Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 658/2018

Αριθμός    658 /2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Κ.Δ.

 ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

     Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 63, 64, 67 και 118  περ. 4 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι στο δικόγραφο πρέπει να καθίσταται εφικτός ο προσδιορισμός του προσώπου που είναι διάδικος, χωρίς να απαιτείται πανηγυρική γι΄ αυτό διατύπωση, εφόσον από το όλο περιεχόμενο και αιτητικό του δικογράφου προκύπτουν τα στοιχεία ταυτότητας του διαδίκου και η ιδιότητά του (πρβλ. ΕφΑθ 11687/1995 ΕλλΔνη 37.1116, ΕφΑθ 1527/1992 ΕλλΔνη 35.435, ΕφΑθ 11675/1986 ΕλλΔνη 28.1336, Β. Βαθρακοκοίλη: Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση ΚΠολΔ, στο άρθρο 118, σελ. 736, παρ. 21). Στην προκειμένη περίπτωση, από το όλο περιεχόμενο των προτάσεων της εφεσίβλητης προκύπτει σαφώς ότι αυτές έχουν κατατεθεί από την εφεσίβλητη ατομικά και ως ασκούσα προσωρινά την επιμέλεια του ανήλικου τέκνου αυτής και του εκκαλούντος, ….., και συνεπώς η εφεσίβλητη νομοτύπως παρίσταται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού και ατομικά και ως ασκούσα προσωρινά την επιμέλεια του ως άνω ανήλικου τέκνου. Περαιτέρω η κρινόμενη από 25-5-2017 (αρ. καταθ. ……..) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 1947/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 666 παρ. 1, 667, 670, 671 παρ. 1 έως 3 και 672 έως 676 του ΚΠολΔ (άρθρο 681 Β΄ παρ. 1 του ΚΠολΔ), κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων, συνεκδικάζοντας τις από 26-10-2015 (αριθ. κατ. ……..) και από 2-10-2015 (αριθ. κατ. ………) αγωγές, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, καθόσον ακριβές αντίγραφο της προσβαλλόμενης αποφάσεως επιδόθηκε κατά νόμο στην εναγομένη-ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, με επιμέλεια του ενάγοντος-εναγομένου, ήδη εκκαλούντος, την 19-5-2017 (βλ. την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από τον εκκαλούντα υπ΄ αρ. …….. έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ………, που έχει την έδρα του στο Πρωτοδικείο Αθηνών), η δε ένδικη έφεση ασκήθηκε εντός της προβλεπόμενης κατ΄ άρθρο 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ προθεσμίας των 30 ημερών, ήτοι την 30-5-2017 (άρθρα 144 παρ. 2, 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 1 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό της ένδικης εφέσεως δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου εφέσεως, λόγω της φύσεως της προκειμένης διαφοράς [αφορά παραχώρηση χρήσης οικογενειακής στέγης, καθώς και διατροφή εν διαστάσει συζύγου και ανήλικου τέκνου (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ)].

Με την από 2-10-2015 (αρ. καταθ. ……) αγωγή της, που συζητήθηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την 7-12-2016, και για τους λόγους που αναφέρονται σ΄ αυτή (αγωγή), η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, ατομικά και ως ασκούσα προσωρινά την επιμέλεια του ανήλικου τέκνου της, ……., που έχει αποκτήσει από το νόμιμο γάμο της με τον εναγόμενο, εν διαστάσει σύζυγό της, ήδη εκκαλούντα, ζήτησε, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, 1) να ανατεθεί στην ίδια η άσκηση της επιµέλειας του ως άνω ανήλικου τέκνου της, …….., επειδή αυτό επιβάλλει το συμφέρον αυτού (τέκνου), 2) να παραχωρηθεί αποκλειστικά στην ίδια και στο ως άνω ανήλικο τέκνο της η χρήση της οικογενειακής στέγης στην οποία εξακολουθούν να διαµένουν, ήτοι µίας οικίας ιδιοκτησίας του εναγοµένου, που βρίσκεται επί της οδού ………. στη Νίκαια, για λόγους επιείκειας και λόγω των ειδικών συνθηκών που περιγράφονται σ΄ αυτήν (αγωγή), 3) κατόπιν περιορισμού, με δήλωση του πληρεξουσίου της Δικηγόρου που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, του καταψηφιστικού αιτήματος αυτής (αγωγής) σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόµενος οφείλει να καταβάλει σ΄ αυτήν ατοµικά, η οποία από εύλογη αιτία διέκοψε την έγγαµη συµβίωσή τους και αδυνατεί να αντιµετωπίσει τις ανάγκες διατροφής της από τα εισοδήµατα ή την περιουσία της, µηνιαία σε χρήµα διατροφή, ποσού 450 ευρώ, την οποία διατροφή δικαιούται να απαιτήσει, ενόψει των βιοτικών της αναγκών, όπως διαµορφώνονται στο πλαίσιο της χωριστής διαβιώσεώς της, και ως ασκούσα την επιμέλεια του ως άνω ανήλικου τέκνου τους, ποσού 650 ευρώ για λογαριασµό αυτού (ως άνω ανήλικου τέκνου τους), που διαµένει µε αυτήν, στερείται περιουσίας και εισοδηµάτων και αδυνατεί να αυτοδιατραφεί, και δη τα ως άνω ποσά προκαταβολικά έως την τρίτη ηµέρα εκάστου µηνός, για χρονικό διάστηµα τριών (3) ετών από την επίδοση της αίτησης ασφαλιστικών µέτρων περί προσωρινής επιδίκασης διατροφής, ήτοι από την 23-10-2014 έως την 23-10-2017, και δη νοµιµότοκα από το ίδιο χρονικό σηµείο (23-10-2014) και έως την εξόφληση και 4) να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 1947/2017 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε, όπως προαναφέρθηκε, κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων, μεταξύ άλλων, αφού συνεκδίκασε την ένδικη αγωγή με την από 26-10-2015 (αρ. κατ. ……..) αγωγή του ήδη εναγομένου περί ρυθμίσεως του δικαιώματος επικοινωνίας του µε το ως άνω ανήλικο τέκνο του και Α) αφού έκρινε ότι η ένδικη αγωγή είναι νόμιμη, εκτός α) από το παρεπόµενο αίτηµα περί επιδίκασης τόκων από την επίδοση της αίτησης ασφαλιστικών µέτρων, πλην όµως έκρινε ότι στο ευρύτερο περί τοκοδοσίας αγωγικό αίτηµα περιέχεται το νόμιμο αίτημα περί τοκοφορίας από τη δήλη ημέρα καταβολής καθεμίας απαίτησης-ληξιπρόθεσμης μηνιαίας παροχής και β) από το παρεπόµενο αίτηµα περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, όσον αφορά στο αίτηµα περί ρύθµισης της επιμέλειας, αλλά και όσον αφορά στα αιτήµατα περί διατροφής, τα οποία έκρινε μη νόμιμα και συνεπώς απορριπτέα, Β) αφού δέχθηκε ότι ο εναγόµενος, µε προφορική δήλωσή του στο ακροατήριο, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά της δίκης, αλλά και με τις προτάσεις του, συμφώνησε να ανατεθεί η επιμέλεια του προσώπου της ανήλικης θυγατέρας του στην ενάγουσα μητέρα της και ότι ο εναγόμενος, με δήλωση του πληρεξουσίου Δικηγόρου του στο ακροατήριο, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά, συνοµολόγησε τα αγωγικά αιτήµατα περί ανάθεσης της άσκησης της επιµέλειας της ανήλικης θυγατέρας του στην ενάγουσα και περί παραχώρησης της χρήσης της οικογενειακής στέγης σ΄ αυτές και ότι κατά τα λοιπά αρνήθηκε αιτιολογηµένα την αγωγή, ισχυριζόµενος, µεταξύ άλλων, ότι αποκλειστικά υπαίτια της διάσπασης της έγγαµης συµβίωσής τους είναι η ενάγουσα – εν διαστάσει σύζυγός του, η οποία, σε κάθε περίπτωση, δύναται να εργαστεί και να διατρέφει τον εαυτό της, καθώς και ότι οι πραγµατικές διατροφικές ανάγκες της ανήλικης θυγατέρας τους ανέρχονται στο ποσό των 250 ευρώ µηνιαίως και Γ) αφού επίσης δέχθηκε ότι προέβαλε (ο εναγόμενος) α) την ένσταση περί συνεισφοράς και της ενάγουσας – µητέρας στη διατροφή της ανήλικης θυγατέρας τους κατά το ποσό των 100 ευρώ µηνιαίως, άλλως στο ήµισυ του απαιτούµενου για τη διατροφή της ποσού που θα καθορισθεί από το Δικαστήριο και ότι αυτή η ένσταση είναι νόµιµη και ακολούθως δέχθηκε αυτή ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμη, β) την ένσταση διακινδύνευσης ιδίας διατροφής και ότι αυτή, τόσο όσον αφορά στην ενάγουσα ατοµικά, όσο και στην εκπροσωπούµενη από την ίδια ανήλικη θυγατέρα της (για την οποία προβλήθηκε επικουρικά, ήτοι εφόσον κριθεί ότι η συνεισφορά του ενάγοντος στη διατροφή της είναι µεγαλύτερη του ποσού των 150 ευρώ), είναι απορριπτέα ως νόµω αβάσιµη, και γ) την ένσταση περί καταχρηστικής ασκήσεως της αξίωσης της ενάγουσας περί ατοµικής της διατροφής, ισχυριζόµενος ότι αυτή µπορεί να εργαστεί και να διατραφεί από τα δικά της εισοδήµατα, καθώς και ότι µε τον τρόπο αυτό προσπαθεί να τον εξοντώσει οικονοµικά και να καρπωθεί την επιχείρηση και την περιουσία του και ότι αυτοί οι ισχυρισµοί του εναγοµένου, όµως, τυγχάνουν απορριπτέοι ως µη νόµιµοι και δεν αρκούν για να θεµελιώσουν νόµιµη ένσταση εκ του άρθρου 281 του ΑΚ, ως προς την από 2-10-2015 (αρ. καταθ. ……….) αγωγή που αφορά η ένδικη έφεση, (το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο), μεταξύ άλλων, δέχθηκε αυτήν εν μέρει ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμη [από 2-10-2015 (αρ. καταθ. …….) αγωγή], ανέθεσε την άσκηση της επιµέλειας του ως άνω ανήλικου τέκνου των διαδίκων συζύγων, αποκλειστικά στην ενάγουσα – µητέρα του, αναγνώρισε ότι ο εναγόµενος οφείλει να καταβάλλει στην ενάγουσα, προκαταβολικά εντός του πρώτου τριηµέρου εκάστου µηνός, διατροφή σε χρήµα, και συγκεκριµένα: α) το ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ µηνιαίως για την ίδια ατοµικά και β) µε την ιδιότητά της ως αναλαµβάνουσας οριστικά την επιµέλεια του ως άνω ανήλικου τέκνου τους και για λογαριασµό του, το ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ µηνιαίως, και δη τα ανωτέρω ποσά για το χρονικό διάστηµα από την εποµένη της επίδοσης της αγωγής και έως την 23-10-2017, και µε το νόµιµο τόκο από την καθυστέρηση κάθε µηνιαίας δόσης και έως την εξόφληση, παραχώρησε στην ενάγουσα και στο ως άνω ανήλικο τέκνο των διαδίκων την αποκλειστική χρήση της οικογενειακής στέγης αυτών, ήτοι της οικίας που βρίσκεται επί της οδού ……. στη Νίκαια Αττικής, η κυριότητα της οποίας ανήκει στον εναγόµενο, κήρυξε την απόφαση, ως προς την αµέσως ανωτέρω καταψηφιστική της διάταξη, προσωρινά εκτελεστή και συμψήφισε τα δικαστικά έξοδα, πέραν των προκαταβληθέντων εκ µέρους του εναγοµένου, στο σύνολό τους µεταξύ των διαδίκων. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την ένδικη έφεση ο εν μέρει ηττηθείς εναγόμενος και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτήν (έφεση) λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί και επικουρικά να μεταρρυθμιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση έτσι ώστε να απορριφθεί, ως προς τα εκκαλούμενα κεφάλαια, η ένδικη αγωγή της εφεσίβλητης και να περιοριστεί η διατροφή υπέρ της ανήλικης θυγατέρας τους στο προσήκον μέτρο των 200 ευρώ μηνιαίως.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1389, 1390, 1391 και 1392 του ΑΚ προκύπτει ότι 1) οι σύζυγοι έχουν υποχρέωση να συνεισφέρουν (συμβάλλουν) από κοινού ο καθένας ανάλογα με την οικονομική του δυνατότητα, για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, 2) η συνεισφορά γίνεται με την προσωπική εργασία, τα εισοδήματά τους και την περιουσία τους, 3) στην υποχρέωση αυτή περιλαμβάνεται ειδικότερα η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων για διατροφή τους, η κοινή υποχρέωση για διατροφή των τέκνων τους και γενικά η υποχρέωση και συμβολή στη λειτουργία του κοινού οίκου. Το μέτρο της υποχρέωσης προσδιορίζεται ανάλογα με τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής και η εκπλήρωσή της γίνεται με τον τρόπο που επιβάλλει η έγγαμη συμβίωση. Επίσης συνάγεται ότι σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, οπότε εξακολουθεί μεν ο μεταξύ των συζύγων γάμος, αλλά δεν μπορεί να γίνει λόγος περί συνεισφοράς αυτών προς αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, μεταξύ των οποίων και η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων για διατροφή, αφού με τη διακοπή της συμβίωσης έπαυσε να υπάρχει και να λειτουργεί κοινός οίκος και να δημιουργούνται οικογενειακές ανάγκες, εκείνος από τους συζύγους που διέκοψε την έγγαμη συμβίωση για εύλογη αιτία δικαιούται από τον άλλο, ανεξαρτήτως του εάν είναι εύπορος ή άπορος, διατροφή σε χρήμα, που προκαταβάλλεται μηνιαίως και υποκαθιστά τη συνεισφορά του υπόχρεου υπό συνθήκες οικογενειακής ζωής (ΑΠ 1028/2013, ΕφΘρ 74/2014). Συνεπώς, αυτός που μετέχει, με βάση την οικονομική του δυνατότητα, στα βάρη του γάμου με ποσό μικρότερο από το ποσό συμμετοχής του άλλου συζύγου δικαιούται, συντρεχόντων και των λοιπών προβλεπομένων από το νόμο προϋποθέσεων, διατροφή από τον