Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 442/2021

Αριθμός     442/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 4ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………… ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Δικηγόρο Άννα Δηλέ.

ΚΑΘ΄ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: …………….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της Δικηγόρο Μαρία Σταθάκη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Η καθ΄ ης η κλήση-εφεσίβλητης άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  23.3.2015 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………../2015) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 88/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο εναγόμενος και ήδη καλών-εκκαλών με την από 20.3.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………../2019) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………../2019) αρχικά η 5η.3.2020, οπότε ματαιώθηκε η συζήτηση αυτής.

Ήδη, με την κατατεθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, από  6.3.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2020) κλήση του καλούντος-εκκαλούντος, η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιόν του στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Η πληρεξούσια Δικηγόρος του καλούντος-εκκαλούντος, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και η πληρεξούσια Δικηγόρος της καθ΄  ης η κλήση-εφεσίβλητης, η οποία παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την από 6-3-2020 (αρ. καταθ. …../2020) κλήση του εκκαλούντος νόμιμα φέρεται προς συζήτηση η από 20-3-2019 έφεσή του κατά της καθ΄ ης η κλήση-εφεσίβλητης μετά τη ματαίωση αυτής κατά τη δικάσιμο της 5-3-2020.

Η κρινόμενη από 20-3-2019 (αρ. καταθ. …../2019) έφεση του εν μέρει ηττηθέντος εναγομένου, ήδη εκκαλούντος, κατά της υπ΄ αρ. 88/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 666 παρ. 1,667,670,671 παρ. 1 έως 3 και 672 έως 676 ΚΠολΔ (άρθρο 681Β΄ παρ. 1α του ίδιου Κώδικα, ως τα εν λόγω άρθρα ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους με το ν. 4335/2015), κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 1 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ).

Σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει και εφαρμόζεται εν προκειμένω, καθόσον η ένδικη έφεση ασκήθηκε την 2-8-2019, μεταξύ άλλων, εκείνος που ασκεί το ένδικο μέσο της έφεσης, της αναίρεσης και της αναψηλάφησης, υποχρεούται να καταθέσει παράβολο, για το ένδικο μέσο της έφεσης α) κατά απόφασης Ειρηνοδικείου παράβολο ποσού εβδομήντα πέντε (75) ευρώ, β) κατά απόφασης Μονομελούς Πρωτοδικείου παράβολο ποσού εκατό (100) ευρώ, γ) κατά απόφασης Πολυμελούς Πρωτοδικείου παράβολο ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ, το οποίο επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο Γραμματέας, διαφορετικά (σε περίπτωση δηλαδή μη κατάθεσης του αντίστοιχου παραβόλου) το ένδικο μέσο απορρίπτεται από το Δικαστήριο ως απαράδεκτο. Η υποχρέωση, όμως, αυτή δεν ισχύει, εκτός άλλων, για τις διαφορές του άρθρου 592 αρ. 1 και 3 του ΚΠολΔ (μεταξύ των οποίων διαφορές που αφορούν, όπως η προκειμένη, διατροφή λόγω διαζυγίου). Στην προκειμένη περίπτωση ο εκκαλών, αν και δεν υποχρεούταν, από προφανή παραδρομή, κατέθεσε, για το παραδεκτό της ασκηθείσας απ΄ αυτόν ένδικης έφεσης, παράβολο ποσού 100 ευρώ, όπως προκύπτει από τη βεβαίωση της αρμόδιας Γραμματέως στη συνταχθείσα απ΄ αυτήν σχετική έκθεση κατάθεσης του ένδικου αυτού μέσου, και επομένως πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του σ΄ αυτόν (πρβλ. ΑΠ 504/2017, ΑΠ 609/2016, ΑΠ 2061/2014, ΑΠ 1125/2013, ΕφΛαρ 269/2016), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας.

