Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 529/2021

Αριθμός     529/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 4ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ……….., ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Βασιλείου Ρεγκούτα.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ:   …………., η οποία παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας της δικηγόρου Βασιλικής-Αλίκης Κωνσταντέλου.

Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς άσκησαν α) η εφεσίβλητη την από  6.12.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2018) αγωγή  και β) ο εκκαλών την από 20.12.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./2018) αγωγή, επί των οποίων εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 2867/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει  την πρώτη και απέρριψε την δεύτερη εκ των ως άνω αγωγών.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο εναγόμενος της α΄ αγωγής-ενάγων της β΄ αγωγής και ήδη εκκαλών  με την από 9.12.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2019) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς …………/2019) αρχικά η 5η.11.2020 και, μετά από αναβολή,  αυτή  που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων,  αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Η κρινόμενη, από 9-12-2019 (υπ΄αριθ.καταθ……/2019) έφεση του ενάγοντος-εναγομένου και ήδη εκκαλούντος, κατά της υπ΄αριθμ.2867/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία διαφορών από την οικογένεια, το γάμο, και την ελεύθερη συμβίωση (όπως οι σχετικές διατάξεις του ΚΠολΔ ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν.4335/23-7-2015, που καταλαμβάνει τις αγωγές, οι οποίες ασκήθηκαν μετά την 1η-1-2016, όπως εν προκειμένω), αντιμωλία των διαδίκων, επί των από 6-12-2018 και 20-12-2018 αγωγών των διαδίκων, ασκήθηκε νομότυπα  και εμπρόθεσμα, πριν από την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, όπως προκύπτει από την υπ.΄αριθμ. …..΄/11-12-2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας Εφετείου Αθηνών ……….., ενώ η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 10-12-2019 (άρθρα 495 παρ.1και 2, 500,511, 513 παρ.1 περ.β΄εδ.α, 516 παρ.1, 517 εδ.α, 518 παρ.1 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω  από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ ύλη  και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία (άρθρα 592 παρ.3 εδ.α, 593-602, 610-613 ΚΠολΔ), με την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 19, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ) και εντός των ορίων που καθορίζονται από αυτούς (άρθρο 522 ΚΠολΔ), ενώ δεν απαιτείται η κατάθεση, εκ μέρους του εκκαλούντος, του προβλεπόμενου από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3εδ.α του ΚΠολΔ, παραβόλου, καθώς, σύμφωνα με το εδ.στ’ της παρ.3 του ίδιου άρθρου, από την υποχρέωση αυτή εξαιρούνται, μεταξύ άλλων, οι διαφορές του άρθρου 592 παρ.3 ΚΠολΔ, όπως η ένδικη.

Με την από 6-12-2018 (υπ΄αριθ. καταθ. ………./2018) αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, στρεφόμενη κατά του εναγομένου και ήδη εκκαλούντα, ζήτησε, μετά τον παραδεκτό περιορισμό του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου – συζύγου της με τον οποίο βρίσκεται σε διάσταση από εύλογη για την ίδια αιτία, να της καταβάλει διατροφή σε χρήμα ποσού 500,00 ευρώ, για χρονικό διάστημα τριών ετών από την επίδοση της αγωγής και δη νομιμοτόκως από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε δόσης, επειδή αδυνατεί να διαθρέψει τον εαυτό της από εισοδήματα ή την περιουσία της. Επίσης ζήτησε να της παραχωρηθεί οριστικά η αποκλειστική χρήση της οικογενειακής στέγης και να διαταχθεί η μετοίκηση του εναγομένου, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και τέλος να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην εν γένει δικαστική της δαπάνη.

Ο ενάγων-εναγόμενος στην ως άνω αγωγή και ήδη εκκαλών, με την από 20-12-2018 (υπ΄αριθ.καταθ. …../2018) αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, στρεφόμενος κατά της εναγομένης-ενάγουσας της πρώτης αγωγής και ήδη εφεσίβλητης, ζήτησε για τους αναφερόμενους σ΄αυτήν (αγωγή) λόγους, να του παραχωρηθεί οριστικά η αποκλειστική χρήση της οικογενειακής στέγης, να διαταχθεί η μετοίκηση της εναγόμενης συζύγου του με την οποία βρίσκεται σε διάσταση και να παραδοθούν σ΄αυτόν τα αναλυτικώς αναφερόμενα στην αγωγή κινητά πράγματα που αποτελούν την οικοσκευή καθώς και τα προσωπικά του αντικείμενα, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και τέλος να καταδικασθεί η εναγόμενη στην εν γένει δικαστική του δαπάνη.

Επί των αγωγών αυτών που συνεκδικάσθηκαν, εκδόθηκε από το ως άνω πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, η ως άνω εκκαλουμένη υπ΄αριθ. 2867/ 2019 απόφαση, η οποία, αφού έκρινε ορισμένες και νόμιμες τις αγωγές, όπως αυτές παραδεκτά περιορίστηκαν και διορθώθηκαν, αντίστοιχα, (πλην του κοινού αγωγικού αιτήματος περί μετοίκησης των διαδίκων). Κατόπιν δε, αφού έκρινε ότι η διάσπαση του έγγαμου βίου των διαδίκων οφείλεται σε συνυπαιτιότητα και των δύο διαδίκων και συνεπώς σε εύλογη ως προς την σύζυγο του ενάγοντος-εναγομένου αιτία και ότι ως εκ τούτου αυτή δικαιούται κατ΄αρχήν διατροφής από τον τελευταίο, δέχθηκε εν μέρει ως κατ΄ουσίαν βάσιμη την από 6-12-2018 (πρώτη ως άνω αγωγή), αναγνώρισε την υποχρέωση του εναγομένου να προκαταβάλλει μέσα στις πρώτες 3 ημέρες κάθε μήνα στην ενάγουσα διατροφή σε χρήμα ποσού εκατό (100,00) ευρώ για την ίδια, για τρία έτη από την επίδοση της αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε δόσης, παραχώρησε στην ενάγουσα την αποκλειστική χρήση της συζυγικής οικίας που βρίσκεται στη Νίκαια Αττικής και επί της οδού ………… καθώς και των εντός αυτής οικιακό εξοπλισμό, πλην των προσωπικών αντικειμένων του εναγομένου στον οποίο επέτρεψε να τα παραλάβει, υποχρεώνοντας ταυτόχρονα την ενάγουσα να ανεχθεί την παραλαβή αυτή, κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς τις αμέσως προηγούμενες διατάξεις της και απέρριψε την από 20-12-2018 (δεύτερη) αγωγή, ως ουσιαστικά αβάσιμη και τέλος συμψήφισε ολικά τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων ως προς αμφότερες τις  αγωγές. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εκκαλών- ενάγων της δεύτερης αγωγής – εναγόμενος στην πρώτη αγωγή, με την ένδικη έφεσή του, για τους διαλαμβανόμενους σ΄αυτήν λόγους και ζητεί την εξαφάνισή της ώστε στη συνέχεια να γίνει δεκτή η αγωγή του και να απορριφθεί η πρώτη αγωγή.

