Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 425/2021

Αριθμός Απόφασης 425/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(Ασφαλιστικά Μέτρα)

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη,  χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα.

Συνεδρίασε δημόσια στις ……….. στον Πειραιά, στην αίθουσα 716 του 7ου ορόφου του Δικαστικού Μεγάρου Πειραιώς, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ: 1) ………. και 2) ……., ………. οι οποίοι στο ακροατήριο παραστάθηκαν διά της πληρεξούσιας δικηγόρου τους Μαρίας Λιβανίου (αριθμός μητρώου ΔΣΑ 34899) και

ΤΗΣ ΚΑΘΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ:   ανώνυμης εταιρείας …………….. την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος της Ιωάννα Γιαννούλη (αριθμός μητρώου ΔΣΑ 26670).

Οι αιτούντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 27.7.2021 αίτησή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../27.7.2021 και η συζήτησή της προσδιορίστηκε για την παραπάνω δικάσιμο.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα από το σχετικό έκθεμα και οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως παραπάνω σημειώνεται, ενώ οι πληρεξούσιες δικηγόροι τους ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και υπέβαλαν έγγραφα σημειώματα.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Στη διάταξη του άρθρου 937 § 1 στοιχ. β ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 1 άρθρο όγδοο § 2 του Ν. 4335/2015, ορίζεται ότι «Σε περίπτωση εκτέλεσης που στηρίζεται σε δικαστική απόφαση ή διαταγή πληρωμής, κατά της απόφασης που εκδίδεται επί της ανακοπής επιτρέπεται η άσκηση μόνο έφεσης. Στις λοιπές περιπτώσεις των εκτελεστών τίτλων του άρθρου 904 παράγραφος 2, κατά της απόφασης που εκδίδεται επί της ανακοπής επιτρέπεται η άσκηση όλων των ενδίκων μέσων πλην της ανακοπής ερημοδικίας. Στις περιπτώσεις των προηγουμένων εδαφίων, η άσκηση ενδίκου μέσου δεν αναστέλλει την πρόοδο της εκτέλεσης, εκτός αν το δικαστήριο του ενδίκου μέσου, μετά από αίτηση του ασκούντος αυτό, που υποβάλλεται και αυτοτελώς, δικάζοντας με τη διαδικασία των άρθρων 686 επ., διατάξει την αναστολή, με παροχή ή και χωρίς παροχή εγγύησης, εφόσον κρίνει ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση του ένδικου μέσου. Επίσης μπορεί να διαταχθεί να προχωρήσει η αναγκαστική εκτέλεση αφού δοθεί εγγύηση. Ειδικά, όταν ζητείται η αναστολή πλειστηριασμού, αυτή είναι απαράδεκτη, αν δεν κατατεθεί το αργότερο πέντε [5] εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. Η απόφαση πρέπει να δημοσιεύεται έως τις 12:00 το μεσημέρι της Δευτέρας που προηγείται του πλειστηριασμού». Από τη διάταξη προκύπτει σαφώς ότι αντικείμενο της αίτησης του άρθρου 937 ΚΠολΔ είναι η αναστολή της προόδου της εκτελεστικής διαδικασίας που επισπεύδεται σε βάρος του ασκούντος το ένδικο μέσο κατά της απόφασης που απέρριψε την κατά το άρθρο 933 του ιδίου Κώδικα ανακοπή του μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί του ενδίκου μέσου (Ν. Νίκας, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Ι, Γενικό Μέρος, 2017,  § 32, αρ. 21, σελ. 737) και όχι η αναστολή της εκτελέσεως της απορριπτικής απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, αφού αυτή ως αναγνωριστική (και όχι καταψηφιστική) δεν έχει προσωρινή εκτελεστότητα, ώστε να είναι νοητή η εφαρμογή του άρθρου 912 ΚΠοΔ και τούτο ανεξαρτήτως του ότι παρόμοιο αίτημα θα ήταν στην περίπτωση της αιτήσεως του άρθρου 937 απρόσφορο και αλυσιτελές, με δεδομένο ότι η αναστολή της προόδου της εκτελεστικής διαδικασίας από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν προϋποθέτει την αναστολή των συνεπειών της εκκαλούμενης απόφασης που απέρριψε την ανακοπή του εκκαλούντος (ΜονΕφΑθ. 2700/2021, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ), η οποία απλώς διαπίστωσε την ανυπαρξία του προβληθέντος ελαττώματος της εκτέλεσης, που συνεχίζεται νομίμως ακριβώς επειδή στηρίζεται στο κύρος της πράξεως της οποίας ζητήθηκε ανεπιτυχώς η ακύρωση και όχι στη δικαστική απόφαση που απέρριψε την ανακοπή του καθ’ ου η εκτέλεση.

Εν προκειμένω, με την ένδικη αίτηση οι αιτούντες, κατά των οποίων επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση από την καθ’ ης ανώνυμη εταιρία εκθέτουν ότι με την υπ’ αριθμ. 3637/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, απορρίφθηκε η ανακοπή που είχαν ασκήσει κατά της με αριθμό …../2.7.2020 εκθέσεως κατασχέσεως ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………., με βάση την οποία επίκειται ηλεκτρονικός πλειστηριασμός ακινήτων της ιδιοκτησίας τους στις 3.9.2021 και, επικαλούμενοι ότι κατά της αποφάσεως αυτής έχουν ασκήσει έφεση, ζητούν, για τους αναφερόμενους στην υπό κρίση αίτησή τους λόγους, να διαταχθεί ως ασφαλιστικό μέτρο η αναστολή της εκτέλεσης της ως άνω απορριπτικής της ανακοπής τους απόφασης μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της εφέσεως που άσκησαν κατ’ αυτής ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου.

