Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 49/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης  49/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου, και από τη Γραμματέα Δ.Π..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις …………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας ενάγουσας: ανώνυμης εταιρείας ………….., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σωτήριο Μπούρο με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Της εφεσίβλητης εναγομένης:   ναυτιλιακής εταιρείας …………… η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Γεωργόπουλο με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Η ενάγουσα ανώνυμη εταιρεία ζήτησε να γίνει δεκτή η από 23.9.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../29.9.2015) αγωγή της, την οποία άσκησε ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Επί της προαναφερθείσας αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ.1279/2019 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή απορρίφθηκε εν όλω για τους σ’αυτήν ειδικότερα αναφερόμενους λόγους.

Η εν όλω ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό ενάγουσα εταιρεία με την ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου από 18.7.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………/19.7.2019 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και ……../19.7.2019 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή της, η οποία αρχικά προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 19ης.3.2020, κατά την οποία η συζήτησή της ματαιώθηκε εξαιτίας της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19 για το χρονικό διάστημα από 13.3.2020 έως 31.5.2020, προσβάλλει την ανωτέρω πρωτόδικη απόφαση.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, που προσδιορίσθηκε αυτεπαγγέλτως με την υπ’αριθμ. 50/2020 Πράξη της ορισθείσας από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή Μαρία Κωττάκη, Εφέτη του ιδίου Δικαστηρίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 74 παρ.2 του ν.4690/2020,  σε συνδυασμό με την υπ’αριθμ. 37/2020 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, κατόπιν της ματαίωσης της συζήτησής της κατά την αρχικά προσδιορισθείσα δικάσιμο, για τη δικάσιμο της 9ης.7.2020, κατά την οποία η εκδίκασή της αναβλήθηκε για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης και εγγράφηκε στο πινάκιο, και την εκφώνησή της με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν εμφανίσθηκαν, αλλά παραστάθηκαν με δηλώσεις τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ, και προκατέθεσαν τις προτάσεις τους, με τις οποίες και ζήτησαν να γίνουν δεκτά τα ειδικότερα σ’αυτές αναφερόμενα.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

H κρινόμενη έφεση της εν όλω ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό ενάγουσας, ανώνυμης εταιρίας εμπορίας πετρελαιοειδών προϊόντων, εδρεύουσας στον Πειραιά Αττικής, κατά της υπ’αριθμ.1279/2019 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων της πρωτοβάθμιας δίκης, κατά την τακτική διαδικασία, επί της ασκηθείσας κατά της εφεσίβλητης, εταιρείας εδρεύουσας στη Μονρόβια της Λιβερίας, από 23.9.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……/29.9.2015) αγωγής της ανωτέρω εκκαλούσας, διώκουσας την αναγνώριση της υποχρέωσης της εναγομένης, με την ιδιότητα της αγοράστριας, φερομένης ως διά άμεσου αντιπροσώπου (δυνάμει συναγομένης εκ των περιστάσεων πληρεξουσιότητας) συμβληθείσας στη μεταξύ τους καταρτισθείσα σύμβαση πώλησης παραδοθείσας σε πλοίο, πλοιοκτησίας της τελευταίας, και ενώ αυτό ναυλοχούσε στο λιμένα του Ασπροπύργου Αττικής, και ανεπιφύλακτα παραληφθείσας από τον Α΄Μηχανικό του πλοίου της, ποσότητας ναυτιλιακού καυσίμου προς εφοδιασμό του, να καταβάλει στην ενάγουσα, ως πωλήτρια της ανωτέρω ποσότητας, το συμφωνηθέν και εισέτι οφειλόμενο συνολικό τίμημα της εν λόγω πώλησης, πλέον τόκων, και με την οποία (εκκαλουμένη απόφαση) απορρίφθηκε καθ’ολοκληρίαν η αγωγή για τους ειδικότερα αναφερόμενους σ’αυτήν (πρωτόδικη απόφαση) λόγους, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ. 1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.1 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 19.7.2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……../19.7.2019), ήτοι εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της πρωτόδικης απόφασης στην ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, που συντελέσθηκε με την επιμέλεια της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης, στις 20.6.2019, όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση του Δικαστικού Επιμελητή ……….. στην εμπρόσθια σελίδα του πρώτου φύλλου του προσκομιζομένου από την εκκαλούσα αντιγράφου της ως άνω απόφασης, και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από την εκκαλούσα κατά την κατάθεση του ένδικου μέσου το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.4 του ΚΠολΔ παράβολο. Πρέπει, επομένως, η ανωτέρω έφεση, η οποία αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την αυτή (τακτική) διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).

Η ενάγουσα, ανώνυμη εταιρεία, εδρεύουσα στον Πειραιά Αττικής, και δραστηριοποιούμενη επιχειρηματικά στον τομέα της εμπορίας πετρελαιοειδών προϊόντων, των ναυτιλιακών καυσίμων για τις ανάγκες της λειτουργίας ποντοπόρων πλοίων συμπεριλαμβανομένων στο αντικείμενο της εμπορίας της, επίσης κάτοχος άδειας φορολογικής αποθήκης, αλλά και άδειας εμπορίας  αφορολόγητων ναυτιλιακών καυσίμων κατηγορίας Β1, και εγκεκριμένος προμηθευτής καυσίμων πλοίων, με την από 23.9.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ… …./29.9.2015) αγωγή της, που άσκησε ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επικαλέσθηκε ότι σε εκτέλεση σύμβασης πώλησης συγκεκριμένα προσδιοριζόμενης στην αγωγή ποσότητας ναυτιλιακού καυσίμου του επίσης αναφερομένου στο δικόγραφο τύπου, που καταρτίσθηκε στις 20.10.2014 μεταξύ της ιδίας ως πωλήτριας, και της εναγομένης, εταιρείας εδρεύουσας στη Μονρόβια της Λιβερίας και πλοιοκτήτριας του υπό σημαία Λιβερίας πλοίου με την ονομασία «ΜΤΑ», η οποία εν προκειμένω συμβλήθηκε διά της άμεσης αντιπροσώπου της – εταιρείας, εδρεύουσας στη Μάλτα, με την επωνυμία «………….», σιωπηρά εξουσιοδοτηθείσας απ’αυτήν προς τούτο, ως αγοράστριας, της σύναψης της πώλησης ειδικότερα συντελεσθείσας διά της έγγραφης αποδοχής από την ως άνω αντιπρόσωπο της εναγομένης και για λογαριασμό της τελευταίας της προηγηθείσης – επίσης έγγραφης – σχετικής πρότασης της ιδίας (της ενάγουσας), με συνομολογηθέν τίμημα, το οποίο ειδικότερα καθορίσθηκε σε δολάρια Η.Π.Α., ανά μετρικό τόνο καυσίμου, μεταβίβασε κατά κυριότητα και παρέδωσε, με το ναυλωθέν από την ίδια δεξαμενόπλοιο με την ονομασία «N», στις 21.10.2014 στο ανωτέρω πλοίο, και ενώ αυτό ναυλοχούσε στο λιμένα του Ασπροπύργου Αττικής, για τον εφοδιασμό του, τη διαλαμβανόμενη στο δικόγραφο ποσότητα ναυτιλιακού καυσίμου του συμφωνημένου τύπου, στην οποία αφορούσε η πώληση, κατόπιν διαμεσολάβησης της τοπικής ναυτικής πράκτορος της πλοιοκτήτριας και για λογαριασμό αυτής ενεργήσασας για τον εκτελωνισμό της πωληθείσας ποσότητας ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «…………..», συνολικής αξίας 59.860,04 δολαρίων Η.Π.Α., και την οποία παρέλαβε ανεπιφύλακτα ο Α΄μηχανικός του πλοίου, που μετά την ολοκλήρωση της πετρέλευσης έθεσε τη σφραγίδα του πλοίου και την υπογραφή του επί του διαλαμβανομένου στο δικόγραφο δελτίου αποστολής, έκδοσης της ιδίας, για την παραδοθείσα ποσότητα, το οποίο έχει περιληφθεί αυτούσιο στην αγωγή. Ότι επί της πώλησης αυτής εξέδωσε το επίσης αναφερόμενο και ομοίως ενσωματωθέν στο αγωγικό δικόγραφο τιμολόγιο για το ως άνω ποσό, στο οποίο ανήλθε το συνολικό τίμημα, και συμφωνήθηκε πληρωτέο σε δήλη ημέρα, και δη στις 11.11.2014, πλην όμως εξακολουθεί να της οφείλεται, μη εισέτι καταβληθέν, παρά τις συνεχείς οχλήσεις της. Με βάση αυτό το  ιστορικό ζήτησε, κατόπιν παραδεκτής τροπής του αγωγικού αιτήματος στο σύνολό του από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου της δικηγόρου στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της αγωγής, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά, και επίσης περιλήφθηκε στις κατατεθείσες στον πρώτο βαθμό προτάσεις της, ν’ αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να της καταβάλει το σε ευρώ ισόποσο του συμφωνηθέντος σε δολάρια Η.Π.Α. ως άνω τιμήματος της πωληθείσας ποσότητας καυσίμου, προσδιορισθησόμενο σύμφωνα με τη συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά το χρόνο της πληρωμής, κυρίως μεν με βάση τις διατάξεις περί της ενδοσυμβατικής της ευθύνης, διότι (η εναγόμενη) κατέστη υπερήμερη ως προς την εκπλήρωση της συμβατικής της αυτής υποχρέωσης, που ανέλαβε διά των αντιπροσώπων της εταιρειών «………….» και «…………», οι οποίες ενήργησαν στην κρινόμενη περίπτωση στο όνομα και για λογαριασμό της, άλλως επικουρικώς, ως ευθυνομένης, εις ολόκληρον και αλληλεγγύως με την εταιρεία “………….”, με την ιδιότητα της πλοιοκτήτριας του πλοίου, για τις ανάγκες του οποίου αγοράσθηκαν τα καύσιμα, όπως προβλέπεται στους γνωστούς στην εναγόμενη Γενικούς Όρους Πώλησης της ιδίας (της ενάγουσας), στους οποίους γίνεται παραπομπή και στο εκδοθέν για την επίμαχη πώληση τιμολόγιό της (συγκεκριμένα στον υπό στοιχεία 8.β όρο, σύμφωνα με τον οποίο: «Παραδόσεις ναυτιλιακών καυσίμων σύμφωνα με τους παρόντες όρους δε γίνονται μόνον σε πίστη της αγοράστριας, αλλά και σε πίστη και για λογαριασμό του πλοίου, το οποίο χρησιμοποιεί τα ναυτιλιακά καύσιμα»), άλλως ως ενεχομένης σε καταβολή του οφειλομένου ποσού με την ιδιότητα της κυρίας του πλοίου αυτού και μέχρι της αξίας του, καθώς πρόκειται για απαίτηση από τον εφοπλισμό του, άλλως επικουρικότερα με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αφού κατέστη “…πλουσιότερη κατά το ποσό της αξίας των καυσίμων που της παραδώσαμε, χωρίς να καταβάλει το αναλογούν στην προμήθεια καυσίμων αντάλλαγμα”, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από τις 12.11.2014, επομένη της συμφωνηθείσης δήλης ημέρας για την αποπληρωμή του τιμήματος, του οφειλομένου τόκου υπολογιζομένου με επιτόκιο 2% μηνιαίως, σύμφωνα με τον υπ’αριθμ.7 Γενικό Όρο Πώλησης της ιδίας, άλλως με το κατά νόμο προβλεπόμενο επιτόκιο, μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση της απαίτησής της, και να καταδικασθεί η εναγόμενη στη δικαστική της δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων της δίκης, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ.1279/2019 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή στο σύνολό της. Ειδικότερα με την ως άνω απόφαση κρίθηκε ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ήταν αρμόδιο καθ’ύλην και κατά τόπον προς εκδίκαση της αγωγής όσον αφορά την εκ της σύμβασης κύρια βάση της, λόγω του τόπου κατάρτισης της ένδικης πώλησης, καθόσον στην Ελλάδα, και δη στον Πειραιά, εδρεύει η ενάγουσα, που απέστειλε στη φερόμενη αντιπρόσωπο της εναγομένης – εταιρεία με την επωνυμία «…………» – έγγραφη πρόταση για τη σύναψη της επίμαχης σύμβασης, και όπου περιήλθε σ’αυτήν στη συνέχεια η έγγραφη αποδοχή από την ως άνω εταιρία της προηγηθείσης πρότασής της, αλλά και λόγω του τόπου εκπλήρωσης της συμφωνηθείσης παροχής, διότι στο λιμένα του Ασπροπύργου ναυλοχούσε το πλοίο της εναγομένης, και έλαβε χώρα η ένδικη πετρέλευση (άρθρο 33 του ΑΚ), καθώς και (όσον αφορά) τη σωρευόμενη στο δικόγραφο και, κατά δικονομική επικουρικότητα προβληθείσα βάση για τη στοιχειοθέτηση του αγωγικού αιτήματος, του αδικαιολογήτου πλουτισμού, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 51 παρ.3Β περ.ι΄του ν.2172/1993 λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς, και συνακόλουθα ότι, ως προς τις βάσεις αυτές, το ανωτέρω Δικαστήριο είχε και διεθνή δικαιοδοσία να επιληφθεί της υπόθεσης (άρθρα 3 παρ.1 και 4 του ΚΠολΔ).  