Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 419/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός απόφασης  419/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Ε.Τ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ : ………… την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος Ουρανία Σαμπροβαλάκη με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) της ναυτικής εταιρίας …………., 2) της ναυτικής εταιρίας ………………, 3) της ναυτικής εταιρίας ……………, 4) της ναυτικής εταιρίας ………….., 5) της εταιρίας ………….., 6) της εταιρίας ………….. 7) της εταιρίας …………., 8) της εταιρίας …………., 9) της ναυτικής εταιρίας …………….., 10) της εταιρίας …………., 11) της εταιρίας . …………, 12) της ναυτικής εταιρίας …………., 13) της κοινοπραξίας ……….. και 14) ………….. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Στέφανο Λύρα.

Η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 4.12.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …………/4.12.2018 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 964/2020 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που την δέχθηκε εν μέρει, ως και ουσιαστικά βάσιμη.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, με την από 10.6.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……………/10.6.2020 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………../10.6.2020 έφεση, που προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά την στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν τις απόψεις τους αναφερόμενοι στις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν και κατέθεσαν αντίστοιχα.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η κρινόμενη από 10.6.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………./10.6.2020 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………../10.6.2020 έφεση της εκκαλούσας, που στρέφεται κατά της υπ’αριθμ.964/2020 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών (άρθρα 614, 621, 622 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και απέρριψε, ως προς τους πρώτη, δεύτερη, τέταρτη, πέμπτη, έκτη, έβδομη, όγδοη, ενδέκατη, δωδέκατη, δέκατη τρίτη και δέκατο τέταρτο των εναγομένων, ενώ   δέχθηκε εν μέρει, ως και ουσιαστικά βάσιμη, ως προς τις τρίτη, ένατη και δέκατη εναγόμενες, την από 4.12.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../4.12.2018 αγωγή της κατά των εναγομένων, ήδη εφεσιβλήτων, ασκήθηκε  νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 1 και 520 § 1  ΚΠολΔ,   δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι έγινε νομότυπη επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, επιμελεία των εναγομένων, στις 10.6.2020, συντασσομένης της υπ’αριθμ. ……….΄/10.6.2018 εκθέσεως επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Πειραιά, ………., που προσκομίζεται από τους εναγομένους-εφεσιβλήτους, το δε πρωτότυπο του δικογράφου της έφεσης κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 10.6.2020, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι, αν και η έφεση ασκήθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν.4055/2012, δεν απαιτείται για το παραδεκτό της η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς, ως εργατικής.

ΙΙ. Η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα, στην από 4.12.2018 αγωγή της, ισχυρίστηκε ότι δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου ναυτολογήθηκε, με την ειδικότητα της Ανθυποπλοιάρχου, αφενός στα υπό ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοία, «Κ» πλοιοκτησίας της ένατης εναγομένης, που από 1.9.2017 ως 31.10.2017 ανέθεσε τον εφοπλισμό του στην δέκατη εναγομένη κυπριακή εταιρεία, που έχει εγκατασταθεί στον Πειραιά και «MJ”, πλοιοκτησίας της τρίτης των εναγομένων  και αφετέρου στο υπό κυπριακή σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο “PJ”, πλοιοκτησίας της ενδέκατης εναγομένης κυπριακής εταιρείας εγκατεστημένης στον Πειραιά, την διαχείριση του οποίου έχει αναλάβει η δωδέκατη εναγομένη ναυτική εταιρεία, νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας τυγχάνει ο δέκατος τέταρτος των εναγομένων, κατά τα αναφερόμενα χρονικά διαστήματα, για την εκτέλεση εργασιών επισκευής και συντήρησης, αντί του προβλεπομένου από την ισχύουσα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (ΣΣΝΕ) για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων μηνιαίου μισθού και ότι καθ’ όλη την διάρκεια των ναυτολογήσεων της πραγματοποιούσε υπερωρίες, εφόσον εργαζόταν καθημερινά, ακόμη και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, επί 8 ώρες στο πρώτο και στο τρίτο πλοίο και επί 9 ώρες στο δεύτερο, χωρίς να λαμβάνει τις αποδοχές, που δικαιούνταν, ούτε ολόκληρη τη νόμιμη υπερωριακή αμοιβή της, ενώ δεν έλαβε ούτε ολόκληρα τα ποσά που εδικαιούτο για αναλογία δώρου εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων των ετών 2017 και 2018 αντίστοιχα, όλες δε οι εναγόμενες εταιρείες αποτελούν μέλη της δέκατης τρίτης των εναγομένων Κοινοπραξίας, που έχει συσταθεί από τις οκτώ πρώτες εναγόμενες εταιρείες και λειτουργεί υπό την μορφή ομόρρυθμης εταιρείας, βάσει του από 1.4.2016 συμφωνητικού, που έχει καταχωρηθεί στο ΓΕΜΗ, ενώ οι λοιπές εναγόμενες αποτελούν άτυπα μέλη αυτής, εν τοις πράγμασιν, αφού ανήκουν στον ίδιο επιχειρηματικό όμιλο, έχουν την ίδια έδρα, γραφεία, λογιστήριο, ίδιο νόμιμο εκπρόσωπο και μέλη ΔΣ, εναλλάσσονταν δε μεταξύ τους κατά την καταβολή της μισθοδοσίας της και των ασφαλιστικών της εισφορών, ενώ την απέλυαν, λόγω μετάθεσης, ναυτολογώντας την σε άλλο πλοίο του στόλου τους, ανεξαρτήτως αν αυτό ανήκε κατά πλοιοκτησία σε τυπικό ή εν τοις πράγμασι μέλος της κοινοπραξίας.  Με βάση τα περιστατικά αυτά ζητούσε η ενάγουσα, κατά την κύρια βάση της αγωγής της, να υποχρεωθούν οι εναγόμενες,  κοινοπραξία και μέλη της, εις ολόκληρον, να της καταβάλουν το συνολικό χρηματικό ποσό 24.219,95 ευρώ για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, όπως αναλυτικά εκτίθενται τα επιμέρους ποσά, με το νόμιμο τόκο από την απόλυση της, άλλως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής της και μέχρι την πλήρη εξόφληση και κατά την επικουρική της βάση, να υποχρεωθούν να της καταβάλουν: α) η ένατη και δέκατη των εναγομένων, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, ως κυρία και εφοπλίστρια αντίστοιχα του πλοίου «Κ», το ποσό των 6.431,94 ευρώ, β) η ένατη εναγομένη, ως πλοιοκτήτρια του πλοίου «Κ», επιπλέον το ποσό των 630,41 ευρώ, γ) η τρίτη εναγόμενη, ως πλοιοκτήτρια του πλοίου «MJ”, το ποσό των 4.742,39 ευρώ, δ) η ενδέκατη, δωδέκατη και δέκατος τέταρτος των εναγομένων, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, ως πλοιοκτήτρια, διαχειρίστρια και νόμιμος εκπρόσωπος της διαχειρίστριας, αντίστοιχα του πλοίου «PJ”, το ποσό των 12.415,21 ευρώ, όπως αναλυτικά εκτίθενται τα επιμέρους ποσά, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης της, άλλως της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση της.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού απέρριψε την αγωγή, αφενός, κατά την κύρια βάση της, ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, διότι δεν αναφέρεται αν οι συμβάσεις ναυτολόγησης της ενάγουσας συνήφθησαν από τις εναγόμενες-μέλη της κοινοπραξίας για λογαριασμό της και αν οι εναγόμενες-μέλη της κοινοπραξίας δρούσαν, ως διαχειριστές της, ώστε να την δεσμεύουν έναντι τρίτων και να ευθύνονται εις ολόκληρον με αυτήν και αφετέρου, ως προς την επικουρική της βάση,  ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης, αναφορικά με τις πρώτη, δεύτερη, τέταρτη, πέμπτη, έκτη, έβδομη, όγδοη και δέκατη τρίτη εναγόμενες, έκρινε την αγωγή, ως προς τις λοιπές, ορισμένη και νόμιμη, ακολούθως δε την απέρριψε, κατ’ουσίαν, ως προς τους ενδέκατη, δωδέκατη και δέκατο τέταρτο των εναγομένων και την έκανε εν μέρει δεκτή, ως προς τις ένατη, δέκατη και τρίτη τούτων, υποχρεώνοντας τις μεν ένατη και δέκατη, ως κυρία και μέχρι την αξία του πλοίου και εφοπλίστρια αντίστοιχα, να καταβάλουν στην ενάγουσα εις ολόκληρον το ποσό των χιλίων τετρακοσίων εξήντα τριών ευρώ και επτά λεπτών και επιπλέον η ένατη, ως πλοιοκτήτρια, το ποσό των 178,38 ευρώ, την δε τρίτη εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των οχτακοσίων τριάντα ευρώ και δύο λεπτών (830,02 €) για διαφορές αποδοχών, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης της.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη με την ένδικη έφεση της η ενάγουσα για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητεί την τυπική και ουσιαστική παραδοχή της εφέσεως της, κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια, την εξαφάνιση, άλλως μεταρρύθμιση της εκκαλούμενης αποφάσεως, την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή της.

