Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 522/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός απόφασης  522/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ……………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ : ………….., τον οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος Μαρία Λειβιδιώτου-Σαξώνη.

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : ναυτικής εταιρίας ………….., την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος Στέφανος Λύρας, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Ο εκκαλών-εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 19.12.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………../20.12.2018 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 1672/2020 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που την δέχθηκε εν μέρει, ως και ουσιαστικά βάσιμη.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αμφότερα τα διάδικα μέρη και συγκεκριμένα ο ενάγων και ήδη εκκαλών – εφεσίβλητος, με την από 14.7.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………./22.7.2020 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………./23.7.2020 έφεση και η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα – εφεσίβλητη ναυτιλιακή εταιρεία, με την από 25.8.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………/26.8.2020 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………../26.8.2020 έφεση, που προσδιορίστηκαν να συζητηθούν κατά την στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν με τη σειρά τους από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν τις απόψεις τους αναφερόμενοι στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν και προκατέθεσαν αντίστοιχα.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Οι κρινόμενες αντίθετες: α) από 14.7.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου …………./22.7.2020 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………../23.7.2020 και β) από 25.8.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………./26.8.2020 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………./26.8.2020 εφέσεις των εκκαλούντων, αφενός του ………. και αφετέρου της εδρεύουσας στην Αθήνα νομίμως εκπροσωπουμένης ανώνυμης ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…………», που στρέφονται κατά της υπ’αριθμ.1672/2020 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών (άρθρα 614, 621, 622 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχθηκε εν μέρει, ως και ουσιαστικά βάσιμη, την από 19.12.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/20.12.2018 αγωγή του πρώτου κατά της δεύτερης, ασκήθηκαν  νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 2 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015) και 520 § 1  ΚΠολΔ,   δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε διετία από την δημοσίευση της, αρμοδίως δε φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει, επομένως, οι ένδικες εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 ΚΠολΔ, να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι, αν και οι εφέσεις ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν.4055/2012, δεν απαιτείται για το παραδεκτό τους η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς, ως εργατικής.

ΙΙ. Ο ενάγων, ήδη εκκαλών-εφεσίβλητος, στην από 19.12.2018 αγωγή του, ισχυρίστηκε ότι δυνάμει διαδοχικών προσυμφώνων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου ναυτολογήθηκε, με την ειδικότητα του ναύτη, στο υπό ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο «Κ», πλοιοκτησίας από 1.11.2017 της εναγομένης εταιρείας, που είχε αναθέσει τον εφοπλισμό του από 1.11.2016 έως 31.10.2017 στις αναφερόμενες εταιρείες, κατά τα αναφερόμενα χρονικά διαστήματα της χρονικής περιόδου από 10.4.2017 μέχρι τις 22.11.2017, που απολύθηκε, κατόπιν καταγγελίας εκ μέρους του της εργασιακής σχέσης, λόγω μη καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών του, για την εκτέλεση εργασιών επισκευής και συντήρησης, αντί συμφωνημένου μηνιαίου κλειστού μισθού 2.845,96 ευρώ και σύμφωνα με τους όρους της ισχύουσας συλλογικής σύμβασης ναυτικής εργασίας (ΣΣΝΕ) για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων και ότι καθ’ όλη την διάρκεια των ναυτολογήσεων του πραγματοποιούσε υπερωρίες, εφόσον εργαζόταν καθημερινά επί 9 ώρες, κατά δε τα Σάββατα και τις αργίες επί 6 ώρες και τις Κυριακές 4 ώρες, χωρίς να λαμβάνει ολόκληρες τις αποδοχές, που δικαιούνταν, ούτε ολόκληρη τη νόμιμη υπερωριακή αμοιβή του, εφόσον μόνο οι υπερωρίες τα Σάββατα και τις αργίες περιλαμβάνονταν στον συμφωνημένο μισθό του, ενώ δεν έλαβε ούτε το ποσό που εδικαιούτο για αναλογία δώρου εορτών Χριστουγέννων 2017, μήτε του καταβλήθηκε η προβλεπόμενη αποζημίωση απόλυσης, ενώ ο πλοίαρχος προσέβαλε παράνομα και υπαίτια την προσωπικότητα του και συγκεκριμένα την επαγγελματική τιμή και υπόληψη του, καθόσον αρνήθηκε να παραλάβει την καταγγελία του και ανέγραψε ψευδώς στο ναυτικό του φυλλάδιο, ως λόγο απόλυσης, παράνομη απουσία του από το πλοίο, που είχε, ως δυσμενείς συνέπειες, να του ασκηθεί πειθαρχική δίωξη για το εν λόγω παράπτωμα και να δημιουργηθεί επιφυλακτικότητα και δυσπιστία στους μελλοντικούς εργοδότες του για την πρόσληψη του, αλλά και στους συναδέλφους του ότι δεν εκτελεί τα καθήκοντα του, με αποτέλεσμα να υποστεί ηθική βλάβη και να δικαιούται χρηματική ικανοποίηση 20.000 ευρώ. Με βάση τα περιστατικά αυτά ζητούσε ο ενάγων, κυρίως με βάση την ενδοσυμβατική και αδικοπρακτική ευθύνη της εναγομένης και επικουρικά με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, να υποχρεωθεί αυτή να του καταβάλει το συνολικό χρηματικό ποσό των 32.414,24 ευρώ για τις ανωτέρω αιτίες, όπως αναλυτικά εκτίθενται τα επιμέρους ποσά, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απολύσεως του, άλλως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, ακολούθως την έκανε εν μέρει δεκτή, κατ’ουσίαν, απορρίπτοντας, ως ουσιαστικά αβάσιμα τα κονδύλια περί υπερωριακής απασχόλησης, αποζημίωσης απόλυσης και χρηματικής ικανοποίησης και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων διακοσίων πενήντα πέντε ευρώ και οκτώ λεπτών (4.255,08) για διαφορές αποδοχών και αναλογία δώρου Χριστουγέννων, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης του.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους αμφότεροι οι διάδικοι για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την τυπική και ουσιαστική παραδοχή των εφέσεων τους, κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια, την εξαφάνιση, άλλως μεταρρύθμιση της εκκαλούμενης αποφάσεως, την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή και απόρριψη της αντιστοίχως. Επιπλέον, η εκκαλούσα-εναγομένη ζητεί την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση, που βρίσκονταν πριν την εκτέλεση της εκκαλουμένης, με την επιστροφή του ποσού των 1.500 ευρώ, κατά το οποίο κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, νομιμοτόκως από της  εκδόσεως της αποφάσεως του παρόντος Δικαστηρίου.

Διευκρινίζεται ότι το αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση είναι νόμιμο (άρθρο 914 ΚΠολΔ), πλην του παρεπομένου αιτήματος επιδίκασης τόκων από την ημερομηνία εκδόσεως της παρούσας απόφασης, το οποίο είναι νόμιμο από την επίδοση αυτής, εφόσον στο μείζον αίτημα περιλαμβάνεται και το έλασσον, καθόσον πριν από την έκδοση της περί επαναφοράς των πραγμάτων απόφασης, δεν υπάρχει απαίτηση για επιστροφή των καταβληθέντων, δυνάμει προσωρινώς εκτελεστής απόφασης και, κατά τα άρθρα 340, 345 και 346 ΑΚ, απαιτείται επίδοση της απόφασης, για να επέλθει όχληση (ΕφΑθ 490/2010 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

