύμφωνη προς το υποβαλλόμενο αίτημα. Η έφεση δεν δημιουργεί νέο αντικείμενο της δίκης, αλλά αποτελεί, ανάλογα με το εάν η πρωτοβάθμια απόφαση ήταν δυσμενής ή ευνοϊκή για όποιον ζήτησε τη δικαστική προστασία, μέσο τελικής επίτευξης ή ματαίωσης της ικανοποίησης της δικανικής πιο πάνω αξίωσης με την υποβολή της σε νέα, δευτεροβάθμια, δικαστική κρίση (βλ. ΑΠ 1867/2017, ΑΠ 821/2010, Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 539/2019 Δημ. Νόμος). «Κεφάλαιο» δε θεωρείται η αυτοτελής αίτηση δικαστικής προστασίας, που δημιουργεί χωριστό αντικείμενο δίκης (στο πλαίσιο της ίδιας διαφοράς) και εκκρεμοδικίας και για την οποία (αίτηση) εκδόθηκε χωριστή διάταξη της απόφασης (ΑΠ 1396/2019 ό.π., ΑΠ 1290/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 579/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2017, ΑΠ 2185/2013, ΑΠ 842/2010, ΑΠ 132/2004). Επί αγωγής αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης από αδικοπραξία (άρθρα 914, 297, 298, 299 ΑΚ), αν ο εκκαλών με την έφεση προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως προς την υπαιτιότητα, στο εκκληθέν κεφάλαιο της υπαιτιότητας περιλαμβάνονται και εκείνα της αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης. Δεν ισχύει, όμως, και το αντίστροφο, δηλαδή αν εκκαλείται μόνον το κεφάλαιο της αποζημίωσης και της χρηματικής ικανοποιήσεως, μόνον αυτό μεταβιβάζεται στο Εφετείο, όχι δε και το κεφάλαιο της υπαιτιότητας, διότι το τελευταίο δεν συνέχεται αναγκαστικώς με τα εν λόγω εκκληθέντα ως άνω κεφάλαια της αποφάσεως. Τούτο διότι στην περίπτωση αυτή μεταβιβάζονται στο Εφετείο μόνο τα κεφάλαια της αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως από απόψεως ποσοτικού προσδιορισμού τους, η επί των οποίων διάφορη κρίση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου δεν επιδρά επί εκείνου του μη εκκληθέντος κεφαλαίου της υπαιτιότητας και με την έννοια αυτή δεν συνέχονται αναγκαστικώς μετ` αυτού (ΟλΑΠ 10/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 504/2018 Δημ. Νόμος). Η έλλειψη μείζονος πρότασης στην απόφαση ή οι εσφαλμένες κρίσεις του δικαστηρίου σ` αυτή ως προς την έννοια διάταξης ουσιαστικού δικαίου δεν αρκούν από μόνες τους για να ιδρύσουν το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, αν κατά τα λοιπά δεν συνέχονται με την ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, αφού το διατακτικό της απόφασης δεν στηρίζεται στις νομικές αναλύσεις του δικαστηρίου, αλλά στις ουσιαστικές παραδοχές του, που διατυπώνονται στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού του. Επίσης, δεν δημιουργείται ο λόγος αυτός αναίρεσης, όταν ο Άρειος Πάγος διαπιστώσει εσφαλμένη μνεία άλλης νομικής διατάξεως και όχι της εφαρμοστέας (ΑΠ 78/2020 Δημ. Νόμος). Κατά το άρθρο δε 536 του ίδιου Κώδικα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα, χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση, εκτός αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, δικάζει την υπόθεση κατ’ ουσίαν (ΑΠ 1396/2019 ό.π., ΑΠ 1290/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 224/2016 ό.π., ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 487/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 501/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 235/2014 Δημ. Νόμος). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 533 παρ. 2 και 535 παρ. 1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι, σε περίπτωση νομοθετικής μεταβολής, το εφετείο, κατά το πρώτο στάδιο της δίκης της έφεσης κατά απόφασης, που έχει προσβληθεί με έφεση, εφαρμόζει το νόμο, που ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης της πρωτόδικης απόφασης, με μόνες εξαιρέσεις τις περιπτώσεις, που ο νέος νόμος με ρητή διάταξη καταλαμβάνει και τις σχέσεις, που έχουν οριστικά κριθεί ή είναι πραγματικά ερμηνευτικός, οπότε θεωρείται σύγχρονος του ερμηνευόμενου, ενώ στην περίπτωση κατά την οποία, συνεπεία παραδοχής κάποιου λόγου έφεσης, ως ουσιαστικά βάσιμου, εξαφανίσει την εκκληθείσα απόφαση και ακολουθήσει νέο στάδιο, κατά το οποίο κρατώντας το ίδιο την υπόθεση, δικάζει αυτήν στην ουσία, υποκαθιστάμενο στη θέση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, οφείλει, συμμορφούμενο προς τη γενική διάταξη του άρθρου 2 του Α.Κ., να εφαρμόσει το νέο νόμο, αφού αυτός ισχύει κατά το χρόνο δημοσίευσης της δικής του απόφασης, που κρίνει την ουσία της υπόθεσης, ασχέτως αν αυτός έχει ή όχι αναδρομική δύναμη και η εφαρμογή του οδηγεί σε κρίση διαφορετική από εκείνη του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (ΟλΑΠ 1/2020 ό.π., Ολ ΑΠ 7 και 8/1991).

Από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, που προσκομίστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ιδίως της ανωμοτί κατάθεσης του ενάγοντος και της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος, που εξετάστηκε με επιμέλεια της εναγομένης στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, των οποίων οι καταθέσεις περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη, έστω και αν δεν μνημονεύονται ένα προς ένα (ΟλΑΠ 848/1981 ΝοΒ 30.441, ΟλΑΠ 8/1987 ΝοΒ 1988.75, ΑΠ 187/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1697/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 722/2004 Δημ. Νόμος, ΑΠ 152/2002 Δημ. ΤΝΠΔΣΑθ, ΜονΕφΑθ 407/2018 Δημ. Νόμος), για κάποια από τα οποία γίνεται ιδιαίτερη σημείωση παρακάτω, χωρίς, όμως, να αγνοείται η σημασία και η σπουδαιότητα των υπολοίπων και χωρίς να παραλείπεται κανένα, κατά την επανεκτίμηση της ουσίας της διαφοράς (ΑΠ 211/2006 ΝοΒ 54.849, ΑΠ 1659/2005 ΔΕΕ 2006,173, ΑΠ 250/2000 ΕλλΔνη 41.980, ΜονΕφΑθ 407/2018 ό.π.) και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για να χρησιμεύσουν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 του ΚΠολΔ – ΑΠ 60/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1201/2007 Δημ. Νόμος), από τα έγγραφα της ποινικής διαδικασίας και τις ποινικές αποφάσεις, που εκτιμώνται ως δικαστικά τεκμήρια, τις επιμέρους ομολογίες των διαδίκων, στα σημεία που ειδικά αναφέρονται κατωτέρω (άρθρο 261 του ίδιου κώδικα), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι, Κτηνίατροι, υπήρξαν συνεργάτες από το 1997 και το έτος 2001 συνέστησαν εταιρία περιορισμένης ευθύνης, με την επωνυμία «…………..» και το διακριτικό τίτλο «…………..», με έδρα το Δήμο ………. Ν. Αττικής. Αρχικά, το έτος 2001, οι διάδικοι ασκούσαν είτε από κοινού είτε ο καθένας ξεχωριστά, για λογαριασμό και στο όνομα της εταιρίας, τη διαχείριση της εταιρείας, ενώ, στη συνέχεια, το έτος 2005, ανέλαβε τη διαχείριση της ένδικης εταιρείας η εναγομένη (βλ. σχετ. με αριθμ. 1157/22-02-2001 και 2919/13-05-2005 Φ.Ε.Κ. τ. Α.Ε. & Ε.Π.