Απορρίφθηκε όμως η αγωγή ως προς την έτερη επικουρική βάση της, σύμφωνα με την οποία η εναγόμενη ενέχεται σε καταβολή του οφειλομένου ποσού του τιμήματος της πώλησης λόγω της ιδιότητάς της ως κυρίας του πλοίου, για τις ανάγκες του οποίου αγοράσθηκαν τα καύσιμα, καθώς πρόκειται περί απαίτησης από τον εφοπλισμό του, ελλείψει διεθνούς δικαιοδοσίας του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, όπως κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, διότι όσον αφορά τη συγκεκριμένη αγωγική βάση έγινε δεκτό ότι τυγχάνει εφαρμογής η γενική διάταξη περί της κατά τόπον αρμοδιότητας του άρθρου 22 του ΚΠολΔ, και εν προκειμένω του άρθρου 25 του ΚΠολΔ αφού πρόκειται περί νομικού προσώπου, της έδρας της εναγομένης, που βρίσκεται στην αλλοδαπή, και δη στη Μονρόβια της Λιβερίας. Εν συνεχεία η αγωγή κρίθηκε ως πλήρως και επαρκώς ορισμένη, και, κατόπιν της ανωτέρω παραδοχής περί του ελληνικού δικαίου ως εν προκειμένω εφαρμοστέου, έγινε δεκτό ότι, σύμφωνα με το δίκαιο αυτό, η αγωγή είναι νόμιμη ως προς την κύρια βάση της, και στηρίζεται στις ειδικότερα αναφερόμενες στο αιτιολογικό της διατάξεις του ΑΚ και του ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος περί επιδίκασης στην ενάγουσα τόκων υπερημερίας επί του κεφαλαίου της απαίτησής της με μηνιαίο επιτόκιο 2% (ήτοι 24% ετησίως), που απορρίφθηκε ως μη νόμιμο κατά το μέρος, κατά το οποίο αυτό υπερβαίνει το ανώτατο ποσοστό τόκου υπερημερίας, όπως ορίσθηκε στις σχετικές αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και ανερχόταν κατά το χρονικό διάστημα από 10.9.2014 έως 15.3.2016 σε ποσοστό 7,3% ετησίως και από 16.3.2016 και εντεύθεν σε ποσοστό 7,25% ετησίως. Περαιτέρω, η επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, διότι κρίθηκε ότι η ενάγουσα δεν επικαλέσθηκε ειδικά στο δικόγραφο ακυρότητα ή ανατροπή των αποτελεσμάτων της ένδικης σύμβασης, από την οποία φέρεται να απορρέει η αγωγική αξίωση. Ακολούθως διερευνήθηκε η αγωγή, κατά το μέρος, που κρίθηκε επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, και απορρίφθηκε καθ’ολοκληρίαν ως κατ’ουσίαν αβάσιμη ως προς την κύρια βάση της, που ερείδεται στις διατάξεις της ενδοσυμβατικής ευθύνης της εναγομένης, διότι έγινε δεκτό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατόπιν εκτίμησης των προσκομισθέντων από τους διαδίκους αποδεικτικών μέσων, ότι η εναγόμενη ουδέποτε αντιπροσωπεύθηκε στην επίδικη σύμβαση πώλησης ποσότητας ναυτιλιακού καυσίμου από την εταιρεία με την επωνυμία “…………..”, ήτοι ότι η τελευταία δεν ενήργησε στο όνομα και για λογαριασμό της εναγομένης ως άμεση αντιπρόσωπός της, καθώς, ούτε ρητώς δηλώθηκε από την ανωτέρω εταιρεία κάτι τέτοιο στην ενάγουσα κατά την κατάρτιση της σύμβασης, ούτε συνάγεται κατ’αντικειμενική κρίση εκ του συνόλου των περιστάσεων, που υφίσταντο κατά τον ανωτέρω χρόνο, ότι η δήλωση βούλησης της εταιρείας αυτής έγινε στο όνομα της εναγομένης,  η οποία, άλλωστε, δεν ενέκρινε εκ των υστέρων την πώληση, ούτε αποδέχθηκε τους όρους της, αλλά ότι η εν λόγω σύμβαση, της οποίας ζητήθηκε με την αγωγή η καταβολή του συμφωνηθέντος τιμήματος, συνήφθη μεταξύ της προαναφερθείσας εταιρείας και της ενάγουσας, με αποτέλεσμα η εναγόμενη να μην ενέχεται σε καταβολή του αιτουμένου ποσού και επιβλήθηκε σε βάρος της ενάγουσας η δικαστική δαπάνη της εναγομένης, το ύψος της οποίας ορίσθηκε στο ποσό των 1.200 ευρώ.  Κατά της απόφασης αυτής η ενάγουσα, ως εν όλω ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό διάδικος, με έννομο συμφέρον, που απορρέει από τη βλάβη της, η οποία προκύπτει αμέσως από το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, άσκησε την κρινόμενη έφεση, με την οποία, με την επίκληση λόγων, που ειδικότερα αναφέρονται στο δικόγραφο του ένδικου μέσου, και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται κατά περίπτωση σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όσον αφορά την κρίση του α) επί των επικουρικά προβληθεισών βάσεων της αγωγής της, και δη αυτής του αδικαιολόγητου πλουτισμού και αυτής, σύμφωνα με την οποία η ευθύνη της εναγομένης προς καταβολή του αιτουμένου ποσού του τιμήματος της επίδικης πώλησης θεμελιώνεται στην ιδιότητα της κυρίας του πλοίου, για τις ανάγκες του οποίου αγοράσθηκαν τα εν λόγω καύσιμα, ως προς τις οποίες η αγωγή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας και ελλείψει διεθνούς δικαιοδοσίας του να την εκδικάσει αντίστοιχα, β) επί του αιτήματος περί επιδίκασης τόκων υπερημερίας υπολογιζομένων με το αιτούμενο επιτόκιο, καθ’ο μέρος το εν λόγω επιτόκιο υπερβαίνει το ανώτατο νόμιμο ποσοστό τόκου, ως προς το οποίο η αγωγή απορρίφθηκε ως μη νόμιμη, αλλά και γ) επί της ουσίας της υπόθεσης, αναφορικά με την οποία έγινε ειδικότερα δεκτό ότι η εταιρεία με την επωνυμία “…………” δε συμβλήθηκε στην επίμαχη σύμβαση πώλησης ως άμεση αντιπρόσωπος της εναγομένης, αλλά στο δικό της όνομα και δι’ίδιον λογαριασμό, με αποτέλεσμα την απόρριψη της αγωγής ως κατ’ουσίαν αβάσιμης, καθώς και β) επί της επιβληθείσης σε βάρος της δικαστικής δαπάνης της εναγομένης λόγω της ήττας της στη δίκη,  υποβάλλει αίτημα καθολικής εξαφάνισης της εκκαλουμένης, με σκοπό την εξαρχής αναδίκαση της υπόθεσης και την παραδοχή της αγωγής της στο σύνολό της.

Κατά το άρθρο 904 εδαφ.α΄ του ΑΚ, όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, ενώ κατά το εδαφ. β΄ της ίδιας διάταξης περ.γ΄, η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής που έληξε και που δεν μπορεί να στηριχθεί σε ισχυρή σύμβαση, δικαιολογούσα τον πλουτισμό, ούτε σε νόμιμη υποχρέωση. Κατά την ως άνω διάταξη, προϋποθέσεις αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι: α) ο πλουτισμός του υπόχρεου, β) η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία του άλλου, γ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πλουτισμού και ζημίας και δ) η έλλειψη νόμιμης αιτίας. Από την ίδια διάταξη του άρθρου 904 του ΑΚ προκύπτει ότι, η αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού τόσο από ουσιαστική όσο και από δικονομική άποψη είναι επιβοηθητικής ουσιαστικά φύσης και μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτός εάν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση (επικουρικώς) κατ’άρθρο 219 του ΚΠολΔ της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία. Έτσι, λόγω του ως άνω επιβοηθητικού χαρακτήρα της αγωγής του αδικαιολογήτου πλουτισμού, αν αυτή στηρίζεται στα ίδια περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία, είναι νομικά αβάσιμη. Τούτο δε διότι, εφόσον υπάρχει σύμβαση ή αδικοπραξία, ο ενάγων δύναται να θεμελιώσει τις αξιώσεις του σ’αυτές και δε μπορεί να προσφύγει στην επικουρική βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Περαιτέρω, όταν η εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού αξίωση ασκείται υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, αρκεί για τη νομική πληρότητα της ως άνω επικουρικής βάσης να γίνεται επίκληση απλή των προαναφερθεισών τεσσάρων προϋποθέσεων με στοιχεία α΄ έως δ΄ για τη θεμελίωση της αντίστοιχης αξίωσης στη διάταξη του άρθρου 904 εδαφ.α΄ του ΑΚ, δηλαδή ότι μεσολάβησε παροχή (καταβολή) εκ μέρους του ενάγοντος για την εκπλήρωση οφειλής (αιτίας) ανύπαρκτης, χωρίς να είναι αναγκαία, στη δικονομικώς αυτή ενιαία εκδίκαση της επικουρικής βάσης της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό η επίκληση εκ μέρους του ενάγοντος των προϋποθέσεων ανυπαρξίας των με την κύρια βάση της αγωγής ασκουμένων αξιώσεων από σύμβαση ή αδικοπραξία, αφού αυτές (προϋποθέσεις) θα διαγνωσθούν δικαστικά στην ίδια δίκη, και θα είναι δεδομένες κατά την επακολουθούσα εξέταση της επικουρικής βάσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Είναι όμως αναγκαία στην περίπτωση αυτή η απλή επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης ή η ανυπαρξία των με την κύρια βάση της αγωγής ασκουμένων αξιώσεων από αδικοπραξία (ΟλΑΠ 22/2003, ΑΠ 1325/2019, ΑΠ 170/2016, ΑΠ 449/2014, ΑΠ 2019/2007, δημοσίευση σε ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα δε, προκειμένου περί έγκυρης και ισχυρής σύμβασης πώλησης, η προς καταβολή του τιμήματος αυτής αξίωση του πωλητή, εφόσον αυτός έχει αγωγή από τη σύμβαση (άρθρα 513 επομ. ΑΚ) δεν έχει νόμιμο έρεισμα στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, εκτός εάν στηρίζεται σε διάφορα, σε σχέση με τη σύμβαση, πραγματικά περιστατικά, ασκούμενη δε κατά δικονομική επικουρικότητα, πρέπει να περιέχει επίκληση της ακυρότητας της συμβάσεως ή της ανατροπής των αποτελεσμάτων αυτής. Ενόψει τούτων, η αγωγή, με την οποία η ενάγουσα θεμελίωσε την αξίωσή της για την καταβολή του επίδικου χρηματικού ποσού κυρίως μεν στις διατάξεις περί πώλησης, είναι κατά την επικουρική της βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού αόριστη, και, ως εκ τούτου απορριπτέα τυγχάνει, αφού παράλληλα η ενάγουσα δεν ισχυρίζεται ότι ελλείπουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις άσκησης της αγωγής σε βάρος της εναγομένης από την επικαλούμενη ως μεταξύ τους καταρτισθείσα σύμβαση πώλησης ποσότητας ναυτιλιακού καυσίμου, ούτε γίνεται στο αγωγικό δικόγραφο έστω και απλή επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης αυτής, στην οποία στηρίζει την κύρια βάση της αγωγής της, ή της ανατροπής των αποτελεσμάτων της, αλλά η ως άνω κατά δικονομική επικουρικότητα προβληθείσα βάση (άρθρο 219 του ΚΠολΔ) θεμελιώνεται ακριβώς στα ίδια πραγματικά περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται και η κύρια (συμβατική) βάση, και όχι σε διαφορετικά ή πρόσθετα. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο επίσης απέρριψε την αγωγή κατά την ως άνω επικουρική της βάση ως αόριστη, ορθά τις οικείες διατάξεις ερμήνευσε και εφήρμοσε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την ενάγουσα με τον πέμπτο λόγο της κρινόμενης έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων.

Κατά το άρθρο 293 του ΑΚ το ανώτατο όριο του τόκου που οφείλεται από δικαιοπραξία προσδιορίζεται όπως ο νόμος ορίζει. Το ποσοστό του νομίμου τόκου ή του τόκου υπερημερίας προσδιορίζεται όπως ορίζει ο νόμος, και ήδη προσδιορίζεται με σχετικές αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (άρθρο 3 παρ.2 του ν.2842/2000). Κατά το άρθρο 294 του ΑΚ κάθε δικαιοπραξία για τόκο που υπερβαίνει το ανώτατο θεμιτό όριο είναι άκυρη ως προς το επί πλέον. Η περί ανώτατου θεμιτού ορίου τόκου ως άνω διάταξη είναι δημόσιας τάξης και κάθε αντικείμενη προς αυτή συμφωνία είναι άκυρη και δεν μπορεί να καλυφθεί με αναγνώριση του υπόχρεου ή έμπρακτη καταβολή (ΕφΘεσ 1762/2012 Αρμ.2013.1841, ΕφΘεσ 2262/2010 Α΄ δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 6029/1999 ΕλλΔνη 1999.1625). Στην προκειμένη περίπτωση το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ορθά εφαρμόζοντας και ερμηνεύοντας τις ανωτέρω διατάξεις, απέρριψε το αίτημα της αγωγής περί αναγνώρισης της υποχρέωσης της εναγομένης να καταβάλει στην ενάγουσα το κεφάλαιο της από τη μεταξύ τους φερόμενη ως καταρτισθείσα σύμβαση πώλησης απορρέουσας απαίτησής της, που κατάγεται προς κρίση, πλέον τόκων υπερημερίας από τις 12.11.2014 μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση, υπολογιζομένων με επιτόκιο 2% μηνιαίως, και, επομένως 24% σε ετήσια βάση, όπως η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι προβλέπεται στους γνωστούς στην εναγόμενη Γενικούς Όρους Πώλησης της ιδίας, ως νόμω αβάσιμο κατά το μέρος, που υπερβαίνει το ανώτατο νόμιμο ποσοστό επιτοκίου, λαμβανομένου υπόψη ότι, και αληθών υποτιθεμένων των αναφερομένων στο δικόγραφο της αγωγής περί κατάρτισης συμφωνίας των διαδίκων για υπολογισμό των τόκων επί του κεφαλαίου τυχόν ληξιπρόθεσμης και απαιτητής απαίτησης της ενάγουσας από την πώληση στην εναγόμενη ποσότητας ναυτιλιακού καυσίμου με το ως άνω αυξημένο επιτόκιο, η εν λόγω συμφωνία είναι σε κάθε περίπτωση άκυρη ως προς το επιπλέον του τότε ισχύσαντος νομίμου επιτοκίου, αφού, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, το ανώτατο επιτόκιο του τόκου υπερημερίας, όπως αυτό καθορίσθηκε με τις σχετικές αποφάσεις του Δ.Σ. της Ε.Κ.Τ., ανερχόταν από τις 10.9.2014 έως τις 15.3.2016 σε 7,3% ετησίως, και από τις 16.3.2016 και εφεξής σε 7,25% ετησίως, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την ενάγουσα με τον έκτο λόγο της κρινόμενης έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων.