Από τις διατάξεις των άρθρων των άρθρων 1389,1390,1391,1392 εδ.2 και 1495 ΑΚ προκύπτουν τα εξής: Σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, οπότε εξακολουθεί μεν ο μεταξύ των συζύγων γάμος, αλλά δεν μπορεί να γίνει λόγος περί συνεισφοράς αυτών προς αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, μεταξύ των οποίων και η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων για διατροφή, αφού με τη διακοπή της συμβίωσης έπαυσε να υπάρχει και να λειτουργεί κοινός οίκος και να δημιουργούνται οικογενειακές ανάγκες, εκείνος από τους συζύγους που για εύλογη στο πρόσωπό του αιτία διακόπηκε η έγγαμη συμβίωση, δικαιούται από τον άλλο, ανεξαρτήτως του εάν ο ένας είναι εύπορος και ο άλλος άπορος, διατροφή σε χρήμα, που προκαταβάλλεται μηνιαίως και υποκαθιστά τη συνεισφορά του υπόχρεου υπό συνθήκες οικογενειακής ζωής. Η υποχρέωση για καταβολή κατά μήνα διατροφής σε χρήμα, μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, είναι συνέπεια της κατά το άρθρο 1389 ΑΚ υποχρέωσης συνεισφοράς των συζύγων στην αμοιβαία διατροφή αυτών κατά τη διάρκεια του γάμου και δεν εξομοιώνεται με την κατά τα άρθρα 1485 επ. ΑΚ διατροφή (Ολ.ΑΠ. 9/1991 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ούτε με την κατά τα άρθρα 1442 επ. ΑΚ οφειλόμενη μετά το διαζύγιο, η οποία προϋποθέτει την απορία του δικαιούχου, υπάρχει δε και αν ακόμη ο υπόχρεος αναγκάστηκε στη διακοπή της συμβίωσης από παράπτωμα του δικαιούχου. Στην τελευταία όμως αυτή περίπτωση, αν το παράπτωμα του δικαιούχου της διατροφής συνιστά λόγο διαζυγίου, αναγόμενο σε υπαιτιότητα αυτού, περιορίζεται η έκταση της οφειλόμενης σ` αυτόν από τον άλλο διατροφής στα απολύτως αναγκαία για τη συντήρηση του (ελαττωμένη διατροφή) μετ` ένσταση του εναγομένου, για την πληρότητα όμως της οποίας δεν αρκεί η παράθεση των παραπτωμάτων του ενάγοντος συζύγου, αλλά απαιτείται και αντίστοιχο αίτημα, όπως επίσης και προσδιορισμός από τον ενιστάμενο του ποσού της κατ` αυτόν οφειλόμενης ελαττωμένης διατροφής (ΑΠ 528/ 2018,ΑΠ 551/ 2011, ΑΠ 1207/2008, ΑΠ 132/2003, ΕφΠειρ 397/2015, ΕφΠειρ 754/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τις ίδιες παραπάνω διατάξεις των άρθρων 1389, 1390 και 1391 ΑΚ προκύπτει ότι, το μέτρο της μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης οφειλόμενης στο δικαιούχο διατροφής, προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, όπως αυτές προκύπτουν υπό συνθήκες οικογενειακής ζωής, σε συνδυασμό με εκείνες που ανέκυψαν από τη χωριστή διαβίωση λαμβανομένων υπόψη των εκατέρωθεν οικονομικών δυνάμεων μεταξύ των οποίων και η περιουσία (Ολ.ΑΠ 2/1994, Ολ.ΑΠ 9/1991, ΑΠ 1218/2018, ΑΠ 773/2014, ΑΠ 1028/2013, ΑΠ 1217/2007, Εφ.Πατρ.1115/2007, Εφ.Δωδ.169/2007, Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ). Ακόμη, από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, οπότε εκλείπει το στοιχείο της από κοινού συμβολής των συζύγων στην αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, χωρεί ένα είδος συμψηφισμού των αμοιβαίων υποχρεώσεων για διατροφή, έτσι ώστε δικαιούχος της χρηματικής διατροφής του άρθρου 1391 παρ. 1 του ΑΚ είναι ο σύζυγος, ο οποίος υπό τους όρους της έγγαμης συμβίωσης όφειλε τη μικρότερη συνεισφορά, οπότε, αν διέκοψε τη συμβίωση για εύλογη αιτία, του οφείλεται σε χρήμα ως διατροφή η διαφορά μεταξύ της μεγαλύτερης συνεισφοράς του άλλου και της δικής του μικρότερης συνεισφοράς (ΑΠ 132/2003, ο.π). Για τη θεμελίωση αυτής της αξίωσης (διατροφής) απαιτείται είτε ο δικαιούχος της διατροφής σύζυγος να διέκοψε ο ίδιος την έγγαμη συμβίωση για εύλογη αιτία, όπως ρητά ορίζεται στη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 1391 του ΑΚ, είτε, κατ΄ επέκταση, η διακοπή να προήλθε από την πλευρά του υπόχρεου για διατροφή συζύγου (ΑΠ 1967/2014, ΑΠ 1217/2007, Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ). Εύλογη αιτία για τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης είναι οποιοδήποτε γεγονός που μπορεί να δικαιολογήσει τη διάσπαση της συμβίωσης. Ο τρόπος με τον οποίο επέρχεται η διάσπαση (εγκατάλειψη ή αποπομπή) δεν ενδιαφέρει. Η εύλογη αιτία μπορεί να οφείλεται σε υπαιτιότητα του ενός από τους συζύγους ή και σε κοινή υπαιτιότητα (ΑΠ 1967/2014, ΑΠ 1031/1993, ΕΕΝ 1994/612, Εφ Πειρ.214/2016,ΕφΠειρ 12/ 2015,Εφ.Λαμ. 98/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Το εύλογο δε ή μη της αιτίας διακοπής της έγγαμης συμβίωσης κρίνεται κυρίως ενόψει, αφενός μεν του περιεχομένου της κατά το άρθρο 1386 Α.Κ. αμοιβαίας υποχρέωσης των συζύγων για συμβίωση “εφόσον η σχετική αξίωση δεν αποτελεί κατάχρηση δικαιώματος”, αφετέρου δε των εισαγομένων, με το άρθρο 1387 του ιδίου Κώδικα, αρχών ρύθμισης του συζυγικού βίου, σύμφωνα με τις οποίες “οι σύζυγοι αποφασίζουν από κοινού για κάθε θέμα του συζυγικού βίου” και “η ρύθμιση από τους συζύγους του κοινού βίου τους πρέπει να μην εμποδίζει την επαγγελματική και την υπόλοιπη δραστηριότητα του καθενός από αυτούς και να μην παραβιάζει τη σφαίρα της προσωπικότητάς του” (ΑΠ 1217/2007 ό.π., ΑΠ 565/2002 ΧΡΙΔ 2002/612). Ως συμβίωση θεωρείται η δημιουργία από τους συζύγους κοινής ζωής (Κουμάντου, “Παραδόσεις Οικογενειακού Δικαίου , σελ. 113), η δε υποχρέωση των συζύγων προς συμβίωση αποτελεί την από το γάμο πρώτιστη αμοιβαία υποχρέωσή τους, ενώ το κυριότερο περιεχόμενο της πλήρους έγγαμης συμβίωσης είναι η συνοίκηση των συζύγων (Μπαλής, “Οικογενειακό Δίκαιο”, § 38, σελ. 67 επ.). Από τα παραπάνω συνάγεται ότι, σε περίπτωση που η έγγαμη συμβίωση διακόπηκε, ο σύζυγος που είναι υπόχρεος σε διατροφή του άλλου απαλλάσσεται από την υποχρέωση αυτή, μόνο όταν η διάσταση επήλθε για λόγους που αποκλειστικά ανάγονται στο πρόσωπο του δικαιούχου, ο οποίος διακόπτει τη συμβίωση από ίδια πρωτοβουλία και υπαιτιότητα και παρά την αντίθετη θέληση του υποχρέου, ο οποίος επιθυμεί την εξακολούθησή της (ΕφΠειρ 12/2015 ό.π., ΕφΛαμ 98/- 2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), τέτοια δε περίπτωση δεν συντρέχει π.χ. όταν η διακοπή της συμβίωσης έγινε κατόπιν συμφωνίας των διαδίκων, είτε με την πρόθεση αυτών να λύσουν συναινετικά το γάμο, είτε για άλλη αιτία, διότι η ευθύνη της εν λόγω διακοπής βαρύνει και τον ίδιο τον υπόχρεο, που επιθυμεί τη διακοπή, για την οποία υπάρχει πλέον εύλογη αιτία στο πρόσωπο του άλλου συζύγου, χωρίς τη συνδρομή περίστασης που να επιβάλλει την παύση ή τη μείωση της διατροφής αυτού (ΑΠ 662/1990 ΑρχΝ 1990/649, ΕφΛαμ 98/2009 ό.π., ΕφΠατρ 618/2002 ΑχαΝομ 2003/204, ΕφΑθ 7529/2000 ΕλλΔικ 42/-1367). Ο σύζυγος, ο οποίος είναι υπόχρεος σε διατροφή του συζύγου του, οφείλει να καταβάλλει τη διατροφή και αν ακόμη αναγκάσθηκε στη διακοπή της συμβίωσης από παράπτωμα του δικαιούχου της διατροφής συζύγου του (ΑΠ 551/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1207/2008 Δ 2008/1063), στην τελευταία όμως περίπτωση, αν το παράπτωμα τούτο συνιστά λόγο διαζυγίου, αναγόμενο σε υπαιτιότητα του δικαιούχου της διατροφής, περιορίζεται η έκταση της οφειλόμενης διατροφής στα απολύτως αναγκαία για τη συντήρησή του (ελατ­τωμένη διατροφή), κατόπιν ένστασης του εναγομένου, για την πληρότητα της οποίας απαιτείται, αφ` ενός μεν η παράθεση των παραπτωμάτων του δικαιούχου συζύγου, αφ’ ετέρου δε αντίστοιχο αίτημα και, επί πλέον, προσδιορισμός από τον ενιστάμενο σύζυγο του ποσού της κατ` αυτόν οφειλομένης διατροφής (ΑΠ 528/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 551/2011 ό.π., ΑΠ 1207/2008 ό.π., ΑΠ 132/2003 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1346/1995 ΕΕΝ 1997/426, ΕφΠειρ 397/2015 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 754/2014 ΤΝΠ  ΝΟΜΟΣ και πάγια νομολογία).Τέλος, ο υπόχρεος σε διατροφή σύζυγος, ο οποίος ενάγεται με βάση το άρθρο 1391 ΑΚ, δεν μπορεί να προβάλλει την ένσταση διακινδύνευσης της δικής του διατροφής κατά το άρθρο 1487 ΑΚ, παρά μόνο ως ένσταση παραπομπής σε άλλον υπόχρεο κατά το άρθρο 1491 ΑΚ (Α.Π. 1661/1998 Ελ.Δ/νη 39.1293, Εφ.Πειρ. 44/1998 ΕλλΔ/νη 39.430, Εφ.Θεσ. 2449/1994 Αρμ. ΜΘ.475, Εφ.Αθ. 1095/1991 Αρχ. Ν.ΜΓ.604, Σ. Ματθία ΝοΒ 31.1484).

