ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 567 /2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ 2ο
Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α. Του εκκαλούντος – εναγόμενου: …………..ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θωμά Σταμόπουλο (ΑΜ …. Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς).
Της εφεσίβλητης – ενάγουσας: ……………., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ευφροσύνη Κανάρη (ΑΜ …. Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς).
Β. Της εκκαλούσας – ενάγουσας: …………, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ευφροσύνη Κανάρη (ΑΜ … Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς).
Του εφεσίβλητου – εναγόμενου: …………..ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θωμά Σταμόπουλο (ΑΜ …. Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς).
Η ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 02.05.2018 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……../2018 και ειδικό ……../2018 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 3423/2019 απόφασή του έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Την απόφαση αυτή εκκαλούν: (Α) Ο εκκαλών – εναγόμενος με την από 19.02.2020 έφεσή του που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …./28.02.2020 και ειδικό …./28.02.2020 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …../03.03.2020 και ειδικό …./03.03.2020, για τη δικάσιμο της 18.02.2021 και γράφτηκε στο πινάκιο, και (Β) Η εκκαλούσα – ενάγουσα με την από 17.06.2020 έφεσή της που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …../28.07.2020 και ειδικό …../28.07.2020, προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./06.08.2020 και ειδικό …./06.08.2020, για τη δικάσιμο της 18.02.2021 και γράφτηκε στο πινάκιο. Κατά τη δικάσιμο της 18.02.2021 η συζήτηση των υποθέσεων ματαιώθηκε, λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών Δικαστηρίων, που επιβλήθηκε, ως προληπτικό μέτρο για την προστασία της δημόσιας υγείας, λόγω του COVID-19, δυνάμει της υπ’ αριθ. ΥΑ Δ1α/Γ.Π.οικ. 9147 (ΦΕΚ Β’ 534/10.02.2021). Ήδη, οι υποθέσεις μεταφέρθηκαν, οίκοθεν, προς συζήτηση, δυνάμει της υπ’ αριθ. 94/2021 πράξης της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Πρόεδρου Εφετών Ισιδώρας Πόγκα, που εκδόθηκε βάσει του άρθρου 83 παρ. 2 του Ν. 4790/2021 περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση των υποθέσεων των οποίων η συζήτηση δεν έγινε εξαιτίας της ως άνω αναστολής, στη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκαν στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων στο ακροατήριο και την εκφώνησή τους από τη σειρά του οικείου πινακίου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος – εναγόμενου – εφεσίβλητουδεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσε δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται, ενώ η πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσίβλητης – ενάγουσας – εκκαλούσας αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 246 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο, σε κάθε στάση της δίκης, μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσότερων εκκρεμών ενώπιον του δικών ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων (βλ. ΑΠ 876/1996 ΕλλΔνη 1996. 1562, ΕφΑθ 2527/2009 ΕλλΔνη 2011. 200). Ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου εκκρεμούν οι από 19.02.2020 και από 17.06.2020, αντίστοιχα, υπό στοιχεία Α’ και Β’ εφέσεις, κατά της υπ’ αριθ. 3423/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε κατά την τακτική διαδικασία, οι οποίες (εφέσεις) πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, αφού στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης και αναφέρονται στο ίδιο βιοτικό συμβάν, και, επιπρόσθετα, διότι με αυτό τον τρόπο διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων κατ’ άρθρο 246 του ΚΠολΔ.
Νομίμως επανεισάγονται, οίκοθεν, προς συζήτηση, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, οι από 19.02.2020 και από 17.06.2020 εφέσεις, μετά τη ματαίωση της συζήτησής τους, κατά τη δικάσιμο της 18.02.2021, λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών Δικαστηρίων, που επιβλήθηκε, ως προληπτικό μέτρο για την προστασία της δημόσιας υγείας, στα πλαίσια της πανδημίας COVID-19 {ΥΑ Δ1α/Γ.Π.οικ.9147 (ΦΕΚ Β’ 534/10.02.2021)}, δυνάμει του άρθρου 83 παρ. 2 του Ν. 4790/2021 (ΦΕΚ Α’ 48/31.03.2021) «Διατάξεις για την επαναλειτουργία των πολιτικών δικαστηρίων και της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης», σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. 94/2021 πράξη της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Πρόεδρου Εφετών Ισιδώρας Πόγκα. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 παρ. 2 του Ν. 4790/2021 «Σε περίπτωση που η συζήτηση υπόθεσης οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας και οποιασδήποτε διαδικασίας ματαιώθηκε διαρκούσης της αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων λόγω των έκτακτων μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας από την πανδημία του κορωνοϊού COVID-19, ορίζεται αυτεπαγγέλτως, με πράξη του προέδρου του τμήματος ή του προϊσταμένου του δικαστηρίου, νέα ημέρα και ώρα συζήτησης στο ακροατήριο στη συντομότερη διαθέσιμη δικάσιμο. Η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο ή έκθεμα, το οποίο μπορεί να τηρείται και ηλεκτρονικά, γίνεται με πρωτοβουλία του γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Προς ενημέρωση των διαδίκων, και πάντως όχι επί ποινή ακυρότητας, η νέα δικάσιμος γνωστοποιείται από τον γραμματέα στον δικηγορικό σύλλογο της έδρας του δικαστηρίου. Στις υποθέσεις με διάδικο το Ελληνικό Δημόσιο, ο γραμματέας του δικαστηρίου γνωστοποιεί στην Κεντρική Υπηρεσία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους τη νέα δικάσιμο με το οικείο πινάκιο ή έκθεμα. Με πρωτοβουλία επίσης του γραμματέα μπορεί να γνωστοποιείται η νέα δικάσιμος με αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των διαδίκων ή με ανάρτηση στην πύλη ψηφιακών υπηρεσιών δικαστηρίων solon.gov.gr για όσα δικαστήρια και διαδικασίες έχουν ενταχθεί στο εν λόγω σύστημα». Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 25 του Ν. 4792/2021 (ΦΕΚ Α’ 54/09.04.2021) «Ερμηνευτική διάταξη για την επανέναρξη των νόμιμων και δικαστικών προθεσμιών»,”Κατά την αληθή έννοια του άρθρου 83 του Ν. 4790/2021, ως ημερομηνία λήξης της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων της χώρας για τον υπολογισμό των νόμιμων και δικαστικών προθεσμιών, λογίζεται η ημερομηνία άρσης της αναστολής των προθεσμιών, η οποία επήλθε με τη λήξη ισχύος της υπό στοιχεία Δ1α/Γ.Π.