Με το άρθρο 25 του Κανονισμού (ΕΚ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου του 2012 “για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις”, που εφαρμόζεται εν προκειμένω ως προς τη διεθνή δικαιοδοσία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου ασκήθηκε η αγωγή και, κατ’επέκταση, του κατ’έφεση δικάζοντος Δικαστηρίου τούτου, εφόσον οι διάδικοι είναι νομικά πρόσωπα, που εδρεύουν σε κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η αγωγή ασκήθηκε μετά την 10η.1.2015 (άρθρο 66 παρ.1 του ιδίου Κανονισμού), ορίζεται ότι: «Αν τα μέρη, από τα οποία ένα τουλάχιστον έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους, συμφώνησαν ότι ένα δικαστήριο ή τα δικαστήρια κράτους μέλους θα δικάζουν τις διαφορές που έχουν προκύψει ή που θα προκύψουν από συγκεκριμένη έννομη σχέση, το δικαστήριο αυτό ή τα δικαστήρια του κράτους αυτού έχουν διεθνή δικαιοδοσία, εκτός αν η συμφωνία είναι άκυρη ως προς την ουσιαστική της ισχύ βάσει της νομοθεσίας του οικείου κράτους μέλους. Αυτή η δικαιοδοσία είναι αποκλειστική εκτός αν τα μέρη συμφώνησαν άλλως. Η συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας καταρτίζεται: α) Είτε γραπτά είτε προφορικά με γραπτή επιβεβαίωση, β) είτε υπό τύπο ανταποκρινόμενο στην πρακτική που έχουν καθιερώσει οι συμβαλλόμενοι στις μεταξύ τους σχέσεις γ) είτε, στο διεθνές εμπόριο, υπό τύπο ανταποκρινόμενο στις συνήθειες τις οποίες τα μέρη γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν και οι οποίες είναι ευρέως γνωστές σ’ αυτού του είδους την εμπορική δραστηριότητα και τηρούνται τακτικά από τους συμβαλλόμενους σε συμβάσεις του είδους για το οποίο πρόκειται στη συγκεκριμένη εμπορική δραστηριότητα». Από τις διατάξεις του άρθρου αυτού προκύπτει ότι η συμφωνία  αυτή, που επιτρέπει στα μέρη να παρεκκλίνουν από τις περί διεθνούς δικαιοδοσίας διατάξεις του Κανονισμού και να υποβάλουν τις διαφορές τους στο Δικαστήριο που αυτά θα συμφωνήσουν, αποσκοπεί στον καθορισμό, με σαφή και ακριβή τρόπο, ενός δικαστηρίου συμβαλλόμενου κράτους, σύμφωνα με τη σύμπτωση βούλησής τους, εκφραζόμενη κατά τις οριζόμενες στην άνω διάταξη αυστηρές τυπικές προϋποθέσεις. Στην περίπτωση αυτή ιδρύεται αποκλειστική διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου ή των δικαστηρίων του κράτους που επιλέχθηκε, εκτός αν τα μέρη συμφώνησαν διαφορετικά. Το άρθρο αυτό ρυθμίζει με λεπτομέρεια τον τύπο που πρέπει να περιβληθεί μία συμφωνία παρέκτασης ώστε να είναι έγκυρη, με πανομοιότυπο τρόπο σε σύγκριση με την προηγούμενη ρύθμιση του άρθρου 23 του Καν. 44/2001. Οι προϋποθέσεις τυπικής εγκυρότητας της συμφωνίας παρέκτασης ρυθμίζονται αποκλειστικά και αυτόνομα από τον Κανονισμό, αποκλειομένης της προσφυγής στα εθνικά δίκαια προς συμπλήρωση ή παρέκκλιση από αυτές και χωρίς να δίνεται στα μέρη η δυνατότητα να παρεκκλίνουν με συμφωνία τους από τις ρυθμίσεις αυτές. Αρκεί λοιπόν η συμφωνία να περιβληθεί έναν από τους υπαλλακτικά προβλεπόμενους τέσσερις τύπους του άρθρ. 25 παρ. 1 και 2 προκειμένου να θεωρηθεί τυπικά έγκυρη. Οι προβλεπόμενες στο άρθρο 25 παρ.1 μορφές ισχύουν για κάθε είδος συμφωνίας, χωρίς διαφοροποίηση ως προς το είδος της έννομης σχέσης. Η τήρηση ενός εκ των προβλεπόμενων τύπων δεν αποτελεί απλώς αποδεικτικό, αλλά συστατικό στοιχείο της συμφωνίας, καθόσον αποσκοπούν στην εξασφάλιση ότι υφίσταται πράγματι συμφωνία μεταξύ των μερών.    Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 4 του ανωτέρω Κανονισμού «1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους. 2. Τα πρόσωπα που δεν έχουν την ιθαγένεια του κράτους μέλους στο οποίο κατοικούν, υπάγονται, στο κράτος αυτό, στους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που εφαρμόζονται στους ημεδαπούς», ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 5: «1. Τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους μπορούν να εναχθούν ενώπιον των δικαστηρίων άλλου κράτους μέλους μόνο σύμφωνα με τους κανόνες που περιλαμβάνονται στα τμήματα 2 έως 7 του παρόντος κεφαλαίου. 2. Δεν εφαρμόζονται σε βάρος τους ιδίως οι εθνικοί κανόνες δικαιοδοσίας που περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι», κατά δε το άρθρο 63 παρ.1 του ίδιου Κανονισμού: «Για την εφαρμογή του ανά χείρας κανονισμού, εταιρεία ή άλλο νομικό πρόσωπο έχει την κατοικία της στον τόπο στον οποίο έχει: α) την καταστατική της έδρα, β) την κεντρική της διοίκηση ή γ) την κύρια εγκατάστασή της». Με το άρθρο 7 του ιδίου Κανονισμού ορίζεται ότι: «Πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος: 1. α) ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή, β) για τους σκοπούς της εφαρμογής της παρούσας διάταξης και εφόσον δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά, ο τόπος εκπλήρωσης της επίδικης παροχής είναι: εφόσον πρόκειται για πώληση εμπορευμάτων ο τόπος του κράτους μέλους όπου, δυνάμει της σύμβασης, έγινε ή έπρεπε να γίνει η παράδοση των εμπορευμάτων, εφόσον πρόκειται για παροχή υπηρεσιών ο τόπος του κράτους μέλους όπου, δυνάμει της σύμβασης, έγινε ή έπρεπε να γίνει η παροχή των υπηρεσιών, γ) το στοιχείο α΄) εφαρμόζεται, εφόσον δεν εφαρμόζεται το στοιχείο β΄)». Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι οι κανόνες δικαιοδοσίας του Κανονισμού 1215/2012 βασίζονται στην αρχή της γενικής δωσιδικίας της κατοικίας του εναγομένου, η οποία προβλέπεται από το άρθρο 4 του Κανονισμού αυτού, και επί νομικών προσώπων της έδρας τους. Περαιτέρω, θεσπίζονται ειδικές (συντρέχουσες) βάσεις δικαιοδοσίας, οι οποίες αναφέρονται περιοριστικά στον Κανονισμό, μεταξύ των οποίων επί διαφορών από σύμβαση του άρθρου 7 του Κανονισμού. Ο δεύτερος αυτός κανόνας, ο οποίος υπαγορεύεται από το σκοπό της εγγύτητας, δικαιολογείται από την ύπαρξη στενού συνδέσμου μεταξύ της σύμβασης και του δικαστηρίου που καλείται να επιληφθεί της σχετικής διαφοράς. Κατ’εφαρμογήν του κανόνα αυτού περί ειδικής διεθνούς δικαιοδοσίας, ο εναγόμενος μπορεί να εναχθεί ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή πρέπει να εκπληρωθεί η επίδικη παροχή, καθόσον τεκμαίρεται ότι το δικαστήριο αυτό συνδέεται στενά με τη σύμβαση. Το σύστημα και η εν γένει οικονομία των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας του Κανονισμού 1215/2015 επιβάλλουν τη συσταλτική ερμηνεία των κανόνων του περί ειδικών βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας, μεταξύ των οποίων καταλέγεται και ο σχετικός με διαφορές από σύμβαση κανόνας του άρθρου 5, οι οποίοι εισάγουν εξαίρεση από τη γενική αρχή της δωσιδικίας των δικαστηρίων του κράτους της κατοικίας του εναγομένου (βλ. σχετ. περί των ανωτέρω ΕφΠειρ 479/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, που αναφέρεται στις αντίστοιχες διατάξεις του προϊσχύσαντος Κανονισμού 44/2001, οι οποίες έχουν το αυτό ακριβώς περιεχόμενο με τις προαναφερθείσες διατάξεις του Κανονισμού 1215/2012, και σύμφωνα με την οποία δε μπορεί να θεμελιωθεί διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων για την εκδίκαση αγωγής σε βάρος του κυρίου του πλοίου για απαίτηση από τον εφοπλισμό του, και δη από τον πώληση στον εφοπλιστή του πλοίου καυσίμων, στη διάταξη του άρθρου 5 του Κανονισμού 44/2001, και ήδη στο άρθρο 7 του Κανονισμού 1215/2012, που αφορά στις διαφορές από σύμβαση, διότι δεν πρόκειται περί τέτοιας διαφοράς). Εξάλλου, από την εισαγωγή του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ΚΙΝΔ – ν. 3816/1958), όπως προκύπτει από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 84, 105 και 106 αυτού, γίνεται διάκριση μεταξύ των εννοιών της πλοιοκτησίας, της κυριότητας πλοίου και του εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει κυριότητα και εφοπλισμό, έτσι ώστε, όταν τα τελευταία αυτά στοιχεία αποχωρίζονται, να υπάρχει αφενός κυριότητα του πλοίου και αφετέρου εφοπλισμός. Επομένως, δεν είναι, κατά νόμο, δυνατή η σύγχρονη επί του ίδιου πλοίου ύπαρξη πλοιοκτήτη και εφοπλιστή. Ειδικότερα, κατά την έννοια των άρθρων 105 – 106 του ΚΙΝΔ, εφοπλιστής είναι αυτός που εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του πλοίο, το οποίο ανήκει κατά κυριότητα σε άλλο πρόσωπο. Η εκμετάλλευση αυτή μπορεί να στηρίζεται σε έννομη σχέση εμπράγματη ή ενοχική (επικαρπία, μίσθωση κ.λπ.), είτε σε απλή πραγματική κατάσταση. Βασική, πάντως, προϋπόθεση του εφοπλισμού είναι ότι ο εφοπλιστής έχει τη βούληση να ασκεί και ασκεί για λογαριασμό του τη ναυτιλιακή επιχείρηση που συγκροτεί το πλοίο και, εκτός από την απόλαυση των κερδών, επωμίζεται απεριόριστα και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του. Εξάλλου, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις, ο εφοπλιστής οφείλει να δηλώσει στη λιμενική αρχή του τόπου νηολόγησης, από κοινού με τον κύριο του πλοίου, ότι ο πρώτος θα εκμεταλλεύεται τούτο για δικό του λογαριασμό. Εάν δεν γίνει η δήλωση αυτή, παράγεται μαχητό τεκμήριο ότι ο κύριος του πλοίου εκμεταλλεύεται αυτό για δικό του λογαριασμό, ότι δηλαδή είναι πλοιοκτήτης. Το τεκμήριο, όμως, αυτό είναι, όπως προαναφέρθηκε, μαχητό και μπορεί να αποκρουσθεί από εκείνον που έχει έννομο συμφέρον, αν αυτός αποδείξει την εκμετάλλευση του πλοίου από τρίτο. Είναι δε ζήτημα πραγματικό, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ποιος πράγματι έχει την εκμετάλλευση του πλοίου, δηλαδή ο κύριος αυτού ή τρίτος (ΑΠ 11/2009 ΕΝΔ 2009.1, ΑΠ 5/2009 ΔΕΕ 2009.800, ΕφΠειρ 548/2010 ΕΝΔ 2011.28, ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝΔ 2009.13). Περαιτέρω, από τις συνδυασμένες διατάξεις των ως άνω άρθρων 84, 105, 106 του ΚΙΝΔ συνάγεται ότι, όταν υπάρχει απαίτηση από την εκμετάλλευση του πλοίου κατά του εφοπλιστή, δηλαδή εναντίον εκείνου που εκμεταλλεύεται ξένο πλοίο, μπορεί ο δανειστής να στραφεί κατά του εφοπλιστή και κατά του κυρίου του πλοίου. Στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει, κατά νομική κυριολεξία, παθητική εις ολόκληρον ενοχή (άρθρο 481 ΑΚ), διότι οφειλέτης της απαίτησης που πηγάζει από την εκμετάλλευση του πλοίου είναι μόνο ο εφοπλιστής, ενώ ο απλός κύριος του πλοίου ευθύνεται εκ του νόμου για την απαίτηση αυτή μόνο με το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο, το πλοίο, συμπεριλαμβανομένων των συστατικών και των παραρτημάτων αυτού. Δεν υπάρχει παράλληλη προσωπική ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις απαιτήσεις που πηγάζουν από τον εφοπλισμό, αλλά η ευθύνη του κυρίου του πλοίου είναι πραγματοπαγής και περιορισμένη (νόθος παθητική εις ολόκληρον ενοχή), εφόσον ο τελευταίος ευθύνεται μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι την αξία αυτού, μπορεί δε να στραφεί και κατά του τελευταίου ο δανειστής του εφοπλιστή, για να αποκτήσει εκτελεστό τίτλο και κατ’αυτού και είναι υποχρεωμένος μόνο να δεχθεί την αναγκαστική εκποίηση του πλοίου του για την ικανοποίηση των εκ του εφοπλισμού απαιτήσεων. Ενάγεται δε και αυτός (ο κύριος) απλώς και μόνο για να υπάρχει τίτλος εκτελεστός και κατ` αυτού (ΑΠ 776/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1549/2006 ΕλλΔνη 2006.436, Αρμ 2007.549, ΑΠ 799/2001 ΕΝΔ 2001.361, ΕφΠειρ 262/2012, ΕφΠειρ 59/2011, ΕφΠειρ 37/2011, ΕφΠειρ 795/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝΔ 2009.13, ΕφΠατρ 114/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 1109/2003 ΕΝΔ 2003.453, ΕφΠειρ 156/2002, ΕφΠειρ 19/1998 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 211, 212, 216 του ΑΚ, που εφαρμόζονται και στις εμπορικές σχέσεις, συνάγεται ότι για την προστασία του συμφέροντος του τρίτου και την ασφάλεια των συναλλαγών πρέπει, προκειμένου η δήλωση βούλησης να ενεργήσει υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου, ο