Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 531/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ  ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

τμήμα 4ο

Περίληψη

Ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης. Τυχαία κατάταξη προσημειούχου δανειστή,  πρόβλεψη  επικουρικής κατάταξης, στην οποία προηγείται ο έχων γενικό προνόμιο δανειστής έναντι αυτών που ενέγραψαν προσημείωση ή υποθήκη μετά την επιβολή της κατάσχεσης που είναι εγχειρόγραφοι δανειστές. Εννομο συμφέρον. Προαφαιρούμενα έξοδα εκτέλεσης υπέρ του συμβολαιογράφου, μη ορθή η δαπάνη αντιγράφων του πίνακα κατατάξεως, ορθός υπολογισμός εξόδων. Εκκαλεί απόφαση, δέχεται εν μέρει ανακοπή.

Αριθμός  απόφασης : 531 /2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(τμήμα 4ο)

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Τ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ : Του Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό  Οικονομικών και  την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Ακαδημίας αριθμ. 68), και στην προκείμενη περίπτωση και από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Γλυφάδας, τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Κορυδαλλού (ήδη Ε’ Πειραιά) και τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Μοσχάτου, που  εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από την δικαστική πληρεξούσια του ΝΣΚ  Μυρσίνη Δεληγιαννίδου (με δήλωση κατ’   άρθρο 242  § 2 ΚΠολΔ).

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ : 1) Της  ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας ………….., η οποία δεν εκπροσωπήθηκε   από   πληρεξούσιο δικηγόρο. 2) Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας ………… η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από την πληρεξούσια Δικηγόρο της Κωνσταντίνα Αναστασοπούλου. 3) ………… 4) …………., οι οποίοι δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο Δικηγόρο.

Το ανακόπτον και ήδη εκκαλούν άσκησε  ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την  από 27.2.2008 και με αριθ. κατ. ………./2008 ανακοπή του και ο δεύτερος εφεσίβλητος την από 3.3.2008 και με αρ. καταθ. ………/2008 ανακοπή του.  Επί των ως άνω ανακοπών, που συνεκδικάσθηκαν εκδόθηκε η υπ΄ αριθ. 5760/2012 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου που απέρριψε τις ως άνω ανακοπές. Την απόφαση αυτή προσέβαλε  ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου το  ήδη εκκαλούν με την από 15.12.2015 και με  αριθ. καταθ. …………./2019  έφεσή του, της οποίας ορίστηκε δικάσιμος, αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή εκφωνήθηκε από το πινάκιο,  η Δικαστική Πληρεξούσια του  ΝΣΚ  και η πληρεξούσια Δικηγόρος της δεύτερης εφεσίβλητης  παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν, ενώ οι λοιποί δεν παραστάθηκαν καθόλου.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η  από 15.12.2015 και με  αριθ. καταθ. ………./2019  έφεση του Ελληνικού Δημοσίου κατά της με αρ. 5760/2012 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που δικάσθηκε με την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί  νομότυπα κι εμπρόθεσμα, εντός της τριετούς προθεσμίας της διάταξης του άρθρου 518 § 2 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν το ν. 4335/2015 (βλ. άρθρο 1 άρθρο ένατο του §4 του ν. 4335/2015 σε συνδυασμό με το άρθρο 24 του ΕισΝΚΠολΔ, βλ. Ολ. ΑΠ 10/2018)  δεδομένου ότι δεν προκύπτει επίδοση της  προσβαλλόμενης απόφασης. Επομένως πρέπει να γίνει δεκτή  κατά το τυπικό της μέρος και να  ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.   Εξάλλου  από τις με αριθ. …., …, …/11.11.2019 και  …./13.1.2019 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιά ………….., προκύπτει  ότι ακριβές αντίγραφο της έφεσης  με πράξη κατάθεσης και κλήση προς συζήτηση, επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα στους πρώτη, τρίτο και τέταρτη εφεσίβλητους  (άρθρα 122 §1, 123, 124, 126 §1 α, 127 §1, 128 §§1, 3 και 139 του Κ.Πολ.Δ.). Οι τελευταίοι, όμως δεν εμφανίστηκαν, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη νόμιμη σειρά του πινακίου, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο και κατά συνέπεια πρέπει να δικαστούν ερήμην, το Δικαστήριο, ωστόσο, θα προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης, σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρο 524 §4 του Κ.Πολ.Δ.).

Το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο με την  από 27.2.2008 και με αριθ. κατ. ………./2008 ανακοπή του  ανακοπή του ζήτησε την  μεταρρύθμιση του με  αριθ. ……../18-1-2008 πίνακα κατατάξεως δανειστών της συμβολαιογράφου Αθηνών …….., για τους αναφερόμενους σ’ αυτήν λόγους.   Ισχυρίσθηκε ειδικότερα  τα εξής : ¨Ότι με  επίσπευση της πρώτης των καθ’ ων, ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………..», πλειστηριάσθηκε αναγκαστικά το περιγραφόμενο στην έκθεση αυτή ακίνητο της οφειλέτιδας ………., με τη με αριθμ. ………/3-10-2007 έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού της 4ης των καθ’ ων, Συμβολαιογράφου Αθηνών. Ότι στον πλειστηριασμό αυτό αναγγέλθηκε, μεταξύ άλλων, νόμιμα και εμπρόθεσμα το Ελληνικό Δημόσιο, νόμιμα εκπροσωπούμενο από τους Προϊσταμένους των Δ.Ο.