III. Στο δίκαιο των ενώσεων προσώπων που συνιστώνται με σύμβαση, για την επιδίωξη κοινού σκοπού με κοινή συμβολή των μελών τους, δεν προβλέπεται η κοινοπραξία, ως ιδιαίτερος τύπος εταιρίας. Αφότου, όμως, εμφανίστηκε και δρα στην πράξη ως ένωση φυσικών ή νομικών προσώπων, η κοινοπραξία είναι δυνατό να προσλάβει τη νομική μορφή είτε αστικής εταιρίας, εάν από τη φύση ή το σκοπό της δεν είναι εμπορική, οπότε διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 741 επ. του ΑΚ, είτε εμπορικής εταιρίας, οπότε εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του εμπορικού δικαίου και υπάγεται σε έναν από τους εταιρικούς τύπους που αναγνωρίζονται περιοριστικά από αυτό. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 293 παρ.3 Ν.4072/2012, εφόσον η κοινοπραξία ασκεί εμπορική δραστηριότητα, καταχωρίζεται υποχρεωτικά στο Γ.Ε.ΜΗ. και εφαρμόζονται ως προς αυτήν αναλόγως οι διατάξεις για την ομόρρυθμη εταιρεία. Εκ τούτου, έπεται ότι, σε περίπτωση που η κοινοπραξία επιδιώκει εμπορικό σκοπό, εάν δεν τηρηθούν οι διατυπώσεις σύνταξης εγγράφου και δημοσιότητας, που προβλέπονταν από τις διατάξεις των άρθρων 39, 42, 43 και 44 του Εμπορικού Νόμου (πριν την κατάργηση των άρθρων 18 – 28, 38, 39, 47 – 50 και 64 με το άρθρο 294 παρ.2 του ν. 4072/2012), μπορεί να έχει χαρακτήρα είτε αφανούς εταιρίας, με εμφανή εταίρο ένα εκ των μελών της, οπότε προσομοιάζει στην ετερόρρυθμη εταιρία, με απεριορίστως ευθυνόμενο μόνο τον εμφανή εταίρο, είτε ομόρρυθμης εν τοις πράγμασι εταιρίας, με απεριορίστως και εις ολόκληρο ευθυνόμενα (άρθρο 22 του Εμπορικού Νόμου ήδη 249 Ν.4072/2012) πάντα τα μέλη αυτής για τις εκ της δραστηριότητας της υποχρεώσεις. Σε κάθε περίπτωση, η κοινοπραξία, ενόσω δεν προσλαμβάνει τυπικά κάποια εταιρική μορφή, δεν αποκτά νομική προσωπικότητα. Παρά ταύτα, αποκτά την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων (ΟλΑΠ 14/2007) και πτωχευτική ικανότητα (293 παρ.3 και 251 παρ.3 Ν.4072/2012), επομένως και εργοδότης. Και ακόμη, μπορεί να είναι διάδικος και να παρίσταται στο Δικαστήριο με τα πρόσωπα, στα οποία είναι ανατεθειμένη η διαχείριση των υποθέσεων της (62 και 64 παρ.3 ΚΠολΔ). Κατά περίπτωση όμως διάδικοι μπορούν να είναι και τα μέλη της. Αποφασιστικό κριτήριο για το αν σε συγκεκριμένη περίπτωση η κοινοπραξία ενήργησε ως αφανής εταιρία, οπότε ευθύνεται μόνο το μέλος, που επιχείρησε τη συναλλαγή ή ενήργησε ως εν τοις πράγμασι ομόρρυθμη εταιρία, οπότε ευθύνονται αλληλεγγύως όλα τα μέλη της, ως οφειλέτες για απαίτηση που γεννήθηκε από τη δράση τους είτε ατομικώς είτε στο πλαίσιο της κοινοπραξίας, είναι το πώς εκδηλώθηκε εξωτερικά η συγκεκριμένη δραστηριότητα. (ΑΠ 1246/2014, ΑΠ 680/2014, ΑΠ 1078/2010).

Ενόψει τούτων, η ένδικη αγωγή με το ανωτέρω περιεχόμενο, κατά την νομική θεμελίωση της εις ολόκληρον ευθύνης των εναγομένων εταιρειών μελών της εναγομένης κοινοπραξίας από την δραστηριότητα είτε αυτής, είτε κάθε μέλους, περιέχει όλα τα απαιτούμενα στοιχεία και δεν πάσχει αοριστίας, αφού, κατά τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο, η δέκατη τρίτη εναγομένη κοινοπραξία εκμεταλλευόταν όλα τα αναφερόμενα πλοία ναυτολόγησης της ενάγουσας για λογαριασμό των εναγομένων εταιρειών μελών της, τόσο των τυπικών οκτώ πρώτων εξ αυτών, όσο και των υπόλοιπων, που συμμετείχαν ατύπως, ενεργώντας ως ομόρρυθμη εταιρεία “εν τοις πράγμασι”, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα,  με συνέπεια να τυγχάνει εφαρμογής το δίκαιο της ομόρρυθμης εταιρείας σε όλη του την έκταση, ως προς τη διαχείριση της εταιρείας, την ευθύνη των εταίρων, τη λύση και τις συνέπειες αυτής, που συνεπάγεται την απεριόριστη και εις ολόκληρον ευθύνη των εταίρων μελών της και την ισχύ του κανόνα της ατομικής εκπροσωπήσεως από κάθε εταίρο, που σημαίνει ότι κάθε εναγόμενο μέλος της μπορούσε να την δεσμεύει έναντι τρίτων, τυχόν δε περιορισμοί της εκπροσωπευτικής εξουσίας, μη τηρουμένων των προϋποθέσεων δημοσιότητας, δεν μπορούσαν να αντιταχθούν στους τρίτους. Επομένως, η αγωγή, κατά την κύρια βάση της, ως προς τις εναγόμενες εταιρείες είναι ορισμένη και νόμιμη και δεν απαιτούνταν για την πληρότητα και σαφήνεια αυτής να αναφερθεί ότι οι συμβάσεις ναυτολόγησης της ενάγουσας συνήφθησαν από τις εναγόμενες-μέλη της κοινοπραξίας για λογαριασμό αυτής και ότι αυτές δρούσαν, ως διαχειριστές της, ώστε να την δεσμεύουν έναντι τρίτων και να ευθύνονται εις ολόκληρον με αυτήν, ως εσφαλμένα κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεκτού γενομένου του πρώτου λόγου έφεσης, ως ουσιαστικά βάσιμου. Περαιτέρω, η αγωγή είναι απαράδεκτη, ως προς τον δέκατο τέταρτο των εναγομένων, καθόσον δεν θεμελιώνεται ευθύνη του, ως προς την κύρια βάση της, αλλά μόνο ως προς την επικουρική βάση, η οποία τελεί υπό την αίρεση μη ευδοκίμησης της κύριας βάσης της αγωγής, που δεν τον αφορά, αλλά αφορά μόνο τις λοιπές απλές ομοδίκους του εναγόμενες εταιρείες, δηλαδή η περιεχόμενη στην αγωγή βάση γι’αυτόν βρίσκεται σε σχέση επικουρικότητας, ως προς την κύρια βάση, που όμως δεν τον περιλαμβάνει, ήτοι δεν υφίσταται κύρια βάση, ως προς το πρόσωπο του και επομένως, δεν μπορεί να ελεγχθεί η αγωγή, ως προς αυτόν στηριζόμενη μόνο σε βάση υπό αίρεση (219 ΚΠολΔ) και αφού δεν περιέχεται κύρια βάση, ως προς αυτόν τον ομόδικο, ούτε κοινή με τους λοιπούς ομοδίκους, ούτε χωριστή, η αγωγή κρίνεται γι’αυτόν απορριπτέα, ως απαράδεκτη (ΑΠ 580/1996).