Με την από 23-3-2015 (αρ. καταθ. …../2015) αγωγή της, που επιδόθηκε στον εναγόμενο την 31-3-2015 και συζητήθηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την 23-5-2018, κατ΄ εκτίμηση αυτής, και για τους λόγους που αναφέρονται σ΄ αυτή (αγωγή), η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, ζήτησε, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, ήδη εκκαλών, πρώην σύζυγός της, με τον οποίο ο γάμος τους λύθηκε, δυνάμει της υπ’ αριθ. 4/2015 (ήδη αμετάκλητης) αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, να προκαταβάλει σ΄ αυτήν την πρώτη ημέρα εκάστου μηνός και για το χρονικό διάστημα δύο ετών από την επίδοση της αγωγής, ως τακτική διατροφή της ίδιας, το ποσό των 500 ευρώ μηνιαίως, νομιμοτόκως από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας δόσης και έως την εξόφληση, καθόσον αυτή (ενάγουσα) αδυνατεί να εξασφαλίσει τη διατροφή της, διότι δεν διαθέτει περιουσία ούτε άλλους οικονομικούς πόρους, ενώ, εξάλλου, η ηλικία της δεν της επιτρέπει να ασκήσει οποιοδήποτε επάγγελμα για να εξασφαλίσει τη διατροφή της, ο δε εναγόμενος έχει ακίνητη περιουσία και εισοδήματα, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σ΄ αυτή (αγωγή). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 88/2019 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε, όπως προαναφέρθηκε, κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων, αφού έκρινε ότι η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, δέχθηκε εν μέρει αυτή (αγωγή), υποχρέωσε τον εναγόμενο να προκαταβάλλει την πρώτη ημέρα εκάστου μηνός στην ενάγουσα, ως μηνιαία διατροφή της, το ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ, για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών από την επίδοση της αγωγής, νομιμοτόκως από την καθυστέρηση καταβολής κάθε δόσης και μέχρι την εξόφληση, κήρυξε την απόφαση, ως προς την ανωτέρω καταψηφιστική διάταξή της, προσωρινά εκτελεστή στο σύνολό της και καταδίκασε τον εναγόμενο στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, το οποίο καθόρισε στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ, αφαιρουμένου από το ποσό αυτό το ποσό των διακοσίων (200) ευρώ που είχε ήδη προκαταβάλει για την αιτία αυτή. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την ένδικη από 20-3-2019 (αρ. καταθ. ……./2019) έφεση ο εν μέρει ηττηθείς εναγόμενος και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτήν (έφεση) λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση και να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση σύμφωνα με όσα αναφέρονται σ΄ αυτή (έφεση).

Στο άρθρο 1442 του ΑΚ ορίζεται ότι «Εφόσον ο ένας από τους πρώην συζύγους δεν μπορεί να εξασφαλίσει τη διατροφή του από τα εισοδήματά του ή από την περιουσία του, δικαιούται να ζητήσει διατροφή από τον άλλον: 1. αν κατά την έκδοση του διαζυγίου ή κατά το τέλος των χρονικών περιόδων που προβλέπονται στις επόμενες περιπτώσεις βρίσκεται σε ηλικία ή σε κατάσταση υγείας που δεν επιτρέπει να αναγκασθεί να αρχίσει ή να συνεχίσει την άσκηση κατάλληλου επαγγέλματος, ώστε να εξασφαλίζει απ΄ αυτό τη διατροφή του, 2. αν έχει την επιμέλεια ανήλικου τέκνου και γι΄ αυτό το λόγο εμποδίζεται στην άσκηση κατάλληλου επαγγέλματος, 3. αν δεν βρίσκει σταθερή κατάλληλη εργασία ή χρειάζεται κάποια επαγγελματική εκπαίδευση, και στις δύο όμως περιπτώσεις για ένα διάστημα που δεν μπορεί να ξεπεράσει τα τρία χρόνια από την έκδοση του διαζυγίου, 4. σε κάθε άλλη περίπτωση, όπου η επιδίκαση διατροφής κατά την έκδοση του διαζυγίου επιβάλλεται από λόγους επιείκειας». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η μεν βασική προϋπόθεση της αξίωσης διατροφής, δηλαδή η αδυναμία εξασφάλισης της διατροφής του πρώην συζύγου από τα εισοδήματα ή την περιουσία του, πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο της (πρώτης) συζήτησης της αγωγής διατροφής, η δε πρόσθετη προϋπόθεση της αδυναμίας έναρξης ή συνέχισης της άσκησης επαγγέλματος (άρθρο 1442 αρ. 1 του ΑΚ) ή της ύπαρξης λόγων επιείκειας για την παροχή διατροφής (άρθρο 1442 αρ. 4 του ΑΚ), πρέπει να υπάρχει, κατά το χρόνο έκδοσης του διαζυγίου. Περαιτέρω, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις, σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 1487 και 1493 του ΑΚ, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 1443 του ίδιου Κώδικα, εφαρμόζονται αναλόγως και για το δικαίωμα διατροφής μετά το διαζύγιο, συνάγεται ότι η αξίωση διατροφής μετά το διαζύγιο παρέχεται μόνον όταν η διατροφή δικαιολογείται από λόγους κοινωνικούς, ώστε ο πρώην σύζυγος να μην μένει αβοήθητος, όταν δεν μπορεί με τα εισοδήματα, την περιουσία του ή το δυνάμενο να ασκηθεί από αυτόν επάγγελμα, να καλύψει τις ανάγκες διατροφής του, όπως αυτές προκύπτουν από τις μετά το διαζύγιο συνθήκες ζωής του. Συνεπώς, γενική προϋπόθεση για την γένεση αξίωσης διατροφής πρώην συζύγου, όταν ο γάμος λύθηκε με διαζύγιο, είναι η απορία του δικαιούχου πρώην συζύγου και η ευπορία του υπόχρεου, επιπλέον δε, από την πλευρά του δικαιούχου πρέπει να συντρέχει και μια από τις ειδικότερες προϋποθέσεις που ως άνω αναφέρονται στο άρθρο 1442 του ΑΚ. Ως απορία του δικαιούχου θεωρείται η αδυναμία του πρώην συζύγου να εξασφαλίσει τη διατροφή του από τα εισοδήματα και την περιουσία του, ευπορία δε του υπόχρεου, (που δεν σημαίνει οπωσδήποτε και κάποιο ιδιαίτερο πλούτο), η οποία, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1487 και 1443 εδ.α΄ του ΑΚ, πρέπει να υπάρχει κατά το χρονικό διάστημα, για το οποίο ζητείται διατροφή, είναι η δυνατότητα αυτού να παράσχει στο δικαιούχο διατροφή, χωρίς να θέσει σε κίνδυνο τη δική του διατροφή. Έτσι, είναι δυνατόν, ενόψει όλων των συνθηκών ηλικίας, υγείας, ικανότητας ή δυνατότητας προς εργασία, εισοδημάτων, περιουσίας και γενικώς ζωής του πρώην συζύγου, συγκριτικώς πάντοτε προς την ευπορία του υπόχρεου, να γεννηθεί δικαίωμα πλήρους ή συμπληρωματικής διατροφής, όταν ο πρώτος, που στο πρόσωπό του συντρέχει μια εκ των προαναφερθεισών πρόσθετων προϋποθέσεων (κατά το χρόνο έκδοσης του διαζυγίου αδυναμία άσκησης ή συνέχισης επαγγέλματος ή ύπαρξη λόγων επιείκειας), έχει μικρής έκτασης απρόσοδα περιουσιακά στοιχεία, των οποίων είτε είναι δυσχερής η εκποίηση, είτε επιβάλλεται η διατήρησή τους για λόγους προνοίας, προς εξασφάλισή του στο μέλλον για την αντιμετώπιση έκτακτης οικονομικής ανάγκης (ΑΠ 1532/2017, ΑΠ 1414/2017,  ΑΠ 1567/2012, ΑΠ 1427/2012 όλες δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σύμφωνα με τις ίδιες ως άνω διατάξεις παρέχεται δικαίωμα στον εναγόμενο, υπόχρεο σε μεταγαμιαία διατροφή, προβολής του ισχυρισμού διακινδύνευσης της ίδιας αυτού διατροφής ενόψει και των λοιπών υποχρεώσεών του, έτσι, σε περίπτωση μερικής απορίας του υπόχρεου μπορεί να επέλθει μερική απαλλαγή του από την υποχρέωση της μεταγαμιαίας διατροφής, με την προβολή της ενστάσεως διακινδύνευσης της δικής του διατροφής (ΑΠ 469/2005 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 8716/2003 ΕλλΔνη 2004/465). Επιπλέον, το εν λόγω δικαίωμα διατροφής αποκλείεται ή περιορίζεται κατά την διάταξη του άρθρου 1444 εδ. 1 του ΑΚ αν αυτό επιβάλλεται από σπουδαίους λόγους, ιδίως αν ο γάμος είχε μικρή χρονική διάρκεια ή αν ο δικαιούχος είναι υπαίτιος του διαζυγίου του ή προκάλεσε εκούσια την απορία του (ΕφΑθ 720/2018 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 281 του ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως ως «καλή πίστη» θεωρείται η συμπεριφορά του χρηστού και συνετού ανθρώπου, που επιβάλλεται κατά τους συνηθισμένους τρόπους ενέργειας, ενώ ως κριτήριο των «χρηστών ηθών» χρησιμεύουν οι ιδέες του, κατά γενική αντίληψη, χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου ανθρώπου. Επίσης, για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής απαιτείται, κατά περίπτωση, συνδυασμός των σχετικών στοιχείων ή συνδρομή ιδιαίτερων περιστάσεων, αναγόμενων στη συμπεριφορά τόσο του δικαιούχου όσο και του υπόχρεου (εφόσον όμως του τελευταίου τελεί σε αιτιώδη σχέση με εκείνη