Εξάλλου, κατά το άρθρο 1393 εδ. α΄ ΑΚ, σε περίπτωση διακοπής της συμβίωσης, το δικαστήριο μπορεί, εφ` όσον το επιβάλλουν λόγοι επιείκειας, εν όψει των ειδικών συνθηκών του καθενός από τους συζύγους και του συμφέροντος των τέκνων, να παραχωρήσει στον ένα σύζυγο την αποκλειστική χρήση ολοκλήρου ή τμήματος του ακίνητου που χρησιμεύει για κύρια διαμονή των ιδίων (οικογενειακή στέγη), ανεξάρτητα από το ποιος απ` αυτούς είναι κύριος ή έχει απέναντι στον κύριο το δικαίωμα της χρήσης του. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η παραχώρηση γίνεται με βάση τις ειδικές συνθήκες του καθενός συζύγου, το συμφέρον των τέκνων και τις αρχές της επιείκειας, οι οποίες είναι δυνατόν να επιβάλλουν κατά περίπτωση η παραχώρηση να γίνεται με αντάλλαγμα ή χωρίς αντάλλαγμα. Για την παραχώρηση της χρήσης της οικογενειακής στέγης πρέπει να αναφέρονται στην αγωγή τα παρακάτω: α) η σύναψη γάμου μεταξύ των διάδικων, β) η διακοπή της συμβίωσης τους γ) τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν τις ειδικές συνθήκες καθενός από τους διαδίκους – συζύγους κατά το άρθρο 1393 ΑΚ και στηρίζουν τους λόγους επιείκειας για αποκλειστική χρήση ολοκλήρου ή τμήματος της μέχρι τότε οικογενειακής στέγης και δ) αν υπάρχουν ανήλικα τέκνα, τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το συμφέρον των τέκνων τους (π.χ. με αλλαγή σχολείου, περιβάλλοντος που θα έχει δυσμενή επίδραση στην ψυχική υγεία των τέκνων). Ο νόμος δεν ορίζει ποιες είναι οι ειδικές συνθήκες, που, αν υπάρχουν, συντρέχει η επιείκεια να επιβάλει την παραχώρηση της χρήσης της οικογενειακής στέγης. Οι ειδικές συνθήκες που θα κριθούν από το δικαστήριο προσδιορίζονται από τους όρους ζωής των ενδιαφερομένων μέχρι τη διακοπή της συμβιώσεως, ως τέτοιες δε (ειδικές συνθήκες) θεωρούνται η σωματική και η ψυχική υγεία, οι γενικότερες συνθήκες εργασίας του ενάγοντος και του άλλου συζύγου, καθώς και η οικονομική κατάσταση κυρίως του γονέα που έχει τη γονική μέριμνα των τέκνων τους (βλ. Κ. Παπαδόπουλος, Αγωγές Οικογ. Δικ. έκδ. 2001, τόμ. Α΄, σελ. 334-335). Η ανωτέρω ρύθμιση της χρήσης της συζυγικής στέγης δεν έχει μονιμότητα, αφού διαρκεί όσο διαρκεί η διάσταση, δηλαδή από τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης μέχρι την αμετάκλητη λύση του γάμου, μπορεί δε η σχετική απόφαση να μεταρρυθμιστεί σε περίπτωση μεταβολής των περιστάσεων που επέβαλαν την παραχώρηση της χρήσης της συζυγικής στέγης στον ένα σύ­ζυγο (βλ. Κ. Παπαδόπουλος, ό.π., σελ. 346), ήτοι η απόφαση που ρυθμίζει την χρήση της οικογενειακής στέγης παύει να ισχύει αυτοδικαίως, αν δεν ζητηθεί τροποποίησή της, μετά την αμετάκλητη λύση ή ακύρωση του γάμου, οπότε οι σχέσεις των συζύγων αναφορικά με την κυριότητα, τη νομή και τη χρήση του ακινήτου που χρησίμευε ως οικογενειακή στέγη διέπονται από τις γενικές διατάξεις του εμπραγμάτου και του ενοχικού δικαίου (ΑΠ 1630/2002 ΕλλΔνη 2003.775, ΑΠ 792/2000, ΕφΑθ 4585/2002, ΕφΘεσ 469/2009, ΕφΠατρ 27/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, ηλεκτρονικό έγγραφο συνιστά «το σύνολο των δεδομένων τα οποία, αφού εγγραφούν στο μαγνητικό δίσκο ενός Η/Υ και γίνουν αντικείμενο ηλεκτρονικής επεξεργασίας από την κεντρική μονάδα, αποτυπώνονται εν συνεχεία, με βάση τις εντολές του προγράμματος, κατά τρόπο αναγνώσιμο από τον άνθρωπο είτε στην οθόνη του μηχανήματος είτε στον προσαρτημένο εκτυπωτή» [Κουσούλης Σ., Σύγχρονες μορφές έγγραφης συναλλαγής, σελ. 138. Τον ακολουθούν οι Νικολόπουλος Γ., Το δίκαιο της αποδείξεως, σελ. 337 επ., Καράκωστας Γ., Δίκαιο και Internet: νομικά ζητήματα του διαδικτύου, σελ. 191 (νεότερη έκδοση), Σιδηρόπουλος Θ., Το δίκαιο του διαδικτύου, σελ. 75-76 (νεότερη έκδοση), Μιχαηλίδου Χ., Το πρόβλημα της ηλεκτρονικής υπογραφής, Δ. 31 (2000), 1190]. Ηλεκτρονικό έγγραφο είναι δηλαδή το κείμενο που εμφανίζεται στην οθόνη του Η/Υ ή που εκτυπώνεται στον εκτυπωτή (print – out) καθώς και το κείμενο που συντάσσει κάποιος στον υπολογιστή του και το στέλνει μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου σε κάποιον αποδέκτη, ο οποίος στη συνέχεια το εμφανίζει στην οθόνη του υπολογιστή του ή το εκτυπώνει. Αποτελεί δε απεικόνιση της εγγραφής που έχει καταχωρηθεί στη μαγνητική επιφάνεια του σκληρού δίσκου του Η/Υ. Ως εκ τούτου αποτελεί μηχανική απεικόνιση κατά την έννοια του άρθρου 444 § 1γ ΚΠολΔ (ΑΠ 1628/2003,ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ).Οπως δε προκύπτει από την ενδεικτική απαρίθμηση του άρθρου 444 § 1γ ΚΠολΔ, σύμφωνα με το οποίο ιδιωτικά έγγραφα θεωρούνται και οι φωτογραφικές ή κινηματογραφικές αναπαραστάσεις, φωνοληψίες και κάθε άλλη μηχανική απεικόνιση, το βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα των μηχανικών απεικονίσεων είναι η αποτύπωση εντυπώσεων που πραγματοποιείται με μηχανικά μέσα. Η ειδοποιός δε διαφορά των μηχανικών απεικονίσεων από τα ιδιωτικά έγγραφα έγκειται στη μέθοδο ενσωμάτωσης και μετάδοσης του περιεχόμενου μηνύματος: «τα συνήθη ιδιωτικά έγγραφα χρησιμοποιούν προς τούτο την γραφήν, ενώ αι μηχανικαί απεικονίσεις την οπτικήν ή ακουστικήν αποτύπωσιν – ακόμα και όταν το απεικονιζόμενον συνίσταται εις παράστασιν διά γραμμάτων» [Μητσόπουλου Γ./Κεραμέως Κ., Το τηλετύπημα (TELEX) αποτελεί αρχή εγγράφου αποδείξεως υπέρ του αποστολέα του, ΝοΒ 31 (1983), σελ. 330-331] [βλ. για τα ανωτέρω, Σαρηγιάννη Α., «Το ηλεκτρονικό έγγραφο ως αποδεικτικό στοιχείο στην Πολιτική Δδίκη», διπλωματική εργασία (επίβλεψη Π.