οικ.18877/26.03.2021 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Προστασίας του Πολίτη, Εθνικής Άμυνας, Παιδείας και Θρησκευμάτων, Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Υγείας, Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Πολιτισμού και Αθλητισμού, Δικαιοσύνης, Εσωτερικών, Μετανάστευσης και Ασύλου, Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Υποδομών και Μεταφορών, Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και του Υφυπουργού στον Πρωθυπουργό «Έκτακτα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19 στο σύνολο της Επικράτειας για το διάστημα από τη Δευτέρα 29 Μαρτίου 2021 και ώρα 6:00 έως και τη Δευτέρα, 5 Απριλίου 2021 και ώρα 6:00» (Β’ 1194), ήτοι η 6η.4.2021″. Στην προκειμένη περίπτωση, οι κρινόμενες από 19.02.2020 και από 17.06.2020 εφέσεις κατά της υπ’ αριθ. 3423/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτήη από 02.05.2018 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2018 και ειδικό …../2018 αγωγή της εφεσίβλητης– ενάγουσας – εκκαλούσας, είχαν προσδιορισθεί προς συζήτησηγια τη δικάσιμο της 18.02.2021. Κατά την ανωτέρω δικάσιμο, η συζήτηση των υποθέσεων ματαιώθηκε, λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των Δικαστηρίων, που επιβλήθηκε, ως προληπτικό μέτρο για την προστασία της δημόσιας υγείας, λόγω της πανδημίας COVID-19, δυνάμει της υπ’ αριθ. ΥΑ Δ1α/Γ.Π.οικ. 9147 (ΦΕΚ Β’ 534/10.02.2021), για το χρονικό διάστημα από την 11.02.2021 έως και την 01.03.2021. Ακολούθησαν οι ΥΑ Δ1α/Γ.Π. οικ.10969 ΦΕΚ Β’ 648/2021, ΥΑ Δ1α’/ΓΠ.οικ.12639 ΦΕΚ Β’ 793/2021, ΥΑ Δ1α’/ΓΠ.οικ.13805 ΦΕΚ Β’ 843/2021, ΥΑ Δ1α’/ΓΠ.οικ.16320 ΦΕΚ Β’ 996/2021, ΥΑ Δ1α’/ΓΠ.οικ.17698 ΦΕΚ Β’ 1076/2021 και ΥΑ Δ1α’/ΓΠ.οικ.18877 ΦΕΚ Β’ 1194/2021, με τις οποίες παρατάθηκε το ίδιο μέτρο, κατά τα χρονικά διαστήματα από την 22.02.2021 έως και την 01.03.2021, από την 01.03.2021 έως και την 08.03.2021, από την 04.03.2021 έως και την 16.03.2021, από την 16.03.2021 έως και την 22.03.2021, από την 20.03.2021 έως και την 29.03.2021 και από την 29.03.2021 έως και την 05.04.2021, αντίστοιχα και, τελικώς, δυνάμει του άρθρου 83 του Ν. 4790/2021, όπως ερμηνεύθηκε με το άρθρο 25 του Ν. 4792/2021, αποφασίσθηκε η επαναλειτουργία των πολιτικών Δικαστηρίων, από την 06.04.2021 και ορίσθηκαν ειδικότερες διατάξεις για την επαναλειτουργία αυτή, μεταξύ των οποίων και η διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 83 του Ν. 4790/2021, σχετικά με την πορεία των υποθέσεων, που ματαιώθηκαν, κατά τη διάρκεια της προσωρινής αναστολής, κατά τα προεκτεθέντα, ενώ, με την υπ’ αριθ. 94/2021 πράξη της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Πρόεδρου Εφετών Ισιδώρας Πόγκα ορίσθηκε η αναγραφομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος για τη συζήτηση των ενδίκων υποθέσεων και προσδιορίσθηκαν αυτές για την εν λόγω δικάσιμο και γράφτηκαν στο πινάκιο.
Οι ένδικες υπό στοιχεία Α’ και Β’ εφέσεις κατά της υπ’ αριθ. 3423/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 02.05.2018 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2018 και ειδικό …../2018 αγωγή, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον οι εφέσεις ασκήθηκαν μετά την 01.01.2016), εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, η μεν κρινόμενη υπό στοιχείο Α’ από 19.02.2020 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 28.02.2020, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …./28.02.2020 και ειδικό …../28.02.2020 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, η δε κρινόμενη υπό στοιχείο Β’ από 17.06.2020 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 28.07.2020, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …../28.07.2020 και ειδικό ……/28.07.2020, ήτοι εντός της προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης την 09.10.2019. Επομένως, πρέπει οι υπό στοιχεία Α’ και Β’ εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστεί στη συνέχεια το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους, κατά την ίδια διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό των εφέσεων έχουν κατατεθεί από τον εκκαλούντα – εναγόμενο και από την εκκαλούσα – ενάγουσα τα παράβολα των 100,00 ευρώ, που προβλέπονται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 και τα άρθρα 35 παρ. 2 και 45 του Ν. 4446/2016.
Η ενάγουσα στην από 02.05.2018 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2018 και ειδικό …./2018 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθετε ότι ο εναγόμενος προσέβαλε παρανόμως και υπαιτίως το δικαίωμα στην προσωπικότητά της με αδικοπρακτική συμπεριφορά που συνίσταται στην τέλεση σε βάρος της των αξιόποινων πράξεων της απειλής, της εξύβρισης και της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, και ειδικότερα ότι ο εναγόμενος, ο οποίος είναι γείτονας, αφού οι διάδικοι κατοικούν στη Νίκαια Αττικής επί της οδού ….…., την 05.07.2017 και περί ώρα 12.00 μ.μ., προκάλεσε σ’ αυτήν τρόμο και ανησυχία απειλώντας την ότι θα την αντιμετωπίσει με βία και ότι θα προκαλέσει φθορές στο αυτοκίνητό της εάν σταθμεύσει ξανά αυτό στον πεζόδρομο επί της οδού ………….. και ταυτόχρονα προσέβαλε την τιμή και την υπόληψήτης με τις αναφερόμενες στην αγωγή φράσεις, επιπλέον δε της επιτέθηκε, την άρπαξε από τα μαλλιά και κτύπησε το κεφάλι αυτής στο άνω μέρος της θύρας του αυτοκινήτου της, και ώθησε βίαια με τα χέρια του το κεφάλι αυτής με σκοπό να την βάλει εντός του αυτοκινήτου, ότι στη συνέχεια ο εναγόμενος αποχώρησε για την οικία του και περί ώρα 13.00 μ.μ., αφού η ίδια είχε καλέσει τη Διεύθυνση Άμεσης Δράσης Αττικής και περίμενε την άφιξη των αστυνομικών εντός του αυτοκινήτου της μαζί με την φίλη και φιλοξενούμενη στην οικία της …………., ο εναγόμενος προκάλεσε σ’ αυτήν τρόμο και ανησυχία και προσέβαλε την τιμή και την υπόληψη της με τις αναφερόμενες στην αγωγή φράσεις, επιπλέον δε άνοιξε βίαια τη θύρα του οδηγού του αυτοκινήτου της και άρχισε να τραβάει την ενάγουσα από τα χέρια προκειμένου να τη σύρει έξω, προκαλώντας σε αυτήν επικίνδυνη σωματική βλάβη, και συγκεκριμένα μώλωπες, εκδορές, πολλαπλούς μυικούς πόνους, εγκεφαλική διάσειση, αυχεναλγία και κεφαλαλγία, ότι μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Ασκληπιείο Βούλας όπου υποβλήθηκε σε εξετάσεις και σε τοποθέτηση αυχενικού κολάρου, ενώ της δόθηκαν οδηγίες για κλινική παρακολούθηση και της χορηγήθηκε αναρρωτική άδεια διάρκειας πέντε ημερών. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε, μετά από παραδεκτό κατ’ άρθρα 223, 295 και 297 του ΚΠολΔ μερικό περιορισμό του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της που περιλαμβάνεται στις έγγραφες προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το ποσό των 20.000,00 ευρώ και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση αυτού να της καταβάλει το ποσό των 10.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που αυτή υπέστη από την προαναφερόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά του, τα ποσά δε αυτά νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί αυτός στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 3423/2019 οριστική απόφασή του, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, έκανε την αγωγή εν μέρει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 2.000,00 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται: (Α) Ο ηττηθείς πρωτοδίκως εκκαλών – εναγόμενος, με την από 19.02.2020 έφεσή του για τους περιεχόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, με σκοπό να απορριφθεί η εναντίον του αγωγή και (Β) Η εκκαλούσα – ενάγουσα κατά το σκέλος κατά το οποίο ηττήθηκε πρωτοδίκως αναφορικά με το ύψος της επιδικασθείσας σ’ αυτήν χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, με την από 17.06.2020 έφεσή της για τους περιεχόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, με σκοπό να γίνει δεκτή η αγωγή της στο σύνολό της.
