Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 648/2018

Αριθμός     648/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Αποτελούμενο από το Δικαστή  Γεώργιο Βερούση, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Δ.Π.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 7-11-2014 (αριθ. εκθ.καταθ. ………) έφεση των ανακοπτόντων της από 16-10-2012 (αριθ. εκθ. καταθ. …….) ανακοπής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά της με αριθμό 3296/2014 οριστικής απόφασης του παραπάνω Δικαστηρίου το οποίο δίκασε την παραπάνω ανακοπή κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως φερόμενη ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού από τα έγγραφα που περιέχονται στη δικογραφία δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης και από τη δημοσίευση της δεν έχει παρέλθει τριετία (άρθρα 19, 495 επ., 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516, 517, 518 παρ. 2, 520 παρ. 1 και 524 παρ. 1 και 2 του Κ.Πολ.Δ.). Επιπλέον η κρινόμενη έφεση αρμοδίως εισάγονται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του Κ.Πολ.Δ. ως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 4 του Ν 3994/25-7-2011 ως εκ του χρόνου άσκησης της ένδικης έφεσης σύμφωνα με το άρθρο 72 παρ. 13 του Ν 3994/25-7-2011) και επίσης, έχει κατατεθεί το απαιτούμενο παράβολο σύμφωνα με σχετική επισημείωση του Γραμματέα του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση επί του εφετηρίου που προβλέπεται στο άρθρο 495 παρ. 4 του Κ.Πολ.Δ.. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, η κρινόμενη έφεση είναι παραδεκτή, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, με την ίδια διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.).

Με την από 16-10-2012 (αριθ. εκθ. καταθ. ………) ανακοπή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά οι εκκαλούντες ζητούσαν να ακυρωθεί η από 21-11-2011 επιταγή προς πληρωμή που ενεγράφει κάτωθι του με αριθμό ……. πρώτου απογράφου εκτελεστού της με αριθμό …….. διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και να ακυρωθεί η με αριθμό …….. έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …….. για τους ειδικότερα αναφερόμενους στο δικόγραφο της ανακοπής λόγους. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση του, αφού έκρινε την ανακοπή παραδεκτή στην συνέχεια απέρριψε την ανακοπή ως αβάσιμη και επέβαλε σε βάρος των ανακοπτόντων τα δικαστικά έξοδα της καθής η ανακοπή τα οποία όρισε στο ποσό των 500 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται με την κρινόμενη έφεση οι εκκαλούντες – ανακόπτοντες για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν δε να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, να γίνει δεκτή η ανακοπή στο σύνολο της ως κατ’ουσίαν βάσιμη καθώς και να καταδικαστεί η εφεσίβλητη στην καταβολή της δικαστικής τους δαπάνης.

Ο Ν 3869/2010 («ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και άλλες διατάξεις»), προέβλεψε τη δυνατότητα των φυσικών προσώπων που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει χωρίς δόλο σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους, να ρυθμίσουν αυτές ή και να απαλλαγούν ακολουθώντας τη διαδικασία που σχετικώς ορίζεται. Δυνάμει μάλιστα του άρθρου 9 § 2 του ίδιου νόμου, προς το σκοπό προστασίας της κύριας κατοικίας, προβλέφθηκε ότι μπορεί να εξαιρεθεί από τη διαδικασία ρευστοποίησης της περιουσίας του οφειλέτη, που υπέβαλε αίτηση ρύθμισης των χρεών του, το ακίνητο που χρησιμεύει ως κύρια κατοικία, ενώ κατά το άρθρο 19 § 1 όπως η § 1 είχε αντικατασταθεί από τη φράση «μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2011», διαδοχικά με το άρθρο 46 § 2 Ν 3986/2011 [ΦΕΚ Α’ 152/1.7.2011 ], με το άρθρο 1 § 2 της από 16.12.2011 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου [ΦΕΚ Α’ 262/16.12.2011] και με το άρθρο 5 της από 18.12.2012 ΠΝΠ [ΦΕΚ Α’ 246/18.12.2012] «Από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2013 απαγορεύεται ο πλειστηριασμός του ακινήτου της παραγράφου 2 του άρθρου 9. Η διάταξη εφαρμόζεται για κάθε φυσικό πρόσωπο ανεξαρτήτως αν στερείται πτωχευτικής ικανότητας». Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι έως και την 31.12.2013 απαγορευόταν ο πλειστηριασμός ακινήτου που χρησίμευε ως κύρια ή μοναδική κατοικία, κατά τα οριζόμενα από το άρθρο 9 § 2 του Ν 3869/2010, ακόμη και όταν ο πλειστηριασμός επισπεύδονταν σε βάρος φυσικού προσώπου που δεν στερούνταν πτωχευτικής ικανότητας, ήτοι δεν ενέπιπτε στις ρυθμίσεις του προαναφερόμενου Ν 3869/2010, δηλαδή ανεξάρτητα από το ποσό οφειλής, ιδιότητα οφειλέτη (ακόμα και εμπόρου), ιδιότητα δανειστή (ακόμη και ιδιώτη), αρκεί η αντικειμενική αξία του ακινήτου να μην υπερβαίνει το αφορολόγητο όριο απόκτησης πρώτης κατοικίας προσαυξημένο κατά 50%. Δικαιοπολιτική επιλογή του Έλληνα νομοθέτη με τις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του Ν 3869/2010 και του Ν 3986/2011 είναι η παροχή προστασίας στον καλόπιστο υπερχρεωμένο οφειλέτη με σκοπό την επανένταξη του στην οικονομική και κοινωνική ζωή (βλ. τις αιτιολογικές εκθέσεις των νόμων). Στην περίπτωση που διενεργηθεί πλειστηριασμός κατά την ως άνω περίοδο υποχρεωτικής απαγόρευσης πλειστηριασμών κύριας κατοικίας, αυτός είναι άκυρος, χωρίς μάλιστα την ανάγκη επίκλησης και απόδειξης βλάβης, και συνεπώς είναι άκυρη και η κατακύρωση. Η εν λόγω ακυρότητα υφίσταται από μόνο το γεγονός ότι ο πλειστηριασμός έγινε μέσα στο διάστημα κατά το οποίο ίσχυε η ως άνω απαγόρευση και όχι ως συνέπεια της ακυρότητας προγενέστερων πράξεων εκτέλεσης και μάλιστα της έκθεσης κατάσχεσης, αφού άλλωστε δεν αποκλείεται η έκθεση κατάσχεσης να είναι έγκυρη, διότι έγινε πριν από το χρονικό διάστημα της απαγόρευσης, αλλά να είναι άκυρη η έκθεση πλειστηριασμού και κατακύρωσης, διότι ο πλειστηριασμός έγινε μέσα στο διάστημα αυτό. Η ακυρότητα αυτή της έκθεσης πλειστηριασμού και κατακύρωσης είναι ανεξάρτητη από την ανυπαρξία ή οποιοδήποτε ελάττωμα της απαίτησης. Επομένως η ακυρότητα αυτή, η οποία οφείλεται σε μόνο το γεγονός ότι ο πλειστηριασμός έγινε μέσα στο διάστημα της υποχρεωτικής, κατά τις προεκτιθέμενες διατάξεις, απαγόρευσης, μπορεί να προβληθεί μέσα στην προβλεπόμενη από το άρθρο 934 παρ. 1γ του ΚΠολΔ προθεσμία των ενενήντα ημερών από τη μεταγραφή της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης, εάν πρόκειται για πλειστηριασμό ακινήτου, και όχι μέσα στην προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 934 παρ. 1 β του ΚΠολΔ προθεσμία, μέσα στην οποία ασκείται η ανακοπή που αφορά την απαίτηση, έως δηλαδή την έναρξη της τελευταίας πράξης της εκτέλεσης, η οποία, σε πλειστηριασμό ακινήτου, είναι η σύνταξη της έκθεσης πλειστηριασμού και κατακύρωσης (άρθρο 934 παρ. 2 ΚΠολΔ, βλ. σχετικά ΑΠ 1381/2008, ΑΠ 235/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, που έκριναν ομοίως επί αντίστοιχης απαγόρευσης πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης, που προέβλεπε ο Ν 2789/2000, πρβλ. ΑΠ 340/2006, ΕφΠειρ 92/2014, ΕφΑΘ 