Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 404/2021

Αριθμός     404/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 2ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσή Φυντριλάκη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  E.T.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) ……….., 2)  ………….. και 3) …………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιά τους δικηγόρο Θεοδώρα Θεοχάρη    (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας ……………….,  εκπροσωπήθηκε δε από τους πληρεξουσίους της δικηγόρους Αδάμ Μαγριπλή  (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ) και Ηλία Ανδρέου (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Β. ΑΣΚΟΥΝΤΩΝ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΕΦΕΣΗΣ: 1) …………., 2) ………… και 3) …………., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιά τους Δικηγόρο Θεοδώρα Θεοχάρη (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

ΚΑΘ΄ΗΣ ΟΙ ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΛΟΓΟΙ ΕΦΕΣΗΣ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας …………….., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο Αδάμ Μαγριπλή (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) και από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο Ηλία Ανδρέου (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

Γ. ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας …………………..η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο Ηλία Ανδρέου (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) και από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο Αδάμ Μαγριπλή.

ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας …………….., ως καθολική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας …………..

ΚΑΘ΄ΩΝ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: 1) …………, 2) …………. και 3) …………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιά τους Δικηγόρο Θεοδώρα Θεοχάρη (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

Δ. ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας ………………. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο Ηλία Ανδρέου (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) και από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο Αδάμ Μαγριπλή.

ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας ………….. ως καθολική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας ……………..

ΚΑΘ΄ΩΝ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: 1) ……………….., 2) …………… και 3) ……………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιά τους Δικηγόρο Θεοδώρα Θεοχάρη (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

Οι ……….. κατέθεσαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  24.1.2014 (αριθμ. εκθ. καταθ. ………./2014) ανακοπή και τους από 14.12.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./2017) πρόσθετους λόγους ανακοπής. Επί της ως άνω ανακοπής και των προσθέτων αυτής λόγων εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 355/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  δέχθηκε τα σε αυτήν αναφερόμενα.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι ανακόπτοντες και ήδη υπό στοιχ Α εκκαλούντες-υπό στοιχ Β ασκούντες τους πρόσθετους λόγους έφεσης με την από  20.3.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου Πειραιώς …………./2019, ΓΑΚ/ΕΑΚ  Εφετείου Πειραιώς …………/2019) έφεσή τους και τους από  8.1.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………./2020) πρόσθετους λόγους έφεσης. Δικάσιμος της ως άνω εφέσεως και των προσθέτων αυτής λόγων ορίσθηκε αρχικά η 19η.3.2020, οπότε η συζήτησή τους ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 13.3.2020 έως 31.5.2020). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ 2 του ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α 104/30-5-2020) περί αυτεπαγγέλτου  ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής  Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς, την υπ΄ αριθμ. 37/2020 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄αριθμ. 76/2020 Πράξη  του ορισθέντος από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη, η ως άνω έφεση και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι επανεισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «do Value Greece Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις» κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου τις από  15.10.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2020) και από 15.10.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……………./2020) αυτοτελείς πρόσθετες παρεμβάσεις, δικάσιμος των οποίων ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η με ειδικό  αριθμό κατάθεσης στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιώς …../2019 έφεση, ο με ειδικό αριθμό κατάθεσης στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιώς …./2020  πρόσθετος λόγος έφεσης, η με ειδικό αριθμό καταθ στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιώς ……/2020 αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση και  η με ειδικό  αριθμό κατάθεσης στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιώς  ……/2020 αυτοτελής  πρόσθετη  παρέμβαση  πρέπει  να  συνεκδικαστούν  καθώς τελούν μεταξύ  τους σε σχέση κύριου και παρεπόμενου (άρθρο 246 ΚΠολΔ). Πρέπει δε, να σημειωθεί ότι για την έφεση και τον πρόσθετο λόγο έφεσης είχε ορισθεί δικάσιμος η 19-3-2020 κατά την οποία  η συζήτηση αυτών  ματαιώθηκε λόγω του μέτρου της προσωρινής αναστολής  της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της Χώρας κατά το χρονικό διάστημα από 13-3-2020 μέχρι 31-5-2020 στα πλαίσια λήψης εκτάκτων μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID–19. Στη συνέχεια, με την υπ΄αριθμόν 76/2020  πράξη του ορισθέντος από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Δικαστή, ορίστηκε δικάσιμος  για την εκδίκαση αυτών  η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, η  οποία,   ακολούθως,  ορίστηκε και  για την εκδίκαση  των ανωτέρω  δυο αυτοτελών προσθέτων παρεμβάσεων.

Η κρινόμενη  με ειδικό  αριθμό καταθ. στη γραμματεία του Εφετείου  Πειραιά   …../2019 έφεση κατά της υπ΄αριθμόν  355/2019 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου  Πειραιά    που εκδόθηκε  κατά την  τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα  καθώς η εκκαλουμένη απόφαση  δημοσιεύτηκε  στις  29-1-2019, επιδόθηκε στους εκκαλούντες στις 26-2-2019 (βλ. υπ΄αριθμούς ………./26-2-2019 εκθέσεις επίδοσης  της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιά, …………)  και  η  έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του  Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά στις 22-3-2019 (άρθρα 495, 511, 513, 516 παρ 1, 517 εδαφ α, 518 παρ 1  και 147 ΚΠολΔ). Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής κατά την  αυτή  διαδικασία  δοθέντος ότι έχει καταβληθεί και το απαιτούμενο παράβολο άσκησης έφεσης (βλ. με κωδικό  αριθμό  …………./2019 παράβολο ).

Ο κρινόμενος με ειδικό αριθμό καταθ. στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά …../2020  πρόσθετος λόγος έφεσης ασκήθηκε παραδεκτά, νόμιμα και εμπρόθεσμα καθόσον ασκήθηκε  με ιδιαίτερο δικόγραφο που  κοινοποιήθηκε στην εφεσίβλητη τριάντα ημέρες προ της συζητήσεως της έφεσης και συγκεκριμένα στις 8-1-2020 (όπως συνομολογείται από την εφεσίβλητη  με το δικόγραφο Προτάσεων) και αναφέρεται στα κεφάλαια της απόφασης που έχουν προσβληθεί με την έφεση. Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτός και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο αυτού.

Οι ανακόπτοντες  και ήδη εκκαλούντες  με την με γενικό αριθμό καταθ. ……./2014  ανακοπή  την οποία άσκησαν ενώπιον  του Μονομελούς   Πρωτοδικείου Πειραιά  κατά της ήδη εφεσίβλητης τραπεζικής  εταιρίας καθώς και τους με ειδικό αριθμό καταθ……../2017  προσθέτους λόγους ανακοπής, ζήτησαν   για τους αναφερόμενους στα δικόγραφα αυτά  λόγους την ακύρωση της υπ΄αριθμ. ……../2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά με την οποία υποχρεώθηκαν να καταβάλλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ο καθένας  στην καθ΄ης η ανακοπή  τραπεζική εταιρία το ποσό των  632.621,23 ευρώ   πλέον τόκων και εξόδων.

Η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής συνεκδικάσθηκαν  και εξεδόθη η εκκαλουμένη απόφαση με την οποία ως προς την τρίτη ανακόπτουσα απορρίφθηκε η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής λόγω  εκπρόθεσμης άσκησης της ανακοπής, ενώ  ως προς τους λοιπούς ανακόπτοντες  απορρίφθηκε  η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής  καθώς κρίθηκαν αβάσιμοι οι αναφερόμενοι  στα δικόγραφα αυτά λόγοι.

Ήδη, κατά της αποφάσεως αυτής βάλλουν άπαντες οι ανακόπτοντες παραπονούμενοι   για εσφαλμένη ερμηνεία  και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων  και ζητούν την εξαφάνιση  της εκκαλουμένης, την  παραδοχή της ανακοπής  και των προσθέτων λόγων  και την ακύρωση της ανακοπτομένης διαταγής πληρωμής.

1.  Από τη διάταξη του άρθρου 80ΚΠολΔ, προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση και  συνεπώς  για πρώτη φορά και ενώπιον του εφετείου, περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της έφεσης, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις, που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους, η οποία στην περίπτωση, που ασκείται για πρώτη φορά στο εφετείο, πρέπει, να γίνεται, σύμφωνα με το άρθρο 524 παρ. 1 σε συνδυασμό με 591 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε όλους τους μέχρι της άσκησής της διαδίκους, τουλάχιστον δέκα ημέρες πριν από τη δικάσιμο. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της αποφάσεως που θα εκδοθεί είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 80 ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υποθέσεως (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1329/2017, ΑΠ 611/2013, ΑΠ 1171/2012). Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου, ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 1485/2006, ΑΠ 91/2005). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1564/2017, ΑΠ 1731/2011). Εξάλλου, ως προς τους αναγκαίους ομοδίκους που απουσιάζουν, δεν επέρχονται οι συνέπειες της ερημοδικίας, αλλά αυτοί αντιπροσωπεύονται από τους παριστάμενους ομοδίκους τους (βλ. ΑΠ 368/2019, ΑΠ 727/2017).2.  Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 περ. γ του ν. 4354/2015 “Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων….”, “Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις, δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις”. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, “Οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 . Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης”.