του δικαιούχου και δεν είναι άσχετη με αυτήν), ώστε η άσκηση του δικαιώματος να αποβαίνει αντίθετη στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΑΠ 94/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1460/2005 ΕλλΔνη 2006.185, ΑΠ 1518/2004 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 563/2003 ΝοΒ 2004.24). Ακολούθως, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11 περ. β΄ του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το Δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, που προκύπτει και από το συνδυασμό της προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 εδ. 1 στοιχ. β, 346 και 453 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η πρώτη από τις οποίες εισάγει το συζητητικό σύστημα στη διαγνωστική δίκη, δηλαδή της ενέργειας του Δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, ως αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν, νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε. Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση εγγράφου, όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του. Μπορεί δε η επίκληση αυτή να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε με αναφορά δια των προτάσεων αυτών σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζομένων προτάσεων προηγουμένης συζήτησης, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, κατ΄ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 του ΚΠολΔ. Η τελευταία αυτή διάταξη, αναφέρεται βεβαίως στον τρόπο επαναφοράς «ισχυρισμών», έχει όμως εφαρμογή και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων, λόγω της ταυτότητος του νομικού λόγου (ΟλΑΠ 23/2008). Συγκεκριμένα κατά το άρθρο 240 του ΚΠολΔ, για την επαναφορά ισχυρισμών που υποβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση στο ίδιο ή ανώτερο Δικαστήριο, αρκεί η επανυποβολή τους με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης που τους περιέχουν και που προσκομίζονται απαραιτήτως σε επικυρωμένο αντίγραφο. Δεν είναι, συνεπώς, νόμιμη η κατ΄ έφεση επίκληση αποδεικτικού εγγράφου, για άμεση ή έμμεση απόδειξη, όταν στις προτάσεις στο Εφετείο περιέχεται γενική μόνο αναφορά σε όλα τα έγγραφα, που ο διάδικος είχε επικαλεστεί και προσκομίσει πρωτόδικα, χωρίς παραπομπή σε συγκεκριμένα μέρη των πρωτόδικων προτάσεων που επανυποβάλλει, όπου περιέχεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου ή με ενσωμάτωση στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης των προτάσεων προηγουμένων συζητήσεων, στις οποίες γίνεται επίκληση των εγγράφων (ΟλΑΠ 9/2000, ΑΠ 753/2019). Περαιτέρω δεν πρόκειται για ενσωμάτωση, όταν στο κείμενο των προτάσεων της δευτεροβάθμιας δίκης περιέχονται, έστω και αυτούσιες, οι προτάσεις προηγούμενης συζήτησης, καλυπτόμενες από την υπογραφή του πληρεξουσίου Δικηγόρου στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης, διότι με τον τρόπο αυτό οι προηγούμενες προτάσεις και οι τελευταίες (ενώπιον δηλαδή του Εφετείου) κατέστησαν ενιαίες (ΑΠ 149/2020, ΑΠ 258/2019, ΑΠ 696/2017, ΑΠ 224/2016).

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων …….. (της ενάγουσας) και …………… (του εναγομένου), που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και περιέχονται (οι καταθέσεις) στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του ίδιου (πρωτοβάθμιου) Δικαστηρίου, καθώς και από όλα τα έγγραφα τα οποία νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, [ορισμένων εκ των οποίων γίνεται επίκληση και προσαγωγή, για πρώτη φορά στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, όχι από πρόθεση στρεψοδικίας ή βαριά αμέλεια (άρθρο 529 του ΚΠολΔ)], καθώς και από τις προσκομιζόμενες από τον εκκαλούντα-εναγόμενο, μη αμφισβητούμενης γνησιότητας, φωτογραφίες (άρθρα 444, 448 και 457 του ΚΠολΔ, πρβλ. ΑΠ 1707/2009, ΑΠ 230/2008, ΑΠ 239/2004)], εκτός από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την εφεσίβλητη-ενάγουσα από 25-5-2018 υπεύθυνη δήλωση της ………..