Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 660/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός Απόφασης  660/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

  1. I. Η κρινόμενη από 30.4.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου …. και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου …….. έφεση του εκκαλούντος-ενάγοντος, που στρέφεται κατά της υπ’αριθμ.2885/2014 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επομ. ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχθηκε εν μέρει, ως ουσιαστικά βάσιμη, την από 8-6-2012 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ….. αγωγή του, σε βάρος των εναγομένων, ήδη εφεσιβλήτων, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 500, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, 520 παρ.1 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, μήτε παρήλθε τριετία από την δημοσίευση της, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι, αν και η έφεση ασκήθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται για το παραδεκτό της η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς, ως εργατικής.
  2. II. Ο ενάγων και ήδη εκκαλών, με την προαναφερθείσα αγωγή του, ισχυρίστηκε ότι δυνάμει σύμβασης ναυτικής εργασίας, που καταρτίστηκε στον Πειραιά, μεταξύ αυτού και της πρώτης εναγομένης ναυτικής εταιρίας, της οποίας νόμιμη εκπρόσωπος τυγχάνει η δεύτερη εναγομένη, ναυτολογήθηκε στις 23.7.2008 στο ρυμουλκό «Π.», πλοιοκτησίας της, ως ναύτης και ότι στις 26-6-2009 κατά την εκτέλεση της ως άνω εργασίας του υπέστη σοβαρό ατύχημα, υπό τις συνθήκες που επαρκώς περιγράφονται, το οποίο οφείλεται σε υπαιτιότητα της εναγομένης εκπροσώπου της εργοδότριας εναγομένης εταιρείας και του προστηθέντος αυτής τρίτου εναγομένου, πλοιάρχου, που συνίστατο στην παράβαση των αναφερομένων ειδικών διατάξεων περί των όρων ασφαλείας των εργαζομένων ναυτικών, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί σοβαρά και να υποστεί ακρωτηριασμό των δαχτύλων δεξιάς χειρός, με συνέπεια να καταστεί ολικώς και δια βίου ανίκανος προς άσκηση του ναυτικού αλλά και οποιοδήποτε άλλου βιοποριστικού επαγγέλματος. Ακολούθως ζήτησε, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του καταψηφιστικού αιτήματος σε έντοκο αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούνται οι εναγόμενοι εις ολόκληρον, κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξίας του Αστικού Κώδικα, να του καταβάλουν: 1) το ποσό των 508.816 ευρώ, ως αποζημίωση, για την απώλεια των μελλοντικών εισοδημάτων από την εργασία του, βάσει των μηνιαίων καθαρών αποδοχών του ύψους 1.652 ευρώ, που θα αποκόμιζε, αν δεν μεσολαβούσε ο τραυματισμός του, για τα επόμενα 22 έτη, 2) το ποσό των 106.275 ευρώ για 15 αγορές διακοσμητικής πρόθεσης παλάμης, που χρήζει αντικατάστασης κάθε τρία έτη, αντί τιμή μονάδος 7.085 ευρώ, 3) το ποσό των 150.000 ευρώ, ως αποζημίωση, κατ’άρθρο 931 ΑΚ, λόγω της αναπηρίας του και 4) το ποσό των 600.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής του βλάβης, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και να επιβληθεί σε βάρος της δεύτερης και του τρίτου εναγομένου προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους, ως μέσο εκτέλεσης της εκδοθησομένης απόφασης, ένεκα της αδικοπραξίας, επικουρικώς δε, κατά τις διατάξεις του άρθρου 3 του ν.551/1915, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση τους να του καταβάλουν εις ολόκληρον το ποσό των 508.816 ευρώ, ως αποζημίωση, λόγω πλήρους και διαρκούς ανικανότητας του προς εργασία, που αντιστοιχεί σε μισθούς 22 ετών, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.

III. Επί της ως άνω αγωγής, εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία, αφού κρίθηκε ότι ο τραυματισμός του ενάγοντος συνιστά εργατικό ατύχημα και ότι δεν παραβιάστηκαν κανόνες ασφαλείας των εργαζομένων, αλλά οφείλεται σε αμέλεια του εναγομένου πλοιάρχου του ρυμουλκού, απορρίφθηκε η αγωγή, ως ουσιαστικά αβάσιμη, όσον αφορά την κύρια βάση της, κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών του κοινού δικαίου, ενώ έγινε εν μέρει δεκτή, κατ’ουσίαν, ως προς την επικουρική της βάση και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι εις ολόκληρον να καταβάλουν στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 32.670,70 ευρώ, ως αποζημίωση για την πλήρη διαρκή ανικανότητα του για εργασία, που περιλαμβάνει μισθούς έξι ετών, κατ’ άρθρο 3 περ.1 του ν. 551/1915.

Κατά της ως άνω οριστικής αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονείται ο εκκαλών-ενάγων με την κρινόμενη έφεση του, για τους αναφερόμενους λόγους, που στο σύνολο τους ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, όπως ειδικότερα εκτίθεται σ’ αυτήν και ζητεί να εξαφανιστεί η προσβαλλομένη απόφαση, ώστε η ως άνω αγωγή να γίνει δεκτή καθ’ολοκληρίαν.