Αρβανιτάκη), ανάκτηση την 15η-9-2018 από Ιστοσελίδα ΑΠΘ]. Περαιτέρω, το γραπτό μήνυμα, άλλως ShortMessageService γνωστό και ως SMS, είναι υπηρεσία της κινητής τηλεφωνίας, με την οποία ο χρήστης έχει τη δυνατότητα να αποστείλει ή να παραλάβει σύντομο γραπτό μήνυμα από άλλους χρήστες, στην οθόνη του κινητού του τηλεφώνου. Ηδη δε, τα κινητά τηλέφωνα από της εμφάνισής τους, πολύ δε περισσότερο σήμερα, ακολουθούν την αρχιτεκτονική των ηλεκτρονικών υπολογιστών και πρέπει να θεωρούνται όχι ως τηλέφωνα, αλλά ως ηλεκτρονικοί υπολογιστές με δυνατότητα, μεταξύ άλλων, τηλεφωνικών κλήσεων, σύνταξης ηλεκτρονικών εγγράφων παντός τύπου, πλοήγησης στο διαδίκτυο κλπ. Το δε γραπτό μήνυμα, σύμφωνα και με όσα μνημονεύτηκαν στην νομική σκέψη που προηγήθηκε αποτελεί ηλεκτρονικό έγγραφο, εφόσον αποτελεί σύνολο δεδομένων τα οποία ενεγράφησαν στον μαγνητικό δίσκο της υπολογιστικής μικρομονάδας του κινητού τηλεφώνου, έτυχαν ηλεκτρονικής επεξεργασίας από την κεντρική μονάδα και εν συνεχεία αποτυπώθηκαν με βάση τις εντολές του προγράμματος κατά τρόπο αναγνώσιμο από τον άνθρωπο στην οθόνη του μηχανήματος. Ακολούθως δε, στάλθηκαν με χρήση της κινητής τηλεφωνίας σε κάποιον αποδέκτη, ο οποίος στη συνέχεια τα εμφανίζει στην οθόνη του κινητού του. Ο εκάστοτε συντάκτης όμως των συγκεκριμένων εγγράφων (sms) αποδέχεται και επιδιώκει να καταγραφούν αυτά με σταθερό τρόπο σε κάποια από τις “μακροπρόθεσμες” μνήμες του κινητού τηλεφώνου του παραλήπτη (σκληρός δίσκος ή μνήμη SIM), ώστε ο τελευταίος, όχι μόνο να προβεί στην άπαξ προβολή αυτών και να λάβει έτσι γνώση του περιεχομένου τους, αλλά επιπροσθέτως, να δύναται στο μέλλον και σε κάθε στιγμή να τα ανασύρει, ώστε να τα αναγνώσει ξανά, καθιστάμενος διαρκής κάτοχος του ηλεκτρονικού εγγράφου. Η δυνατότητα δε αυτή που παρέχεται στον παραλήπτη του sms τελεί σε γνώση του αποστολέα, αφού και ο τελευταίος με τον ίδιο τρόπο πράττει. Πρέπει να γίνει δεκτό, συνεπώς, ότι υπάρχει τεκμαιρόμενη συναίνεση του αποστολέα να καταστήσει τον παραλήπτη κοινωνό και άρα νόμιμο κάτοχο του μηνύματος sms. Δικονομικά δε, τα γραπτά μηνύματα θα πρέπει να αντιμετωπιστούν για την ταυτότητα του νομικού λόγου, όπως οι επιστολές, αφού σε αμφότερες τις μορφές αυτού του είδους της επικοινωνίας συνυπάρχουν τα στοιχεία της αποτυπωμένης σε αναγνώσιμη μορφή επικοινωνίας από απόσταση, ενώ η μετάβαση από την κυριαρχία της επιστολής στην κυριαρχία του sms, έγινε κυρίως λόγω του εκσυγχρονισμού της διαθέσιμης τεχνολογίας. Ο τρόπος με τον οποίο τα SMS προσκομίζονται ως αποδεικτικά στοιχεία στο δικαστήριο είναι αδιάφορος. Αν προσκομίζονται, λοιπόν, φωτογραφίες που απεικονίζουν την οθόνη του κινητού με τα SMS ή αν προσκομίζονται στο δικαστήριο φωτοαντίγραφα που απεικονίζουν SMS με τη χρήση της δυνατότητας «screenshot» (με την ελληνική ορολογία «στιγμιότυπο» ή «ψηφιακή φωτογραφία οθόνης κινητού»), εφαρμόζεται και στις δύο περιπτώσεις η § 2 του άρθρου 444 ΚΠολΔ. Στην πρώτη περίπτωση, δηλαδή, κάποιος βγάζει φωτογραφία με μια άλλη συσκευή την οθόνη του κινητού που δείχνει τα SMS, ενώ στην δεύτερη περίπτωση προσκομίζει φωτοτυπίες των «screenshots» που μέσω του ίδιου του κινητού που έχει αυτή τη δυνατότητα μπορούν αυτά τα «screenshots» να προωθηθούν σε υπολογιστή με ψηφιακή μορφή και δύνανται έτσι να εκτυπωθούν. Είναι άνευ σημασίας ο τρόπος που εισάγονται στη δίκη τα μηνύματα κινητού καθώς και στις δύο περιπτώσεις συνιστούν μηχανικές απεικονίσεις. Θα ήταν μάλιστα παράδοξο να θεωρηθεί ότι, εάν ο διάδικος επιλέξει να φωτογραφίσει την οθόνη ενός κινητού που αποτυπώνει SMS (επομένως να προσκομίσει τα SMS δια μέσω της φωτογραφίας), θα τύχει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 444 § 1 γ. Και αυτό γιατί η αποδεικτική δύναμη των περιπτώσεων της 444 § 1 γ (ήτοι και της φωτογραφίας) ρυθμίζεται ειδικά από την § 2 του άρθρου 448 ΚΠολΔ, ενώ η αποδεικτική δύναμη των στοιχείων της § 2 του άρθρου 444 ΚΠολΔ ρυθμίζεται και αυτή ειδικά από την § 3 του άρθρου 448 ΚΠολΔ, όπου στην πρώτη περίπτωση τα έγγραφα της παραγράφου 444 § 1 γ αποτελούν πλήρη απόδειξη, επιτρέπεται όμως ανταπόδειξη, ενώ στην δεύτερη περίπτωση τα έγγραφα της § 2 του άρθρου 444 αποτελούν πλήρη απόδειξη με την επιφύλαξη και τις προϋποθέσεις του άρθρου 445 ΚΠολΔ. [Κ.Τομάρας, Είναι πράγματι παράνομα αποδεικτικά μέσα τα μηνύματα κινητού τηλεφώνου (SMS);, ΕφΑΔΠολΔ 2018.738-744].Περαιτέρω, το ΠΔ 47/2005 στο άρθρο 3 με τίτλο «Είδη Επικοινωνίας» στην παράγραφο 1 και 2 ορίζει τα εξής: § 1: «Η άρση του απορρήτου δεν αφορά την δια ζώσης επικοινωνία, αλλά κάθε είδους επικοινωνία, η οποία διεξάγεται μέσω δικτύου επικοινωνίας ή παρόχου υπηρεσιών επικοινωνιών και την οποία χρησιμοποιεί ο συνδρομητής ή χρήστης κατά του οποίου λαμβάνεται το μέτρο της άρσης. § 2: «Τα είδη και οι μορφές επικοινωνίας, που υπόκεινται στην άρση του απορρήτου, είναι ιδίως τα ακόλουθα: … III. Τα Γραπτά μηνύματα (SMS/MMS)». Επομένως, γίνεται αντιληπτό ότι τα γραπτά μηνύματα κινητού (SMS/MMS) εντάσσονται στις περιπτώσεις και είδη επικοινωνίας που προστατεύονται νομοθετικά. Στη διάταξη του άρθρου 370Α § 1 εδ`α ΠΚ ορίζεται: «Όποιος αθέμιτα παγιδεύει ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο παρεμβαίνει σε συσκευή, σύνδεση ή δίκτυο παροχής υπηρεσιών τηλεφωνίας ή σε σύστημα υλικού ή λογισμικού, που χρησιμοποιείται για την παροχή τέτοιων υπηρεσιών, με σκοπό ο ίδιος ή άλλος να πληροφορηθεί ή να αποτυπώσει σε υλικό φορέα το περιεχόμενο τηλεφωνικής συνδιάλεξης μεταξύ τρίτων ή τα στοιχεία της θέσης και κίνησης της εν λόγω επικοινωνίας, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.» Στην έννοια της παραπάνω διατάξεως δεν υπάγονται τα SMS/MMS καθώς η διάταξη κάνει λόγο για τηλεφωνική συνδιάλεξη και έτσι αναφέρεται μόνο στην προφορική συνομιλία και όχι στη συνομιλία μέσω γραπτών μηνυμάτων. Επίσης, είναι εμφανές ότι και το ΠΔ 47/2005 αφορά τα SMS/MMS στις περιπτώσεις όμως που κάποιος παρεμβαίνει σε SMS/MMS σε συνομιλία τρίτων. Δηλαδή, όταν διαθέτει μηχανισμό να υποκλέπτει και να αποθηκεύει γραπτά μηνύματα τρίτων και όχι δικών του με τον συνομιλητή του. Περαιτέρω, η συνταγματική κατοχύρωση της ελευθερίας αυτής προκύπτει και από το άρθρο 9 § 1 εδ. β` του Συντάγματος, που ορίζει ότι «η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη», καθώς και από το άρθρο 19 του Συντάγματος, που ορίζει ότι «το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο. Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων». Το τελευταίο αυτό άρθρο αναφέρεται μεν στο απόρρητο της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας, είναι, όμως, πρόδηλο ότι προϋποθέτει την ελευθερία της ανταπόκρισης ή επικοινωνίας ως συνταγματικά προστατευόμενο έννομο αγαθό. Ανάλογα προκύπτουν και από την αντίστοιχη ρύθμιση του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος. Εφόσον αποδεικτικό μέσο αποτελεί δέσμευση και περιορισμό στην ελεύθερη άσκηση της επικοινωνίας, είναι συνταγματικά απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο και δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί σε πολιτική δίκη. Πράγματι, η απονομή της δικαιοσύνης δεν πρέπει να γίνεται έναντι οιουδήποτε τιμήματος. Η αντίθετη άποψη θα μπορούσε να οδηγήσει -υπό την επίκληση της ανάγκης απόκτησης αποδεικτικού μέσου για ενδεχόμενα δικαιώματα- στη γενίκευση της χρήσης π.