Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 652/2018

Αριθμός 652/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη  και Γεώργιο Βερούση, Εφέτη-Εισηγητή,   και από τη Γραμματέα  Γ.  Λ. .

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 524 παρ. 1, 2 και 3 ΚΠολΔικ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 παρ. 1 του Ν.3994/2011 και εφαρμόζεται και επί των εκκρεμών κατά την έναρξη ισχύος του (2-5-2011) εκκρεμών δικών (άρθρο 72 παρ. 4 εδ. β και 2), στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 227, 233 έως 269, 270 παρ. 2, 4, 5 εδ. α, β, 6 και 271 έως 312. Η προφορική συζήτηση, κατά τις διατάξεις του άρθρου 270 είναι υποχρεωτική μόνο στην περίπτωση του άρθρου 528, στην οποία και εφαρμόζονται όλες οι διατάξεις του άρθρου 270. Σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος εφαρμόζονται ως προς την έφεση οι διατάξεις για την ερημοδικία του ενάγοντος του άρθρου 272 παρ. 1 και 2 του ίδιου κώδικα, κατά τις οποίες η έφεση απορρίπτεται, αν ο εκκαλών, είτε δεν εμφανίζεται κατά τη συζήτηση που επισπεύδει ο ίδιος ή ο εφεσίβλητος, είτε εμφανίζεται και δεν λαμβάνει μέρος στη συζήτηση κανονικά (δεν παρίσταται προσηκόντως). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων 524 παρ. 2 εδ β, που ορίζει ότι “εφόσον η δίκη στον πρώτο βαθμό διεξήχθη αντιμωλία των διαδίκων, η κατάθεση των προτάσεων γίνεται έως την έναρξη της συζήτησης και η κατάθεση της προσθήκης σε αυτές έως τη δωδέκατη ώρα της τρίτης εργάσιμης ημέρας μετά τη συζήτηση” και 237 παρ. 1 και 3 όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 23 του Ν.3994/2011 “ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου πρέπει να καταθέσουν το αργότερο είκοσι ημέρες πριν από τη δικάσιμο προτάσεις, επί των οποίων ο γραμματέας σημειώνει τη χρονολογία κατάθεσης. Εκπρόθεσμες προτάσεις δεν λαμβάνονται υπόψη … Οι αμοιβαίες αντικρούσεις γίνονται με προσθήκη στις προτάσεις, η οποία κατατίθεται το αργότερο δεκαπέντε ημέρες πριν από τη δικάσιμο …”, προκύπτει ότι, αν η συζήτηση σε υπόθεση της τακτικής διαδικασίας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε διεξαχθεί κατ’ αντιμωλία, οι προτάσεις στο Εφετείο κατατίθενται το αργότερο στο ακροατήριο έως την έναρξη της συζήτησης και η κατάθεση της προσθήκης σε αυτές έως τη δωδέκατη ώρα της τρίτης εργάσιμης ημέρας μετά τη συζήτηση. Αν, όμως, η συζήτηση στο πρωτοβάθμιο είχε διεξαχθεί ερήμην κάποιου από τους διαδίκους, δηλαδή του ενάγοντος ή του εναγομένου και επί ομοδικίας, όλων ή κάποιων από τους ομοδίκους, όλοι οι διάδικοι οφείλουν, στο Εφετείο, να καταθέσουν προτάσεις στις προθεσμίες του άρθρου 237, δηλαδή 20 ημέρες πριν από τη δικάσιμο, οι δε προσθήκες και αντικρούσεις γίνονται 15 ημέρες πριν από τη δικάσιμο (ΑΠ 94/2015).