  1. IV. Κατά την έννοια του άρθρου 1 του ν. 551/1915 (που κωδικοποιήθηκε με το ΒΔ της 24-7/25-8-1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ κατ’ άρθρον 38 του ΕισΝΑΚ), το οποίο εφαρμόζεται και επί ναυτικής εργασίας, κατ’ άρθρον 2 του ίδιου νόμου και 66 περ. β΄ του ΚΙΝΔ (ν. 3816/1958), ως ατύχημα από βίαιο συμβάν, που επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής σε ναυτικό και θεμελιώνει αξίωση αποζημίωσης, θεωρείται κάθε βλάβη που είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, μη αναγομένου αποκλειστικά σε οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος, που δεν θα υπήρχε χωρίς την εργασία και την εκτέλεση της υπό τις σχετικές περιστάσεις (ΟλΑΠ 1287/1986 ΝοΒ 35 160, ΑΠ 1424/2015, ΑΠ 1690/2013 δημ.ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1602/2012 ΕΝαυτΔ 2013 17, ΑΠ 1616/2003 ΕλΔνη 2004 767, ΕφΠειρ 23/2013 ΠειρΝ 2013 164, ΕφΠειρ 764/2012 ΕΝαυτΔ 2013 22). Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 16 του ν. 551/1915 προκύπτει ότι ο παθών από εργατικό ατύχημα ή σε περίπτωση θανάτου οι κατά τον νόμο συγγενείς και σύζυγος του, έχουν δικαίωμα να εγείρουν την αγωγή του κοινού δικαίου και να ζητήσουν, σύμφωνα με τα άρθρα 297, 298 και 914 Α.Κ., πλήρη περιουσιακή αποζημίωση, μόνον όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή όταν έλαβε χώρα σε εργασία ή επιχείρηση, στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων, βρίσκεται δε σε αιτιώδη συνάφεια με τη μη τήρηση των διατάξεων αυτών, διαφορετικά, εάν δηλαδή δεν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις αυτές, μπορεί να αξιώσει την κατ’αποκοπή αποζημίωση του ν. 551/1915. Οι αξιώσεις αυτές συρρέουν διαζευκτικώς, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση επιλογής της μιας απ’ αυτές τις αξιώσεις αποζημίωσης (κοινού δικαίου ή του ν. 551/1915) αποκλείεται να ζητήσει ο δικαιούχος ταυτόχρονα ή διαδοχικά την άλλη, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 306 ΑΚ, που αφορά την διαζευκτική ενοχή, χωρίς όμως να αποκλείεται η επικουρική άσκηση της μιας σε σχέση με την άλλη, που ασκείται κυρίως (ΑΠ 1132/1997 ΕλΔνη 40 621, ΑΠ 600/1996 ΕλΔνη 40 117, ΕφΠειρ 281/2011 ΕΝαυτΔ 2011, 304, Ι. Ληξιουριώτη «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις» σελ. 578-579). Πέραν όμως της περιουσιακής αποζημιώσεως ο παθών από εργατικό ατύχημα ή τα μέλη της οικογενείας του θανόντος, μπορούν σε κάθε περίπτωση να απαιτήσουν χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης αντίστοιχα, η αξίωση για την οποία κρίνεται πάντοτε κατά το κοινό δίκαιο (914, 922, 932 ΑΚ), κατά τρόπο ώστε για την θεμελίωση της δεν απαιτείται το ειδικό πταίσμα της μη τηρήσεως επιβαλλομένων όρων ασφαλείας, αλλά αρκεί το κατά το κοινό δίκαιο πταίσμα του εργοδότη ή του από αυτόν προστηθέντος (ΟλΑΠ 1117/1986 ΕλΔνη 28, 113, ΑΠ 356/2002 ΕΝΔ 2002 97), ενώ η αντικειμενική ευθύνη του εργοδότη κατά το Ν.551/1915 δεν επεκτείνεται και στην χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, καθόσον γι’ αυτήν απαιτείται υπαιτιότητα, που κρίνεται κατά τις περί αδικοπραξίας διατάξεις (ΑΠ 274/2000 ΕΝΔ 29, 105). Εξάλλου, διατάξεις οι οποίες ειδικώς προβλέπουν όρους ασφαλείας των εργαζομένων είναι εκείνες, που ειδικότερα προσδιορίζουν τους όρους που πρέπει να τηρηθούν, μνημονεύοντας συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους προς επίτευξη της ασφαλείας των εργαζομένων. Επομένως, για την πλήρη αποζημίωση δεν αρκεί ότι το ατύχημα επήλθε από την μη τήρηση όρων, οι οποίοι επιβάλλονται από την κοινή αντίληψη, την υποχρέωση προνοίας και την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, χωρίς να προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου (ΟλΑΠ 26/1995, ΑΠ 1109/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 289/2004 ΝοΒ 2005, 284, ΕλΔνη 2005, ΑΠ 274/2000 ΕΝΔ 29, 105, ΕφΠειρ 672/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 598/2002 ΕΝΔ 30,377). Ειδικά μέτρα ασφαλείας καθορίζονται με το Π.Δ.395/1994 «Ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας για τη χρησιμοποίηση εξοπλισμού εργασίας από τους εργαζόμενους κατά την εργασία τους σε συμμόρφωση με την οδηγία 89/655/ΕΟΚ» το οποίο ορίζει στο άρθρο 1 ότι: «1. Το παρόν προεδρικό διάταγμα καθορίζει τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας για τη χρησιμοποίηση εξοπλισμού εργασίας από τους εργαζόμενους κατά την εργασία τους …. 2. Οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται σε όλες τις επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις και εργασίες του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, ανεξαρτήτως κλάδου οικονομικής δραστηριότητας στην οποία κατατάσσονται», στο άρθρο 3 ότι: «1. Ο εργοδότης λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε ο εξοπλισμός εργασίας που τίθεται στη διάθεση των εργαζομένων μέσα στην επιχείρηση ή/και την εγκατάσταση να είναι κατάλληλος για την προς εκτέλεση εργασία ή κατάλληλα προσαρμοσμένος προς το σκοπό αυτό, ούτως ώστε να διασφαλίζεται η ασφάλεια και η υγεία των εργαζομένων κατά τη χρησιμοποίησή του. 2. Κατά την επιλογή του εξοπλισμού εργασίας που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί, ο εργοδότης λαμβάνει υπ` όψη τις ειδικές συνθήκες και τα χαρακτηριστικά της εργασίας, τους κινδύνους που υπάρχουν στην επιχείρηση ή/και την εγκατάσταση, ιδίως στις θέσεις εργασίας, για την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων, τους κινδύνους που ενδέχεται να προστεθούν λόγω της χρησιμοποίησης του εν λόγω εξοπλισμού εργασίας καθώς και έγγραφη γνώμη του τεχνικού ασφάλειας. 