αντιπρόσωπος να αποκαλύπτει κατά τρόπο έκδηλο προς εκείνον, προς τον οποίο γίνεται η δήλωση, ότι η ενέργεια της δικαιοπραξίας θα επέλθει ευθέως στο πρόσωπο του αντιπροσωπευομένου. Από την προαναφερόμενη διάταξη προκύπτει ότι όρος της άμεσης αντιπροσώπευσης είναι και η επιχείρηση της δικαιοπραξίας από τον αντιπρόσωπο στο όνομα άλλου με την έννοια, ότι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις απ’αυτήν θα παράγονται στο πρόσωπο του αντιπροσωπευομένου. Απαιτείται, όμως, να προκύπτει σαφώς ότι η επιχειρούμενη δικαιοπραξία είναι δικαιοπραξία του αντιπροσωπευομένου, διότι ο νόμος αποδέχεται για την άμεση αντιπροσώπευση την αρχή του εμφανούς συναλλασσομένου. Η κατά τον τρόπο αυτό φανερή δήλωση στο όνομα άλλου, υπάρχει, όχι μόνο όταν ρητώς δηλώνει ο αντιπρόσωπος ότι ενεργεί για τον αντιπροσωπευόμενο, αλλά και όταν από όλες τις περιστάσεις προκύπτει ότι η δήλωση του αντιπροσώπου έγινε στο όνομα του αντιπροσωπευομένου (ΑΠ 689/2013 ΕΝΑΥΤΔ 2013.183, ΑΠ 271/2006 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Πότε συνάγεται σαφώς εκ των περιστάσεων ότι η δήλωση βούλησης επιχειρείται επ’ονόματι άλλου, είναι ζήτημα που πρέπει να επιλύεται με την μέθοδο και τα κριτήρια της ερμηνείας δήλωσης βούλησης, δηλ. με την προσφυγή σε αντικειμενικά κριτήρια, και όχι σε υποκειμενικές εντυπώσεις των συναλλασσομένων, κατά τρόπον ώστε η λειτουργία της άμεσης αντιπροσώπευσης να αποκλείεται, χάριν της σταθερότητας των συναλλαγών, μόνον εάν τα περιστατικά, που υφίσταντο κατά την σύναψη της δικαιοπραξίας ήταν τέτοια, ώστε σε κάθε συνετό άνθρωπο να ήταν επιτρεπτή η γένεση αμφιβολίας ως προς την ιδιότητα υπό την οποία ενήργησε ο αντισυμβαλλόμενός του (ΜονΕφΠειρ 63/2013 ΕλλΔνη 2014.181, ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝΔ 37.13). Περαιτέρω, κατά τον ερμηνευτικό κανόνα του άρθρου 212 του ΑΚ, αν δε μπορεί να διαγνωσθεί ότι κάποιος ενεργεί στο όνομα άλλου, θεωρείται ότι ενεργεί στο δικό του όνομα. Η προς αντιπροσώπευση εξουσία παρέχεται δια της πληρεξουσιότητας, η οποία, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 212, 216, 217, 218, 222, 223, 229, 231 παρ. 1 και 361 του ΑΚ αποτελεί μονομερή δικαιοπραξία, που έχει ως αποτέλεσμα την παροχή από τον αντιπροσωπευόμενο σε τρίτον (τον πληρεξούσιο) της εξουσίας αντιπροσώπευσής του. Η δικαιοπραξία αυτή είναι, κατά κανόνα, άτυπη. Υποβάλλεται όμως, κατ’εξαίρεση, σε έγγραφο συστατικό τύπο, είτε διότι για την συγκεκριμένη πληρεξουσιότητα το απαιτεί ο νόμος, είτε διότι η δικαιοπραξία στην οποία αφορά η πληρεξουσιότητα είναι τυπική, οπότε, τον για την δικαιοπραξία αυτή επιβαλλόμενο τύπο, πρέπει, εφόσον δεν συνάγεται κάτι άλλο, να περιβληθεί και η πληρεξουσιότητα, σύμφωνα με το άρθρο 217 περ.β΄ του ΑΚ (ΑΠ 362/2017, ΑΠ 1150/2014, ΑΠ 1305/2009, άπασες δημοσιευμένες στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 211, 212, και 229 έως 231 του ΑΚ, προκύπτει, ότι, αν κάποιος χωρίς πληρεξουσιότητα συνομολόγησε ως αντιπρόσωπος άλλου δικαιοπραξία, είτε και σύμβαση, η σχετική δικαιοπραξία είναι ανίσχυρη έναντι του αντιπροσωπευομένου, και δεν παράγει αποτελέσματα, εκτός εάν εκ των υστέρων την εγκρίνει ο αντιπροσωπευόμενος (ΑΠ 118/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 96/2007 ΕλλΔνη 48.1434). Περαιτέρω, από τα άρθρα 61, 65, 67, 68 και 70 του ΑΚ συνάγεται ότι για να υποχρεωθεί το νομικό πρόσωπο από δικαιοπραξία, πρέπει αυτή να έχει συναφθεί, είτε από το όργανο που το διοικεί, το οποίο να ενεργεί μέσα στα όρια της εξουσίας του, κατά τους όρους της συστατικής πράξης ή του καταστατικού του, είτε από φυσικό πρόσωπο, στο οποίο παρέσχε σχετική εξουσία το όργανο το οποίο διοικεί το νομικό πρόσωπο. Δικαιοπραξία, η οποία έχει καταρτισθεί επ’ονόματι νομικού προσώπου από φυσικό πρόσωπο, το οποίο δεν έχει εξουσία εκπροσώπησής του, δεν το δεσμεύει (ΑΠ 682/2015, ΑΠ 1150/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Αν η εκπροσώπηση του νομικού προσώπου ανατεθεί σε τρίτο μη εταίρο, ο τελευταίος δεν ενεργεί ως καταστατικό όργανο αυτού, αλλά ενδεχομένως ως αντιπρόσωπος ή εντολοδόχος αυτού, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 216 επ. και 713 επ. του ΑΚ. Από τον συνδυασμό των τελευταίων πιο πάνω διατάξεων, με εκείνες των άρθρων 229 και 238 του ΑΚ, προκύπτει ότι σύμβαση καταρτισθείσα με πρόσωπα μη εκπροσωπούντα νομίμως οιοδήποτε νομικό πρόσωπο ή μη έχοντα αντιπροσωπευτική εξουσία, στερείται κύρους και δεν το δεσμεύει, εκτός αν αυτό ενέκρινε τη σύμβαση κατά την ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 229 του ΑΚ, που ορίζει ότι, αν μια σύμβαση συνομολογήθηκε στο όνομα άλλου χωρίς την πληρεξουσιότητά του, το κύρος της εξαρτάται από την έγκριση του αντιπροσωπευομένου. Η έγκριση αναγόμενη στο χρόνο της δικαιοπραξίας αναπληρώνει την έλλειψη της εξουσίας αντιπροσώπευσης, γίνεται δε με μονομερή δήλωση απευθυντέα στο άλλο μέρος των συμβαλλομένων (άρθρα 236 και 238 του ΑΚ), υποβαλλόμενη στον τύπο που προβλέπεται για τη σύμβαση που αφορά αυτή και δυνάμενη, εφόσον για τη σύμβαση αυτή δεν απαιτείται η τήρηση τύπου, να παρασχεθεί και με σιωπηρή δήλωση βούλησης (ΑΠ 2064/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 185, 189 και 192 του ΑΚ η τελείωση, και επομένως και η κατάρτιση της σύμβασης, επέρχεται αφότου η δήλωση για την αποδοχή της πρότασης περιήλθε στον προτείνοντα (ΕφΠειρ 112/2013 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, ο ν. 3054/2002 με τίτλο “Οργάνωση της αγοράς πετρελαιοειδών και άλλες διατάξεις” (Α΄230/2.10.2002), που ίσχυε κατά το χρόνο κατάρτισης της επίδικης σύμβασης, ορίζει στο άρθρο 1 ότι σκοπός του “είναι η ρύθμιση θεμάτων πετρελαϊκής πολιτικής της χώρας” και ότι “η παροχή υπηρεσιών και κάθε δραστηριότητα που έχει σχέση με τη διύλιση, εμπορία, μεταφορά και αποθήκευση αργού πετρελαίου και πετρελαιοειδών προϊόντων υπάγεται στις διατάξεις του νόμου αυτού και εξυπηρετεί το γενικό συμφέρον”. Προς επίτευξη του σκοπού αυτού, ο ως άνω νόμος, αφενός καθιερώνει καθεστώς αδειοδότησης προς άσκηση των δραστηριοτήτων που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του και αφετέρου προβλέπει παράλληλη ευθύνη, σχετικά με την ποιότητα των πετρελαιοειδών προϊόντων, όλων των προσώπων που ασχολούνται με τη διακίνηση των προϊόντων αυτών (ιδίως άρθρα 3 έως 9, 14, 15), τιμωρουμένων, σε περίπτωση παράβασης των υποχρεώσεών τους, με διοικητικές ή και ποινικές κυρώσεις (άρθρα 16, 17). Ειδικότερα, με το άρθρο 4 παρ. 1 του ως άνω νόμου, ορίζεται ότι “η άσκηση των δραστηριοτήτων Διύλισης, Εμπορίας, Λιανικής Εμπορίας, Μεταφοράς με αγωγό πετρελαιοειδών προϊόντων και Εμφιάλωσης Υγραερίων επιτρέπεται μόνον εφόσον έχει χορηγηθεί η αντίστοιχη άδεια”, με το άρθρο 6 παρ.1, ότι “η άδεια εμπορίας χορηγείται μόνον σε ανώνυμες εταιρείες ή νομικά πρόσωπα άλλης μορφής της ευρωπαϊκής ένωσης …”, ενώ με την παρ. 9 του άρθρου 6 ορίζεται ότι “κατ’εξαίρεση επιτρέπεται η κατάρτιση συμβάσεων πωλήσεως ναυτιλιακών καυσίμων είτε απευθείας με τον διαχειριζόμενο το πλοίο είτε με άλλο πρόσωπο που συνδέεται συμβατικά με αυτόν υπό την προϋπόθεση ότι η παράδοση των προϊόντων αυτών θα γίνεται στο πλοίο με ευθύνη και παραστατικά παράδοσης αποκλειστικά των κατόχων άδειας εμπορίας, οι οποίοι θα εκδίδουν τα παραστατικά πώλησης προς τον διαχειριζόμενο το πλοίο ή τον συνδεόμενο συμβατικά με αυτόν”. Τέλος με τα άρθρα 16 και 17 αυτού, προβλέπονται ποινικές και διοικητικές κυρώσεις (φυλάκιση και επιβολή προστίμων) για κάθε παράβαση των διατάξεών του. Κατά την έννοια της ως άνω διάταξης του άρθρου 4 παρ. 1, η κατάρτιση συμβάσεων πώλησης ναυτιλιακών καυσίμων χωρίς την απαιτούμενη προς τούτο άδεια, είναι έγκυρη. Και τούτο για το λόγο ότι ο νόμος, αν και προβλέπει αυστηρές ποινικές και διοικητικές κυρώσεις, δεν αποδοκιμάζει και συνεπώς δεν απαγορεύει τη σύμβαση, ώστε να επέρχεται ακυρότητα αυτής σύμφωνα με το άρθρο 174 του ΑΚ, αλλά απαγορεύει την παροχή με την μορφή πώλησης ναυτιλιακών καυσίμων, όχι όμως καθεαυτή, αλλά μόνον αν δεν πληρούται ορισμένη διατύπωση και ειδικότερα αν δεν έχει χορηγηθεί η προβλεπόμενη σχετική άδεια. Στην περίπτωση αυτή, δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 174 του ΑΚ και η απειλούμενη με αυτό ακυρότητα της σύμβασης, αλλά το άρθρο 365 του ΑΚ και οι κατά παραπομπή αυτού διατάξεις των άρθρων 362 – 364 του ιδίου Κώδικα (πρβλ.ΑΠ 1903/2011). Ενισχυτικό της άποψης αυτής, είναι και το γεγονός ότι σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 6 παρ. 9 του ως άνω νόμου, επιτρέπεται κατ’εξαίρεση η κατάρτιση συμβάσεων πώλησης ναυτιλιακών καυσίμων και από μη κάτοχο άδειας, υπό την προϋπόθεση ότι η παράδοση των προϊόντων αυτών θα γίνεται στο πλοίο με ευθύνη και παραστατικά παράδοσης των κατόχων άδειας εμπορίας, χωρίς και εν προκειμένω η μη τήρηση της προϋπόθεσης αυτής να επάγεται ακυρότητα των συμβάσεων αυτών. Αν ο νομοθέτης ήθελε κάτι τέτοιο θα το όριζε ρητά ως έννομη συνέπεια, όπως όρισε ως συνέπεια της παράβασης των διατάξεών του την επιβολή ποινικών και διοικητικών κυρώσεων (ΑΠ 1479/2012 ΧρΙΔ 2013.207). Τέλος, πλοίαρχος είναι το πρόσωπο που έχει την εν γένει διοίκηση του πλοίου και διαδραματίζει το σημαντικότερο ρόλο στην επιχείρηση εκμετάλλευσης αυτού, μετά τον φορέα της (πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή), έχοντας ευρύτατα κυριαρχικά δικαιώματα τόσο στα πράγματα που μεταφέρονται με το πλοίο όσο και σ’ αυτούς που επιβαίνουν. Ειδικότερα,  ο πλοίαρχος, μεταξύ άλλων, είναι ο νόμιμος εκπρόσωπος του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή, οι οποίοι ενέχονται για τις δικαιοπραξίες που επιχειρεί ο πλοίαρχος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του (άρθρα 84 και 105 ΚΙΝΔ). Η παραπάνω νόμιμη εκπροσώπηση διακρίνεται σε: α) δικαστική εκπροσώπηση, η οποία συνίσταται στην ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση του πλοιάρχου, σε ότι αφορά την κοινοποίηση διαδικαστικών και εξώδικων εγγράφων, στη λήψη συντηρητικών μέτρων, στην έγερση αγωγών κλπ και β) δικαιοπρακτική εκπροσώπηση, η οποία είναι γενική και αφορά σε όλες τις δικαιοπραξίες που επιχειρεί ο πλοίαρχος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, διότι κατά κανόνα συνάπτει δικαιοπραξίες ως άμεσος αντιπρόσωπος του πλοιοκτήτη, με βάση τη γενική από το νόμο ή την ειδική από τον πλοιοκτήτη εξουσιοδότηση (ΤριμΕφΠειρ. 461/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 951/2006  ΕΝαυτΔ 2007/26). Εξ ετέρου, κατά το υπό τον τίτλο «Καθήκοντα και υποχρεώσεις εν όρμω» άρθρο 70 § 4 του ΒΔ 806/1970 «Περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού “περί εργασίας επί των ελληνικών φορτηγών πλοίων ολικής χωρητικότητος 800 κόρων και άνω”» (ΦΕΚ Α 275/16.12.1970), ο πρώτος μηχανικός του πλοίου «Εποπτεύει και διευθύνει την παραλαβήν καυσίμων του πλοίου βοηθούμενος υπό αξιωματικού μηχανής οριζομένου υπό του ιδίου¨, ενώ κατά το άρθρο 75 του ιδίου νομοθετήματος «Ο Α΄ Μηχανικός οφείλει: α) Να επιβλέπη προσωπικώς την κατανάλωσιν του πλοίου εις καύσιμα και υλικά μηχανής, να βεβαιούται περί της ικανοποιητικής ποσότητος, ποιότητος και της καλής εναποθηκεύσεως αυτών, να χορηγή τας σχετικάς αποδείξεις μετά προηγουμένην θεώρησιν αυτών υπό του Πλοιάρχου και να ενεργή τας σχετικάς καταχωρήσεις εις το ημερολόγιον μηχανής. β) Να συνεννοείται μετά του Πλοιάρχου διά τον τρόπον της παραλαβής των καυσίμων και διά την εναποθήκευσιν εις τας αποθήκας ή άλλους καταλλήλους χώρους ως και διά την κατανάλωσιν αυτών και να ζητή τας οδηγίας αυτού, όσον αφορά την ταχύτητα του πλοίου και την διάρκειαν του πλου, ίνα αναλόγως κανονίζη την κατανάλωσιν και τον ανεφοδιασμόν των αποθηκών».