Ε.). Από το έτος, όμως, 2008 οι σχέσεις των διαδίκων άρχισαν να διαρρηγνύονται. Συγκεκριμένα, την 1η.7.2008, κατά την προσέλευση στην επιχείρηση των διαδίκων του τρίτου, μη διαδίκου στην παρούσα δίκη, ……………, ο οποίος, κατά το παρελθόν, υπήρξε πελάτης του ενάγοντος, προκειμένου να διενεργηθεί εξέταση σε οικόσιτο ζώο του (σκυλάκι), δημιουργήθηκε ένταση μεταξύ των διαδίκων, κατά την οποία η εναγόμενη απεκάλεσε τον ενάγοντα, ενώπιον τρίτων, ήτοι του ως άνω πελάτη και της ……………, Κτηνιάτρου, με τις λέξεις «κάθαρμα» και «σκουλήκι». Ακολούθως, κατόπιν υποβολής εγκλήσεως εκ μέρους του ενάγοντος, ασκήθηκε ποινική δίωξη, σε βάρος της εναγομένης, για την αξιόποινη πράξη της εξύβρισης. Δυνάμει δε της με αριθμ. 16742/16-12-2009 αποφάσεως του Α’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά, η εναγομένη κηρύχθηκε ένοχη για την πράξη αυτή και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης δύο (2) μηνών, η οποία ανεστάλη επί τριετία και υποχρεώθηκε να καταβάλει το ποσό των 44 ευρώ στον ενάγοντα, ως χρηματική ικανοποίησή του λόγω της ηθικής βλάβης, που υπέστη, για το οποίο ποσό είχε δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής, με επιφύλαξη αναζήτησης του υπόλοιπου ποσού ενώπιον των πολιτικών Δικαστηρίων. Κατά της ως άνω απόφασης η εναγομένη άσκησε έφεση, πλην, όμως, επειδή η απόφαση δεν είχε καταστεί αμετάκλητη έως τη δημοσίευση του Ν. 4043/2012, η υπόθεση τέθηκε στο αρχείο, όπως συνομολογείται, βάσει του άρθρου 2 του ίδιου νόμου, σύμφωνα με την παρ. 1 του οποίου (άρθρου 2), ποινές διάρκειας μέχρι έξι μηνών, που έχουν επιβληθεί με αποφάσεις, που έχουν εκδοθεί μέχρι τη δημοσίευση του νόμου αυτού (13-02-2012), εφόσον δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες και οι ποινές αυτές δεν έχουν εκτιθεί με οποιονδήποτε τρόπο, μέχρι την κατά τα άνω δημοσίευσή του, παραγράφονται και δεν εκτελούνται, υπό τον όρο ότι ο καταδικασθείς δεν θα τελέσει μέσα σε δύο έτη από τη δημοσίευση του νόμου αυτού νέα από δόλο αξιόποινη πράξη, για την ο­ποία θα καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ε­λευθερίας ανώτερη των έξι μηνών, ενώ, κατά την παράγραφο 2 του ιδίου άρ­θρου του άνω νόμου, οι μη εκτελεσθείσες κατά την παράγραφο 1 αποφά­σεις τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμοδίου Εισαγγελέα ή Δημοσίου Κατηγόρου (βλ. σχετ. ΜονΕφΠατρ 17/2020 Δημ. Νόμος, πρβλ. ΑΠ 637/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 918/2019 Δημ. Νόμος). Η αρχειοθέτηση δε της υπόθεσης αυτής και η παραγραφή υπό όρο της ποινής, που είχε επιβληθεί στην εναγομένη με τη με αριθμ. 16742/16-12-2009 απόφαση του Α’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά, δεν ταυτίζεται, ούτε ισοδυναμεί με αθωωτική απόφαση, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγομένη (βλ. σχετ. ΑΠ 856/2016 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, στις 7.8.2008, και ενώ ο ενάγων είχε μόλις εισέλθει στην επιχείρηση κτηνιατρείου, που διατηρούσαν, η εναγόμενη τον εξύβρισε απρόκλητα, αποκαλώντας αυτόν «κλέφτη» και «απατεώνα». Η εναγομένη ισχυρίζεται ότι, στις 21.7.2008, ο ενάγων είχε αφαιρέσει την ατζέντα της, που είχε στην επιχείρηση, η οποία, κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος, εμπεριείχε ανεπίσημα στοιχεία, που αφορούσαν τα έσοδα και έξοδα της ως άνω εταιρείας. Στις 7/8/2008, όμως, ουδέν επεισόδιο είχε προηγηθεί μεταξύ των διαδίκων. Ακολούθως, κατόπιν υποβολής εγκλήσεως εκ μέρους του ενάγοντος, ασκήθηκε ποινική δίωξη, σε βάρος της εναγομένης, για την αξιόποινη πράξη της εξύβρισης. Δυνάμει δε της με αριθμ. 