Στην προκειμένη περίπτωση η εταιρία «………….» η οποία αρχικά είχε την επωνυμία «…………..» και η οποία  εδρεύει στο …… Αττικής,  με  αυτοτελές δικόγραφο  που φέρει ειδικό  αριθμό καταθ. ………/2020 στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά  ισχυριζόμενη ότι είναι εταιρία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις,  της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………..» που εδρεύει στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας (οδός …………), στην οποία η  «………..» μετά την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης είχε  εκχωρήσει, πωλήσει και μεταβιβάσει   απαιτήσεις  της από δάνεια και πιστώσεις,  μεταξύ των οποίων και την επίδικη, άσκησε ως μη δικαιούχος διάδικος, το πρώτον ενώπιον του  Εφετείου Πειραιά, αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση και ζήτησε να απορριφθεί η ανωτέρω  έφεση και να επικυρωθεί η ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής.

Επίσης η ανωτέρω εταιρία «…………….» με  αυτοτελές δικόγραφο  που φέρει ειδικό  αριθμό καταθ. …………/2020 στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά  ισχυριζόμενη ότι είναι εταιρία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις,  της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………….» που εδρεύει στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας (οδός ………….), στην οποία η  «……………», μετά την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης,  είχε  εκχωρήσει, πωλήσει και μεταβιβάσει  απαιτήσεις  της από δάνεια και πιστώσεις, μεταξύ των οποίων και την  επίδικη, άσκησε ως μη δικαιούχος διάδικος, το πρώτον ενώπιον του  Εφετείου Πειραιά, αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση και ζήτησε να απορριφθεί ο ανωτέρω πρόσθετος λόγος  και να επικυρωθεί η ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής.

Οι παρεμβάσεις αυτές  ασκούνται  παραδεκτά το πρώτον  ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 80 και 83  ΚΠολΔ), ενώ έχουν επιδοθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, ήτοι  τουλάχιστον δέκα (10) ημέρες πριν την συζήτηση της έφεσης και του πρόσθετου λόγου έφεσης  (άρθρο 591 παρ 1β ΚΠολΔ)   σε όλους τους διαδίκους, όπως προκύπτει από τις υπ΄αριθμούς  …………./18-1-2020 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών, ………….  Είναι  νόμιμες   (άρθρο 1 περ γ΄  και άρθρο 2 παρ 4 του  ν 4354/2015) καθόσον  η παρεμβαίνουσα έχοντας εφοδιαστεί με σχετική άδεια  από την Τράπεζα της Ελλάδος δυνάμει της  με αριθμό 220/1/13-3-2017 απόφασης  της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ με αριθμό 880/16-3-2017 τεύχος δεύτερο, ενεργεί ως  εταιρία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις της αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………..» που εδρεύει στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας  (οδός ………….) με αριθμό καταχώρισης στο μητρώο εταιρειών ……….., η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της  ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας  με την επωνυμία «………….» κατόπιν μεταβίβασης  στο πλαίσιο τιτλοποίησης  απαιτήσεων από δάνεια  και πιστώσεις  σύμφωνα με τις διατάξεις του  ν 3156/2003 δυνάμει της από 18-6-2019 και με αριθμό ……. σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων κατ΄άρθρο 10 παρ 8 του ν 3156/2003, περίληψη της οποίας  καταχωρήθηκε αυθημερόν στα δημόσια βιβλία του άρθρου 3 του ν 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον τόμο … με αυξ αριθμό ….. σε συνδυασμό με την από 18-6-2019 και με αριθμό …. σύμβαση διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων   κατ΄αρθρο 10 παρ 14 και 16 του ν 3156/ 2003 περίληψη της οποίας καταχωρήθηκε αυθημερόν στα ανωτέρω δημόσια βιβλία στον τόμο … και με αριθμό …… Μεταξύ των απαιτήσεων αυτών  περιλαμβάνονται και οι  απαιτήσεις  που απορρέουν από την επίδικη υπ΄αριθμόν ………./1-3-2007σύμβαση στεγαστικού δανείου όπως συμπληρώθηκε με το  από 1-3-2007 ταυτάριθμο  προσάρτημα  και την  από 1-3-2007 πρόσθετη  πράξη  τροποποίησης της  σύμβασης αυτής (επίδικη σύμβαση) που συνήφθη μεταξύ «…………..» και της ………… (πρώτη ανακόπτουσα)  την εκτέλεση των όρων της οποίας εγγυήθηκαν ο ………….. (δεύτερος των ανακοπτόντων) και η ………… (τρίτη των ανακοπτόντων).   Στη συνέχεια, η ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «………..»  (εφεσίβλητη) κατέστη καθολική διάδοχος της προαναφερόμενης τραπεζικής εταιρίας «…………..» λόγω διασπάσεως της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητας της και σύστασης   νέας τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…………..» σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 16 του ν 2515/1997, του άρθρου 145 του ν. 4261/2014  και των άρθρων 57 παρ 3 και 59 – 74 και 140-157 του ν 4601/2019. Η διάσπαση της ανωτέρω εταιρίας δι΄απόσχισης κλάδου τραπεζικής δραστηριότητας και η σύσταση της νέας εταιρίας ανακοινώθηκαν στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.Μ.Η.)  και εκδόθηκαν οι υπ΄αριθμούς ….. και ……/20-3-2020  σχετικές Ανακοινώσεις του Γενικού Εμπορικού Μητρώου (Γ.Ε.Μ.Η).

Ως εκ τούτου η ανωτέρω εταιρία «…………..» νομίμως άσκησε ως μη δικαιούχος διάδικος σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 2 παραγρ4 του ν 4354/2015 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση  υπέρ της εφεσίβλητης «…………..» με την οποία τελεί σε σχέση επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας, κατά τα αναφερόμενα στη υπ΄αριθμόν 1 μείζονα σκέψη της απόφασης αυτής.

Με σχετικό  λόγο της εφέσεως η τρίτη ανακόπτουσα και ήδη τρίτη εκκαλούσα  ισχυρίζεται ότι κατ΄εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε  με την εκκαλουμένη απόφαση  την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους ανακοπής  ως προς αυτήν ως απαράδεκτους  με την αιτιολογία ότι δήθεν η ανακοπή ασκήθηκε εκπρόθεσμα καθόσον  άσκησε την ανακοπή εντός της προβλεπόμενης από το νόμο προθεσμίας. Ο λόγος αυτός πρέπει ν΄απορριφθεί ως αβάσιμος κατ΄ουσίαν καθόσον από την υπ΄ αριθμόν ………./7-1-2014 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……….  προκύπτει ότι  η ανακοπτομένη υπ΄αριθμόν ………/2013 διαταγή πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  επιδόθηκε στην τρίτη ανακόπτουσα και ήδη τρίτη εκκαλούσα,  …………., στις 7-1-2014 και η ανακοπή επιδόθηκε στην καθ΄ης δανείστρια Τράπεζα στις 29-1-2014, όπως προκύπτει από την επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας ……….. επί του σώματος της ανακοπής, ήτοι μετά  την πάροδο των δεκαπέντε εργασίμων ημερών που προβλέπεται στην διάταξη του άρθρου 632 παρ 2 ΚΠολΔ. Επομένως, το  πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε την ανακοπή για τον αυτό λόγο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και χωρίς πλημμέλεια εκτίμησε τις αποδείξεις και όσα αντίθετα υποστηρίζονται με το λόγο έφεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Συνεπώς, η έφεση πρέπει ν΄απορριφθεί ως προς την τρίτη εκκαλούσα ως αβάσιμη κατ΄ουσίαν.