ΙV. Με τα άρθρα 11, 12 παρ. 1 ,13 παρ.1, 2 & 5 και 18 παρ.1 της ΥΑ 2242.5-1.5/72672/2016 (ΦΕΚ Β΄ 2796/5.9.2016) «Κύρωση Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2016» και της υπ’ αριθ. 2242.5-1.5/77056/2017 υπουργικής απόφασης του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (ΦΕΚ Β 4005/17.11.2017) «Κύρωση Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2017», που εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση,  ορίζονται τα ακόλουθα : « …Οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμάνι για όλους τους ναυτικούς που αφορά η ανωτέρω Συλλογική Σύμβαση ορίζονται σε 40 εβδομαδιαίως, δηλαδή 8 ώρες την ημέρα από Δευτέρας μέχρι Παρασκευής, της εργασίας του Σαββάτου αμειβόμενης υπερωριακώς. …Ειδικά για το προσωπικό γενικών υπηρεσιών εν γένει, πλην των Ραδιοτηλεγραφητών, η οκτάωρη εργασία κατανέμεται από της 06.00 ώρας μέχρι της 22.00 ώρας με μία  ώρα διακοπή. … Κάθε εργασία που εκτελείται από τους ναυτικούς εν πλω και στο λιμάνι, πέραν των κανονικών εργασίμων ημερών και ωρών, όπως αυτές καθορίζονται στα άρθρα 11 και 12 της παρούσης, περιλαμβανόμενων και των εργασιών κατάπλου και απόπλου, θεωρείται πρόσθετη (υπερωριακή) και καταβάλλεται στους απασχολούμενους ναυτικούς πρόσθετη αμοιβή η οποία υπολογίζεται ως εξής : Το ποσόν του μηνιαίου μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1 (αφορά το βασικό μισθό) διαιρείται δια των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης, τούτων εξευρισκομένων δια της διαιρέσεως των εβδομάδων του έτους δια δώδεκα μηνών και του πολλαπλασιασμού του εκ της διαιρέσεως ταύτης προκύπτοντος πηλίκου 4,3 επί τας ώρας της ισχυούσης εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης. Βάσει του ανωτέρω υπολογισμού, οι ώρες της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης ανέρχονται σε εκατόν εβδομήντα τρεις (173)… Για την πρόσθετη (υπερωριακή) εργασία περί της οποίας η προηγούμενη παράγραφος, η προκύπτουσα εκ της εφαρμογής της υπερωριακή αμοιβή του ναυτικού προσαυξάνεται κατά 25%… Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρον 18 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή η προσδιοριζόμενη από την παρόντος άρθρου, προσαυξημένη κατά ποσοστό 50% για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης Σαββάτου και αργιών…. Οι κατωτέρω κατονομαζόμενες θρησκευτικές εορτές θεωρούνται ως ημέρες αργίας. Εργασίες εκτελούμενες κατά τις αργίες αυτές εν πλω και στο λιμάνι αμείβονται υπερωριακώς, σύμφωνα με την παραγρ. 5 του άρθρου 13 της Συλλογικής Σύμβασης… α. Η 1η του Έτους, β. Η εορτή των Θεοφανείων. γ. Η Καθαρή Δευτέρα, δ. Η 25η Μαρτίου, ε. Η Μεγάλη Παρασκευή, στ. Η Δευτέρα του Πάσχα. ζ. Η ημέρα του Αγίου Γεωργίου, η. Η 1η Μαΐου. θ. Η ημέρα της Αναλήψεως. ι. Η 15η Αυγούστου. ια. Η 14η Οκτωβρίου, ιβ. Η 28η Οκτωβρίου, ιγ. Η ημέρα του Αγίου Νικολάου. ιδ. Η ημέρα των Χριστουγέννων, ιε. Η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων…. ».

Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τον περιλαμβανόμενο στην  ανωτέρω υπουργική απόφαση πίνακα αμοιβών και τις σχετικές διατάξεις, περί των αποδοχών ανθυποπλοιάρχου ορίζονται τα ακόλουθα : Ο βασικός μηνιαίος μισθός στο ποσό των 1.472,22 ευρώ, το επίδομα Κυριακής στο ποσό των 323,89 ευρώ και συνολικά  στο ποσό των 1.796,11 ευρώ, το αντίτιμο τροφής στο ποσό των 19,21 ευρώ ημερησίως (άρθρο 3), το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας  στο ποσό των 35,22  ευρώ (άρθρο 8 παρ.13), το ειδικό επίδομα σε 29,60 ευρώ (άρθρο 8 παρ.2) και οι αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας σε 504,26 ευρώ [(1.472,22 ευρώ μισθός ενεργείας + 323,89 επίδομα Κυριακών) : 22 Χ 5 ημέρες + (19,21 ευρώ το ημερήσιο αντίτιμο τροφής Χ 5 ημέρες)]. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τον περιλαμβανόμενο στην  ανωτέρω υπουργική απόφαση πίνακα υπερωριακής αμοιβής κατά βαθμό και ειδικότητα με βάση το ωρομίσθιο, του άρθρου 13 παρ.6 αρ.3, προκειμένου περί ανθυποπλοιάρχου, η υπερωρία ορίστηκε αντίστοιχα σε 10,64 € (με προσαύξηση 25%) και 12,76 € (με προσαύξηση 50%). Επισημαίνεται, περαιτέρω, καθ’ όσον αφορά ειδικώς στην υπερωριακή απασχόληση κατά την ήμερα της Κυριακής, ότι η ως άνω Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας προβλέπει στο άρθρο 6 ότι «Σε όλους τους ναυτολογημένους ναυτικούς, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές αργίες εν πλω και στο λιμάνι, καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή υπό τύπον επιδόματος δια τας μέχρι οκταώρου εργασίας κατά Κυριακή, ανερχομένη μηνιαίως σε ποσοστό είκοσι δύο τοις εκατόν (22%) επί του μισθού ενεργείας, που προβλέπεται από το άρθρο 1 παρ. 1 της παρούσας Συμβάσεως. Διευκρινίζεται ότι το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους αυτού ή μη υπηρεσίας», δηλαδή το ειδικό αυτό επίδομα συνιστά ιδιαίτερη αμοιβή για την παρεχομένη εντός του βασικού οκταώρου εργασία κατά τις Κυριακές, η οποία δεν θεωρείται υπερωριακή, ενώ αντιθέτως υπερωριακή θεωρείται η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής, αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 27/2011, ΕφΠειρ 803/2009, ΕφΠειρ 529/2009, ΕφΠειρ 1128/2006, ΕφΠειρ 735/2006 ΕΝΔ 34 351, ΕφΠειρ 236/2006, ΕφΠειρ 741/2005 ΕΝΔ 33.444, ΕφΠειρ 567/2005 ΕΝΔ 33.345, ΕφΠειρ 608/2001 ΕΝΔ 29.446).