χ. μαγνητοφώνων από τους συνομιλητές προσώπων, η φωνή των οποίων θα καταγραφόταν χωρίς τη συναίνεση τους. Κατ` αυτόν, όμως, τον τρόπο η ελευθερία της επικοινωνίας θα περιοριζόταν, διότι τότε ο καθένας θα ζούσε με το καταθλιπτικό συναίσθημα ότι κάθε αστόχαστη ή υπερβολική, έστω, έκφραση του, στο πλαίσιο μιας ιδιωτικής συζήτησης, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στη συνέχεια υπό άλλες περιστάσεις ως αποδεικτικό μέσο εναντίον του, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν τα σύγχρονα τεχνικά μέσα παρέχουν ευρείες δυνατότητες αλλοίωσης του περιεχομένου των αποτυπώσεων, οι οποίες (αλλοιώσεις) είναι πολύ δύσκολο ή και αδύνατο να διαγνωσθούν (πρβλ. ΑΠ 981/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) Εξάλλου, χωρίς την ανωτέρω κύρωση (απαράδεκτο του αποδεικτικού μέσου), η προπαρατεθείσα, συνταγματικής ισχύος, ρύθμιση θα είχε περιορισμένη αποτελεσματικότητα, παρά την απειλή κατά του παραβάτη της ποινικής κύρωσης, που προβλέπεται στο άρθρο 370Α του Π Κ. Εξαίρεση από τον, συνταγματικής ισχύος, κανόνα της απαγόρευσης των εν λόγω αποδεικτικών μέσων ισχύει μόνο χάριν της προστασίας συνταγματικά υπέρτερων έννομων αγαθών, όπως είναι η ανθρώπινη ζωή. Κάθε άλλη εξαίρεση από την ως άνω απαγόρευση, εισαγόμενη τυχόν με διάταξη κοινού νόμου, όπως είναι και ο Ποινικός Κώδικας, είναι ανίσχυρη κατά το μέτρο που υπερβαίνει το κριτήριο της προστασίας συνταγματικά υπέρτερου έννομου αγαθού (ΟλομΑΠ 1/2001, ΕλλΔνη 2001. 374, ΑΠ 981/2009, ΕφΑΔ 2009. 1372, ΑΠ 1351/2007, ΝοΒ 2007. 2390). Από το συνδυασμό των ανωτέρω συνάγεται ότι τα sms δεν πρέπει, καταρχήν, να θεωρούνται παράνομα αποδεικτικά μέσα και πως δεν προσβάλλονται τα δικαιώματα της ελεύθερης επικοινωνίας και του απορρήτου, όταν προσκομίζονται από τους ίδιους τους αντίδικους και συνάμα συνομιλούντες μέσω sms στο πλαίσιο δικαστικής μεταξύ τους διένεξης. Αντιθέτως, όταν τρίτος προσκομίζει sms που αφορά ξεχωριστούς από αυτόν συνομιλούντες τότε θα πρέπει να θεωρείται παράνομο αποδεικτικό μέσο, εκτός και αν ο επικαλούμενος τα sms διάδικος δεν έχει άλλο αποδεικτικό μέσο προς απόδειξη των ισχυρισμών, οπότε όμως σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να γίνει στάθμιση με βάση την αρχή της αναλογικότητας. Σε εκείνες τις οριακές περιπτώσεις πρέπει να γίνει δεκτό ότι θεμιτή αποτύπωση του προφορικού λόγου υφίσταται στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες δεν έχουμε ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και μαζί εκδήλωση ιδιωτικής ζωής, αλλά κατάπτωση της προσωπικότητας, όπως ενδεικτικά σε περιπτώσεις εγκλημάτων ιδιαίτερης απαξίας (Κονταξής, ΕρμΠΚ, Τόμος Β’, έκδοση γ’, 2000, σελ.3125). Έτσι από όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι ως ηλεκτρονικό έγγραφο θεωρείται το σύνολο των εγγράφων δεδομένων στο μαγνητικό δίσκο ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή, τα οποία, αφού γίνουν αντικείμενο επεξεργασίας από την κεντρική μονάδα επεξεργασίας, αποτυπώνονται με βάση τις εντολές του προγράμματος, κατά τρόπο αναγνώσιμο από τον άνθρωπο, είτε στην οθόνη του μηχανήματος, είτε στον προσαρτημένο εκτυπωτή του. Το ηλεκτρονικό έγγραφο δεν συγκεντρώνει τα στοιχεία του (παραδοσιακού) εγγράφου κατά τον ΚΠολΔ, λόγω κυρίως της έλλειψης του στοιχείου της σταθερότητας κατά την ενσωμάτωση του σε υλικό που παρουσιάζει διάρκεια ζωής, αλλά πρόκειται για μία ενδιάμεση μορφή, την οποία ο Νομοθέτης ορθά εξομοίωσε προς τα ιδιωτικά έγγραφα, ενόψει της εγγύτητας προς αυτά (βλ. Κουσούλη, Σύγχρονες Μορφές Εγγραφης Συναλλαγής 1992, σελ. 138, 142). Σύμφωνα δε με τα διδάγματα της κοινής πείρας, για τη λειτουργία του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail) ως μέσου επικοινωνίας στο διαδίκτυο, απαιτείται, εκτός από τη σύνδεση με κάποιον διαμετακομιστή, ο οποίος παρέχει την υπηρεσία αυτή, μέσω ειδικού λογισμικού, το οποίο έχει εγκαταστήσει μόνιμα ο χρήστης στον υπολογιστή του, η χρήση ενός ειδικού κωδικού βάσει του οποίου αναγνωρίζεται (ο χρήστης) στο σύστημα, είτε ως αποστολέας είτε ως χρήστης ηλεκτρονικών μηνυμάτων. Ο κωδικός αυτός αποτελεί την ηλεκτρονική διεύθυνση (e-mail) του χρήστη, έτσι όπως αυτή διαμορφώνεται κατά πρωτότυπο τρόπο από τον ίδιο με τη χρήση χαρακτήρων της επιλογής του, οι οποίοι συνδυάζονται με το σύμβολο «…….» και με χαρακτήρες που θέτει ο διαμετακομιστής, κατά τέτοιο τρόπο ώστε ο συγκεκριμένος συνδυασμός να αφορά μόνο το χρήστη που του έχει ορίσει, χωρίς να είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί νόμιμα από άλλον. Η απεικόνιση της διεύθυνσης του αποστολέα πάνω στο μήνυμα, καθιστά αυτόν απόλυτα συγκεκριμένο για τον παραλήπτη, έτσι ώστε να μην είναι δυνατόν να επέλθει σύγχυσή του με άλλον χρήστη του ίδιου συστήματος, ενώ η ταύτισή του με το περιεχόμενο του μηνύματος είναι άρρηκτη (ΕφΠειρ 46/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κρίσιμο στοιχείο για την υπαγωγή του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στους κανόνες των άρθρων 443 και 444 του ΚΠολΔ αποτελεί η κατανόηση του τρόπου λειτουργίας του, γιατί αυτό δεν είναι απλά ένα ηλεκτρονικό έγγραφο, το οποίο υπάρχει αποθηκευμένο στο λογισμικό ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή, ή ένα έγγραφο του οποίου η απεικόνιση μεταφέρεται ενσύρματα ή ασύρματα (τηλεομοιοτυπία, τηλετύπημα). Η τυπική αποστολή του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου οδηγεί υποχρεωτικά στην ταύτιση του μηνύματος και αποστολέα κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να μην είναι μεταβιβάσιμο το μήνυμα, αν δεν συνοδεύεται από την ηλεκτρονική διεύθυνση του αποστολέα και βεβαίως δεν έχει και συγκεκριμένο, υπαρκτό, παραλήπτη. Αυτό έχει ως λογική συνέπεια ότι, κατά την αποστολή ενός μηνύματος μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, η δήλωση βούλησης του αποστολέα ταυτίζεται με την ηλεκτρονική του διεύθυνση και αποτελεί ένα ενιαίο σύνολο, ώστε να καταστεί δυνατή τεχνικά η παραλαβή της από τον παραλήπτη και φυσικά είναι ήσσονος σημασίας η μορφή ή η διάταξη, με την οποία απεικονίζεται μηχανικά στο έντυπο. Επομένως, ο καθορισμός της ηλεκτρονικής διεύθυνσης κατά τρόπο μοναδικό από τον ίδιο χρήστη και η δήλωσή της σε κάθε αποστελλόμενο ηλεκτρονικό μήνυμα συνιστά απόδειξη της ταυτότητας του εκδότη του και, κατ` αναλογία για τα οριζόμενα για το παραδοσιακό έγγραφο του άρθρου 443 ΚΠολΔ, η μηχανική του απεικόνιση σε