Α. Το άρθρο 1 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές προβλέπει ότι: “Οι ρήτρες της σύμβασης που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου καθώς και διατάξεις ή αρχές διεθνών συμβάσεων στις οποίες έχουν προσχωρήσει τα κράτη μέλη ή η Κοινότητα, ιδίως στον τομέα των μεταφορών, δεν υπόκεινται στις διατάξεις της παρούσας Οδηγίας. Η έκφραση “νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου” που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 καλύπτει επίσης τους κανόνες οι οποίοι εφαρμόζονται κατά νόμον μεταξύ των συμβαλλομένων, εάν δεν έχει συμφωνηθεί άλλως”. Επιπλέον, στην 13η σκέψη του Προοιμίου της εν λόγω Οδηγίας εξηγείται ότι: “Οι νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις των κρατών μελών που καθορίζουν, άμεσα ή έμμεσα, τους όρους των συμβάσεων με τους καταναλωτές θεωρείται ότι δεν περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες- ότι, κατά συνέπεια, δεν χρειάζεται να υπάγονται στις διατάξεις της παρούσας Οδηγίας οι ρήτρες που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, καθώς και αρχές ή διατάξεις διεθνών συμβάσεων, στις οποίες έχουν προσχωρήσει τα κράτη-μέλη ή η Κοινότητα• ότι, γι` αυτόν τον λόγο, η έκφραση “νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου” που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 καλύπτει τους κανόνες οι οποίες εφαρμόζονται κατά νόμο μεταξύ των συμβαλλομένων, εάν δεν έχει συμφωνηθεί άλλως”. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, κατά την Οδηγία 93/12, συμβατικοί όροι οι οποίοι απηχούν, δηλαδή επαναλαμβάνουν νοηματικά ή ταυτίζονται με, διατάξεις μιας χώρας-μέλους εξ ορισμού δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας και επομένως δεν υπόκεινται σε έλεγχο καταχρηστικότητας ως γενικοί όροι συναλλαγών, αφού αυτό που προβλέπεται ως συμβατικός όρος θα ίσχυε έτσι και αλλιώς, ακόμη και αν δεν υπήρχε η επίμαχη ρήτρα. Αιτιολογία του αποκλεισμού αυτού είναι το γεγονός ότι οι εθνικές διατάξεις εξ ορισμού δεν περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες, αφού ο εθνικός νομοθέτης ήδη προέβη σε στάθμιση συμφερόντων των μερών και μία τέτοια νομοθετική στάθμιση δεν μπορεί να είναι καταχρηστική. Σε διαφορετική περίπτωση, ο έλεγχος των ρητρών αυτών για καταχρηστικότητα θα σήμαινε στην ουσία έλεγχο σκοπιμότητας του νομοθετικού έργου από τα δικαστήρια, πράγμα που αντίκειται στη διάκριση των εξουσιών (άρθρο 26 Συντ.) Οι όροι αυτοί, αποκαλούμενοι “δηλωτικοί”, μπορεί να απηχούν εθνικές ρυθμίσεις όχι μόνον αναγκαστικού αλλά και ενδοτικού δικαίου, όπως σαφώς εξηγείται στην προπαρατιθέμενη σκέψη του Προοιμίου, με αποτέλεσμα η αναφορά του άρθρου 1 παρ. 2 σε “νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου” να μη συνιστά νομική ακριβολογία και γι` αυτό πρέπει να νοηθεί ως διατάξεις απλώς δεσμευτικού, αναγκαστικού ή ενδοτικού, δικαίου, αφού και οι διατάξεις του ενδοτικού δικαίου περιέχουν σταθμισμένες από το νομοθέτη ρυθμίσεις οι οποίες λαμβάνουν υπόψη τα συμφέροντα και των δύο μερών. Περαιτέρω, είναι μεν αληθές ότι η ως άνω εξαίρεση των δηλωτικών όρων από τον έλεγχο καταχρηστικότητας δεν μεταφέρθηκε ρητά στο εθνικό δίκαιο με το ν. 2251/1994, που αποτελεί ενσωμάτωση στο ελληνικό δίκαιο της Οδηγίας 93/13. Παρότι, όμως, δεν έγινε μεταφορά της εξαίρεσης αυτής στο εθνικό δίκαιο με ειδική και ρητή διάταξη, εν τούτοις πρέπει να θεωρηθεί ότι ενυπάρχει στη ρύθμιση του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 2251/1994 βάσει μίας εναρμονισμένης προς το ενωσιακό δίκαιο ερμηνείας. Και τούτο διότι σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 2 του ν. 2251/94: “Γενικοί όροι συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας, των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται”. Επομένως, για να υπάρξει κατά το ν. 2251/1994 καταχρηστικότητα ενός ΓΟΣ, πρέπει αυτός να έχει ως αποτέλεσμα “την σημαντική διατάραξη των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή”. Σε περίπτωση, όμως, που ο επίμαχος όρος απηχεί διάταξη εθνικού δικαίου, αναγκαστικού ή ενδοτικού, τότε εξ ορισμού δεν νοείται, όπως προαναφέρθηκε, διατάραξη της ισορροπίας των συμβαλλομένων ούτε καταχρηστικότητα του συμβατικού όρου. Συνακόλουθα, ένας τέτοιος όρος εξ ορισμού αποκλείεται από πεδίο εφαρμογής του ν. 2251/1994. Η ως άνω ερμηνεία καταλήγει σε λύση σύμφωνη με το σκοπό της Οδηγίας, όπως αυτός εκφράζεται στο άρθρο 1 παρ. 2 αυτής και εξηγείται στη 13η σκέψη του Προοιμίου της. Ειδικότερα, στη σύμβαση τραπεζικού στεγαστικού δανείου σε αλλοδαπό νόμισμα μεταξύ των διαδίκων υφίσταται ο επίμαχος Γ.Ο.Σ., που υποχρεώνει τον οφειλέτη να εκπληρώνει τις εντεύθεν υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορηγήσεως, είτε σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής, οπότε ανακύπτει το ζήτημα, εάν ο όρος αυτός είναι “δηλωτικός”, ταυτίζεται δηλαδή ή απηχεί κατά περιεχόμενο εθνικές ρυθμίσεις, και μάλιστα όχι μόνο αναγκαστικού αλλά και ενδοτικού δικαίου. Πράγματι, το άρθρο 291 ΑΚ ορίζει σχετικά: “Όταν πρόκειται για χρηματική οφειλή σε ξένο νόμισμα που πρέπει να πληρωθεί στην ημεδαπή ο οφειλέτης, αν δεν συμφωνήθηκε το αντίθετο, έχει δικαίωμα να πληρώσει σε εγχώριο νόμισμα με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι στον οφειλέτη, που εγκύρως ανέλαβε οφειλή σε ξένο νόμισμα, παρέχεται η ευχέρεια να εξοφλήσει την οφειλή του αυτή είτε στο νόμισμα της οφειλής, είτε σε εγχώριο νόμισμα, με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής, δηλαδή την αξία που θα απαιτηθεί, προκειμένου ο δανειστής να αποκτήσει το νόμισμα της οφειλής. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή υφίσταται μία οφειλή, σε ξένο νόμισμα”, πλην όμως παρέχεται στον οφειλέτη η διαζευκτική ευχέρεια να καταβάλει άλλη παροχή αντί εκείνης που από την αρχή οφείλεται, και συγκεκριμένα σε εγχώριο νόμισμα, με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής. Ωστόσο, ένας τέτοιος όρος σε σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου μεταξύ Τράπεζας και δανειολήπτη, απηχεί το περιεχόμενο της διατάξεως του άρθρου 291 ΑΚ, και κατά συνέπεια, σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, δεν νοείται διατάραξη της ισορροπίας των συμβαλλομένων, ούτε καταχρηστικότητα του σχετικού όρου (ΟλΑπ 4/2019).Β. Σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1 του Ν. 128/1975 “επιβάλλεται από το έτος 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένης και της Τραπέζης της Ελλάδος, υπέρ του εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού, ανερχομένη εις ποσοστόν ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως επί του ετησίου ύψους εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγουμένων υπ` αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανόμενων και των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των Τραπεζών συμβάσεως, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, συμφωνηθεισών εισφορών”. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 174 ΑΚ, δικαιοπραξία που αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη του νόμου, αν δεν συνάγεται κάτι άλλο, είναι άκυρη. Τέτοια δικαιοπραξία είναι αυτή που συνάπτεται κατά παράβαση απαγορευτικού κανόνα δικαίου, όταν δηλαδή ο ίδιος ο κανόνας δικαίου θεσπίζει ως έννομη συνέπεια την ακυρότητα ή όταν θεσπίζεται απαγόρευση με ταυτόχρονη αποδοκιμασία του περιεχομένου της δικαιοπραξίας, κατά τον σκοπό του νόμου, ο οποίος (σκοπός) πληρούται με την ακυρότητα ως έννομη συνέπεια της απαγορεύσεως. Όμως, από τη γραμματική διατύπωση της πιο πάνω διάταξης του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975, δεν προκύπτει η θέσπιση απαγορευτικού, με την παραπάνω έννοια, κανόνα δικαίου, αφού ο νόμος ορίζει την επιβολή της εισφοράς και το υπόχρεο να την καταβάλει πρόσωπο, χωρίς όμως να ορίζει ούτε την υποχρεωτική μετακύλισή του ούτε όμως και την απαγόρευση μετακύλισής του. Ο χαρακτήρας, άλλωστε, της εισφοράς αυτής, ως είδος δημοσιονομικής επιβαρύνσεως, αρχικά για συγκεκριμένο σκοπό (επιδότηση δανείων προς εξαγωγικές επιχειρήσεις) και μετά την τροποποίηση που επέφερε ο ν. 2065/1992, ως, από οικονομική άποψη, γενικό έσοδο του Δημοσίου, δικαιολογεί την αναζήτηση της σημασίας της λέξεως “βαρύνουσα” στη φορολογική νομοθεσία, όπως αυτή προκύπτει από τη χρήση της εν λόγω λέξεως σε νόμους που θεσπίζουν φόρους ή εισφορές. Αλλά ούτε και αντικειμενικά, από το ρυθμιστικό σκοπό του νόμου, προκύπτει βάση αποδοκιμασίας της συμβατικής μετακύλισης της εν λόγω εισφοράς, αφού σκοπός του νόμου παραμένει η έμμεση ενίσχυση, μέσω της εισφοράς αυτής, της επιδοτήσεως των επιτοκίων συγκεκριμένων δανείων επ` ωφελεία της εθνικής οικονομίας, χωρίς να προκύπτει ότι το πρόσωπο που πρέπει να επιβαρυνθεί τελικά είναι τα πιστωτικά ιδρύματα. Εξάλλου, από μακρού χρόνου τα τραπεζικά επιτόκια διαμορφώνονται ελευθέρως (ΑΠ 756/2015, ΑΠ 2037/2014), οπότε υπό το καθεστώς αυτό η θέσπιση απαγορεύσεως μετακύλισης της άνω εισφοράς από τα τραπεζικά ιδρύματα στους πιστούχους δεν είναι εφικτή και από τη φύση του πράγματος. Και τούτο γιατί, στο μέτρο που οι Τράπεζες μπορούν ελεύθερα να καθορίζουν τα επιτόκια των χορηγήσεων, θα μπορούν και να υπολογίσουν το ποσοστό της εισφοράς του Ν. 128/1975 στο ύψος του επιτοκίου που προσφέρουν, χωρίς ειδική αναφορά της εισφοράς αυτής στη σύμβαση. Τότε όμως η απαγόρευση, αν γινόταν δεκτό ότι έχει απαγορευτικό χαρακτήρα η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975, θα εξαρτιόταν από το εάν θα αναφερόταν ή όχι στη σύμβαση ο τρόπος υπολογισμού του επιτοκίου και, συνεπώς, η εν λόγω εισφορά. Αλλά και εάν η μετακύλιση της εν λόγω εισφοράς έχει, εν όψει και της διατάξεως του άρθρου 293 ΑΚ, ως συνέπεια την κατά το ποσοστό της εισφοράς αύξηση του συμβατικά καθοριζομένου επιτοκίου πέραν του προβλεπομένου ανώτατου ορίου, και τότε η απαγόρευση δεν θα προέκυπτε από τον Ν. 128/1975, αλλά από τη διάταξη που θα όριζε ανώτατο όριο τραπεζικού επιτοκίου. Συμπερασματικά, εν όψει των προαναφερθέντων, προκύπτει ότι από το Ν. 128/1975 δεν απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς που θεσπίζεται με το νόμο αυτό. Η ρυθμιστική ισχύς του ως άνω νόμου εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου έναντι του Δημοσίου προσώπου στο πλαίσιο της εννόμου σχέσεως που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά, επομένως, αποκλειστικά στην κάθετη σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι στην οριζόντια τοιαύτη μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και πιστούχων – δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοουμένης της θεσπίσεως ανωτέρου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή και μόνο αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Επομένως, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του Ν. 128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου συμβάσεως πιστώσεως, με έμμεσο αποτέλεσμα τη συμβατική μετακύλιση της εισφοράς αυτής στον πιστούχο, είναι νόμιμη, γιατί δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ` άρθρο 174 του ΑΚ, ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελευθέρου καθορισμού των τραπεζικών επιτοκίων (βλ. ΑΠ 368/2019, ΑΠ999/2019,  ΑΠ 917/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Από  όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της υπ΄αριθμόν ………../1-3-2007 συμβάσεως στεγαστικού δανείου όπως συμπληρώθηκε με το με την αυτή ημερομηνία  προσάρτημα 1 και την με την αυτή ημερομηνία πρόσθετη πράξη τροποποίησης,  η εδρεύουσα στην Αθήνα τραπεζική εταιρία με την επωνυμία  «………….» μεταβίβασε κατά κυριότητα στην πρώτη ανακόπτουσα (…………..), η οποία είναι νομικός και οικονομικός σύμβουλος επιχειρήσεων, 809.018,63 ελβετικά φράγκα (που αντιστοιχούσαν τότε σε 497.062,32 ευρώ) με την συμφωνία να αποδώσει το ποσό αυτό η δανειολήπτρια   είτε σε ελβετικά φράγκα, είτε σε ευρώ  με βάση την  τιμή πώλησης του ελβετικού φράγκου την ημέρα της καταβολής, σε 360 μηνιαίες δόσεις, με κυμαινόμενο  επιτόκιο  το οποίο  καθορίστηκε ως εξής:  α) για το χρονικό διάστημα από την ημερομηνία εκταμίευσης  του  ποσού του δανείου  μέχρι το τέλος του μήνα εκταμίευσης   και για τον επόμενο μήνα το επιτόκιο θα ήταν ίσο   με το LIBOR μηνιαίας διάρκειας,  το οποίο  θα ίσχυε  δυο εργάσιμες ημέρες πρίν από την ημέρα εκταμίευσης του ποσού του δανείου προσαυξημένο κατά μία ποσοστιαία (1%) μονάδα. β) μετά την λήξη της περιόδου αυτής  και  για κάθε μήνα εφεξής  το επιτόκιο θα ήταν ίσο με το εκάστοτε LIBOR μηνιαίας διάρκειας,  το οποίο  θα ίσχυε  δυο εργάσιμες ημέρες πριν από τη λήξη εκάστου προηγούμενου μήνα προσαυξημένο κατά μία ποσοστιαία (1%) μονάδα. Σημειώνεται δε, ότι  στη σύμβαση αυτή  διευκρινίστηκε ότι ως LIBOR νοείται ο αριθμητικός μέσος όρος (στρογγυλοποιούμενος προς τα άνω μέχρι τέσσερα δεκαδικά ψηφία) των επιτοκίων που προσφέρονται στη διατραπεζική αγορά του Λονδίνου, στις 11.00 πμ περίπου (ώρα Λονδίνου) δυο εργάσιμες (για το Λονδίνο και την Αθήνα) ημέρες πριν από την ημέρα  εκταμιεύσεως του δανείου για καταθέσεις σε ελβετικό φράγκο ύψους αντίστοιχου με το εκτοκιζόμενο κεφάλαιο και διάρκειας ενός (1) μήνα καθώς και ότι  η δανείστρια Τράπεζα ακολουθούσε το εκάστοτε ισχύον LIBOR βασιζόμενη στη σχετική ανακοίνωση του πρακτορείου Reuter΄s μέσω των διεθνούς αποδοχής ηλεκτρονικών συστημάτων πληροφόρησης. Την σύμβαση αυτή συνυπέγραψαν ως εγγυητές ο δεύτερος ο οποίος  είναι  δικηγόρος  και η τρίτη των ανακοπτόντων υποσχόμενοι  την εμπρόθεσμη και ολοκληρωτική κατά κεφάλαιο, τόκους, εισφορά του ν 128/1975, προμήθειες, έξοδα και λοιπές επιβαρύνσεις εξόφληση  κάθε απαίτησης  της δανείστριας Τράπεζας από την σύμβαση του δανείου αναλαμβάνοντας αμφότεροι ευθύνη αυτοφειλέτη και ενεχόμενοι εις ολόκληρον ο καθένας  με την δανειολήπτρια  πρώτη ανακόπτουσα. Συμφωνήθηκε, επίσης, ότι η δανείστρια Τράπεζα είχε δικαίωμα σε περίπτωση καθυστέρησης οποιασδήποτε δόσης ή μέρους αυτής να κηρύξει ολόκληρο το ποσό του δανείου απαιτητό και να επιδιώξει την είσπραξη αυτού ενώ σε περίπτωση καταγγελίας η δανείστρια Τράπεζα είχε το  δικαίωμα να μετατρέψει το σύνολο της απαίτησης σε ισότιμη οφειλή σε ευρώ με βάση την τιμή πώλησης του ελβετικού φράγκου κατά την ημέρα της καταγγελίας, η οποία (οφειλή) θα έφερε  τόκο υπερημερίας με επιτόκιο ίσο με το εκάστοτε βασικό στεγαστικό επιτόκιο της δανείστριας Τράπεζας προσαυξημένο κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες. Σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής  η δανειολήπτρια εκταμίευσε στις  27-3-2007  το ανωτέρω ποσό παραλαμβάνοντας 497.062,32 ευρώ και για μακρό χρονικό διάστημα κατέβαλε την μηνιαία δόση η οποία τον Μάιο 2007 ανερχόταν σε 3.787,02 ευρώ. Λόγω, όμως,  της οικονομικής κρίσης που  ενέσκηψε   στη χώρα μας η πρώτη ανακόπτουσα βρέθηκε σε αδυναμία καταβολής της συμφωνηθείσας μηνιαίας  δόσης κατά το μετέπειτα χρονικό διάστημα  και για τον λόγο αυτό την 19-6-2012  συνυπέγραψε  πρόσθετη πράξη τροποποίησης της ανωτέρω σύμβασης με την δανείστρια Τράπεζα  δυνάμει της οποίας ανεστάλη η υποχρέωση πληρωμής  των μέχρι τότε ληξιπρόθεσμων δόσεων οι οποίες ανέρχονταν στο ποσό των 14.094,44  ελβετικών  φράγκων  και μειώθηκε η μηνιαία δόση κατά 70% σε σχέση με την αρχικώς συμφωνηθείσα.  Ωστόσο, η πρώτη ανακόπτουσα  δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί  ούτε  στη μειωμένη αυτή μηνιαία δόση  και για το λόγο αυτό η δανείστρια Τράπεζα με την από  1-10-2013  έγγραφη καταγγελία την οποία επέδωσε στους ανακόπτοντες στις  23-10-2012 (βλ. υπ΄αριθμους … και …./23-10-2013 εκθέσεις επίδοσης  του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ….. και υπ΄αριθμον …/23-10-2013 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ………..),  κατήγγειλε την σύμβαση στεγαστικού δανείου η οποία στις 30-9-2013  εμφάνιζε χρεωστικό υπόλοιπο 760.980,08 ελβετικά φράγκα, ήτοι ποσό ισότιμο κατά την ημερομηνία της καταγγελίας με 632.621,23 ευρώ. Στη συνέχεια, αιτήθηκε την έκδοση  της  με αριθμό …../2013 ανακοπτομένης διαταγής  πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά με την οποία υποχρεώθηκαν οι ανακόπτοντες να καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας το ποσό των 760.980,08 ελβετικών φράγκων άλλως το ποσό των 632.621,23 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων.