τελευταίο, αφού και κατά τη διάρκεια του γάμου απολάμβανε αυτός μέρος από τα εισοδήματα του άλλου. Το παραπάνω δικαίωμα υφίσταται και όταν η διακοπή προήλθε από την πλευρά του υπόχρεου για διατροφή συζύγου, ακόμη και αν ο υπόχρεος αναγκάστηκε στη διακοπή της συμβίωσης από παράπτωμα του δικαιούχου. Στην περίπτωση όμως, αυτή, αν το παράπτωμα του δικαιούχου της διατροφής συνιστά λόγο διαζυγίου, περιορίζεται η έκταση της οφειλόμενης σε αυτόν από τον άλλον διατροφής στα απολύτως αναγκαία για τη συντήρησή του (ελαττωμένη διατροφή), μετά από ένσταση του εναγομένου με αντίστοιχο προς τούτο αίτημα. Εξάλλου από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει ότι το μέτρο της μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης οφειλόμενης στο δικαιούχο διατροφής, προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί υπό συνθήκες οικογενειακής ζωής, σε συνδυασμό με εκείνες που ανέκυψαν από τη χωριστή διαβίωση, λαμβανομένων υπόψη των εκατέρωθεν οικονομικών δυνάμεων (ΑΠ 1061/2012, ΑΠ 132/2003, ΕφΛαρ 30/2013). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1485, 1486, 1489, 1493 του ΑΚ προκύπτει ότι οι γονείς, είτε υπάρχει μεταξύ τους γάμος και συμβιώνουν, είτε έχει διακοπεί η συμβίωση, είτε έχει εκδοθεί διαζύγιο, έχουν κοινή και ανάλογη με τις δυνάμεις τους υποχρέωση να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους, ακόμη και εάν αυτό έχει περιουσία, της οποίας όμως τα εισοδήματα ή το προϊόν της εργασίας του ή άλλα τυχόν εισοδήματά του δεν αρκούν για τη διατροφή του. Το μέτρο της διατροφής από το νόμο μεταξύ των ανιόντων και κατιόντων, προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες ζωής του και περιλαμβάνει τα αναγκαία για τη συντήρηση και εν γένει εκπαίδευσή του έξοδα. Ως συνθήκες ζωής νοούνται οι συγκεκριμένοι όροι διαβιώσεως, που ποικίλουν ανάλογα με την ηλικία, τον τόπο κατοικίας, την ανάγκη επιτηρήσεως και εκπαιδεύσεως και την κατάσταση της υγείας του δικαιούχου, σε συνδυασμό με την περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου. Για να καθοριστεί το ποσό της δικαιούμενης διατροφής αξιολογούνται κατ΄ αρχήν τα εισοδήματα των γονέων από οποιαδήποτε πηγή και στη συνέχεια προσδιορίζονται οι ανάγκες του τέκνου, καθοριστικό δε στοιχείο είναι οι συνθήκες της ζωής του, δηλαδή οι όροι διαβιώσεώς του, χωρίς όμως να ικανοποιούνται οι παράλογες αξιώσεις. Η δαπάνη για την εξυπηρέτηση στεγαστικών ή καταναλωτικών δανείων και ο φόρος εισοδήματος που καταβάλλεται δεν προαφαιρούνται από τα εισοδήματα του υπόχρεου, αλλά λαμβάνονται υπόψη ως επιπλέον βιοτικές ανάγκες του (ΑΠ 120/2013, ΑΠ 680/2010, ΑΠ 204/2010, ΑΠ 837/2009, ΑΠ 471/2005, ΕφΔωδ 195/2013, Κωνσταντίνου Παπαδόπουλου: Αγωγές Οικογενειακού Δικαίου, τομ. Β΄, εκ. 2003, σελ. 58 και οι εκεί παραπομπές) και ως στοιχεία προσδιοριστικά των συνθηκών διαβίωσής του (ΕφΠειρ 158/2008). Στην προκειμένη περίπτωση με αυτό το περιεχόμενο, η ένδικη αγωγή, είναι ορισμένη και ως προς το αίτημα περί επιδικάσεως διατροφής υπέρ της ενάγουσας ατομικά, όπως έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθόσον αναφέρεται σ΄ αυτήν ότι οι διάδικοι είναι σύζυγοι, ότι η διακοπή της έγγαμης σχέσης τους οφείλεται σε λόγο που αφορά αποκλειστικά τον εναγόμενο, καθώς επίσης αναφέρονται και οι βιοτικές ανάγκες της ενάγουσας. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τον σχετικό λόγο της ένδικης εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα.

Ακολούθως, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11 περ. β΄ του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το Δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, που προκύπτει και από το συνδυασμό της προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 εδ. 1 στοιχ. β, 346 και 453 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η πρώτη από τις οποίες εισάγει το συζητητικό σύστημα στη διαγνωστική δίκη, δηλαδή της ενέργειας του Δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, ως αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν, νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε. Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση εγγράφου, όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του. Μπορεί δε η επίκληση αυτή να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζητήσεως μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε με αναφορά δια των προτάσεων αυτών σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζομένων προτάσεων προηγουμένης συζητήσεως, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, κατ΄ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 του ΚΠολΔ. Η τελευταία αυτή διάταξη, αναφέρεται βεβαίως στον τρόπο επαναφοράς «ισχυρισμών», έχει όμως εφαρμογή και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων, λόγω της ταυτότητος του νομικού λόγου (ΟλΑΠ 23/2008). Συγκεκριμένα κατά το άρθρο 240 του ΚΠολΔ, για την επαναφορά ισχυρισμών που υποβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση στο ίδιο ή ανώτερο Δικαστήριο, αρκεί η επανυποβολή τους με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης που τους περιέχουν και που προσκομίζονται απαραιτήτως σε επικυρωμένο αντίγραφο. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, η επίκληση με τις προτάσεις που υποβάλλονται στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο κατά τη συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ισχυρισμών με γενική αναφορά στις πρωτόδικες προτάσεις, το κείμενο των οποίων ενσωματώνεται στις προτάσεις ενώπιον του Εφετείου, δεν αρκεί, ούτε είναι νόμιμη. Δεν πρόκειται όμως, για ενσωμάτωση, όταν στο κείμενο των προτάσεων της δευτεροβάθμιας δίκης περιέχονται, έστω και αυτούσιες, οι προτάσεις προηγούμενης συζητήσεως, καλυπτόμενες από την υπογραφή του πληρεξουσίου Δικηγόρου στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης, διότι με τον τρόπο αυτό οι προηγούμενες προτάσεις και οι τελευταίες (ενώπιον δηλαδή του Εφετείου) κατέστησαν ενιαίες (ΑΠ 224/2016).