5892/8-12-2010 απόφασης του Β’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά, η εναγομένη κηρύχθηκε ένοχη για την πράξη αυτή και επιβλήθηκε σε αυτήν ποινή φυλάκισης τριάντα (30) ημερών, η οποία ανεστάλη επί τριετία, υποχρεώθηκε δε η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 44 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίησή του λόγω της ηθικής βλάβης, που υπέστη, για το οποίο ποσό είχε δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής, με επιφύλαξη αναζήτησης του υπόλοιπου ποσού ενώπιον των πολιτικών Δικαστηρίων. Η απόφαση αυτή ήταν εξυπαρχής ανέκκλητη. Δεν προκύπτει δε η άσκηση αναιρέσεως κατ’ αυτής. Σημειώνεται ότι, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, το πολιτικό δικαστήριο, το μεν δεν έχει λόγο να αμφισβητήσει τις αποφάσεις του ποινικού δικαστηρίου, αναγράφοντας στο αιτιολογικό της αποφάσεώς του ότι αυτό έσφαλε ως προς την κρίση του ή ότι δεν εκτιμήθηκαν ορθά τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, το δε δεν εξετάζει την κρίση του ποινικού δικαστηρίου, ούτε τα αποδεικτικά μέσα, που έλαβε υπόψη το ποινικό δικαστήριο για να καταλήξει στην κρίση του, πολύ δε περισσότερο, διότι η εναγομένη, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, δεν δικάζεται δις για την ίδια πράξη. Στην αστική δίκη δε, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, δεν παράγεται δεδικασμένο, κατ’ άρθρο 321 Κ.Πολ.Δικ., από απόφαση ποινικού δικαστηρίου. Στην ποινική δίκη ισχύει το ανακριτικό σύστημα συλλογής των αποδείξεων, σε αντίθεση με το σύστημα διαθέσεως και συζητήσεως της πολιτικής δίκης και του βάρους επικλήσεως και προσκομίσεως των αποδεικτικών μέσων από τους διαδίκους της πολιτικής δίκης. Επομένως, η αυτοτέλεια των αρμοδιοτήτων των δύο δικαιοδοσιών (ποινικής και πολιτικής) έχει την έννοια ότι το πολιτικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει περί του αν τελέσθηκε το αστικό και συγχρόνως ποινικό αδίκημα, δεν δεσμεύεται από την τυχόν προηγηθείσα σχετική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, αθωωτική ή καταδικαστική. Επιβάλλεται, όμως, να λάβει σοβαρά υπόψη ως ισχυρό τεκμήριο την ποινική κρίση και μπορεί να αφίσταται από αυτήν με απόλυτα αιτιολογημένη απόφαση. Ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας δεν αποκλείει τις αστικές διεκδικήσεις. Η τυχόν δε απαλλαγή της εναγομένης από την ποινική ευθύνη, δεν συνεπάγεται αυτόματα την απαλλαγή από την αστική ευθύνη, ακόμη και στην περίπτωση της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών, ανεξάρτητα, μάλιστα, από το εάν έληξε ή όχι η ποινική διαδικασία με αθώωση ή παύση της ποινικής διώξεως, δοθέντος ότι μόνο το γεγονός ότι τα αποδεικτικά στοιχεία της ποινικής διαδικασίας θα χρησιμοποιηθούν στην αστική δίκη, καθώς και ότι βάση της αστικής αξιώσεως για αποζημίωση είναι τα συστατικά στοιχεία του ποινικού αδικήματος, δεν είναι αρκετά για να χαρακτηρισθεί η συναφής (πολιτική) δίκη ως (δεύτερη) ποινική διαδικασία, που απαγορεύεται, βάσει της αρχής ne bis in idem. Άλλωστε, όπως δέχεται και το Ε.Δ.Δ.Α., δεν μπορούν να αποκλειστούν οι αξιώσεις αστικής αποζημιώσεως των ζημιωθέντων, που προκύπτουν από τα ίδια πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν το ποινικό αδίκημα, με βάση όμως “ένα λιγότερο αυστηρό βάρος αποδείξεως”. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή παραβιάζει το κατοχυρωμένο στην Ε.Σ.Δ.Α. (άρθρο 6 παρ. 1 και άρθρο 13), το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. (άρθρο 47) και το Σύνταγμα (άρθρο 20 παρ. 1) δικαίωμα παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και προσβάσεως στο δικαστήριο, συνιστώντας αυθαίρετο και δυσανάλογο περιορισμό του σχετικού δικαιώματος του παθόντος και αποδίδει στο πρόσωπο, που τέλεσε την αδικοπραξία, ένα αθέμιτο όφελος, καθώς θα απέκλειε κάθε ευθύνη του, παρά το ότι δεν απαιτείται ως προϋπόθεση για την αδικοπραξία, η προηγούμενη ποινική βεβαίωση της ενοχής του κατηγορουμένου (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 4/2020 ό.