έντυπο εμπίπτει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 444 περ. 3 ΚΠολΔ, στην έννοια του ιδιωτικού εγγράφου, με αποδεικτική δύναμη σε βάρος του εκδότη του (άρθ. 443, 444, 445 ΚΠολΔ), διότι αυτή ακριβώς η μοναδική για κάθε χρήστη ηλεκτρονική διεύθυνση, που έχει ορισθεί και εφαρμοσθεί από τον ίδιο τον αποστολέα, φέρει το χαρακτήρα της ιδιόχειρης υπογραφής, έστω και αν δεν έχει την παραδοσιακή μορφή της τελευταίας. Έτσι, το επικυρωμένο κατά το νόμο αντίγραφο του αποσταλέντος ηλεκτρονικού μηνύματος, το οποίο περιέχεται στο σκληρό δίσκο του παραλήπτη, αποτελεί πλήρη απόδειξη ότι η περιλαμβανόμενη σε αυτό δήλωση προέρχεται από τον εκδότη αποστολέα του, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 445 ΚΠολΔ. Βέβαια, η λειτουργία του συστήματος κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα είναι δυνατόν να υποκρύπτει τον κίνδυνο, ότι η αποστολή του συγκεκριμένου μηνύματος έγινε από άλλο πρόσωπο από αυτό στο οποίο ανήκει η συγκεκριμένη ηλεκτρονική διεύθυνση, κάνοντας χρήση αυτής (με οποιαδήποτε τρόπο), χωρίς την έγκρισή του. Η ελαττωματικότητα αυτή του μηνύματος που εστάλη παραπέμπει ευθέως στις διατάξεις περί πλαστότητας του ΚΠολΔ (460 επ.),εγκαθιστώντας αναστροφή του βάρους απόδειξης στον επικαλούμενο αυτή, για το λόγο ότι η λειτουργία του συστήματος του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου παρέχει εγγυήσεις για την πιστότητά της, ενώ η οποιαδήποτε παθολογία εμφανίζεται, δεν προέρχεται από ελάττωμα του συστήματος, αλλά από επέμβαση τρίτου σε αυτό, γεγονός το οποίο δεν ανήκει στη σφαίρα επιρροής του φερόμενου ως αποστολέα. Με τα δεδομένα αυτά, περιορίζεται ουσιαστικά η ενέργεια της § 4 του άρθρου 457 του ΚΠολΔ (αμφισβήτηση της γνησιότητας) στο ζήτημα της ταυτότητας μεταξύ περιεχομένου του σκληρού δίσκου του ηλεκτρονικού υπολογιστή και της μηχανικής απεικόνισης τους (για όλα τα ανωτέρω βλ. και ΕφΑθ 32/2011, ΕφΔω 45/ 2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Από τις υπ΄αριθμ…./25-01-2019,…/28-01-2019 και …./ 28-01-2019 ένορκες βεβαιώσεις των: ………….αντίστοιχα, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, που προσκομίζει η ενάγουσα-εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη, ληφθείσες µετά από προηγούµενη νομότυπη και εµπρόθεσµη κλήτευση του αντιδίκου της ενάγοντος-εναγομένου και ήδη εκκαλούντος (όπως προκύπτει από την υπ΄αριθμ……../ 21-01-2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά, ……..), από  τις υπ΄αριθμ…./ 15-01-2020 και ……./ 19-05-2021 ένορκες βεβαιώσεις των: …….. και ……….., που επίσης προσκομίζει η ενάγουσα-εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη, παραδεκτά το πρώτον στην κατ΄έφεση δίκη (άρθρο 529 παρ.1 ΚΠολΔ), που ελήφθησαν ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, µετά από προηγούµενη νομότυπη και εµπρόθεσµη κλήτευση του ενάγοντος-εναγομένου και ήδη εκκαλούντος (όπως προκύπτει από τις υπ΄αριθμ……. Γ/ 10-01-2020 και …… Γ/13-05-2021 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά … …., αντίστοιχα), από τις υπ΄αριθμ….,.. … / 04-01-2019 ένορκες βεβαιώσεις των: …………. αντίστοιχα, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, που προσκομίζει ο ενάγων – εναγόμενος και ήδη εκκαλών, ληφθείσες µετά από προηγούµενη νομότυπη και εµπρόθεσµη κλήτευση της αντιδίκου του ενάγουσας- εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης (όπως προκύπτει από την υπ΄αριθμ. ….. Δ΄/ 21-12-2018 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας  στο Εφετείο Αθηνών ………….), από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, μεταξύ των οποίων και οι υπ΄αριθμ…., …/ 13-09-2018, …./ 19-11-2018, …., …. και …../15-05-2019 ένορκες βεβαιώσεις των: ………… αντίστοιχα, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, που προσκομίζει ο ενάγων – εναγόμενος και ήδη εκκαλών, οι οποίες ελήφθησαν στα πλαίσια άλλων δικών μεταξύ των ίδιων διαδίκων και λαµβάνονται υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια, συμπεριλαμβανομένων σ΄αυτά και των από 16-08-2018 και 26-09-2018 φωτογραφικών απεικονίσεων γραπτών μηνυμάτων (SMS), που προσκομίζονται με επίκληση από τον ενάγοντα-εναγόμενο – εκκαλούντα, τα οποία εμπίπτουν στην έννοια της μηχανικής απεικόνισης του άρθρου 444 αριθ. 3 ΚΠολΔ και συνακόλουθα εξομοιώνονται με ιδιωτικά έγγραφα παρότι τούτα δεν φέρουν υπογραφή με τη κλασσική του όρου έννοια και των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε από την αντίδικό του (άρθρα 444 παρ.1 περ. γ’, 448 παρ.2, 457 παρ.4 ΚΠολΔ), με την επισήμανση ότι κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου δεν θεωρούνται παράνομα αποδεικτικά μέσα και δεν προσβάλλονται τα δικαιώματα της ελεύθερης επικοινωνίας και του απορρήτου, αφού προσκομίζονται από τον ίδιο τον ενάγοντα-εναγόμενο – εκκαλούντα και αφορούν συνομιλίες αυτού με την αντίδικό του ενάγουσα-εναγομένη – εφεσίβλητη μέσω sms, στο πλαίσιο της  δικαστικής μεταξύ τους ένδικης διένεξης, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην προηγηθείσα νομική σκέψη, δεκτής γενομένης της συναφούς αιτίασης, που διαλαμβάνεται στον σχετικό λόγο της έφεσης, ως ουσιαστικά βάσιμης (μόνο ως προς τα ανωτέρω sms) και συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δεν έλαβε υπόψη του τα εν λόγω sms δεχόμενο ότι τούτα αποτελούν παράνομα αποδεικτικά μέσα, έσφαλε, ενώ αντιθέτως, τα προσκομιζόμενα από τον ίδιο διάδικο sms που αφορούν ξεχωριστούς από την αντίδικό του συνομιλούντες, πρέπει να θεωρηθούν παράνομα αποδεικτικά μέσα, καθόσον αυτός έχει και άλλα αποδεικτικά μέσα προς απόδειξη των ισχυρισμών του, καθώς και αυτά της σχηματισθείσας ποινικής δικογραφίας, από τις προσκομιζόμενες από τον ενάγοντα-εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα φωτογραφίες, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε, από τις παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τα δικόγραφά τους (άρθρα 261, 352 του ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ  βλ. ΑΠ 48/2009 ΤΝΠ  ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο γάμο κατά τους ιερούς Κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, στις 15-05-1994 στη Νίκαια Αττικής, από τον οποίο απέκτησαν δύο ενήλικα ήδη τέκνα, την …. που γεννήθηκε στις 12-01-1995 και τον ….. που γεννήθηκε την 09-03-2000. Στην αρχή της κοινής τους ζωής, οι διάδικοι διέμειναν σε μισθωμένη οικία στη Νίκαια Αττικής επί