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων ……….., αντίστοιχα, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και περιέχονται (οι καταθέσεις) στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του ίδιου (πρωτοβάθμιου) Δικαστηρίου, καθώς και από όλα τα έγγραφα, μεταξύ των οποίων και οι προσκομιζόμενες μη αμφισβητούμενης γνησιότητας φωτογραφίες (άρθρα 444, 448 και 457 παρ. 4 του ΚΠολΔ), (πρβλ. ΑΠ 1707/2009, ΑΠ 230/2008, ΑΠ 239/2004)], τα οποία νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, [ανάμεσα στα οποία έγγραφα των οποίων για πρώτη φορά στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας γίνεται επίκληση και προσαγωγή, όχι από πρόθεση στρεψοδικίας ή βαριά αμέλεια (άρθρο 529 του ΚΠολΔ)], χωρίς όμως η ρητή αναφορά σε ορισμένα εξ αυτών (εγγράφων) να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα, και όπως προεκτέθηκε, όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723, ΑΠ 1068/2002 ΑρχΝ 2004.70), (σημειώνοντας ότι ο εκκαλών στις προτάσεις του παρόντος βαθμού, περιλαμβάνει, αυτούσιες, τις προτάσεις και την προσθήκη – αντίκρουση της πρωτοβάθμιας συζητήσεως, καλυπτόμενες από την υπογραφή της πληρεξούσιας Δικηγόρου του, και κατά τον τρόπο αυτό έχουν καταστεί ενιαίες προτάσεις, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν μεταξύ τους νόµιµο γάµο στις 27-9-2003 στη Νίκαια Αττικής. Από το γάµο τους αυτό απέκτησαν ένα τέκνο, τη ………, που γεννήθηκε στις 15-7-2004, ήτοι είναι ακόμα ανήλικο. Η έγγαµη συµβίωσή τους δεν υπήρξε απαρχής αρµονική, αλλά υπήρχαν συνεχώς προβλήµατα µεταξύ τους, εξαιτίας της αντισυζυγικής συµπεριφοράς του εναγοµένου, ο οποίος επεδείκνυε αυταρχική, επιθετική, εριστική και υβριστική συµπεριφορά απέναντι στην ενάγουσα – σύζυγό του με έντονες εξάρσεις θυμού, με αποτέλεσμα να δηµιουργούνται µεταξύ τους σοβαρά επεισόδια, ακόµη και ενώπιον του ανήλικου τέκνου τους, κατά τα οποία ο εναγόµενος ασκούσε σ΄ αυτήν (ενάγουσα) ψυχολογική και σωµατική βία. Αποκορύφωµα της προπεριγραφείσας αντισυζυγικής συµπεριφοράς του εναγοµένου ήταν το επεισόδιο που έλαβε χώρα µεταξύ των διαδίκων στις 18-10-2014, κατά το οποίο ο εναγόµενος επιτέθηκε στην ενάγουσα – σύζυγό του, την έπιασε από το λαιµό και µε τα χέρια του την χτύπησε στο κεφάλι, προκαλώντας της απλή σωματική βλάβη, ήτοι οίδηµα στην αριστερή προωτιαία χώρα µε ήπια διάσειση λαβυρίνθου και µικρού βαθµού βαρηκοΐα αριστερά, καθώς και δύο (2) µικροεκδορές στην αριστερή πλάγια τραχηλική χώρα, ενώ επίσης απείλησε ότι θα την σκοτώσει. Κατά την ως άνω επίθεση στην ενάγουσα ο εναγόμενος υπέστη ελαφρές σωματικές βλάβες, ήτοι δύο (2) γραμμοειδείς εκδορές 0,7 εκ. και 0,8 εκ. αντιστοίχως στην άνω επιφάνεια της ρινικής πυραμίδος (πλησίον του ριζορινίου). Αµέσως µετά το εν λόγω επεισόδιο η ενάγουσα κατέφυγε στην οικία της µητέρας της και κατήγγειλε το γεγονός στο Αστυνοµικό Τμήμα Νίκαιας. Έκτοτε δε, η έγγαµη συµβίωση των διαδίκων διασπάσθηκε οριστικά και βρίσκονται σε διάσταση, ενώ µε προσωρινή διαταγή του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ο εναγόµενος παραχώρησε τη χρήση της έως τότε οικογενειακής τους στέγης, ήτοι της οικίας κυριότητάς του, που βρίσκεται επί της οδού …………. στη Νίκαια Αττικής, στην ενάγουσα και στην ανήλικη θυγατέρα τους, όπου συνεχίζουν να διαµένουν µέχρι σήµερα. Κατόπιν τούτων προκύπτει ότι η έγγαμη σχέση των διαδίκων διασπάστηκε από λόγους που αφορούν το πρόσωπο του εναγομένου, ήτοι για εύλογη για την ενάγουσα αιτία, και κατά συνέπεια η ενάγουσα δικαιούται έναντι του εναγομένου διατροφής σε χρήμα, εάν βεβαίως συντρέχουν και οι λοιπές, εξεταζόμενες κατωτέρω, προϋποθέσεις, ήτοι της αδυναμίας της να εξασφαλίσει τη διατροφή της από δικούς της πόρους και της υπό καθεστώς έγγαμης συμβίωσης συμμετοχής της στο εισόδημα του εναγομένου-συζύγου της, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας. Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι η διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης οφείλεται σε λόγους που αφορούν αποκλειστικά την ενάγουσα, τους οποίους επαναφέρει με λόγο της ένδικης εφέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε όμοια, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, ορθά κατ΄ αποτέλεσμα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά κατ΄ αποτέλεσμα εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά. Συνεπώς, αφού συμπληρωθεί η ελλιπής αιτιολογία της εκκαλουμένης με αυτή της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος ο σχετικός λόγος της ένδικης εφέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι την 1-12-2017 εκδόθηκε η υπ΄ αρ. 5322/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Ειδική Διαδικασία Γαμικών Διαφορών) με την οποία αφού συνεκδικάσθηκαν οι από 2-2-2017 και 6-6-2016 αγωγές κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων, έγιναν δεκτές αυτές και απαγγέλθηκε η λύση του μεταξύ των ήδη διαδίκων γάμου. Πλην όμως, αφενός η ως άνω απόφαση εκδόθηκε σε χρόνο μεταγενέστερο από αυτόν που αφορά η ένδικη αγωγή ως προς την αιτούμενη επιδίκαση διατροφής υπέρ της ενάγουσας ατομικά και αφετέρου η κηρύττουσα τη λύση του γάμου απόφαση, όπως εν προκειμένω η υπ΄ αρ. 5322/2017 απόφαση, δεν αποτελεί δεδικασμένο ως προς το ζήτημα της υπαιτιότητας για τον κλονισμό του γάμου, τα δε ζητήματα υπαιτιότητας κρίνονται αυτοτελώς στη δίκη διατροφής. Στην πραγματικότητα, δηλαδή, αντικείμενο της δίκης διαζυγίου είναι, όχι η δικαστική διάγνωση του λόγου του δικαιολογούντος την απαγγελία του διαζυγίου, αλλά το διαπλαστικό δικαίωμα της λύσης του γάμου (ΑΠ 50/2013, ΑΠ 1242/2011 ΝοΒ 2012. 