Η αίτηση αρμοδίως φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, στο οποίο εκκρεμεί η έφεση των αιτούντων (άρθρο 937 § 1 περ. β εδαφ. γ ΚΠολΔ) για να συζητηθεί κατά την προκείμενη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επομ. ΚΠολΔ) και είναι εμπρόθεσμη, δεδομένου ότι κατατέθηκε στις 27.72021, δηλαδή πλέον των πέντε [5] εργάσιμων ημερών πριν την ημέρα του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού. Όμως, για όσους λόγους προαναφέρθηκαν το αίτημά της είναι νομικά αβάσιμο και η αίτηση θα έπρεπε να απορριφθεί. Επειδή, πάντως, στο δικόγραφό της γίνεται επίκληση κινδύνου επελεύσεως ανεπανόρθωτης βλάβης των αιτούντων από την εν εξελίξει εκτελεστική διαδικασία, πρέπει, συμφώνως προς την αρχή της επιείκειας, να εκτιμηθεί η ένδικη αίτηση ως διώκουσα την αναστολή της προόδου της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται σε βάρος τους για την ικανοποίηση χρηματικής απαίτησης της καθ’ ης ημεδαπής ανώνυμης εταιρίας, υπό την ιδιότητα της διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «…………», ειδικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………», με τίτλο την υπ’ αριθ. ………./2018 διαταγή πληρωμή της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Υπ’ αυτή την εκδοχή η ένδικη αίτηση πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της από νομική και ουσιαστική άποψη, ενόψει και του ότι η έφεση κατά της εκκαλούμενης απόφασης πιθανολογείται ότι έχει ασκηθεί νομίμως και εμπροθέσμως, όπως επίσης νομίμως και εμπροθέσμως είχε ασκηθεί και η (απορριφθείσα με την εκκαλούμενη απόφαση) ανακοπή.

ΙΙ. Από το σύνολο των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και την εν γένει συζήτηση της υποθέσεως πιθανολογείται ότι με εκτελεστό τίτλο την υπ’ αριθμ. ……../8.6.2018 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία οι αιτούντες υποχρεώθηκαν στην εις ολόκληρον καταβολή νομιμοτόκως χρηματικού ποσού εκατόν δεκαοκτώ χιλιάδων τριακοσίων δεκαεπτά ευρώ και δώδεκα λεπτών (118.317,12 €) ως υπολοίπου στεγαστικού δανείου παρ’ αυτών ληφθέντος από την ειδική δικαιοπάροχο της καθ’ ης η αίτηση, η τελευταία, υπό την ιδιότητά της ως μη δικαιούχος διάδικος, νομιμοποιούμενη σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του Ν. 4354/2015 να ασκεί κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνει σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη της υπό τη διαχείρισή της απαιτήσεως, επέσπευσε σε βάρος των αιτούντων αναγκαστική εκτέλεση και με την με αριθμό …/2.7.2020 κατασχετήρια έκθεση της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς . …… επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση σε βάρος της ακίνητης περιουσίας τους και, συγκεκριμένα, επί α] μιας (1) αυτοτελούς και ανεξάρτητης οριζόντιας ιδιοκτησίας – διαμερίσματος με στοιχεία Ε -1 του πέμπτου πάνω από το ισόγειο – πυλωτή ορόφου, επιφανείας εξήντα τριών τετραγωνικών μέτρων και ογδόντα επτά τετραγωνικών εκατοστών (63,87 τ.μ.) με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου σαράντα οκτώ χιλιοστών (48/1000) εξ αδιαιρέτου, β] μιας αυτοτελούς και ανεξάρτητης οριζόντιας ιδιοκτησίας – αποθήκης με στοιχεία ΑΠ – 9 του υπογείου, επιφανείας τεσσάρων τετραγωνικών μέτρων και εξήντα τεσσάρων τετραγωνικών εκατοστών (4,64 τ.μ.) με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου ενός χιλιοστού (1/1000) εξ αδιαιρέτου και γ] μιας αυτοτελούς και ανεξάρτητης οριζόντιας ιδιοκτησίας – κλειστού χώρου στάθμευσης αυτοκινήτου με στοιχεία ΘΣΙ – 9 της πυλωτής, επιφανείας τριάντα ενός τετραγωνικών μέτρων και είκοσι εννέα τετραγωνικών εκατοστών (31,29 τ.μ.) με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου πέντε χιλιοστών (5/1000) εξ αδιαιρέτου, που ανήκουν στην αδιαίρετη και κατ’ ισομοιρία συγκυριότητα των αιτούντων και αποτελούν μέρος οικοδομής (πολυκατοικίας) επί της συμβολής των οδών ……….. και ………….. στη Δημοτική Ενότητα Περάματος της Περιφερειακής Ενότητας Πειραιώς, κειμένης επί οικοπέδου επιφανείας πεντακοσίων τριάντα εννέα τετραγωνικών μέτρων και ογδόντα έξι τετραγωνικών εκατοστών (539,86 τ.μ.), εκτίθενται δε σε αναγκαστικό ηλεκτρονικό πλειστηριασμό στις 3.9.2021 ενώπιον της πιστοποιημένης Συμβολαιογράφου Αθηνών ……….. Για την ακύρωση της κατασχετήριας έκθεσης οι αιτούντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 7.9.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/2020 ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, με την οποία υποστήριξαν ότι ο τίτλος που στηρίζει τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης είναι άκυρος. Όπως προκύπτει από το δικόγραφο της ανακοπής τους για τη θεμελίωση του περί ακυρότητας της ως άνω διαταγής πληρωμής ισχυρισμού τους οι ήδη αιτούντες επικαλέστηκαν α] ότι η ……………, δικηγόρος Αθηνών, που υπέγραφε την αίτηση για την έκδοσή της δεν είχε κατά την υποβολή της αποδείξει εγγράφως την προς αυτήν χορήγηση της απαιτούμενης από τα άρθρα 94 § 1, 96 § 1 και 104 ΚΠολΔ πληρεξουσιότητας εκ μέρους της αιτηθείσας την έκδοση της διαταγής πληρωμής τραπεζικής εταιρίας, β] ότι η χρηματική απαίτηση της τελευταίας δεν αποδεικνυόταν εγγράφως από τα προσκομισθέντα αποσπάσματα των εμπορικών της βιβλίων, που είχαν καταστεί αποδεικτικό μέσο με δικονομική συμφωνία των συμβληθέντων στη δανειακή σύμβαση από την οποία απέρρευσε το επίμαχο χρέος, γ] ότι η χρηματική απαίτηση για την ικανοποίηση της οποίας η διαταγή πληρωμής εκδόθηκε δεν ήταν βέβαιη και εκκαθαρισμένη, επειδή οι συμβατικοί όροι κατ’ εφαρμογή των οποίων το δάνειο κηρύχθηκε ληξιπρόθεσμο και απαιτητό δεν είχαν αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης των μερών και, επιπλέον, διατάρασσαν δυσμενώς για τους ανακόπτοντες τη συμβατική ισορροπία και δ] ότι ο εκτελεστός τίτλος δεν περιείχε αναφορά σε συγκεκριμένο ποσό των κεφαλαιοποιημένων τόκων της επίμαχης πίστωσης. Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών η με αριθμό 3637/2020 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία η ανακοπή απορρίφθηκε, επειδή, όπως από την επισκόπηση της εκκαλουμένης προκύπτει, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο θεώρησε ότι όλοι οι προταθέντες λόγοι της ήσαν απαράδεκτοι, επειδή την προβολή τους εμπόδιζε κατ’ άρθρα 933 § 4 και 935 ΚΠολΔ το δεδικασμένο με το οποίο είχε κατ’ άρθρα 330 και 633 § 2 εδαφ. γ ΚΠολΔ εξοπλιστεί η διαταγή πληρωμής μετά τη διπλή επίδοσή της στους ανακόπτοντες, που αποδεικνυόταν από τις με αριθμούς …………./13.7.2018, …………/13.7.2018, επιδοτήριες εκθέσεις της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ……….. και τις με αριθμούς ………/23.6.2020 και ………/23.6.2020 όμοιες της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς …………….  και ουδέποτε αμφισβητήθηκε από τους ήδη αιτούντες. Κατά της εν λόγω απόφασης οι ηττηθέντες ανακόπτοντες άσκησαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου νομοτύπως και εμπροθέσμως την ενσωματωμένη στο δικόγραφο της ένδικης αίτησης από 16.7.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …../20.7.2021 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …./20.7.2021 έφεσή τους, με την οποία μέμφονται την εκκαλουμένη για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και για έλλειψη [ορθής] αιτιολογίας και ζητούν την εξαφάνισή της, προκειμένου η ανακοπή τους να γίνει δεκτή.