που συντάχθηκε για να χρησιμοποιηθεί ειδικά στην παρούσα δίκη, η οποία δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (πρβλ ΟλΑΠ 8/1987 ΕλλΔνη 1987.628, ΑΠ 109/2004ΝΟΜΟΣ), χωρίς όμως η ρητή αναφορά σε ορισμένα εξ αυτών (εγγράφων) να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα, και όπως προεκτέθηκε, όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως σχετικά με τους προβαλλόμενους πραγματικούς ισχυρισμούς που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723, ΑΠ 1068/2002 ΑρχΝ 2004.70), {σημειώνοντας ότι ο εκκαλών, στις προτάσεις του παρόντος βαθμού, περιλαμβάνει, αυτούσιες, τις προτάσεις του της πρωτοβάθμιας συζητήσεως και η εφεσίβλητη, στις προτάσεις του παρόντος βαθμού, περιλαμβάνει, αυτούσιες, τις προτάσεις της τής πρωτοβάθμιας συζητήσεως και την προσθήκη-αντίκρουση αυτών, καλυπτόμενες από την υπογραφή των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους, αντίστοιχα, και κατά τον τρόπο αυτό έχουν καταστεί ενιαίες προτάσεις, αντίστοιχα, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας},αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν μεταξύ τους νόμιμο γάμο στον Πειραιά την 22-10-1983. Από το γάμο τους αυτό απέκτησαν δύο, ήδη ενήλικα, τέκνα, τον …… και τη ……. Η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων δεν εξελίχθηκε ομαλά και διασπάσθηκε οριστικά τον Αύγουστο του 2008. Ακολούθως, ο γάμος τους λύθηκε, δυνάμει της υπ΄ αρ. 4/2015 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία γαμικών διαφορών), η οποία ήδη έχει καταστεί αμετάκλητη, όπως δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (χωρίς να προσβάλλεται η κρίση του αυτή με λόγο της ένδικης έφεσης, ούτε προκύπτει ότι έχει προσβληθεί με έφεση από την ενάγουσα). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, η οποία κατά το χρόνο έκδοσης του διαζυγίου της με τον εναγόμενο (το έτος 2015) και κατά την άσκηση της αγωγής διήγε το 50ο έτος της ηλικίας της, κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσής της με τον τελευταίο (εναγόμενο), αλλά και κατά το χρόνο που κατέστη αμετάκλητη η ως άνω απόφαση διαζυγίου, δεν εργαζόταν, ασχολούμενη κυρίως με τις οικιακές εργασίες και την περιποίηση και φροντίδα του εναγομένου και των ως άνω τέκνων τους. Περαιτέρω, η ενάγουσα δεν διαθέτει ιδιαίτερες γραμματικές γνώσεις ούτε και κάποιο άλλο πτυχίο ή συγκεκριμένη επαγγελματική κατάρτιση, ενώ στερείται οποιασδήποτε προϋπηρεσίας και εξειδίκευσης. Ως εκ τούτου, κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου της με τον εναγόμενο, ενόψει της ηλικίας της και σε συνδυασμό με την έλλειψη εμπειρίας και εξειδικευμένων επαγγελματικών γνώσεων, δεν μπoρoύσε, ούτε μπορεί (κατά το επίδικο χρονικό διάστημα) να εξεύρει και να αρχίσει κατάλληλη γι΄ αυτήν σταθερή εργασία, ήτοι επάγγελμα που ανταποκρίνεται στο μορφωτικό της επίπεδο και στις σωματικές της δυνατότητες, ώστε να εξασφαλίζει απ΄ αυτό τη διατροφή της συνολικά. Εντούτοις, η ενάγουσα, δύναται, παρά την έλλειψη επαγγελματικής της εμπειρίας και προϋπηρεσίας, καθώς και εξειδικευμένων γνώσεων, να αποκομίσει συμπληρωματικό έστω εισόδημα από μερικής απασχόλησης μόνιμη εργασία ανάλογη με τις δυνατότητές της, την οποία, κατά τις αρχές της καλής πίστης και λαμβανομένων υπόψη και των συνθηκών που επικρατούν στην αγορά εργασίας, οφείλει να αναζητήσει και να απασχοληθεί επικερδώς, όπως δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, χωρίς η κρίση του αυτή να προσβάλλεται με λόγο έφεσης εκ μέρους της ενάγουσας, από την εργασία της δε αυτή εκτιμάται ότι ο μηνιαίος μισθός της θα ανερχόταν (κατά το επίδικο χρονικό διάστημα) κατ΄ ελάχιστον στο ποσό των 300 ευρώ, ποσό το οποίο όμως, δεν επαρκεί να καλύψει πλήρως τις βασικές ανάγκες της για διατροφή. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, καθ΄ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα, διέμενε στο ευρισκόμενο στον Πειραιά, επί της οδού ………., ακίνητο του εναγομένου, τη χρήση του οποίου της είχε αυτός παραχωρήσει χωρίς αντάλλαγμα και συνεπώς δεν βαρυνόταν με δαπάνες στέγασης, αλλά μόνο με τις δαπάνες λειτουργίας της οικίας αυτής, που ήταν οι συνήθεις. Άλλα περιουσιακά στοιχεία, εισοδήματα ή πόρους από άλλη πηγή δεν αποδείχθηκε ότι διαθέτει η ενάγουσα, ούτε βαρύνεται, κατά νόμο, με τη διατροφή άλλου προσώπου, ενώ έχει να αντιμετωπίσει τις δαπάνες της διατροφής της και συγκεκριμένα τις δαπάνες συντήρησης (φαγητού κλπ), ένδυσης, υπόδησης, ψυχαγωγίας και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, οι οποίες είναι οι συνήθεις που έχουν τα άτομα της ηλικίας της και ανέρχονται (κατά το επίδικο χρονικό διάστημα) στο συνολικό ποσό των 500 ευρώ το μήνα (λαμβανομένου υπόψη και της, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, παραχώρησης στέγης εκ μέρους του εναγομένου και της εκ του λόγου αυτού μη επιβάρυνσης της ενάγουσας με δαπάνες στέγασης). Εξάλλου, ο εναγόμενος είναι συνταξιούχος, και κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, και λαμβάνει μηνιαίως ως σύνταξη το συνολικό ποσό των 1.090 ευρώ περίπου, όπως δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, χωρίς η κρίση του αυτή να προσβάλλεται με έφεση εκ μέρους της ενάγουσας. Επιπλέον είναι κύριος δύο διαμερισμάτων, επιφάνειας 60 τ.μ. περίπου το καθένα, που βρίσκονται στο ισόγειο και στον πρώτο όροφο, αντίστοιχα, της ευρισκόμενης, κατά τα ως άνω, στον Πειραιά (Καμίνια), επί της οδού ……….., οικοδομής, τα οποία πλέον παραμένουν κενά, μετά την αποπομπή της ενάγουσας εκ μέρους του τον Σεπτέμβριο του 2017, η οποία (ενάγουσα) έκτοτε διαμένει μαζί με τη θυγατέρα τους και το ανήλικο τέκνο της τελευταίας στη Σαλαμίνα, σε παραχωρηθείσα από φιλικό πρόσωπο, χωρίς αντάλλαγμα, κατοικία. Επομένως, όπως προαναφέρθηκε, καθ΄ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα ο εναγόμενος είχε παραχωρήσει τη χρήση αυτών στην ενάγουσα και δεν εκμεταλλευόταν, ούτε μπορούσε, αφού είχε παραχωρήσει τη χρήση τους, τα ακίνητα αυτά, με εκμίσθωσή τους. Περαιτέρω, ο εναγόμενος προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η ενάγουσα, ενώ καρπωνόταν επί μια δεκαετία τα διαμερίσματά του, απαλλαγμένη από δαπάνες στέγασης, δεν κάλυπτε στοιχειωδώς ούτε καν τις συνήθεις δαπάνες λειτουργίας, με αποτέλεσμα, να βαρύνεται ο ίδιος (εναγόμενος), με λογαριασμούς κοινής ωφελείας (ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ κλπ), εκδιδομένους στο όνομά του (εναγομένου), οι οποίοι, κατά τους ισχυρισμούς του, ανέρχονται στο ποσό των 13.000 ευρώ. Σε κάθε περίπτωση όμως, η αποπληρωμή της ως άνω οφειλής, η οποία δύναται να γίνει και με διακανονισμό, δεν προαφαιρείται από τα εισοδήματά του (εναγομένου), αλλά απλώς συνεκτιμάται η δαπάνη αυτή, ως επιπλέον βιοτική του ανάγκη και ως στοιχείο προσδιοριστικό των συνθηκών διαβίωσής του. Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση έχει δικαίωμα ασκήσεως σχετικής αγωγής αποζημιώσεώς του εκ μέρους της ενάγουσας. Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος διαμένει με τη σύζυγό του από το δεύτερο γάμο του, …………………, και με το τέκνο που έχουν αποκτήσει, ηλικίας, κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, 3 ετών, σε μισθωμένο διαμέρισμα στο Αιγάλεω Αττικής, επί της οδού …. …………, για το οποίο καταβάλλει μίσθωμα 270 ευρώ μηνιαίως, ενώ επιβαρύνεται και με τις λειτουργικές δαπάνες αυτού, κατά την αναλογία του. Επιπλέον, η αποπληρωμή από τα προαναφερόμενα εισοδήματά του (εναγομένου) του στεγαστικού δανείου που είχε λάβει από την Τράπεζα Πειραιώς, οι δόσεις του οποίου ανέρχονται στο ποσό των 276 ευρώ μηνιαίως, και των συμφωνηθεισών δόσεων εξόφλησης οφειλών σε ΔΕΗ και ΕΥΔΑΠ, ύψoυς 185 ευρώ και 49 ευρώ μηνιαίως, αντίστοιχα, καθώς και τα οφειλόμενα χρέη του στο Δημόσιο, συνολικού ύψους 7.440 ευρώ, όπως δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (χωρίς να προσβάλλεται η κρίση του αυτή με έφεση από την ενάγουσα), δεν προαφαιρούνται από τα εισοδήματά του (εναγομένου), αλλά απλώς συνεκτιμώνται οι δαπάνες αυτές, ως επιπλέον βιοτικές του ανάγκες (πρβλ. ΑΠ 120/2013, ΑΠ 680/2010, ΑΠ 