V. Από την ένορκη ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατάθεση του μάρτυρος της ενάγουσας, που περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης τούτου, τις υπ’αριθμ…. και …./8.2.2019 ένορκες βεβαιώσεις των ……….. και .. ………. αντίστοιχα, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, που λήφθηκαν με την επιμέλεια της ενάγουσας-εκκαλούσας, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης των εναγομένων-εφεσιβλήτων, κατ’άρθρο 422παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015 (υπ’αριθ…., …. και …./18.12.2018 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………..), τις υπ’αριθμ…., … και …./6.5.2019 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ανταπόδειξης,  ………….. αντίστοιχα, που συντάχθηκαν ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, με την επιμέλεια των εναγομένων-εφεσιβλήτων, κατόπιν νομότυπης, κατ’άρθρο 422παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015, κλήτευσης της αντιδίκου (υπ’αριθ……../30.4.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……….), οι οποίες εκτιμώνται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσεως εκάστου μάρτυρα, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, ανεξάρτητα αν τα προσκομιζόμενα έγγραφα πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρα 340 παρ.1 και 591 παρ.1 ΚΠολΔ), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723), σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται, κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ.4 ΚΠολΔ) και της λογικής, αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Δυνάμει του από 1.3.2016 ιδιωτικού συμφωνητικού, που καταρτίστηκε μεταξύ των τεσσάρων πρώτων εναγομένων εδρευουσών στον Πειραιά επί της οδού ………. ναυτικών εταιρειών «…………», «………», «………….» και «…………», πλοιοκτητριών των Ε/Γ-Ο/Γ ταχύπλοων πλοίων «SJ2», «SJ», «MJ» και «NJ» αντίστοιχα, νηολογίου Πειραιά και καταχωρήθηκε στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.) του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς με αριθμό …………, συστάθηκε η δέκατη τρίτη εναγομένη κοινοπραξία με την επωνυμία «……….» και τον διακριτικό τίτλο «. ………», με έδρα τον Πειραιά επί της οδού . αρ.. και σκοπό την από κοινού εξυπηρέτηση των ακτοπλοϊκών γραμμών εσωτερικού, την με κάθε πρόσφορο μέσο εκμετάλλευση των πλοίων, την από κοινού έκδοση εισιτηρίων και φορτωτικών, τη διάθεση των εισιτηρίων των πλοίων, τη βελτίωση των προσφερομένων από τα κοινοπρακτούντα μέλη υπηρεσιών και την ορθολογικότερη ανάπτυξη των δρομολογίων. Τα κοινοπρακτούντα μέλη κοινοπρακτούν ως προς τα έσοδα από την μεταφορά επιβατών, οχημάτων πάσης φύσεως και εμπορευμάτων, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στην σύμβαση. Στην κοινοπραξία εισήλθαν κατόπιν της από 1.4.2016 τροποποίησης του καταστατικού της και οι επόμενες τέσσερις εναγόμενες ναυτικές εταιρείες, που εδρεύουν στην Λεμεσό Κύπρου και έχουν εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα επί της οδού ………. στον Πειραιά, νομίμως εκπροσωπούμενες, «…………», «………..», «…………» και «……….», με τα Ε/Γ-Ο/Γ ταχύπλοα πλοία νηολογίου Λεμεσού «CJ1», «CJ2», «MJ2» και «PJ2» πλοιοκτησίας τους αντίστοιχα. Διαχειριστής και εκπρόσωπος της κοινοπραξίας ορίστηκε ο ………… Πέραν των ανωτέρω εταιρειών, στην επίδικη κοινοπραξία εισήλθαν ατύπως, χωρίς να τηρηθούν οι προβλεπόμενες διατυπώσεις δημοσιότητας και οι λοιπές εναγόμενες εταιρείες, η ένατη τούτων «………..», που εδρεύει τυπικά στην Αθήνα, αλλά στην πραγματικότητα στην ίδια διεύθυνση με την εναγομένη κοινοπραξία και τα μέλη της και είναι πλοιοκτήτρια του Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου «Κ», νηολογίου Πειραιά, η δέκατη εναγομένη «…………», που ασκούσε τον εφοπλισμό του πλοίου τούτου από 1.9.2017 έως 31.10.2017 και η ενδέκατη των εναγομένων «……..», πλοιοκτήτρια του υπό κυπριακή σημαία πλοίου Ε/Γ/-Ο/Γ «PJ», που εδρεύουν στην Λεμεσό Κύπρου και έχουν εγκαταστήσει γραφείο επί της οδού Δημητρίου ……….. στον Πειραιά και η δωδέκατη εναγομένη ναυτική εταιρεία «………..», που εδρεύει επίσης στον Πειραιά, διαχειρίστρια του ως άνω πλοίου «PJ», οι οποίες ομοίως αποτελούν κοινοπρακτούντα μέλη της εναγομένης κοινοπραξίας εν τοις πράγμασι. Τούτο διότι, όλες οι εναγόμενες εταιρείες έχουν κοινά γραφεία και λογιστήριο επί της οδού ……….. στον Πειραιά, τον ίδιο νόμιμο εκπρόσωπο και διοίκηση, η πρόσληψη των πληρωμάτων των πλοίων είτε γίνονταν από μέλος, είτε από την κοινοπραξία, γίνονταν για λογαριασμό όλων των μελών, οι ναυτολογούμενοι δε απασχολούνταν στα διάφορα πλοία, που ανήκουν στο στόλο της, μεταξύ των οποίων και τα πλοία πλοιοκτησίας των άτυπων μελών της, που περιλαμβάνονταν στο δυναμικό της, σύμφωνα και με τις διαδικτυακές αναρτήσεις της για διαφημιστικούς και προωθητικούς των υπηρεσιών της σκοπούς και απολύονταν, λόγω μετάθεσης, σε άλλο πλοίο κοινοπρακτούντος μέλους τυπικού ή de facto, ανάλογα με τις ανάγκες λειτουργία τους και τον προγραμματισμό των δρομολογίων τους. Ενόψει τούτων, η εναγομένη κοινοπραξία ασκεί εμπορική δραστηριότητα και έχει τον χαρακτήρα ομόρρυθμης εταιρείας, καταχωρημένη στο Γ.Ε.ΜΗ., λειτουργεί όμως ως ομόρρυθμη εταιρεία “εν τοις πράγμασι” με δώδεκα κοινοπρακτούντα μέλη και όχι με οκτώ, καθόσον αναφορικά με την συμμετοχή σ’αυτήν και τον συντονισμό της δράσης, εκτός των οκτώ πρώτων εναγομένων εταιρειών και της ένατης, δέκατης, ενδέκατης και δωδέκατης των εναγομένων, δεν τηρήθηκαν οι διατυπώσεις δημοσιότητας και, συνεπώς, κάθε εναγόμενο νομικό πρόσωπο – μέλος της κοινοπραξίας, τυπικό ή de facto, εφαρμοζομένων αναλόγως των διατάξεων για την ομόρρυθμη εταιρεία, ευθύνεται απεριόριστα και εις ολόκληρον για τις υποχρεώσεις της κοινοπραξίας, που γεννήθηκαν είτε από τη δραστηριότητα του ατομικώς, είτε της κοινοπραξίας.