3. Όταν δεν είναι δυνατό να εξασφαλιστεί πλήρως, κατά τον τρόπο αυτό, η ασφάλεια και η υγεία των εργαζομένων κατά τη χρησιμοποίηση του εξοπλισμού εργασίας, ο εργοδότης λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα, ώστε να περιορίσει τους κινδύνους στο ελάχιστο» και στο άρθρο 4 ότι: «1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 3, ο εργοδότης οφείλει να προμηθεύεται ή/και να χρησιμοποιεί εξοπλισμό εργασίας ο οποίος: α) Εάν τίθεται για πρώτη φορά στην διάθεση των εργαζομένων στην επιχείρηση ή/και την εγκατάσταση μετά τη δημοσίευση του παρόντος, πρέπει να ανταποκρίνεται στις σχετικές διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας και στις ελάχιστες προδιαγραφές που προβλέπονται στο παράρτημα I του άρθρου 9 του παρόντος, εφ’ όσον δεν υπάρχουν άλλες σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας, ή ισχύουν εν μέρει. β) Εάν έχει ήδη τεθεί στη διάθεση των εργαζομένων στην επιχείρηση ή/και την εγκατάσταση πριν τη δημοσίευση του παρόντος, πρέπει να ανταποκρίνεται στις ελάχιστες προδιαγραφές που προβλέπονται στο παράρτημα I του άρθρου 9 του παρόντος το αργότερο μέχρι και την 31/12/1996 … 3. Ο εργοδότης λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε, ο εξοπλισμός εργασίας, με την κατάλληλη συντήρηση, να διατηρείται σε επίπεδο τέτοιο που να ανταποκρίνεται, ανάλογα με την περίπτωση, στις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 καθ’ όλη τη διάρκεια της χρησιμοποίησης του. 4. Ο εργοδότης λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε κατά την χρήση των εξοπλισμών εργασίας, να επιτυγχάνεται βαθμός ασφάλειας αντίστοιχος προς τους στόχους που θέτουν οι διατάξεις του παραρτήματος ΙΙ του άρθρου 9 του παρόντος διατάγματος”.». Σύμφωνα με το ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I με τίτλο “Ελάχιστες προδιαγραφές που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφοι 1 και 2″, ως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ.6 Π.Δ.89/1999 και ειδικότερα στις ακόλουθες διατάξεις προβλέπεται: «2. Γενικές ελάχιστες προδιαγραφές που ισχύουν για τον εξοπλισμό εργασίας. 2.1. Τα συστήματα χειρισμού και τα όργανα ελέγχου κάθε εξοπλισμού εργασίας που επηρεάζουν την ασφάλεια πρέπει να είναι σαφώς ορατά και αναγνωρίσιμα και, όταν αυτό απαιτείται, να φέρουν την κατάλληλη σήμανση. 2.2. Τα συστήματα χειρισμού και τα όργανα ελέγχου, εκτός για όσα είναι απόλυτα αναγκαίο, πρέπει να είναι τοποθετημένα έξω από επικίνδυνες ζώνες και με τρόπο ώστε: 2.2.1. Ο χειρισμός τους να μη δημιουργεί κινδύνους για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων. 2.2.2. Να μην υπάρχει κίνδυνος ακούσιων χειρισμών…2.3. Ο χειριστής πρέπει να μπορεί, από την κύρια θέση χειρισμού, να βεβαιώνεται ότι δεν υπάρχουν άτομα εκτιθέμενα στις επικίνδυνες ζώνες. Εάν αυτό είναι αδύνατο, κάθε φορά που ο εξοπλισμός τίθεται σε λειτουργία πρέπει αυτομάτως να προηγείται ένα ασφαλές σύστημα, όπως ένα ηχητικό ή οπτικό προειδοποιητικό σήμα. Ο εκτιθέμενος εργαζόμενος πρέπει να έχει το χρόνο και τα μέσα να αποφεύγει τους κινδύνους που δημιουργεί η εκκίνηση ή η παύση λειτουργίας του εξοπλισμού εργασίας. 2.4 Τα συστήματα χειρισμού πρέπει να είναι ασφαλή. Κατά την επιλογή τους πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι βλάβες, αστοχίες και πιέσεις ή περιορισμοί που είναι προβλεπτοί στο πλαίσιο της σχεδιαζόμενης χρησιμοποίησής τους ώστε να μη δημιουργούνται επικίνδυνες καταστάσεις.” Περαιτέρω με το ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II «Διατάξεις για τη χρησιμοποίηση των εξοπλισμών εργασίας που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 4.», που προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ.7 Π.Δ. 89/1999 και ειδικότερα με τη διάταξη 1.1. ορίζεται «Οι εξοπλισμοί εργασίας πρέπει να εγκαθίστανται, να διευθετούνται και να χρησιμοποιούνται κατά τρόπο ώστε να μειώνεται ο κίνδυνος για τους χρήστες του εξοπλισμού εργασίας και τους λοιπούς εργαζόμενους, π.χ. φροντίζοντας να υπάρχει αρκετός ελεύθερος χώρος μεταξύ των κινητών τους στοιχείων και των σταθερών ή κινητών στοιχείων που τα περιβάλλουν και όλες οι μορφές ενέργειας ή οι ουσίες που χρησιμοποιούνται ή παράγονται να μπορούν να διοχετεύονται ή/και να απομακρύνονται με ασφάλεια”. Περαιτέρω, στο άρθρο 6 του εν λόγω προεδρικού διατάγματος, που επιγράφεται «Ενημέρωση των εργαζομένων», ορίζεται ότι: “1. Στα πλαίσια της ενημέρωσης των εργαζομένων σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, ο εργοδότης λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε οι εργαζόμενοι να έχουν στη διάθεσή τους τις επαρκείς πληροφορίες και, όταν απαιτείται, γραπτές οδηγίες χρήσης σχετικά με τον εξοπλισμό εργασίας, που χρησιμοποιείται κατά την εργασία. 2. Οι ανωτέρω πληροφορίες και γραπτές οδηγίες πρέπει να περιέχουν κατ` ελάχιστον κατάλληλες πληροφορίες σε θέματα ασφάλειας και υγείας των εργαζομένων σχετικά με: α) Τις συνθήκες χρήσης του εξοπλισμού εργασίας. β) Τις προβλεπτέες έκτακτες καταστάσεις. γ) Τα συμπεράσματα που συνάγονται, ενδεχομένως, από την πείρα που έχει αποκτηθεί κατά τη χρήση του εξοπλισμού εργασίας. Πρέπει να εφιστάται η προσοχή των εργαζομένων στους κινδύνους που τους αφορούν, σχετικά με: α. τον εξοπλισμό εργασίας που υπάρχει στο άμεσο εργασιακό τους περιβάλλον και β. τις τροποποιήσεις που τους αφορούν, στο μέτρο που αυτές επιδρούν στον εξοπλισμό εργασίας που βρίσκεται στο άμεσο εργασιακό τους περιβάλλον, έστω και αν δεν χρησιμοποιείται άμεσα από αυτούς.”. Σημειωτέον, οι προαναφερθείσες διατάξεις του Π.Δ.395/1994 οι οποίες αφορούν ειδικούς κανόνες ασφαλείας και των απασχολουμένων στο πλοίο ναυτικών, είναι κανόνες αναγκαστικού δικαίου, αφού η εφαρμογή τους δεν μπορεί να παρακαμφθεί με σχετική συμφωνία του εργοδότη με τον εργαζόμενο και αποτελούν κανόνες αμέσου εφαρμογής στο πλαίσιο του Κανονισμού 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17-6-2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές – Ρώμη Ι, καθόσον αποσκοπούν στην ασφάλεια στην εργασία, που είναι ιδιαιτέρως σημαντικός θεσμός στο δικαιϊκό σύστημα της Ελλάδας. Περαιτέρω, ειδικότερες διατάξεις περιλαμβάνονται στο Π.Δ.1349/1981 “Κανονισμός προλήψεως εργατικών ατυχημάτων εις τα πλοία”, που κατά το άρθρο 1 αυτού, στοιχείο α, εφαρμόζεται  στα υπό Ελληνική σημαία πλοία ολικής χωρητικότητος άνω των 200 κόρων ανεξαρτήτως περιοχής πλου. Ειδικότερα, στο Δεύτερο Μέρος του Κανονισμού περί μέτρων προλήψεως ατυχημάτων, προβλέπονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:  «Άρθρον 8. Κιγκλιδώματα. 1. Τα κιγκλιδώματα ή τα  προστατευτικά  διαφράγματα  εις  τα  στόμια κυτών  ή  εις  έτερα  ανοίγματα  και τα κιγκλιδώματα των καταστρωμάτων είναι καταλλήλου ύψους και ασφαλούς κατασκευής και αντοχής.». “Αρθρον 16. Μέσα προσωπικής προστασίας. 1.  Εις  τα  πλοία  υπάρχουν,  εις  επαρκή  αριθμόν,  μέσα  δια  την προσωπικήν προστασίαν του πληρώματος,  εις  τα  οποία  περιλαμβάνονται ομματοϋάλια  ή  προσωπίδες  δια  την  προστασίαν  των οφθαλμών, κράνη, χειρόκτια, υποδήματα εξ ελαστικού, ωτοασπίδες δια την προστασίαν  εξ υψηλών  θορύβων,  αναπνευστήρες  δια  την  προστασίαν εκ κονιορτού και αναπνευστικαί συσκευαί.”. Όσον αφορά τις προβλεπόμενες κυρώσεις στο άρθρο 2 του εν λόγω Κανονισμού ορίζεται ότι “Οι  παραβάται  πλοιοκτήται, πλοίαρχοι και πλήρωμα του παρόντος Κανονισμού, ανεξαρτήτως συντρεχουσών ποινών προβλεπομένων υπό ετέρων διατάξεων, υπόκεινται εις τας κυρώσεις του άρθρου 45 του  κυρωθέντος δια του Ν.Δ. 187/1973 Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου.”.