Το παρόν Δικαστήριο εκτιμά: (α) Τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων ……… (της ενάγουσας) και ……….. (της εναγομένης), που δόθηκαν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχονται, απομαγνητοφωνηθείσες, στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του ανωτέρω Δικαστηρίου της δικασίμου της 12ης.6.2018, β) τις καταθέσεις των εκτός δίκης εξετασθέντων, με πρωτοβουλία της εναγομένης, μαρτύρων της ………, . ………., ………. και …………., οι οποίες δόθηκαν, ενόψει της συζήτησης της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό, κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης της εναγομένης να παραστεί κατά τη λήψη τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 422 παρ.1 και 3 του ΚΠολΔ, όπως η διάταξη της παραγράφου 3 του ανωτέρω άρθρου ίσχυε προ της τροποποίησής της από την 1η.1.2022 ως προς τον αριθμό των ένορκων βεβαιώσεων, που έκαστος διάδικος μπορεί να προσκομίσει σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας, με τα άρθρα 22 και 120 του ν.4842/2021 (βλ. σχετ. την προσκομιζόμενη …./5.6.2018 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικού Επιμελητή ……….) και περιέχονται στις υπ’αριθμ. …, …, … και …./11.6.2018 αντίστοιχα ένορκες βεβαιώσεις, που λήφθηκαν ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς), γ) όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, και δ) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ). Από την επανεκτίμηση και συνεκτίμηση του ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Η ενάγουσα τυγχάνει ανώνυμη εταιρεία, εδρεύουσα στον Πειραιά Αττικής, η οποία δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στον τομέα της εμπορίας πετρελαιοειδών προϊόντων, των ναυτιλιακών καυσίμων για τις ανάγκες κίνησης και εν γένει λειτουργίας των ποντοπόρων πλοίων συμπεριλαμβανομένων. Προς τούτο έχει εφοδιασθεί με την υπό στοιχεία ………../18.2.2024 άδεια φορολογικής αποθήκης, και επιπροσθέτως είναι εγκεκριμένος προμηθευτής καυσίμων σε πλοία, διαθέτοντας την υπό στοιχεία ………/27.3.2012 άδεια εγκεκριμένου αποθηκευτή, καθώς και κάτοχος της υπό στοιχεία ……../23.5.1997 άδειας εμπορίας πετρελαιοειδών προϊόντων κατηγορίας Ε, ως άδεια εμπορίας αφορολόγητων ναυτιλιακών καυσίμων κατηγορίας Β1. Στις 20.10.2014 εκπρόσωποι της εδρεύουσας στη Μάλτα εταιρείας με την επωνυμία «……….»,  μη διαδίκου στην παρούσα δίκη, προτιθέμενοι να προβούν, για λογαριασμό της τελευταίας, στην αγορά από την ενάγουσα προς περαιτέρω μεταπώληση ποσότητας ναυτιλιακού καυσίμου, η οποία προοριζόταν για τον εφοδιασμό του υπό σημαία Λιβερίας πλοίου με την ονομασία «MTA», νηολογίου Μονρόβια Λιβερίας, με αριθμό ΙΜΟ …., ΚΟΧ 60205, ΚΚΧ 32143, ΔΔΣ …….,  πλοιοκτησίας της εναγομένης, ήρθαν σε επικοινωνία με την ενάγουσα, ζητώντας της να υποβάλει για το σκοπό αυτό έγγραφη προσφορά, που αφορούσε στο τίμημα της πώλησης ογδόντα (80) μετρικών τόνων ναυτιλιακού καυσίμου τύπου Marine Gasoil 0,1%  για τις ανάγκες του ως άνω πλοίου, της διαβίβασης του αιτήματος αυτού υπέχουσας θέση πρόσκλησης προς την ενάγουσα προς υποβολή πρότασης κατ’άρθρο 185 του ΑΚ για την κατάρτιση μεταξύ τους σύμβασης πώλησης με το συγκεκριμένο περιεχόμενο. Μάλιστα, κατά δήλωση της ιδίας της εταιρείας «…….», η ανωτέρω ποσότητα καυσίμου θα έπρεπε να παραδοθεί από την ενάγουσα στο εν λόγω πλοίο στις 21.10.2014, ενώ αυτό θα ναυλοχούσε στο λιμένα του Ασπροπύργου Αττικής. Ακολούθως, η ενάγουσα απέστειλε την ίδια ημέρα στην εταιρεία «.……..» έγγραφη προσφορά της, υπέχουσα θέση πρότασής της προς σύναψη μεταξύ τους σύμβασης πώλησης για την προαναφερθείσα ποσότητα ναυτιλιακού καυσίμου του συγκεκριμένου τύπου προς εφοδιασμό του ως άνω πλοίου, με το σ’αυτήν (την πρόταση) ειδικότερα αναφερόμενο τίμημα, έγκυρα προσδιορισθέν ανά μετρικό τόνο καυσίμου σε αλλοδαπό νόμισμα, και δη σε δολάρια Η.Π.Α., υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 185 του ΑΚ, την οποία αποδέχθηκε αυθημερόν εγγράφως η εταιρία «………..», διά της αποστολής έγγραφης επιβεβαίωσης παραγγελίας («purchase order confirmation»), σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 189 του ιδίου Κώδικα, με αποτέλεσμα από και διά της περιέλευσης στην ενάγουσα της ως άνω δήλωσης αποδοχής της εν λόγω αλλοδαπής εταιρείας να θεωρείται η σύμβαση καταρτισθείσα μεταξύ τους, κατ’άρθρο 192 του ΑΚ, διά της κατά περιεχόμενο σύμπτωσης των δηλώσεων βούλησης των ανωτέρω αντισυμβαλλομένων μερών, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης. Αποδείχθηκε επίσης ότι στις 21.10.2014 παραδόθηκαν στο ως άνω πλοίο, ενώ βρισκόταν εντός του λιμένος του Ασπροπύργου Αττικής, με βάση τους όρους της μεταξύ τους σύμβασης, με τη διαμεσολάβηση της ενάγουσας (διά του ναυλωμένου από την τελευταία δεξαμενοπλοίου με την ονομασία “Ν”), που εν προκειμένω ενεργούσε ως βοηθός εκπλήρωσης της συμβατικά αναληφθείσας έναντι της εναγομένης υποχρέωσης της αγοράστριας εταιρείας «…………», η οποία στη συνέχεια μεταπώλησε με τη σειρά της την από την ενάγουσα ανωτέρω αγορασθείσα ποσότητα ναυτιλιακού καυσίμου στην εναγόμενη/πλοιοκτήτρια του εν λόγω πλοίου, κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα, 79,067 μετρικοί τόνοι καυσίμου,  τύπου MARINE GAS OIL 0,1%, εκδοθέντος σχετικώς για την παραδοθείσα ποσότητα από την ενάγουσα του υπ’αριθμ……../21.10.2014 δελτίου αποστολής της. Η κατά τα ανωτέρω αγορασθείσα ποσότητα καυσίμου παραλήφθηκε από τον Α΄μηχανικό του πλοίου, καθ’ύλην αρμόδιου ως εκ των καθηκόντων της ειδικότητάς του προς τούτο, γεγονός που δεν αμφισβητείται από την εναγόμενη, ο οποίος υπέγραψε στο εκδοθέν δελτίο αποστολής της ενάγουσας επί της τεθείσας επ’αυτού σφραγίδας του πλοίου.  Επί της πώλησης αυτής η ενάγουσα εξέδωσε σχετικώς το υπ’αριθμ.Α-………/23.10.2014 τιμολόγιό της, στο οποίο αναφέρονται αναλυτικά το είδος καυσίμου, στο οποίο αφορά η πώληση, η ποσότητά του, το πλοίο της εναγομένης, στο οποίο παραδόθηκε, η αξία του συγκεκριμένου τύπου καυσίμου σε δολάρια Η.Π.Α. ανά τιμή μονάδας, και εν προκειμένω ανά μετρικό τόνο καυσίμου, καθώς και η συνολική αξία της πωληθείσας ποσότητας, μη συμπεριλαμβανομένου σ’αυτήν Φ.Π.Α. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το εν λόγω τιμολόγιο πώλησης, που δε φέρει υπογραφές εκδότη και παραλήπτη, πωλήθηκαν και παραδόθηκαν στο ως άνω πλοίο 79,067 μετρικοί τόνοι καυσίμου, τύπου MARINE GAS OIL 0,1%, αντί 757,08 δολαρίων Η.Π.Α. ανά μετρικό τόνο, συνολικής αξίας 59.860,04 δολαρίων Η.Π.Α., ποσό, που αναφέρεται καταβλητέο έως τις 11.11.2014 το αργότερο. Επιπροσθέτως, στο ως άνω τιμολόγιο πώλησης, έκδοσης της ενάγουσας, γίνεται μνεία περί του ότι ο πλοίαρχος και/ή οι πλοιοκτήτες και/ή οι ναυλωτές και/ή οι διαχειριστές του εν λόγω πλοίου και/ή η εταιρεία «……………», αλλά και/ή το ίδιο το πλοίο, στο οποίο παραδόθηκε η πωληθείσα ποσότητα καυσίμου, ευθύνονται έκαστος εξ αυτών ατομικά για την καταβολή ολοκλήρου του ποσού του τιμολογίου (επισημαίνεται ότι στο ίδιο τιμολόγιο αναγράφεται ως πελάτης της ενάγουσας με συγκεκριμένο αριθμό μόνον η ανωτέρω αλλοδαπή εταιρεία, όταν, όλοι οι υπόλοιποι, πλην του πλοίου, που παρατίθενται διαζευκτικά ως υπόχρεοι για την αποπληρωμή του τιμήματος, αναφέρονται όλως γενικώς και επιγραμματικώς, άνευ έτερων προσδιοριστικών της ταυτότητάς τους στοιχείων), ενώ στις παρατηρήσεις διαλαμβάνεται ότι η πώληση αυτή διέπεται από τους γενικούς όρους και προϋποθέσεις πώλησης της εκδότριας του τιμολογίου εταιρείας, και διέπεται από το ελληνικό δίκαιο, καθώς και ότι αρμόδια για την επίλυση των εξ αυτής διαφορών είναι τα δικαστήρια του Πειραιά. Τέλος, στον υπό στοιχεία 8α όρο εκ των Γενικών Όρων Πώλησης της ενάγουσας, οι οποίοι προσκομίζονται από την τελευταία στο πρωτότυπο στην αγγλική γλώσσα, αλλά και σε επίσημη μετάφραση στα ελληνικά, και στην εφαρμογή των οποίων στην επίμαχη πώληση παραπέμπει το ανωτέρω τιμολόγιο, προβλέπεται ότι: «Αν για τον ανεφοδιασμό των καυσίμων έχει υπάρξει σύμβαση με αντιπρόσωπο του αγοραστή, που δρα για λογαριασμό του εντολέα ή των εντολέων, είτε αυτοί αποκαλύπτονται, είτε όχι, ή από τον ίδιο τον αγοραστή, ή από αντιπρόσωπο για λογαριασμό άλλου εντολέα ή εντολέων ανάλογα με την περίπτωση, ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τον εντολέα ή τους εντολείς κατά περίπτωση για την προσήκουσα εκτέλεση της σύμβασης», στον όρο 8β ότι: «Τα καύσιμα των πλοίων και η σχετική πετρέλευση παρέχεται στο πλαίσιο εμπιστοσύνης μεταξύ των μερών και οι αξιώσεις για την πετρέλευση ασκούνται κατά του σκάφους και κατά του αγοραστή, δεδομένης της εμπιστοσύνης, που επιδεικνύεται προς αυτόν», και, τέλος, στον όρο 9 ότι: «…Κάθε διαφορά που θα προκύπτει θα επιλύεται αποκλειστικά από τα Δικαστήρια του Πειραιά στην Ελλάδα…». Αποδείχθηκε επίσης ότι η αγοράστρια εταιρεία με την επωνυμία «……….» μεταπώλησε στη συνέχεια με τη σειρά της στις 20.10.2014 την αυτή ποσότητα ναυτιλιακού καυσίμου, που είχε προηγουμένως αγοράσει από την ενάγουσα, στην εναγόμενη, η οποία εν προκειμένω συμβλήθηκε διά της διαχειρίστριας του ανωτέρω πλοίου εταιρείας με την επωνυμία “……..”, που ενήργησε ως άμεση αντιπρόσωπός της, στο όνομα και για λογαριασμό της, δυνάμει έτερης αυτοτελούς σύμβασης, ξεχωριστής και ανεξάρτητης από την προηγούμενη (μεταξύ ενάγουσας και …………»), διεπομένης από το αγγλικό δίκαιο, και με υψηλότερο τίμημα, ως ήταν άλλωστε αναμενόμενο, προς επίτευξη ίδιου κέρδους από τη συναλλαγή (βλ. σχετ. την προσκομιζόμενη από την εναγόμενη με σχετικό υπ’αριθμ.Ε1 επιβεβαίωση παραγγελίας της «…………», που απευθύνεται προς την ανωτέρω διαχειρίστρια εταιρεία) και παρέδωσε τα πωληθέντα καύσιμα στο πλοίο διά της ενάγουσας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 317 του ΑΚ (εκπλήρωση της παροχής από τρίτον), εκδοθέντος σχετικώς για τη συγκεκριμένη πώληση του υπ’αριθμ. ……../21.10.2014 τιμολογίου της, συνολικού ποσού 60.986,26 δολαρίων Η.Π.