π.). Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχει, εν προκειμένω, περίπτωση άρσης του παρανόμου της προσβολής της προσωπικότητας του ενάγοντος, καθώς ο σκοπός εξύβρισης κωλύει, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, την εφαρμογή της διάταξης περί άρσης του άδικου χαρακτήρα της συμπεριφοράς της εναγομένης (πρβλ. ΑΠ 735/2020 ό.π.). Ειδικότερα, η προβληθείσα εκ του άρθρου 367 παρ. 1 περ. γ’ ΠΚ ένσταση της εναγομένης, η οποία προεβλήθη νομότυπα, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και επαναφέρεται παραδεκτά με το δεύτερο λόγο έφεσης, ότι οι ως άνω φράσεις έλαβαν χώρα προς διαφύλαξη και προστασία των νομίμων συμφερόντων της ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, δεκτής γενομένης, ως κατ’ ουσία βασίμου, της αντενστάσεως του ενάγοντος, που προβλήθηκε καθ’ υποφορά με την αγωγή του, δεδομένου ότι προκύπτει σκοπός εξύβρισης του ενάγοντος εκ μέρους της εναγομένης (άρθρο 367 παρ. 2 περ. β’ Π.Κ.), καθώς ο τρόπος, με τον οποίο εκφράστηκε, την 1η/7/2008 και στις 7/8/2008, θεωρούμενος στο σύνολό του, κατευθυνόταν στην προσβολή της τιμής του ενάγοντος, διότι οι εκφράσεις, που χρησιμοποίησε, υπερέβαιναν το αναγκαίο μέτρο για να αποδοθεί, όπως έπρεπε αντικειμενικά, το περιεχόμενο της σκέψης της για την προστασία του έννομου ενδιαφέροντός της, ήτοι την προστασία της πίστης και του μέλλοντος της επιχείρησής της και ενώ το γνώριζε η εναγομένη χρησιμοποίησε τον τρόπο αυτό για να προσβάλει την τιμή του ενάγοντος στο χώρο της επιχείρησής τους, σε ώρα λειτουργίας της. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι η εναγομένη απηύθυνε τους ως άνω χαρακτηρισμούς προς τον ενάγοντα παρασυρόμενη στις πράξεις αυτές από δικαιολογημένη αγανάκτηση εξαιτίας μίας αμέσως προηγούμενης πράξης, που τέλεσε ο ενάγων εναντίον της ή ενώπιόν της και που ήταν ιδιαίτερη σκληρή ή βάναυση. Τα αναφερόμενα δε στο δεύτερο λόγο έφεσης περιστατικά, που φέρεται ότι τελέστηκαν από τον ενάγοντα, σε βάρος της, στις 26/08/2008, και αληθή υποτιθέμενα, κατά τους ισχυρισμούς της εναγομένης, έλαβαν χώρα είκοσι (20) περίπου ημέρες μετά το δεύτερο περιστατικό, που έλαβε χώρα, στις 7/8/2008, από την εναγομένη σε βάρος του ενάγοντος και, συνεπώς, δεν δύναται να θεωρηθεί ότι οι ως άνω εξυβριστικές εκφράσεις, που απηύθυνε εναντίον του, προγενέστερα, ήτοι την 1/7/2008 και στις 7/8/2008, έλαβαν χώρα προς διαφύλαξη και προστασία των νομίμων συμφερόντων της ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον, για περιστατικά, που φέρεται ότι έλαβαν χώρα στις 26/08/2008. Επομένως, από το σύνολο των ως άνω αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών, προκύπτει ότι συντρέχουν, εν προκειμένω, όλες οι προϋποθέσεις εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 57 α΄, 59, 299, 914, 932 ΑΚ και 361 παρ. 1 Π.Κ.. Ειδικότερα, η προπεριγραφείσα συμπεριφορά της εναγομένης είναι παράνομη και υπαίτια και πληροί το πραγματικό των διατάξεων του άρθρου 361 παρ. 1 του Π.