Με τον τρίτο λόγο ανακοπής οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η ανωτέρω υπ΄αριθμόν ………../1-3-2007 σύμβαση δανείου ποσού 649.212 ελβετικών φράγκων  που συνήψε η πρώτη εξ αυτών με την εφεσίβλητη τραπεζική εταιρία και εγγυήθηκαν οι λοιποί  των ανακοπτόντων  είναι άκυρη κατ΄άρθρο 372 ΑΚ  για το λόγο ότι   ο προσδιορισμός της παροχής  ανατέθηκε στην απόλυτη κρίση της  εφεσίβλητης δανείστριας Τράπεζας καθώς το επιστρεπτέο ποσό ορίστηκε να καταβληθεί είτε σε ελβετικά φράγκα, είτε σε ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης  του νομίσματος χορήγησης  την ημέρα της καταβολής. Ο λόγος αυτός είναι  αβάσιμος  καθόσον η ισοτιμία του ελβετικού φράγκου με το ευρώ ούτε καθορίζεται, ούτε επηρεάζεται από την δανείστρια Τράπεζα, αλλά διαμορφώνεται  από την διατραπεζική αγορά και ορίζεται ημερησίως από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα  η οποία εκδίδει δελτίο αναφοράς  των ισοτιμιών για κάθε νόμισμα. Το  πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε  τον λόγο αυτό ως αόριστο με την αιτιολογία  ότι  οι ανακόπτοντες δεν προσέβαλαν συγκεκριμένα κονδύλια του λογαριασμού που τηρήθηκε σε εκτέλεση της συναφθείσας σύμβασης δανείου. Επικουρικά δε, απέρριψε τον λόγο αυτό ως αβάσιμο κατ΄ουσίαν με την αιτιολογία ότι η  διαμόρφωση της συναλλαγματικής ισοτιμίας καθορίζεται από τα διεθνή χρηματοοικονομικά  δεδομένα και όχι από την δανείστρια Τράπεζα και επομένως ο προσδιορισμός της παροχής στην επίδικη σύμβαση δανείου   δεν ανατέθηκε στην απόλυτη κρίση της τελευταίας.  Οι  δυο πρώτοι των ανακοπτόντων με την έφεση  ισχυρίζονται ότι κατ΄ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου  το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον λόγο αυτό ως αόριστο δίχως να πλήττουν την επάλληλη αιτιολογία απόρριψης του λόγου αυτού ως ουσία αβάσιμου. Ως εκ τούτου  ο λόγος αυτός της έφεσης  πρέπει ν΄απορριφθεί ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος καθόσον το διατακτικό της εκκαλουμένης στηρίζεται αυτοτελώς όχι μόνο στην αιτιολογία αυτή περί αοριστίας του λόγου ανακοπής αλλά και στην αιτιολογία περί μη προσδιορισμού της παροχής από την δανείστρια Τράπεζα  κατά της οποίας δεν βάλλουν οι ανωτέρω ανακόπτοντες δοθέντος ότι όταν  το διατακτικό της εκκαλουμένης στηρίζεται αυτοτελώς σε δύο επάλληλες αιτιολογίες, η δεύτερη εκ των οποίων δεν πλήττεται  με λόγο έφεσης κρίνεται απορριπτέος ο λόγος έφεσης με τον οποίο πλήττεται η πρώτη αιτιολογία  ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος (σχετ. ΟλΑΠ 25/2003).