Εξάλλου, από το άρθρο 3 παρ. 1 ως 5 του ν.551/1915, προκύπτει ότι αναγνωρίζονται πέντε διακεκριμένες περιπτώσεις αποζημίωσης, η οποία χορηγείται στον παθόντα (ή τους κληρονόμους του) από βίαιο συμβάν κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής, εργάτη ή υπάλληλο, δηλαδή λόγω: α) θανάτου του παθόντος, β) πλήρους και διαρκούς ανικανότητας προς εργασία, γ) πλήρους αλλά πρόσκαιρης ανικανότητας, δ) μερικής διαρκούς ανικανότητας και ε) μερικής αλλά πρόσκαιρης ανικανότητας. Για κάθε μία από τις παραπάνω περιπτώσεις αποζημίωσης ο νόμος αναγράφει ιδιαίτερο συνδυασμό, με βάση τον οποίο υπολογίζεται η εφάπαξ και όχι σε περιοδικές παροχές προηγούμενη αποζημίωση, χωρίς να προβλέπεται περίπτωση μικτής αποζημίωσης, αποτελούμενης δηλαδή από αποζημιώσεις διαφόρων, που δυνατόν να συντρέχουν, περιπτώσεων από αυτές που παραπάνω διακεκριμένα αναφέρονται. Σε περίπτωση πλήρους διαρκούς ανικανότητας, όταν δηλαδή ο παθών περιήλθε σε απόλυτη αδυναμία να ασκεί όχι μόνο το μέχρι τότε επάγγελμα του, αλλά και οποιοδήποτε άλλο κοινωνικά και οικονομικά ισοδύναμο, έτσι ώστε να αποφεύγεται η κοινωνική και οικονομική μετάταξη του, δικαιούται την προβλεπόμενη για την περίπτωση αυτή, νόμιμη αποζημίωση, η οποία περιλαμβάνει μισθούς έξι ετών. Κατά το άρθρο 4 παρ. 1β΄και 2 του αυτού ως άνω νόμου, για τον καθορισμό της εν λόγω αποζημιώσεως το μεν έτος λογίζεται πλήρες, ο δε μισθός, προκειμένου περί οποιουδήποτε άλλου εργάτη (πλην μαθητευόμενων και εργατών, που δεν συμπλήρωσαν το 21ο έτος της ηλικίας τους) λογίζεται ίσος με την αντιμισθία, που λήφθηκε πραγματικά απ΄αυτόν κατά τους δώδεκα μήνες πριν από το ατύχημα, είτε σε χρήματα, είτε σε είδος. Στην περίπτωση αυτή, αν ο παθών απασχολήθηκε για χρονικό διάστημα λιγότερο των δώδεκα μηνών πριν από το ατύχημα, ως βάση του υπολογισμού της αποζημιώσεως, λαμβάνεται η πραγματική αντιμισθία, την οποία έλαβε από την πρόσληψη του, αυξημένη κατά το ποσό της αντιμισθίας, την οποία κατά το χρονικό διάστημα, που απαιτείται προς συμπλήρωση του δωδεκαμήνου πριν από το ατύχημα, μπορούσε να λάβει με βάση τη μέση αντιμισθία εργατών ή υπαλλήλων της αυτής κατηγορίας κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα. Περαιτέρω, για τον υπολογισμό της αποζημίωσης σε περίπτωση πρόσκαιρης ολικής ανικανότητας προς εργασία, η οποία δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, η αποζημίωση είναι ημερήσια και ισούται με το 1/2 του μισθού, τον οποίο λάμβανε ο παθών κατά την ημέρα του ατυχήματος για όλο το διάστημα της ανικανότητας του (ΕφΠειρ 745/2008 ΕΝΔ 37, 208, ΕφΠειρ 648/2008 ΕΝΔ 36, 388, ΕφΠειρ 1/2002 αδημ., Σ.Βλαστού: Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 1994, τόμ. Β`, παρ. 951, αριθμ. γ, σελ. 1254). Εξάλλου, για τον καθορισμό της αποζημιώσεως στις ως άνω περιπτώσεις, ο υπολογισμός των μισθών γίνεται με βάση το σύνολο των καταβαλλομένων αποδοχών του παθόντος-εργαζομένου, στις  οποίες συμπεριλαμβάνονται όλα τα συμβατικά και νόμιμα επιδόματα, οι προσαυξήσεις και αποζημιώσεις λόγω παροχής υπερεργασίας και νόμιμης υπερωριακής εργασίας, τα επιδόματα εορτών, Κυριακών και άδειας, η αποζημίωση άδειας και το αντίτιμο τροφής (ΑΠ 131/2007, ΝοΒ 2007 689, ΕφΠειρ 94/2009 ΕΝΔ 2009 188).