2152/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. και Γ. Διαμαντόπουλος, «Η ανακοπή κατά αναγκαστικού πλειστηριασμού ακινήτου κατά τον ΚΠολΔ» εκδ. 2009, σελ. 442). Αν ο πλειστηριασμός δεν προσβληθεί μέσα στην προθεσμία αυτή με την άσκηση της εκ του άρθρου 933 του ΚΠολΔ ανακοπής, στρεφόμενης κατά των αναγκαίων ομοδίκων (επισπεύδοντος δανειστή και υπερθεματιστή), ως άσκηση δε, νοείται, όχι μόνον η κατάθεση, αλλά και η επίδοση της ανακοπής (άρθρα 585 § 1 και 215 § 1 ΚΠολΔ), τότε αυτός καθίσταται απρόσβλητος (ΑΠ 37/2009, ΜΕφΑΘ 3707/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΛαρ 17/2017). Επίσης σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1 Ν 128/1975 «Επιβάλλεται από του έτους 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένης και της Τραπέζης της Ελλάδος, υπέρ του εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού, ανερχομένη εις ποσοστόν ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως επί του μόνου ετησίου ύψους των εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγουμένων υπ’ αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανομένων και των πιστώσεων προς Τράπεζες, ως και προς το Δημόσιον, πλην των εντόκων γραμματίων. Η εισφορά αύτη οφείλεται πέραν των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των Τραπεζών συμβάσεως, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, συμφωνηθεισών εισφορών». Από τη γραμματική διατύπωση της ανωτέρω διάταξης δεν προκύπτει η θέσπιση απαγορευτικού κανόνα δικαίου με την έννοια της ΑΚ 174, αφού ο νόμος ορίζει την επιβολή της εισφοράς και το υπόχρεο να την καταβάλει πρόσωπο, χωρίς όμως να ορίζει ούτε την υποχρεωτική μετακύλισή του, ούτε όμως και την απαγόρευση μετακύλισής του. Ο χαρακτήρας άλλωστε της εισφοράς του Ν 128/1975 ως είδος δημοσιονομικής επιβάρυνσης αρχικά για συγκεκριμένο σκοπό (επιδότηση δανείων προς εξαγωγικές επιχειρήσεις) και μετά την τροποποίηση που επέφερε ο Ν 2065/1992. ως από οικονομικής άποψης γενικό έσοδο του Δημοσίου, δικαιολογεί την αναζήτηση της σημασίας της λέξης «βαρύνουσα» στη φορολογική νομοθεσία, όπως αυτή (η σημασία) προκύπτει από τη χρήση της λέξης αυτής σε νόμους, που θεσπίζουν φόρους ή εισφορές. Αλλά ούτε και αντικειμενικά από τον ρυθμιστικό σκοπό του νόμου προκύπτει βάση αποδοκιμασίας της συμβατικής μετακύλισης της εν λόγω εισφοράς, αφού σκοπός του νόμου παραμένει η έμμεση ενίσχυση μέσω της εισφοράς αυτής της επιδότησης των επιτοκίων των συγκεκριμένων δανείων επ’ ωφελεία της Εθνικής Οικονομίας, χωρίς να προκύπτει ότι το πρόσωπο, που πρέπει να επιβαρυνθεί τελικά είναι τα πιστωτικά ιδρύματα. Σε καθεστώς ελεύθερου προσδιορισμού των επιτοκίων, άλλωστε, η θέσπιση αυτού του είδους της απαγόρευσης της μετακύλισης δεν είναι εφικτή και από τη φύση του πράγματος. Και τούτο γιατί στο μέτρο που οι Τράπεζες μπορούν ελεύθερα να καθορίζουν τα επιτόκια των δανείων, θα μπορούν και να υπολογίζουν το ποσοστό της εισφοράς του Ν 128/1975 στο ύψος του επιτοκίου που προσφέρουν, χωρίς ειδική αναφορά της εισφοράς αυτής στη δανειακή σύμβαση. Τότε όμως η απαγόρευση, αν γινόταν δεκτό ότι έχει απαγορευτικό χαρακτήρα η εν λόγω διάταξη, θα εξαρτιόταν από το αν θα αναφερόταν στη σύμβαση ο τρόπος υπολογισμού του επιτοκίου και συνεπώς η εν λόγω εισφορά ή όχι. Αλλά και αν η μετακύλισή της εισφοράς του Ν 128/1975, ενόψει και της διάταξης του άρθρου 293 ΑΚ είχε ως συνέπεια την αύξηση του συμβατικά καθοριζομένου επιτοκίου πέραν του προβλεπόμενου ανώτατου ορίου, κατά το ποσοστό της εισφοράς, και τότε όμως η απαγόρευση