654, ΑΠ 491/2010 ΝοΒ 2011.947, ΑΠ 2351/2009, ΑΠ 1055/2009, ΕφΠειρ 99/2014, Απ. Γεωργιάδη: Σύντομη Ερμηνεία ΑΚ, τομ. II, εκ. 2013, άρθρο 1439, αρ. 31, σελ. 700). Επιπροσθέτως, αποδείχθηκε ότι κατόπιν ασκήσεως της από 21-10-2014 (αρ. καταθ. ………) αίτησης της ήδη ενάγουσας – εφεσίβλητης, η οποία συνεκδικάστηκε με την προφορικά ασκηθείσα ανταίτηση του ήδη εναγομένου – εκκαλούντος, περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων, εκδόθηκε η υπ΄ αρ. 1412/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων) με την οποία, μεταξύ άλλων, διατάχθηκε προσωρινά η μετοίκηση του καθ΄ ου, ήδη εναγομένου – εκκαλούντος, από τη συζυγική οικία, ανατέθηκε προσωρινά στην αιτούσα, ήδη ενάγουσα – εφεσίβλητη, η επιμέλεια του ανήλικου τέκνου των διαδίκων, …………, υποχρεώθηκε ο καθ΄ ου, ήδη εναγόμενος – εκκαλών, να καταβάλλει στην αιτούσα, ήδη ενάγουσα – εφεσίβλητη, ως προσωρινή μηνιαία διατροφή, το ποσό των 300 ευρώ για τον εαυτό της και το ποσό των 500 ευρώ για λογαριασμό του ανήλικου τέκνου τους, εντός του πρώτου πενθήμερου κάθε μήνα, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση της πληρωμής κάθε παροχής μέχρι την εξόφληση, για το χρονικό διάστημα από την επίδοση της ένδικης αιτήσεως και μέχρι την έκδοση της οριστικής αποφάσεως επί της κύριας αγωγής διατροφής και ρυθμίστηκε το δικαίωμα επικοινωνίας του αιτούντος, ήδη εναγομένου – εκκαλούντος, με το ως άνω τέκνο τους. Περαιτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με διάταξη της ως άνω υπ΄ αρ. 1947/2017 αποφάσεώς του που δεν προσβάλλεται με λόγο εφέσεως (η διάταξη), ανέθεσε την άσκηση της επιµέλειας του ως άνω ανήλικου τέκνου των διαδίκων συζύγων αποκλειστικά στην ενάγουσα – µητέρα του. Με το δεύτερο αίτημα της ένδικης αγωγής, όπως προαναφέρθηκε, η ενάγουσα ζήτησε να παραχωρηθεί αποκλειστικά στην ίδια και στο ως άνω ανήλικο τέκνο της, χωρίς χρονικό περιορισμό (ενώ μόνο επιδίκαση διατροφής για την ίδια ατομικά και το ανήλικο τέκνο τους ζητούσε από την 23-10-2014 και για χρονικό διάστημα τριών ετών), η χρήση της (προαναφερόμενης) οικογενειακής στέγης στην οποία εξακολουθούν να διαµένουν, ήτοι µίας οικίας ιδιοκτησίας του εναγοµένου, που βρίσκεται επί της οδού ………… στη Νίκαια Αττικής, για λόγους επιείκειας και λόγω των ειδικών συνθηκών που περιγράφονται σ΄ αυτήν (αγωγή). Ως προς το αίτημα αυτό, σύµφωνα µε τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγµατικά περιστατικά, λόγοι επιείκειας επιβάλλουν να παραχωρηθεί στην ενάγουσα η χρήση της προαναφερόµενης πρώην οικογενειακής στέγης, που βρίσκεται στη Νίκαια Αττικής (οδός …………) και χρησίµευε για την κύρια διαµονή των διαδίκων µέχρι τη διάσπαση της έγγαµης συµβίωσής τους, όπου εξακολουθεί να διαµένει η ενάγουσα µε το ανήλικο τέκνο τους, λαµβανοµένου υπόψη ότι η τελευταία δεν διαθέτει άλλο ακίνητο ικανό να καλύψει τις στεγαστικές ανάγκες τους και επιπλέον, σε αντίθεση µε τον εναγόµενο, δεν έχει την οικονοµική δυνατότητα, κατά τα κατωτέρω αναφερόμενα, να µισθώσει άλλη οικία. Σηµειωτέον δε ότι τα παραπάνω πραγµατικά περιστατικά, σε σχέση µε το εν λόγω αίτηµα, συνοµολογήθηκαν εκ µέρους του εναγοµένου, µε δήλωση του πληρεξουσίου Δικηγόρου του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθµα µε την εκκαλουμένη πρακτικά, ήτοι, μεταξύ άλλων, συνοµολόγησε, σύμφωνα με το άρθρο 352 παρ. 1 του ΚΠολΔ, το ως άνω αίτημα περί παραχώρησης της χρήσης της οικογενειακής στέγης στην ενάγουσα, προκειμένου να διαμένει με τη θυγατέρα τους σ΄ αυτήν, χωρίς χρονικό περιορισμό. Η οµολογία του αυτή αποτελεί πλήρη απόδειξη των πραγµατικών περιστατικών, που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τον σχετικό λόγο της ένδικης εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα. Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι το ως άνω ανήλικο τέκνο διαµένει µε την ενάγουσα στην ως άνω οικία που αποτελούσε την συζυγική οικία και ανήκει στον πατέρα της, εναγόμενο, μετά την μετοίκηση αυτού που διατάχθηκε προσωρινά με την προαναφερόμενη υπ΄ αρ. 1412/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων). Συνεπώς, δεν βαρύνεται με την καταβολή μισθώματος. Είναι μαθήτρια της Α΄ τάξης Γυμνασίου και φοιτά στην ……….. Επιπλέον παρακολουθεί µαθήµατα για την εκμάθηση της αγγλικής γλώσσας, έναντι διδάκτρων ανερχόμενα στο ποσό των 65 ευρώ για κάθε μήνα που διαρκεί το διδακτικό έτος, καθώς και µαθήµατα χορού, ως ήπια άσκηση για τη βελτίωση της αναφερομένης κατωτέρω κατάστασης της υγείας της, έναντι διδάκτρων ανερχόμενα στο ποσό, επίσης, των 65 ευρώ για κάθε μήνα που διαρκεί το διδακτικό έτος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε, χωρίς να προσβάλλεται η κρίση του αυτή με λόγο εφέσεως εκ μέρους της ενάγουσας, ότι δεν αποδείχθηκε ότι η ως άνω ανήλικη χρήζει ενισχυτικής διδασκαλίας, για τα σχολικά µαθήµατα, κατ΄ οίκον και ότι παρακολουθεί µαθήµατα µουσικής σε ωδείο. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι το ως άνω ανήλικο τέκνο αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας. Ειδικότερα πάσχει από τη νόσο των πολλαπλών εξοστώσεων στον κορµό και στα άνω και κάτω άκρα και έχει υποβληθεί σε σειρά χειρουργικών επεµβάσεων για την επιμήκυνση του δεξιού άνω άκρου. Εξαιτίας της νόσου αυτής, παρουσιάζει ελαφρά ανισοσκελία, ενώ χρήζει συστηµατικής ιατρικής παρακολούθησης και προβλέπεται πιθανό να υποβληθεί και σε νέες χειρουργικές επεµβάσεις στο µέλλον. Οι δαπάνες του ως άνω ανήλικου τέκνου για σίτιση, ένδυση, ψυχαγωγία, εκπαίδευση και παραθερισμό, πέραν των δαπανών της ιατροφαρµακευτικής της περίθαλψης, οι οποίες είναι αυξηµένες, καθόσον µόνο εν µέρει καλύπτονται από την Πρόνοια, όπου είναι ασφαλισµένο, είναι οι συνήθεις δαπάνες τέκνων της αυτής με το ως άνω ανήλικο ηλικίας. Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι το ως άνω ανήλικο τέκνο των διαδίκων δεν μπορεί να εξασφαλίσει μόνο του τη διατροφή του διότι δεν έχει εισοδήματα και περιουσία, ούτε μπορεί λόγω της ηλικίας του να εργαστεί. Επομένως, αυτό έχει καταρχήν δικαίωμα διατροφής σε χρήμα κατά μήνα καταβαλλομένου, ως στερούμενο προσόδων έναντι των γονέων του, οι οποίοι ενέχονται ανάλογα με τις οικονομικές δυνάμεις τους για το επίδικο χρονικό διάστημα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο εναγόµενος, ο οποίος κατά τον κρίσιμο χρόνο άσκησης της αγωγής {η ένδικη αγωγή επιδόθηκε στον εναγόμενο την 8-10-2015 [βλ. το προσκομιζόμενο από τον εναγόμενο ακριβές αντίγραφο αυτής (ένδικης αγωγής) που φέρει τη σημείωση του Δικαστικού Επιμελητή …………. και παραγγελία του πληρεξούσιου Δικηγόρου της ενάγουσας για επίδοση προς αυτόν (εναγόμενο)]}, ήταν 49 περίπου ετών, διατηρεί πρακτορείο ΟΠΑΠ, που στεγάζεται σε µισθωµένο κατάστηµα επί της οδού ………….. στη Νίκαια Αττικής, από το οποίο, αφαιρουµένων των πάσης φύσεως λειτουργικών εξόδων του, αποκερδαίνει κατά μέσο όρο το καθαρό ποσό των 1.800 ευρώ µηνιαίως. Για το οικονομικό έτος 2012, για το οικονομικό έτος 2013, για το οικονομικό έτος 2014 και για το φορολογικό έτος 2015 ο εναγόμενος δήλωσε στην αρμόδια ΔΟΥ α) ακαθάριστα εισοδήματα ανερχόμενα στα ποσά των 23.604,62 ευρώ, 28.634,87 ευρώ, 35.423,03 ευρώ και 39.452 ευρώ αντίστοιχα και β) καθαρά εισοδήματα ανερχόμενα στα ποσά των 9.441,85 ευρώ, 5.709,78 ευρώ, 8.745,74 ευρώ και 8.030,85 ευρώ αντίστοιχα. Οι σχετικές αυτές φορολογικές του δηλώσεις δεν προκύπτει ότι έχουν ελεγχθεί, κυρίως ως προς τις δηλωθείσες δαπάνες – έξοδα, και συνεπώς δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο (πρβλ. ΑΠ 1156/2017, ΕφΘεσσαλ 740/2009, ΕφΑθ 1009/1991ΑρχΝ 1992.481). Στη συνέχεια από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος είναι κύριος της πρώην συζυγικής οικίας, που βρίσκεται επί της οδού ………… στη Νίκαια Αττικής, σε βάρος της οποίας έχουν εγγραφεί προσημειώσεις υποθήκης και στην οποία διαµένουν, όπως ήδη προαναφέρθηκε, η ενάγουσα και η ανήλικη θυγατέρα τους. Ο ίδιος διαµένει σε µισθωµένη οικία – διαµέρισµα στη Νίκαια, επιφάνειας 44 τ.µ., έναντι µισθώµατος ποσού 180 ευρώ. Βαρύνεται επίσης µε τα λειτουργικά έξοδα της οικίας αυτής, ήτοι δαπάνες κοινοχρήστων, θέρµανσης, κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύµατος, ύδατος. Έχει οφειλές προς τον Ο.Α.Ε.Ε., που την 14-1-2015 ανέρχονταν στο ποσό των 18.897,73 ευρώ. Λοιπές, ήδη υφιστάμενες, οφειλές του εναγομένου που αποπληρώνονται από αυτόν, δεν αποδείχθηκαν. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι ο τελευταίος διαθέτει άλλα εισοδήµατα ή περιουσιακά στοιχεία, ούτε ότι βαρύνεται µε τη διατροφή τρίτου προσώπου υποχρεωµένου από το νόµο να διατρέφει, πλην της υποχρέωσης διατροφής της εν διαστάσει συζύγου του και του ως άνω ανήλικου τέκνου του. Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, ηλικίας κατά την άσκηση της ένδικης αγωγής 52 περίπου ετών, κατά τη διάρκεια της έγγαµης συµβίωσής της με τον εναγόμενο, εργαζόταν στο πρακτορείο αυτού, χωρίς να αμείβεται, ενώ περιστασιακά και µόνο, και για πολύ σύντοµα χρονικά διαστήματα εργάσθηκε σε τρίτους εργοδότες, όπως εργάσθηκε, σε τρίτο εργοδότη, και από το μήνα Αύγουστο του έτους 2006 έως το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2007. Κατά τα λοιπά, απασχολούταν µε τη φροντίδα του συζύγου της, της ανήλικης θυγατέρας τους και του οίκου τους. Ήδη είναι άνεργη, εγγεγραµµένη στα οικεία µητρώα του Ο.Α.Ε.Δ.. Αντιµετωπίζει σοβαρά προβλήµατα υγείας, αφού πάσχει από στένωση πνευµονικής βαλβίδας (καρδιακή ανεπάρκεια), για την οποία χειρουργήθηκε το έτος 1972, επαναστένωση πνευµονικής βαλβίδας µε ανεπάρκεια, θυρεοειδοπάθεια, πεπτικό έλκος, εκτακτοσυστολική αρρυθµία, βαρηκοΐα αριστερά και ισχαιµική µικροαγγειακή λευκοεγκεφαλοπάθεια αριστερού µετωπιαίου και δεξιού βρεγµατικού λοβού. Εξαιτίας δε των παθήσεών της αυτών, βαρύνεται µε αυξηµένες δαπάνες ιατροφαρµακευτικής περίθαλψης, λόγω του ότι είναι ασφαλισµένη από την Πρόνοια, µε αποτέλεσµα οι δαπάνες αυτές να µην καλύπτονται πλήρως. Η εξεύρεση από αυτή, σταθερής και μόνιμης εργασίας, είναι δύσκολη, λόγω της ηλικίας της, αλλά και της γενικότερης οικονομικής κρίσης στην αγορά εργασίας. Περαιτέρω, όπως ήδη προαναφέρθηκε, η ενάγουσα διαµένει µαζί µε την ανήλικη θυγατέρα της στην πρώην οικογενειακή στέγη, κυριότητας του εναγοµένου – συζύγου της, και, συνεπώς, δεν βαρύνεται µε δαπάνες στέγασης, βαρύνεται όµως µε τα έξοδα λειτουργίας και συντήρησης της οικίας αυτής, ήτοι δαπάνες θέρμανσης, ηλεκτροφωτισµού, ύδρευσης, τηλεφώνου. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι αυτή διαθέτει οποιαδήποτε περιουσία, κινητή ή ακίνητη, ή εισοδήµατα από οποιαδήποτε πηγή, ενώ τα έξοδα διατροφής, ενδύσεως, ψυχαγωγίας της, πέραν των δαπανών ιατροφαρµακευτικής της περίθαλψης, είναι τα συνήθη ατόµου της ηλικίας της. Επίσης, δεν βαρύνεται µε τη διατροφή τρίτου προσώπου υποχρεουμένης από το νόµο να διατρέφει, πλην του ως άνω ανήλικου τέκνου της. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσής της με τον εναγόμενο η οφειλόμενη συνεισφορά της (ενάγουσας) για την αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών συνίστατο στην προσφορά της προσωπικής της εργασίας, (όπως φροντίδα και περιποίηση του συζύγου της και του τέκνου τους, καθαρισμός της οικίας, παρασκευή φαγητού), που αποτιμάται σε χρήμα. Για τον ίδιο δε σκοπό ο εναγόμενος συνεισέφερε τα εισοδήματά του από την εργασία του. Επομένως, ενόψει των παραπάνω πραγματικών περιστατικών η ενάγουσα υπό καθεστώς έγγαμης συμβίωσης  θα απολάμβανε από τα εισοδήματα του συζύγου της – εναγομένου. Με τα δεδομένα αυτά η ενάγουσα, η οποία, κατά τα ανωτέρω, αφίσταται της έγγαμης συμβίωσης από εύλογη γι΄ αυτήν αιτία και αδυνατεί να διατρέφει τον εαυτό της, δικαιούται διατροφής έναντι του εναγομένου, αφού και υπό τις συνθήκες της έγγαμης συμβίωσης είχε τοιούτο δικαίωμα. Με βάση τις προαναφερόμενες οικονομικές δυνατότητες των διαδίκων, τις συνθήκες της οικογενειακής τους ζωής μέχρι τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσής τους, τις ανάγκες της ζωής της