III. Από την διάταξη του άρθρου 216 § 1 ΚΠολΔ, στην οποία προβλέπεται ότι το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την  άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα, προκύπτει ότι η χωρίς πληρότητα αναφορά των περιστατικών αυτών καθιστά την αγωγή αόριστη και οδηγεί στην απόρριψη της, ως απαράδεκτης, για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης, η οποία  αποτελεί και προϋπόθεση του παραδεκτού της (ΑΠ 1611/2008 Δ 2008/1131, ΑΠ 187/2006 Δ 2006/907), δεδομένου ότι επί ελλιπούς ή ασαφούς αγωγής το Δικαστήριο δεν μπορεί να προχωρήσει στην εκτίμηση των ισχυρισμών του ενάγοντος από νομική και ουσιαστική άποψη, εκτός αν πρόκειται για επουσιώδεις ελλείψεις, οι οποίες είναι δυνατόν, κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ να συμπληρωθούν, να διευκρινιστούν και να διορθωθούν με τις προτάσεις. Ειδικότερα, όταν πρόκειται για αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών ναυτικού, στοιχεία της βάσης της, τα οποία ο ενάγων οφείλει να επικαλεστεί και, αν αμφισβητηθούν, να αποδείξει είναι, σύμφωνα με το άρθρο 53 ΚΙΝΔ, η σύμβαση ναυτολόγησης, η παροχή από τον ενάγοντα ναυτικό της εργασίας του στον πλοιοκτήτη και ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, σε συνδυασμό με τη χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να εφαρμοστεί η αρμόζουσα ΣΣΝΕ. Για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής αυτής δεν είναι, αντιθέτως, απαραίτητο να αναφέρεται το είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών που εκτελέστηκαν, εφόσον αυτό προκύπτει από την αναφορά της ειδικότητας και του βαθμού του ενάγοντος, δεδομένου ότι το είδος και η φύση των καθηκόντων κάθε ναυτικού και των εργασιών που αυτός εκτελεί κατά τον πλου ή όταν το πλοίο ναυλοχεί καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες (ΑΠ 365/2005 ΕλΔνη 47/1663, ΑΠ 225/2002 Δνη 44/160, ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ 147/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 994/2007 ΕΝαυτΔ 2007/385, ΠειρΝομ. 2008/199, ΕφΠειρ 857/2006 ΕΝαυτΔ 2006/268, ΕφΠειρ 567/2005 ΕΝαυτΔ 2005/345, ΕφΠειρ 124/2003 ΕΝαυτΔ 2003/130, Α. Βερνάρδος, Το δίκαιον της ναυτικής εργασίας, 1980, σελ. 99). Η τελευταία αυτή παραδοχή εντάσσεται ομαλά στο υιοθετούμενο από τον Έλληνα δικονομικό νομοθέτη σύστημα του ουσιαστικού ή συγκεκριμένου προσδιορισμού του αντικειμένου της πολιτικής δίκης, υπό την σύγχρονη εκδοχή του, της λειτουργίας του κανόνα δικαίου (Ν. Νίκα, Πολιτική Δικονομία, ΙΙ, 2005, § 60, σελ. 142 επομ. και Κ. Μακρίδου, Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, δ έκδοση, σελ. 24 επομ.), κατά το οποίο δεν είναι απαραίτητη η αναφορά στο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο των περιστατικών εκείνων που δεν αποτελούν στοιχείο του πραγματικού του κανόνα δικαίου, που, ανάλογα με τα γεγονότα που αποτυπώνονται σ’ αυτό, καλείται εκάστοτε σε εφαρμογή, όταν τα ελλείποντα περιστατικά καθορίζονται χωρίς προϋποθέσεις, δηλαδή κατά τρόπο γενικό και ανεξαίρετο από το νόμο. Περαιτέρω, ομοίως επί αγωγής με την οποία διώκεται η επιδίκαση αμοιβής, λόγω  υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές, τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, για το ορισμένο αυτής αρκεί να αναφέρεται, εκτός από την εργασιακή σχέση και τους όρους αυτής, η παροχή εργασίας κατά τις εν λόγω ημέρες, η συνολική ημερήσια ή μηνιαία διάρκεια αυτής, είτε κατά μέσο όρο, το σύνολο των ημερών αυτών, που απασχολήθηκε ο εργαζόμενος, καθώς και το χρονικό διάστηµα στο οποίο αντιστοιχούν, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω αναφορά στο είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών, που εκτελέσθηκαν, εφόσον σε αυτήν αναφέρεται η ειδικότητα και ο βαθμός του ναυτικού,  ούτως ώστε το είδος των καθηκόντων κάθε ναυτικού και των εργασιών που εκτελεί αυτός, κατά τον πλου ή όταν το πλοίο ναυλοχεί, καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες, εφόσον βεβαίως δεν πρόκειται για εργασίες που αμείβονται ειδικώς με βάση τις Συλλογικές Ναυτικές Συμβάσεις. Επίσης, δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για το ορισμένο της αγωγής αυτής, να αναφέρεται ο χρόνος έναρξης και λήξης της εργασίας, η διάρκεια διακοπής της, ο χρόνος έναρξης και λήξης της υπερωριακής απασχόλησης συγκεκριμένες ημέρες, αφού αυτός ορίζεται από το νόμο καθ’υπέρβαση του νομίμου ωραρίου, είτε αφορά εργασία σε μη εργάσιμες ημέρες, μήτε απαιτείται ειδικότερος προσδιορισμός των ημερών με ακριβείς ημεροχρονολογίες και των ωρών της ημέρας κατά τις οποίες απασχολήθηκε ο ενάγων υπερωριακώς,  ούτε η ανάγκη η οποία παρέστη για την εκτέλεση της και το πρόσωπο από το οποίο δόθηκε η σχετική εντολή, καθώς και τα δρομολόγια του πλοίου (ΑΠ 1600/2006 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 496/2015, ΕφΠειρ 994/2007 ΠειρΝομ 2008 199, ΕφΠειρ 140/2004 ΕΝΔ 2004.114, ΔΕΕ 2004.1043, ΕφΠειρ 892/2002, ΕφΠειρ 901/2002, ΕφΠειρ 1312/1997, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Σε περίπτωση δε αμφιβολίας περί της πληρότητας ή όχι των αναγκαίων γεγονότων, λογίζεται έγκυρη η αγωγή, εφόσον οι ελλείψεις του δικογράφου της δεν δυσχεραίνουν την άσκηση ανταπόδειξης από τον εναγόμενο (ΕφΠειρ 33/2002 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ενόψει τούτων, η ένδικη αγωγή, με την οποία ο ενάγων εκθέτει ότι ναυτολογήθηκε στο αναφερόμενο ακτοπλοϊκό πλοίο, πλοιοκτησίας της εναγομένης, ως ναύτης, αντί συμφωνημένου μηνιαίου κλειστού μισθού 2.845,96 ευρώ και σύμφωνα με τους όρους της ισχύουσας συλλογικής σύμβασης ναυτικής εργασίας (ΣΣΝΕ) για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων έτους 2016 και ότι παρέσχε σε αυτό τις υπηρεσίες της ειδικότητας του, κατά τα εκτιθέμενα ειδικότερα χρονικά διαστήματα, απασχολούμενος επί 9 ώρες ημερησίως τις καθημερινές και με την οποία  ζητεί να του καταβληθούν, μεταξύ άλλων, διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών και αμοιβή από υπερωριακή εργασία 1 ώρας πέραν από το οκτάωρο κατά τις καθημερινές, είναι ορισμένη και σαφής, αφού περιέχει όλα τα απαιτούμενα στοιχεία, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στην μείζονα σκέψη. Επομένως, ο πρώτος λόγος της υπό κρίση έφεσης της εναγομένης, με τον οποίο παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τη σχετική ένσταση της περί απαραδέκτου, λόγω αοριστίας, της ένδικης αγωγής, διότι δεν εξειδικεύεται σε αυτή τι συμπεριλαμβάνεται στον συμβατικό μισθό, μήτε ο ενάγων προσδιόρισε επακριβώς σε ποιες αποδοχές και επιδόματα εκ των προβλεπομένων στην ανωτέρω ΣΣΝΕ αντιστοιχεί το ποσό, που ζητεί για διαφορά δεδουλευμένων αποδοχών και για ποιες αιτίες έλαβε το ποσό, που συνομολογεί ότι του καταβλήθηκε έναντι τούτων και αν είναι μικτό συμπεριλαμβανομένων των ασφαλιστικών κρατήσεων και φόρων, είναι απορριπτέος, ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον δεν απαιτείται για την πληρότητα και σαφήνεια της ιστορικής βάσης της αγωγής η παράθεση τέτοιων στοιχείων και δεν καθίσταται αόριστο το δικόγραφο, επειδή δεν παρατίθενται οι προβλεπόμενες από την ισχύουσα ΣΣΕ αποδοχές και επιδόματα, που περιλαμβάνονται στον συμφωνημένο μισθό και δεν  καθορίζεται σε ποιες αιτίες αφορούν οι γενόμενες καταβολές και αν πρόκειται για καθαρά ή ακαθάριστα ποσά (ΑΠ 2126/2007 ΔΕΝ 2009, 478) και δεν γίνεται συνυπολογισμός στις καταβολές των νομίμων παρακρατήσεων, ως αβασίμως υποστηρίζει η εναγομένη-εκκαλούσα.