δεν θα προέκυπτε από τον Ν 128/1975, αλλά από τη διάταξη που θα όριζε ανώτατο όριο επιτοκίου. Συμπερασματικά από τα παραπάνω προκύπτει ότι από το Ν 128/1975 ούτε προβλέπεται ρητά ως συμβατικά δυνατή αλλά ούτε και απαγορεύεται η συμβατική μετακύλισή της εισφοράς, που θεσπίζεται με τον νόμο αυτό. Η ρυθμιστική ισχύς του ως άνω νόμου εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου, έναντι του δημοσίου, προσώπου στα πλαίσια της έννομης σχέσης, που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά, επομένως, αποκλειστικά την (κάθετη) σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι την (οριζόντια) σχέση μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και δανειοληπτών. Η μετακύλισή της εισφοράς στους τελευταίους αυτούς επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη ως τέτοιας νοούμενης της θέσπισης ανώτατου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή, και μόνο αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Επομένως, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του Ν 128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου δανείων της Τράπεζας με έμμεσο αποτέλεσμα τη μετακύλιση της εισφοράς αυτής στον δανειοδοτούμενο, είναι νόμιμος, γιατί δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ’ άρθρο 174 ΑΚ ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, συντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων (βλ. ΑΠ 330/2010, ΑΠ 35/2011, ΑΠ 570/2010, ΕφΠειρ 627/2014). Η εισφορά αυτή αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου και, επομένως, νόμιμα ανατοκίζεται (βλ. ΕφΑΘ 4424/2009, και Σπ. Ψυχομάνη άρθρο «Τα τραπεζικά επιτόκια» σε ΝοΒ 1995, 16-17). Ακόμη σύμφωνα με το άρθ. 2 παρ. 6 του Ν 2251/1994 «περί προστασίας των καταναλωτών» όπως αυτό είχε πριν από την αντικατάσταση του με το άρθ. 10 παρ. 24 στοιχ. β’ του Ν 2741/1999, οι γενικοί όροι των συναλλαγών, δηλαδή οι όροι, που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για αόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, απαγορεύονται και είναι άκυροι, αν έχουν ως αποτέλεσμα την υπέρμετρη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, όπως είναι και ο πελάτης της τράπεζας, στον οποίο η τελευταία, χωρίς ουσιαστική διαπραγμάτευση, αλλά με βάση προδιατυπωμένους όρους χορηγεί, εκτός των άλλων, καταναλωτικά ή στεγαστικά δάνεια. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας ενός τέτοιου γενικού όρου, ενσωματωμένου σε σύμβαση, κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης, από την οποία αυτή εξαρτάται (ΑΠ 904/2011 Αρμ 2012, 1708). Ο περιέχων τη διάταξη αυτή νόμος 2251/1994 αποτελεί, εξάλλου, ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5.4.1993 “σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες συμβάσεων που συνάπτονται με τους καταναλωτές”. Στο άρθ. 3 παρ. 1 της εν λόγω Οδηγίας ορίζεται ότι “ρήτρα σύμβασης, που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, θεωρείται καταχρηστική, όταν, παρά την απαίτηση της καλής πίστης, δημιουργείται εις βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση”. Η ρύθμιση της παρ. 6 του άρθ. 2 του Ν 2251/1994 αποτελεί, εξειδίκευση της γενικής αρχής του άρθ. 281 ΑΚ, κατά την οποία απαγορεύεται η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος ή η κατάχρηση ενός θεσμού, όπως είναι η συμβατική ελευθερία. Η ανωτέρω παράγραφος, στην αρχική της διατύπωση, χρησιμοποιούσε τον όρο “υπέρμετρη διατάραξη” της, ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, αποκλίνοντας