Υ. Γλυφάδας, Κορυδαλλού και Μοσχάτου, οι οποίοι ανήγγειλαν ληξιπρόθεσμες προνομιακές απαιτήσεις τους ύψους 54.674,67, 6.106,83 και 218,17 € αντίστοιχα,  με τις με αριθμ. πρωτ. …../…/8-10-2007, ……./8-10-2007 και ………./8-10-2007 αναγγελίες τους. Ότι επειδή το πλειστηρίασμα των 187.285 € δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση όλων των αναγγελθέντων δανειστών, η υπάλληλος του πλειστηριασμού Συμβολαιογράφος συνέταξε τον προσβαλλόμενο υπ’ αριθμ. ………/18-1-2008 πίνακα κατατάξεως δανειστών, με τον οποίο, αφού προαφαίρεσε το ποσό των 8.159,12 € για έξοδα αναγκαστικής εκτελέσεως, κατέταξε στο υπόλοιπο προς διανομή πλειστηρίασμα των  (187.285 – 8.159.12) 179.125.88 €: α. προνομιακά και οριστικά το Ελληνικό Δημόσιο στο  1/3 του διανεμητέου πλεστηριάσματος, δηλαδή για ποσό 59.708,53 €, ήτοι: 1 Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (ΔΟΥ) Γλυφάδας για ποσό 53.517,50 €, 2) Την Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (ΔΟΥ) Κορυδαλλού για ποσό 5.977,58 €, και 3) Την Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (ΔΟΥ) για ποσό  213,55 €, και β. Προνομιακά και υπό αίρεση την πρώτη των καθ’ ων, επισπεύδουσα ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, στα 2/3 του διανεμητέου πλειστηριάσματος, δηλαδή για ποσό 119.417.25 €, με  την αίρεση της τελεσίδικης επιδίκασης της απαίτησής της και επικουρικά για την περίπτωση μη πλήρωσης  της αίρεσης, κατέταξε συμμέτρως την 1η  των καθ’ ων 2η  των καθ’ών και τον 3ο  των καθ’ ών, ήδη εφεσίβλητους. Ότι  εσφαλμένα  κατέταξε  επικουρικά συμμέτρως  τους τελευταίους  στο 2/3 του πλειστηριάσματος,  ενώ οι αναγγελθείσες απαιτήσεις τους  ήταν εγχειρόγραφες, αφού η  προσημείωση υποθήκης που είχε εγγραφεί  υπέρ του 2ου και η  υποθήκη υπέρ της 3ης καταχωρήθηκαν μετά την επιβολή της κατάσχεσης. Ότι επιπλέον εσφαλμένα η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος προαφαίρεσε :  i) το ποσό των 1.130,27 € για το 1/2 των εξόδων και δικαιωμάτων της περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης, ενώ αυτά δεν εμπίπτουν στα έξοδα εκτέλεσης, ii) 309,50 € για τέλη και δικαιώματα της έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού ακινήτου και 3 αντίγραφα αυτής, τα οποία και αυτά δεν εμπίπτουν στα έξοδα εκτέλεσης, άλλως έπρεπε να αφαιρέσει για την αιτία αυτή μόνο  125 €, χωρίς να υπολογίσει έξοδα για έκδοση αντιγράφων,  iii) ποσό  844,50 € για δικαιώματα και έξοδα για τη σύνταξη του πίνακα κατάταξης αποτελούμενου από 14 φύλλα και 10 αντίγραφα αυτού, ενώ έπρεπε να αφαιρέσει μόνο 107 €,  χωρίς να υπολογίσει έξοδα για έκδοση αντιγράφων,  iv) ποσό 127 € για δικαιώματα και έξοδα πρόσκλησης δανειστών, ενώ έπρεπε να αφαιρέσει  16 + 104 € και v) ποσό 390 € για έξοδα κοινοποιήσεως των προσκλήσεων των  δανειστών, ενώ έπρεπε να αφαιρέσει για την αιτία αυτή 249,60 €. Ότι ανεξαρτήτως των ανωτέρω,  η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος,  μη ορθώς κατέταξε τον εαυτό της προνομιακώς και οριστικώς στον ανακοπτόμενο πίνακα για το ποσό των 299,12 €. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε : α)  να ακυρωθεί  ο άνω πίνακας κατάταξης δανειστών, ώστε το Ελληνικό Δημόσιο διά των Προϊσταμένων των ΔΟΥ Γλυφάδας, Κορυδαλλού και Μοσχάτου,  να καταταγεί προνομιακώς, επικουρικώς και συμμέτρως, στο ποσό των 119.417,25 €, β) να   αποβληθεί η τέταρτη των καθ’ ων από το ποσό των 2.333,67 €, άλλως από το ποσό των 2.199,67 €, άλλως από το ποσό των 299,12 €. (ήτοι 1.130,27 € για το 1/2 των εξόδων και δικαιωμάτων της περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης + 1.671 € για έξοδα εκτελέσεως), – 476,60 €), άλλως 2.199,67 € (ήτοι 2.801,27 € – 601,60 €), άλλως 299,12 € και να καταταγεί σ’ αυτό το Ελληνικό Δημόσιο για τη σύμμετρη ικανοποίηση των άνω απαιτήσεών του.   Επί της ανακοπής αυτής που συνεκδικάσθηκε με την από 3.3.2008 και με αρ. καταθ. ……./2008 ανακοπή του δεύτερου εφεσίβλητου εκδόθηκε η με αρ. 5760/2012 απόφαση το πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που απέρριψε τις ανακοπές. Κατά της απόφασης αυτής βάλλει το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο παραπονούμενο για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου κι εκτίμηση των αποδείξεων.

Kατά τη διάταξη του άρθρου 932 ΚΠολΔ, τα έξοδα της εκτέλεσης βαρύνουν εκείνον κατά του οποίου στρέφεται αυτή και προκαταβάλλονται από εκείνον που την επισπεύδει, ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 975 του Κώδικα αυτού, η κατάταξη των δανειστών στον πίνακα γίνεται με την εξής σειρά: Αφού αφαιρεθούν τα έξοδα της εκτέλεσης, που ορίζονται αιτιολογημένα από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού, κατατάσσονται κ.λπ. Όπως προκύπτει από τις ανωτέρω διατάξεις, στη δεύτερη των οποίων γίνεται διάκριση μεταξύ αφαίρεσης των εξόδων και κατάταξης των προνομιακών απαιτήσεων, υπέγγυο στους δανειστές είναι το ποσό του πλειστηριάσματος που απομένει μετά την αφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης. Στα έξοδα αυτά εμπίπτουν όλες οι δαπάνες που αποβλέπουν στο γενικό συμφέρον όλων των δανειστών και αφορούν τόσο στην εκτέλεση καθεαυτή, όσο και στην όλη διαδικασία της από την έναρξη μέχρι την περάτωσή της. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται η αμοιβή του υπαλλήλου του πλειστηριασμού για σύνταξη της  εκθέσεως πλειστηριασμού και κατακύρωσης, η αμοιβή για σύνταξη του πίνακα κατατάξεως και τα έξοδα των σχετικών, κατ’ αρθρ. 979 § 1 του Κ.