ενάγουσας, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί στο πλαίσιο της συμβίωσης καθώς και τις νέες προσωπικές της ανάγκες από τη χωριστή διαβίωση, η διατροφή της ενάγουσας πρέπει να καθορισθεί στο ποσό των 250 ευρώ για χρονικό διάστημα από την εποµένη της επίδοσης της αγωγής και έως την 23-10-2017, και µε το νόµιµο τόκο από την καθυστέρηση κάθε µηνιαίας δόσης και έως την εξόφληση. Το προαναφερόμενο ποσό είναι αναγκαίο για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών της ενάγουσας, στις οποίες περιλαμβάνονται οι ανάγκες διατροφής, ενδύσεως, ψυχαγωγίας της και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης πέραν αυτών που καλύπτονται από την Πρόνοια. Το ποσό αυτό που πρέπει να συνεισφέρει ο εναγόµενος προς διατροφή της ενάγουσας, η οποία (ενάγουσα) συµπορεύεται στο δικαίωµα διατροφής µε το ανήλικο τέκνο τους, ανταποκρίνεται στις ανάγκες της και δεν υπερβαίνει την αναλογία που ο εναγόµενος ήταν υποχρεωµένος να συνεισφέρει στο πλαίσιο της έγγαµης συµβίωσής τους, µε µέτρο τις συνθήκες της οικογενειακής τους ζωής. Επιπλέον ο εναγόμενος µε δήλωση του πληρεξουσίου Δικηγόρου του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθµα µε την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αλλά και µε τις προτάσεις του που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, μεταξύ άλλων, προέβαλε την ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώµατος της ενάγουσας περί επιδικάσεως διατροφής στην ίδια ατομικά, την οποία επαναφέρει με λόγο της ένδικης εφέσεως, ισχυριζόµενος ότι η τελευταία δύναται να εργαστεί και να διατραφεί από τα δικά της εισοδήματα, καθώς και ότι με τον τρόπο αυτό προσπαθεί να τον εξοντώσει οικονομικά και να καρπωθεί την επιχείρηση και την περιουσία του. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως µη νόµιµος, καθόσον τα επικαλούµενα ως άνω πραγµατικά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα, δεν αρκούν για να θεµελιώσουν την ένσταση του άρθρου 281 του ΑΚ,  το πρώτο δε σκέλος αυτού (περί δυνατότητας εργασίας και διατροφής της ενάγουσας από τα δικά της εισοδήματα) αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε όμοια και απέρριψε την ως άνω ένσταση ως μη νόμιμη, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και ο σχετικός λόγος της εφέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός που προέβαλε ο εναγόμενος πρωτοδίκως, τον οποίο επαναφέρει με λόγο της εφέσεως περί νόμω αβασίμου του αιτήματος της ενάγουσας για επιδίκαση διατροφής υπέρ της, στηριζομένου στις διατάξεις των άρθρων 1442, 1444 «αποκλεισμός διατροφής λόγω εκούσιας πρόκλησης της απορίας» και 1486 του ΑΚ, σε κάθε περίπτωση είναι μη νόμιμος, καθόσον η διάταξη του άρθρου 1444 του ΑΚ, δεν εφαρμόζεται για διατροφή κατά τη διάρκεια της διάστασης, αλλά για διατροφή µετά το διαζύγιο, αφού το άρθρο 1392 του ΑΚ δεν παραπέµπει στο παραπάνω άρθρο. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε όμοια και απέρριψε, έστω και σιωπηρώς, τον ως άνω ισχυρισμό, ορθά κατ΄ αποτέλεσμα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε. Συνεπώς, αφού συμπληρωθεί η ελλιπής αιτιολογία της εκκαλουμένης με αυτή της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος ο σχετικός λόγος της ένδικης εφέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα επιμελείται αυτοπροσώπως για την ανατροφή του παραπάνω τέκνου της. Οι προσωπικές αυτές υπηρεσίες της για τη φροντίδα και περιποίηση του τέκνου της, που κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας συνδέονται με τη συνοίκηση, αποτιμώνται σε χρήμα. Σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, αλλά και με τα προαναφερόμενα στοιχεία, για τη συντήρηση του παραπάνω ανήλικου τέκνου, απαιτούνται δαπάνες για σίτιση, ένδυση, ψυχαγωγία και εν γένει συντήρησή του. Με βάση τις προαναφερόμενες οικονομικές δυνατότητες των διαδίκων γονέων (βλ. σχετ. ΑΠ 520/1995 ΝοΒ 44.983, ΑΠ 482/1995 ΝοΒ 44.974) και τις εν γένει περιστάσεις, η κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ανάλογη διατροφή, η οποία προσδιορίζεται από τις ανάγκες της παραπάνω ανήλικης, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής της και περιλαμβάνει όλα τα απαραίτητα για τη συντήρησή της έξοδα, ήτοι για σίτιση, ένδυση, ψυχαγωγία και εν γένει συντήρησή της, ανέρχεται στο ποσό των 500 ευρώ το μήνα. Στο ως άνω ποσό συνυπολογίζονται και η προσωπική εργασία και φροντίδα της μητέρας της ανήλικης για την ανατροφή αυτής, η οποία είναι, όπως προεκτέθηκε, αποτιμητή σε χρήμα, καθώς η παραχώρηση της χρήσης της οικίας εκ μέρους του εναγομένου, κατά την αναλογία της, (πρβλ. ΕφΘεσ 320/1995 ΕλλΔνη 37.358, Γεωργιάδη-Σταθόπουλου: Αστικός Κώδιξ, τομ. VII, σελ. 734, αρ. 31), που αποτιμάται (η παροχή στέγης) σε χρήμα. Στην αντιμετώπιση των αναγκών αυτών οφείλουν να συμβάλουν και οι δύο γονείς της ανάλογα με τις δυνάμεις του ο καθένας. Ενόψει τούτων η συμβολή του εναγομένου στη διατροφή του τέκνου του πρέπει να καθοριστεί στο ποσό των 350 ευρώ μηνιαίως, το οποίο είναι σε θέση (ο εναγόμενος) να καταβάλει, σύμφωνα με τα ανωτέρω, και από το οποίο (ποσό) ήδη έχει αφαιρεθεί το ποσό των 50 ευρώ που αντιστοιχεί στην παραχώρηση της χρήσης της οικίας κατ΄ αναλογία στο ως άνω τέκνο. Στο υπόλοιπο ποσό των 100 ευρώ πρέπει να συμμετέχει, κατά παραδοχή της περί συνεισφοράς ενστάσεως που προέβαλε ο εναγόμενος ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμης και η ενάγουσα με την παροχή προσωπικών υπηρεσιών (όπως καθαριότητα, παρασκευή φαγητού), οι οποίες αποτιμώνται, όπως προαναφέρθηκε, σε χρήμα. Σημειώνεται ότι ο εναγόμενος, εφόσον το ως άνω ανήλικο τέκνο του παραμείνει κοντά του για μεγάλο χρονικό διάστημα (καθόσον το δικαίωμα επικοινωνίας του γονέα μετά του ανηλίκου τέκνου λειτουργεί μέσα στη φύση των οικογενειακών δικαιωμάτων, πλην όμως αυτό δεν αποτελεί παράλληλα και καθήκον, όπως συμβαίνει με τη γονική μέριμνα και γι΄ αυτό δεν υφίσταται νομική υποχρέωση να επικοινωνεί με το τέκνο του, εντεύθεν δε δεν μπορεί να εξαναγκαστεί η επικοινωνία με το ανήλικο τέκνο του) κατά τη διάρκεια του οποίου θα του εξασφαλίζει τη διατροφή του, μπορεί να ζητήσει από την ενάγουσα να του καταβάλει όσα κατέβαλε ο ίδιος για τη διατροφή του ως άνω τέκνου τους (πρβλ. Κωνσταντίνου Παπαδόπουλου: Αγωγές Οικογενειακού Δικαίου, τομ. Β΄, εκ. 2003, σελ. 322, παρ. 231). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε όμοια και απέρριψε, έστω και σιωπηρώς, τον ισχυρισμό που προέβαλε ο εναγόμενος περί συνυπολογισμού στο ποσό της διατροφής των δαπανών και εξόδων της ανήλικης που θα βαρύνουν αυτόν (εναγόμενο) κατά το χρονικό διάστημα της διαμονής της (ανήλικης) μαζί του στο πλαίσιο της επικοινωνίας τους, ορθά κατ΄ αποτέλεσμα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε. Συνεπώς, αφού συμπληρωθεί η ελλιπής αιτιολογία της εκκαλουμένης με αυτή της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος ο σχετικός λόγος της ένδικης εφέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε ότι το σύνολο της απαιτούμενης διατροφής του ανήλικου τέκνου των διαδίκων, ανέρχεται μηνιαίως στο ποσό των 650 ευρώ και αναγνώρισε ότι ο εναγόµενος, ήδη εκκαλών, οφείλει να καταβάλλει στην ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, προκαταβολικά εντός του πρώτου τριηµέρου εκάστου µηνός, διατροφή σε χρήµα, και συγκεκριµένα: α) το ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ µηνιαίως για την ίδια ατοµικά, και β) µε την ιδιότητά της ως αναλαµβάνουσας οριστικά την επιµέλεια του ως άνω ανήλικου τέκνου τους και για λογαριασµό του, το ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ µηνιαίως, (χωρίς μάλιστα να έχει αφαιρέσει το ποσό που αντιστοιχεί στην παραχώρηση της χρήσης της οικίας εκ μέρους του εναγομένου κατ΄ αναλογία στο ως άνω ανήλικο τέκνο), και δη τα ανωτέρω ποσά για το χρονικό διάστηµα από την εποµένη της επίδοσης της αγωγής και έως την 23-10-2017, και µε το νόµιµο τόκο από την καθυστέρηση κάθε µηνιαίας δόσης και έως την εξόφληση, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, και πρέπει, αφού γίνουν δεκτοί  ως κατ΄ ουσίαν βάσιμοι οι σχετικοί λόγοι της έφεσης, απορριπτομένων των λοιπών λόγων (έφεσης) ως κατ΄ ουσίαν αβασίμων, να γίνει αυτή (έφεση) δεκτή, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, μόνο ως προς τα εκκληθέντα κεφάλαια που αφορούν τη διατροφή της ενάγουσας και του ανήλικου τέκνου των διαδίκων, ……, αναγκαίως δε και κατά τη διάταξή της περί δικαστικών εξόδων που θα καθορισθεί εξ αρχής, και, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό, να δικασθεί εκ νέου η αγωγή ως προς τα αμέσως ως άνω εκκληθέντα κεφάλαια (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ), να γίνει εν μέρει δεκτή ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμη (ως προς το αίτημα διατροφής της ενάγουσας και του ανήλικου τέκνου των διαδίκων) και να αναγνωριστεί ότι ο εναγόµενος οφείλει να καταβάλλει στην ενάγουσα, προκαταβολικά εντός του πρώτου τριηµέρου εκάστου µηνός, διατροφή σε χρήµα, και συγκεκριµένα: α) το ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ µηνιαίως για την ίδια ατοµικά, και β) µε την ιδιότητά της ως αναλαµβάνουσας οριστικά την επιµέλεια του ως άνω ανήλικου τέκνου τους και για λογαριασµό του, το ποσό των τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ µηνιαίως, και δη τα ανωτέρω ποσά για το χρονικό διάστηµα από την εποµένη της επίδοσης της αγωγής και έως την 23-10-2017, και µε το νόµιµο τόκο από την καθυστέρηση κάθε µηνιαίας δόσης και έως την εξόφληση. Τέλος, πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους, πέραν των προκαταβληθέντων εκ μέρους του εναγομένου, τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων, λόγω της σχέσης τους ως συζύγων (ως προς τον εναγόμενο και την ενάγουσα ατομικά) και της μεταξύ τους συγγένειας εξ αίματος πρώτου βαθμού (ως προς τον εναγόμενο και την ενάγουσα με την ιδιότητά της ως αναλαµβάνουσας οριστικά την επιµέλεια του ως άνω ανήλικου τέκνου τους), (άρθρα 106, 179, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

     Δικάζει κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων την από 25-5-2017 (αρ. καταθ. …………..) έφεση.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσίαν την έφεση.

Εξαφανίζει την υπ΄ αρ. 1947/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 666 παρ. 1, 667, 670, 671 παρ. 1 έως 3 και 672 έως 676 του ΚΠολΔ (άρθρο 681 Β΄ παρ. 1 του ΚΠολΔ) κατά τα κεφάλαια που αφορούν τη διατροφή της ενάγουσας ατομικά και τη διατροφή του ανήλικου τέκνου των διαδίκων, ……., και κατά τη διάταξη περί δικαστικών εξόδων.

Κρατεί και δικάζει την από 2-10-2015 (αρ. καταθ. …….) αγωγή ως προς τα εξαφανισθέντα κεφάλαια, ήτοι τη διατροφή της ενάγουσας και του ανήλικου τέκνου των διαδίκων, ……….., και τα δικαστικά έξοδα.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Αναγνωρίζει ότι ο εναγόµενος οφείλει να καταβάλλει στην ενάγουσα, προκαταβολικά εντός του πρώτου τριηµέρου εκάστου µηνός, διατροφή σε χρήµα, και συγκεκριµένα: α) το ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ µηνιαίως για την ίδια ατοµικά, και β) µε την ιδιότητά της ως αναλαµβάνουσας οριστικά την επιµέλεια του ανήλικου τέκνου τους, ……, και για λογαριασµό του, το ποσό των τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ µηνιαίως, και δη τα ανωτέρω ποσά για το χρονικό διάστηµα από την εποµένη της επίδοσης της αγωγής και έως την 23-10-2017, και µε το νόµιµο τόκο από την καθυστέρηση κάθε µηνιαίας δόσης και έως την εξόφληση.

Συμψηφίζει στο σύνολό τους, πέραν των προκαταβληθέντων εκ μέρους του εναγομένου, μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 29 Οκτωβρίου  2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