έτσι φραστικά από τη διατύπωση του άρθ, 3 παρ. 1 της Οδηγίας, η οποία ομιλεί για “σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών”. Στενή γραμματική ερμηνεία του όρου “υπέρμετρη” διατάραξη θα οδηγούσε σε σημαντικό περιορισμό της δυνατότητας ελέγχου του περιεχομένου των γενικών όρων των συναλλαγών (ΓΟΣ) και, συνεπώς, σε μειωμένη προστασία του καταναλωτή έναντι εκείνης της Οδηγίας. Η ανάγκη της σύμφωνης με την Οδηγία ερμηνείας του εθνικού δικαίου επιβάλλει, επομένως, όπως ο όρος “υπέρμετρη” διατάραξη εκληφθεί, διασταλτικά ερμηνευόμενος, ότι σημαίνει “ουσιώδη ή σημαντική” διατάραξη. Η ανάγκη αυτή, εναρμονισμένης δηλαδή προς την Οδηγία ερμηνείας, επιβάλλει να δοθεί η ίδια έννοια, μέσω τελολογικής συστολής, στον όρο “διατάραξη” και μετά την απάλειψη του όρου “υπέρμετρη”, στην οποία προέβη ο νεότερος νομοθέτης με το άρθ. 10 παρ. 24 στοιχ. β’ του Ν 2741/1999. Συνεπώς, και μετά την τροποποίηση αυτή, προϋπόθεση της καταχρηστικότητας κάποιου ΓΟΣ είναι η με αυτόν “ουσιώδης ή σημαντική” διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας (ΑΠ Ολ 6/2006 ΕλλΔνη 2006, 419). Πρέπει, εξάλλου, να σημειωθεί ότι η παρ. 2 του άρθ 6 του ως άνω νόμου έχει ήδη αντικατασταθεί με την παρ. 2 του άρθ. 2 του Ν 3587/2007. Ορίζεται δε πλέον σε αυτή ότι, γενικοί όροι συναλλαγών, που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του Καταναλωτή, απαγορεύονται και είναι άκυροι. Προστέθηκε, δηλαδή, με την ως άνω διάταξη ο όρος “σημαντική”, που δεν υπήρχε στην προϋπάρχουσα μορφή του άρθρου. Περαιτέρω, εκτός από την ανωτέρω γενική ρήτρα για την καταχρηστικότητα των ΓΟΣ, που συνεπάγονται διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας, στην παρ. 7 του άρθ. 2 του Ν 2251/1994 απαριθμούνται ενδεικτικώς και τριάντα μία περιπτώσεις γενικών όρων, που θεωρούνται άνευ ετέρου (per se) καταχρηστικοί, χωρίς ως προς αυτούς να ερευνάται η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας, αφού αυτοί θεωρούνται, κατά αμάχητο τεκμήριο, ότι έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα. Στις περιπτώσεις αυτές περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, και η υπό στοιχείο ια’, σύμφωνα με την οποία καταχρηστικοί είναι και εκείνοι οι όροι, που, χωρίς σπουδαίο λόγο, αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή. Η σωρευτική εφαρμογή από το Δικαστήριο των παρ. 6 και 7 του άρθ. 2 του Ν 2251/1994 δεν αποκλείεται, καθώς η επίκληση του γενικού αξιολογικού κριτηρίου “της διατάραξης της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή” είναι δυνατό να έχει αξία και χρησιμότητα για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών και αόριστων αξιολογικών κριτηρίων, που χρησιμοποιεί ο νόμος στις επιμέρους περιπτώσεις του ενδεικτικού καταλόγου. Εξάλλου, και οι περιγραφόμενες από το νόμο ειδικές, κατά αμάχητο τεκμήριο, περιπτώσεις καταχρηστικότητας αποτελούν ενδείκτες, που καθοδηγούν στην ερμηνεία της γενικής ρήτρας και, συγκεκριμένα, της έννοιας της διατάραξης της συμβατικής ισορροπίας. Μεταξύ των καθοδηγητικών αρχών, που συνάγονται από τις ειδικές αυτές περιπτώσεις, είναι και η αρχή της διαφάνειας, καθώς και η αρχή της απαγόρευσης της χωρίς λόγο ανάθεσης του προσδιορισμού της παροχής ή των επιμέρους στοιχείων της στην απόλυτη κρίση του προμηθευτή. Ειδικότερα, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, η οποία ρητά διατυπώνεται και στο άρθρο 5 της Οδηγίας, οι γ.ο.