Α., που συμφωνήθηκε καταβλητέο εντός χρονικού διαστήματος 30 ημερών από την παράδοση των καυσίμων, η οποία, όπως προεκτέθηκε, έλαβε χώρα στις 21.10.2014, και ενώ το πλοίο βρισκόταν ελλιμενισμένο στο λιμένα του Ασπροπύργου Αττικής. Μάλιστα, σύμφωνα με το ως άνω τιμολόγιο, στο οποίο αναφέρεται μόνον η εναγόμενη, που ήταν πραγματι και η αγοράστρια των καυσίμων, και αντισυμβαλλόμενη της ενάγουσας, ως υπόχρεη για την καταβολή του συνολικού ποσού της αξίας των πωληθέντων, το ποσό αυτό έχει προκύψει κατόπιν χρέωσης από την πωλήτρια εταιρεία «………» της εν λόγω ποσότητας καυσίμου με το ποσό των 765 δολαρίων Η.Π.Α. ανά μετρικό τόνο, έναντι του ποσού των 757,08 δολαρίων Η.Π.Α., με το οποίο η ανωτέρω είχε προηγουμένως αγοράσει την ίδια ποσότητα του αυτού τύπου καυσίμου από την ενάγουσα, προκειμένου στη συνέχεια να την μεταπωλήσει στην εναγόμενη με άλλη ξεχωριστή σύμβαση. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η εναγόμενη στη συνέχεια εξόφλησε πλήρως και ολοσχερώς το τίμημα της μεταξύ αυτής και της εταιρείας με την επωνυμία «……….» καταρτισθείσας σύμβασης πώλησης διά καταβολής (με κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό) από την προαναφερθείσα διαχειρίστρια του πλοίου της και άμεση αντιπρόσωπό της εταιρεία με την επωνυμία “…….”, που ενήργησε στο όνομα και για λογαριασμό της, στην εκδοχέα της απαίτησης της ανωτέρω πωλήτριας τράπεζα “………”, όπερ έλαβε χώρα στις 6.11.2015, ομού μετά λοιπών απαιτήσεων, τις οποίες διατηρούσε  η εταιρεία “…………….” από την πώληση καυσίμων σε πλοία, που διαχειριζόταν η εν λόγω εταιρεία, συνολικού ποσού 891.192,32 δολαρίων Η.Π.Α., κατόπιν επιτευχθέντος συμβιβασμού, και ενώ στο μεσοδιάστημα όλες οι εταιρείες του ομίλου “………….” (στις οποίες περιλαμβάνεται και η πωλήτρια εταιρεία) είχαν αναστείλει τη λειτουργία τους και εισέλθει σε καθεστώς πτώχευσης και εκκαθάρισης, διορισθέντων προς τούτο εκκαθαριστών (βλ.σχετ. περί της εν λόγω καταβολής τα προσκομιζόμενα από την εναγόμενη με αριθμ.σχετ. Θ1 και Θ2 και Θ3 έγγραφα). Εκ των ανωτέρω σαφώς συνάγεται το συμπέρασμα ότι στην επίμαχη σύμβαση πώλησης, το συνολικό ποσό του τιμήματος της οποίας διεκδικεί η ενάγουσα να της καταβληθεί από την εναγόμενη με την ένδικη αγωγή της, η εταιρεία με την επωνυμία «………….» δεν συμβλήθηκε ως άμεση αντιπρόσωπος της εναγομένης, υπό την έννοια, που προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, ήτοι στο όνομα και για λογαριασμό της, κατόπιν παροχής προς αυτήν σχετικής πληρεξουσιότητας, όπως διατείνεται η ενάγουσα για τη θεμελίωση της κύριας αγωγικής βάσης, ούτως ώστε τα αποτελέσματα και οι συνέπειες της τοιουτοτρόπως επιχειρηθείσας από την ως άνω εταιρεία δικαιοπραξίας να επέλθουν απευθείας στο πρόσωπο της εναγομένης, υπέρ και κατά της, και να ενέχεται η τελευταία σε καταβολή του αιτουμένου με την αγωγή ποσού της αξίας της πωληθείσας ποσότητας καυσίμου, αλλά στο δικό της όνομα και για δικό της λογαριασμό. Ειδικότερα, ουδόλως αποδείχθηκε ότι κατά την κατάρτιση της πώλησης υπήρξε σχετική ρητή δήλωση προς την ενάγουσα – άμεσα και ευχερώς αντιληπτή απ’αυτήν – της εν λόγω εταιρείας «…………..» περί της εμπλοκής της στη σύμβαση αποκλειστικά και μόνον με την ιδιότητα της άμεσης αντιπροσώπου της εναγομένης [μάλιστα στην προσκομιζόμενη από αμφότερες τις διαδίκους από 20.10.2014 επιβεβαίωση εντολής αγοράς  (Purchase Order Confirmation) ποσότητας καυσίμων του εν λόγω πλοίου, που απέστειλε η εταιρεία αυτή στην ενάγουσα, ουδέν περί τούτου αναφέρεται σχετικώς, όπως θα ήταν εύλογο και αναμενόμενο με βάση τις συνήθειες των συναλλαγών και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, εφόσον η ανωτέρω εταιρεία ενεργούσε στο όνομα και για λογαριασμό της εναγομένης, αντίθετα ρητά αναφέρεται στο σχετικό κείμενο η ίδια παραπλεύρως της λέξης Λογαριασμός (Account), προφανώς παραπέμποντας σε χρέωση σε βάρος της του ποσού του τιμήματος από την πωλήτρια], ή σιωπηρή μεν, πλην όμως σαφώς συναγόμενη από το όλο περιεχόμενο της περιληφθείσας στη μεταξύ τους ανταλλαγείσα αλληλογραφία δήλωσής της αναφορικά με την ιδιότητα, με την οποία συμβάλλεται, ως οπωσδήποτε θα συνέβαινε σε διαφορετική περίπτωση, και, άλλωστε θα επεδίωκε και η ίδια να αναγράφεται στα σχετικά έγγραφα. ή σε κάθε περίπτωση να προκύπτει πέραν πάσης αμφιβολίας εξ αυτών, για τη δική της εξασφάλιση, προκειμένου να καθίσταται απολύτως σαφές ότι δεν ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό της, αλλά ως άμεση αντιπρόσωπος άλλου, ώστε να μην ανακύψει στο μέλλον θέμα δικής της ευθύνης για την καταβολή του τιμήματος. Ούτε βέβαια τοιαύτη αντιπροσωπευτική εξουσία της ως άνω εταιρείας («…………..») προς σύναψη της πώλησης θα μπορούσε να συναχθεί κατά τρόπο αντικειμενικά εμφανή από το σύνολο των περιστάσεων της κρινόμενης περίπτωσης, κατόπιν ερμηνείας με αντικειμενικά κριτήρια της περιελθούσας στην ενάγουσα δήλωσης δικαιοπρακτικής της βούλησης, οι οποίες ευλόγως θα δικαιολογούσαν τη βάσιμη πρόκληση στην αποδέκτρια της δήλωσης αυτής – ενάγουσα, όπως άλλωστε και στο μέσο συνετό άνθρωπο, της πεποίθησης ότι η συγκεκριμένη αλλοδαπή εταιρεία συμβάλλεται, όχι για δικό της λογαριασμό, αλλά επ’ονόματι της εναγομένης, ως αντιπρόσωπός της. Αντίθετα αποδείχθηκε ότι εν προκειμένω στην επίμαχη σύμβαση πώλησης μοναδική αντισυμβαλλόμενη της ενάγουσας και αγοράστρια των καυσίμων, που χρησιμοποιήθηκαν για τον εφοδιασμό  του ως άνω πλοίου, υπήρξε η εταιρεία με την επωνυμία «……………», η οποία συμβλήθηκε στο δικό της όνομα και για δικό της λογαριασμό αποκλειστικά, και στη συνέχεια μεταπώλησε τα ίδια καύσιμα στην πλοιοκτήτρια/εναγόμενη, που παραδόθηκαν σ’αυτό διά της ενάγουσας με ναυλωμένο από την ίδια δεξαμενόπλοιο, της τελευταίας ενεργήσασας ως βοηθός εκπλήρωσης της «………..», καταρτισθεισών, επομένως, στην κρινόμενη περίπτωση δύο διαδοχικών και ξεχωριστών συμβάσεων πώλησης, μία μεταξύ της ενάγουσας ως φυσικού προμηθευτή των καυσίμων και της «……………», και ακολούθως άλλη μία, μεταξύ της τελευταίας και της εναγομένης, δι’εκάστη των οποίων (πωλήσεων) η πωλήτρια αυτής (ενάγουσα και «…………») εξέδωσε το αντίστοιχο παραστατικό κατά τα προεκτεθέντα, ως άλλωστε είθισται να συμβαίνει στην πράξη στη διαδικασία εφοδιασμού των πλοίων με καύσιμα, ήτοι να εμπλέκονται περισσότερες εταιρείες εμπορίας πετρελαιοειδών, οι οποίες παρεμβάλλονται μεταξύ των διυλιστηρίων και του πλοιοκτήτη, ή του ναυλωτή ή του διαχειριστή του πλοίου, και λειτουργούν ως μεταπωλητές, αγοράζοντας τα καύσιμα με σκοπό να τα πωλήσουν περαιτέρω σε άλλον, προσθέτοντας η καθεμία στο τίμημα της μεταπώλησης την προμήθεια/κέρδος της, με αποτέλεσμα να συνάπτονται διαδοχικά πλείονες συμβάσεις πώλησης, όπως έλαβε χώρα και εν προκειμένω. Πλέον ειδικότερα καταρτίσθηκαν δύο διαδοχικές συμβάσεις, οι οποίες ήταν μεταξύ τους αυτοτελείς και καταρτίσθηκαν από διαφορετικούς αντισυμβαλλόμενους η καθεμία, και δη προηγήθηκε η σύμβαση πώλησης μεταξύ της «…….» και της ενάγουσας, και επακολούθησε η αντίστοιχη σύμβαση μεταξύ της «………….» και της πλοιοκτήτριας/εναγομένης, εκ των οποίων, προς εκπλήρωση της σχετικής συμβατικής υποχρέωσης της εκάστοτε πωλήτριας, στη μεν «……….» και της πλοιοκτήτριας/εναγομένης η παράδοση της νομής των πωληθέντων έγινε από τρίτον (την ενάγουσα), σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 317 του ΑΚ, στην δε έτερη  (μεταξύ της ενάγουσας και της «……….») έγινε προς τρίτον (την εναγόμενη/πλοιοκτήτρια) σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 417 του ιδίου Κώδικα. Σημειωτέον ότι η έκδοση τιμολογίου πώλησης και από την ίδια την «………..» προς την αγοράστρια των καυσίμων – εναγόμενη δε συνάδει κατά την κοινή πείρα και λογική, αλλά και τα συναλλακτικά ήθη, με την επικαλούμενη στην αγωγή ιδιότητα της «……….» ως άμεσης αντιπροσώπου της εναγομένης σε μεταξύ της τελευταίας και της ενάγουσας σύμβαση πώλησης της επίμαχης ποσότητας ναυτιλιακού καυσίμου, στην οποία επιχειρείται να θεμελιωθεί η αγωγή κατά την κύρια βάση της, διότι ο άμεσος αντιπρόσωπος άλλου σε μία συναλλαγή εξ ορισμού δεν εκδίδει ίδιο παραστατικό, ει μη μόνον ο αντιπροσωπευόμενος, υπέρ και κατά του οποίου λειτουργεί η διά του αντιπροσώπου του συναφθείσα σύμβαση. Ούτε όμως αντίθετη κρίση μπορεί να συναχθεί εκ της ανάμειξης στην επίμαχη πετρέλευση της ναυτικής πράκτορος του πλοίου στο λιμένα του Ασπροπύργου, όπου αυτό ναυλοχούσε και είχε συμφωνηθεί να παραδοθούν τα καύσιμα, ήτοι της εδρεύουσας στον Πειραιά ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «……….», η οποία πράγματι απέστειλε στην ενάγουσα την προσκομιζόμενη (με αριθμ.σχετ.9) από την τελευταία “Δήλωση εφοδιασμού πλοίου” επιβεβαιώνοντας σ’αυτήν ως φυσική προμηθεύτρια (physical supplier) των καυσίμων, τον τόπο της παράδοσης, τα στοιχεία του πλοίου, καθώς και την ποσότητα και τον τύπο του καυσίμου, που επρόκειτο να παραδοθεί, κατόπιν προηγούμενης αποστολής από την ενάγουσα στην πράκτορα σχετικού δικού της μηνύματος ηλεκτρονικής αλληλογραφίας (προσκομιζόμενο από την εναγόμενη έγγραφο με στοιχεία σχετικού της Ε19), με το οποίο της ζητούσε να την ενημερώσει περί των στοιχείων του πλοίου και της ώρας του κατάπλου του στο συγκεκριμένο λιμένα για τον προγραμματισμό της πετρέλευσης, δήλωση την οποία στη συνέχεια η ενάγουσα, που κατά τα συμφωνηθέντα με την “………..” θα παρέδιδε τα καύσιμα στο πλοίο, υπέβαλε με τη σειρά της  στο αρμόδιο Τελωνείο, όπως πάντοτε συμβαίνει στο πλαίσιο των κατά νόμο απαιτούμενων διατυπώσεων προκειμένου να επιτραπεί η μεταφορά των καυσίμων από το διυλιστήριο στο πλοίο [βλ. σχετ. περί των ανωτέρω τα προβλεπόμενα στο άρθρο 2 της Υπουργικής Απόφασης υπό στοιχεία Τ1940/41/2003 (ΦΕΚ Β΄516/2.5.2003) “Τελωνειακές διαδικασίες εφοδιασμού πλοίων, αεροσκαφών, διπλωματικών αποστολών και λοιπών προορισμών με τροφοεφόδια, καπνικά, καύσιμα κ.λ.