της οδού ………. και στη συνέχεια σε οικία την οποία αγόρασε ο εκκαλών με δάνειο από Τράπεζα στην ίδια ως άνω περιοχή επί της οδού ………….,η οποία αποτέλεσε την οικογενειακή τους στέγη. Ο εκκαλών εργαζόταν ως Αξιωματικός σε εμπορικά, κυρίως ποντοπόρα πλοία, αρχικώς ως Ανθυποπλοίαρχος, κατόπιν ως Υποπλοίαρχος και μετά ως Πλοίαρχος, η διάρκεια δε της ναυτολόγησής του ήταν 7-9 μήνες το χρόνο και τα μηνιαία εισοδήματά του από την εργασία του αυτή ανέρχονταν στο ποσό των 7.000 – 9.000 ευρώ, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων έστελνε στην εφεσίβλητη- σύζυγό του η οποία κατά τη διάρκεια του έγγαμου βίου δεν εργαζόταν. Οι μεταξύ τους, όμως, σχέσεις άρχισαν να διαταράσσονται σοβαρά μετά τη συνταξιοδότηση του εκκαλούντος κατά το έτος 2016, όταν ο εκκαλών εγκαταστάθηκε πλέον μόνιμα μαζί με την οικογένειά του στη συζυγική ως άνω οικία, οπότε και τα ετήσια εισοδήματά του μειώθηκαν σημαντικά λαμβάνοντας έκτοτε μηνιαία σύνταξη ύψους 1.500,00 ευρώ, με αποτέλεσμα να μην μπορεί η εφεσίβλητη να προσαρμοστεί στα νέα οικονομικά δεδομένα, ενώ οι σχέσεις των διαδίκων εντάθηκαν ακόμη περισσότερο όταν η εφεσίβλητη αρνήθηκε να λογοδοτήσει για τη διαχείριση των οικονομικών στον εκκαλούντα – σύζυγό της, επιχειρώντας με διάφορους τρόπους (όπως με την επίκληση αντικατάστασης τραπεζικών βιβλιαρίων λόγω απώλειας) να του αποκρύψει το αποτέλεσμα της κακοδιαχείρισης στην οποία είχε προβεί όλα τα προηγούμενα έτη εργασίας του, όταν αυτός απαίτησε από την εφεσίβλητη- σύζυγό του τον έλεγχο της οικονομικής διαχείρισης των αποταμιεύσεων στις οποίες όφειλε να είχε προβεί η τελευταία κατά τη διάρκεια της πολύχρονης εργασίας του, όπως είχαν συμφωνήσει. Η κατάσταση δε αυτή στην έγγαμη σχέση των διαδίκων επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο όταν κοινοί οικογενειακοί φίλοι των διαδίκων ακόμη και συγγενείς της ίδιας της εφεσίβλητης, αποκάλυψαν στον εκκαλούντα ότι η εφεσίβλητη-σύζυγός του από το έτος 2008 και μετά, ήτοι στα χρόνια που αυτός ήταν ναυτολογημένος, η τελευταία διατηρούσε εξώγαμες σχέσεις με άνδρες. Ενδεικτικά δε αναφέρονται οι περιπτώσεις εξώγαμης σχέσης, αρχικά με τον ………….., στη συνέχεια με τον ……….. και κατόπιν από το έτος 2018 με τον ………… Για όλα δε τα ανωτέρω κατέθεσαν με σαφήνεια και κατηγορηματικό τρόπο όλοι οι παραπάνω μάρτυρες του εκκαλούντος, για την αξιοπιστία των οποίων το Δικαστήριο τούτο δεν έχει λόγους να αμφιβάλλει και οι οποίες δεν αναιρούνται ουσιωδώς από τις γενικόλογες καταθέσεις των μαρτύρων της εφεσίβλητης, οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν γνωρίζουν προσωπικά τον εκκαλούντα, ούτε βέβαια και τις πραγματικές συνθήκες που επικρατούσαν στη συζυγική εστία. Στη συνέχεια αποδείχθηκε ότι η εφεσίβλητη κατά τα έτη 2017- 2018 διατηρούσε και φιλική σχέση με την ……….., με την οποία αρκετές φορές ερωτοτροπούσε και δημόσια και μάλιστα ενώπιον και του συζύγου της (όπως το ότι την φιλούσε στο στόμα, κλπ.), όπως αυτό κατέθεσε η τελευταία στην υπ΄αριθ………../ 19-11-2018 ένορκη βεβαίωσή της ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά στα πλαίσια της δίκης του διαζυγίου των διαδίκων. Περαιτέρω δε, η εφεσίβλητη άρχιζε να απουσιάζει συχνά αδικαιολόγητα από τη συζυγική οικία, αδιαφορώντας έτσι για τις ανάγκες του συζύγου της, δεν  επεδείκνυε οιοδήποτε ενδιαφέρον για αυτόν, συχνά πραγματοποιούσε, χωρίς τον εκκαλούντα, με δικές της παρέες, εξόδους, από τις οποίες αργούσε να επιστρέψει, αρνιόταν δε να ενημερώσει τον σύζυγό της πού πηγαίνει και τι κάνει, προϊόντος δε του χρόνου, η ως άνω κατάσταση οδήγησε στην πλήρη αποξένωσή τους. Ακολούθως, με την υπ΄αριθ.1835/ 2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), η οποία εκδόθηκε κατ` αντιμωλίαν των διαδίκων κατόπιν άσκησης από μέρους τους σχετικών αιτήσεων, αφού πιθανολογήθηκε ότι η διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων οφείλεται σε εύλογη ως προς την αιτούσα- καθής η αίτηση τότε και ήδη εφεσίβλητη, αιτία, ανεξάρτητα από τυχόν συνυπαιτιότητα αυτής, απορρίφθηκε η αίτηση του νυν εκκαλούντος με την οποία επικαλούμενος επείγουσα περίπτωση ζητούσε να διαταχθεί η μετοίκηση της εφεσίβλητης από τη συζυγική οικία λόγω διάσπασης της έγγαμης συμβίωσης από υπαιτιότητά της, έγινε δε εν μέρει δεκτή η αίτηση της εφεσίβλητης, υποχρεώθηκε ο εκκαλών να καταβάλλει σ΄αυτήν προσωρινά ως διατροφή της το ποσό των 300 ευρώ από την επίδοση της αίτησης, εντός του πρώτου τριημέρου κάθε μήνα, νομιμοτόκως από την καθυστέρηση κάθε απαιτητής και ληξιπρόθεσμης δόσης, διατάχθηκε προσωρινά η μετοίκηση του εκκαλούντος από την συζυγική οικία και παραχωρήθηκε προσωρινά η χρήση της και ο εντός αυτής οικιακός εξοπλισμός  στην εφεσίβλητη, πλην των προσωπικών αντικειμένων του εκκαλούντος. Παράλληλα, οι διάδικοι με αντίθετες αγωγές που άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ζήτησαν να λυθεί ο γάμος τους λόγω ισχυρού κλονισμού, που επήλθε για λόγους που αφορούσαν το πρόσωπο του αντιδίκου τους, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης τους να είναι αφόρητη γι΄αυτούς, η έκδοση απόφασης επί των οποίων (ως άνω αγωγών) εκκρεμούσε κατά το χρόνο έκδοσης της εκκαλουμένης. Επί των αγωγών αυτών που συνεκδικάστηκαν ερήμην της νυν εφεσίβλητης, έχει ήδη εκδοθεί η υπ΄αριθ. 2890/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, η οποία δεν προέκυψε ότι έχει καταστεί αμετάκλητη, με την οποία αφού απορρίφθηκε η αγωγή της εφεσίβλητης, έγινε δεκτή η αγωγή του εκκαλούντος και απαγγέλθηκε η λύση του γάμου των διαδίκων λόγω ισχυρού κλονισμού από λόγο που αφορά αποκλειστικά το πρόσωπο της εφεσίβλητης. Σύμφωνα με τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι τα διασπαστικά της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων γεγονότα οφείλονται σε αποκλειστική υπαιτιότητα της εφεσίβλητης η οποία επέδειξε, κατά τα ανωτέρω αναφερθέντα, συμπεριφορές που δε συνάδουν με τις εκδηλώσεις σεβασμού, αγάπης, πίστης και ενδιαφέροντος που οφείλει ο ένας σύζυγος προς τον άλλον, και μέσω των οποίων εκφράζεται η ψυχική τους σύνδεση και η διάθεσή τους να συμβιώσουν, με αποκορύφωμα τη σύναψη από την εφεσίβλητη αρκετών εξωσυζυγικών σχέσεων, κατά τα προεκτεθέντα. Εξάλλου,  από κανένα πειστικό αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι ο εκκαλών επιδιδόταν σε τυχερά παίγνια, καζίνο, λέσχες κλπ., με αποτέλεσμα να στερεί από την οικογένειά του τα αναγκαία για