σ, πρέπει να είναι διατυπωμένοι με τρόπο σαφή και κατανοητό, ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να διαγνώσει εκ των προτέρων κρίσιμα στοιχεία ή μεγέθη της σύμβασης, όπως τη διάρκεια της και τα μεγέθη, που περικλείονται στη βασική σχέση παροχής και αντιπαροχής. Η σχέση αυτή παροχής και αντιπαροχής, κατ’ αρχήν, δεν λαμβάνεται υπόψη για την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα κάποιου ΓΟΣ. Εντούτοις, σύμφωνα και με το άρθ. 4 παρ. 2 της Οδηγίας, ελέγχεται, εάν ο σχετικός όρος δεν είναι διατυπωμένος κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, εάν έχει, δηλαδή, παραβιασθεί η αρχή της διαφάνειας (ΑΠ Ολ 15/2007 ΔΕΕ 2007, 975). Η ως άνω απαίτηση περί διαφάνειας των ΓΟΣ δεν αφορά, εξάλλου, απλά και μόνο τον κατανοητό αυτών χαρακτήρα από τυπική και γραμματική άποψη, παρά αναφέρεται και στη λειτουργία τους, ούτως ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να εκτιμήσει, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις οικονομικές συνέπειες και μεταβολές, που κάθε όρος συνεπάγεται γι’ αυτόν (βλ. ΔΕΚ, απόφαση της 30ης Απριλίου 2014, υπόθεση C-26/13, Arpad Kasler, Hajnalka Kaslerne Rabai κατά OTP Jelzalogbank Zrt, σκέψεις 71 – 75). Η παραπάνω σαφήνεια, δηλαδή, αφορά και τις νομικές συνέπειες μίας ρήτρας, ήτοι τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του καταναλωτή. Για το λόγο δε αυτό, ασαφείς ή πολυσήμαντες ρήτρες δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται από τον προμηθευτή, με σκοπό να ενισχύσει τη θέση του απέναντι στον καταναλωτή. Ειδικά, όσον αφορά τις δυσμενείς οικονομικές συνέπειες και επιβαρύνσεις, αυτές θα πρέπει να είναι ευκρινείς, με την έννοια ότι μπορούν να γίνουν άμεσα κατανοητές από το μέσο καταναλωτή, ο οποίος δεν διαθέτει εξειδικευμένες νομικές ή οικονομικές γνώσεις. Η διαφάνεια, λοιπόν, αφορά στη σαφή και κατανοητή διατύπωση, στην αρχή του ορισμένου ή οριστού περιεχομένου και στην αρχή της προβλεψιμότητας της ύπαρξης των όρων. Αδιαφανείς ρήτρες, που αποκρύπτουν την πραγματική, νομική και οικονομική κατάσταση, δημιουργούν τον κίνδυνο ο καταναλωτής είτε να απόσχει από την άσκηση ορισμένων δικαιωμάτων του, είτε να αποδεχθεί αξιώσεις, που, κατά το φαινόμενο, έχει ο προμηθευτής. Υπό το πρίσμα αυτό, οι αδιαφανείς ρήτρες μπορεί να οδηγήσουν, ακριβώς λόγω της αδιαφάνειας τους, στη διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας κατά το άρθ. 2 παρ. 6 του Ν 2251/1994. Για το λόγο αυτό και οι ΓΟΣ, υπακούοντας στην παραπάνω αρχή, πρέπει να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή (ΑΠ 652/2010 ΔΕΕ 2010, 943, ΑΠ 430/2005 ΕλλΔνη 2005, 802).

Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο ανακοπής οι ανακόπτοντες επικαλέστηκαν ακυρότητα της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδονταν εναντίον τους ισχυριζόμενοι ότι το ακίνητο που περιγράφεται στην ανακοπτόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης αποτελεί κύρια κατοικία τους και συνεπώς απαγορεύονταν ο πλειστηριασμός του ως άνω ακινήτου. Ο προβαλλόμενος λόγος ανακοπής είναι σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, απορριπτέος ως μη νόμιμος καθόσον αληθής υποτιθέμενος ο ισχυρισμός τους (ότι το κατασχεθέν ακίνητο αποτελεί κύρια κατοικία τους) η επικαλούμενη ακυρότητα αφορά την έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού και τις μεταγενέστερες πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης και όχι την έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του ακινήτου η οποία δεν πλήττεται από την απαγόρευση διενέργειας πλειστηριασμών κύριας κατοικίας.