Πολ.Δ. προσκλήσεων των δανειστών για να λάβουν γνώση του πίνακα (ΑΠ 2210/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 120/2005 ΝοΒ 2005, 1430,  ΑΠ. 520/1991  Δνη 1992, 83, ΕφΛαρ 161/2013, ΕφΠατρ 1052/2006, ΕφΠατρ  448/2005 ΤΝΠ ΔΣΑ, 1794/1994, Αρμ. 1995,1326 ΕφΑθ. 4652/1990, Δνη 90, 1514, ΕφΘεσ. Μπρίνιας Αναγκαστική εκτέλεση 979, § 429, Γέσιου Φαλτσή Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως 1998, τόμος Ι σελ. 468 υπ.11, Μάζης σε Κονδύλη/Κεραμέα/Νίκα, ΚΠολΔ²,  άρθρο 932 αρ.4,   βλ. όμως και ΕφΑιγ 75/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, κατά την οποία η αμοιβή για την σύνταξη της έκθεσης πλειστηριασμού βαρύνει τον πλειοδότη).  Αντίθετα δεν περιλαμβάνονται τα έξοδα που έγιναν προς το αποκλειστικό συμφέρον είτε του επισπεύδοντoς είτε των αναγγελθέντων δανειστών (ΑΠ  300/2013 ΝοΒ 2013.1577, ΑΠ 60/2011 Δνη 2011.772, ΑΠ 1359/1998 Δνη 40.307, ΑΠ 1783/1998 Δ 30.1169). Με αυτή την έννοια στα έξοδα που αποσκοπούν το γενικό συμφέρον όλων των δανειστών δεν περιλαμβάνεται η δαπάνη για έκδοση αντιγράφων του  πίνακα κατατάξεως στους αναγγελθέντες δανειστές, καθώς ο νόμος αρκείται σε απλή έγγραφη πρόσκληση προς τους ανωτέρω να λάβουν γνώση του πίνακα και δεν απαιτεί έγγραφη ανακοίνωση του περιεχομένου του πίνακα ούτε κοινοποίηση αντιγράφου αυτού (άρθρο 979 § 1 ΚΠολΔ). Σε περίπτωση δε που από ο επί του πλειστηριαμού υπάλληλος συμβολαιογράφος από  υπερβολική του πρόνοια εκδώσει  αντίγραφα του πίνακα, ο τελευταίος δεν δικαιούται να εισπράξει δικαιώματα για την έκδοση  αυτών,  καθώς η  δαπάνη αυτών  δεν βαρύνει το πλειστηρίασμα (ΑΠ 840/2008, ΕφΑιγ 75/2019, ΕφΠατρ 723/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ακόμα,  με δεδομένο ότι ο πλειστηριασμός επέχει θέση πωλήσεως, τα έξοδα της συντάξεως περιλήψεως της κατακυρωτικής εκθέσεως, δεν εμπίπτουν στην ρύθμιση του άρθρου 932 ΚΠολΔ, αλλά καταλαμβάνονται από το ενδοτικού χαρακτήρα άρθρο 527 ΑΚ, το οποίο, μη υφιστάμενης διαφορετικής συμφωνίας των μερών ως προς την πληρωμή των εξόδων της σύμβασης, όπως  αυτό συμβαίνει όταν υπάρχει αντίθετος όρος στο πρόγραμμα του πλειστηριασμού τον οποίο αποδέχεται ο υπερθεματιστής με τη συμμετοχή του στον πλειστηριασμό, τα κατανέμει κατ’ ισομοιρίαν μεταξύ των μερών, δηλαδή μεταξύ του καθ’ ού η εκτέλεση και του υπερθεματιστή. Επομένως, ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος, θα αναλάβει από το πλειστηρίασμα, την αναλογία του καθ’ ου η εκτέλεση (δηλαδή το μισό των δικαιωμάτων σύνταξης της περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης, προαφαιρώντας το σχετικό ποσό), η δε βαρύνουσα τον υπερθεματιστή μερίδα (δηλαδή το άλλο μισό) θα καταβληθεί από αυτόν εξ ιδίων και όχι από το πλειστηρίασμα (ΑΠ 520/1991 ΕλλΔνη 33.83,  ΕφΛαρ 161/2013 ΤΝΠ ΔΣΑ,  ΕφΔωδ 162/2005,  ΕφΠατρ 380/2005, ΕφΑθ 10760/1997  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Γέσιου Φαλτσή, οπ.σ. 470, Μάζης οπ.). Τα αναγκαία έξοδα με την έννοια της διάταξης του άρθρου 932 ΚΠολΔ  δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των προνομίων, ούτε κατατάσσονται στον πίνακα, αλλά προαφαιρούνται, προκειμένου να γίνει η κατάταξη των δανειστών, και προσδιορίζονται με τον πίνακα κατάταξης ή με ιδιαίτερη πράξη, όπου ο υπάλληλος του πλειστηριασμού πρέπει να δικαιολογήσει τα σχετικά κονδύλια, για να τα αφαιρέσει από το πλειστηρίασμα. Η σχετική εκκαθαριστική πράξη των εξόδων, αν και εξώδικη, αποτελεί διανομή πλειστηριάσματος και προσβάλλεται με την ανακοπή του άρθρου 979 ΚΠολΔ (ΑΠ 450/2006 ΧρΙΔ 2006, 616, ΑΠ 142/2004 ΕλλΔνη 45, 1037, ΑΠ 280/2004 ό.π., ΑΠ 1783/1997 Δ 30, 1169). Η αφαίρεση των εξόδων γίνεται με βάση τα έγγραφα και τις αποδείξεις που κατατίθενται από το δικαιούχο αυτών και βρίσκονται στο φάκελο του πλειστηριασμού. Για να είναι εφικτός ο έλεγχος από κάθε ενδιαφερόμενο και από το δικαστήριο, κρίνοντας επί σχετικού λόγου ανακοπής, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού απαιτείται να προβεί, όχι σε απλή αναφορά αυτών, αλλά σε εξειδίκευση, με αναγραφή επί της ιδιαίτερης πράξης εκκαθάρισης ή επί του πίνακα κατάταξης των επιμέρους κονδυλίων, της αιτίας τους και του δικαιούχου αυτών, ενώ στην αντίθετη περίπτωση, η αφαίρεση ως αναιτιολόγητη είναι μη νόμιμη και, συνεπώς, άκυρη (ΑΠ 1892/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 300/2013 ΕΦΑΔ 2013, 659, ΑΠ 870/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΛάρ 103/2012 Δικογραφία 2012, 505, ΜΕφΠειρ 759/2014 ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, αν  ο λόγος της ανακοπής, με τον οποίο επιδιώκεται η μείωση των εξόδων, ή αμφισβητείται το ύψος αυτών, γίνει δεκτός ως βάσιμος, τότε το δικαστήριο επαναπροσδιορίζει το προς διανομή υπόλοιπο του πλειστηριάσματος, στο οποίο κατατάσσεται ο ανακόπτων, που έχει υποβάλλει σχετικό αίτημα έστω και αν το προνόμιο του ανακόπτοντος είναι ασθενέστερο του προνομίου του επισπεύδοντος, εφόσον όμως αυτό του παρέχει τη δυνατότητα να καταταγεί στον πίνακα προς ικανοποίηση της αναγγελθείσας απαιτήσεώς του από το πλειστηρίασμα αυτό και τούτο διότι στην περίπτωση αυτή δεν αμφισβητείται το προνόμιο του καθ’ ού η ανακοπή επισπεύδοντος αλλά η ίδια η απαίτησή του για τα έξοδα εκτελέσεως (AΠ 175/2012, ΑΠ  120/2005  ΑΠ 529/1999, ΑΠ 1/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 170/2015 ΤΝΠ ΔΣΑ).