τη διαβίωσή τους, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η εφεσίβλητη ούτε ακόμη αυτός ήταν εριστικός απέναντι στη σύζυγο και τα τέκνα του επειδή δεν μπορούσε να ενταχθεί στον διαμορφωμένο νέο τρόπο ζωής τους, όπως χαρακτηριστικά δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Επομένως, εφόσον η διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων οφείλεται σε γεγονότα για τα οποία είναι αποκλειστικά υπαίτια η εφεσίβλητη, αυτή θεωρείται ότι δεν διέκοψε την έγγαμη συμβίωσή της με τον εκκαλούντα σύζυγό της από εύλογη αιτία και για το λόγο αυτό δεν δικαιούται διατροφής σε χρήμα, σύμφωνα και με τα όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση έκρινε ότι η διάσπαση του έγγαμου βίου των διαδίκων οφείλεται σε συνυπαιτιότητα και των δύο και συνεπώς σε εύλογη ως προς την εφεσίβλητη αιτία και ως εκ τούτου η τελευταία δικαιούται διατροφής από τον εκκαλούντα σύζυγό της, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά παραδοχή του σχετικού λόγου έφεσης ως κατ΄ουσίαν βασίμου. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο εκκαλών ηλικίας ήδη 58 ετών, από το έτος 2016 είναι συνταξιούχος του ΝΑΤ και η σύνταξή του, ως προαναφέρθηκε, ανέρχεται μηνιαίως στο ποσό των 1.500,00 ευρώ. Έχει στην κυριότητά του ένα διαμέρισμα στη Νίκαια Αττικής, επί της οδού ……… που αποτελούσε τη συζυγική οικία και μία αποθήκη υπογείου στην ίδια πολυκατοικία, εμβαδού 7,94 τ.μ. καθώς και τη συγκυριότητα κατά ποσοστό 18,75% εξ αδιαιρέτου με την αδελφή του ενός διαμερίσματος εμβαδού 75 τμ πρώτου ορόφου στον Κορυδαλλό, επί της οδού …………, στο οποίο διαμένει ήδη μετά τη συμμόρφωσή του με την προαναφερόμενη απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία διατάχθηκε προσωρινά η μετοίκησή του από την οικογενειακή στέγη. Από την άλλη πλευρά, η εφεσίβλητη ηλικίας ήδη 48 ετών, καθόλη τη διάρκεια του έγγαμου βίου της με τον εκκαλούντα δεν εργαζόταν και ασχολείτο με τα οικιακά αλλά και την ανατροφή των ανήλικων τότε τέκνων της, ….. και ….., ηλικίας ήδη 26 και 21 ετών αντίστοιχα. Τα τελευταία δε χρόνια και δη από το έτος 2018, οπότε και επήλθε οριστική ρήξη στις σχέσεις των διαδίκων, η εφεσίβλητη ασχολήθηκε περιστασιακά σε διάφορες εργασίες, όπως πχ. στην οικία της ………. την οποία φρόντιζε (όπως η ίδια αναφέρει με τις προτάσεις της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου), στο ζαχαροπλαστείο με τον διακριτικό τίτλο «………», που βρίσκεται στον Αγ.Ιωάννη Ρέντη, ενώ από τα τέλη του ίδιου έτους εργάζεται στην εταιρεία με την επωνυμία «………..», ως υπάλληλος τηλεφωνικής εξυπηρέτησης, με καθαρές μηνιαίες αποδοχές περίπου 600,00 ευρώ. Η ίδια είναι κυρία κατά ποσοστό 33,3 % εξ αδιαιρέτου διαμερίσματος του ισογείου εμβαδού 90 τ.μ. που βρίσκεται στη Νίκαια Αττικής, επί της οδού ………, επί οικοπέδου εμβαδού 408 τ.μ. (όπου διαμένει η συνιδιοκτήτρια αδερφή της ………….. με τα δύο τέκνα της),καθώς επίσης και άλλου διαμερίσματος, κατά ποσοστό 8,3 % εξ αδιαιρέτου, εμβαδού 80 τμ που βρίσκεται στη Νίκαια Αττικής, επί της οδού …………, όπου διαμένει μόνη της η θεία της εφεσίβλητης (αδερφή της μητέρας της) …………. Μετά δε την έκδοση της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων, ήτοι από τις 20-11-2018 διαμένει στην παραπάνω συζυγική οικία, με τον υιό τους ………., ηλικίας 21 ετών ως προαναφέρθηκε, ο οποίος φοιτά στο τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών που εδρεύει στα … ., ενώ η θυγατέρα τους ……, 26 ετών, έχει ήδη δημιουργήσει τη δική της οικογένεια και διαμένει μόνιμα στην …….. Από όλα τα ανωτέρω δεν αποδείχθηκε ότι υπάρχουν στην ένδικη υπόθεση οι ειδικές εκείνες συνθήκες ώστε να συντρέχουν λόγοι επιείκειας, οι οποίοι να επιβάλλουν την παραχώρηση της οικογενειακής στέγης των διαδίκων στην εφεσίβλητη, η αντισυζυγική και εγωϊστική συμπεριφορά της οποίας αποδείχθηκε ότι προκάλεσε τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης. Συνεκτιμώντας όλα τα παραπάνω, κρίνεται σκόπιμη η παραχώρηση της χρήσης της οικογενειακής στέγης των διαδίκων αποκλειστικά στον εκκαλούντα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο που έκρινε διαφορετικά και παραχώρησε στην εφεσίβλητη την αποκλειστική χρήση της συζυγικής οικίας, εσφαλμένως εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει ο σχετικός λόγος έφεσης να γίνει δεκτός ως και ουσιαστικά βάσιμος.

Κατ΄ακολουθίαν των ανωτέρω, η κρινόμενη έφεση πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και ακολούθως, αφού εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο, να συνεκδικασθούν: α) η από 6-12-2018 (υπ΄αριθ.καταθ…./2018) αγωγή και β) η από 20-12-2018 (υπ΄αριθ.καταθ…../2018) αγωγή, να απορριφθεί ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη η από 6-12-2018 (πρώτη αγωγή),να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η από 20-12-2018 (δεύτερη αγωγή), να παραχωρηθεί στον ενάγοντα η αποκλειστική χρήση της συζυγικής οικίας ιδιοκτησίας του, που βρίσκεται στη Νίκαια Αττικής, επί της οδού ………, μετά της εντός αυτής οικοσκευής και να επιτρέψει αυτός στην εναγομένη να παραλάβει τα ρούχα της και τα προσωπικά της αντικείμενα. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων λόγω της συζυγικής ακόμη σχέσης τους, αφού δεν αποδείχθηκε ότι έχει λυθεί αμετάκλητα ο γάμος τους (άρθρ.179 εδ.α΄ ΚΠολΔ ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ουσίαν την έφεση κατά της υπ΄αριθμ.2867/ 2019  απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία οικογενειακών διαφορών).

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη ως άνω απόφαση

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επί α) της από 6-12-2018 (υπ΄αριθ.καταθ……/2018) αγωγής και β) της από 20-12-2018 (υπ΄αριθ.καταθ……./ 2018) αγωγής.

Απορρίπτει την από 6-12-2018 (πρώτη) αγωγή.

Δέχεται την από 20-12-2018 (δεύτερη) αγωγή.

Παραχωρεί στον ενάγοντα την αποκλειστική χρήση της συζυγικής οικίας ιδιοκτησίας του, που βρίσκεται στη Νίκαια Αττικής, επί της οδού ……… και της εντός αυτής οικοσκευής, πλην των προσωπικών αντικειμένων της εναγομένης, στην οποία επιτρέπεται να τα παραλάβει, υποχρεώνοντας συγχρόνως τον ενάγοντα να ανεχθεί την παραλαβή αυτή.

Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας ως προς αμφότερες τις αγωγές, πλην των προκαταβληθέντων ήδη εξόδων.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 5 Νοεμβρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