IV. Με τα άρθρα 11, 12 παρ. 1 ,13 παρ.1, 2 & 5 και 18 παρ.1 της ΥΑ 2242.5-1.5/72672/2016 (ΦΕΚ Β΄ 2796/5.9.2016) «Κύρωση Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2016» και της υπ’ αριθ. 2242.5-1.5/77056/2017 υπουργικής απόφασης του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (ΦΕΚ Β 4005/17.11.2017) «Κύρωση Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2017», που εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση, ορίζονται τα ακόλουθα : « …Οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμάνι για όλους τους ναυτικούς που αφορά η ανωτέρω Συλλογική Σύμβαση ορίζονται σε 40 εβδομαδιαίως, δηλαδή 8 ώρες την ημέρα από Δευτέρας μέχρι Παρασκευής, της εργασίας του Σαββάτου αμειβόμενης υπερωριακώς. …Ειδικά για το προσωπικό γενικών υπηρεσιών εν γένει, πλην των Ραδιοτηλεγραφητών, η οκτάωρη εργασία κατανέμεται από της 06.00 ώρας μέχρι της 22.00 ώρας με μία ώρα διακοπή. … Κάθε εργασία που εκτελείται από τους ναυτικούς εν πλω και στο λιμάνι, πέραν των κανονικών εργασίμων ημερών και ωρών, όπως αυτές καθορίζονται στα άρθρα 11 και 12 της παρούσης, περιλαμβανόμενων και των εργασιών κατάπλου και απόπλου, θεωρείται πρόσθετη (υπερωριακή) και καταβάλλεται στους απασχολούμενους ναυτικούς πρόσθετη αμοιβή η οποία υπολογίζεται ως εξής : Το ποσόν του μηνιαίου μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1 (αφορά το βασικό μισθό) διαιρείται δια των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης, τούτων εξευρισκομένων δια της διαιρέσεως των εβδομάδων του έτους δια δώδεκα μηνών και του πολλαπλασιασμού του εκ της διαιρέσεως ταύτης προκύπτοντος πηλίκου 4,3 επί τας ώρας της ισχυούσης εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης. Βάσει του ανωτέρω υπολογισμού, οι ώρες της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης ανέρχονται σε εκατόν εβδομήντα τρεις (173)… Για την πρόσθετη (υπερωριακή) εργασία περί της οποίας η προηγούμενη παράγραφος, η προκύπτουσα εκ της εφαρμογής της υπερωριακή αμοιβή του ναυτικού προσαυξάνεται κατά 25%… Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρον 18 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή η προσδιοριζόμενη από την παρόντος άρθρου, προσαυξημένη κατά ποσοστό 50% για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης Σαββάτου και αργιών…. Οι κατωτέρω κατονομαζόμενες θρησκευτικές εορτές θεωρούνται ως ημέρες αργίας. Εργασίες εκτελούμενες κατά τις αργίες αυτές εν πλω και στο λιμάνι αμείβονται υπερωριακώς , σύμφωνα με την παραγρ. 5 του άρθρου 13 της Συλλογικής Σύμβασης… α. Η 1η του Έτους, β. Η εορτή των Θεοφανείων. γ. Η Καθαρή Δευτέρα, δ. Η 25η Μαρτίου, ε. Η Μεγάλη Παρασκευή, στ. Η Δευτέρα του Πάσχα. ζ. Η ημέρα του Αγίου Γεωργίου, η. Η 1η Μαΐου. θ. Η ημέρα της Αναλήψεως. ι. Η 15η Αυγούστου. ια. Η 14η Οκτωβρίου, ιβ. Η 28η Οκτωβρίου, ιγ. Η ημέρα του Αγίου Νικολάου. ιδ. Η ημέρα των Χριστουγέννων, ιε. Η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων…. ».

Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τον περιλαμβανόμενο στην  ανωτέρω υπουργική απόφαση πίνακα αμοιβών και τις σχετικές διατάξεις, περί των αποδοχών ναύτη ορίζονται τα ακόλουθα : Ο βασικός μηνιαίος μισθός στο ποσό των 1.157,99 ευρώ, το επίδομα Κυριακής στο ποσό των 254,76 ευρώ και συνολικά  στο ποσό των 1.412,75 ευρώ, το αντίτιμο τροφής στο ποσό των 19,21 ευρώ ημερησίως (άρθρο 3), το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας  στο ποσό των 35,22  ευρώ (άρθρο 8 παρ.13), το επίδομα ιματισμού σε 56,50 ευρώ (άρθρο 5) και οι αποδοχές άδειας μετά τροφοδοσίας σε 417,13 ευρώ, ήτοι [(1.157,99 + 254,76) : 22] Χ 5 ημέρες + (19,21 ευρώ το ημερήσιο αντίτιμο τροφής Χ 5 ημέρες)]. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τον περιλαμβανόμενο στην  ανωτέρω υπουργική απόφαση πίνακα υπερωριακής αμοιβής κατά βαθμό και ειδικότητα με βάση το ωρομίσθιο, του άρθρου 13 παρ.6 αρ.3, προκειμένου περί ναύτη, η υπερωρία ορίστηκε αντίστοιχα σε 8,38 € (με προσαύξηση 25%) και 10,05 € (με προσαύξηση 50%). Επισημαίνεται, περαιτέρω, καθ’ όσον αφορά ειδικώς στην υπερωριακή απασχόληση κατά την ήμερα της Κυριακής, ότι η ως άνω Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας προβλέπει στο άρθρο 6 ότι «Σε όλους τους ναυτολογημένους ναυτικούς, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές αργίες εν πλω και στο λιμάνι, καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή υπό τύπον επιδόματος δια τας μέχρι οκταώρου εργασίας κατά Κυριακή, ανερχομένη μηνιαίως σε ποσοστό είκοσι δύο τοις εκατόν (22%) επί του μισθού ενεργείας, που προβλέπεται από το άρθρο 1 παρ. 1 της παρούσας Συμβάσεως. Διευκρινίζεται ότι το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους αυτού ή μη υπηρεσίας», δηλαδή το ειδικό αυτό επίδομα συνιστά ιδιαίτερη αμοιβή για την παρεχομένη εντός του βασικού οκταώρου εργασία κατά τις Κυριακές, η οποία δεν θεωρείται υπερωριακή, ενώ αντιθέτως υπερωριακή θεωρείται η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής, αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 27/2011, ΕφΠειρ 803/2009, ΕφΠειρ 529/2009, ΕφΠειρ 1128/2006, ΕφΠειρ 735/2006 ΕΝΔ 34 351, ΕφΠειρ 236/2006, ΕφΠειρ 741/2005 ΕΝΔ 33.444, ΕφΠειρ 567/2005 ΕΝΔ 33.345, ΕφΠειρ 608/2001 ΕΝΔ 29.446).