Περαιτέρω, δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν στον Πειραιά για λογαριασμό της εναγομένης κοινοπραξίας, ως εργοδότριας, η ενάγουσα, …. ., απογεγραμμένη ναυτικός, ναυτολογήθηκε, ως Ανθυποπλοίαρχος, αρχικά στο υπό ελληνική σημαία Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο «Κ», με αριθμό νηολογίου …….., κ.ο.χ. 12891, πλοιοκτησίας, όπως προαναφέρθηκε, της ένατης των εναγομένων ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «……….», που παραχώρησε τον εφοπλισμό του για το χρονικό διάστημα από 1.9.2017 έως 31.10.2017 στη δέκατη εναγομένη κυπριακή εταιρεία «……………» με εγκατεστημένο γραφείο στον Πειραιά και παρείχε τις υπηρεσίες της σ’αυτό από 24.8.2017 έως 23.11.2017, που απολύθηκε «αμοιβαία συναινέσει», εν συνεχεία απασχολήθηκε στο υπό ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο «MJ», νηολογίου Πειραιά με αριθμό ….., κ.ο.χ.2520, πλοιοκτησίας της τρίτης εναγομένης ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «………….» από 16.2.2018 μέχρι 30.3.2018, που απολύθηκε, λόγω μετάθεσης, στο πλοίο «ΑJ” του ίδιου ομίλου, από το οποίο απολύθηκε στις 4.4.2018, λόγω μετάθεσης στο υπό κυπριακή σημαία Ε/Γ/-Ο/Γ πλοίο «PJ», νηολογίου Λεμεσού με αριθμό …….., πλοιοκτησίας της ενδέκατης των εναγομένων κυπριακής εταιρείας με εγκατεστημένο γραφείο στον Πειραιά και διαχείρισης της δωδέκατης εναγομένης ναυτικής εταιρείας «…………», όπου απασχολήθηκε από 5.4.2018 μέχρι τις 24.9.2018, που απολύθηκε και έπαυσε εργαζομένη στο ως άνω πλοίο, «λόγω μη καταβολής δεδουλευμένων», όπως προκύπτει από την σχετική εγγραφή στο ναυτικό της φυλλάδιο και δεν αναιρείται από τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία. Ειδικότερα, στις 16.7.2018 η ενάγουσα προέβη νομότυπα σε δήλωση επίσχεσης εργασίας, την οποία υπέβαλε εγγράφως στο Κεντρικό Λιμεναρχείο Ελευσίνας, που γνωστοποιήθηκε στην ανωτέρω πλοιοκτήτρια του πλοίου. Η τελευταία με το από 2.8.2018 εξώδικο της, που επιδόθηκε αυθημερόν στην ενάγουσα, δήλωσε ότι θεωρεί την ως άνω δήλωση επίσχεσης εργασίας, ως αυθαίρετη και την εκλαμβάνει, ως καταγγελία της εργασιακής σύμβασης εκ μέρους της εργαζομένης ενάγουσας και, λόγω της αδικαιολόγητης μη παροχής των υπηρεσιών της, προβαίνει η ίδια σε καταγγελία της σύμβασης εργασίας της από τον χρόνο της δήλωσης επίσχεσης, καλώντας την συνάμα να της επιστρέψει την αποζημίωση απόλυσης, που της κατέβαλε εσφαλμένα, έκτοτε δε της απαγόρευσε την είσοδο στο πλοίο, γεγονός για το οποίο η ενάγουσα διαμαρτυρήθηκε στην αρμόδια λιμενική αρχή. Ως εκ τούτων, η εν λόγω δήλωση καταγγελίας εκ μέρους της ενδέκατης εναγομένης για λογαριασμό της εργοδότριας εναγομένης κοινοπραξίας, ενόσω η εργαζομένη ενάγουσα τελούσε σε επίσχεση εργασίας και δικαιολογημένα δεν παρείχε τις υπηρεσίες της, διαρκούσης της υπερημερίας της εργοδότριας στην καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών της, δεν επέφερε την λύση της επίδικης σύμβασης εργασίας της και μάλιστα αναδρομικά, ως αβασίμως υποστηρίζουν οι εναγόμενοι-εφεσίβλητοι, αλλά αυτή λύθηκε τελικά στις 24.9.2018, όπως αναγράφεται στο ναυτικό της φυλλάδιο. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι η επίσχεση εργασίας της ενάγουσας ασκήθηκε ατελέσφορα, αφού η σύμβαση εργασίας της είχε λυθεί στις 16.7.2018, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, δεκτού γενομένου του πέμπτου λόγου της έφεσης, ως ουσιαστικά βασίμου.