IV. Από τη διάταξη του άρθρου 937 § 1 στοιχ. β ΚΠολΔ, που προπαρατέθηκε, προκύπτει ότι για την από το δικαστήριο του ενδίκου μέσου χορήγηση αναστολής του επισπευδόμενου πλειστηριασμού ο νόμος αξιώνει να συντρέχουν σωρευτικά δύο προϋποθέσεις και, συγκεκριμένα, να πιθανολογείται τόσο η ευδοκίμηση της έφεσης όσο και η επέλευση ανεπανόρθωτης βλάβης του αιτούντος (Α. Μιχαηλίδου, Η άμυνα κατά της εκτέλεσης, 2017, σελ. 399, Σπ. Τσαντίνης, Η αναστολή εκτέλεσης μετά το Ν. 4335/2015, ΝοΒ 2017/265 επομ. [267], Γ. Ορφανίδης, Η αναστολή εκτελέσεως για ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων μετά το ν. 4335/2015, 2017, σελ. 34). Ως ανεπανόρθωτη βλάβη νοείται εκείνη που δεν είναι δυνατόν να αποκατασταθεί με επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν από τον πλειστηριασμό (Ν. Νίκας, ο.π., αρ. 23, σελ. 738), ενώ η ευδοκίμηση της έφεσης μπορεί να πιθανολογηθεί μόνον αν διαπιστωθεί η προβολή ενός τουλάχιστον παραδεκτού και βάσιμου λόγου. Παραδεκτός θεωρείται ο λόγος της έφεσης που είναι ορισμένος και λυσιτελής. Η λυσιτέλεια του λόγου της έφεσης συναρτάται με την ικανότητά του να επιφέρει την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αν γίνει δεκτός (ΑΠ 122/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 558/1990, ΕΕΝ 1991/121 = ΕΣυγκΔ 1991/36, ΜονΕφΠειρ. 6/2021, 311/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και να βελτιώσει έτσι τη νομική θέση του εκκαλούντος (Α. – Ο. Μήτσου, σε Ν. Λεοντή, Ένδικα Μέσα και Βοηθήματα στην Πολιτική Δίκη, 2018, [2], αρ. 208, σελ. 108 επομ., Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, Ένδικα Μέσα, 2007, § 112, αρ. 72, σελ. 168 επομ.) ανατρέποντας τη δυσμενή γι’ αυτόν πρωτοβάθμια κρίση. Κατά συνέπεια, λόγος έφεσης που δεν προσδιορίζει την επίδραση που ασκεί στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης η αποδιδόμενη σ’ αυτήν πλημμέλεια είναι αλυσιτελής και, συνεπώς, απαράδεκτος (ΑΠ 155/1996, Δνη 1996/1346, ΤριμΕφΠατρ. 148/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Α. – Ο. Μήτσου, σε Π. Κολοτούρου [επιμ.] Ένδικα Μέσα & Βοηθήματα κατά τον ΚΠολΔ, 2013, [2], αρ. 188, σελ. 121). Το αν κάποιος λόγος έφεσης είναι λυσιτελής ή όχι θα κριθεί με γνώμονα τις διατάξεις του δικαίου και τη λογική ακολουθία της διαδικασίας (Σ. Σαμουήλ, Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ, 2009, αρ. 542, σελ. 231, Ι. Πετρόπουλος, Αόριστοι, αλυσιτελείς και ανεπίτρεπτοι λόγοι εφέσεως, σε ΝοΒ 2018/1619 επομ. [1623]). Έτσι, στο πεδίο των δικών περί την εκτέλεση, είναι απρόσφορος να επιφέρει εξαφάνιση της προσβαλλόμενης με την έφεση απόφασης ο λόγος αυτής, με τον οποίο ο εκκαλών επικαλείται τη νομική βασιμότητα των ισχυρισμών του που προβλήθηκαν με λόγο ανακοπής που, όμως, απορρίφθηκε πρωτοδίκως ως απαράδεκτος, χωρίς ταυτόχρονα να πλήττει και τις περί του απαραδέκτου παραδοχές της εκκαλουμένης. Περαιτέρω, ενόψει του ότι ως λόγος έφεσης μπορεί να προταθεί παραδεκτά όχι οποιοδήποτε σφάλμα της εκκαλουμένης αλλά μόνον εκείνο στο οποίο θεμελιώνεται το διατακτικό της, στα πλαίσια και πάλι της δίκης περί την εκτέλεση, η λογική και (δικο)νομική αναγκαιότητα αποκλείει την προβολή για πρώτη φορά στο δεύτερο βαθμό λόγου ακυρότητας της προσβαλλόμενης πράξης της εκτελεστικής διαδικασίας που δεν είχε προταθεί και ως λόγος ανακοπής, κύριος ή πρόσθετος (ΑΠ 1297/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1390/2006, ΑΠ 660/2005, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 490/2004, Δνη 2006/476, ΑΠ 1489/2002, Δνη 2004/749, ΜονΕφΚρ. 13/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κ. Κεραμέας/Δ. Κονδύλης/Ν. Νίκας [-Π. Μάζης], Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας – Αναγκαστική Εκτέλεση, 2021, άρθρο 933, αρ. 24, σελ. 217, πρβλ ΑΠ 686/2018, ΧρΙΔ 2019/371), καθώς στην περίπτωση αυτή ο λόγος της έφεσης θα είναι αλυσιτελής, δεδομένου ότι η πλημμέλεια που με αυτόν αποδίδεται στην εκκαλουμένη αποκλείεται να επέδρασε στο διατακτικό της, αφού επ’ αυτού, ως μη προταθέντος, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν απεφάνθη. Και τούτο ισχύει ανεξαρτήτως της συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 527 ΚΠολΔ, ασχέτως δηλαδή του αν ο λόγος είναι οψιγενής ή προαποδεικνύεται, καθόσον ο λόγος ανακοπής επέχει θέση ιστορικής βάσης αγωγής και η βραδεία προβολή του δεν αντιμετωπίζεται από την προαναφερόμενη διάταξη αλλά από εκείνες των άρθρων 216 § 1 εδαφ. α και 224 του ιδίου Κώδικα (ΑΠ 563/2003, ΝοΒ 2004/24, ΑΠ 571/2003, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1432/2003, Δνη 2004/1385 = ΧρΙΔ 2004/241 = ΑρχΝ 2005/786, Α. – Ο. Μήτσου, ο.α.α., αρ. 191, σελ. 122). Πέραν της αλυσιτέλειάς του, το απαράδεκτο της προβολής με το εφετήριο του [νέου] λόγου ανακοπής επιβάλλει και η δικονομική δικαιοταξία. Πράγματι, η δυνατότητα καθυστερημένης πρότασης νέου λόγου ανακοπής για πρώτη φορά στην έκκλητη δίκη θα παραβίαζε α) τις δικονομικές αρχές των δύο βαθμών δικαιοδοσίας και της τήρησης προδικασίας, που θεμελιώνονται αντίστοιχα στις διατάξεις των άρθρων 12 και 111 ΚΠολΔ (Β. Βαθρακοκοίλης, Η έφεση, 2015, αρ. 1819, σελ. 463), β) τη διάταξη του άρθρου 525 του ιδίου Κώδικα, που αποτελεί εκδήλωση της πρώτης από τις ανωτέρω αρχής (Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2018, § 114, αρ. 35, σελ. 717) και κατά την οποία αντικείμενο της κατ’ έφεση δίκης δεν μπορεί να αποτελέσει αίτηση που δεν υποβλήθηκε στον πρώτο βαθμό, γ) τη διάταξη του άρθρου 585 § 2 εδαφ. β ΚΠολΔ, που προσδιορίζει τον τρόπο παραδεκτής προβολής νέων λόγων ανακοπής (Ν. Κατηφόρης, σε Π. Κολοτούρου [επιμ] Ένδικα Μέσα & Βοηθήματα κατά τον ΚΠολΔ, 2013, [7], αρ. 57, σελ. 686) και δ) τη διάταξη του άρθρου 935 ΚΠολΔ, που καθιερώνει την αρχή της συγκέντρωσης των λόγων ανακοπής ως ειδική έκφανση της αρχής του άνευ επικουρίας δικάζεσθαι (Α. Μιχαηλίδου, ο.π., σελ. 217 επομ., Α. Παπαδοπούλου, Η συγκέντρωση των λόγων ανακοπής στην αναγκαστική εκτέλεση [άρθρο 935 ΚΠολΔ], 2016, passim). Η τελευταία διάταξη, που οφείλει την ύπαρξή της, αφενός, στην πλειονότητα των ελαττωμάτων που ενδέχεται να βαρύνουν την ίδια πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης και, αφετέρου, στον περιορισμό των αντικειμενικών ορίων του δεδικασμένου σε μόνους τους ισχυρισμούς (αντιρρήσεις) που προτάθηκαν με ανακοπή κατ’ αυτής και κρίθηκαν, καθιστά υποχρεωτική την αντικειμενική σώρευση στο ίδιο δικόγραφο των περισσότερων λόγων ανακοπής που αποτελούν ταυτόχρονα και περισσότερα αντικείμενα δίκης (Χ. Απαλαγάκη, Προβολή και διάγνωση ισχυρισμών στις δίκες περί την εκτέλεση, σε ΕφΑΔ 2010/902 επομ. [912]), αφού καθένας τους συνιστά κατ’ ουσίαν ιδιαίτερη και αυτοτελή ανακοπή (Ι. Μπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεσις, τόμος πρώτος, Γενικαί Διατάξεις, ανατύπωση β΄ έκδοσης, άρθρο 933, § 161α, σελ. 444). Ως εκ τούτου η διάταξη της απόφασης που αποφαίνεται για κάθε συγκεκριμένο λόγο ανακοπής συνιστά ιδιαίτερο κεφάλαιο δίκης (Δ. Μπαμπινιώτης, Μεταβιβαστικό Αποτέλεσμα της Έφεσης και Αντικείμενο της Έκκλητης Δίκης, 2016, σελ. 359) και αν ο λόγος δεν προταθεί με την ανακοπή ή με δικόγραφο προσθέτων αυτής λόγων δεν δημιουργείται κεφάλαιο, ώστε να μεταβιβαστεί στο δεύτερο βαθμό με την έφεση (Π. Ρεντούλης, σε Ι. Τέντε [επιμ.] Αναγκαστική Εκτέλεση, 2017, σελ. 191, για την αντίθετη άποψη κατά την οποία οι λόγοι της ανακοπής αποτελούν κατά τη νομική τους φύση ενστάσεις και, επομένως, η πλειονότητά τους δεν συνιστά σώρευση περισσοτέρων βάσεων αγωγής, κατά την έννοια του άρθρου 218 ΚΠολΔ, με αποτέλεσμα η δυνατότητα της προβολής τους να ρυθμίζεται στα πλαίσια του συγκεντρωτικού συστήματος, όπως αυτό στη δευτεροβάθμια δίκη εκδηλώνεται με το άρθρο 527 του ιδίου Κώδικα, βλ. Γ. Νικολόπουλο, Η επί αντιρρήσεων κατά της εκτελούμενης αξιώσεως δυνατότητα θεμελιώσεως λόγου εφέσεως εναντίον αποφάσεως απορριπτικής της κατ’ άρθρον 933 ΚΠολΔ ανακοπής, σε Δνη 1987/40 επομ. [43] και για την επαρκή αντίκρουσή της βλ. Ε. Ποδηματά, Ενστάσεις στην αναγκαστική εκτέλεση – Οι λόγοι ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ, σε Δνη 1990/1174 επομ. [1179 – 1182]). Αν, τέλος, η έφεση δεν περιέχει έστω έναν ορισμένο και λυσιτελή λόγο απορρίπτεται και αυτεπαγγέλτως κατά μεν τη νομολογία ως απαράδεκτη (ΑΠ 128/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 356/2002, ΕΕΔ 2003/1174 = ΕΝαυτΔ 2002/97 = ΠειρΝ 2002/139, ΤριμΕφΠειρ. 98/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), κατά δε τη θεωρία ως αβάσιμη (Ν. Νίκας, ο.π., σελ. 689).