Με τον πρόσθετο λόγο έφεσης  οι δυο πρώτοι των εκκαλούντων   ισχυρίζονται ότι ο δικηγόρος ……….. ο οποίος υπέγραψε την αίτηση της εφεσίβλητης  «………….»  για την έκδοση της ανακοπτομένης διαταγής πληρωμής στερούνταν σχετικής  πληρεξουσιότητας  με συνέπεια την ακυρότητα της εκδοθείσας διαταγής πληρωμής. Ο ισχυρισμός αυτός ο οποίος είναι νόμιμος (άρθρα 94 και 97 ΚΠολΔ) πρέπει ν΄απορριφθεί ως αβάσιμος κατ΄ουσίαν καθόσον από το υπ΄αριθμόν ……../13-10-2008 πληρεξούσιο του συμβολαιογράφου Αθηνών, ………… προκύπτει ότι ο ανωτέρω δικηγόρος είχε εφοδιασθει με την απαιτούμενη πληρεξουσιότητα για την υποβολή της αιτήσεως για την έκδοση της ανακοπτομένης διαταγής πληρωμής. Εξάλλου, από το υπ΄αριθμόν  ………/28-12-2016 πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου  Αθηνών, ………. και το υπ΄αριθμόν ………./2020 πληρεξούσιο της αυτής συμβολαιογράφου  προκύπτει ότι ο ανωτέρω δικηγόρος εφοδιάσθηκε εκ νέου με την απαιτούμενη πληρεξουσιότητα για την εκπροσώπηση της εφεσίβλητης στην δίκη της ανακοπής και των προσθέτων λόγων ανακοπής αλλά και στην δίκη ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Εξάλλου,  σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 104 ΚΠολΔ για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και κλήσεις έως την συζήτηση στο ακροατήριο θεωρείται ότι υπάρχει  πληρεξουσιότητα, ενώ για την συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και επομένως για την υποβολή της αιτήσεως για την  έκδοση της ανακοπτομένης διαταγής πληρωμής  δεν απαιτούνταν  επισύναψη  από μέρους του υπογράφοντος δικηγόρου, …………… έγγραφης πληρεξουσιότητας. Συνεπώς, ο πρόσθετος λόγος έφεσης πρέπει ν΄απορριφθεί ως αβάσιμος κατ΄ουσιαν.