  1. V. Από την επανεκτίμηση της ένορκης καταθέσεως της μάρτυρος του ενάγοντος και την ανωμοτί εξέταση του τρίτου εναγομένου, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του, τις υπ’αριθμ…… και ……. ένορκες βεβαιώσεις των ……. και ………, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, που λήφθηκαν με επιμέλεια του ενάγοντος, κατόπιν νομότυπης, κατ’άρθρο 671 παρ.1 εδ. δ΄ ΚΠολΔ, κλήτευσης των αντιδίκων με δήλωση που καταχωρήθηκε στα πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, είτε στην ελληνική γλώσσα, είτε σε νόμιμη μετάφραση τους στην ελληνική (άρθρο 454 ΚΠολΔ σε συνδ. με το άρθρο 36 παρ. 2 εδ. γ’ Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), μεταξύ των οποίων και η από Νοεμβρίου 2009 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος κατά την προανάκριση από το Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιά πραγματογνώμονος ………., ναυπηγού-μηχανολόγου μηχανικού, καθώς και όσα έγγραφα σε ξένη γλώσσα προσκομίζονται με επίκληση, χωρίς νόμιμη μετάφραση στην ελληνική, λαμβανόμενα υπόψη ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 1511/2009 ΝοΒ 2010.1719, ΑΠ 1627/2010 ΕλλΔνη 2011.431), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723), σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει σύμβασης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε στον Σκαραμαγκά στις 23.7.2008, μεταξύ της νομίμως εκπροσωπούμενης από την δεύτερη εναγομένη, Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο, ……….., εναγομένης εταιρείας με την επωνυμία «………» πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία ρυμουλκού πλοίου «Π.», με αριθμό νηολογίου Πειραιά ….., κόρων ολικής χωρητικότητας (κ.ο.χ.) 72,77 και του ενάγοντος, ………., απογεγραμμένου ναυτικού, ο τελευταίος ναυτολογήθηκε, με την ειδικότητα του ναύτη, στο ως άνω ρυμουλκό, αντί συμφωνηθέντων “κλειστών” μηνιαίων καθαρών αποδοχών συνολικού ποσού 1.652 ευρώ, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των διατάξεων της ισχύουσας Σ.Σ.Ε. πληρωμάτων ρυμουλκών πλοίων και υπό τους όρους αυτής, παρέχοντας τις υπηρεσίες του από 23.7.2008 μέχρι 4.5.2009, που απολύθηκε, λόγω αδείας και από 2.6.2009 μέχρι 26.6.2009, που απολύθηκε στην Ελευσίνα, λόγω «τραυματισμού-ατυχήματος», όπως αναγράφεται στο ναυτικό του φυλλάδιο, ως αιτιολογία, που έλαβε χώρα κατά τα ακόλουθα αποδειχθέντα περιστατικά. Στις 26.6.2009 στην θαλάσσια περιοχή των εγκαταστάσεων ………. Ελευσίνας το επίδικο ρυμουλκό, προκειμένου να εκτελέσει την ρυμούλκηση του δεξαμενόπλοιου «Β», με σκοπό την ασφαλή πρόσδεση του στον προβλήτα, παρέλαβε απ’αυτό τον κάβο ρυμούλκησης με προσδεδεμένο στην άκρη του το αρμίδι ή βιλάι, την θηλειά (γάσα) του οποίου (κάβου) ο ενάγων τοποθέτησε στον γάντζο, που βρίσκεται στην πρύμνη του ρυμουλκού και άρχισε η διαδικασία ρυμούλκησης. Ειδικότερα, στην ελληνική ναυτική γλώσσα αρμίδι ή βιλάι ονομάζεται το βοηθητικό λεπτό ανθεκτικό σχοινί, που χρησιμοποιείται προσδένοντας το στην άκρη των κάβων για τον χειρισμό τους στην πρόσδεση των πλοίων, καθόσον στην άκρη του βρίσκεται βαρίδι για την πρόκληση ώθησης κατά την εκτόξευση του από τον ναύτη του ρυμουλκού στον καβοδέτη του λιμανιού, ώστε να παρασυρθεί ο κάβος, που λόγω του μεγάλου βάρους και του όγκου του είναι αδύνατον να αναληφθεί και να εκτοξευτεί σε μεγάλη απόσταση. Περαιτέρω αποδείχθηκε, ότι ενόσω βρισκόταν σε εξέλιξη η ρυμούλκηση και επιχειρούνταν η προσέγγιση και πρόσδεση του ρυμουλκούμενου με την πρύμνη στον προβλήτα, τούτο δεν επιτεύχθηκε, λόγω δυνατού ανέμου που έπνεε, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει να συγκρουσθεί με έτερο αγκυροβολημένο ρυμουλκό και γι’αυτό αποφασίστηκε από τον πλοίαρχο του ρυμουλκούμενου, …., σε συνεννόηση με τον κυβερνήτη του ρυμουλκού, ……., τρίτο εναγόμενο, να ακυρωθεί η διαδικασία πρόσδεσης και να επιχειρηθεί νέα προσπάθεια. Για τον σκοπό αυτό ο πλοίαρχος του δεξαμενόπλοιου έκανε άπαρση της άγκυρας και εκκίνησε τις μηχανές πρόσω, πλην όμως ο κυβερνήτης του ρυμουλκού δεν προέβη εγκαίρως σε απελευθέρωση του κάβου ρυμούλκησης, ο οποίος, όπως προβλέπεται, απαγκιστρώνεται από τον γάντζο ρυμούλκησης του ρυμουλκού και από την γέφυρα πλοήγησης τούτου από τον κυβερνήτη του, μέσω συρματόσχοινου και λαβής, που υπάρχει δεξιά στην πρυμναία εγκάρσια φρακτή της γέφυρας (πίσω και δεξιά από την θέση πηδαλιουχίας), με αποτέλεσμα να αρχίσει να παρασύρεται το ρυμουλκό από την κίνηση του δεξαμενόπλοιου και ενώ βρισκόταν το ρυμουλκό διαγώνια της πρύμνης του δεξαμενόπλοιου, ο δε κάβος ήταν φορτισμένος (τεντωμένος), τότε προέβη ο τρίτος εναγόμενος κυβερνήτης του ρυμουλκού βίαια σε απαγκίστρωση του, παρόλο που τούτο αντενδείκνυται πριν την αποφόρτιση του, με συνέπεια την εκτίναξη τούτου προς την πρύμνη του δεξαμενόπλοιου. Επιπλέον, δεν ενημέρωσε προηγουμένως τον ενάγοντα ναύτη, που είχε τυλιγμένο στην παλάμη του δεξιού του χεριού του το βιλάι, που όπως προαναφέρθηκε είναι δεμένο πάνω στον κάβο, ευρισκόμενος σε ετοιμότητα, κατά τις μέχρι τότε εντολές του εναγομένου κυβερνήτη, για την επικείμενη εκτόξευση του στον καβοδέτη, που βρισκόταν στον προβλήτα για την πρόσδεση του ρυμουλκούμενου πλοίου, με συνέπεια αυτός από την αιφνίδια και βίαιη μετατόπιση του κάβου να εκτοξευτεί στην θάλασσα, από όπου περισυνελλέγη από τον τρίτο εναγόμενο, που βούτηξε αμέσως για να τον ανασύρει και να υποστεί ακρωτηριασμό δεύτερης έως και πέμπτης ακτίνας δεξιάς άκρας χειρός στο ύψος των κεφαλών των μετακαρπίων (δείκτου, μέσου, παραμέσου και μικρού δαχτύλου) από την τέμνουσα και εξελκυστική δύναμη του σχοινιού, το οποίο, όταν ανασύρθηκε από την θάλασσα από το πλήρωμα του δεξαμενόπλοιου, έφερε πάνω του τα ακρωτηριασμένα δάχτυλα του ενάγοντος. Επομένως, ο τραυματισμός του αυτός, όπως αποδεικνύεται, επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας του, ως ναύτη, ήτοι είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, μη αναγομένου ουδόλως σε οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος, που δεν θα υπήρχε χωρίς την εργασία και την εκτέλεση της υπό τις εκτιθέμενες περιστάσεις και συνεπώς, συνιστά ατύχημα από βίαιο συμβάν, ήτοι εργατικό ατύχημα κατά την έννοια του νόμου. Περαιτέρω, δεν αποδεικνύεται ότι είχαν παραδοθεί στον ενάγοντα τα κατάλληλα μέσα προσωπικής προστασίας του και δη χειρόκτια, αν και είχε αναλάβει υπηρεσία από καιρό και κατά την εκτέλεση της εργασίας του ήταν αναγκαία η χρησιμοποίηση τους για την εξασφάλιση της ασφάλειας του. Εν προκειμένω με τα ειδικά προστατευτικά γάντια, που είναι κατασκευασμένα από ανθεκτικά υλικά, θα είχε αποφευχθεί η άμεση επαφή του γυμνού χεριού του ενάγοντος με το σχοινί και, ως εκ τούτου, θα υφίστατο άμβλυνση της δύναμης, που ασκήθηκε στο άκρο του, ούτως ώστε να αποτραπεί ή να περιοριστεί ο τραυματισμός του. Πέραν τούτου, αποδείχθηκε ότι τα κιγκλιδώματα του ρυμουλκού είχαν το κατάλληλο ύψος και ήταν ασφαλούς κατασκευής και αντοχής, η δε πτώση του στην θάλασσα προκλήθηκε από την αιφνίδια εκτίναξη του απαγκιστρωμένου κάβου με το βιλάι, το οποίο κρατώντας το παρασύρθηκε στην φορά του και δεν οφείλεται στα ακατάλληλα κιγκλιδώματα του ρυμουλκού, όπως αβασίμως υποστηρίζει. Ο παθών διακομίστηκε άμεσα στο Γενικό Νοσοκομείο Αττικής «ΚΑΤ», όπου προσκομίστηκε και περιφερικό κολόβωμα φέρον τα τέσσερα δάχτυλα καθώς και τις κεφαλές του 2ου έως και 5ου μετακαρπίου, το σύνολο των μαλακών μορίων περιφερικά της άπω χειρομαντικής γραμμής και τα εξελκυσμένα τενόντια κολοβώματα των εκτεινόντων και των καμπτήρων, πλην όμως η επανασυγκόλληση κρίθηκε ανέφικτη, λόγω της φύσεως της κάκωσης. Νοσηλεύτηκε μέχρι τις 2.7.2009 και υπεβλήθη σε χειρουργική επέμβαση με επιμελή χειρουργικό καθαρισμό των νεκρωτικών ιστών και των τενόντιων κολοβωμάτων και πραγματοποιήθηκε βράχυνση του 2ου έως και 5ου μετακαρπίου. Λόγω δερματικού ελλείμματος η κάλυψη των μετακαρπίων απαίτησε κινητοποίηση αυτοχθόνων μυϊκών κρημνών και τοπικών στροφικών κρημνών, ενώ ελήφθη και τοποθετήθηκε δερματικό μόσχευμα μερικού πάχους από το άνω τριτημόριο του αντιβραχίου. Όταν εξήλθε από το νοσοκομείο του εδόθη φαρμακευτική αγωγή και αναρρωτική άδεια τριών μηνών, ενώ του συνεστήθη μετεγχειρητική παρακολούθηση, η οποία προβλέφθηκε μακρά και τοποθέτηση διακοσμητικής παλάμης σιλικόνης με ακρυλικά νύχια. Περαιτέρω, εξεταζόμενος στις 6.10.2009 στα τακτικά εξωτερικά ιατρεία του Νοσοκομείου «ΣΩΤΗΡΙΑ» στο Ψυχιατρικό τμήμα, βρέθηκε ότι πάσχει από διαταραχή προσαρμογής με αγχώδες καταθλιπτικό συναίσθημα, ως απότοκο του εν λόγω εργατικού ατυχήματος.