Οι εναγόμενοι, ήδη εφεσίβλητοι, αρνούνται την αποδιδόμενη στην ενδέκατη εναγομένη με την υπό κρίση αγωγή ιδιότητα της πλοιοκτήτριας του υπό κυπριακή σημαία πλοίου «PJ», ισχυριζόμενοι ότι κατά το επίδικο διάστημα ετύγχανε απλή κυρία αυτού και ότι τον εφοπλισμό του πλοίου ασκούσε η δωδέκατη εναγομένη ναυτική εταιρεία με την επωνυμία «……………», προς απόδειξη δε του ισχυρισμού τους αυτού επικαλούνται και προσκομίζουν την από οικεία 29.11.2017 δήλωση εφοπλισμού, που καταρτίσθηκε μεταξύ των δύο αυτών εταιρειών με την οποία παραχωρείται ο εφοπλισμός του εν λόγω πλοίου από την ενδέκατη πλοιοκτήτρια στην δωδέκατη εναγομένη  έως τις 31.12.2020. Ωστόσο, η ως άνω δήλωση εφοπλισμού δεν έχει κατατεθεί στη λιμενική αρχή του τόπου νηολογήσεως του ένδικου πλοίου, ήτοι δεν τηρήθηκαν ως προς αυτήν οι εκ του νόμου προβλεπόμενες διατυπώσεις δημοσιότητας, που σκοπό έχουν να προστατέψουν τους τρίτους και, συνεπώς, εν ελλείψει τέτοιας δηλώσεως τίθεται μαχητό τεκμήριο ότι η ενδέκατη εναγομένη, κυρία του πλοίου, είναι και πλοιοκτήτρια. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι η ενδέκατη εναγομένη κυπριακή εταιρία με εγκατεστημένο γραφείο επί της οδού …………… στον Πειραιά, εκμεταλλευόταν το πλοίο, ως κοινοπρακτούν μέλος της δέκατης τρίτης εναγομένης κοινοπραξίας, έχοντας την διεύθυνση του πλοίου για όλα τα ζητήματα, που αφορούσαν την λειτουργία και εκμετάλλευση του, με σκοπό το κέρδος, μέσω της διαχειρίστριας τούτου δωδέκατης εναγομένης,  η οποία ενεργούσε στο όνομα και για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας ενδέκατης εναγομένης και ως κοινοπρακτούν μέλος της εναγομένης κοινοπραξίας. Τα ανωτέρω επιρρωνύονται από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες ένορκες καταθέσεις στα πλαίσια της προανάκρισης, κατόπιν μήνυσης της ενδέκατης εναγομένης σε βάρος της ενάγουσας για δήθεν ψευδή δήλωση επίσχεσης εργασίας, τόσο του νομίμου εκπροσώπου της ενδέκατης εναγομένης, ……….., όσο και του εξουσιοδοτημένου προσώπου της δωδέκατης εναγομένης ονόματι ……….. και του νομίμου εκπροσώπου αυτής, ………., δέκατου τέταρτου των εναγομένων, που καταθέτουν με σαφήνεια ότι η ενδέκατη εναγομένη είναι η πλοιοκτήτρια του ανωτέρω πλοίου και η δωδέκατη, η διαχειρίστρια τούτου και δεν αναιρούνται από την επικαλούμενη από τους εναγομένους και προσκομιζόμενη από 4.6.2018 ατομική σύμβαση εργασίας, που καταρτίστηκε μεταξύ της «…………» και της ενάγουσας για τη ναυτολόγηση της στο επίμαχο πλοίο, αν και η ενάγουσα ήταν ήδη ναυτολογημένη σ’αυτό από τις 5.4.2018, όπως προαναφέρθηκε και δεν είχε απολυθεί, καθόσον αφενός δεν εξειδικεύεται στην εν λόγω σύμβαση, με ποια ακριβώς ιδιότητα ενήργησε η «………….», δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από το έντυπο περιεχόμενο της, τις αποδίδονται αορίστως διαζευκτικά οι ιδιότητες: του πλοιοκτήτη ή του εκπροσώπου του ή του πλοιάρχου, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό, πάντως όχι της εφοπλίστριας, αφετέρου η συμβαλλομένη ενάγουσα τελούσε σε γνώση και μπορούσε να συναχθεί από τις διαγνωστέες σ’αυτήν περιστάσεις, ότι η αντισυμβαλλομένη της δεν επιχειρούσε τη σχετική δικαιοπραξία στο όνομα και για λογαριασμό της ίδιας, αλλά της κοινοπρακτούσης πλοιοκτήτριας εταιρείας, η δε εφοπλιστική δραστηριότητα της τελευταίας, ήταν γνωστή στην ναυτολογούμενη ναυτικό, ώστε να μην δύναται αντικειμενικά να γεννηθεί βάσιμη σ’αυτήν αμφιβολία, ως προς την διαχειριστική ιδιότητα της αντισυμβαλλομένης της, κατά τον χρόνο σύναψης της εργασιακής της σύμβασης, η οποία δεν ταυτίζεται με εκείνη της εφοπλίστριας, ως αβασίμως υπολαμβάνουν οι εναγόμενοι. Επομένως, ενόψει του ότι οι εναγόμενοι δεν ανταποκρίθηκαν στο βάρος, που αφορά την απόδειξη των περιστατικών, τα οποία συνάπτονται με την επικληθείσα ιδιότητα της ενδέκατης εναγομένης εταιρείας, ως κυρίας και όχι πλοιοκτήτριας του εν λόγω πλοίου, η σχετική ένσταση περί ελλείψεως παθητικής νομιμοποιήσεως της, που προβλήθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρεται με τις προτάσεις τους ενώπιον του Εφετείου, είναι απορριπτέα, ως ουσιαστικά αβάσιμη. Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο ναυτολόγησης της ενάγουσας στο πλοίο «PJ», τον εφοπλισμό τούτου ασκούσε η δωδέκατη εναγομένη και η ενδέκατη διατηρούσε μόνο την κυριότητα του, έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακώς εκτίμησε τις αποδείξεις, δεκτού γενομένου εν μέρει του τέταρτου λόγου της έφεσης, κατά το συναφές σκέλος, ως ουσιαστικά βασίμου, παρελκομένης της εξέτασης του, ως προς το λοιπό μέρος, καθόσον άπτεται περί των παραδοχών της εκκαλουμένης αναφορικά με την επικουρική βάση της αγωγής.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στις εργασιακές αυτές συμβάσεις συνομολογήθηκε η ενάγουσα να λαμβάνει τον προβλεπόμενο από την εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων μηνιαίο μισθό. Το ίδιο ίσχυσε αναφορικά και με το πλοίο «MJ», που δεν ήταν Επιβατηγό Μεσογειακό πλοίο, εφόσον δεν εκτελούσε πλόες στον Μεσογειακό χώρο, αλλά ήταν δρομολογημένο, όπως και τα υπόλοιπα, κατά τις περί ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών διατάξεις. Ούτε υπήρχε συμφωνία με την ενάγουσα και μάλιστα ρητή για την εφαρμογή στην εργασιακή της απασχόληση επί του πλοίου τούτου της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων, ως αβασίμως ισχυρίζονται οι εναγόμενοι-εφεσίβλητοι, ούτε μπορεί αυτό να συναχθεί από τις συγκεκριμένες περιστάσεις, λαμβανομένου υπόψη ότι το ταξίδι επιστροφής τούτου από την Ισπανία, όπου είχε προηγουμένως δρομολογηθεί για ακτοπλοϊκά δρομολόγια στο σύμπλεγμα των πορτογαλικών νήσων, δεν του προσδίδει τον χαρακτήρα του Μεσογειακού πλοίου, ως αβασίμως υπολαμβάνουν οι εναγόμενοι-εφεσίβλητοι. Σημειωτέον, ότι η υπογραφή των οικείων μισθολογικών καταστάσεων από την ενάγουσα συντασσομένων από την εργοδότρια, βάσει των προβλεπομένων από την ΣΣΕ πληρωμάτων Μεσογειακών Τουριστικών πλοίων χαμηλότερων αποδοχών, δεν συνιστά, ούτε συνεπάγεται παραίτηση από τα νόμιμα δικαιώματα της.  Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ότι, ως προς τις αποδοχές της ενάγουσας για την απασχόληση της στο εν λόγω πλοίο, εφαρμογή έχει η ΣΣΕ των πληρωμάτων Μεσογειακών Τουριστικών Επιβατηγών πλοίων, εσφαλμένα εφάρμοσε τον νόμο και κακώς εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς, ο τρίτος λόγος της έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός κατ’ουσίαν.  Ειδικότερα, κατά τον χρόνο σύναψης της πρώτης σύμβασης, τις πάσης φύσεως αποδοχές της ενάγουσας ρύθμιζε η Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2016, που κυρώθηκε με την ΥΑ 2242.5-1.5/72672/2016 (ΦΕΚ Β΄ 2796/5.9.2016) και ακολούθως από 17.11.2017 η ΣΣΝΕ του έτους 2017, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 2242.5-1.5/77056/2017 υπουργική απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (ΦΕΚ Β 4005/17.11.2017),  καθόσον, αν και αναγράφεται ότι αυτή έχει ισχύ από την 1.1.2017, δεν εφαρμόζεται αναδρομικώς, αλλά από την ημέρα δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της προαναφερθείσας Υπουργικής Απόφασης (Υ.Α.), που την κύρωσε,  ήτοι από 17.11.2017, διότι η κανονιστική αυτή διοικητική πράξη (Υ.Α.) δεν μπορεί να αποκτήσει αναδρομική ισχύ, λόγω ελλείψεως σχετικής νομοθετικής εξουσιοδότησης (κατά τις διατάξεις του α.ν.3276/1944, ΑΠ 1267/1987 ΕΕργΔ 1988 1128, ΕφΠειρ 740/2015, ΕφΠειρ 770/2008 ΕΝαυτΔ 2008 275, ΕφΠειρ 1132/2005 2005 429, ΕφΠειρ 457/2000 ΔΕΕ 2000 895).  Σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις των, ως άνω, εφαρμοζομένων ΣΣΝΕ, οι μηνιαίες αποδοχές της ενάγουσας, ως ανθυποπλοιάρχου, ανέρχονταν, κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα, στο ποσό των  2.941,49 ευρώ [1.472,22 ευρώ μισθός ενεργείας + 323,89 € επίδομα Κυριακών + 35,22 € επίδομα βαρειάς και ανθυγιεινής εργασίας + ειδικό επίδομα 29,60 ευρώ + 576,30 € αντίτιμο τροφής (19,21 Χ 30 ημέρες) + αποζημίωση αδείας μετά τροφοδοσίας 504,26 ευρώ [(1.472,22 ευρώ μισθός ενεργείας + 323,89 επίδομα Κυριακών) : 22 Χ 5 ημέρες + (19,21 ευρώ το ημερήσιο αντίτιμο τροφής Χ 5 ημέρες)]. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τον περιλαμβανόμενο στις ανωτέρω υπουργικές αποφάσεις πίνακα υπερωριακής αμοιβής, κατά βαθμό και ειδικότητα με βάση το ωρομίσθιο, του άρθρου 13 παρ.6, προκειμένου περί ανθυποπλοιάρχου, η υπερωριακή αμοιβή ορίστηκε αντίστοιχα σε 10,64 € (με προσαύξηση 25%) για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και 12,76 € (με προσαύξηση 50%) για κάθε ώρα εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες. Κατά συνέπεια, για τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεων της στα επίδικα πλοία, η ενάγουσα δικαιούνταν: α) από 24.8.2017 έως 23.11.2017, για βασικές αποδοχές και επιδόματα το ποσό των 8.912,71 ευρώ (2.941,49 ευρώ Χ 3,03 μήνες), για υπερωριακή αμοιβή 2 Σαββάτων (23.9.17 και 30.9.2017) το ποσό των 204,16 ευρώ (2 Σάββατα Χ 8 ώρες Χ 12,76 €), δεκτού γενομένου εν μέρει του συναφούς δεύτερου λόγου της έφεσης, κατά το σκέλος αυτό, ως ουσιαστικά βασίμου και για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2017 ποσό, που ισούται προς 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο του εν λόγω διαστήματος, ήτοι το ποσό των 1.150,59 ευρώ [3.008,86 ευρώ μηνιαίες αποδοχές (2.941,49 ευρώ + 67,37 μέσος όρος υπερωριών (204,16 ευρώ σύνολο υπερωριακής αμοιβής : 3,03 μήνες)) Χ 2/25 = 240,71 Χ 4,78 δεκαεννεαήμερα] και συνολικά 10.267,46 ευρώ. Έναντι των οφειλομένων δεδουλευμένων αποδοχών της, καταβλήθηκε σ’αυτήν σταδιακά με τραπεζικές καταθέσεις, όπως η ίδια συνομολογεί, το ποσό των 2.300 ευρώ, αναφορικά με την περίοδο εφοπλισμού του ανωτέρω πλοίου από την δέκατη εναγομένη και το ποσό των 2.245 ευρώ, κατά το χρονικό διάστημα πλοιοκτησίας της ένατης εναγομένης και συνολικά 4.545 ευρώ, απομένοντος υπολοίπου 5.722,46 ευρώ, β)  από 16.2.2018 μέχρι 30.3.2018 για αποδοχές το ποσό των 4.412,23 ευρώ (2.941,49 ευρώ Χ 1,5 μήνες), για υπερωριακή αμοιβή 6 Σαββάτων και 2 αργιών το ποσό των 816,64 ευρώ (8 ημέρες Χ 8 ώρες Χ 12,76 €) και για αναλογία δώρου Πάσχα 2018 ποσό, που ισούται προς το 1/15 του μισού μηνιαίου μισθού της για κάθε 8ήμερο χρονικό διάστημα διάρκειας της εργασιακής της σχέσης, ήτοι το ποσό των 623,99 ευρώ [3.485,91 ευρώ (2.941,49 ευρώ + 544,42 μέσος όρος υπερωριών (816,64 ευρώ σύνολο υπερωριακής αμοιβής : 1,5 μήνες)) μηνιαίες αποδοχές : 2 = 1.742,95 ευρώ Χ 1/15 = 116,20 ευρώ Χ 5,37 οκταήμερα) και συνολικά 5.852,86 ευρώ, έναντι του οποίου της καταβλήθηκε τμηματικά με τραπεζικές καταθέσεις το ποσό των 1.750 ευρώ, όπως παραδέχεται, απομένοντος υπολοίπου 4.102,86 ευρώ, απορριπτομένου του αγωγικού ισχυρισμού, ως προς το υπερβάλλον της υπερωριακής αμοιβής, ως ουσιαστικά αβασίμου και συνακόλουθα της συναφούς αιτίασης, που διαλαμβάνεται στον δεύτερο λόγο έφεσης, ως ουσιαστικά αβάσιμης και γ) από 5.4.2018 έως 24.9.2018 για αποδοχές το ποσό των 16.560,58 ευρώ (2.941,49 ευρώ Χ 5,63 μήνες), για υπερωριακή αμοιβή 15 Σαββάτων και 6 αργιών το ποσό των 2.143,68 ευρώ (21 ημέρες Χ 8 ώρες Χ 12,76 €), για αναλογία δώρου Πάσχα 2018, ποσό που ισούται προς το 1/15 του μισού μηνιαίου μισθού της για κάθε 8ήμερο χρονικό διάστημα διάρκειας της εργασιακής της σχέσης κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, ήτοι το ποσό των 359,90 ευρώ [3.322,25 ευρώ (2.941,49 ευρώ + 380,76 μέσος όρος υπερωριών (2.143,68 ευρώ σύνολο υπερωριακής αμοιβής : 5,63 μήνες)) μηνιαίες αποδοχές : 2 = 1.661,12 ευρώ Χ 1/15 = 110,74 ευρώ Χ 3,25 οκταήμερα) και την αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2018, που ισούται προς 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο του κρίσιμου διαστήματος, ήτοι το ποσό των 2.083,71 ευρώ [3.322,25 ευρώ μηνιαίες αποδοχές Χ 2/25 = 265,78 Χ 7,84 δεκαεννεαήμερα] και συνολικά 21.147,87 ευρώ, έναντι του οποίου της καταβλήθηκε σταδιακά με καταθέσεις στον τραπεζικό της λογαριασμό το ποσό των 8.429,32 ευρώ, όπως συνομολογεί, οπότε παραμένει ανεξόφλητο το ποσό των 12.718,55 ευρώ, πλην όμως ζητεί το έλασσον ποσό των 12.415,21 ευρώ, που κρίνεται επιδικαστέο.