Με τον τέταρτο λόγο ανακοπής οι δύο πρώτοι των ανακοπτόντων ισχυρίζονται ότι ο υπ΄αριθμόν 7 όρος της επίδικης δανειακής συμβάσεως με τον οποίο προβλέπεται ότι  υποχρεούνται  να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους  προς την δανείστρια Τράπεζα είτε σε ελβετικό φράγκο είτε σε ευρώ με βάση την τιμή πώλησης του ελβετικού φράγκου την ημέρα της καταβολής καθώς και ο υπ΄αριθμόν 9 όρος της σύμβασης αυτής με τον οποίο προβλέπεται ότι σε περίπτωση καταγγελίας  της σύμβασης η δανείστρια Τράπεζα δικαιούται να μετατρέψει το σύνολο της απαίτησης  σε ισότιμη οφειλή ευρώ με βάση την τιμή πώλησης κατά την ημέρα της καταγγελίας είναι καταχρηστικοί κατά την έννοια των διατάξεων   των παραγράφων 6 και 7 του άρθρου 2 του ν 2251/1994  άλλως καταχρηστικοί κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 281 ΑΚ και ως εκ τούτου άκυροι καθόσον επιτρέπουν στην δανείστρια Τράπεζα να προσδιορίζει κατά την απόλυτη κρίση της το ύψος της εκάστοτε δόσης ή του εκάστοτε καταλοίπου του ποσού του δανείου με βάση την συναλλαγματική ισοτιμία χωρίς να είναι εκ των προτέρων γνωστά  στους ανακόπτοντες  τα κριτήρια βάσει των οποίων προκύπτει η συναλλαγματική ισοτιμία με συνέπεια η παροχή να καθίσταται αόριστη. Ο λόγος αυτός είναι μη νόμιμος  διότι οι όροι αυτοί    εντάσσονται  στους δηλωτικούς όρους (naturalia negoti)  της επίδικης σύμβασης καθώς  επαναλαμβάνουν  την διάταξη του άρθρου 291ΑΚ χωρίς να εισάγουν  απόκλιση απ΄αυτήν και χωρίς να την  συμπληρώνουν  με επιπλέον ρυθμίσεις και επομένως δεν δύναται ν΄αποτελέσουν αντικείμενο δικαστικού ελέγχου σύμφωνα με την ρητή επιταγή της Οδηγίας 93/13 (βλ. 13η σκέψη του Προοιμίου και το άρθρο 1 παρ 2 της Οδηγίας) κατά την οποία αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της οι συμβατικές ρήτρες  που απηχούν τις ενδοτικού δικαίου διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας  χωρίς να τροποποιούν το περιεχόμενό τους ή το πεδίο εφαρμογής τους, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της απόφασης (Ολ ΑΠ 4/2019). Εξάλλου οι όροι αυτοί δεν φέρουν καταχρηστικό χαρακτήρα ούτε ο προσδιορισμός της παροχής (μηνιαίας δόσης ή συνολικού ανεξόφλητου υπολοίπου) πάσχει από αοριστία αλλά προσδιορίζεται επαρκώς αφού η ακριβής καταγραφή αυτών είναι θέμα απλού μαθηματικού υπολογισμού καθώς η τιμή  πώλησης συναλλάγματος  αποτελεί διαγνωστό αντικειμενικό μέτρο αφού ισχύει για το σύνολο των συναλλασσομένων  και καθορίζεται από την διατραπεζική αγορά  διαμορφούμενη ημερησίως από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία εκδίδει  δημόσιο δελτίο αναφοράς των ισοτιμιών  για κάθε νόμισμα. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχτηκε  τα ίδια και απέρριψε τον λόγο αυτό της ανακοπής  ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και χωρίς πλημμέλεια εκτίμησε τις αποδείξεις και όλα όσα αντίθετα υποστηρίζονται με σχετικό λόγο έφεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

Με τον πέμπτο λόγο ανακοπής οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η δανείστρια Τράπεζα δια των υπαλλήλων της  εκμεταλλευόμενη  την απειρία  και την άγνοια αυτών για τα οικονομικά δεδομένα της αγοράς συναλλάγματος τους παρέπεισε να συνάψουν την επίδικη σύμβαση στεγαστικού δανείου επιρρίπτοντας σ΄αυτούς τον κίνδυνο διακυμάνσεων στις συναλλαγματικές ισοτιμίες και το ενδεχόμενο ανατροπής της οφειλής τους και επομένως η συναφθείσα σύμβαση είναι άκυρη ως αισχροκερδής κατ΄άρθρο 179 ΑΚ.  Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει ν΄απορριφθεί ως αβάσιμος κατ΄ουσίαν καθόσον υπογράφοντας την επίδικη σύμβαση οι δυο πρώτοι των ανακοπτόντων, εκ των οποίων η πρώτη είναι νομικός και οικονομικός σύμβουλος επιχειρήσεων, ενώ ο δεύτερος  δικηγόρος, γνώριζαν ότι έλαβαν στεγαστικό δάνειο σε  809.018,63 ελβετικά φράγκα τα οποία  υποχρεούνταν να αποδώσουν στην δανείστρια Τράπεζα  σε χρονικό διάστημα 30 ετών είτε σε ελβετικό φράγκο είτε σε ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του ελβετικού φράγκου κατά την ημέρα της καταβολής,  καθώς και ότι σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης  η δανείστρια Τράπεζα είχε το δικαίωμα να μετατρέψει το σύνολο της απαίτησης  σε ισότιμη οφειλή ευρώ  με βάση την τιμή πώλησης  κατά την ημέρα της καταγγελίας. Ως εκ τούτου οι ανωτέρω είχαν τις απαιτούμενες  γνώσεις ώστε να αντιληφθούν τους κινδύνους που διέτρεχαν αναλαμβάνοντας τέτοια δέσμευση καθώς και  ότι η ισοτιμία του ελβετικού φράγκου με το ευρώ για χρονικό διάστημα 30 ετών ήταν δυνατό να εμφανίσει  απρόβλεπτες  διακυμάνσεις. Εξάλλου, είναι δίδαγμα της  κοινής πείρας ότι όταν συνάπτεται δάνειο σε ξένο νόμισμα η αποτίμησή του στο εθνικό νόμισμα υπόκειται στις διακυμάνσεις  της συναλλαγματικής ισοτιμίας, οι οποίες βάσει της χρονικής διάρκειας του δανείου είναι δυνατόν να είναι ιδιαίτερα έντονες.  Πέραν των ανωτέρω  ο όρος περί καταβολής του ισότιμου των ελβετικών φράγκων σε ευρώ  ήταν ευνοϊκός  για τα πρώτα 2,5  χρόνια του στεγαστικού δανείου λόγω της υψηλής συναλλαγματικής ισοτιμίας ευρώ/ελβετικού φράγκου (1,50 – 1,60 από το 2006 έως το φθινόπωρο του 2009) και επομένως δεν υφίστατο κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης (Μάρτιος 2007) δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, αλλά ανέκυψε σε ύστερο χρόνο  λόγω της μεταβολής των τιμών συναλλάγματος. Συνακόλουθα, δεν στοιχειοθετείται στην προκειμένη περίπτωση  αισχροκερδής δικαιοπραξία κατ΄αρθρο 179 ΑΚ αφού ούτε οι δυο πρώτοι των ανακοπτόντων ενόψει της νομικής κατάρτισης τους και της επαγγελματικής τους πορείας χαρακτηρίζονται από απειρία,  ούτε η παροχή που συμφώνησε να λάβει η δανείστρια Τράπεζα βρισκόταν κατά το χρόνο εκείνο σε φανερή δυσαναλογία με την παροχή που έλαβε η δανειολήπτρια πρώτη ανακόπτουσα, αλλά αντιθέτως ο όρος περί καταβολής  του ισότιμου των ελβετικών φράγκων σε ευρώ από πριν την σύναψη της συμβάσεως αυτής ήταν ευνοϊκός  για  κάθε  δανειολήπτη και συνέχισε να είναι για αρκετό χρονικό διάστημα μετά την σύναψη της σύμβασης. Εξάλλου, οι ανακόπτοντες δεν επικαλούνται συγκεκριμένα περιστατικά που να θεμελιώνουν την απειρία τους και την εκμετάλλευση αυτής από τους υπαλλήλους της δανείστριας Τράπεζας, ούτε ότι οι τελευταίοι  εγγυήθηκαν ότι η ισοτιμία του ελβετικού φράγκου με το ευρώ κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης αυτής θα παρέμενε σταθερή  για τα επόμενα χρόνια, ούτε ότι οι σχετικοί όροι της σύμβασης δεν επρόκειτο να ενεργοποιηθούν ποτέ. Συνακόλουθα, ο συναλλαγματικός κίνδυνος ήταν εμφανής   κατά τον χρόνο σύναψης της  επίδικης σύμβασης και η ανάληψη αυτού από μέρους των δυο πρώτων των ανακοπτόντων έγινε εν γνώσει τους. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη  δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε τον λόγο αυτό της  ανακοπής ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και χωρίς πλημμέλεια εκτίμησε τις αποδείξεις και όλα όσα αντίθετα υποστηρίζονται με σχετικό λόγο έφεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