π.”, που προβλέπει σε περίπτωση εφοδιασμού πλοίων την κατάθεση στο Τελωνείο Εφοδιασμού από τον εφοδιαστή, τον πλοιοκτήτη, τον εφοπλιστή, ή τον πράκτορα του πλοίου, παραστατικού εφοδιασμού, που καταρτίζεται σε τυποποιημένο έντυπο], καθώς η πράκτορας, ακριβώς λόγω της ιδιότητάς της αυτής, θα εμπλέκετο σε κάθε περίπτωση παράδοσης καυσίμων στο εν λόγω πλοίο, εφόσον βρισκόταν ελλιμενισμένο στο συγκεκριμένο λιμένα, για τη διεκπεραίωση της διαδικασίας εκτελωνισμού των πωληθέντων και βέβαια ουδέποτε εξουσιοδοτήθηκε από την εναγόμενη, διά της χορήγησης σχετικής πληρεξουσιότητας, να αγοράσει για λογαριασμό της, ως άμεση αντιπρόσωπός της, καύσιμα για το πλοίο, ούτε, άλλωστε, εκ του ανωτέρω εγγράφου της προς την ενάγουσα προκύπτει ρητώς, ή έστω εμμέσως πλην σαφώς, τέτοια ιδιότητά της, ή πρόθεση ανάληψης συμβατικής υποχρέωσης εκ μέρους της πλοιοκτήτριας εναγομένης. Επομένως, ενόψει των ανωτέρω, πλήρως αποδείχθηκε ότι ουδεμία συμβατική σχέση συνδέει την ενάγουσα με την εναγόμενη, ώστε να ενέχεται η τελευταία σε καταβολή της αξίας των καυσίμων προς την ενάγουσα με τις περί ενδοσυμβατικής ευθύνης διατάξεις, λόγω υπερημερίας της περί την εκπλήρωση συμβατικής της υποχρέωσης. Λεκτέον επιπροσθέτως ότι ευθύνη της εναγομένης προς καταβολή του αιτουμένου ποσού δε μπορεί να θεμελιωθεί στο γεγονός ότι επί του δελτίου αποστολής των καυσίμων, έκδοσης της ενάγουσας, έχει αδιαμφισβήτητα θέσει την υπογραφή του ο πρώτος μηχανικός του πλοίου αυτού, και τη σφραγίδα του πλοίου, διότι α) στο ανωτέρω δελτίο δεν έχει περιληφθεί προδιατυπωμένος όρος, που να καθιστά υπεύθυνο για την αποπληρωμή του τιμήματος των παραληφθέντων καυσίμων τον κύριο, τον πλοιοκτήτη, το ναυλωτή, το διαχειριστή, ή τον καθ’οιονδήποτε τρόπο εκμεταλλευόμενο το πλοίο, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τον κάθε φορά αγοραστή των καυσίμων και β)  ο πρώτος μηχανικός του πλοίου, διά της υπογραφής του δελτίου αυτού, ενεργώντας στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, βεβαίωσε αυτό ακριβώς το πραγματικό γεγονός της παραλαβής της αγορασθείσης από την εναγόμενη ποσότητας πετρελαίου και μόνον, για λογαριασμό της τελευταίας, αφού, παρασταθείς κατά τη διαδικασία της πετρέλευσης και της λήψης των δειγμάτων,  ήλεγξε τα καύσιμα, με βάση και τις ειδικές γνώσεις, που διαθέτει λόγω της ιδιότητάς του, ώστε να παραδοθούν στο πλοίο τα συμφωνηθέντα από πλευράς ποιότητας και ποσότητας καύσιμα, όπως όφειλε, σε εκτέλεση των καθηκόντων του, ενεργώντας ως νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης αποκλειστικά και μόνον κατά την παραλαβή των πωληθέντων και για την παραλαβή αυτή, εντός των ορίων της περιορισμένης – με το προεκτεθέν περιεχόμενο – εξουσίας αντιπροσώπευσής της, χωρίς, επιπροσθέτως, να του έχει χορηγηθεί η εντολή και πληρεξουσιότητα από το νόμο ή δυνάμει δικαιοπραξίας, να δεσμεύει επί οιουδήποτε άλλου θέματος την πλοιοκτήτρια, την οποία κατά νόμο εκπροσωπεί ο πλοίαρχος, και ιδίως να συνάπτει για λογαριασμό της συμβάσεις, που συνεπάγονται την ανάληψη υποχρεώσεων, με την περαιτέρω επισήμανση ότι, ανεξαρτήτως των όσων προεκτέθηκαν, και σε κάθε περίπτωση ουδόλως αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη είχε εξουσιοδοτήσει αυτόν, να την εκπροσωπεί και να συμβάλλεται στο όνομα και για λογαριασμό της, ως αντιπρόσωπός της, ώστε να δεσμεύεται από την υπογραφή του στο επίμαχο δελτίο αποστολής, και να υποχρεούται σε πληρωμή του τιμήματος της πώλησης των παραδοθέντων στο πλοίο καυσίμων. Ειδικότερα, κατά το εν προκειμένω εφαρμοστέο ελληνικό δίκαιο, στα καθήκοντα του πρώτου μηχανικού περιλαμβάνεται μόνον η συνεννόηση με τον πλοίαρχο ως προς τον τρόπο της παραλαβής των καυσίμων και της καλής εναποθήκευσής τους και η εποπτεία και διεύθυνση της παραλαβής τους. Στα πλαίσια των νόμιμων αυτών υποχρεώσεών του ο πρώτος μηχανικός οφείλει μόνον να ελέγχει αν παραλαμβάνονται στο πλοίο καύσιμα της αυτής ποσότητας και ποιότητας με αυτά που άλλος (ο πλοιοκτήτης, ο εφοπλιστής, ο διαχειριστής ή ο πράκτορας του πλοίου κατ’εντολή και για λογαριασμό τους ή ο ναυλωτής του) έχουν παραγγείλει και να πιστοποιεί τα γεγονότα αυτά, όπως και την υλική πράξη της παραλαβής τους, θέτοντας στη σχετική απόδειξη την υπογραφή του κάτω από τη σφραγίδα του πλοίου. Αντιθέτως, στις νόμιμες αρμοδιότητές του δεν περιλαμβάνεται η ανάληψη οποιασδήποτε συμβατικής δέσμευσης ούτε καν στο όνομα και για λογαριασμό του εργοδότη του, αφού, σε αντίθεση προς ό,τι ισχύει για τον πλοίαρχο, ο πρώτος μηχανικός δεν έχει νόμιμη (γενική ή ειδική) εξουσιοδότηση δικαιοπρακτικής αντιπροσώπευσης ούτε του πλοιοκτήτη (ή εφοπλιστή) ούτε, πολύ περισσότερο, άλλου τρίτου, όπως ο χρονοναυλωτής του πλοίου. Παραγωγή, επομένως, συμβατικής δέσμευσης αυτού του τελευταίου από δικαιοπραξίες του πρώτου μηχανικού είναι δυνατή μόνον αν αυτός είναι εφοδιασμένος με ειδική πληρεξουσιότητα προς σύναψη συγκεκριμένης σύμβασης. Στην υπόθεση που κρίνεται, όμως, καμία τέτοια εξουσιοδότηση δεν αποδεικνύεται ότι παρασχέθηκε στον ανωτέρω ναυτικό, ο οποίος υπογράφοντας στην επίμαχη απόδειξη παραλαβής καυσίμων πιστοποίησε απλώς, κατόπιν του ελέγχου που διενήργησε με βάση τις συναφείς με την ειδικότητά του ιδιαίτερες γνώσεις του, ότι τα καύσιμα που παραδόθηκαν στο πλοίο ανταποκρίνονταν στις ποσοτικές και ποιοτικές προδιαγραφές της παραγγελίας τους, στην οποία είχε προβεί η εναγόμενη, χωρίς να έχει εξουσία ανάληψης συμβατικών υποχρεώσεων στο όνομα και για λογαριασμό της. Άλλωστε και η ενάγουσα δεν επικαλείται παροχή ειδικής ή ρητής πληρεξουσιότητας εκ μέρους της εναγομένης προς τον υπογράψαντα το δελτίο αποστολής πρώτο μηχανικό του πλοίου. Υποστηρίζει μόνον για πρώτη φορά με το εφετήριο και, επομένως, απαραδέκτως με βάση τη διάταξη του άρθρου 526 του ΚΠολΔ, ότι ο πρώτος μηχανικός του πλοίου είχε ως εκ της θέσης του φαινόμενη πληρεξουσιότητα να συνομολογεί στο όνομα και για λογαριασμό της εναγομένης συμφωνίες ανάληψης εκ μέρους της υποχρεώσεων αποπληρωμής του τιμήματος των καυσίμων που κατά παραγγελία της είχαν αγοραστεί  και παραληφθεί από τον ίδιο. Επιπροσθέτως,  η κρίση του παρόντος Δικαστηρίου περί έλλειψης οιουδήποτε συμβατικού δεσμού μεταξύ ενάγουσας και εναγόμενης, αλλά της κατάρτισης της επίμαχης σύμβασης μεταξύ της ενάγουσας και της εταιρείας με την επωνυμία «.………», η οποία συμβλήθηκε στο δικό της όνομα και για ίδιον λογαριασμό, και όχι ως άμεση αντιπρόσωπος της εναγομένης, δεν αναιρείται από το γεγονός ότι η ανωτέρω εταιρεία «………….» δε διαθέτει άδεια εμπορίας στην Ελλάδα ναυτιλιακών καυσίμων, γεγονός που, κατά την ενάγουσα, συνηγορεί υπέρ της παραδοχής ότι (η «……….») δε θα μπορούσε να ενεργήσει εν προκειμένω ως πωλήτρια, ει μη μόνον ως διαμεσολαβήσασα στην πώληση των καυσίμων αντιπρόσωπος της εναγομένης, διότι, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, επιτρέπεται κατ’εξαίρεση η κατάρτιση τέτοιας σύμβασης πώλησης και από μη κάτοχο σχετικής άδειας, υπό την προϋπόθεση ότι η παράδοση των καυσίμων στο πλοίο και η έκδοση των απαιτουμένων παραστατικών θα γίνεται αποκλειστικά από κάτοχο άδειας εμπορίας, όπως συνέβη και στην προκειμένη περίπτωση, που η ανωτέρω εταιρεία με την επωνυμία «…………..» πώλησε στην εναγόμενη την ποσότητα καυσίμου, την οποία είχε προηγουμένως αγοράσει από την ενάγουσα, πλην όμως την παρέδωσε στο πλοίο χρησιμοποιώντας ως βοηθό εκπλήρωσης της υποχρέωσής της τη δική της πωλήτρια  – ενάγουσα, που εξέδωσε και το αντίστοιχο δελτίο αποστολής της παραληφθείσας ποσότητας και διαθέτει άδεια εμπορίας ναυτιλιακών καυσίμων στην Ελλάδα, κατά τα προαναφερθέντα, με την περαιτέρω επισήμανση ότι σε κάθε περίπτωση η μη τήρηση της εν λόγω προϋπόθεσης ουδόλως επάγεται ακυρότητα της σύμβασης. Εξάλλου δεν αποδείχθηκε ότι η ανωτέρω εταιρεία «…………..» ενήργησε εν προκειμένω ως μεσίτρια ναυτιλιακών καυσίμων, αφού ούτε υπέδειξε στην πλοιοκτήτρια/εναγόμενη ευκαιρία για τη σύναψη ορισμένης σύμβασης, ούτε μεσολάβησε στην κατάρτισή της, αλλά αγόρασε από την ενάγουσα καύσιμα, τα οποία στη συνέχεια μεταπώλησε στην εναγόμενη. Ισχυρίζεται επίσης η ενάγουσα στην αγωγή της ότι, άλλως επικουρικώς, η ευθύνη της εναγομένης προς καταβολή του τιμήματος της επίδικης πώλησης, θεμελιώνεται στους ισχύοντες Γενικούς Όρους Πώλησης της ιδίας (της ενάγουσας), οι οποίοι ακολουθούνται στις συναλλαγές της, και συγκεκριμένα στον υπό στοιχεία 8α Όρο, το περιεχόμενο του οποίου έχει ήδη αναφερθεί και στους οποίους παραπέμπει ως εφαρμοστέους στην επίμαχη πώληση το σχετικώς εκδοθέν τιμολόγιό της, πλην όμως ο ισχυρισμός αυτός ουδόλως ευσταθεί. Και τούτο διότι δεν προέκυψε εκ των προσκομισθέντων ενώπιον και του παρόντος Δικαστηρίου αποδεικτικών μέσων, ότι οι ως άνω προδιατυπωμένοι Όροι είχαν γνωστοποιηθεί, κοινοποιηθεί, υποδειχθεί ως ισχύοντες στις πωλήσεις, που συνάπτει η ενάγουσα, ή τεθεί υπόψη της εναγομένης, καθ’οιονδήποτε τρόπο, ώστε να τη δεσμεύουν, πολλώ δε μάλλον που το συγκεκριμένο τιμολόγιο, που παραπέμπει στην εφαρμογή των Όρων αυτών, δε φέρει υπογραφή νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης, όπως απαιτείται για την ανάληψη εξ αυτού υποχρεώσεων, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν υπήρξε αντισυμβαλλόμενη της ενάγουσας στην πώληση αυτή, όπερ θα δικαιολογούσε την προηγούμενη ενημέρωσή της περί της ισχύος στη σύμβαση των συγκεκριμένων Όρων ώστε να συμφωνήσει στην εφαρμογή τους. Είναι αυτονόητο επίσης ότι η απλή έκδοση του τιμολογίου της επίδικης πώλησης από την ενάγουσα με εναλλακτική αναγραφή, εκτός από την εταιρεία με την επωνυμία «………….», και του καπετάνιου, των πλοιοκτητών, ναυλωτών και διαχειριστών του πλοίου, ως υποχρέων προς καταβολή του ποσού της αξίας των πωληθέντων καυσίμων, δε δημιουργεί συμβατικό δεσμό μεταξύ ενάγουσας και εναγομένης, εκ του οποίου να απορρέουν δικαιώματα και υποχρεώσεις για τα αντισυμβαλλόμενα μέρη, και δεν αποτελεί από μόνη της θεμελιωτικό γεγονός της ευθύνης της εναγομένης από τοιαύτη σύμβαση, στην οποία η ανωτέρω δε συμμετείχε, ούτε, όμως, εκ των υστέρων, αποδέχθηκε ή ενέκρινε. Επομένως, ενόψει όσων αναφέρθηκαν, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο επίσης δέχθηκε ότι η επίμαχη σύμβαση πώλησης ναυτιλιακών καυσίμων για τον εφοδιασμό του ως άνω πλοίου καταρτίσθηκε μεταξύ της ενάγουσας και της εταιρείας με την επωνυμία «……………..», η οποία συμβλήθηκε στο δικό της όνομα και για δικό της λογαριασμό, και όχι ως άμεση αντιπρόσωπος της εναγομένης, ή ως μεσίτρια, όπερ δεν αναιρείται από το γεγονός ότι η προαναφερθείσα αλλοδαπή εταιρεία δε διαθέτει άδεια εμπορίας στην Ελλάδα πετρελαιοειδών προϊόντων, και, συνακόλουθα, απέρριψε την αγωγή κατά την κύρια βάση της, τη στηριζόμενη στις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής ευθύνης της εναγομένης, ως ουσιαστικά αβάσιμη, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την