V. Από την ένορκη ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατάθεση του μάρτυρος του ενάγοντος, που περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης τούτου, τις υπ’αριθμ…. και …./8.4.2019 ένορκες βεβαιώσεις …………. και ………….. αντίστοιχα, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, που λήφθηκαν με την επιμέλεια της εναγομένης-εκκαλούσας, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης του ενάγοντος-εκκαλούντος-εφεσιβλήτου, κατ’άρθρο 422παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015 (υπ’αριθ……..΄/1.4.2019 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ……….) και την υπ’αριθμ………../11.4.2019 ένορκη βεβαίωση του ………., που συντάχθηκε ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, προς αντίκρουση ισχυρισμών που προτάθηκαν, με την επιμέλεια της εναγομένης-εκκαλούσας-εφεσίβλητης, κατόπιν νομότυπης, κατ’άρθρο 422παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015, κλήτευσης του αντιδίκου με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του, οι οποίες εκτιμώνται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσεως εκάστου μάρτυρα, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, ανεξάρτητα αν τα προσκομιζόμενα έγγραφα πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρα 340 παρ.1 και 591 παρ.1 ΚΠολΔ), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723), σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται, κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ.4 ΚΠολΔ) και της λογικής, αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Δυνάμει διαδοχικών προσυμφώνων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν μεταξύ του νομίμου εκπροσώπου της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…………», που εδρεύει στον Πειραιά και ασκούσε από 1.11.2016 έως 1.9.2017 τον εφοπλισμό του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου «Κ», με αριθμό νηολογίου …….., κ.ο.χ. 12891, πλοιοκτησίας της εναγομένης-εκκαλούσας-εφεσίβλητης ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…………», που διατήρησε την κυριότητα του και ακολούθως, ομοίως ανέθεσε τον εφοπλισμό του για το χρονικό διάστημα από 1.9.2017 έως 31.10.2017 στην κυπριακή εταιρεία «………….» με εγκατεστημένο γραφείο στον Πειραιά και του ενάγοντος, ………………, απογεγραμμένου ναυτικού, ήδη εκκαλούντος-εφεσιβλήτου, αυτός ναυτολογήθηκε στο Κερατσίνι με την ειδικότητα του ναύτη, στο ως άνω πλοίο και παρείχε τις υπηρεσίες του από 4.5.2017 έως 20.5.2017, που απολύθηκε λόγω μεταθέσεως σε άλλο πλοίο και από 2.6.2017 έως 22.11.2017, που απολύθηκε, κατά την αρχική εγγραφή στο ναυτικό του φυλλάδιο, «αμοιβαία συναινέσει», που διαγράφηκε και ανεγράφη «λόγω παράνομης απουσίας από το πλοίο», η βασιμότητα της οποίας θα εξεταστεί κατωτέρω.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στις εργασιακές συμβάσεις του ενάγοντος συνομολογήθηκε «κλειστός» μηνιαίος μισθός ανερχόμενος στο ποσό των 2.845,96 ευρώ, που περιλάμβανε τον νόμιμο μισθό, καθώς και όλα τα προβλεπόμενα για την ειδικότητα του από την ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων επιδόματα, επιπλέον δε συμφωνήθηκε κατ’αποκοπή μηνιαία αμοιβή για την υπερωριακή απασχόληση τα Σάββατα, ύψους 348,06 ευρώ, όπως εναργώς αποδεικνύεται ιδίως από την σχετική αναγραφή στο ναυτικό του φυλλάδιο, που ρητά παραπέμπει ως προς τον μισθό στην Συλλογική Σύμβαση, σε συνδυασμό με τις προσκομιζόμενες από τους διαδίκους καταστάσεις μισθοδοσίας του. Ειδικότερα, κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης του, τις πάσης φύσεως αποδοχές του ενάγοντος ρύθμιζε η Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2016, που κυρώθηκε με την ΥΑ 2242.5-1.5/72672/2016 (ΦΕΚ Β΄ 2796/5.9.2016), δεδομένου ότι η μεταγενέστερη από 17.11.2017 ΣΣΝΕ του έτους 2017, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 2242.5-1.5/77056/2017 υπουργική απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (ΦΕΚ Β 4005/17.11.2017), αν και αναγράφεται ότι αυτή έχει ισχύ από την 1.1.2017, δεν εφαρμόζεται αναδρομικώς, αλλά από την ημέρα δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της προαναφερθείσας Υπουργικής Απόφασης (Υ.Α.), που την κύρωσε,  ήτοι από 17.11.2017, διότι η κανονιστική αυτή διοικητική πράξη (Υ.Α.) δεν μπορεί να αποκτήσει αναδρομική ισχύ, λόγω ελλείψεως σχετικής νομοθετικής εξουσιοδότησης (κατά τις διατάξεις του α.ν.3276/1944, ΑΠ 1267/1987 ΕΕργΔ 1988 1128, ΕφΠειρ 740/2015, ΕφΠειρ 770/2008 ΕΝαυτΔ 2008 275, ΕφΠειρ 1132/2005 2005 429, ΕφΠειρ 457/2000 ΔΕΕ 2000 895).  Σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της, ως άνω, εφαρμοζομένης ΣΣΝΕ, κατά τα συμφωνηθέντα, οι ακαθάριστες μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, ως ναύτη, ανέρχονταν, κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα, στο ποσό των 2.845,96 ευρώ [1.157,99 € μισθός ενεργείας + 254,76 € επίδομα Κυριακών + 35,22 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + επίδομα ιματισμού 56,50 € + 576,30 € αντίτιμο τροφής 30 ημερών (19,21 € Χ 30) + 417,13 € αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας [1.157,99 € μισθός ενεργείας + 254,76 € επίδομα Κυριακών = 1.412,75 € Χ 1/22 = 64,22 € Χ 5 ημέρες = 321,08 € + αντίτιμο τροφής 5 ημερών (19,21 Χ 5) = 96,05 €] + 348,06 κατ’αποκοπή υπερωριακή αμοιβή Σαββάτων και αργιών].

Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, κατά την επίδικη χρονική περίοδο, το εν λόγω πλοίο είχε διακόψει τους πλόες και ήταν ακινητοποιημένο στον Νέο Μώλο Δραπετσώνας, όπου εκτελούνταν εργασίες επισκευής και συντήρησης του, ο δε ενάγων απασχολούνταν με τα συναφή με την ειδικότητα του καθήκοντα τις μεν εργάσιμες ημέρες από Δευτέρα έως την Παρασκευή, από τις 8.00 π.μ. έως τις 17.00 μ.μ., πλην των μηνών Ιουλίου και Αυγούστου 2017, ήτοι επί εννέα ώρες ημερησίως, όπως αποδεικνύεται ιδίως από την κατάθεση ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου του μάρτυρος του, …………., χωρίς τούτο να αναιρείται από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα. Η μαρτυρία αυτή λαμβάνεται υπόψη κατά το μέτρο αξιοπιστίας και κατά το λόγο γνώσεως του μάρτυρος, που συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα για κάποια διαστήματα στο ένδικο πλοίο και συνεκτιμάται  ελευθέρως μετά των λοιπών αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και  τους κανόνες της λογικής, το δε γεγονός ότι ο εν λόγω μάρτυρας βρίσκεται σε αντιδικία με την εναγομένη σε άλλη εκκρεμή δίκη επί ασκηθείσας αγωγής του για την προάσπιση των εργασιακών του δικαιωμάτων, δεν αναιρεί την μαρτυρία του, ούτε την καθιστά αναξιόπιστη, μήτε εξαιρετέα, εφόσον δεν θεωρείται ότι έχει άμεσο και βέβαιο συμφέρον, ως αναγκαία συνέπεια της  έκβασης της προκειμένης δίκης, ως αβασίμως αντίθετα υποστηρίζει η εναγομένη. Άλλωστε η εναγομένη δεν αρνείται ότι το ωράριο εργασίας ήταν 8.00 π.μ. έως τις 17.00 μ.μ., αλλά αφαιρεί τα διαλείμματα, όπως προκύπτει εναργώς από τις σχετικές ερωτήσεις του πληρεξουσίου δικηγόρου της κατά την εξέταση του ανωτέρω μάρτυρα. Η ανάγκη υπερωριακής απασχόλησης, επιβεβαιώνεται άλλωστε και από το γεγονός ότι κάθε μήνα καταβαλλόταν στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των 348,06 για την υπερωριακή του εργασία κατά τα Σάββατα, όπως προκύπτει από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας, που νόμιμα προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι και όπως συνομολογείται από την εναγομένη – εκκαλούσα – εφεσίβλητη, αναγνωριζομένης  εκ προοιμίου της ανάγκης  υπερωριακής εργασίας του. Σημειωτέον, ότι δεν προκύπτει ότι η εν λόγω κατ’αποκοπή υπερωριακή αμοιβή είχε συμφωνηθεί να καλύπτει όποια τυχόν υπερωριακή απασχόληση του, όπως αβασίμως διατείνεται η εναγομένη, αλλά αφορούσε ρητά τις υπερωρίες Σαββάτου, όπως διευκρινίζεται στην ανάλυση της μισθοδοσίας του. Ενόψει τούτων, ο ενάγων για τα χρονικά διαστήματα από 4.5.2017 έως 20.5.2017, 2.6.2017 έως 30.6.2017 και 1.9.2017 μέχρι 20.11.2017, δικαιούται ως υπερωριακή αμοιβή μιας υπερωρίας για 88 καθημερινές το ποσό των 737,44 ευρώ (8,38 ευρώ Χ 88 ημέρες), απορριπτομένου του αγωγικού κονδυλίου για το επιπλέον, ως αβασίμου και συνακόλουθα της συναφούς αιτίασης, που διαλαμβάνεται στον δεύτερο λόγο της έφεσης του ενάγοντος, ως ουσιαστικά αβάσιμης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ότι ο ενάγων απασχολούνταν επί 8 ώρες ημερησίως αφαιρώντας δύο διαλείμματα μισής ώρας, για κολατσιό και φαγητό, έσφαλε κατά την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς, ο σχετικός δεύτερος λόγος της έφεσης του ενάγοντος, που αποδίδει στην εκκαλουμένη την εν λόγω πλημμέλεια, πρέπει να γίνει δεκτός, ως βάσιμος κατ’ουσίαν.