Οι ανωτέρω καταβολές, συνολικού ποσού 14.724,32 ευρώ, που έλαβε έναντι των οφειλομένων αποδοχών της, απομένοντος υπολοίπου ανερχομένου σε 22.240,53 ευρώ, αποδεικνύονται ιδίως από τις προσκομιζόμενες εκτυπώσεις των κινήσεων των τραπεζικών της λογαριασμών στις τράπεζες «………» και «………..» αντίστοιχα, όπου απεικονίζονται εναργώς οι καταβολές, που γίνονταν έναντι των δεδουλευμένων μηνιαίων αποδοχών της, κατά τις επίδικες περιόδους ναυτολόγησης της, οι οποίες δεν ταυτίζονται με τα πληρωτέα ποσά, που εμφανίζονται στους οικείους προσκομιζομένους μισθοδοτικούς της λογαριασμούς, μη αποδεικνυομένου από κανένα πρόσφορο αποδεικτικό στοιχείο, έτερου τρόπου εξόφλησης των δικαιουμένων ποσών και δη μετρητοίς, ως αβασίμως υποστηρίζουν οι εναγόμενοι-εφεσίβλητοι, η δε προσυπογραφή μερικών εξ αυτών από την ενάγουσα δεν αποδεικνύει, άνευ άλλου τινός, εξόφληση των παρατιθέμενων καταβλητέων, αλλά όχι καταβληθέντων ποσών, ο δε χαρακτηρισμός των εν λόγω λογαριασμών από την εργοδότρια, που τους εξέδιδε από το μηχανογραφικό της σύστημα, ως «Αποδείξεις Πληρωμής Αποδοχών», με ημερομηνία πληρωμής την τελευταία ημέρα εκάστου δεδουλευμένου μήνα, δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, καθόσον ουδόλως ελάμβανε χώρα ή είχε προηγηθεί εξόφληση των αναγραφομένων πληρωτέων ποσών,  κατά τον χρόνο χορήγησης τους στην ενάγουσα, ως ανάλυση της μισθοδοσίας της, αλλά ο τρόπος πληρωμής ήταν μέσω τραπέζης, όπως ρητά αναφέρεται σ’αυτές, οι δε σχετικές τραπεζικές καταθέσεις ελάμβαναν χώρα σε κατά πολύ μεταγενέστερη ημερομηνία και δεν αντιστοιχούσαν σε ολόκληρο το οφειλόμενο ποσό, αλλά σε μέρος τούτου κάθε φορά, κατά την παραδοχή και των εναγομένων για έναντι καταβολές, ούτως ώστε δια της υπογραφής της εργαζομένης ενάγουσας επ’αυτών ουσιαστικά βεβαιώνεται μόνο ότι αυτή παρέλαβε αντίγραφο της ανάλυσης μισθοδοσίας της, η δε σημείωση ότι ουδεμία άλλη απαίτηση έχει από την εταιρεία, τελεί υπό την προϋπόθεση είσπραξης των πληρωτέων νόμιμων αποδοχών της και δεν σημαίνει, ούτε συνεπάγεται εξόφληση των αναγραφομένων σε έκαστο μισθοδοτικό λογαριασμό ποσών, καθόσον τούτο δεν αποδεικνύεται, μήτε από αυτούς καθεαυτούς τους προσκομιζόμενους μισθοδοτικούς λογαριασμούς με ρητή αναφορά του εκάστοτε χρόνου, τρόπου και αιτίας πληρωμής συγκεκριμένου ποσού,  ούτε σε συνδυασμό με την προσκόμιση σχετικών αποδείξεων πληρωμής με μετρητά ή με τραπεζικές καταθέσεις, που να αντιστοιχούν στο σύνολο των καταβλητέων ποσών, λαμβανομένου υπόψη ότι οι γενόμενες καταβολές μέσω τραπέζης, που συνομολογεί η ενάγουσα, αφορούσαν επιμέρους ποσά έναντι των αντίστοιχων δεδουλευμένων αποδοχών της, τα οποία υπολείπονταν των απεικονιζομένων στους αντίστοιχους μισθοδοτικούς λογαριασμούς ποσών και των προβλεπομένων νόμιμων αποδοχών της, συνεπώς, ο ισχυρισμός των εναγομένων, που προβλήθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρεται με τις προτάσεις τους ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, περί εξόφλησης των επίδικων απαιτήσεων, διότι για κάθε ένδικη αιτία η ενάγουσα έχει λάβει τα αναγραφόμενα αντίστοιχα ποσά στους λογαριασμούς μισθοδοσίας της, ως επαρκώς αναλύονται, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός, ως ουσιαστικά βάσιμος και επομένως, εξακολουθεί να της οφείλεται το ποσό των 22.240,53 ευρώ, που πρέπει να υποχρεωθούν εις ολόκληρον να της καταβάλουν η εναγομένη κοινοπραξία και οι εναγόμενες εταιρείες, ως κοινοπρακτούντα μέλη της. Σημειωτέον, ότι οι γενόμενες καταβολές αναφέρονται στα ακαθάριστα ποσά αποδοχών, τα οποία αφορούν και οι δικαστικά επιδικαζόμενες διαφορές αποδοχών αντίστοιχα, οι δε παρακρατηθείσες νόμιμες εισφορές και κρατήσεις υπέρ των ταμείων ασφαλίσεως και προνοίας, καθώς επίσης ο παρακρατηθείς φόρος υπέρ του Δημοσίου, αποτελούν μέρος των εν λόγω αποδοχών και δεν αφαιρούνται από το Δικαστήριο, που επιδικάζει οφειλόμενες δεδουλευμένες αποδοχές ή μισθούς υπερημερίας, αλλά παρακρατούνται από τον εργοδότη κατά την εκτέλεση της απόφασης και αποδίδονται στους τρίτους δικαιούχους, μπορούν δε να θεμελιώσουν ένσταση καταβολής, αποσβεστική κατά το οικείο ποσό των συναφών επίδικων αξιώσεων προς καταβολή τούτων, που ουδόλως θεμελιώνεται στην προκειμένη περίπτωση, πλην όμως δεν καθίσταται αόριστο το δικόγραφο της αγωγής, αν δεν καθορίζεται σ` αυτό, ότι οι καταβολές αυτές αφορούν καθαρά ή ακαθάριστα ποσά (ΑΠ 2126/2007 ΔΕΝ 2009, 478) και δεν γίνεται συνυπολογισμός στις καταβολές των νομίμων παρακρατήσεων, ως αβασίμως διατείνονται οι εναγόμενοι-εφεσίβλητοι. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση του, αφού δέχθηκε εξ ολοκλήρου την ένσταση εξόφλησης των εναγομένων περί των αναγραφομένων στους λογαριασμούς μισθοδοσίας πληρωτέων ποσών και δεν έλαβε υπόψη του την ομολογία των εναγομένων δια των πρωτόδικων προτάσεων τους, ως προς τα οφειλόμενα ποσά των 2.484,77 ευρώ και 624,39 ευρώ, για τα πλοία «Κ» και «PJ» αντίστοιχα, έκρινε ότι οι ένδικες απαιτήσεις της ενάγουσας, καθόσον αφορά το πλοίο «Κ» ανέρχονταν σε 1.463,07 ευρώ, κατά την περίοδο εφοπλισμού της δέκατης εναγομένης και σε 178,38 ευρώ, κατά το διάστημα πλοιοκτησίας της ένατης εναγομένης και για το πλοίο «MJ» σε 830,02 ευρώ, ενώ είχαν ολοσχερώς εξοφληθεί ως προς το πλοίο «PJ», έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τους συναφείς έκτο και έβδομο λόγους της έφεσης της ενάγουσας- εκκαλούσας, περί εσφαλμένης παραδοχής από την εκκαλουμένη της ένστασης εξόφλησης των εναγομένων και μη λήψης υπόψη της, ως άνω, δικαστικής ομολογίας τους.