204/2010, ΑΠ 837/2009, ΑΠ 471/2005, ΕφΔωδ 195/2013, Κωνσταντίνου Παπαδόπουλου: Αγωγές Οικογενειακού Δικαίου, τομ. Β΄, εκ. 2003, σελ. 58 και οι εκεί παραπομπές) και ως στοιχείο προσδιοριστικό των συνθηκών διαβίωσής του (πρβλ. ΕφΠειρ 127/2014, ΕφΠειρ 158/2008). Περαιτέρω δεν αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος έχει άλλη περιουσία ή εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή. Επίσης, δεν αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος έχει άλλες διατροφικές υποχρεώσεις προς τρίτα πρόσωπα, πλην της ενάγουσας και του ανωτέρω τέκνου που απέκτησε από τον προαναφερόμενο δεύτερο γάμο του, το οποίο (τέκνο) δεν διαθέτει περιουσία ή εισοδήματα και υποχρεούται να το διατρέφει κατά την αναλογία του, με απαιτούμενα έξοδα για την ανατροφή και τη συντήρησή του που είναι τα συνήθη των τέκνων με την ίδια με αυτό ηλικία και με την ίδια, από απόψεως οικονομικών δυνατοτήτων των γονέων του, καταστάσεως, ενώ οι δαπάνες για τη διατροφή, τη συντήρηση, την ένδυση και την ψυχαγωγία του ίδιου (εναγομένου) με τις οποίες βαρύνεται είναι οι συνήθεις δαπάνες διαβίωσης που έχουν τα άτομα της ηλικίας του που ζουν υπό όμοιες με αυτόν κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, η δε ιατροφαρμακευτική του περίθαλψη καλύπτεται από τον ασφαλιστικό του φορέα. Εξάλλου, ο εναγόμενος δεν βαρύνεται με τα έξοδα διατροφής της νυν συζύγου του, δοθέντος ότι, όπως δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο χωρίς η κρίση του αυτή να προσβάλλεται με λόγο της ένδικης έφεσης, αυτή διανύει το 33ο έτος της ηλικίας της, ο εναγόμενος δε δεν επικαλείται κάποιο πρόβλημα υγείας της, που να την εμποδίζει να εργασθεί. Συνεπώς, αυτή δύναται να εξεύρει εργασία, κατάλληλη και ανάλογη των προσόντων και των δυνάμεών της και να εργάζεται, έστω και με μειωμένο ωράριο, ώστε να συμβάλει στην αντιμετώπιση των οικογενειακών δαπανών τους, αποκερδαίνοντας μηνιαίως το ποσό των 500 ευρώ τουλάχιστον. Κατόπιν όλων των ανωτέρω και δη της ευπορίας του εναγομένου – εκκαλούντος, που προκύπτει από τις προαναφερόμενες οικονομικές του δυνατότητες, και της απορίας της ενάγουσας-εφεσίβλητης, πρώην συζύγου του, ήτοι της, κατά τα προαναφερόμενα, αδυναμίας της (ενάγουσας) να καλύψει πλήρως τις ανάγκες διατροφής και συντήρησής της, καθ΄ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής της, μετά το διαζύγιο, το Δικαστήριο κρίνει, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, ότι αυτή (ενάγουσα) δικαιούται έναντι αυτού (εναγομένου) συμπληρωματικής (και όχι πλήρους) διατροφής, το ύψος της οποίας, λαμβανομένης υπόψη της, ως άνω, οικονομικής και προσωπικής κατάστασής του (εναγομένου) και της παραχώρησης στέγης εκ μέρους του προς αυτήν (ενάγουσα) κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, καθώς και τις ανάγκες διατροφής και συντήρησής της (ενάγουσας), όπως διαμορφώθηκαν μετά το διαζύγιό τους, πρέπει να καθορισθεί στο ποσό των 200 ευρώ μηνιαίως. Το υπόλοιπο δε ποσό των 300 ευρώ που απαιτείται για την πλήρη κάλυψη των αναγκών διατροφής της, όπως ήδη εκτέθηκε, δύναται να το αποκομίσει η ίδια από την εργασία της. Το ως άνω ποσό των 200 ευρώ έχει τη δυνατότητα με βάση τα παραπάνω εισοδήματά του να καταβάλλει ο εναγόμενος στην ενάγουσα χωρίς να διακινδυνεύει η δική του διατροφή, δεδομένου ότι το υπολειπόμενο εκ των ως άνω μηνιαίων εισοδημάτων του ποσό επαρκεί για την κάλυψη των αναγκών συντήρησής του και των λοιπών υποχρεώσεων που τον βαρύνουν κατά τα ανωτέρω. Επομένως, η ένσταση διακινδύνευσης της διατροφής του (εναγομένου) (άρθρα 1443 και 1487 εδ. α΄ του ΑΚ), την οποία είχε προβάλλει πρωτοδίκως ο εναγόμενος – εκκαλών και επαναφέρει με την έφεσή του είναι απορριπτέα ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη, όπως ορθώς δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, και συνεπώς, τα αντίθετα υποστηριζόμενα με το σχετικό λόγο της ένδικης εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός περί καταχρηστικής ασκήσεως της ένδικης αγωγής τον