Ενόψει των ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι η πρόκληση του εν λόγω ατυχήματος, που έχει σαν συνέπεια τον προαναφερόμενο σοβαρό ακρωτηριαστικό τραυματισμό του ενάγοντος, οφείλεται σε υπαιτιότητα του προστηθέντος της πλοιοκτήτριας εναγομένης εταιρείας και εργοδότριας του ενάγοντος, εναγομένου κυβερνήτη του ρυμουλκού, ο οποίος αν και ήταν ιδιαίτερα νομικά υπόχρεος για την τήρηση των κανόνων ασφαλείας και υγιεινής των εργαζομένων του επίδικου ρυμουλκού «Π.» κατά τον κρίσιμο χρόνο, δεν επέδειξε την απαιτούμενη από τις περιστάσεις προσοχή και επιμέλεια, που όφειλε και μπορούσε να καταβάλλει εκτελώντας πλημμελώς τα καθήκοντα του και παρέλειψε να χορηγήσει στον ενάγοντα τον αναγκαίο προστατευτικό εξοπλισμό για την ασφαλή εκτέλεση της ανατιθεμένης σ’αυτόν εργασίας του ναύτη του ρυμουλκού και συγκεκριμένα τα προβλεπόμενα προστατευτικά γάντια. Συνάμα, κατά τον χειρισμό απαγκίστρωσης του κάβου από τον γάντζο ρυμούλκησης,  δεν βεβαιώθηκε ότι μπορεί να πράξει τούτο με ασφάλεια και ότι δεν υπάρχουν άτομα εκτιθέμενα στην επικίνδυνη ζώνη, ούτως ώστε να μη δημιουργήσει κινδύνους για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων στο ρυμουλκό και συγκεκριμένα στον ενάγοντα ναύτη, που ήταν επιφορτισμένος με την ρίψη του βιλάι στον καβοδέτη του λιμανιού για την πρόσδεση του ρυμουλκούμενου δεξαμενόπλοιου, το οποίο κρατούσε τυλιγμένο σε μορφή λάσο στην παλάμη του δεξιού του χεριού όντας σε ετοιμότητα, χωρίς να έχει ενημερωθεί από τον κυβερνήτη για την ακύρωση της επιχείρησης πρόσδεσης και την εκ μέρους του απαγκίστρωση του φορτισμένου κάβου, ούτως ώστε ο εκτιθέμενος εργαζόμενος ενάγων να έχει το χρόνο και την δυνατότητα να αφήσει από το χέρι του το βιλάι και να απομακρυνθεί από την επικίνδυνη θέση, που βρισκόταν και έτσι να δυνηθεί να αποφύγει τους κινδύνους, που δημιούργησε η εκκίνηση λειτουργίας του μηχανισμού απαγκίστρωσης του κάβου από την γέφυρα πλοήγησης και μάλιστα ενώ αυτός ήταν τεντωμένος, γεγονός που δημιούργησε πρόσθετο κίνδυνο από την σημαντική πίεση και ενέργεια, που αναπτύχθηκε με την εκτίναξη του, συνεπεία της άκαιρης απαγκίστρωσης του, επιπλέον δε ο προστηθείς εναγόμενος κυβερνήτης παρέλειψε, ως όφειλε, να εφιστήσει την προσοχή του εργαζομένου ενάγοντος στην επικινδυνότητα του επίμαχου εξοπλισμού εργασίας και εν γένει να ενημερώσει τον ενάγοντα χειριστή για τις ειδικότερες συνθήκες, τις προβλεπτέες επικίνδυνες καταστάσεις και τα συμπεράσματα που είχαν συναχθεί, από την πείρα που είχε αποκτηθεί κατά τη χρήση του εξοπλισμού εργασίας, που άμεσα τον αφορούσε, κατά παράβαση των οικείων ειδικών κανόνων για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων, που προβλέπονται στις διατάξεις των άρθρων 3, 4, 6 Π.Δ.395/1994 και 16 Π.Δ.1349/1981, με αποτέλεσμα να επισυμβεί στον ενάγοντα το περιγραφόμενο ατύχημα και να προκληθεί ο σοβαρός τραυματισμός του, που συνδέεται αιτιωδώς με τη μη τήρηση τους. Όσον αφορά τις υπόλοιπες διατάξεις που επικαλείται σχετικώς ο ενάγων, για τα καθήκοντα και την εν γένει ευθύνη του πλοιάρχου, επειδή αυτές, ενόψει των ρηθέντων στην μείζονα σκέψη, δεν προβλέπουν ειδικώς όρους ασφαλείας για τους απασχολούμενους στο πλοίο, κατά την έννοια του άρθρου 16 του Ν.551/1915, ήτοι δεν προσδιορίζουν συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους προς επίτευξη της ασφαλείας του πληρώματος, αλυσιτελώς επιχειρείται να θεμελιωθεί σ’αυτές η απαίτηση του για αποζημίωση κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις του Αστικού Κώδικα, απορριπτομένων των αντιθέτων ισχυρισμών του, που διαλαμβάνονται στο αγωγικό δικόγραφο και την έφεση του, ως αβασίμων.