Εξάλλου, για τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεων του στο επίδικο πλοίο, ο ενάγων δικαιούνταν για δεδουλευμένες αποδοχές το ποσό των 17.815,70  ευρώ (2.845,96 ευρώ Χ 6,26 μήνες) και για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2017 ποσό, που ισούται προς 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο των εν λόγω διαστημάτων, ήτοι το ποσό των 2.344,91 ευρώ [2.963,76 ευρώ μηνιαίες αποδοχές (2.845,96 ευρώ + 117,80 μέσος όρος υπερωριών (737,44 ευρώ σύνολο υπερωριακής αμοιβής τις καθημερινές : 6,26 μήνες)) Χ 2/25 = 237,10 Χ 9,89 δεκαεννεαήμερα] και συνολικά  20.160,61 ευρώ. Έναντι των οφειλομένων τούτων αποδοχών καταβλήθηκε σ’αυτόν σταδιακά με τραπεζικές καταθέσεις στον τηρούμενο στην τράπεζα «Alpha bank» λογαριασμό του, το ποσό των 11.217,84 ευρώ, απομένοντος υπολοίπου 8.942,77 ευρώ. Οι γενόμενες καταβολές, συνολικού ποσού 11.217,84 ευρώ, αποδεικνύονται ιδίως από τις προσκομιζόμενες, μετ’επικλήσεως από την εναγομένη, από 12.6.2017, 3.7.2017, 21.7.2017, 9.8.2017, 8.9.2017, 10.10.2017 και 10.11.2017 αναλυτικές αναφορές εκτελέσεως πληρωμών και τις από 21.11.2017 αποδείξεις ηλεκτρονικής πληρωμής της εν λόγω τράπεζας, όπου απεικονίζονται εναργώς οι καταβολές, που γίνονταν έναντι των δεδουλευμένων μηνιαίων αποδοχών του, κατά τις επίδικες περιόδους ναυτολόγησης του, οι οποίες δεν ταυτίζονται με τα πληρωτέα ποσά, που εμφανίζονται στους οικείους προσκομιζομένους μισθοδοτικούς του λογαριασμούς, μη αποδεικνυομένου από κανένα πρόσφορο αποδεικτικό στοιχείο, έτερου τρόπου εξόφλησης των δικαιουμένων ποσών και δη μετρητοίς, ως αβασίμως υποστηρίζει η εναγομένη-εκκαλούσα-εφεσίβλητη, η δε προσυπογραφή μερικών εξ αυτών από τον ενάγοντα δεν αποδεικνύει, άνευ άλλου τινός, εξόφληση των παρατιθέμενων καταβλητέων, αλλά όχι καταβληθέντων ποσών, ο δε χαρακτηρισμός των εν λόγω λογαριασμών από την εργοδότρια, που τους εξέδιδε από το μηχανογραφικό της σύστημα, ως «Αποδείξεις Πληρωμής Αποδοχών», με ημερομηνία πληρωμής την τελευταία ημέρα εκάστου δεδουλευμένου μήνα, δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, καθόσον ουδόλως ελάμβανε χώρα, κατά τον χρόνο χορήγησης τους στον ενάγοντα, ως ανάλυση της μισθοδοσίας του, ή είχε προηγηθεί ή έστω επακολουθήσει, εξόφληση των αναγραφομένων πληρωτέων ποσών, αλλά ο τρόπος πληρωμής ήταν μέσω τραπέζης, όπως ρητά αναφέρεται σ’αυτές, οι δε σχετικές τραπεζικές καταθέσεις ελάμβαναν χώρα σε κατά πολύ μεταγενέστερη ημερομηνία και δεν αντιστοιχούσαν σε ολόκληρο το οφειλόμενο ποσό, αλλά σε μέρος τούτου κάθε φορά, κατά την παραδοχή και της εναγομένης για έναντι καταβολές μεταγενέστερες της δήλης ημέρας πληρωμής, ούτως ώστε δια της υπογραφής του εργαζομένου ενάγοντος επ’αυτών ουσιαστικά βεβαιώνεται μόνο ότι αυτός παρέλαβε αντίγραφο της ανάλυσης μισθοδοσίας του, η δε σημείωση ότι ουδεμία άλλη απαίτηση έχει από την εταιρεία, τελεί υπό την προϋπόθεση είσπραξης των πληρωτέων συμφωνημένων και νόμιμων αποδοχών του και δεν σημαίνει, ούτε συνεπάγεται εξόφληση των αναγραφομένων σε έκαστο μισθοδοτικό λογαριασμό ποσών, καθόσον τούτο δεν αποδεικνύεται, μήτε από αυτούς καθεαυτούς τους προσκομιζόμενους μισθοδοτικούς λογαριασμούς, που δεν περιέχουν ρητή αναφορά και απτά στοιχεία του εκάστοτε χρόνου, τρόπου και αιτίας πληρωμής συγκεκριμένου ποσού,  ούτε σε συνδυασμό με την προσκόμιση σχετικών αποδείξεων πληρωμής με μετρητά ή με τραπεζικές καταθέσεις, που να αντιστοιχούν στο σύνολο των καταβλητέων ποσών, λαμβανομένου υπόψη ότι οι αποδεικνυόμενες γενόμενες καταβολές μέσω τραπέζης, που συνομολογεί ο ενάγων, αφορούσαν επιμέρους ποσά έναντι των αντίστοιχων δεδουλευμένων αποδοχών του, τα οποία υπολείπονταν των απεικονιζομένων στους αντίστοιχους μισθοδοτικούς λογαριασμούς συμφωνημένων και νόμιμων αποδοχών του. Συνεπώς, ο ισχυρισμός της εναγομένης, που προβλήθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρεται με την έφεση και τις προτάσεις της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, περί πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης των επίδικων απαιτήσεων για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών και αναλογίας επιδόματος Χριστουγέννων, ως αποδεικνύεται, κατά τους ισχυρισμούς της, εκ μόνου του περιεχομένου των προσκομιζομένων, χαρακτηριζομένων από την εργοδότρια-εκδότρια, αποδείξεων πληρωμής αποδοχών εκάστου μηνός, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός, ως ουσιαστικά βάσιμος και επομένως, εξακολουθεί να του οφείλεται το ποσό των 8.942,77 ευρώ, πλην όμως για τις ανωτέρω αιτίες ζητεί το έλασσον ποσό των 8.600,14 (5.617,92 + 2.982,22) ευρώ, που πρέπει να υποχρεωθεί να του καταβάλει η εναγομένη. Σημειωτέον, ότι οι γενόμενες καταβολές αναφέρονται στα ακαθάριστα ποσά αποδοχών, τα οποία αφορούν και οι δικαστικά επιδικαζόμενες διαφορές αποδοχών αντίστοιχα, οι δε παρακρατηθείσες νόμιμες εισφορές και κρατήσεις υπέρ των ταμείων ασφαλίσεως και προνοίας, καθώς επίσης ο παρακρατηθείς φόρος υπέρ του Δημοσίου μετά της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, αποτελούν μέρος των εν λόγω αποδοχών και δεν αφαιρούνται από το Δικαστήριο, που επιδικάζει οφειλόμενες δεδουλευμένες αποδοχές ή μισθούς υπερημερίας, αλλά παρακρατούνται από τον εργοδότη κατά την εκτέλεση της απόφασης και αποδίδονται στους τρίτους δικαιούχους, μπορούν δε να θεμελιώσουν ένσταση καταβολής, αποσβεστική κατά το οικείο ποσό των συναφών επίδικων αξιώσεων προς καταβολή τούτων, πλην όμως ουδόλως θεμελιώνεται τέτοια στην προκειμένη περίπτωση μόνο με την αναγραφή των σχετικών κρατήσεων επί των μισθοδοτικών λογαριασμών, χωρίς συνάμα την επίκληση συγκεκριμένων περιστατικών καταβολής τούτων στους αντίστοιχους φορείς, μετά των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων, ως αβασίμως υπολαμβάνει η εναγομένη.