ενάγουσα με τους πρώτο, δεύτερο και τρίτο, λόγους της κρινόμενης έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων. Σημειωτέον επίσης ότι, εφόσον η εναγόμενη δε δεσμεύεται από τους Γενικούς Όρους Πώλησης της ενάγουσας κατά τα προαναφερθέντα, στον υπό στοιχεία 9 Όρο των οποίων καθιερώνεται διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων να επιληφθούν της υπόθεσης, καθώς προβλέπεται σ’αυτόν ότι για την επίλυση των διαφορών, οι οποίες τυχόν προκύψουν εκ των πωλήσεων των ειδών που εμπορεύεται, κατά τόπον αρμόδια είναι τα δικαστήρια του Πειραιά, δε μπορεί να θεμελιωθεί διεθνής δικαιοδοσία ελληνικού δικαστηρίου προς εκδίκαση της αγωγής, όσον αφορά την κατά δικονομική επικουρικότητα προβαλλόμενη στο δικόγραφο βάση αυτής (περί ευθύνης της εναγομένης προς καταβολή του αιτουμένου ποσού ως κυρίας του πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού, αφού πρόκειται περί απαίτησης από τον εφοπλισμό του), σε σχετική περί τούτου έγγραφη συμφωνία των διαδίκων, καταρτισθείσα με βάση τον προβλεπόμενο στο άρθρο 25 στοιχείο α΄ του Κανονισμού (ΕΚ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου του 2012 “για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις”, που τυγχάνει εφαρμοστέος εν προκειμένω, τύπο, σύμφωνα με τα ειδικότερα στη μείζονα σκέψη προεκτεθέντα. Περαιτέρω, διεθνή δικαιοδοσία ελληνικού δικαστηρίου να επιληφθεί της αγωγής αναφορικά με την ανωτέρω επικουρική βάση της δε μπορεί να θεμελιωθεί ούτε στη διάταξη του άρθρου 7 του ως άνω Κανονισμού που αφορά στις διαφορές από σύμβαση, με βάση τον τόπο, όπου έλαβε χώρα η παράδοση των πωληθέντων καυσίμων, διότι δεν πρόκειται εν προκειμένω περί τέτοιας διαφοράς, αφού δεν προέρχεται από την επίμαχη σύμβαση πώλησης, και δεν καθιερώνεται παράλληλη προσωπική ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις απαιτήσεις, που πηγάζουν από τον εφοπλισμό του, αλλά εδράζεται στην εκ του νόμου ευθύνη του κυρίου του πλοίου, η οποία, όπως προειπώθηκε στη μείζονα σκέψη, είναι πραγματοπαγής και περιορισμένη (νόθος παθητική εις ολόκληρον ενοχή). Ούτε όμως τέτοια δικαιοδοσία ελληνικού δικαστηρίου μπορεί να θεμελιωθεί σε κάποια άλλη βάση εκ των ειδικών (συντρεχουσών) βάσεων δικαιοδοσίας, που θεσπίζονται, και δη περιοριστικά, στον ως άνω Κανονισμό, των σχετικών διατάξεων αυτού ερμηνευομένων συσταλτικά, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη. Επομένως, εφόσον εν προκειμένω  για τη διερεύνηση της διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων αναφορικά με την εκδίκαση της ανωτέρω αγωγικής βάσης εφαρμοστέα τυγχάνει η διάταξη του άρθρου 4, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 63, του ανωτέρω Κανονισμού, που καθιερώνει ως γενική βάση διεθνούς δικαιοδοσίας την κατοικία του εναγομένου, και εφόσον πρόκειται περί νομικού προσώπου την έδρα του, και η εναγόμενη εδρεύει στη Μονρόβια της Λιβερίας, δε θεμελιώνεται διεθνή δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων να επιληφθούν της ως άνω επικουρικά σωρευομένης στο δικόγραφο βάσης, ως προς την οποία η αγωγή απορριπτέα τυγχάνει ως απαράδεκτη. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την προσβαλλόμενη απόφασή του ομοίως απέρριψε ως απαράδεκτη, ελλείψει διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων, την αγωγή κατά τη βάση της αυτή, έστω και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την αιτιολογία της παρούσας απόφασης, καταλήγοντας ωστόσο σε σωστό συμπέρασμα, ορθά τις σχετικές διατάξεις ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την ενάγουσα με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων. Πρέπει, επίσης, να αναφερθεί στο σημείο αυτό ότι, σε κάθε περίπτωση και ανεξαρτήτως όσων προαναφέρθηκαν,  η εναγόμενη δεν είναι κυρία του ανωτέρω πλοίου, ώστε να ευθύνεται με βάση τις προβαλλόμενες από την ενάγουσα ως εφαρμοστέες διατάξεις των άρθρων 106 επ. του ΚΙΝΔ, περιορισμένα και μέχρι την αξία του πλοίου για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό του, αλλά πλοιοκτήτρια, εκμεταλλευόμενη αυτό για δικό της λογαριασμό, πολλώ δε μάλλον που η ενάγουσα ουδόλως ανέφερε στο αγωγικό δικόγραφο στοιχεία περί του προσώπου του εφοπλιστή του πλοίου κατά τον κρίσιμο χρόνο, ει μη μόνον όλως αορίστως, με τρόπο γενικό και επιγραμματικό, επικαλέσθηκε επικουρικά την ευθύνη της εναγομένης προς καταβολή του ποσού του τιμήματος της πώλησης των καυσίμων και με την ιδιότητά της αυτή.

Κατά το άρθρο 193 του ΚΠολΔ, εφόσον ο διάδικος προσβάλλει με ένδικο μέσο την απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης, μπορεί να την προσβάλλει και ως προς τη διάταξή της σχετικά με τα δικαστικά έξοδα, παραπονούμενος είτε για τον εις βάρος του καταλογισμό τους, είτε για το ότι καταλογίστηκαν υπέρ αυτού, αλλά σε ποσό μικρότερο από εκείνο που, κατά την άποψή του, έπρεπε να υπολογιστούν (ΕφΑθ 3080/2010 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Σκοπός της διάταξης είναι να περιορίσει τη δυνατότητα αυτοτελούς άσκησης ένδικων μέσων μόνο για το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και ως προς το κεφάλαιο της ουσίας της υπόθεσης, ρύθμιση που ισχύει για όλα τα ένδικα μέσα (ΑΠ 617/2008, ΑΠ 777/2007, ΑΠ 781/2006, ΑΠ 54/2006 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επίσης, από τα άρθρα 176, 189, 190 παρ. 3 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι, σε περίπτωση που ηττάται ο διάδικος, όπως όταν απορρίπτεται η αγωγή του, καταδικάζεται στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του αντιδίκου του, μετά την υποβολή από τον τελευταίο σχετικού αιτήματος, ακόμη και όταν δεν έχει υποβληθεί κατάλογος εξόδων. Η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου που ηττήθηκε δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας και είναι συνέπεια της αρχής της ήττας (ΑΠ 859/2002 ΕλλΔνη 44.1260, ΕφΑθ 798/2007 ΕλλΔνη 2008.39). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 179 του ΚΠολΔ, σε περίπτωση που η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής, μπορεί το δικαστήριο, ανεξάρτητα από την έκταση της νίκης ή της ήττας των διαδίκων, να προβεί σε συμψηφισμό των εξόδων. Στην περίπτωση αυτή ο συμψηφισμός ή μη των δικαστικών εξόδων ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του δικαστή της ουσίας και η σχετική κρίση του δεν είναι δεκτική αναιρετικού ελέγχου (ΑΠ 773/2009, ΑΠ 98/2009, ΑΠ 1533/2008, ΑΠ 433/2007, ΑΠ 171/2007, ΕφΘεσ 496/2011, ΕφΘεσ 1113/2010, ΕφΛαμ 212/2009 άπασες δημοσιευμένες σε Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Τέλος, ιδιαίτερη δυσχέρεια στην εφαρμογή του κανόνα δικαίου συντρέχει σε περίπτωση διακύμανσης της νομολογίας, ή πλοκής των νομικών θεμάτων, που συνάπτονται με την υπόθεση (ΕφΑθ 833/2009 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Εν προκειμένω με τον έβδομο και τελευταίο λόγο της υπό κρίση έφεσης η εκκαλούσα παραπονείται για τη διάταξη της εκκαλουμένης απόφασης περί επιβολής των δικαστικών εξόδων, ποσού 1.200 ευρώ, της εναγομένης σε βάρος της, ισχυριζόμενη ότι συνέτρεχε περίπτωση συμψηφισμού αυτών, κατ’άρθρο 179 του ΚΠολΔ, διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου, που εφαρμόσθηκαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, υπήρξε ιδιαίτερα δυσχερής, άλλως ότι το επιδικασθέν ποσό είναι υπέρογκο και θα έπρεπε να προσδιορισθεί στο ποσό των 378,20 ευρώ, το οποίο είναι εύλογο βάσει των δικηγορικών αμοιβών, που ίσχυσαν κατά το χρόνο εκδίκασης της αγωγής και ανέρχονταν στο ποσό των 134 ευρώ για την παράσταση του δικηγόρου της εναγομένης και των 171 ευρώ για τη σύνταξη των προτάσεών της κατά τη συζήτηση της αγωγής, και συνολικά στο ποσό των 305 ευρώ και πλέον ΦΠΑ 24% στο ποσό των 378,2 ευρώ, άλλως στο ποσό των 600 ευρώ, που «αποτελεί μία εύλογη δικαστική δαπάνη για την παρούσα υπόθεση βάσει του αιτουμένου διά της αγωγής ποσού και ενόψει των δυσχερών οικονομικών συνθηκών της εποχής». Ο λόγος αυτός παραδεκτά μεν προβάλλεται, κατ’άρθρο 193 του ΚΠολΔ, αφού προσβάλλεται συγχρόνως και η ουσία της υπόθεσης (Σ. Σαμουήλ : Η Έφεση, έκδοση 2003, παρ.193), πλην όμως κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος κατ’ουσίαν, διότι, αφενός μεν δε συνέτρεχε εν προκειμένω λόγος συμψηφισμού των δικαστικών εξόδων, κατά το άρθρο 179 του ΚΠολΔ, δεδομένου ότι οι ως άνω κανόνες δικαίου, που εφαρμόσθηκαν για την απόρριψη της αγωγής, δεν είχαν κάποια ιδιαίτερη δυσχέρεια και η νομολογιακή εφαρμογή τους δεν εμφανίζει ταλάντευση ή αντιφατικότητα, αφετέρου δε το αντικείμενο της αγωγής, σε συνδυασμό με τα άρθρα 63 παρ.1 I β, και 68 παρ.1 του Κώδικα περί Δικηγόρων (ν. 4194/2013), και τα άρθρα του Παραρτήματος Ι του ιδίου Κώδικα, που αφορούν στην αμοιβή του δικηγόρου για την παράστασή του σε πολιτικές υποθέσεις ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου κατά την τακτική διαδικασία, δικαιολογούν τον προσδιορισμό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο των δικαστικών εξόδων της εναγομένης, που νίκησε, λόγω της απόρριψης  της αγωγής στο σύνολό της, στο επικασθέν ποσό των 1.200 ευρώ.

Κατά συνέπειαν, και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι έφεσης προς διερεύνηση, πρέπει η υπό κρίση έφεση ν’ απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματός της, που υποβλήθηκε με τις προτάσεις της, να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ). Ως προς το παράβολο, τέλος, ποσού 100 ευρώ, που η εκκαλούσα προκατέβαλε κατά την κατάθεση της έφεσης, πρέπει, για τον ίδιο λόγο, να διαταχθεί η εισαγωγή του στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3, Γ, εδαφ.ε΄του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την από 18.7.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../19.7.2019 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και ………../19.7.2019 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση κατά της υπ’αριθμ. 1279/2019 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του καταβληθέντος παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 31 Ιανουαρίου 2022

 Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