V. Εν προκειμένω, με την από 16.7.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως του Πρωτοδικείου Πειραιώς …../20.7.2021 και αριθμό έκθεσης προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …./20.7.2021 έφεση των ηττηθέντων πρωτοδίκως ανακοπτόντων και ήδη αιτούντων αποδίδεται στην εκκαλούμενη υπ’ αριθμ. 3637/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, κατά παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας και λογικής και χωρίς ορθές αιτιολογίες απέρριψε την από 7.9.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../2020 ανακοπή που είχαν ασκήσει κατά της ανακοπτόμενης κατασχετήριας έκθεσης, μολονότι, πρώτον, αυτή εσφαλμένα και κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 940Α ΚΠολΔ προσδιόρισε ως ημέρα του πλειστηριασμού της ακίνητης περιουσίας τους την 10η.2.2021, αν και για τον υπολογισμό της επτάμηνης προθεσμίας του άρθρου 954 § 2 εδαφ. ε ΚΠολΔ δεν έπρεπε σ’ αυτή να συμπεριληφθεί το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου 2020 και, δεύτερον, ο εκτελεστός τίτλος επί του οποίου στηρίζεται η αναγκαστική εκτέλεση ήταν άκυρος, επειδή η δικηγόρος που ζήτησε την έκδοση της υπ’ αριθμ. ……………/2018 διαταγής πληρωμής δεν απέδειξε την πληρεξουσιότητά της.