Στην προκειμένη περίπτωση η κρινόμενη από 16-5-2016 (γεν. αριθ. καταθ. ……., ειδ. αριθ. καταθ. ……….) έφεση του ενάγοντος της από 9-11-2011 (αριθ. εκθ. καταθ. ………) αγωγής ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά της με αριθμό 3008/2014 οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου, το οποίο δίκασε ερήμην του δευτέρου εναγομένου και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων την προαναφερόμενη αγωγή κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα στις 31-5-2016, καθόσον από τα έγγραφα που περιέχονται στη δικογραφία δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης και από τη δημοσίευσή της δεν έχει παρέλθει τριετία. Επιπλέον, έχουν κατατεθεί τα οριζόμενα παράβολα σύμφωνα με επισημείωση του γραμματέα του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου επί του εφετηρίου. Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων της με την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ.). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις επισημειώσεις του γραμματέα αυτού του Δικαστηρίου επί των προτάσεων των διαδίκων που περιέχονται στη δικογραφία, ο εκκαλών-ενάγων κατέθεσε τις προτάσεις του στις 16-12-2016, ενώ οι εφεσίβλητοι εναγόμενοι κατέθεσαν τις προτάσεις τους στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου στις 19-9-2017, ήτοι δύο ημέρες πριν τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Συνεπώς, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην μείζονα σκέψη πρέπει να δικαστούν ερήμην, δεδομένου ότι πρόκειται για έφεση κατ’ απόφασης πολυμελούς πρωτοδικείου, κατά την τακτική διαδικασία, που εκδόθηκε ερήμην του δεύτερου από τους εναγόμενους και ήδη εφεσίβλητους. Επομένως, οι εφεσίβλητοι, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, δεν έλαβαν μέρος κανονικά στη συζήτηση, θεωρούμενοι δικονομικά απόντες και δικάζονται ερήμην, πλην όπως η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρο 524 παρ. 4 του Κ.Πολ.Δ), δεδομένου ότι από τις με  αριθμούς …….. και ……… εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της κρινόμενης έφεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 12-1-2017, κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στους εφεσιβλήτους (άρθρα 122 επ. , 126 παρ.1, 127, 129 , 139 επ., 226 παρ, 4 του Κ.Πολ.Δ) .

Από τις διατάξεις των άρθρων 393 παρ. 1 και 394 παρ. 1 περ. β’ του ΚΠολΔ προκύπτει ότι επιτρέπεται το εμμάρτυρο μέσο προς απόδειξη σύμβασης δανείου, η αξία του αντικειμένου της οποίας υπερβαίνει το από το ως άνω άρθρο 393 παρ. 1 οριζόμενο ποσό, σε κάθε περίπτωση που υπάρχει ηθική αδυναμία για την απόκτηση αποδεικτικού εγγράφου. Η απόδειξη για το γεγονός, από το οποίο μπορεί να προκύψει ηθική αδυναμία, το οποίο (γεγονός) επικαλείται ο υπόχρεως σε απόδειξη, εφόσον αμφισβητηθεί, γίνεται και με μάρτυρες (ΑΠ 2/2015 ΝοΒ 2015.2254).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 9-11-2011 (αριθ. εκθ. καταθ. …….) αγωγή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ο ενάγων ισχυρίστηκε ότι δυνάμει σύμβασης ατόκου δανείου, που συνήψε με τους εναγομένους στις 10-1-2009, μεταβίβασε σ΄αυτούς το χρηματικό ποσό των 500.000 ευρώ, ενώ οι εναγόμενοι ανέλαβαν την υποχρέωση, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον ο καθένας, να αποδώσουν το παραπάνω χρηματικό ποσό σε πέντε μηνιαίες δόσεις κατά τα ειδικότερα αναγραφόμενα στο δικόγραφο της αγωγής. Ότι οι τελευταίοι ουδέποτε του κατέβαλαν οποιοδήποτε χρηματικό ποσό κατά τις συμφωνηθείσες ημεροχρονολογίες εξόφλησής του και, παρά τις οχλήσεις του, αρνούνται την απόδοσή του (του δανείου). Ζητούσε δε με την παραπάνω αγωγή του να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν εις ολόκληρο ο καθένας το παραπάνω ποσό με το νόμιμο τόκο από τον χρόνο που κάθε μερικότερη εξόφληση είχε συμφωνηθεί, επικουρικά από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση  και επικουρικά κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή νόμιμη κατά τη κύρια βάση της, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως προς το δεύτερο εναγόμενο λόγω της ερημοδικίας του και του τεκμηρίου ομολογίας του και τον υποχρέωσε να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 250.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τον χρόνο που κάθε επιμέρους ποσό των 50.000 κατέστη απαιτητό, επέβαλε σε βάρος του τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, τα οποία όρισε στο ποσό των 8.500 ευρώ, ενώ απέρριψε την αγωγή ως προς τον πρώτο εναγόμενο και επέβαλε σε βάρος του  ενάγοντα τα δικαστικά έξοδα αυτού (πρώτου εναγόμενου), τα οποία όρισε στο ποσό των 5.000 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτή παραπονείται με την κρινόμενη έφεση ο ενάγων – εκκαλών για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και να γίνει δεκτή η  αγωγή  του στο σύνολό της καθώς και να καταδικαστούν οι εφεσίβλητοι στην  καταβολή της  δικαστικής του δαπάνης.