VI. Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, εφόσον δεν υπάρχουν προς έρευνα άλλοι λόγοι έφεσης, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή κατ’ ουσίαν η κρινόμενη έφεση, κατά τους σχετικούς βάσιμους αντίστοιχα λόγους, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολο της, χάριν της ενότητας της εκτέλεσης, ώστε να εκδοθεί ενιαία απόφαση, στην οποία περιλαμβάνονται όσα κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης παρέμειναν αλώβητα και όσα έχουν μεταρρυθμισθεί στην προκειμένη κατ’ έφεση δίκη (ΑΠ 1279/2004 ΕλλΔνη 2005.141, ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26, 642, ΕφΠειρ 602/2011, ΕφΛαμ 18 και 15/2011, ΕφΠειρ 587/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48, 1507, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 447 επ.). Εν συνεχεία, αφού κρατηθεί η υπόθεση για εκδίκαση από το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να απορριφθεί, ως προς τον δέκατο τέταρτο των εναγομένων και να γίνει εν μέρει δεκτή, κατά την κύρια βάση της, ως και ουσιαστικά βάσιμη, ως προς τις λοιπές εναγόμενες εταιρείες και να υποχρεωθούν αυτές εις ολόκληρον, να καταβάλουν στην ενάγουσα-εκκαλούσα το ποσό των 22.240,53 ευρώ για τις ανωτέρω αιτίες, με το νόμιμο τόκο των επιμέρους ποσών για έκαστο πλοίο από την επομένη της αντίστοιχης απόλυσης της. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ τους, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 § 1 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας – εκκαλούσας, κατόπιν σχετικού αιτήματος της (άρθρα 183, 189παρ.1 και 191 § 2 ΚΠολΔ), σε βάρος των εναγομένων – εφεσιβλήτων εταιρειών, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσίαν.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ.964/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει την από 4.12.2018 αγωγή.

Απορρίπτει αυτήν, ως προς τον δέκατο τέταρτο των εναγομένων-εφεσίβλητο.

Δέχεται αυτήν εν μέρει, ως προς τους λοιπούς των εναγομένων.

Υποχρεώνει τις εναγόμενες εταιρείες-εφεσίβλητες εις ολόκληρον να καταβάλουν στην ενάγουσα – εκκαλούσα το ποσό των είκοσι δύο χιλιάδων διακοσίων σαράντα και πενήντα τριών λεπτών (22.240,53) ευρώ, με το νόμιμο τόκο των επιμέρους ποσών για έκαστο ένδικο πλοίο από την επομένη της αντίστοιχης απόλυσης της.

Επιβάλλει στις εναγόμενες – εφεσίβλητες εταιρείες μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας – εκκαλούσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων ευρώ (1.500 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 26 Αυγούστου 2021.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