Κ., καθώς η εναγομένη, προέβη στους παραπάνω χαρακτηρισμούς, απευθύνοντας στον ενάγοντα υβριστικές λέξεις, που προσδίδουν σε αυτόν μία αντίθετη προς την ηθική και την ευπρέπεια συμπεριφορά και τον εμφανίζουν ως άτομο στε­ρούμενο ηθικών αξιών και αναστολών, με σκοπό εξυβριστικό, δηλαδή για να βλάψει την φήμη, τιμή και την υπόληψή του και υποδηλώνοντας καταφρόνηση στο πρόσωπό του. Σημειώνεται ότι κατά το άρθρο 536 του ΚΠολΔ, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για την εκκαλούσα, χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση, δεν εξαφανίζεται δε, εν προκειμένω, από το παρόν Δικαστήριο η εκκαλουμένη. Κατόπιν των ανωτέρω, εφόσον αποδείχθηκε ότι η εναγομένη, με την ανωτέρω περιγραφόμενη συμπεριφορά της, προσέβαλε την προσωπικότητα του ενάγοντος και συγκεκριμένα την τιμή και την υπόληψή του, τελώντας, σε βάρος του, το αδίκημα της εξύβρισης, που συνιστά και αδικοπραξία, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 Α.Κ., ο ενάγων δικαιούται να λάβει χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, κατ’ άρθρο 932 Α.Κ., καθώς υφίσταται, κατά τα ανωτέρω, αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ αυτής (ηθικής βλάβης) και της προπεριγραφείσας, προσβλητικής για την προσωπικότητά του συμπεριφοράς της εναγομένης, αφού ήταν ικανή, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη βλάβη, την οποία και επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση, διότι οι ως άνω χαρακτηρισμοί ήταν αντικειμενικά πρόσφοροι να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή του, καθώς και την επιστημονική και επαγγελματική του οντότητα, ως αγαθά, που συνθέτουν την προσωπικότητά του. Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας κυρίως υπόψη την ως άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης, σε συνδυασμό, ιδίως, με: α) τις συνθήκες υπό τις οποίες τελέστηκε, β) το βαθμό του πταίσματος του αδικοπραγήσαντος – υποχρέου (εναγομένης), που συνιστά και ποινικό αδίκημα (άρθρο 361 παρ. 1 Π.Κ.), γ) την έλλειψη οποιασδήποτε υπαιτιότητας του ενάγοντος, κατά τους ως άνω χρόνους και τόπους, που έλαβαν χώρα οι προσβλητικές της προσωπικότητάς του συμπεριφορές της εναγομένης, απορριπτομένων ως κατ’ ουσίαν αβασίμων του περί αντιθέτου ισχυρισμών της εναγομένης, δ) την ηλικία των διαδίκων (ο ενάγων γεννήθηκε το έτος 1957 και η εναγομένη το έτος 1959), την επαγγελματική τους ιδιότητα (Κτηνίατροι), την οικογενειακή τους κατάσταση, ε) το μέγεθος της προσβολής της προσωπικότητας του ενάγοντος και το γεγονός ότι η χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, αποσκοπεί στην άρση των ηθικών συνεπειών της γενόμενης προσβολής σε βάρος του αδικηθέντος και στην απάλυνση του ψυχικού του πόνου, σε καμία δε περίπτωση δεν πρέπει να καταλήγει σε εξουθένωση του ενός μέρους και αντίστοιχο υπέρμετρο πλουτισμό του άλλου, κρίνει ότι το εύλογο ποσό χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη του ενάγοντος ανέρχεται στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ για κάθε προσβλητική της προσωπικότητάς του συμπεριφορά, που έλαβε χώρα την 1η/7/2008 και στις 7/8/2008 και συνολικά στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ (μη συμπεριλαμβανομένου του ποσού των 44 ευρώ για κάθε πράξη εξύβρισης, το οποίο επιδικάστηκε σε αυτόν, ως πολιτικώς ενάγοντα, για τη χρηματική του ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, από τα ανωτέρα ποινικά Δικαστήριο, με επιφύλαξη προς αναζήτηση του υπολοίπου ποσού ενώπιον του πολιτικών δικαστηρίων). Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο επιδίκασε τα ίδια ως άνω ποσά, δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, ούτε υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής ευχέρειάς του, αφού το επιδικασθέν για κάθε πράξη ποσό δεν αφίσταται -κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και την περί δικαίου συνείδηση- από το επιδικαζόμενο σε παρόμοιες περιπτώσεις ποσό. Σημειώνεται ότι δεν είναι αναγκαία η εξειδικευμένη αιτιολόγηση της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων (ΑΠ 609/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 838/2017, ΑΠ 914/2011). Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα και έκανε δεκτή εν μέρει, ως κατ’ ουσία βάσιμη, την υπό κρίση αγωγή, υποχρέωσε δε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 1.500 ευρώ για κάθε ως άνω προσβλητική της προσωπικότητάς του συμπεριφορά και συνολικά το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις, ουσιαστικού δικαίου, ως άνω διατάξεις και ορθά δεν εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 367 παρ. 1 περ. γ΄ Π.Κ., ούτε απαίτησε περισσότερα στοιχεία, ούτε αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα, που απαιτεί ο νόμος, αλλά ούτε και προσέδωσε σ’ αυτές έννοια διαφορετική από την αληθινή, αναφορικά με τα ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ζητήματα της συνδρομής των θεμελιωτικών του αγωγικού αιτήματος πραγματικών περιστατικών (προϋποθέσεων), συνεκτιμώντας δε και αξιολογώντας επιμελώς όλα ανεξαιρέτως τα μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενα από τους διαδίκους με τις έγγραφες προτάσεις τους αποδεικτικά μέσα, ορθά, κατ’ αποτέλεσμα, εκτίμησε τις αποδείξεις, έστω και με ελ­λιπή αιτιολογία, για το λόγο δε αυτό πρέπει, μετά τη συ­μπλήρωση και αντικατάσταση των αιτιολογιών της εκκαλουμένης με τις πα­ρούσες (άρθρο 534 του ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΑΠ 1319/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2234/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 845/2011 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 357/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 30/2016 Δημ. Νόμος ΕφΛαρ 50/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 216/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 544/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 980/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 174/2014 Δημ. Νόμος), ν’ απορριφθούν ως αβάσιμοι όλοι οι λόγοι της έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι κατά της εκκαλουμένης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, η από 22-12-2014, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../06-02-2020 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……/06-02-2020, έφεση, κατά της με αριθμ. 3719/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από την εκκαλούσα για την άσκηση της έφεσης παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρ. 495 § 4 Κ.Πολ.Δ.). Τέλος, πρέπει να επιβληθεί στο σύνολό της η δικαστική δαπάνη του εφεσιβλήτου, σε βάρος της εκκαλούσας, λόγω της ήττας της, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την από 22-12-2014, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../06-02-2020 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./06-02-2020, έφεση, κατά της με αριθμ. 3719/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, που κατέθεσε η εκκαλούσα για την άσκηση της ως άνω έφεσης.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας το σύνολο της δικαστικής δαπάνης του εφεσίβλητου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του, στις 18/08/2021, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