Με τον έκτο λόγο ανακοπής οι δύο πρώτοι των ανακοπτόντων ισχυρίζονται ότι η επίδικη σύμβαση στεγαστικού δανείου είναι άκυρη καθόσον είναι προϊόν απάτης, άλλως πλάνης συνιστάμενης στο γεγονός ότι δεν γνώριζαν την σύνδεση της οφειλής τους με την αγορά συναλλάγματος  την οποία απέκρυψε απ΄αυτούς η δανείστρια Τράπεζα δια των υπαλλήλων της που προώθησαν την συγκεκριμένη σύμβαση δανείου. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος κατ΄ουσίαν καθόσον με  απλή ανάγνωση των όρων 7 και 9 της σύμβασης στους οποίους αναφέρεται ότι  ο δανειολήπτης υποχρεούται να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα είτε σε ελβετικό φράγκο είτε σε ευρώ με βάση την τιμή πώλησης  του ελβετικού φράγκου την ημέρα της καταβολής, καθώς και ότι  σε περίπτωση καταγγελίας η δανείστρια Τράπεζα δικαιούται να μετατρέψει το σύνολο της απαίτησης  σε ισότιμη οφειλή ευρώ με βάση την τιμή πώλησης που ισχύει κατά την ημέρα της καταγγελίας, γίνεται ξεκάθαρα  αντιληπτή η σύνδεση της οφειλής με την αγορά συναλλάγματος και επομένως, δεν δύναται να στοιχειοθετηθεί ούτε απόκρυψη του γεγονότος αυτού από μέρους των υπαλλήλων της δανείστριας Τράπεζας, ούτε παραπλάνηση των δυο πρώτων των ανακοπτόντων ως προς το θέμα αυτό ιδίως δε,  ενόψει και της νομικής κατάρτισης αυτών και των ειδικών γνώσεων αυτών  λόγω του επαγγέλματος των. Εξάλλου, οι δύο πρώτοι των ανακοπτόντων δεν επικαλούνται συγκεκριμένα περιστατικά που να θεμελιώνουν την εξαπάτηση ή παραπλάνηση αυτών  από τους υπαλλήλους της δανείστριας Τράπεζας και την πρόκληση σ΄αυτούς της πεποιθήσεως  ότι οι ανωτέρω όροι της σύμβασης  δεν επρόκειτο να ενεργοποιηθούν και ότι η μετατροπή της απαίτησης σε ευρώ θα γινόταν με βάση την ισοτιμία του ελβετικού φράγκου με το ευρώ κατά το χρόνο σύναψης της επίδικης σύμβασης. Αντιθέτως, με σχετική επιστολή της η δανείστρια Τράπεζα επεσήμανε  προ της συνάψεως της επίδικης συμβάσεως στους δύο πρώτους των ανακοπτόντων ότι θα πρέπει να συνυπολογίζουν τις πιθανές μεταβολές της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ελβετικού φράγκου σε σχέση με το ευρώ και ότι στην περίπτωση αποδυνάμωσης ή ισχυροποίησης του ελβετικού φράγκου σε σχέση με το ευρώ  το ισόποσο  σε ευρώ που θα πρέπει να καταβάλλεται μηνιαίως  θα επηρεάζεται αναλογικά από το ποσοστό μεταβολής της ισοτιμίας των νομισμάτων αυτών καθώς επίσης και ότι  στην περίπτωση μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ελβετικού φράγκου με το ευρώ θα αναπροσαρμοζόταν κατά το ίδιο ποσοστό και το κεφάλαιο του δανείου. Διευκρίνισε δε, ότι το ενδεχόμενο αυτό σήμαινε ότι σε περίπτωση ισχυροποίησης του ελβετικού φράγκου το κεφάλαιο του δανείου θα αυξανόταν, ενώ σε  περίπτωση αποδυνάμωσης  του το κεφάλαιο θα μειωνόταν  αντίστοιχα. Τέλος, με την αυτή επιστολή επισημάνθηκε  στους δυο πρώτους των ανακοπτόντων ότι σε περίπτωση που αποφάσιζαν ν΄αλλάξουν το νόμισμα του δανείου από ελβετικό φράγκο  σε ευρώ σε  χρονική στιγμή που θα αποδυναμωνόταν  το ελβετικό φράγκο σε σχέση με το ευρώ τότε θα αποκόμιζαν σημαντικό κέρδος σε σχέση με το οφειλόμενο κεφάλαιο, ενώ στην αντίθετη περίπτωση θα ζημιώνονταν.  Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε τον λόγο αυτό ως αβάσιμο κατ΄ουσίαν ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και χωρίς πλημμέλεια εκτίμησε τις αποδείξεις και όλα όσα αντίθετα υποστηρίζονται με σχετικό λόγο έφεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

Με τον ενδέκατο λόγο της ανακοπής οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι τα επιτόκια που αναφέρονται στην επίδικη σύμβαση στεγαστικού δανείου για τα οποία χρησιμοποιούνται δυσνόητοι όροι  δεν αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης και τα κονδύλια των τόκων με τα οποία επιβαρύνθηκαν είναι μη νόμιμα,  με συνέπεια  να καθίσταται μη εκκαθαρισμένη η απαίτηση των 760.980,08 ελβετικών φράγκων ή 632.621,23 ευρώ που επιτάσσονται να καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας  με την ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής. Ο  λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας   καθόσον  δεν αναφέρονται  τα  συγκεκριμένα κονδύλια τόκων   τα οποία αμφισβητούν ως μη νόμιμα οι δυο πρώτοι  των ανακοπτόντων δοθέντος ότι  για την θεμελίωση του σχετικού ισχυρισμού η έκθεση των περιστατικών  πρέπει να  γίνεται με σαφήνεια και πληρότητα και να αναφέρονται  τα κονδύλια  των τόκων του τηρηθέντος για την οικεία  σύμβαση  λογαριασμού, τα οποία αμφισβητούνται, άλλως ο σχετικός λόγος ανακοπής είναι αόριστος (ΑΠ 999/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πρέπει δε, να σημειωθεί ότι  στο προσάρτημα Ι της σύμβασης δανείου επισημαίνεται,  όπως προαναφέρθηκε,  ότι το επιτόκιο της συναφθείσας σύμβασης στεγαστικού δανείου ήταν κυμαινόμενο και καθοριζόταν  ως εξής: α) για το χρονικό διάστημα από την ημερομηνία εκταμίευσης  του  ποσού του δανείου  μέχρι το τέλος του μήνα εκταμίευσης   και για τον επόμενο μήνα το επιτόκιο θα ήταν ίσο   με το  LIBOR μηνιαίας διάρκειας,  το οποίο  θα ίσχυε  δυο εργάσιμες ημέρες πριν  από την ημέρα εκταμίευσης του ποσού του δανείου προσαυξημένο κατά μία ποσοστιαία (1%) μονάδα. β) μετά την λήξη της περιόδου αυτής  και  για κάθε μήνα εφεξής  το επιτόκιο θα ήταν ίσο με το εκάστοτε LIBOR μηνιαίας διάρκειας,  το οποίο  θα ίσχυε δυο εργάσιμες ημέρες πριν   από τη λήξη εκάστου προηγούμενου μήνα προσαυξημένο κατά μία ποσοστιαία  (1%) μονάδα. Στη συνέχεια δε, εξειδικεύθηκε ο όρος «LIBOR», ο οποίος αποτελεί το ακρωνύμιο του  London Inter Bank Offered Rate και αναφέρθηκε  ότι ισούται με τον μέσο όρο (στρογγυλοποιημένο προς τα άνω μέχρι τέσσερα δεκαδικά ψηφία) των επιτοκίων που προσφέρονται  στη διατραπεζική αγορά του Λονδίνου στις 11 πμ περίπου Λονδίνου δυο εργάσιμες ημέρες (για το Λονδίνο και την Αθήνα)  πρίν από την ημέρα εκταμιεύσεως του δανείου για καταθέσεις  σε ελβετικό φράγκο ύψους αντιστοίχου με το εκτοκιζόμενο κεφάλαιο και διάρκειας ενός (1) μήνα. Επισημάνθηκε δε, ότι το εκάστοτε ισχύον LIBOR ακολουθούσε η δανείστρια Τράπεζα βάσει σχετικής ανακοινώσεως του πρακτορείουReuter΄s. Επίσης, στον υπ΄αριθμόν 9 όρο της σύμβασης αναφέρεται ότι σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης δανείου η οφειλή σε ευρώ θα επιβαρυνόταν με τόκο υπερημερίας με επιτόκιο  που ισούται με το εκάστοτε βασικό στεγαστικό επιτόκιο της Τράπεζας προσαυξημένο κατα 2,5 μονάδες.  Ως εκ τούτου το μεν  συμβατικό επιτόκιο σχετίζεται   με το  LIBOR μηνιαίας διάρκειας, το δε επιτόκιο υπερημερίας με το εκάστοτε στεγαστικό επιτόκιο. Αμφότερα δε,  αποτελούν διαγνωστά αντικειμενικά μέτρα που ισχύουν για το σύνολο των συναλλασσομένων και είναι προσιτά στο κοινό  αφού δημοσιεύονται σχετικά δελτία από τα οικεία πιστωτικά ιδρύματα. Ως εκ τούτου δεν πρόκειται για δυσνόητους και ακατάληπτους  όρους, αφού το ακριβές μέτρο αυτών προκύπτει από τα δελτία των πιστωτικών ιδρυμάτων από όπου και ενημερώνονται οι ενδιαφερόμενοι δανειολήπτες.  Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε τον ανωτέρω λόγο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και χωρίς πλημμέλεια εκτίμησε της αποδείξεις και όλα όσα αντίθετα υποστηρίζονται με σχετικό λόγο έφεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