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που ο εκκαλών επαναπροσκομίζει είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, συμπεριλαμβανομένων μεταξύ αυτών και τις κατατεθείσες από τον πρώτο εφεσίβλητο προτάσεις του ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Όπως αποδέχεται ο πρώτος των εφεσιβλήτων με τις προτάσεις του ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, γνώρισε τον εκκαλούντα μέσω κοινού γνωστού του προσώπου και έκτοτε απέκτησε την εμπιστοσύνη του. Εξαιτίας της παραπάνω γνωριμίας τους και της εμπιστοσύνης της οποίας αναπτύχθηκε ο εκκαλών δέχθηκε να προσφέρει ως δάνειο προς τους εφεσίβλητους, οι οποίοι, κατά την κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης,  είχαν συγγενική σχέση και εκμεταλλεύονταν κατάστημα (βλ. υπ. αριθμ. 82 σελ. των ταυτάριθμων με την εκκαλουμένη πρακτικών δημόσιας συνεδρίασης του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου). Όπως προκύπτει από την κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης, το ποσό των 500.000 ευρώ καταβλήθηκε σε μετρητά στον πρώτο εφεσίβλητο στις 10-1-2009 ως άτοκο δάνειο. Ο μάρτυρας απόδειξης ήταν παρών κατά την καταβολή του προαναφερόμενου ποσού, η οποία έγινε στο λιμάνι του Πειραιά, ενώ το παραπάνω γεγονός δεν αναιρείται από την κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης. Ενόψει δε και της σχέσης εμπιστοσύνης που υπήρχε μεταξύ των διαδίκων και της εμπορικής ιδιότητάς τους, δεν καταρτίσθηκε έγγραφο, που να καταγράφει την προαναφερόμενη συναλλαγή και συνεπώς, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, υπήρχε ηθική αδυναμία κτήσεως εγγράφου. Επιπλέον, ο εκκαλών με αίτησή του προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά, επικαλούμενος την απαίτησή του προς αμφότερους τους εφεσίβλητους, ζήτησε την εγγραφή προσημείωσης υποθήκης σε ακίνητό τους  για το ποσό των 500.000 ευρώ. Όπως δε προκύπτει από την με αριθμό 272/2009 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δίκασε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, οι εφεσίβλητοι παραστάθηκαν αυτοπροσώπως ενώπιον του Δικαστηρίου και συνομολόγησαν τόσο την απαίτηση όσο και τον κίνδυνο ικανοποίησης της ως άνω απαίτησης του εκκαλούντος, η αίτηση δε  για εγγραφή προσημείωσης έγινε δεκτή. Επιπλέον, ο ισχυρισμός του πρώτου των εφεσιβλήτων, που προβλήθηκε με τις προτάσεις του ενώπιον του Πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ότι το ποσό των 500.000 ευρώ αφορούσε χρήματα, τα οποία ο εκκαλών  θα στοιχημάτιζε σε παράνομη στοιχηματική εταιρεία για λογαριασμό του (του πρώτου εφεσιβλήτου) αποδεικνύει την ομολογία του για τη σύναψη δανείου με αντιφώνηση  της νομής (άρθρο 977 του ΑΚ ), πλην όμως, δεν  αποδεικνύεται από κανένα αποδεικτικό μέσο η χρήση του δανεισθέντος ποσού σε παράνομο στοίχημα, ώστε αυτό να καθίσταται άκυρο. Επίσης, από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η συμφωνία των διαδίκων περί τμηματικής απόδοσης του δανείου στις αναφερόμενες στην αγωγή ημεροχρονολογίες, ενώ δεν αποδείχθηκε συμφωνία  αυτών περί παθητικής ενοχής εις ολόκληρον των εναγομένων. Ενόψει των παραπάνω αποδειχθέντων  οι εφεσίβλητοι οφείλουν να καταβάλουν  κατά το ήμισυ ο καθένας στον εκκαλούντα το συνολικό ποσό των  500.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την  επόμενη της συμφωνημένης ημερομηνίας επιστροφής κάθε δόσης ποσού 100.000  ευρώ (50.000 ευρώ ο κάθε εναγόμενος, δηλαδή την επομένη των 1-2-2011, 1-3-2011, 1-4-2011, 1-5-2011 και 1-6-2011 αντίστοιχα. Έτσι  το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το  οποίο με την  εκκαλουμένη απόφασή  του έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως κατ΄ουσίαν βάσιμη ως προς τον δεύτερο των εφεσιβλήτων  και απέρριψε την  αγωγή ως προς τον πρώτο των  εφεσιβλήτων, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων. Πρέπει συνεπώς, αφού γίνει δεκτή η έφεση ως κατ΄ουσίαν βάσιμη, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και, αφού  κρατηθεί και δικαστεί από το Δικαστήριο αυτό, να γίνει δεκτή εν μέρει η αγωγή ως  κατ΄ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εφεσίβλητοι να καταβάλουν στον εκκαλούντα, το ποσό των  500.000 ευρώ κατά το ήμισυ ο καθένας, με το νόμιμο τόκο, όπως προεκτέθηκε. Επίσης, τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εφεσιβλήτων λόγω της  ήττας τους (άρθρο 176 και 183 του Κ.Πολ.Δ.) και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας καθώς και να διαταχθεί η επιστροφή των  κατατεθέντων από τον εκκαλούντα παραβόλων κατά την κατάθεση της έφεσής του  (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ του Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην των εφεσιβλήτων την από 16-5-2016 (γεν. αριθ. καταθ. ….. , ειδ. αριθ. καταθ. …….) έφεση του ενάγοντος της από 9-11-2011 (αριθ. εκθ. καταθ. ………) αγωγής ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά της με αριθμό 3008/2014 οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου

Δέχεται τυπικά και  κατ’ουσίαν την έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη με αριθμό 3008/2014 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει κατ’ουσίαν επί της από 9-11-2011 (αριθ. εκθ. καταθ. ………) αγωγής.

Δέχεται  μερικώς  την αγωγή.

Υποχρεώνει τους εναγομένους να καταβάλουν στον ενάγοντα ο καθένας το ποσό των διακοσίων πενήντα χιλιάδων (250.000) ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της συμφωνημένης ημερομηνίας επιστροφής κάθε δόσης, ποσού 50.000 ευρώ ο κάθε εναγόμενος, δηλαδή από την επομένη των 01/02/2011, 01/03/2011, 01/04/2011,   01/05/2011 και 01/06/2011 αντίστοιχα.

Επιβάλλει σε βάρος των εφεσιβλήτων τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των  είκοσι πέντε χιλιάδων (25.000) ευρώ.

Διατάσσει την επιστροφή των κατατεθέντων από τον εκκαλούντα παραβόλων κατά την άσκηση της έφεσής  του.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 20 Σεπτεμβρίου       2018.  

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

Δημοσιεύθηκε  δε σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στις 26 Οκτωβρίου 2018, με άλλη σύνθεση, λόγω  μεταθέσεως και αναχωρήσεως του Εφέτη Γεωργίου Βερούση, αποτελούμενη από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου Πρόεδρο Εφετών, Αικατερίνη Κοκόλη και Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτες και με Γραμματέα τη  Γ. Λ..  χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