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση του, αφού δέχθηκε μερικώς την ένσταση εξόφλησης της εναγομένης, συνυπολογίζοντας στις γενόμενες τραπεζικές καταβολές και τα αναγραφόμενα στους λογαριασμούς μισθοδοσίας ποσά των ασφαλιστικών εισφορών και λοιπών κρατήσεων, που έπρεπε να αποδοθούν στους οικείους ασφαλιστικούς φορείς και το Δημόσιο, έκρινε ότι οι ένδικες απαιτήσεις του ενάγοντος, από την εργασία του στο πλοίο «Κ» για διαφορά δεδουλευμένων αποδοχών και αναλογία δώρου Χριστουγέννων, ανέρχονταν στα  ποσά των 1.760,33 ευρώ και 2.494,75 ευρώ αντίστοιχα και συνολικά σε 4.255,08 ευρώ, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τις συναφείς αιτιάσεις, που διαλαμβάνονται στον πρώτο και τρίτο λόγο της έφεσης του ενάγοντος- εκκαλούντος, δεκτών γενομένων τούτων εν μέρει, ως ουσιαστικά βασίμων και απορριπτομένου του δεύτερου λόγου της έφεσης της εναγομένης περί εσφαλμένης μη ολικής παραδοχής της προβαλλομένης εκ μέρους της ένστασης ολοσχερούς εξόφλησης, ως ουσιαστικά αβασίμου.

VI. Κατά το άρθρο 62 παρ. 1 ΚΔΝΔ ορίζεται ότι “οι απογεγραμμένοι ναυτικοί εφοδιάζονται διά ναυτικού φυλλαδίου, σε κάθε σελίδα του οποίου αναγράφεται η πράξη ναυτολογήσεως και η αντίστοιχη της απολύσεως, με την αιτία (άρθρο 3 Ν. 721/1948 στην Κωδικοποίηση του Β.Δ. 9/31.12.1995, άρθρο 3 ΑΥΕΝ 70056/15.2/26.1.1981 “περί τύπου και τρόπου εκδόσεως ναυτικού φυλλαδίου”), κατά δε το άρθρο 105 παρ. 2 ΚΔΝΔ “ο πλοίαρχος απολύει οιονδήποτε μέλος του πληρώματος, εμφανιζόμενος μετά του απολυομένου ενώπιον της οικείας λιμενικής ή προξενικής αρχής. Εάν εις τον λιμένα απολύσεως δεν υφίσταται λιμενική ή προξενική αρχή, ο πλοίαρχος δύναται να προβή εις την απόλυσιν μελών του πληρώματος, προβαίνων εις σχετικήν εγγραφήν εν τω ημερολογίω γεφύρας και ναυτικώ φυλλαδίω του ναυτικού, υποχρεούμενος όπως αιτήσει την βεβαίωσιν της εν λόγω πράξεως και την εγγραφήν της απολύσεως εις το ναυτολόγιον εις τον πρώτον λιμένα κατάπλου, ένθα εδρεύει λιμενική ή προξενική αρχή” (άρθρο 1 παρ. 1 Α.Ν. 373/1968 “περί απογραφής και εκπαιδεύσεως των εν εμπορικώ ναυτικώ”). Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι το ναυτικό φυλλάδιο είναι δημόσιο έγγραφο, με ιδιάζουσα φύση και έχει την αποδεικτική δύναμη των δημόσιων εγγράφων, όπως αυτή καθορίζεται στα άρθρα 440, 441, 448 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, μόνο όμως αναφορικά με όσα γεγονότα συντάχθηκαν από τη δημόσια αρχή, λιμενική ή προξενική, ή έγιναν ενώπιον της, όπως τις δικαιοπρακτικές δηλώσεις των μερών, την ιδιότητα του κατόχου ως ναυτικού, τα στοιχεία της ταυτότητας του, τον αριθμό μητρώου απογραφής και τη θαλάσσια υπηρεσία του. Επίσης, την αποδεικτική ισχύ του δημόσιου εγγράφου έχει για τις καταχωρίσεις σ` αυτό του πλοιάρχου, μόνον όταν αυτός ενεργεί ως δημόσιος λειτουργός, όχι όμως και όταν λειτουργεί ως αντιπρόσωπος του πλοιοκτήτη, όπως συμβαίνει στην καταγγελία της συμβάσεως ναυτολογήσεως του ναυτικού, που υπηρετεί στο πλοίο ή τη δική του με κοινή συναίνεση, εφόσον βεβαίως ο πλοίαρχος προέβη στην καταχώριση και ο απολυόμενος ή ο ίδιος ο πλοίαρχος, όταν πρόκειται για τη δική του καταγγελία, δεν παρουσιάστηκε στη λιμενική ή προξενική αρχή (ΕφΠειρ 212/2016, ΕφΠειρ 353/2015, ΕφΠειρ 456/2008, δημ. ΝΟΜΟΣ, Ι.Κοροτζή, Ναυτικό Εργατικό Δίκαιο, 1990, παρ. 121 σελ. 85-86, Δ. Καμβύση, Ναυτεργατικό Δίκαιο, Β` έκδοση, 1994). Επομένως, η αναγραφή από τον πλοίαρχο στο ναυτικό φυλλάδιο του λόγου απολύσεως του ναυτικού, είναι δεκτική ανταποδείξεως με κοινά ανταποδεικτικά μέσα και όχι μόνο με προσβολή του εγγράφου αυτού, κατά το άρθρο 438 ΚΠολΔ (ΕφΠειρ 977/2003, δημ.ΝΟΜΟΣ, Ι. Κοροτζή, όπ.π., Ι. Τέντε, στην Ερμηνεία ΚΠολΔ Κεραμέως – Κονδύλη – Νίκα, Ι (2000), άρθρο 438 αριθ. 5, σελ. 792,).

Περαιτέρω, από το συνδυασμό των άρθρων 39, 53, 72 του ΚΙΝΔ (ν. 3816/1958) και 105 παρ. 2 του ΚΔΝΔ (ν.δ.187/1973), προκύπτει ότι η σύμβαση ναυτολογήσεως μπορεί κατά πάντα χρόνο να λυθεί με καταγγελία από τον πλοίαρχο, είτε είναι αορίστου είτε ορισμένου χρόνου, χωρίς να τηρήσει προθεσμία, ούτε να επικαλεσθεί λόγο που να δικαιολογεί (στην ορισμένου χρόνου σύμβαση) την πρόωρη απόλυση μέλους του πληρώματος. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 75 παρ. 3 ΚΙΝΔ, στην περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως, κατά το άρθρο 72 ΚΙΝΔ, ο ναυτικός δικαιούται αποζημίωση, εκτός αν η καταγγελία δικαιολογείται από παράπτωμα αυτού. Συνεπώς, η κατ` άρθρο 75 παρ. 3 ΚΙΝΔ προβλεπόμενη αποζημίωση του ναυτικού σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης του από τον πλοίαρχο, κατ` άρθρο 72 ΚΙΝΔ, τελεί μόνο υπό την προϋπόθεση ότι η καταγγελία δεν δικαιολογείται από παράπτωμα του ναυτικού και δεν απαιτεί κάποια υπαιτιότητα του πλοιάρχου (ΕφΠειρ 143/2011 ΕΝΔ 2012, 30, ΕφΠειρ 719/2006 ΕΝΔ 2006 355). Στη σύμβαση ναυτικής εργασίας δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 656 επομ.ΑΚ, 672 ΑΚ και εκείνες του ν.2112/1920, όπως ο τελευταίος τροποποιήθηκε (ΕφΠειρ 45/2010 ΕΝΔ 2010, 405, ΕφΠειρ 276/2005 ΕΝΔ 2005, 92, ΕφΠειρ 231/2013 ΕΝΔ 213, 220).

Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 74, 75 παρ. 1 εδ. β και 76 παρ. 1 του ΚΙΝΔ, η σύμβαση ναυτολογήσεως ορισμένου ή αορίστου χρόνου δύναται να καταγγελθεί υπό του ναυτικού κατά πάντα χρόνο, εάν ο πλοίαρχος υποπέσει σε βαρεία παράβαση των έναντι του ναυτικού καθηκόντων του. Στην περίπτωση αυτή οφείλεται αποζημίωση, η οποία είναι ίση προς το μισθό 15 ημερών και, σε περίπτωση κατά την οποία η λύση της συμβάσεως έγινε στην αλλοδαπή, η αποζημίωση διπλασιάζεται, εάν πρόκειται για λιμάνι της Μεσογείου, του Ευξείνου Πόντου, της Ερυθράς Θάλασσας ή της Ευρώπης, τριπλασιάζεται δε σε κάθε άλλη περίπτωση. Βαρεία παράβαση των καθηκόντων του πλοιάρχου νοείται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 200, 281 και 288 Α.Κ., εκείνη, εξαιτίας της οποίας δεν μπορεί να αξιωθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση από το ναυτικό, κατά τις αρχές της καλής πίστεως και των χρηστών συναλλακτικών ηθών, να συνεχίσει να εργάζεται στο πλοίο, εμμένοντας στη σύμβαση, αλλά επιβάλλεται η εκ μέρους αυτού καταγγελία της συμβάσεως ναυτολογήσεως. Τέτοια παράβαση συνιστά, μεταξύ των άλλων και η καθυστέρηση καταβολής στο ναυτικό των αποδοχών του, στην έκταση που αυτές είναι αναγκαίες για τη συντήρηση του ιδίου και της οικογένειας του και εφόσον η καθυστέρηση αυτή δεν είναι συνήθης ή δικαιολογημένη από τη φύση ή την ιδιορρυθμία της ναυτικής εργασίας και δεν υπάρχει εύλογη αμφιβολία στον πλοιοκτήτη ή τον πλοίαρχο για την υποχρέωση καταβολής της συγκεκριμένης μισθολογικής παροχής ή για το ύψος αυτής. Η βαρεία παράβαση, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, δεν απαιτείται να υπάρχει αποκλειστικώς στο πρόσωπο του πλοιάρχου, στον οποίο αναφέρεται η ως άνω διάταξη του άρθρου 74 ΚΙΝΔ. Αρκεί να υπάρχει στο πρόσωπο του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή ή άλλου που σχετίζεται με το πλοίο, εφόσον βεβαίως η παράβαση συνιστά, κατά τα προεκτεθέντα, αθέτηση βασικών υποχρεώσεων απέναντι στο ναυτικό (ΕφΠειρ 19/2016 δημ.ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 625/2014, ΕλλΔνη 2015, 509, ΕφΠειρ 506/2011 ΕΝΔ 2011, 387). Σύμφωνα δε με το άρθρο 76 εδ. α ΚΙΝΔ, η κατά τις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου αποζημίωση, που οφείλεται και στην περίπτωση του άρθρου 74 (75 παρ.1 ΚΙΝΔ), συνίσταται σε ποσό ίσο προς το μισθό δέκα πέντε (15) ημερών εφόσον η απόλυση έγινε εντός των ορίων της ελληνικής επικρατείας. Ειδικότερα, η αποζημίωση, λόγω καταγγελίας της συμβάσεως ναυτικής εργασίας, υπολογίζεται με βάση τις τακτικές μηνιαίες αποδοχές κατά τον τελευταίο μήνα εργασίας του ναυτικού, που καταβάλλονται υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως. Στις αποδοχές αυτές συνυπολογίζεται το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, το αντίτιμο τροφής, η αποζημίωση αδείας, τα επιδόματα εορτών, η αμοιβή για υπερωριακή εργασία, εφόσον αυτή παρέχεται τακτικώς, ως και πάσα άλλη παροχή καταβαλλόμενη, ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τακτικώς καθ` έκαστο μήνα ή κατ` επανάληψη περιοδικώς καθ` ορισμένα χρονικά διαστήματα (ΕφΠειρ 176/2016, ΕφΠειρ 366/2016, δημ.Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 434/2013, ΕφΠειρ 231/2013 ΕΝΔ 213, 220, ΕφΠειρ 143/2011, ΕφΠειρ 676/2010 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 45/2010 ΕΝΔ 2010, 405, ΕφΠειρ 172/2008 ΕΝΔ 36, 100, ΕφΠειρ 111/2007 ΕΝΔ 2007, 406, ΕφΠειρ 719/2006 ΕΝΔ 34, 355, ΕφΠειρ 276/2005 ΕΝΔ 2005, 92, ΕφΠειρ 140/2004 ΕΝΔ 2004, 14, ΕφΠειρ 123/2003 ΕΝΔ 2003, 128, Δ. Καμβύση: «Ναυτεργατικό Δίκαιο», έκδοση 1994, σελ. 355, Ι. Κοροτζή: «Ναυτικό Δίκαιο», έκδοση 2004, υπ’ αρθρ. 72 ΚΙΝΔ, σελ. 372).

Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων στις 20.11.2017 προέβη σε καταγγελία της εργασιακής του σχέσης, λόγω μη καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών του, εγχειρίζοντας στον πλοίαρχο του πλοίου το με την ίδια ημερομηνία ιδιόχειρο σημείωμα του, το οποίο όμως αυτός αρνήθηκε να παραλάβει, με αποτέλεσμα ο ενάγων να αναγκαστεί να απευθυνθεί στο λιμεναρχείο Κερατσινίου, προκειμένου να καταθέσει την καταγγελία του. Εκεί τον παρέπεμψαν στον Τομέα Ασφαλείας του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά και ακολούθως, απευθύνθηκε στον Εισαγγελέα Πειραιά σχετικά με την παράβαση του νόμου περί καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών. Το Λιμεναρχείο Πειραιά ενημέρωσε σχετικά την εναγομένη πλοιοκτήτρια εταιρεία, η οποία δια του πλοιάρχου του εν λόγω πλοίου, τον κάλεσε να εμφανιστεί την επομένη 21.11.2017 ενώπιον της αρμόδιας λιμενικής αρχής Κερατσινίου, προκειμένου να συντελεστεί η απόλυση του με την παρουσία και του ίδιου του πλοιάρχου, πλην όμως ο τελευταίος δεν εμφανίστηκε, ενώ ο αρχιπλοίαρχος του πλοίου, ……………, κάλεσε τον ενάγοντα στο Λιμεναρχείο Πειραιά, προς διευθέτηση των μεταξύ τους οικονομικών διαφορών, με πρόταση να του καταβληθεί περίπου το μισό από το οφειλόμενο ποσό, που δεν έγινε αποδεκτή από τον ενάγοντα. Την ίδια ημέρα η εναγομένη έσπευσε να του καταβάλει με τις από 21.11.2017 ηλεκτρονικές πληρωμές μέσω της τράπεζας Alpha Βank, το ποσό των 949,21 ευρώ προς εξόφληση των δεδουλευμένων αποδοχών Οκτωβρίου 2017 και το ποσό των 1.778,63 ευρώ, προς εξόφληση του μηνός Νοεμβρίου 2017, ούτως ώστε να εμφαίνεται ότι δεν υπήρχαν εκκρεμείς οφειλές, ενόψει της απολύσεως του. Στη συνέχεια ο πλοίαρχος τον κάλεσε πάλι να εμφανιστεί την επομένη, στις 22.11.2017, στην οικεία λιμενική αρχή, προκειμένου να τον απολύσει, πλην όμως, ομοίως, ενώ μετέβη εκεί ο ενάγων, όπως προκύπτει εναργώς ιδίως από την υπ’αριθμ.πρωτ. ……/26.4.2918 βεβαίωση της Τομεάρχη Ασφαλείας-Ανάκρισης του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά, περί της προσέλευσης του στην εν λόγω υπηρεσία από τις 20 έως τις 22.11.2017, αυτός δεν εμφανίστηκε. Τουναντίον, αυθημερόν προέβη στην απόλυση του προβαίνοντας στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας του με σχετική εγγραφή στο ημερολόγιο γέφυρας και ακολούθως στο ναυτικό του φυλλάδιο, λόγω δήθεν παράνομης απουσίας του από το πλοίο από τις 21.11.2017 και ώρα 12.30, αφότου δηλαδή είχαν προηγηθεί ώρα 11.58 οι, ως άνω, τελευταίες τραπεζικές πληρωμές και επρόκειτο να εμφανιστεί μετά του απολυομένου ενάγοντος ενώπιον της οικείας λιμενικής αρχής, προς λήξη της εργασιακής του σχέσης, όπως τον είχε διαβεβαιώσει και συνεπώς, δεν μπορούσε να αξιωθεί υπό τις εκτιθέμενες περιστάσεις από τον ενάγοντα, κατά τις αρχές της καλής πίστεως και των χρηστών συναλλακτικών ηθών, να συνεχίσει να εργάζεται στο πλοίο. Ενόψει των ανωτέρω, η γενόμενη από τον πλοίαρχο καταγγελία παρίσταται παράνομη και καταχρηστική, καθόσον ουδόλως στοιχειοθετείται παράπτωμα του ενάγοντος, που να την δικαιολογεί, αφού ο ενάγων δεν απουσίαζε χωρίς άδεια από το πλοίο, αλλά εν γνώσει του πλοιάρχου και με την συναίνεση του, ενόψει της συμφωνημένης απόλυσης του, συνεπεία της από 20.11.2017 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας εκ μέρους του, λόγω της αδικαιολόγητης καθυστέρησης καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών του, που συνιστά βαρειά παράβαση των καθηκόντων της πλοιοκτήτριας εναγομένης, λαμβανομένου υπόψη ότι δεν υπήρχε εύλογη σ’αυτήν αμφιβολία για την υποχρέωση καταβολής των οφειλομένων μισθολογικών παροχών.