Ενόψει των προαναφερθέντων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ότι δεν θεμελιώνεται η αξίωση του ενάγοντος για πλήρη αποζημίωση, εξαιτίας του ένδικου ατυχήματος, με την αιτιολογία ότι δεν συντρέχει παράβαση νόμου, διατάγματος ή κανονισμού για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και ακολούθως απέρριψε την κύρια βάση της αγωγής και δεν εξέτασε τα στηριζόμενα σ’αυτήν κονδύλια, έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, δεκτού γενομένου εν μέρει του πρώτου λόγου της έφεσης του ενάγοντος, ως ουσιαστικά βασίμου και συνεπώς, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά το κεφάλαιο της περί απόρριψης κατ’ουσίαν της αγωγής, ως προς την αξίωση του ενάγοντος για πλήρη αποζημίωση και να κρατηθεί η υπόθεση προς ουσιαστική εξέταση της αγωγής, κατά το μέρος αυτό, από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι συμφωνηθείσες μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος ανέρχονταν καθαρά στο ποσό των 1.652 ευρώ, υπολογισμένες βάσει της ισχύουσας Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων Ρυμουλκού πλοίου. Εξαιτίας του ένδικου ατυχήματος, ο ενάγων έχει καταστεί δια βίου ανίκανος προς άσκηση του ναυτικού επαγγέλματος, σύμφωνα με την υπ’αριθμ…….. γνωμάτευση της Ανώτατης Ναυτικού Υγειονομικής Επιτροπής του Πολεμικού Ναυτικού, αλλά και κάθε άλλου κοινωνικά ισοδυνάμου, λόγω του ακρωτηριασμού, που υπέστη και της αγχώδους καταθλιπτικής συνδρομής, συνεπεία του εν λόγω ατυχήματος, χωρίς τούτο να αναιρείται από κανένα αποδεικτικό μέσο. Κατά συνέπεια, θεμελιώνεται απώλεια μελλοντικών εισοδημάτων, λόγω της μη δυνατότητας άσκησης του ανωτέρω επαγγέλματος του, που σφόδρα πιθανά, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, θα εξακολουθούσε να ασκεί και στο μέλλον, αν δεν μεσολαβούσε η ανωτέρω σωματική του βλάβη και μέχρι την ημέρα συμπλήρωσης του 52ου έτους της ηλικίας του, που θα έπαυε η σχετική απασχόληση του, λόγω συνταξιοδοτήσεως, δεδομένου ότι από 1-1-2013 αυξήθηκε το ελάχιστο όριο ηλικίας των ασφαλισμένων στο ΝΑΤ από το 50ο στο 52ο έτος και από την ίδια ημερομηνία ο ελάχιστος απαιτούμενος για τη συνταξιοδότηση από το ΝΑΤ αριθμός 70, που προκύπτει ως άθροισμα των ετών συνθετικής ναυτικής υπηρεσίας και των ετών της ηλικίας του ασφαλισμένου, διαμορφώνεται στον αριθμό 72. Επομένως, λαμβανομένου υπόψη ότι η ναυτική υπηρεσία του ναυτικού δεν πρέπει να είναι λιγότερη από 15 έτη και ο ενάγων, γεννηθείς στις 18-11-1969, είχε ήδη συμπληρώσει κατά τον χρόνο του ατυχήματος συνολική θαλάσσια υπηρεσία πάνω από 20 έτη, θα απαιτούνταν 12,41 έτη για να αποκτήσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα (18-11-2021) και επομένως, τα διαφυγόντα μελλοντικά εισοδήματα από την εργασία του, εξαιτίας του ατυχήματος, με διάρκεια ναυτολόγησης κατά μέσο όρο οκτώ μήνες έκαστο έτος και όχι 12 μηνών, όπως καθ’ υπερβολήν ισχυρίζεται, ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 164.010,56  ευρώ (1.652 € Χ 8 μήνες = 13.216 ευρώ ετησίως Χ 12,41 έτη ), απορριπτομένου του κρινομένου κονδυλίου κατά το υπερβάλλον, ως αβασίμου. Σημειωτέον, ότι ο ενάγων δεν θα μπορούσε να εξακολουθήσει την άσκηση του ως άνω επαγγέλματος μέχρι το 65ο έτος της ηλικίας του, όπως αβάσιμα αυτός ισχυρίζεται, γιατί οι συνθήκες εργασίας των ναυτικών δεν επιτρέπουν την εξακολούθηση της σχετικής απασχόλησης συνήθως πέραν του 55ου έτους, κατ’ανάγκην, σύμφωνα και με τις ανωτέρω νομοθετικές μεταρρυθμίσεις στα όρια συνταξιοδότησης και γι’αυτό επιχειρείται από τους ναυτικούς να συμπληρώσουν μείζονα έτη ναυτικής υπηρεσίας, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, ώστε να λάβουν σύνταξη στο 52ο έτος, παρά να αναγκάζονται να εργάζονται και μετά απ’αυτήν την ηλικία. Την ως άνω αποζημίωση για το μέλλον, πρέπει να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούνται εις ολόκληρον οι εναγόμενοι να του καταβάλουν εφάπαξ, διότι συντρέχει σπουδαίος λόγος, αφού, εξαιτίας της εκτιθέμενης κατάστασης της υγείας του, ένεκα της μόνιμης αναπηρίας του, είναι αναγκαία για τη διαβίωση του, σε συνδυασμό με το ότι έχει παρέλθει σημαντικό χρονικό διάστημα από τον χρόνο του ατυχήματος και την εντεύθεν αποναυτολόγηση του και την συνακόλουθη απώλεια των προσδοκώμενων εισοδημάτων από την εργασία του, χωρίς να του έχει καταβληθεί, πέραν από τα νοσήλεια, κανένα ποσό, ως αποζημίωση.            Περαιτέρω, όπως διαβεβαιώνει ο θεράπων ιατρός του στο «ΚΑΤ», ο ενάγων χρήζει τοποθέτησης διακοσμητικής παλάμης σιλικόνης με ακρυλικά νύχια, το κόστος της οποίας ανέρχεται, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α., στο ποσό των 7.085 ευρώ, απορριπτομένου του υπόλοιπου αιτούμενου ποσού για αγορά 15 τέτοιων προθεμάτων προς αντικατάσταση κάθε 3 έτη, ως αβασίμου, εφόσον αυτό προϋποθέτει ιατρική γνωμάτευση και ως εκ τούτου, προς το παρόν, η επικαλούμενη μελλοντική ζημία του, κατά το υπερβάλλον ποσό, παρίσταται υποθετική και αόριστη και γι’αυτό κρίνεται απορριπτέα ένεκα αοριστίας.            Πέραν τούτων, η αναπηρία που προκλήθηκε στον ενάγοντα από το ένδικο ατύχημα, έχει καθοριστική δυσμενή επίδραση στην επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική ανέλιξη του, που μέχρι την επέλευση του ήταν απόλυτα υγιής και απολάμβανε το έννομο αγαθό της υγείας και το δικαίωμα στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του στο εργασιακό, κοινωνικό και οικογενειακό περιβάλλον. Κατά συνέπεια, λόγω του αποκλεισμού, που πλέον βιώνει από κάθε επαγγελματική δραστηριότητα, αλλά και του σοβαρού περιορισμού από κάθε κοινωνική δραστηριότητα, συνεπεία της αναπηρίας του, πρέπει να επιδικασθεί σ’αυτόν, ως αυτοτελή χρηματική παροχή, κατ’άρθρο 931 ΑΚ, το ποσό των 60.000 ευρώ, το οποίο κρίνεται, στην προκειμένη περίπτωση, εύλογο και δεν καλύπτεται από την αποζημίωση των διατάξεων των άρθρων 929 και 932 ΑΚ, ενόψει του είδους και της έκτασης της αναπηρίας του, της εν γένει κατάστασης του εξαιτίας αυτής, της ηλικίας του, συνεκτιμωμένης και της αποκλειστικής υπαιτιότητας του προστηθέντος της εναγομένης εργοδότριας εταιρείας στην πρόκληση της. Επιπλέον, από την εκτιθέμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά του προστηθέντος από την πρώτη εναγομένη, κυβερνήτη του ρυμουλκού πλοίου της, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων, που του είχαν ανατεθεί, η οποία συνδέεται αιτιωδώς με το ατύχημα, που υπέστη ο ενάγων κατά την εκτέλεση της εργασίας του, αυτός υπέστη ηθική βλάβη, λόγω της έντονης στενοχώριας που έχει δοκιμάσει και της ταλαιπωρίας στην οποία έχει υποβληθεί, συνεπεία της σοβαρής βλάβης της υγείας του, που έχει μόνιμο χαρακτήρα και εντεύθεν της δυσμενούς εξέλιξης της επαγγελματικής, κοινωνικής και προσωπικής του ζωής, εφόσον εξ αυτού του λόγου κατέστη ανάπηρος και συνακόλουθα πλήρως και διαρκώς ανίκανος προς άσκηση του ναυτικού επαγγέλματος και κάθε κοινωνικά και οικονομικά ισοδυνάμου, με όλες τις δυσμενείς συνέπειες στην συζυγική, εν γένει οικογενειακή και κοινωνική ζωή του. Επομένως, δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης, η οποία, ενόψει της αδικοπραξίας, που έχει διαπραχθεί σε βάρος του και των συνθηκών τέλεσης της, της αποκλειστικής υπαιτιότητας του προαναφερθέντος υπαιτίου προσώπου, του είδους, της έκτασης και της σοβαρότητας της σωματικής βλάβης του ενάγοντος, της αναπηρίας, που του προκάλεσε και της μετέπειτα κατάστασης του εξαιτίας αυτής, καθώς και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων μερών, πρέπει να καθορισθεί στο ποσό των 50.000 ευρώ, που κρίνεται εύλογο στην συγκεκριμένη περίπτωση. Παρέλκει δε η εξέταση του δεύτερου λόγου της έφεσης, που αφορά την νομιμότητα του αιτήματος χρηματικής ικανοποίησης κατά την επικουρική βάση της αγωγής, καθώς επίσης και οι αποδιδόμενες με τον τρίτο λόγο έφεσης πλημμέλειες στην εκκαλουμένη κατά τον προσδιορισμό της προβλεπομένης στο άρθρο 3 περ.1 του ν.551/1915 αποζημίωσης.