Κατά το άρθρο 57 του ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητα του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, κατά δε το άρθρο 59 του ΑΚ στις περιπτώσεις των δύο προηγουμένων άρθρων το Δικαστήριο με την απόφαση του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο σε ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης αυτού που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι προϋποθέσεις για την εφαρμογή των διατάξεων τούτων είναι: α) η προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητας, η οποία προκαλείται με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη τρίτου με την οποία διαταράσσεται η κατάσταση που υπάρχει σε μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτομένου κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη, πράγμα που συμβαίνει όταν η προσβολή γίνεται χωρίς δικαίωμα ή κατ’ ενάσκηση μεν δικαιώματος, το οποίο όμως είναι από άποψη έννομης τάξης μικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν την άσκηση αυτού καταχρηστική, σύμφωνα με το άρθρο 281 του ΑΚ ή το άρθρο 25 παρ. 3 του Συντάγματος και γ) για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης και πταίσμα του προσβολέα (ΟλΑΠ 8/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 408/2007 ΕλλΔνη 2008. 200, ΑΠ 1987/2007 ΕλλΔνη 2007. 500, ΑΠ 408/2007 ΔΕΕ 2007. 1218, ΕφΑθ 377/2007 ΕΦΑΔ 2008. 64). Από δε τη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της υποχρέωσης προς αποζημίωση, είναι: 1) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), 2) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, 3) υπαιτιότητα και 4) πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς (νόμιμου λόγου ευθύνης) και αποτελέσματος (ζημίας) (ΑΠ 587/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 634/2009, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1452/2007 ΕλλΔνη 2009. 479). Παράνομη είναι η συμπεριφορά όταν αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου που απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή παράλειψη ορισμένης ενέργειες, όταν στην τελευταία αυτή περίπτωση ο υπαίτιος είναι υποχρεωμένος είτε από διάταξη νόμου, είτε από γενική αρχή του δικαίου, οι οποίες επιτάσσουν να μη ζημιώνεται άλλος υπαίτια, να την παραλείπει. Ο αιτιώδης σύνδεσμος, υπάρχει όταν το επιζήμιο γεγονός κατά το χρόνο και με τους όρους που έλαβε χώρα ήταν ικανό, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και χωρίς την μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει τη βλάβη που επήλθε, πράγματι δε επέφερε τη βλάβη αυτή στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ακολούθως, κατά το άρθρο 932 του ΑΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 299 του ΑΚ, σε περίπτωση αδικοπραξίας το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι παρέχεται στο Δικαστήριο η δικανική ευχέρεια, ύστερα από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που οι διάδικοι θέτουν υπόψη του, όπως του βαθμού πταίσματος του υπόχρεου, του είδους της προσβολής, της περιουσιακής και της κοινωνικής κατάστασης των μερών κλπ., και με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, να επιδικάσει ή όχι χρηματική ικανοποίηση, αν κρίνει ότι επήλθε στον αδικηθέντα ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, να καθορίσει δε συγχρόνως και το ποσό αυτής που θεωρεί εύλογο. Ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου, η σχετική κρίση του οποίου δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ) και χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου είτε ευθέως είτε εκ πλαγίου για έλλειψη νόμιμης βάσεως. Το δε άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, εισάγοντας ως νομικό κανόνα την «αρχή της αναλογικότητας», επιβάλλει σε όλα τα κρατικά όργανα, συνεπώς και τα δικαιοδοτικά, κατά τη στάθμιση των εκατέρωθεν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, να λαμβάνουν υπόψη τους την εκάστοτε αντιστοιχία μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκεται εκάστοτε (ΟλΑΠ 43/2005 ΝΟΜΟΣ). Έτσι, σε περίπτωση προσδιορισμού του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, το Δικαστήριο της ουσίας δεν πρέπει μεν να υποβαθμίζει την απαξία της πράξεως επιδικάζοντας χαμηλό ποσό, όμως συγχρόνως δεν πρέπει, με ακραίες εκτιμήσεις, να καταλήγει σε εξουθένωση του ενός μέρους και αντίστοιχο υπέρμετρο πλουτισμό του άλλου, διότι τούτο υπερακοντίζει το σκοπό που επιδίωξε ο νομοθέτης, ήτοι την αποκατάσταση της τρωθείσας δια της αδικοπραξίας κοινωνικής ειρήνης. Ενόψει όλων αυτών η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσας χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 του ΚΠολΔ αναλόγως από τους αρ. 1 ή 19), η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος) υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (ΟλΑΠ 9/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 12/2020 ΝΟΜΟΣ). Για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, το είδος της προσβολής, η έκταση της βλάβης, οι συνθήκες τελέσεως της αδικοπραξίας, η βαρύτητα του πταίσματος, η περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του παθόντος, οι προσωπικές σχέσεις των μερών (ηλικία, φύλο κλπ.), η συμπεριφορά του υπευθύνου μετά την αδικοπραξία κλπ. (ΑΠ 132/2006 Αρμ 2006. 757, ΑΠ 1143/2003 ΕλλΔνη 2005. 394, ΕφΑθ 219/2007 ΕΦΑΔ 2008. 67, ΕφΑθ 1139/2007 ΕλλΔνη 2007. 