Αμφότεροι οι λόγοι αυτοί της εφέσεως κρίνονται απαράδεκτοι και πιθανολογείται ότι ως τέτοιοι θα απορριφθούν, καθόσον, ειδικότερα, με τον πρώτο από αυτούς προβάλλεται ισχυρισμός που δεν είχε προταθεί με το δικόγραφο της ανακοπής επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη, με αποτέλεσμα η καθυστερημένη προβολή του στο δεύτερο βαθμό να αδυνατεί να καταστήσει αντικείμενο της έκκλητης δίκης το ζήτημα της αναστολής της προθεσμίας διενέργειας του πλειστηριασμού ακινήτου κατά το μήνα Αύγουστο και με τον τρόπο αυτό καθίσταται ανίκανος να επιφέρει εξαφάνιση της εκκαλουμένης, αφού ως απαράδεκτος δε μπορεί να ερευνηθεί ως προς τη βασιμότητά του, ενώ με το δεύτερο, που επαναφέρει λόγο ανακοπής που είχε προταθεί και πρωτοδίκως, γίνεται επίκληση των περί πληρεξουσιότητας διατάξεων των άρθρων 94 § 1, 96 § 1 και 104 ΚΠολΔ, η εφαρμογή των οποίων, όμως, δεν μπορούσε να επιδράσει ευμενώς για τους αιτούντες στη διαμόρφωση του διατακτικού της εκκαλουμένης, αφού ο συγκεκριμένος λόγος ανακοπής είχε απορριφθεί ως απαράδεκτος λόγω δεδικασμένου, χωρίς μάλιστα οι σχετικές κρίσεις του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου να θίγονται. Επομένως, κανένας από τους λόγους εφέσεως δε δύναται να οδηγήσει στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης και να βελτιώσει τη θέση των αιτούντων – εκκαλούντων. Μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης, πιθανολογουμένης δε σφόδρα της απορρίψεως αυτών (αλλά και της ίδιας της εφέσεως) ως απαράδεκτων και χωρίς να ενδιαφέρει περαιτέρω η διάγνωση του ενδεχομένου επελεύσεως ανεπανόρθωτης βλάβης στο πρόσωπο των αιτούντων από τη διενέργεια του πλειστηριασμού του οποίου ζητήθηκε η αναστολή, η ένδικη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να επιβληθούν σε βάτος των αιτούντων τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης, λόγω της ήττας τους και κατά παραδοχή σχετικού αιτήματός της (άρθρα 176, 191 § 2 ΚΠολΔ και 84 § 2 Κώδικα Δικηγόρων), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