Στην προκείμενη περίπτωση το εκκαλούν με το δεύτερο λόγο της έφεσής του επαναφέρει το δεύτερο  λόγο της  ανακοπής του που πλήττει τον πίνακα κατατάξεως  ως προς τα έξοδα της  εκτελεστικής διαδικασίας, που προαφαίρεσε η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος, τον οποίο απέρριψε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως μη νόμιμο.  Επ’ αυτού λεκτέα τα εξής: Ο λόγος αυτός της ανακοπής  κατά το υπό στοιχ. (i)  σκέλος του, ως προς  το ποσό των 1.130,27 € για το 1/2 των εξόδων και δικαιωμάτων της περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης είναι μη νόμιμος,  δεδομένου ότι, όπως προεκτέθηκε,  τα έξοδα αυτά,  μπορεί να μην  περιλαμβάνονται στα  έξοδα της εκτέλεσης, ωστόσο ελλείψει διαφορετικής συμφωνίας, που να αναφέρεται στο πρόγραμμα πλειστηριασμού – περίληψη κατασχετήριας έκθεσης (που δεν επικαλείται το ανακόπτον) κατανέμονται κατ’ ισομοιρίαν μεταξύ των μερών, δηλαδή μεταξύ του καθ’ ού  η εκτέλεση και του υπερθεματιστή, ο  δε επί του πλειστηριασμού υπάλληλος, θα αναλάβει από το πλειστηριασμό την αναλογία του καθ’ ου η εκτέλεση, προαφαιρώντας το σχετικό ποσό.  Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε ως μη νόμιμο  το σκέλος αυτό ορθά,  εφάρμοσε το νόμο, ώστε ο σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί. Εξάλλου η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος συμβολαιογράφος  εσφαλμένα κατέταξε προνομιακά  τον εαυτό της για το ποσό των 299,12 €  στον πίνακα κατατάξεως, όμως το ποσό αυτό περιλαμβανόταν στα έξοδα εκτελέσεως που είχε ήδη προαφαιρέσει υπέρ της και δεν μείωσε κατά το ποσό αυτό το 1/3 του πλειστηριάσματος που δικαιούτο το  Ελληνικό Δημόσιο ως  γενικός προνομιούχος δανειστής, ώστε αυτό να δικαιούται να καταταγεί επικουρικώς και στο άνω ποσό, πλέον του ποσού που είχε καταταχθεί. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο συνεπώς που απέρριψε το σχετικό αίτημα (επικουρικό) ως μη νόμιμο δε έσφαλε, ώστε ο σχετικός λόγος της έφεσης κατά το σκέλος αυτό πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Υπό  (ii, iii)  σκέλη : Όπως εκτέθηκε, στα έξοδα εκτελέσεως που αφαιρούνται από το πλειστηρίασμα περιλαμβάνονται, η αμοιβή του υπαλλήλου του πλειστηριασμού για τη  σύνταξη εκθέσεως πλειστηριασμού και κατακύρωσης, η αμοιβή του ιδίου για σύνταξη πίνακα κατατάξεως και τα έξοδα των σχετικών, κατ’ αρθρ. 979 § 1 του Κ.Πολ.Δ. προσκλήσεων των δανειστών, όχι όμως και η έκδοση αντιγράφων  του πίνακα κατάταξης, λόγω της πρόβλεψης (άρθρο 979 § 1 ΚΠολΔ) αποστολής μόνο έγγραφης πρόσκλησης προς κάθε ενδιαφερόμενο (στον επισπεύδοντα, τον καθ’ ού η εκτέλεση και τους αναγγελθέντες δανειστές), καθώς η σχετική δαπάνη δεν έγινε για το κοινό συμφέρον όλων των δανειστών αλλά μόνον εκείνου που τα λαμβάνει.  Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που,  με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε ως μη νόμιμο το σκέλος της επιβάρυνσης για  αντίγραφα της έκθεσης  κατακύρωσης κρίνοντας ότι αυτά περιλαμβάνονται στα έξοδα εκτελέσεως,  έσφαλε.  Επίσης, παρά το ότι  πλήττεται ο ορθός τρόπος υπολογισμού της αμοιβής και των δικαιωμάτων του συμβολαιογράφου ως προς τα λοιπά έξοδα,  το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο περιορίστηκε να απορρίψει τα σκέλη αυτά ως μη νόμιμα,  χωρίς να προβεί  σε επανυπολογισμό αυτών, εξετάζοντας τα σκέλη αυτά του λόγου ανακοπής ως την ουσιαστική τους βασιμότητα. Kατόπιν  αυτών, θα πρέπει να εξαφανισθεί η απόφαση ως προς το δεύτερο λόγο ανακοπής (στο σύνολό αυτού για λόγους ενότητας) και να ερευνηθεί ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Από την διάταξη του άρθρου 997 § 3 εδ. α’ ΚΠολΔ, που ορίζει ότι «σε όποιον επέβαλε την κατάσχεση και στους δανειστές που αναγγέλθηκαν δεν αντιτάσσεται η μεταγραφή ή η εγγραφή υποθήκης που έγινε μετά την εγγραφή της κατάσχεσης στο βιβλίο των κατασχέσεων, σε οποιονδήποτε τίτλο και αν στηρίζεται η υποθήκη», προκύπτει ότι είναι δυνατή η εγγραφή υποθήκης ή προσημείωσης και μετά την εγγραφή της αναγκαστικής κατάσχεσης στο οικείο βιβλίο, αλλά αυτή δεν έχει έννομα αποτελέσματα ως προς εκείνον που επέβαλε την κατάσχεση και τους δανειστές που αναγγέλθηκαν νομίμως και εμπροθέσμως, κατά το άρθρο 972 ΚΠολΔ (ΑΠ 1050/2015, ΑΠ 644/2011, ΑΠ  145/2004).  Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 975, 976, 977 § 1 και 1007 § 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι σε περίπτωση πλειστηριασμού κινητού ή ακίνητου πράγματος, αν συντρέχουν προνομιακές απαιτήσεις του άρθρου 975 με απαιτήσεις ασφαλιζόμενες με ενέχυρο ή υποθήκη του άρθρου 976 §§ 1-2 του ίδιου Κώδικα και δεν επαρκεί το πλειστηρίασμα, ικανοποιούνται οι προνομιακές απαιτήσεις του άρθρου 975 έως το ένα τρίτο (1/3) του ποσού του πλειστηριάσματος, που πρέπει να διανεμηθεί στους πιστωτές, τα δε άλλα δύο τρίτα (2/3), καθώς και το τυχόν υπόλοιπο του ενός τρίτου (1/3), διατίθενται για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των ενεχυρούχων και ενυπόθηκων πιστωτών του άρθρου 976 § 1-2 ΚΠολΔ. Από τα υπόλοιπα που απόμειναν από το ένα τρίτο ή τα δύο τρίτα, μετά την ικανοποίηση των απαιτήσεων των άρθρων 975 και 976 αριθ. 1 και 2, κατά το προηγούμενο εδάφιο, κατατάσσονται, ώσπου να καλυφθούν, οι απαιτήσεις της άλλης από τις προαναφερόμενες δύο κατηγορίες που δεν έχουν ικανοποιηθεί. Kατά την §1 του άρθρου 61 του ν.δ. 356/1974 «περί Κωδικός Εισπράξεων Δημοσίων Εσόδων» Κ.Ε.Δ.