Συνεπώς, δικαιούται αποζημίωση απόλυσης, η οποία ισούται με το μισθό 15 ημερών, το ημερομίσθιο δε της αποζημίωσης είναι ίσο με το 1/25 του συνόλου των τακτικών αποδοχών του, όπως προσδιορίστηκαν ανωτέρω πλέον της αναλογίας του επιδόματος Χριστουγέννων εκ 374,58 ευρώ (2.344,91 : 6,26 μήνες), συνολικά ύψους 3.338,34 ευρώ (2.963,76 ευρώ + 374,58 ευρώ) και ανέρχεται στο ποσό των 2.002,95 ευρώ [3.338,34 ευρώ τακτικές αποδοχές : 25 = 133,53 Χ 15 ημέρες], πλην όμως αιτείται το έλασσον ποσό των 1.935,30 ευρώ, που κρίνεται επιδικαστέο.  Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση του, έκρινε ότι ο ενάγων δεν δικαιούται αποζημίωση απόλυσης, διότι υπέπεσε στο παράπτωμα της αδικαιολόγητης απουσίας από το πλοίο, που αποτέλεσε τον λόγο καταγγελίας από τον πλοίαρχο της σύμβασης εργασίας, ενώ δεν είχε λάβει χώρα λύση της εργασιακής σχέσης με δική του καταγγελία, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και στην εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον σχετικό βάσιμο κατ’ουσίαν τέταρτο λόγο της έφεσης του ενάγοντος.

Περαιτέρω, εξαιτίας της εκτιθέμενης παράνομης και καταχρηστικής, καθ’υπέρβαση των ορίων του διευθυντικού δικαιώματος της εναγομένης, συμπεριφοράς των οργάνων και προστηθέντων της, αντίθετα προς την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, να καταλογίσουν στον ενάγοντα, εν γνώσει τους ψευδώς, την διάπραξη του σοβαρού πειθαρχικού παραπτώματος της  παράτυπης απουσίας του από το πλοίο, προκειμένου να τον αποτρέψουν στην διεκδίκηση των εργασιακών δικαιωμάτων του και να του στερήσουν την δικαιούμενη αποζημίωση απόλυσης, ενεργώντας εκδικητικά, αυτός παραπέμφθηκε στο Πειθαρχικό Συμβούλιο του Εμπορικού Ναυτικού, προκειμένου να του επιβληθεί η προβλεπόμενη από τον νόμο ποινή, με αποτέλεσμα να υποβληθεί στην ατιμωτική αυτή διαδικασία χωρίς βάσιμο λόγο, η δε μετέπειτα απαλλαγή του επιρρωνύει την βαρύτητα της αδικοπραξίας τους και να εκτεθεί στο επαγγελματικό και κοινωνικό του περιβάλλον ότι παραβαίνει τα ναυτικά του καθήκοντα, γεγονός που  έθεσε την επαγγελματική του υπόσταση και επάρκεια εν αμφιβόλω και έθιξε την επαγγελματική του αξία και υπόληψη, καθώς και την προσήκουσα προσφορά της εργασίας του, δημιούργησε δε δυσπιστία στο πρόσωπο του, τόσο στους συναδέλφους του ναυτικούς, όσο και στους εργοδότες, που απέφευγαν να τον προσλάβουν για αρκετό χρονικό διάστημα μετά το επίδικο συμβάν, με συνέπεια να προσβληθεί παράνομα και υπαίτια στην προσωπικότητα του και να υποστεί ηθική βλάβη. Επομένως, δικαιούται εύλογη χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της, η οποία, ενόψει των συνθηκών τέλεσης της αδικοπραξίας, του είδους και της διάρκειας της προσβολής, του βαθμού υπαιτιότητας των οργάνων και προστηθέντων της εναγομένης, της οικονομικής κατάστασης των διαδίκων και της κοινωνικής κατάστασης του ενάγοντος, ανέρχεται κατά την κρίση του Δικαστηρίου στο ποσό των 8.000 ευρώ. Ενόψει τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ότι δεν δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης, λόγω προσβολής της προσωπικότητας του, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και πλημμελώς εκτίμησε τις αποδείξεις, δεκτού γενομένου εν μέρει του πέμπτου λόγου της έφεσης του ενάγοντος, ως ουσιαστικά βάσιμου.

VII. Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, εφόσον δεν υπάρχουν προς έρευνα άλλοι λόγοι έφεσης, πρέπει να απορριφθεί  κατ’ ουσίαν η έφεση της εναγομένης-εκκαλούσας και να γίνει εν μέρει δεκτή κατ’ ουσίαν η έφεση του ενάγοντος-εκκαλούντος, κατά τους σχετικούς βάσιμους αντίστοιχα λόγους, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολο της, χάριν της ενότητας της εκτέλεσης, ώστε να εκδοθεί ενιαία απόφαση, στην οποία περιλαμβάνονται όσα κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης παρέμειναν αλώβητα και όσα έχουν μεταρρυθμισθεί στην προκειμένη κατ’ έφεση δίκη (ΑΠ 1279/2004 ΕλλΔνη 2005.141, ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26, 642, ΕφΠειρ 602/2011, ΕφΛαμ 18 και 15/2011, ΕφΠειρ 587/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48, 1507, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 447 επ.). Εν συνεχεία, αφού κρατηθεί η υπόθεση για εκδίκαση από το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή, ως και ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη-εφεσίβλητη, να καταβάλει στον ενάγοντα-εκκαλούντα το ποσό των 19.272,88 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της απόλυσης του στις 22.11.2017. Όσον αφορά το αίτημα περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση πρέπει να απορριφθεί, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο, εφόσον το τελεσίδικα επιδικασθέν καταψηφιστικό ποσό είναι μείζον του καταβληθέντος σε εκτέλεση της προσωρινώς εκτελεστής διάταξης της εκκαλουμένης απόφασης, ποσού των 1.500 ευρώ. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας αναφορικά με τη έφεση που απορρίφθηκε, πρέπει να επιβληθούν εις βάρος της ηττηθείσας εκκαλούσας (176 ΚΠολΔ), ενώ  σχετικά με την έφεση που έγινε δεκτή  και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 § 1 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος, κατόπιν σχετικού αιτήματος του (άρθρα 183, 189παρ.1 και 191 § 2 ΚΠολΔ), σε βάρος της εναγομένης – εφεσίβλητης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις ένδικες εφέσεις.

Δέχεται τις εφέσεις τυπικά.

Απορρίπτει την έφεση της εκκαλούσας-εναγομένης, ως ουσιαστικά αβάσιμη.

Επιβάλει τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, σε βάρος της εκκαλούσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.

Δέχεται εν μέρει κατ’ ουσίαν την έφεση του εκκαλούντος-ενάγοντος.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ.1672/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει την από 19.12.2018 αγωγή.

Δέχεται αυτήν εν μέρει.

Υποχρεώνει την εναγομένη – εφεσίβλητη να καταβάλει στον ενάγοντα – εκκαλούντα το ποσό των δέκα εννέα χιλιάδων διακοσίων εβδομήντα δύο και ογδόντα οκτώ λεπτών (19.272,88) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης του.

Απορρίπτει κατ’ουσίαν  το αίτημα περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση.

Επιβάλλει στην εναγομένη – εφεσίβλητη μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων διακοσίων ευρώ (1.200 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 29 Οκτωβρίου 2021.

 Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