Με τον δεύτερο λόγο ανακοπής οι εκκαλούντες επικαλέστηκαν ακυρότητα της απαίτησης δυνάμει της οποίας επισπεύδεται σε βάρος τους η αναγκαστική εκτέλεση καθόσον στην τελευταία (απαίτηση) περιλήφθηκε και η εισφορά του νόμου Ν 128/1975. Ο προβαλλόμενος λόγος ανακοπής, πέραν της αοριστίας αφού δεν αναφέρει το συνολικό ποσό το οποίο καταλογίστηκε βάσει αυτής της εισφοράς, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος καθόσον, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, είναι νόμιμη η μετακύλιση της εισφοράς αυτής στον δανειοδοτούμενο, γιατί δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ’ άρθρο 174 ΑΚ ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, συντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων.

Με τον τέταρτο λόγο ανακοπής οι εκκαλούντες ισχυρίστηκαν καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος της εφεσίβλητης που συνίσταται στην έλλειψη ενημέρωσης των εκκαλούντων σχετικά με την ανάληψη κινδύνου κατά την σύναψη της δανειακής σύμβασης με επιτόκιο libor ελβετικού φράγκου. Ο ανωτέρω λόγος ανακοπής είναι απορριπτέος ως αόριστος καθόσον αφενός δεν αναφέρονται οι όροι της δανειακής σύμβασης σχετικά με την λήψη του ανωτέρω δανείου ότι δηλαδή η εξόφληση του δανείου θα γίνει είτε σε αυτούσιο συνάλλαγμα είτε με το, σε ευρώ, ισάξιο (αντίτιμο) του συναλλάγματος ελβετικών φράγκων, υπολογιζόμενο, την ημερομηνία πληρωμής της δόσης, με βάση την ισοτιμία του οικείου συναλλάγματος, όπως αυτή θα προκύψει από τη διατραπεζική αγορά συναλλάγματος, και επιπλέον ο επικαλούμενος όρος δεν είναι καταχρηστικός προεχόντως διότι, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες αιτιολογίες, καταχρηστικοί είναι οι ΓΟΣ που επιφυλάσσουν στον προμηθευτή (εν προκειμένω στην τράπεζα), δικαιώματα που επιφέρουν διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων από τη ρύθμιση του γενικού όρο. Τούτο όμως δεν συμβαίνει εν προκειμένω, αφού σε κάθε περίπτωση επαφίεται στην κρίση των καταναλωτών-δανειοληπτών εάν θα συνάψουν δάνειο σε ξένο νόμισμα, λαμβανομένων υπόψη του χαμηλού επιτοκίου αυτού, της ευνοϊκής υπέρ του ευρώ ισοτιμίας κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης και της πιθανότητας μεταβολής της ισοτιμίας αυτής κατά την διάρκεια της σύμβασης. Ενόψει των παραπάνω Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση του με διαφορετικές αιτιολογίες τις οποίες το παρόν δικαστήριο αντικαθιστά με την παρούσα απόφαση, κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα και απέρριψε την ανακοπή ως κατ’ουσίαν αβάσιμη, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με την έφεση είναι απορριπτέα ως κατ’ουσίαν αβάσιμα. Συνεπώς πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση ως κατ’ουσίαν αβάσιμη και να καταδικαστούν οι εκκαλούντες, λόγω της ήττας τους στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 183,176 του Κ.Πολ.Δ. και 22 παρ.2 ν. 3696/1957) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος λόγω της ήττας των εκκαλούντων και της απόρριψης της έφεσης, πρέπει να διαταχθεί η κατάπτωση των κατατεθέντων από τους εκκαλούντες κατά την κατάθεση της έφεσης του, παραβόλων, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ του Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 7-11-2014 (αριθ. εκθ.καταθ……….) έφεση των ανακοπτόντων της από 16-10-2012 (αριθ. εκθ. καταθ. ……..) ανακοπής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά της με αριθμό 3296/2014 οριστικής απόφασης του παραπάνω Δικαστηρίου

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την έφεση.

Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλούντων, τη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Διατάσσει την κατάπτωση των κατατεθέντων από τους εκκαλούντες, κατά την κατάθεση της έφεσης του, των παραβόλων, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 25 Οκτωβρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