Ε., το Δημόσιο κατατάσσεται σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης κινητού ή ακινήτου για τις ληξιπρόθεσμες μέχρι την ημέρα του πλειστηριασμού από κάθε αιτία απαιτήσεις του μετά των πάσης φύσεως προσαυξήσεων και τόκων στην πέμπτη σειρά του άρθρου 975 Κ.Πολ.Δ και για τις μη ληξιπρόθεσμες από κάθε αιτία απαιτήσεις του κατατάσσεται συμμέτρως μετά των λοιπών δανειστών. Επομένως, όταν στην κατάταξη σε πλειστηριασμό ακινήτου συντρέχει προνομιακή απαίτηση του Δημοσίου με ενυπόθηκες απαιτήσεις ή και το πλειστηριασμό είναι ανεπαρκές, το Δημόσιο πρέπει να ικανοποιηθεί από το 1/3 του πλειστηριάσματος, το δε υπόλοιπο ποσό των 2/3 να διατίθεται στους ενυπόθηκους ή ενεχυρούχους δανειστές (ΑΠ 125/2006, ΑΠ 1708/2002,  ΕφΔωδ 191/2009 ό.π., ΕφΠατρ 189/2007 , ΕφΔωδ 19/2006, ΕφΔωδ 162/2005 ΕφΑθ 6200/2005, ΕφΠατρ 368/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αν υπάρξει περίσσευμα από τα 2/3, αυτό διατίθεται για την ικανοποίηση των απαιτήσεων του δημοσίου, οι οποίες δεν έχουν καλυφθεί με την κατάταξη στο 1/3 και μόνον εάν και πάλι απομείνει υπόλοιπο, δηλαδή έχουν ικανοποιηθεί οι γενικοί και ειδικοί προνομιούχοι, τότε κατατάσσονται οι εγχειρόγραφοι δανειστές (ΕφΠατρ 189/2007 ό.π., ΕΑ 6200/2005 ό.π., ΕφΠατρ 368/2004 ό.π., ΕφΛαρ 201/2002 ό.π., ΕφΛαρ 120/2001 ό.π., Β. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ., τόμος Ε”, σελ. 958, 959, I. Μπρίνια, Αναγκαστική Εκτέλεση, Τόμος Β\ σελ. 1132, 1133). Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1277, 1279 Α.Κ., 908 § Ι, 1005 § 3 και 1007 § Ιβ’, Κ.Πολ.Δ., επί προσημειώσεως, αν πριν την τροπή της σε υποθήκη έγινε αναγκαστικός πλειστηριασμός του ακινήτου,  η απαίτηση, υπέρ της οποίας έχει εγγραφεί η προσημείωση, κατατάσσεται προνομιακώς αλλά  τυχαίως, με  την αίρεση της τελεσίδικης επιδίκασής της και κατά τη σειρά της εγγραφής της προσημείωσης. Η τυχαία κατάταξη δικαιολογείται από το ότι στην περίπτωση αυτή η τροπή της προσημείωσης σε υποθήκη καθίσταται αδύνατη, εφόσον, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1005 § 3 του ΚΠολΔ και 1318 περ. 3 του ΑΚ από της καταβολής του πλειστηριάσματος από τον υπερθεματιστή επέρχεται απόσβεση της προσημείωσης, που έχει εγγραφεί επί του πλειστηριασθέντος ακινήτου και ο υπερθεματιστής έχει δικαίωμα να ζητήσει την εξάλειψη αυτής. Η άρση του τυχαίου χαρακτήρα της κατατάξεως προς είσπραξη του εκπλειστηριάσματος τελεί τότε υπό τον όρο μόνο της τελεσίδικης επιδικάσεως της απαιτήσεως (ΑΠ 2235/2009, ΕΠΟΛΔ 2010.209, ΕφΛαρ 510/2013 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2014.120, ΜΕφΔωδ  201/2017, ΕφΑθ 1069/2009 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Για  την περίπτωση ματαίωσης της αίρεσης ή του όρου της κατάταξης, η ασφαλιζόμενη με την προσημείωση απαίτηση θα διατεθεί κατά τον τρόπο που υποχρεούται ο υπάλληλος του πλειστηριασμού να προβλέψει στον πίνακά του (επικουρική κατάταξη) κατά το άρθρο 978 § ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 649/1994, ΝοΒ 1995.820 και ΕφΠατρ 411/2002 ΑχαΝομ 2003, 165). Εξάλλου, με την ανακοπή του άρθρου  979 § 2 ΚΠολΔ,  κατά του πίνακα κατάταξης, η οποία αποτελεί ειδικότερη μορφή της ανακοπής του άρθρου 583 ΚΠολΔ, δεν προσβάλλεται η εκτελεστική διαδικασία μέχρι τον πλειστηριασμό, αλλά μόνο η διαδικασία κατάταξης ενώπιον του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, που αρχίζει από την αναγγελία των απαιτήσεων των δανειστών του καθ’ού η εκτέλεση και λήγει με τη σύνταξη του πίνακα κατάταξης. Οι λόγοι της ανακοπής μπορεί να αναφέρονται είτε στην ύπαρξη ή στο μέγεθος της απαίτησης του δανειστή που κατατάχτηκε ή του προνομίου της ή σε προβολή ενστάσεων κατ’ αυτής είτε στην απλή αμφισβήτηση ή άρνηση της εν λόγω απαίτησης ή του προνομιακού χαρακτήρα και της κατάταξής της. Έννομο συμφέρον από τον επισπεύδοντα και τους αναγγελθέντες δανειστές, υπάρχει όταν η παραδοχή του αιτήματος της ανακοπής περιλαμβάνει όχι μόνο την ακύρωση της κατάταξης του καθ’ ού η ανακοπή, αλλά και τη δυνατότητα κατάταξης του ανακόπτοντος, με συνέπεια αν, παρά την ακύρωση της κατάταξης του καθ’ ού η ανακοπή, κριθεί ότι ο ανακόπτων δεν έχει δικαίωμα κατάταξης, η ανακοπή να απορρίπτεται ως απαράδεκτη για έλλειψη εννόμου συμφέροντος (ΑΠ 1227/2014, ΑΠ 120/2005, ΑΠ 450/2006, ΑΠ 1777/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η διαδικασία της κατάταξης είναι ενιαία, αλλά όχι αδιαίρετη και το δεδικασμένο από τη σχετική απόφαση περιορίζεται μόνο στους διαδίκους της δίκης επί της ανακοπής, χωρίς να επηρεάζει την έννομη θέση των άλλων δανειστών. Αυτό συνεπάγεται ότι το δικάζον δικαστήριο περιορίζεται στα όρια του αντικειμένου και αιτήματος της ανακοπής και δεν έχει εξουσία να προβεί αυτεπαγγέλτως σε αναδιάρθρωση του πίνακα κατάταξης υπέρ μη διαδίκων δανειστών με ισχυρότερα προνόμια από τον ανακόπτοντα, με συνέπεια στο αποδεσμευόμενο ποσό να κατατάσσεται μόνο ο τελευταίος, χωρίς να ωφελούνται οι αναγγελθέντες δανειστές που δεν άσκησαν ανακοπή, έστω και αν οι απαιτήσεις τους είναι εξοπλισμένες με ισχυρότερα προνόμια, οι οποίοι, μετά την άπρακτη παρέλευση της σχετικής προθεσμίας εκπίπτουν οριστικά (άρθρο 151 ΚΠολΔ) από το δικαίωμα να ασκήσουν ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης ή να αμφισβητήσουν την κατάταξη με οποιοδήποτε μέσο και τρόπο (ΟλΑΠ 27/2009, ΑΠ 555/2015,  ΑΠ 1227/2014,  ΑΠ 175/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Από την εκτίμηση των εγγράφων που προσκομίστηκαν, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά :  Με τη με αριθμ. ……../3-10-2007 έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού της 4ης  των καθ’ ων, συμβολαιογράφου Αθηνών, ………., πλειστηριάσθηκε αναγκαστικά το περιγραφόμενο στην έκθεση αυτή ακίνητο της οφειλέτιδας ………….,  ένα διαμέρισμα τύπου μεζονέτας με τα στοιχεία (Γ-1) και (Δ-1) των τρίτου (Γ) και τετάρτου (Δ) -πάνω από το ισόγειο -πυλωτή ορόφων, β) η με τα στοιχεία Υ-2 αποθήκη του υπογείου  ορόφου κα γ) η με τα στοιχεία Ρ-1 κλειστή θέση στάθμευσης αυτοκινήτου του ισογείου – πυλωτής της πολυκατοικίας που έχει ανεγερθεί σε οικόπεδο το οποίο βρίσκεται στη θέση … ή …. ή ….. της περιφέρειας του Δήμου Κορυδαλλού, μέσα στο εγκεκριμένο σχέδιο της πόλης αυτής και στην οδό ………, στην οποία φέρει τον αριθμό ………., με ΚΑΕΚ ……….. αντίστοιχα,   περιγράφονται ειδικότερα, κατά θέση και έκταση και όρια, στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης.  Ο πλειστηριασμός διενεργήθηκε με επίσπευση της 1ης  των καθ’ ων τραπεζικής ανώνυμης εταιρίας, προς ικανοποίηση απαιτήσεως της που της επιδικάσθηκε με την υπ’ αριθμ. …./2005 Διαταγή Πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, συνολικού  ύψους 176.031,22 €. Το παραπάνω ακίνητο κατακυρώθηκε για το ποσό των 187.285 € στην 1η  των καθ’ ων, επισπεύδουσα, ανώνυμη τραπεζική εταιρία –υπερθεματίστρια, η οποία κατά την ημέρα διενεργείας του πλειστηριασμού κατέβαλλε ως εγγύηση το ποσό των  41.935,00 €, το δε υπόλοιπο εκπλειστηρίασμα των 145.350,00 €, το κατέβαλε νομότυπα (βλ την με αρ. …………/31-10-2007 πράξη κατάθεσης υπολοίπου ποσού εκπλειστηριάσματος της υπαλλήλου του πλειστηριασμού). Στον πλειστηριασμό αυτό αναγγέλθηκαν, μεταξύ άλλων, νομότυπα κι  εμπρόθεσμα το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο, νόμιμα εκπροσωπούμενο από τους προϊσταμένους των Δ.Ο.Υ. Γλυφάδας, Κορυδαλλού και Μοσχάτου, με τις με αριθμ. πρωτ. ……./8-10-2007, ……../8-10-2007 και ……../8-10-2007 αναγγελίες τους αντίστοιχα,   ο πρώτος για ποσό  ύψους 54.674,67 €, (34.672,64 € για κεφάλαιο-τόκους και 20.002,03 € για προσαυξήσεις) ο δεύτερος  ποσό  6.106,83 €, (4.267,92 € για κεφάλαιο τόκους 1.838,91 € για προσαυξήσεις) και ο τρίτος ποσό  218,17 €, (168,60 € για κεφάλαιο-τόκους, 49,57 € για προσαυξήσεις). Οι άνω απαιτήσεις ήταν ληξιπρόθεσμες,  ώστε, ανεξαρτήτως της αιτίας από την οποία προέρχονται, έχουν το χαρακτήρα προνομιακών απαιτήσεων, της  5ης  σειράς του προνομίου της διάταξης του άρθρου 975 ΚΠολΔ (άρθρο 61 του ΚΕΔΕ βλ. ΑΠ 352/1999 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στον επίδικο πλειστηριασμό αναγγέλθηκαν, επίσης, σύμφωνα με τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης, οι ακόλουθοι δανειστές: α) Το Γ’ ΤΑΜΕΙΟ ΕΙΣΠΡΑΞΗΣ ΕΣΟΔΩΝ ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ΑΘΗΝΩΝ με την με αριθμό ………../12-10-2007 αναγγελία του, για 9.864,78 €, το οποίο αφορά απαιτήσεις του που προκύπτουν από ασφαλιστικές εισφορές β) Το Γ’ ΤΑΜΕΙΟ ΕΙΣΠΡΑΞΗΣ ΕΣΟΔΩΝ ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ΑΘΗΝΩΝ με την με αριθμό ……../12-10-2007 αναγγελία του, για συνολικό ποσό απαίτησης (74.472,80) €. γ) Το Γ ΤΑΜΕΙΟ ΕΙΣΠΡΑΞΗΣ ΕΣΟΔΩΝ ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ΑΘΗΝΩΝ με την με αριθμό ………/12-10-2007 αναγγελία του, για συνολικό ποσό απαίτησης (211,33) €, δ) Το Ταμείο Ασφαλίσεως Ξενοδοχοϋπαλλήλων (Ν.Π.Δ.Δ) που εδρεύει στην Αθήνα (…………), με την από 14-9-2005 αναγγελία του, για συνολικό ποσό απαίτησης, (2.773,84) €,  ε) Ο 3ος των καθ’ ων, ……….., με την από 30-8-2005 αναγγελία του, για το ποσό των 16.833,00 €, νομιμοτόκως από 23-2-2005 με τον εκάστοτε ισχύοντα τόκο υπερημερίας, στ) η 2η  των καθ’ ων, ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία “…………”, με την από 15-10-2007 αναγγελία της, για συνολικό ποσό απαίτησης 23.881,38 € πλέον τόκων και εξόδων μέχρι εξοφλήσεως, και ζ) η 1η καθ’ ών  επισπεύδουσα ανώνυμη τραπεζική εταιρία,  με την από 11-10-2007 αναγγελία της για συνολικό ποσό απαίτησης 241.119,45 € πλέον τόκων και εξόδων μέχρι εξοφλήσεως. Επειδή, όμως, το πλειστηρίασμα των 187.285 € δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση όλων των αναγγελθέντων δανειστών, η υπάλληλος του πλειστηριασμού συμβολαιογράφος συνέταξε τον προσβαλλόμενο υπ’ αριθμ. ………../18-1-2008 πίνακα κατατάξεως δανειστών, με τον οποίο, αφού προαφαίρεσε το ποσό των 8.159,12 € για έξοδα αναγκαστικής εκτελέσεως (βλ. σελ. 19-23 του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης) κατατάσσοντας την ίδια (ως υπάλληλο του πλειστηριασμού) προνομιακά και οριστικά στο ποσό των 299,12 €, στο υπόλοιπο προς διανομή πλειστηρίασμα των (187.285 – 8.159,12) 179.125.88 € κατέταξε: α. προνομιακά και οριστικά το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο, ως γενικό προνομιούχο στο 1/3 του διανεμητέου πλειστηριάσματος δηλαδή για ποσό 59.708,53 € και ειδικότερα :  1) τη ΔΟΥ Γλυφάδας για ποσό 53.517,50 €, 2) τη  ΔΟΥ Κορυδαλλού  για ποσό 5.977,58 €, και 3) τη ΔΟΥ  Μοσχάτου για ποσό 213,55 €, που καλύπτονταν με γενικό προνόμιο. β. Στα 2/3 του πλειστηριάσματος δηλαδή για ποσό 119.417.25 €, προνομιακά  την 1η των  καθ’ ων,  για απαίτησή της  ύψους 204.000 €, ασφαλισμένη, κατά τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης, με προσημείωση υποθήκης, δυνάμει της υπ’ αριθ. 25744Σ/2003 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών,  υπό την αίρεση της τελεσίδικης επιδίκασής της.  Επικουρικά δε, για την περίπτωση μη πλήρωσης της ως άνω αιρέσεως, κατέταξε συμμέτρως τους 1η των καθ΄ών, 2η  των καθ’ ων και 3ο  των καθ’ ων.   