885, ΜονΕφΠειρ 416/2016 ΝΟΜΟΣ). Ακολούθως, στην αγωγή με την οποία ζητείται η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, την οποία ο ενάγων υπέστη από τη μείωση της προσωπικότητάς του, αρκεί να αναφέρεται το είδος της προσβολής, η παράνομη πράξη που την προκάλεσε, ο αιτιώδης σύνδεσμός της με αυτήν, καθώς και ότι ο προσβάλλων τελούσε σε υπαιτιότητα. Ειδικότεροι, όμως, προσδιορισμοί, όπως είναι η έκταση της βλάβης που υπέστη ο παθών, η βαρύτητα του πταίσματος του υπαιτίου, καθώς και οι συμπαρομαρτούσες συνθήκες, δηλαδή η περιουσιακή κατάσταση των διαδίκων, η κοινωνική τους θέση, οι προσωπικές σχέσεις των διαδίκων, ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως του υπαιτίου κλπ., αποτελούν είτε ιδιότητες των στοιχείων που συνθέτουν την ιστορική βάση της αγωγής (έκταση βλάβης, βαρύτητα πταίσματος), είτε περιστατικά που λαμβάνονται υπόψη για να καθοριστεί το εύλογο χρηματικό ποσό για την ικανοποίηση του παθόντος (συμπαρομαρτούσες συνθήκες). Δηλαδή δεν αποτελούν ίδια και αυτοτελή στοιχεία, ώστε η παράθεση τους να είναι απαραίτητη για την πληρότητα της αγωγής, ούτε περί τούτων διατάσσεται απόδειξη, αλλά το Δικαστήριο αποφαίνεται για αυτά κατά κρίση ελεύθερη και μη υποκείμενη σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1445/2003 ΕλλΔνη 2005. 822, ΜονΕφΠειρ 245/2016 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 308 παρ. 3 και 361 παρ. 3 του ΠΚ, και ήδη των άρθρων 308 παρ. 4 και 361 παρ. 2 του νέου ΠΚ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν. 4619/2019, προκύπτει ότι ο υπαίτιος της σωματικής βλάβης και της εξύβρισης είναι δυνατό να απαλλαγεί από κάθε ποινή, αν παρασύρθηκε στην πράξη από δικαιολογημένη αγανάκτηση, εξαιτίας μιας αμέσως προηγούμενης πράξης που τέλεσε ο παθών εναντίον του και που ήταν ιδιαίτερα σκληρή ή βάναυση. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται δυνητικός προσωπικός λόγος απαλλαγής από την ποινή του υπαιτίου εξύβρισης, όταν η αγανάκτησή του οφείλεται σε πράξη του παθόντος που διαπράχθηκε εναντίον του αμέσως προηγουμένως και είναι η πράξη αυτή ιδιαίτερα σκληρή ή βάναυση. Ιδιαίτερα σκληρή και βάναυση θεωρείται μια συμπεριφορά όταν υπερβαίνει το μέτρο που επιβάλλουν οι κρατούντες στην κοινωνική συμβίωση κανόνες, προκαλώντας στον αποδέκτη της ιδιαίτερα δυσάρεστα συναισθήματα, ιδίως πόνο, ενώ συγχρόνως χαρακτηρίζεται από την απάθεια του δράστη. Η συμπεριφορά δε αυτή θα πρέπει να προκάλεσε στο δράστη τέτοια συναισθηματική κατάσταση έντονης δυσαρέσκειας και έξαψης θυμού, ώστε να μειώνεται η δυνατότητα συγκράτησης και να θεωρείται αναμενόμενη η άμεση και βίαιη αντίδραση απέναντι στην προκλητική συμπεριφορά του παθόντος. Το δικαιολογημένο της αγανάκτησης θα κριθεί από την μορφή και την ένταση της αμέσως προηγούμενης σκληρής ή βάναυσης συμπεριφοράς του παθόντος. Εάν ο παθών τέλεσε κατά του υπαιτίου πράξη, η οποία δεν έχει τον ως άνω χαρακτήρα, αλλά είναι απλώς άδικη και προκάλεσε σε εκείνον οργή που τον παρέσυρε στην εξύβριση, δεν είναι μεν δυνατόν να χωρήσει απαλλαγή του υπαιτίου, κατά τα προεκτεθέντα, μπορεί όμως να δημιουργηθεί η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2 εδ. γ’ του ΠΚ, που συνεπάγεται τη μείωση της ποινής κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα (ΑΠ 706/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 620/2003 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑιγ 38/2019 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 527 του ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015 και εφαρμόζεται για τα ένδικα μέσα που κατατίθενται από τις 01.01.2016, είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ’ έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός εάν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στους αριθμούς 1 έως και 6 αυτού (ΑΠ 274/2018 ΝΟΜΟΣ), ήτοι προτείνονται από τον εφεσίβλητο ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται η πραγματική βάση της αγωγής, ή γεννήθηκαν μετά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 μετά την παρέλευση της προθεσμίας για την κατάθεση προτάσεων, ή λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως ή μπορεί να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης, ή το δικαστήριο κρίνει ότι οι πραγματικοί ισχυρισμοί δεν προβλήθηκαν έγκαιρα με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία, ή αυτοί προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα, ή αν αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου.Κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης, ως νέοι ισχυρισμοί νοούνται μόνον όσοι τείνουν στη θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος και στοιχειοθετούν τη βάση ένστασης, αντένστασης ή άλλης αυτοτελούς αίτησης για παροχή έννομης προστασίας, και όχι οι ισχυρισμοί που αποτελούν άρνηση της αγωγής ή επιχειρήματα νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από την εκτίμηση των αποδείξεων, ούτε οι ισχυρισμοί που συνιστούν επιχειρήματα για την υποστήριξη των απόψεων των διαδίκων (ΑΠ 284/2008 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΔωδ 203/2018 ΝΟΜΟΣ). Ο δε διάδικος που προβάλλει με καθυστέρηση αυτοτελή ισχυρισμό για πρώτη φορά στο Εφετείο πρέπει να επικαλείται τη συνδρομή των παραπάνω προϋποθέσεων, ενώ η απόφαση του Δικαστηρίου που δέχεται ως βάσιμο τον ισχυρισμό αυτό, πρέπει να βεβαιώνει το παραδεκτό της καθυστερημένης προβολής του ισχυρισμού και να δέχεται ότι συντρέχει μία τουλάχιστον από τις προϋποθέσεις που δικαιολογούν την καθυστερημένη προβολή του (ΑΠ 442/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 234/2014 ΕπισκΕΔ 2014. 316, ΑΠ 585/2011 ΔΕΕ 2012. 