VI. Πάντως, για την περίπτωση που ήθελε κάποιος από τους ως άνω λόγους έφεσης κριθεί παραδεκτός, θα πρέπει, για λόγους πληρότητας της αιτιολογίας της παρούσας, να σημειωθούν και τα ακόλουθα:

VΙI. Κατά το άρθρο 954 § 2 εδαφ. ε ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το Ν. 4335/2015, το Ν. 4472/2017 και το Ν. 4512/2018 και το οποίο εφαρμόζεται και στην κατάσχεση ακινήτων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 993 § 2 εδαφ. α του ιδίου Κώδικα «Η κατασχετήρια έκθεση πρέπει να περιέχει […] και ε) αναφορά της ημέρας του πλειστηριασμού, η οποία ορίζεται υποχρεωτικά επτά [7] μήνες από την ημέρα περάτωσης της κατάσχεσης και όχι πάντως μετά την παρέλευση οκτώ [8] μηνών από την ημέρα αυτή». Δικαιολογητικός λόγος της νομοθετικής μεταβολής ήταν, αφενός, η επιτάχυνση και η απλοποίηση της εκτελεστικής διαδικασίας και, αφετέρου, η τοποθέτηση του πλειστηριασμού σε τέτοιο χρονικό σημείο, κατά το οποίο θα έχουν ολοκληρωθεί σε πρώτο βαθμό οι δίκες περί την εκτέλεση και ο καθ’ ου αυτή επισπεύδεται θα έχει προβάλει τις αντιρρήσεις του (αιτιολογική έκθεση του Ν. 4335/2015, βλ. και Α. Πλεύρη, Οι τροποποιήσεις του ν. 4335/2015 σε ζητήματα του δικαίου της αναγκαστικής εκτελέσεως, σε Δνη 2016/152 επομ.). Με τη διάταξη αυτή θεσπίζονται δύο [2] δικονομικές προθεσμίες και ειδικότερα μία προπαρασκευαστική και μία προθεσμία ενέργειας, καθώς, αφενός, καθίσταται υποχρεωτική η επτάμηνη αναμονή για τη διενέργεια του πλειστηριασμού μετά την κατάσχεση (η οποία συνιστά κατ’ ουσίαν ex lege αναστολή της εκτελεστικής διαδικασίας) και, αφετέρου, προσδιορίζεται το απώτατο χρονικό όριο για τη διενέργειά του. Οι δικονομικές προθεσμίες διακρίνονται σε προπαρασκευαστικές και ενέργειας ανάλογα με το σκοπό που επιδιώκουν. Στην μεν πρώτη περίπτωση θα πρέπει να παρέλθει η τασσόμενη προθεσμία που προβλέπεται προκειμένου να διενεργηθεί η διαδικαστική πράξη, διαφορετικά επέρχεται είτε ακυρότητα της πράξης αυτής είτε απαράδεκτο της συζήτησης, ενώ στη δεύτερη, η διαδικαστική πράξη θα πρέπει να λάβει χώρα εντός της τασσόμενης προθεσμίας άλλως επέρχεται έκπτωση από το δικαίωμα της επιχείρησής της (βλ. άρθρο 151 ΚΠολΔ). Οι προπαρασκευαστικές προθεσμίες δεν αναστέλλονται κατά το μήνα Αύγουστο (Ν. Νίκας, ο.π., § 56, αρ. 12, σελ. 342, Γ. Ορφανίδης, Ζητήματα προθεσμιών στον ΚΠολΔ, Δνη 2002/325 επομ., Ε. Μπαλογιάννη/Μ. Γεωργιάδου, σε Χ. Απαλαγάκη [επιμ.] Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τόμος πρώτος, 2016, άρθρο 147, αρ. 4, σελ. 494), ενώ επ’ αυτών δεν εφαρμόζεται το άρθρο 147 § 2 ΚΠολΔ (Κ. Κεραμέας/Δ. Κονδύλης/Ν. Νίκας [- Γ. Ορφανίδης], Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος Ι, 2000, άρθρο 147, αρ. 6, σελ. 351). Η εκδοχή κατά την οποία η επτάμηνη προθεσμία του άρθρου 954 § 2 εδαφ. ε ΚΠολΔ, που πρέπει να διατρέξει από την περάτωση της κατάσχεσης έως και τη διενέργεια του αναγκαστικού ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, αναστέλλεται κατά το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου, και συνεπώς για τον υπολογισμό του επτάμηνου δεν πρέπει να συνυπολογίζεται ο μήνας Αύγουστος, άλλως πάσχει ακυρότητα η έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης (Αγ. Νάνου – Καρολίδου, Μία προσπάθεια ερμηνευτικής προσέγγισης της νέας προθεσμίας ορισμού πρώτου πλειστηριασμού του άρθρου 954 παρ. 4 εδ. ε ΚΠολΔ ιδίως επί ακινήτων, σε ΕφΑΔ 2018/618 επομ.), η οποία μάλιστα (εν λόγω άποψη) συσχετίζει την αναστολή των προθεσμιών του άρθρου 147 § 2 ΚΠολΔ, με την απαγόρευση διενέργειας πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης από 1 έως 31 Αυγούστου, κατ’ άρθρο 940Α ΚΠολΔ, υπό την έννοια ότι ο συνυπολογισμός του χρονικού διαστήματος του Αυγούστου στην επτάμηνη προθεσμία παραβιάζει τη διάταξη αυτή, παραγνωρίζει ότι ο νομοθέτης κατά την τροποποίηση του ΚΠολΔ με το Ν. 4335/2015 επέλεξε να μην εντάξει την προθεσμία του άρθρου 954 § 2 στο άρθρο 147 § 2, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να γίνει λόγος για ακούσιο νομοθετικό κενό, που θα επέτρεπε την αναλογική εφαρμογή της τελευταίας διατάξεως, Άλλωστε, δεν τίθεται ζήτημα καταστρατήγησης των δικαιωμάτων του καθ’ ου η εκτέλεση, αφού αυτός έχει τη δυνατότητα να ασκήσει τα προβλεπόμενα ένδικα μέσα ή βοηθήματα σε χρονικό διάστημα προγενέστερο της διενέργειας του πλειστηριασμού, όπως συμβαίνει με την ανακοπή του άρθρου 933, που ασκείται μέσα σε σαράντα πέντε [45] ημέρες από την κατάσχεση και την ανακοπή του άρθρου 954 § 4 εδαφ. α, που, όπως και η αναστολή του άρθρου 1000, ασκούνται δεκαπέντε [15] τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. Τέλος, το ζήτημα του συνυπολογισμού του Αυγούστου στην εν λόγω επτάμηνη προπαρασκευαστική προθεσμία δεν πρέπει να συγχέεται με το μη συναφές θέμα της απαγορεύσεως της διενέργειας πράξεων εκτελέσεως από την 1η έως την 31η Αυγούστου κατ’ άρθρο 940Α ΚΠολΔ, της οποίας (απαγορεύσεως) δεν αποτελεί κατά νόμο συνέπεια η αναστολή της αντίστοιχης προθεσμίας. Επομένως, το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου συνυπολογίζεται για τον προσδιορισμό της προθεσμίας των επτά [7] μηνών του άρθρου 954 § 2 εδαφ. ε ΚΠολΔ (Κ. Κεραμέας/Δ. Κονδύλης/Ν. Νίκας [-Ε. Κιουπτσίδου – Στρατουδάκη], Ερμηνεία ΚΠολΔ – Αναγκαστική Εκτέλεση, 2021, άρθρο 954, σελ. 359, Ν. Κατηφόρης, παρατηρήσεις στην [αντίθετη] ΜονΠρωτΑθ. 1057/2019, σε ΕΠολΔ 2020/294 επομ., Κ. Ροβόλη, Ζητήματα από την προθεσμία ορισμού ημερομηνίας πρώτου πλειστηριασμού, eΘεμις ΕΕΝ, 2021).