Εξάλλου, όπως  προκύπτει από το με αριθμ. ………/16-6-2005 πιστοποιητικό βαρών του Υποθηκοφυλακείου Νίκαιας, το οποίο παρατίθεται και στον προσβαλλόμενο πίνακα και τα με αρ. …/1-7-2005 και  …../23-11-2005 πιστοποιητικά βαρών ιδίου  του Υποθηκοφυλακείου Νίκαιας, επί του εκπλειστηριασθέντος ακινήτου και κατά της καθ’ ής η εκτέλεση υπήρχαν τα εξής βάρη : 1)  με ημερομηνία εγγραφής  9-7-2003 προσημείωση υποθήκης, για το ποσό των 204.000 € υπέρ της «……….», 1ης  των καθ’ ων, δυνάμει της με αριθμ. 26744Σ/2003 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, προς εξασφάλιση απαιτήσεως της από τη με αριθμ. ……./11.6.2003 σύμβαση στεγαστικού δανείου, μετά της από 11/6/2003 πρόσθετης συμπληρωματικής πράξης της, 2) με ημερομηνία εγγραφής  15-6-2005 αναγκαστική κατάσχεση για το ποσό των 176.031.22 € υπέρ της ιδίας ως άνω δανείστριας, δυνάμει της με αριθμ. ……../1-4-2005 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, προς εξασφάλιση απαιτήσεως της από την ίδια σύμβαση στεγαστικού δανείου, 3) με ημερομηνία εγγραφής 30-6-2005 προσημείωση υποθήκης για το ποσό των 16.833 € υπέρ του ………..,  3ου  των καθ’ ών, προς εξασφάλιση χρηματικής του απαίτησης από διαταγή πληρωμής και 4) με ημερομηνία εγγραφής 22-11-2005  υποθήκη υπέρ της ………….., 3ης  των καθ’ ών, προς εξασφάλιση χρηματικής της απαίτησης από τελεσίδικη διαταγή πληρωμής. (βλ. σελ. 24 του πίνακα κατάταξης). Με βάση όμως τα όσα προεκτέθηκαν, εφόσον οι υπό στοιχ. 3 και 4  εμπράγματες ασφάλειες εγγράφηκαν μετά την επιβολή της αναγκαστικής κατάσχεσης, βάσει της οποίας διενεργήθηκε ο πλειστηριασμός, οι   αναγγελθείσες απαιτήσεις της 2ης  και του 3ου  των καθ’ ών δεν αντιτάσσονται κατ` εφαρμογή της § 3 του άρθρου 997 του ΚΠολΔ, απέναντι στους άλλους δανειστές που αναγγέλθηκαν, δηλαδή είναι εγχειρόγραφες. Για την περίπτωση επομένως που η κατάταξη της 1ης των καθ’ ών, προσημειούχου δανείστριας, η οποία κατατάχθηκε προνομιακά αλλά τυχαίως, ματαιωνόταν, στην πρώτη σειρά της επικουρικής κατάταξης   προηγείτο το Ελληνικό Δημόσιο με το ειδικό προνόμιο της διάταξης του άρθρου 975  § 5 ΚΠολΔ,  κατά το υπόλοιπο της απαίτησής του που δεν είχε ικανοποιηθεί από το 1/3 του πλειστηριάσματος (βλ. ΑΠ 2352/2009 οπ.), δηλαδή  αυτό των 1.415,67 €, που αναλύεται αναλογικά και συμμέτρως σε  1.157,17 €, για την απαίτηση της ΔΟΥ Γλυφάδας (54.674,67-53.517,50) 129,25 € για την απαίτηση της ΔΟΥ Κορυδαλλού   (6.106,83 – 5.977,58) και  4,62 € για την απαίτηση της ΔΟY Μοσχάτου  (218,17 – 213,55). Κατόπιν θα κατατάσσονταν συμμέτρως οι εγχειρόγραφοι  δανειστές, δηλαδή οι  2η και 3η των καθ΄ών (προφανώς όχι και η 1η των καθ΄ών, αφού θα ματαιωνόταν τελείως η κατάταξή της, όμως  το ζήτημα ποιός από τους δανειστές θα κατατασσόταν στη συνέχεια, δεν είναι αντικείμενο της παρούσας ανακοπής). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι οι 2η και 3η των καθ’ ών η ανακοπή ήταν εγχειρόγραφοι δανειστές έναντι του Δημοσίου, όμως απέρριψε στη συνέχεια τον πρώτο λόγο ανακοπής αυτού,  λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος, με το σκεπτικό ότι η απαίτηση της 1ης των καθ΄ών η ανακοπή είχε καταστεί ήδη τελεσίδικη πριν τη διενέργεια του πλειστηριασμού  και είχε τραπεί  η προσημείωση σε υποθήκη. Ωστόσο,   η 1η των καθ΄ών η δεν άσκησε  η ίδια ανακοπή του άρθρου 979 § 2 ΚΠολΔ προσβάλλοντας την τυχαία κατάταξή της, ώστε ως προς αυτήν έχει καταστεί ο ανωτέρω τρόπος κατάταξης (τυχαίος) οριστικός, χωρίς να  μπορεί να αμφισβητήσει αυτόν ωφελούμενη   από την ανακοπή άλλου δανειστή, η δε ικανοποίησή της εξαρτάται πλέον από την απόδειξη της τελεσιδικίας της απαίτησής της.  Συνεπώς το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο, εφόσον η κατάταξη της πρώτης των καθ΄ών  είναι οριστικά προνομιακή αλλά τυχαία,  δεν στερείται του εννόμου συμφέροντος να προσβάλλει τον τρόπο επικουρικής κατάταξης, ώστε σε περίπτωση ματαίωσης της αίρεσης να καταταγεί πρώτο για το μη ικανοποιηθέν τμήμα της απαίτησής του στο 2/3 του πλειστηριάσματος. Κατόπιν αυτών θα πρέπει να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο επαναφέρεται ο πρώτος λόγος της ανακοπής, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και ως προς τον άνω λόγο ανακοπής, να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και να μεταρρυθμισθεί ο ανακοπτόμενος πίνακας κατάταξης δανειστών, ως προς την επικουρική κατάταξη, ώστε  στα 2/3 του πλειστηριάσματος για την περίπτωση μη τελεσιδικίας της απαίτησης της κυρίως καταταγείσας 1ης των καθ’ ών,   καταταγεί το Ελληνικό Δημόσιο πρώτο στη σειρά για το τμήμα της απαίτησής του των 1.415,67 €, που δεν είχε ικανοποιηθεί από το 1/3 και στη συνέχεια οι εγχειρόγραφοι δανειστές, όπως προεκτέθηκε και  ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