1054, ΜονΕφΠατρ 17/2020 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, ο εκκαλών της υπό στοιχείο Α’ από 19.02.2020 έφεσης με το πέμπτο σκέλος του μοναδικού λόγου αυτής προβάλει τον ισχυρισμό περί συνδρομής στο πρόσωπό του ειδικού λόγου που αίρει την αποδοκιμασία των κολάσιμων πράξεων της εξύβρισης και της απλής σωματικής βλάβης, επικαλούμενος ότι αντέδρασε δικαιολογημένα στην άκρως προκλητική συμπεριφορά της αντιδίκου του και ότι δεν συντρέχει περίπτωση προσβολής της προσωπικότητας αυτής κατ’ εφαρμογή τωνάρθρων308 παρ. 3 και 361 παρ. 3 του ΠΚ, και ήδη άρθρων 308 παρ. 4 και 361 παρ. 2 του νέου ΠΚ. Ο ισχυρισμός αυτός περί συνδρομής δικαιολογημένης αγανάκτησης από την προηγουμένως εκδηλωθείσα προκλητική συμπεριφορά της παθούσας εφεσίβλητης – ενάγουσας σε βάρος του εκκαλούντος – εναγόμενου, που συνιστά προσωπικό λόγο απαλλαγής από την ποινή του υπαιτίου της εξύβρισης και της απλής σωματικής βλάβης, τυγχάνει απαράδεκτος, καθόσον, σύμφωνα με την προηγηθείσα μείζονα σκέψη, ο εκκαλών – εναγόμενος δεν επικαλείται, ούτε αποδεικνύει κάποια από τις περιπτώσεις που να δικαιολογεί την βραδεία προβολή του εν λόγω ισχυρισμού. Σε κάθε δε περίπτωση, ο εκκαλών – εναγόμενος δεν επικαλείται όλα τα απαιτούμενα, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, στοιχεία της ιστορικής βάσης του εν λόγω ισχυρισμού,και ειδικότερα ότι η αγανάκτησή του οφείλεται σε συγκεκριμένη, προσδιορισθείσα κατά τόπο, χρόνο και τρόπο πράξη της παθούσας εφεσίβλητης – ενάγουσας, που διαπράχθηκε εναντίον του αμέσως προηγουμένως, ούτε ότι η πράξη αυτή ήταν ιδιαίτερα σκληρή ή βάναυση, υπερβαίνοντας το μέτρο που επιβάλλουν οι κρατούντες στην κοινωνική συμβίωση κανόνες και προκαλώντας στον αποδέκτη της ιδιαίτερα δυσάρεστα συναισθήματα,και ιδίως πόνο, ούτε ότι η συμπεριφορά αυτή του προκάλεσε τέτοια συναισθηματική κατάσταση έντονης δυσαρέσκειας και έξαψης θυμού, ώστε να μειώνεται η δυνατότητα συγκράτησης αυτού και να θεωρείται αναμενόμενη η άμεση και βίαιη αντίδρασή του απέναντι στην προκλητική συμπεριφορά της παθούσας.
Από τις διατάξεις των άρθρων 421, 422 και 424 του ΚΠολΔ, οι οποίες προστέθηκαν με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 Ν. 4335/2015, που ισχύει από 01.01.2016, συνάγεται ότι είναι παραδεκτή η επίκληση και προσκόμιση από τους διαδίκους προαποδεικτικώς προς απόδειξη ή ανταπόδειξη, αρμοδίως ληφθεισών κατά τη διάταξη του άρθρου 421 του ΚΠολΔ, ενόρκων βεβαιώσεων, υπό την προϋπόθεση της επίδοσης με επιμέλεια του ενδιαφερομένου διαδίκου, πριν από δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν την ημερομηνία λήψης της βεβαίωσης, κλήσης προς τον αντίδικο, στην οποία να αναφέρονται η αγωγή ή το ένδικο βοήθημα ή το ένδικο μέσο, το οποίο αφορά η βεβαίωση, ο τόπος, η ημέρα και η ώρα λήψης της βεβαίωσης και το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και η διεύθυνση κατοικίας του βεβαιούντος, ενώ αν παραλειφθεί η εν λόγω επίδοση ή το δικόγραφο της κλήσης δεν περιέχει τα προαναφερόμενα στοιχεία, αυτεπαγγέλτως, ανεξαρτήτως βλάβης του καθ’ ου, η δοθείσα βεβαίωση δεν λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο ως αποδεικτικό μέσο στην δίκη, την οποία αφορά, ούτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Η εν λόγω ρύθμιση καταλαμβάνει κατά την διάταξη της παραγράφου 4 του ενάτου άρθρου Ν. 4335/2015, κατ’ εφαρμογή της καθιερουμένης από τις διατάξεις των άρθρων 12, 21 εδ. β’ και 24 παρ. 1 εδ. α’ του ΕισΝΚΠολΔ γενικής δικονομικής αρχής ότι οι διαδικαστικές πράξεις ρυθμίζονται και διέπονται από το δίκαιο το ισχύον κατά τον χρόνο διενεργείας αυτών, τις επιδιδόμενες από της 1ης Ιανουαρίου 2016 και εξής κλήσεις, έστω και εάν οι σχετικές αγωγές ή τα ένδικα βοηθήματα ή τα ένδικα μέσα έχουν ασκηθεί προ της εν λόγω ημερομηνίας (ΑΠ 673/2018 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από την άνω διάταξη, ερμηνευόμενη στα πλαίσια και της διάταξης του άρθρου 116 του ίδιου Κώδικα, που επιβάλλει την τήρηση των κανόνων της καλής πίστης κατά την επιχείρηση των διαδικαστικών πράξεων, προκύπτει ότι η ένορκη κατάθεση, αν δεν εμφιλοχωρεί άλλη υπηρεσιακή απασχόληση του ειρηνοδίκη ή του συμβολαιογράφου, της οποίας το πέρας πρέπει να αναμένει ο κλητευθείς και περί αυτού να γίνεται μνεία στην βεβαίωση, δίδεται κατά την ώρα που αναγράφεται στην κλήση, με ανοχή αναμονής, η διάρκεια της οποίας κρίνεται εύλογη, μέχρι 15 λεπτά από την ορισθείσα ώρα έναρξης, χωρίς να παραβλάπτεται από την καθυστέρηση, το κύρος της ένορκης βεβαίωσης. Αν ο διάδικος που κλήτευσε τον αντίδικό του και ο μάρτυρας που πρότεινε, από λόγους που αφορούν τους ίδιους, προσήλθαν στον ειρηνοδίκη ή στο συμβολαιογράφο σε διαφορετικό χρόνο από τον αναφερόμενο στην κλήση ή μετά το πέρας του άνω εύλογου χρόνου αναμονής, η ένορκη βεβαίωση που δόθηκε ερήμην του κλητευθέντος, δεν αποτελεί νόμιμο κατά την έννοια του νόμου αποδεικτικό μέσο και αυτεπαγγέλτως δεν λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο, ανεξάρτητα από το αν έχει επέλθει βλάβη στον μη εμφανισθέντα αντίδικό του (ΟλΑΠ 20/2004 ΝοΒ 2005. 65, ΕφΘεσ 2213/2019 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 82/2008 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 424 του ΚΠολΔ «Ένορκη βεβαίωση, που δίδεται κατά παράβαση των προηγούμενων διατάξεων, δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη στο πλαίσιο της δίκης για την οποία δόθηκε, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων». Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι ένορκη βεβαίωση που δόθηκε με επιμέλεια κάποιου διάδικου, χωρίς ο τελευταίος που επεδίωξε τη λήψη αυτής, στην επιδιδόμενη στον αντίδικο του κλήση να αναφέρει, μεταξύ άλλων, και το επάγγελμα του μάρτυρα, δεν λαμβάνεται υπόψη, ως ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 977/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1208/2019 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΔωδ 29/2021 ΝΟΜΟΣ). Την τήρηση των αναγκαίων αυτών προϋποθέσεων έχει υποχρέωση το δικαστήριο της ουσίας να ερευνήσει όχι μόνο κατ’ ένσταση αλλά και αυτεπαγγέλτως, διότι η έλλειψή τους έχει ως συνέπεια ότι η ένορκη βεβαίωση δεν είναι απλώς άκυρη, αλλά ανύπαρκτη ως αποδεικτικό μέσο (ΑΠ 1208/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1175/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 673/2018 ΝΟΜΟΣ).