οποίο επαναφέρει ο εκκαλών με την ένδικη έφεση, είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, καθόσον τα επικαλουμένα από αυτόν (εκκαλούντα) περιστατικά προς θεμελίωση αυτού (ισχυρισμού) και αληθή υποτιθέμενα, δεν συνιστούν, κατ΄ άρθρο 281 του ΑΚ, κατάχρηση δικαιώματος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε τον πρωτοδίκως προβληθέντα ισχυρισμό περί καταχρηστικής ασκήσεως της ένδικης αγωγής, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε, ώστε τα αντίθετα υποστηριζόμενα με το σχετικό λόγο της ένδικης εφέσεως, με τον οποίο ο εκκαλών επικαλείται και περιστατικά προς ενίσχυση των όσων πρωτοδίκως είχε προβάλλει, πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε ότι το σύνολο της απαιτούμενης διατροφής, ανέρχεται μηνιαίως στο ποσό των 250 ευρώ και υποχρέωσε τον εναγόμενο, ήδη εκκαλούντα, να προκαταβάλλει την πρώτη ημέρα εκάστου μηνός στην ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, ως μηνιαία διατροφή της, το ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ, για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών από την επίδοση της αγωγής, νομιμοτόκως από την καθυστέρηση καταβολής κάθε δόσης και μέχρι την εξόφληση, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, και πρέπει, αφού γίνουν δεκτοί ως κατ΄ ουσίαν βάσιμοι οι σχετικοί λόγοι της έφεσης, απορριπτομένων των λοιπών λόγων (έφεσης) κατά τα ανωτέρω, να γίνει αυτή (έφεση) δεκτή, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, και, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό, να δικασθεί εκ νέου η αγωγή (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ), να γίνει εν μέρει δεκτή ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να προκαταβάλλει την πρώτη ημέρα εκάστου μηνός στην ενάγουσα, ως μηνιαία διατροφή της, το ποσό των διακοσίων (200) ευρώ, για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών από την επίδοση της αγωγής, νομιμοτόκως από την καθυστέρηση καταβολής κάθε δόσης και μέχρι την εξόφληση. Το αίτημα περί κηρύξεως της παρούσας προσωρινά εκτελεστής στον παρόντα βαθμό καθίσταται αλυσιτελές, αφού η παρούσα απόφαση ως τελεσίδικη αποτελεί εκτελεστό τίτλο (άρθρο 904 παρ. 2 εδ. α΄ του ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, κατά μερική παραδοχή του οικείου αιτήματος της τελευταίας, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας κάθε πλευράς, από τα οποία (δικαστικά έξοδα) θα αφαιρεθεί το ποσό των 200 ευρώ που έχει ήδη προκαταβληθεί από τον εναγόμενο, για την αιτία αυτή, κατά τη διάταξη του άρθρου 173 παρ. 4 του ΚΠολΔ, όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας (άρθρα 106, 178, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσίαν την από 20-3-2019 (αρ. καταθ. ……/2019) έφεση.

Εξαφανίζει την υπ΄ αρ. 88/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 666 παρ. 1,667,670,671 παρ. 1 έως 3 και 672 έως 676 ΚΠολΔ (άρθρο 681Β΄ παρ. 1α του ίδιου Κώδικα, ως τα εν λόγω άρθρα ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους με το ν. 4335/2015).

Κρατεί και δικάζει την από 23-3-2015 (αρ. καταθ. …../2015) αγωγή.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Υποχρεώνει τον εναγόμενο να προκαταβάλλει την πρώτη ημέρα
εκάστου μηνός στην ενάγουσα, ως μηνιαία διατροφή της, το ποσό των
διακοσίων (200) ευρώ, για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών από την
επίδοση της αγωγής, νομιμοτόκως από την καθυστέρηση καταβολής κάθε
δόσης και μέχρι την εξόφληση.

Καταδικάζει τον εναγόμενο στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ από το οποίο θα αφαιρεθεί το ποσό των διακοσίων (200) ευρώ που έχει ήδη προκαταβάλει.

Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου, που κατατέθηκε με το με αριθμό παραβόλου ………………/2019, ποσού 100 ευρώ και είδους παραβόλου: e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ, στον εκκαλούντα.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, την 6η Σεπτεμβρίου  2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