Εξάλλου από τα ίδια αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκαν επιπλέον ως προς τα ποσά των δικαστικών εξόδων (δεύτερος λόγος ανακοπής)  και  τα εξής :  Όπως εκτέθηκε η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος, 4η των καθ΄ών, προαφαίρεσε   για έξοδα εκτέλεσης το ποσό των 8.159,12 €, από  το οποίο 105,77 €  απέδωσε στην επισπεύδουσα εταιρεία για τέλη και έξοδα απογράφου και  5.252,08 € παρακράτησε και απέδωσε στον δικαστικό επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ………… Περαιτέρω, ορθώς, όπως εκτέθηκε σε προηγούμενη σκέψη,   παρακράτησε το ποσό  των 1.130,27 €  για  το ½ των δικαιωμάτων της  περίληψης κατασχετήριας έκθεσης. Περαιτέρω παρακράτησε : 1) το ποσό των 309,50 € για τέλη και δικαιώματα της έκθεσης πλειστηριασμού με 3 αντίγραφα, 2)  844,50 € για  τέλη και δικαιώματα του πίνακα κατάταξης (55 € για πάγια δικαιώματα, 52 € για 13 πρόσθετα φύλλα, 3 € για μεγαρόσημο και 734,50 € για 13 αντίγραφα) 3)  127 € για τέλη και  δικαιώματα της -πρόσκλησης δανειστών με 13 αντίγραφα και τέλος 4) για 13 κοινοποιήσεις της πρόσκλησης δανειστών μετά του πίνακα και δικαιώματα δικαστικού επιμελητή 390,00 €. Ωστόσο,  (υπό 1) κατά τις διατάξεις της με αρ.  ΥΑ 40330/18-4-2005 που ίσχυε κατά  το χρόνο διενέργειας του πλειστηριασμού,  η αμοιβή του συμβολαιογράφου για σύνταξη της έκθεσης πλειστηριασμού (άρθρο 3 εδ.α)  ανέρχεται στο ποσό των 12 € η πάγια αμοιβή (άρθρο 1 εδ.α) +   77 € (το ανώτερο όριο)  + 12 πρόσθετα φύλλα  Χ 4  (άρθρα 3 εδ .α και 4) =  137  + 3 αντίγραφα Χ 4Χ 12 = 144 και σύνολο 281 €, ώστε εσφαλμένα η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος,  προαφαίρεσε ποσό 390-281 = 109 €.  (Υπό 2) Για τη  σύνταξη του πίνακα κατάταξης  (άρθρο 2 περ. β’) η αμοιβή του συμβολαιογράφου  ανέρχεται σε 55 € + 4 Χ 13 πρόσθετα φύλλα = 107 €, ενώ  στα  έξοδα εκτελέσεως δεν   συγκαταλέγεται η αμοιβή του για έκδοση 13 αντιγράφων, διότι με βάση τα όσα  προαναφέρθηκαν, δεν απαιτείται από  το νόμο η έκδοση αυτών, ώστε αν αυτά εκδοθούν η σχετική δαπάνη δεν βαρύνει το πλειστηρίασμα. Συνεπώς εσφαλμένα η 4η των καθ΄ών προαφαίρεσε για την αιτία αυτή 844 € – 107 = 737 €. (Υπό 3) Για την σύνταξη της πρόσκλησης δανειστών (άρθρο 1 § α και 4)   δικαιούται αμοιβής 12 € + 4 για το 2 φύλλο = 16 €  και για αντίγραφα της αυτής 4 Χ 2 φύλλα Χ 13 αντίγραφα = 104 € και συνολικά 120 €, ώστε εσφαλμένα προαφαίρεσε 127 -120 = 7 €. (Υπό 4) Για κοινοποιήσεις της πρόσκλησης  δανειστών,  σύμφωνα με άρθρο Αα της ΚΥΑ  2/52621/27-10-2005 έπρεπε να προαφαιρέσει (19,20  €  Χ 13 κοινοποιήσεις)  το ποσό των 249,60 €, καθώς δεν προέκυπτε ότι οι εκθέσεις επιδόσεως είχαν επιπλέον φύλλα, ή οι προσκλήσεις επιδόθηκαν με θυροκόλληση,  αφού δεν προσκομίζονται και δεν καταγράφηκαν σχετικώς  στον πίνακα κατατάξεως, ώστε εσφαλμένα η 4η των καθ΄ών για δικαιώματα του δικαστική επιμελητή  προαφαίρεσε για την αιτία αυτή  (390 – 249,60) το ποσό των  140,40 €. Συνολικά, δηλαδή η  ως άνω υπάλληλος του πλειστηριασμού μη νόμιμα προαφαίρεσε ως έξοδα εκτέλεσης  υπέρ της το συνολικό ποσό των 979,40 €  (109  + 737  + 7 + 140,40) €, στο οποίο θα πρέπει να καταταγεί  το ανακόπτον, καθώς η ανακοπή ωφελεί μόνο αυτό (ΑΠ 175/2012 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΛαρ 170/2015 ΤΝΠ ΔΣΑ). Κατόπιν αυτών ο σχετικός λόγος της ανακοπής πρέπει να γίνει δεκτός εν μέρει και ως ουσιαστικά  βάσιμος και στο απελευθερούμενο άνω συνολικό ποσό των  979,40 €  να καταταγεί προνομιακά και οριστικά το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο συμμέτρως και αναλογικά δια των προϊσταμένων των ΔΟΥ Γλυφάδας, Κορυδαλλού (ήδη Ε’ Πειραιώς) και Μοσχάτου.    Τα δικαστικά έξοδα θα πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολο τους μεταξύ των διαδίκων, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρο 179 ΚΠολΔ). Τέλος, ο ορισμός παραβόλου ανακοπής ερημοδικίας δεν  κρίνεται σκόπιμος, διότι η απόφαση τούτη δεν προσβάλλεται με ανακοπή ερημοδικίας, (βλ. άρθρο 937 § 1-β ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ  αντιμωλία της δεύτερης εφεσίβλητης και ερήμην της πρώτης, τρίτου και τέταρτης εφεσίβλητων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη υπ’ αρ. 5760/2012 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ως προς την από 27.2.2008 και με αριθ. κατ. ………./2008 ανακοπή.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει την ένδικη ανακοπή.

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν εν μέρει.

ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΖΕΙ τον  υπ’ αριθ. ……./18-1-2008 πίνακα κατάταξης της συμβολαιογράφου  Αθηνών ……..:  α) ως προς την επικουρική κατάταξη,  για την περίπτωση μη  πλήρωσης της αίρεσης   τελεσίδικης επιδίκασης  της απαίτησης της  κυρίως καταταγείσας πρώτης των καθ’ ών, ώστε  να καταταγεί προνομιακά και  επικουρικά,  στο 2/3 του πλειστηριάσματος στην πρώτη σειρά αυτής,  το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο για το τμήμα της απαίτησής του των χιλίων τετρακοσίων δέκα πέντε ευρώ και εξήντα επτά λεπτών (1.415,67) €, που δεν είχε ικανοποιηθεί από το 1/3 του πλειστηριάσματος και ειδικότερα συμμέτρως η ΔΟΥ Γλυφάδας, Κορυδαλλού (ήδη Ε’ Πειραιώς) και Μοσχάτου, ήτοι ποσό χιλίων εκατόν πενήντα επτά ευρώ και δέκα επτά λεπτών (1.157,17) €, για την  ΔΟΥ Γλυφάδας, εκατόν είκοσι εννιά ευρώ και είκοσι πέντε λεπτών  (129,25) € για την  ΔΟΥ Κορυδαλλού  και  τεσσάρων ευρώ και εξήντα δύο λεπτών (4,62) € για την ΔΟY Μοσχάτου  και κατόπιν, για  το ποσό που απομένει, συμμέτρως οι λοιποί εγχειρόγραφοι δανειστές, όπως αναφέρονται στον πίνακα κατάταξης. β)  ως προς το ποσό των εξόδων που προαφαίρεσε από το πλειστηρίασμα υπέρ της,  η  επί του πλειστηριασμού υπάλληλος, το οποίο αφού περιορισθεί κατά το ποσό των  εννιακοσίων εβδομήντα εννιά ευρώ και σαράντα λεπτών (979,40) €, καταταγεί σ΄αυτό  προνομιακά και οριστικά το ανακόπτον, συμμέτρως και αναλογικά δια των προϊσταμένων των ΔΟΥ Γλυφάδας, Κορυδαλλού (ήδη Ε’ Πειραιώς) και Μοσχάτου.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 5.11.2021.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