  1. VI. Κατ’ακολουθίαν, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, ως ουσιαστικά βάσιμη, η έφεση του ενάγοντος αναφορικά με τον πρώτο λόγο της και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς όλα τα κεφάλαια της, για την ενότητα της εκτέλεσης (ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26 642, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48 1507, Σ. Σαμουήλ «Η έφεση» εκδ. Ε’ σελ. 430-431 παρ. 1143), αφού δε η εν λόγω υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν στο Δικαστήριο αυτό, πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να απορριφθεί, ως προς την δεύτερη εναγομένη-εφεσίβλητη νόμιμη εκπρόσωπο, που δεν βαρύνεται με πταίσμα και να γίνει εν μέρει δεκτή, κατά την κύρια βάση της, ως και ουσιαστικώς βάσιμη, ως προς τους λοιπούς και να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούνται η πρώτη και ο τρίτος εναγόμενοι-εφεσίβλητοι εις ολόκληρον να καταβάλουν στον ενάγοντα-εκκαλούντα συνολικά το ποσό των 281.095,56 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, απορριπτομένου του αιτήματος απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος των εναγομένων φυσικών προσώπων, ως αβασίμου, λόγω του αναγνωριστικού χαρακτήρα της απόφασης, που δεν αποτελεί εκτελεστό τίτλο, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 § 1 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος, κατόπιν σχετικού αιτήματος του (άρθρο 191 § 2 ΚΠολΔ), σε βάρος της πρώτης και του τρίτου των εναγομένων – εφεσιβλήτων, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την ένδικη έφεση.

Δέχεται αυτήν τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσίαν.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ.2885/2014 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει την από 8.6.2012 αγωγή.

Απορρίπτει την αγωγή, ως προς την δεύτερη εναγομένη-εφεσίβλητη, ………….

Δέχεται αυτήν εν μέρει, ως προς την πρώτη και τον τρίτο εναγομένους-εφεσιβλήτους.

Αναγνωρίζει ότι υποχρεούνται η πρώτη εναγομένη εταιρεία και ο τρίτος εναγόμενος – εφεσίβλητοι εις ολόκληρον να καταβάλουν στον ενάγοντα – εκκαλούντα το ποσό των διακοσίων ογδόντα μίας χιλιάδων ενενήντα πέντε και πενήντα έξι λεπτών (281.095,56) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής.

Επιβάλλει στην πρώτη και τον τρίτο εναγομένους – εφεσιβλήτους μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των οκτώ χιλιάδων (8.000) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, στις 30 Οκτωβρίου 2018.

  Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