Με βάση τις παραδοχές αυτές ο πρώτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι είναι άκυρη η προσβαλλόμενη από 2.7.2020 κατασχετήρια έκθεση δεδομένου ότι με αυτή επισπεύστηκε αναγκαστικός πλειστηριασμός για την 21η.2.2021, δηλαδή μετά από προθεσμία μικρότερη των επτά [7] μηνών από την περάτωση της κατασχέσεως, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 940Α ΚΠολΔ, το οποίο παραβιάστηκε επειδή για τον υπολογισμό του επτάμηνου συμπεριλήφθηκε και το χρονικό διάστημα του μηνός Αυγούστου 2020 και αν ακόμα μπορούσε να αποτελέσει παραδεκτώς αντικείμενο της έκκλητης δίκης, θα απορριπτόταν ως νομικά αβάσιμος. Να σημειωθεί εδώ και ότι  την έρευνα του συγκεκριμένου λόγου, αν μπορούσε να προταθεί παραδεκτώς με το εφετήριο, δεν θα καθιστούσε αλυσιτελή μόνο το γεγονός ότι ο πλειστηριασμός της ακίνητης περιουσίας των αιτούντων που είχε οριστεί να διεξαχθεί ηλεκτρονικά στις 10.2.2021 τελικά ματαιώθηκε συνεπεία των έκτακτων μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID – 19 στο σύνολο της Επικράτειας και πλέον ορίστηκε με πράξη της υπαλλήλου του πλειστηριασμού ………….., Συμβολαιογράφου Αθηνών, νέος ηλεκτρονικός πλειστηριασμός για τις 3.9.2021, δεδομένου ότι ο ορισμός νέας ημερομηνίας πλειστηριασμού είτε κατά το άρθρο 973 ΚΠολΔ είτε κατά το άρθρο 83 Ν. 4790/2021 (περί των ρυθμίσεων του οποίου βλ. Α. Πλεύρη, Επανέναρξη πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης μετά το ν. 4790/2021, Μελετήματα Sakkoulas Online, 2021) προϋποθέτει έγκυρη κατάσχεση (ΑΠ 1141/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