Από την επανεκτίμηση της υπ’ αριθ. …/07.06.2018 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς της μάρτυρος …………., η οποία λήφθηκε με επιμέλεια της ενάγουσας κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του εναγόμενου κατ’ άρθρο 422 παρ. 1 του ΚΠολΔ (βλ. την υπ’ αριθ. ……./01.06.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς …………), χωρίς, αντιθέτως, να λαμβάνονται υπόψη οι υπ’ αριθ. …/28.06.2018 και …/28.06.2018 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Ειρηνοδίκη Νίκαιας των μαρτύρων ………. . και .…., οι οποίες λήφθηκαν με επιμέλεια του εναγόμενου, χωρίς νομότυπη κλήτευση της ενάγουσας κατ’ άρθρο 422 παρ. 1 του ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από την προσκομιζόμενη από 20.06.2018 κλήση που επιδόθηκε στην ενάγουσα την 21.06.2018 (βλ. τη σχετική από 21.06.2018 επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας ………. επί του προσκομιζόμενου αντιγράφου της κλήσης), προκύπτει ότι αυτή κλήθηκε να παραστεί για τη λήψη τους ενώπιον του Ειρηνοδίκη Νίκαιας την 28.06.2018 και ώρα 12.00, ενώ στη δεύτερη σειρά της πρώτης σελίδας των υπ’ αριθ. …/28.06.2018 και …./28.06.2018 ενόρκων βεβαιώσεων αναφέρεται ότι αυτές λήφθηκαν την 28.06.2018 και ώρα 11.30, χωρίς την παρουσία της ενάγουσας, και ως εκ τούτου οι ως άνω ένορκες βεβαιώσεις, ως ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα, δεν λαμβάνονται υπόψη, όχι μόνο ως ίδια αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη, αλλά και προς έμμεση, δηλαδή προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, κατά το άρθρο 424 του ΚΠολΔ, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη, από τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη όλα ανεξαιρέτως, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σε συνδυασμό και με τα νέα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά προσκομίζονται το πρώτον ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 529 παρ. 1 του ΚΠολΔ, και λαμβάνονται υπόψη, αφού δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι κατά την παρ. 2 του άρθρου 529 του ΚΠολΔ λόγοι απόκρουσής τους, χωρίς,όμως, να λαμβάνονται υπόψη οι υπ’ αριθ. …./17.07.2020 και …./17.07.2020 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Ειρηνοδίκη Νίκαιας των μαρτύρων ……… και …………….., οι οποίες λήφθηκαν με επιμέλεια του εναγόμενου,αφού, όπως προκύπτει από την από 11.07.2020 κλήση της ενάγουσας για την λήψη αυτών που επιδόθηκε στην τελευταία την 13.07.2020 (βλ. την υπ’ αριθ. ………/13.07.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς ………..), δεν γνωστοποιήθηκε σ’ αυτήν, το επάγγελμα των μαρτύρων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 422 παρ. 1 του ΚΠολΔ, και επομένως σύμφωνα με το άρθρο 424 του ΚΠολΔ, ως ένορκες βεβαιώσεις που δόθηκαν κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 421-423 του ΚΠολΔ, δεν λαμβάνονται υπόψη, αυτεπαγγέλτως, ανεξαρτήτως δικονομικής βλάβης της ενάγουσας, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ βλ. ΑΠ 48/2009 ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι είναι γείτονες, αφού επί σειρά ετών αμφότεροι κατοικούσαν στη Νίκαια Αττικής επί της οδού ………….., η οποία αποτελεί πεζόδρομο και στην οποία συνήθιζαν να σταθμεύουν τα οχήματά τους. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι οι μεταξύ των διαδίκων σχέσεις δεν ήταν αρμονικές, αλλά αντιθέτως υφίσταντο έριδες μεταξύ τους αναφορικά με τα σημεία στάθμευσης των οχημάτων τους, δεδομένου ότι ο εναγόμενος δεν επιθυμούσε να σταθμεύει η ενάγουσα το όχημά της έμπροσθεν της οικίας του επί της οδού ………..και …………. Επιπλέον αποδείχθηκε ότι την 27.07.2011, το με αριθμό κυκλοφορίας ……….Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο ιδιοκτησίας της ενάγουσας συγκρούσθηκε με το εμπρόσθιο δεξιό μέρος του σταθμευμένου επί της ανωτέρω οδού Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου ιδιοκτησίας του εναγόμενου με αριθμό κυκλοφορίας ……….., προκαλώντας σ’ αυτό υλικές ζημίες, για τις οποίες αποζημιώθηκε πλήρως ο εναγόμενος (βλ. την προσκομιζόμενη αρνητική υπεύθυνη δήλωση ατυχήματος του εναγόμενου προς την ασφαλιστική εταιρεία «…………» σε συνδυασμό με το προσκομιζόμενο από 23.08.2011 έντυπο πληρωμής αποζημίωσης φιλικού διακανονισμού και την προσκομιζόμενη από 29.08.2011 απόδειξη εξόφλησης απαίτησης από τροχαίο ατύχημα που εξέδωσε η ασφαλιστική εταιρεία «.……..»). Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι την 05.07.2017, η ενάγουσα είχε σταθμεύσει το ανωτέρω όχημά της έμπροσθεν της οικίας του εναγόμενου, όταν δε εξήλθε της οικίας της προκειμένου να μεταβεί στο όχημά της περί ώρα 12.00 μ.