Με τον  τρίτο  και τέταρτο  πρόσθετο λόγο  οι δυο πρώτοι των ανακοπτόντων ισχυρίζονται ότι η δανείστρια Τράπεζα δεν προέβη σε προσυμβατική ενημέρωση και πληροφόρηση αυτών σχετικά με το περιεχόμενο της επίδικης σύμβασης στεγαστικού δανείου ως επενδυτικού προϊόντος  σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων  2,3,4 και 14 του ν 3606/2007  από κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό εφοδιασμένο με το προβλεπόμενο από την διάταξη του άρθρου 14 του ν 3606/2007 πιστοποιητικό καταλληλότητας  και την λήψη προστατευτικών μέτρων για τα έννομα αγαθά αυτών  και την περιουσία τους, ούτε χρησιμοποίησε  τεχνικές  κάλυψης του κινδύνου από την ενδεχόμενη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας, παραβαίνοντας κατ΄αυτόν τον τρόπο  τις παρεπόμενες  υποχρεώσεις της οι οποίες απορρέουν από την καλή πίστη,  με συνέπεια την ακυρότητα της συναφθείσας σύμβασης.  Ο λόγοι αυτοί είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι κατ΄ουσίαν καθόσον από το περιεχόμενο της σύμβασης αυτής προκύπτει ότι η συναφθείσα σύμβαση αποτελεί απλή δανειακή σύμβαση και όχι προϊόν επενδυτικού  χαρτοφυλακίου άμεσα συνδεδεμένο με την αγορά συναλλάγματος ώστε να χορηγείται μόνο με την βοήθεια επενδυτικού συμβούλου της δανείστριας Τράπεζας   εξειδικευμένου στην παροχή επενδυτικών συμβουλών σε ξένο νόμισμα δοθέντος ότι τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο δεν αποτελούν επενδυτικά προϊόντα αλλά απλές τραπεζικές δανειακές συμβάσεις (ΑΠ911/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από την προαναφερόμενη επιστολή της δανείστριας Τράπεζας προκύπτει ότι η δανείστρια Τράπεζα προέβη σε προσυμβατική ενημέρωση και πληροφόρηση των δυο πρώτων των ανακοπτόντων σχετικά με το περιεχόμενο της επίδικης σύμβασης στεγαστικού δανείου και  επεξήγηση των συνεπειών  σε περίπτωση ισχυροποίησης ή αποδυνάμωσης του ελβετικού φράγκου σε σχέση με το ευρώ αλλά και ενημέρωση αυτών για την δυνατότητα αλλαγής του νομίσματος του δανείου σε ευρώ αποσαφηνίζοντας τις  συνέπειες τόσο σε περίπτωση αποδυνάμωσης όσο και σε περίπτωση ισχυροποίησης του ελβετικού φράγκου σε σχέση με το ευρώ. Εξάλλου, η μη χρησιμοποίηση  τεχνικών κάλυψης του κινδύνου από την ενδεχόμενη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας από μέρους της δανείστριας Τράπεζας δεν συνιστά από μόνη της  παράβαση των υποχρεώσεών της που απορρέουν από την καλή πίστη,  πέραν του ότι  δεν αποδείχθηκε ότι  κατά το χρόνο σύναψης της επίδικης σύμβασης (2007)  ήταν κάτοχος  η δανείστρια Τράπεζα τέτοιων τεχνικών και παρά ταύτα δεν τις γνωστοποίησε στους δυο πρώτους των ανακοπτόντων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε τον ανωτέρω λόγο ως αβάσιμο κατ΄ουσίαν ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και χωρίς πλημμέλεια εκτίμησε της αποδείξεις και όλα όσα αντίθετα υποστηρίζονται με σχετικό λόγο έφεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Με τον δέκατο τρίτο λόγο της ανακοπής οι δύο πρώτοι των ανακοπτόντων ισχυρίζονται ότι αν γνώριζαν την ακυρότητα των όρων της συναφθείσας σύμβασης στεγαστικού δανείου  με τους  οποίους ανέλαβαν την υποχρέωση να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους απέναντι στην δανείστρια Τράπεζα είτε σε ελβετικό φράγκο είτε σε ευρώ με βάση την τιμή πώλησης του ελβετικού φράγκου κατά την ημέρα της καταβολής καθώς επίσης και να καταβάλουν σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης το σύνολο της απαίτησης είτε σε ελβετικά φράγκα είτε σε ευρώ με βάση την τιμή πώλησης του ελβετικού φράγκου κατά την ημέρα καταβολής, δεν θα προέβαιναν στη σύναψη της επίδικης συμβάσεως η οποία, κατ΄ακολουθίαν, καθίσταται, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 181 ΑΚ, ολόκληρη άκυρη.  Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος κατ΄ουσίαν καθόσον  οι ανωτέρω  όροι της επίδικης σύμβασης  δεν είναι  άκυροι  και ως εκ τούτου  δεν δύναται να επέλθει η επικαλούμενη συνέπεια της ακυρότητας ολόκληρης  της συναφθείσας σύμβασης. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε ότι ο ισχυρισμός περί ακυρότητας ολόκληρης της σύμβασης είναι μη νόμιμος για το λόγο η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 181 ΑΚ προϋποθέτει ότι αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη αγνοούσαν κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης την ακυρότητα του όρου, ενώ στην προκειμένη περίπτωση, κατά τους ισχυρισμούς των ανακοπτόντων, η δανείστρια Τράπεζα τελούσε σε γνώση της ακυρότητας των επιδίκων όρων κατά την συνομολόγηση της  εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και πλημμελώς εκτίμησε τις αποδείξεις. Ωστόσο,  ενόψει του ότι το διατακτικό της απόφασης είναι ορθό πρέπει  ν΄αντικατασταθεί η αιτιολογία  και ν΄απορριφθεί ο σχετικός λόγος έφεσης κατ΄αρθρο 534 ΚΠολΔ. Με τον αυτό λόγο, επίσης, οι δυο πρώτοι των ανακοπτόντων ισχυρίζονται  ότι παρανόμως η δανείστρια Τράπεζα μετακύλησε σ΄αυτούς την εισφορά του ν 128/1975 που βάρυνε  την ίδια  και την ενσωμάτωσε στην απαίτηση της από την επίδικη δανειακή σύμβαση. Ο  ισχυρισμός  αυτός  είναι νόμω αβάσιμος καθόσον  η μετακύλιση της  εισφοράς  του ν 128/1975   δεν αντίκειται στην διάταξη του άρθρου 1 παρ 3 του ν 128/1975 με την οποία καθορίζονται μεν ως υπόχρεοι για την καταβολή της τα πιστωτικά ιδρύματα και όχι οι δανειολήπτες  καταναλωτές, δεν απαγορεύεται, όμως, απ΄αυτήν ή από κάποια άλλη διάταξη η συμβατική μετακύλιση της στους τελευταίους, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο Β΄ μείζονα σκέψη της απόφασης. Κατόπιν αυτών, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα  πρέπει να γίνουν δεκτές οι αυτοτελείς πρόσθετες παρεμβάσεις και ν΄απορριφθεί η έφεση και ο πρόσθετος λόγος έφεσης στο σύνολό τους. Τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας  πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των δυο πρώτων των εκκαλούντων και  της εφεσίβλητης, καθώς επίσης και μεταξύ των δύο πρώτων των εκκαλούντων και  της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας καθόσον η ερμηνεία των κανόνων δικαίου  που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 ΚΠολΔ), ενώ τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης και της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της τρίτης εκκαλούσας λόγω της ήττας αυτής (άρθρο 191 παρ 2, 182, 183 και 176 ΚΠολΔ και άρθρο 75 του ν 4194/2013), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Πρέπει, επίσης, ενόψει της απόρριψης  της έφεσης και του πρόσθετου λόγου έφεσης να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την  με ειδικό  αριθμό κατάθεσης στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιώς …./2019 έφεση, τον  με ειδικό αριθμό κατάθεσης στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιώς …./2020  πρόσθετο λόγο έφεσης, την  με ειδικό αριθμό καταθ. στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιώς   …../2020 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση και την  με ειδικό  αριθμό κατάθεσης στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιώς  …./2020 αυτοτελή  πρόσθετη  παρέμβαση.

ΔΙΚΑΖΕΙ   αντιμωλία  διαδίκων

ΔΕΧΕΤΑΙ  αυτοτελείς πρόσθετες παρεμβάσεις

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ  ουσία την έφεση

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ουσία πρόσθετο λόγο έφεσης

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας μεταξύ των δύο πρώτων εκκαλούντων και  της εφεσίβλητης

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας μεταξύ των δύο πρώτων των εκκαλούντων  και της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ  την τρίτη εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας της εφεσίβλητης τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ  την τρίτη εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα  της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας, τα οποία  ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ  την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις    13 Αυγούστου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