VIII. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 96 § 2, 104, 143 § 1, 544 § 4 ΚΠολΔ και 211, 219 και 238 ΑΚ προκύπτει ότι ο διάδικος, για λογαριασμό του οποίου παραστάθηκε ως δικηγόρος πρόσωπο στερούμενο της τυπικής δικαστικής πληρεξουσιότητας, δικαιούται να εγκρίνει μεταγενεστέρως τις πράξεις τούτου, η έγκριση δε αυτή μπορεί να γίνει και σιωπηρώς (ΑΠ 835/2010, Δνη 2011/791 = ΝοΒ 2011/712). Τέτοια έγκριση συνάγεται ιδίως από τη νομότυπη παράσταση του διαδίκου σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας και από την εκ μέρους του εξ αυτής συναγόμενη παραδοχή των μέχρι τότε διαδικαστικών πράξεων ως ισχυρών (ΕφΑθ. 836/1996, Δνη 37/1667). Έτσι, σε περίπτωση αίτησης για έκδοση διαταγής πληρωμής, ναι μεν η χωρίς πληρεξουσιότητα υποβολή της έχει ως αποτέλεσμα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 104 ΚΠολΔ, την ακυρότητα της διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε, που προβάλλεται με λόγο ανακοπής κατ’ αυτής (ΕφΑθ. 6400/1996, ΕΕμπΔ 1998/969, Στ. Πανταζόπουλος, Η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, 2016, σελ. 50, Χ. Παπαδάκης, Διαταγή πληρωμής. Θεωρία και Πράξη, 2012, 17, αρ. 5, σελ. 95), όμως ο διάδικος μπορεί να εγκρίνει σύμφωνα με τα παραπάνω την πράξη της υποβολής της αίτησης που προηγήθηκε, με τη νομότυπη πληρεξουσιότητα στο δικηγόρο που παρίσταται για λογαριασμό του στη δίκη της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής (Εφ. Λαρ. 164/2001, Δικογραφία 2002/95, ΕφΑθ. 8786.1979, ΝοΒ 1980/1176, Ν. Τριάντος, Διαταγή πληρωμής, πιστωτικοί τίτλοι και διαταγή απόδοσης μισθίου, 2016, αρ. 125, σελ. 48) ή στη δίκη που ανοίγεται στα πλαίσια της διαδικασίας για την αναγκαστική εκτέλεση της διαταγής πληρωμής, εφόσον βέβαια αυτή δεν έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου (ΑΠ 337/2006, Δνη 2006/779 = ΧρΙΔ 2007/237, ΑΠ 382/2002, Δνη 2003/438, βλ. και Π. Αρβανιτάκη, Η Διαταγή Πληρωμής κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2012, σελ. 454 – 455). Μάλιστα, η έγκριση αυτή μπορεί να γίνει και μετά την πρόταση της ακυρότητας για έλλειψη πληρεξουσιότητας, εφόσον για την ακυρότητα αυτή δεν έχει εκδοθεί κατά το χρόνο της έγκρισης τελεσίδικη απόφαση (Ε. Τσαρούχη, σε Π. Κολοτούρου [επιμ.] Ενστάσεις κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2011, [7], αρ. 92, σελ. 251) και, επομένως, και στην κατ’ έφεση δίκη, με το διορισμό ως δικηγόρου είτε εκείνου που υπέγραψε την αίτηση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής είτε και άλλου, καθόσον η έγκριση αφορά τις πράξεις που ενεργήθηκαν και όχι το πρόσωπο που τις ενήργησε (ΑΠ 602/2004, Δνη 2006/177 = ΧρΙΔ 2004/901, ΕφΑιγ. 161/2011, Δνη 2012/215, Δ. Γιακουμής/Μ. Γεωργιάδου, σε Χ. Απαλαγάκη [επιμ.] Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τόμος πρώτος, 2016, άρθρο 104, αρ. 8, σελ. 356).

Κατ’ ακολουθίαν ο προαναφερόμενος δεύτερος λόγος της έφεσης, και αν ακόμα μπορούσε να ερευνηθεί σε δεύτερο βαθμό, θα ήταν απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του από 5.11.2020 ειδικού πληρεξουσίου της καθ’ ης, αυτή παρέχει στην πληρεξούσια δικηγόρο της ……………, που την εκπροσώπησε και στο ακροατήριο κατά την εκδίκαση της ένδικης αίτησης, την ειδική πληρεξουσιότητα για την εκπροσώπησή της κατά τη συζήτηση της ανακοπής, μετά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ενώ ρητά εγκρίνεται εκ μέρους της και οποιαδήποτε διαδικαστική πράξη είχε προηγηθεί (όπως η υποβολή της αιτήσεως από τη δικηγόρο Αθηνών …………ομανίκη που προκάλεσε την έκδοση της ως άνω διαταγής πληρωμής). Με τη ρητή αυτή έγκριση ιάθηκε εκ των υστέρων κάθε ακυρότητα που είχε τυχόν εμφιλοχωρήσει κατά την έκδοση του εκτελεστού τίτλου, ακόμα και αν αφορούσε στο πρόσωπο δικηγόρου άλλης από αυτήν στην οποία παρασχέθηκε η ειδική πληρεξουσιότητα. Το ίδιο μάλιστα (θεραπευτικό της ακυρότητας) αποτέλεσμα θα επέφερε και μόνη η παράσταση της …………… στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ακόμα και αν δεν της είχε παρασχεθεί ρητή πληρεξουσιότητα, διότι η παράσταση του καθ’ ου με πληρεξούσιο δικηγόρο, προς υπεράσπιση του αμφισβητούμενου κύρους της εκτελέσεως που επέσπευσε δυνάμει διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε κατ’ αποδοχή αιτήσεως υποβληθείσας άνευ πληρεξουσιότητας, αρκεί για την έγκριση των προγενέστερων διαδικαστικών ενεργειών που έλαβαν χώρα, έστω και αν η έγκριση δίδεται σε χρόνο μεταγενέστερο της πρότασης της ακυρότητας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει την αίτηση.

Επιβάλλει σε βάρος των αιτούντων τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η αίτηση, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των χιλίων ευρώ (1.000 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη και δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση στις 30 Αυγούστου 2021 και ώρα 10:00.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

                                                                      (για τη δημοσίευση)