μ., την πλησίασε ο εναγόμενος και της ζήτησε να μη σταθμεύσει ξανά έμπροσθεν της οικίας του, γεγονός που η ενάγουσα αρνήθηκε, με αποτέλεσμα να διαπληκτισθούν οι διάδικοι και να ανταλλάξουν απρεπείς εκφράσεις. Στη συνέχεια ο εναγόμενος, ο οποίος βρισκόταν σε κατάσταση εκνευρισμού, ακολούθησε την ενάγουσα στο σταθμευμένο αυτοκίνητό της, και αφού η τελευταία εισήλθε σ’ αυτό, άρχισε να κτυπάει με τις γροθιές του το καπό του αυτοκινήτου και ταυτόχρονα προσέβαλε την τιμή και την υπόληψη της ενάγουσας με τις φράσεις «ηλίθια, μαλακισμένη, άμυαλη, μισοριξιά», ενώ προκάλεσε σ’ αυτήν τρόμο και ανησυχία λέγοντάς της ότι θα της σπάσει το αυτοκίνητο, θα της το κάψει, θα δει με ποιον έχει να κάνει, αν τολμήσει ξανά να αφήσει το αυτοκίνητο στον πεζόδρομο, έστω και για λίγο,θα το βρει θρύψαλα, θα τη σβήσει από το χάρτη. Ακολούθως, ο εναγόμενος κατευθύνθηκε προς τη θύρα του οδηγού και αφού άρπαξε την ενάγουσα από τα μαλλιά, κτύπησε το κεφάλι αυτής στο άνω μέρος της θύρας του αυτοκινήτου της, και ώθησε βίαια με τα χέρια του το κεφάλι αυτής με σκοπό να την βάλει εντός του αυτοκινήτου. Μετά ταύτα, ο εναγόμενος αποχώρησε για την οικία του, ενώ η ενάγουσα κάλεσε τη Διεύθυνση Άμεσης Δράσης Αττικής και περίμενε την άφιξη των αστυνομικών εντός του αυτοκινήτου της μαζί με την φίλη και φιλοξενούμενη στην οικία της ………….., η οποία, έχοντας το αντιληφθεί το επεισόδιο που έλαβε χώρα μεταξύ των διαδίκων, προσέτρεξε σε βοήθεια της ενάγουσας. Μετά την πάροδο 45 περίπου λεπτών και περί ώρα 13.00 μ.μ., ο εναγόμενος εξήλθε της οικίας του και μετέβη στο σταθμευμένο όχημά του προκειμένου να αποχωρήσει, πλην όμως αυτό δεν κατέστη εφικτό, διότι η ενάγουσα είχε μετακινήσει το όχημά της σε σημείο που εμπόδιζε την έξοδο του εναγόμενου από την ανωτέρω οδό, προκειμένου να αποτρέψει τη διαφυγή του πριν την άφιξη των αστυνομικών. Κατόπιν τούτων, ο εναγόμενος εξήλθε από το όχημά του και κατευθύνθηκε απειλητικά προς το όχημα της ενάγουσας, προκαλώντας σ’ αυτήν τρόμο και ανησυχία με τις φράσεις «Θα δεις τι έχεις να πάθεις, θα σε κανονίσω, θα σου το κάψω, θα σου τον σπάσω τον κουβά σου», ενώ ταυτόχρονα προσέβαλε την τιμή και την υπόληψη της με τις φράσεις «μωρή χτικιό, μισοριξιά, ηλίθια, μαλακισμένη». Στη συνέχεια ο εναγόμενος άνοιξε βίαια τη θύρα του οδηγού του αυτοκινήτου της ενάγουσας και άρχισε να τραβάει αυτή από τα χέρια προκειμένου να τη σύρει έξω. Η ενάγουσα και η ανωτέρω φίλη της που εξακολουθούσαν να βρίσκονται εντός του οχήματος, καλούσαν συνεχώς σε βοήθεια με αποτέλεσμα να συγκεντρωθεί πλήθος κόσμου και να λήξει το επεισόδιο με την αποχώρηση του εναγόμενου. Μετά την άφιξη των αστυνομικών της Άμεσης Δράσης Αττικής, οι διάδικοι προσήχθησαν στο Αστυνομικό Τμήμα Νίκαιας, όπου η ενάγουσα ανέφερε στους αστυνομικούς την τέλεση σε βάρος της των αξιόποινων πράξεων της απειλής, της εξύβρισης, της σωματικής βλάβης και της φθοράς του οχήματός της εκ μέρους του εναγόμενου, ο οποίος αρνήθηκε την τέλεση αυτών (βλ. το προσκομιζόμενο υπ’ αριθ. Πρωτ. …………../11.07.2017 αντίγραφο της εγγραφής από το βιβλίο αδικημάτων – συμβάντων της υπηρεσίας της 05.07.2017 που εξέδωσε το Αστυνομικό Τμήμα Νίκαιας). Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι η ενάγουσα μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Ασκληπιείο Βούλας στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών,λόγω αναφερόμενων επεισοδίων εμετών με συνοδό κεφαλαλγία και λόγω αναφερόμενης αυχεναλγίας και άλγους παρασπονδυλικά στη θωρακική μοίρα της σπονδυλικής στήλης, υποβλήθηκε σε εξετάσεις (ακτινολογικό έλεγχο εγκεφάλου, αυχενικής και θωρακικής μοίρας), από τις οποίες δεν προέκυψαν παθολογικά ευρήματα, ενώ από τον επισκοπικό έλεγχο διαπιστώθηκε εκδορά στο άνω έξω χείλος της δεξιάς ωμοπλάτης (βλ. τις προσκομιζόμενες υπ’ αριθ. Πρωτ. ………/19.07.2017 ιατρικές βεβαιώσεις του Τμήματος Επειγόντων Περιστατικών των διευθυντών της Νευροχειρουργικής Κλινικής και της Α’ Ορθοπεδικής Κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Ασκληπιείο Βούλας). Ακολούθως, αφού διαπιστώθηκαν συμπτώματα εγκεφαλικής διάσεισης, τοποθετήθηκε αυχενικό κολάρο και δόθηκαν οδηγίες στην ενάγουσα για κλινική παρακολούθηση, ενώ της χορηγήθηκε αναρρωτική άδεια διάρκειας πέντε ημερών (βλ. την προσκομιζόμενη από 05.07.2017 νευροχειρουργική εκτίμηση του ιατρού της Νευροχειρουργικής Κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Ασκληπιείο Βούλας). Από τα αποδειχθέντα ως άνω πραγματικά περιστατικά προέκυψε ότι ο εναγόμενος προσέβαλε με λόγο την τιμή της ενάγουσας, απείλησε αυτή με βία και επιπλέον με πρόθεση προξένησε σε αυτήν την ανωτέρω σωματική κάκωση και βλάβη της υγείας της, με αποτέλεσμα να προκληθούν σ’ αυτήν εγκεφαλική διάσειση και εκδορά στο άνω έξω χείλος της δεξιάς ωμοπλάτης.Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι από την ανωτέρω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγόμενου, υπό τις ειδικές περιστάσεις που προεκτέθηκαν, η ενάγουσα, που διήγε το εικοστό έβδομο έτος της ηλικίας της, υποβλήθηκε σε σωματική και ψυχική ταλαιπωρία, και υπέστη θλίψη και στεναχώρια, καθόσον, εκτός από την προσβολή της σωματικής της ακεραιότητας, προσβλήθηκε και η τιμή και η υπόληψή της και προκλήθηκε σ’ αυτήν τρόμος και ανησυχία, και συνεπώς δικαιούται χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια για όλα τα ανωτέρω δεν έσφαλε, αλλά ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του εκκαλούντος – εναγόμενου που διαλαμβάνονται στο μοναδικό λόγο της υπό κρίση από 19.02.2020 υπό στοιχείο Α’ έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα δικαιούται να λάβει ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την παράνομη και υπαίτια προσβολή του δικαιώματος στην προσωπικότητά της, εξαιτίας της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του εναγόμενου που συνίσταται στην τέλεση σε βάρος της των αξιόποινων πράξεων της απειλής, της εξύβρισης και της απλής σωματικής βλάβης, το ποσό των 3.000,00 ευρώ, το οποίο είναι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, εύλογο και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας, καθώς δεν υπερβαίνει καταφανώς, ούτε υπολείπεται του ποσού που επιδικάζεται συνήθως σε παρόμοιες περιπτώσεις (βλ. ΟλΑΠ 9/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 491/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 531/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαμ 8/2018 ΝΟΜΟΣ), λαμβανομένων υπόψη των κατά νόμο στοιχείων, και ειδικότερα των συνθηκών υπό τις οποίες έλαβε χώρα η προσβολή της προσωπικότητας της ενάγουσας, της υπαιτιότητας του εναγόμενου, του είδους και της φύσης της σωματικής βλάβης της ενάγουσας, της ηλικίας αυτής κατά τον χρόνο της αδικοπραξίας (27 ετών), της σωματικής και ψυχικής ταλαιπωρίας της, σε συνδυασμό με την κοινωνική θέση των εμπλεκόμενων φυσικών προσώπων και την οικονομική τους κατάσταση. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο επιδίκασε ως εύλογο, για την χρηματική ικανοποίηση της ενάγουσας, το μικρότερο ποσό των 2.000,00 ευρώ,έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, γενομένου δεκτού ως βάσιμου κατ’ ουσία του μοναδικού λόγου της υπό κρίση από 17.06.2020 υπό στοιχείο Β’ έφεσης. Κατά συνέπεια, η ενάγουσα δικαιούται να λάβει, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής της βλάβης, το ποσό των 3.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
Συνοψίζοντας όσα ανωτέρω αναφέρθηκαν, πρέπει η υπό στοιχείο Α’ από 19.02.2020 έφεση να απορριφθεί κατ’ ουσίαν, ενώ πρέπει να γίνει δεκτή κατ’ ουσίαν η υπό στοιχείο Β’ από 17.06.2020 έφεση και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 3423/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς στο σύνολό της, για το ενιαίο του τίτλου εκτέλεσης, αναγκαίως δε και κατά τη συναρτώμενη με την όλη έκβαση της δίκης διάταξη αυτής περί δικαστικών εξόδων, αφού η δικαστική δαπάνη καθορίζεται εξ υπαρχής ενιαία για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας λόγω της εξαφάνισης της απόφασης, να διακρατηθεί και να δικαστεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και να γίνει εν μέρει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη η από 02.05.2018 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2018 και ειδικό …../2018 αγωγή,δεδομένου ότι στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα της υπό στοιχείο Α’ έφεσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 536 παρ. 1 του ΚΠολΔ, καθόσον έχει ασκήσει και η εφεσίβλητη την υπό στοιχείο Β’ έφεση, και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Αναφορικά με το παράβολο που ο εκκαλών της υπό στοιχείο Α’ έφεσης προκατέβαλε κατά την κατάθεσή της, πρέπει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3εδ. ε’ του ΚΠολΔ λόγω της ήττας του, ενώ πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του παραβόλου για το παραδεκτό της έφεσης που προκατέβαλε η εκκαλούσα της υπό στοιχείο Β’ έφεσης λόγω της νίκης της, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3εδ. ε’ του ΚΠολΔ. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης – ενάγουσας – εκκαλούσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, πρέπει να επιβληθούν, κατά ένα μέρος τους, σε βάρος του εκκαλούντος – εναγόμενου – εφεσίβλητου, λόγω της μερικής ήττας του και ανάλογα με την έκταση αυτής κατ’ άρθρα 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις από 19.02.2020 και από 17.06.2020, αντίστοιχα, υπό στοιχεία Α’ και Β’ εφέσεις, κατά της υπ’ αριθ. 3423/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Δέχεται τυπικά τις εφέσεις.
Απορρίπτει κατ’ ουσίαν την υπό στοιχείο Α’ από 19.02.2020 έφεση.
Δέχεται κατ’ ουσίαν την υπό στοιχείο Β’ από 17.06.2020 έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.
Κρατεί και δικάζει την από 02.05.2018 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2018 και ειδικό …../2018 αγωγή.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου υπέρ Δημοσίου με αριθμό …………/2020 ηλεκτρονικό παράβολο, ποσού εκατό (100,00) ευρώ που προκατέβαλε ο εκκαλών της υπό στοιχείο Α’ από 19.02.2020 έφεσης.
Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα της υπό στοιχείο Β’ από 17.06.2020 έφεσης του παραβόλου υπέρ Δημοσίου με αριθμό …………./2020 ηλεκτρονικό παράβολο, ποσού εκατό (100,00) ευρώ.
Καταδικάζει τον εκκαλούντα – εναγόμενο – εφεσίβλητο σε μέρος των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης – ενάγουσας– εκκαλούσας, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 24.11.2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