Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 50/2022

Αριθμός  50/2022

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 4o

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών,  Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη  και Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη-Εισηγήτρια  και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την ………..,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) Ανώνυμης εταιρείας …………….., 2) ……….., 3) ………..και 4) ………… οι οποίοι δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο Δικηγόρο.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ:  Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας ………… εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο Δημήτριο Παπαδημητρίου.

Οι εκκαλούντες κατέθεσαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από  10.11.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2017) ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 1138/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  απέρριψε την ανακοπή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες με την από  26.2.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………./2020) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2020) η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος Δικηγόρος της εφεσίβλητης, αφού έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Από τις διατάξεις των άρθρων 524 παρ. 1 και 3 και 271 παρ. 2 του ΚΠολΔ, το τελευταίο από τα οποία εφαρμόζεται αναλόγως και στην κατ΄ έφεση δίκη, συνάγεται ότι αν ο εκκαλών δεν εμφανιστεί ή δεν λάβει μέρος κανονικά στη συζήτηση, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο έχει υποχρέωση να ερευνήσει την ύπαρξη ή μη της κλήτευσής του και αν μεν δεν κλητεύθηκε ή δεν κλητεύθηκε νομίμως ή εμπροθέσμως για να παραστεί κατά τη συζήτηση της εφέσεως, το Δικαστήριο κηρύσσει τη συζήτηση απαράδεκτη, αν δε, αντιθέτως, επισπεύδει αυτός τη συζήτηση ή κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως να παραστεί σε αυτή, η έφεση απορρίπτεται. Επομένως, πρέπει, πριν την ως άνω έρευνα, να προηγηθεί από το Δικαστήριο η διακρίβωση του ποιος από τους διαδίκους επισπεύδει τη συζήτηση, γιατί αν επισπεύδων είναι ο απολιπόμενος διάδικος, τότε δεν απαιτείται κλήτευσή του, ενώ αντίθετα απαιτείται τέτοια κλήτευση όταν τη συζήτηση επισπεύδει ο παριστάμενος διάδικος. Σε περίπτωση αδυναμίας διακρίβωσης του διαδίκου που επισπεύδει τη συζήτηση, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη, διότι λείπει η απαιτούμενη προδικασία της κλήσης προς συζήτηση (ΑΠ 1395/2017, ΑΠ 361/2011, ΑΠ 549/2007 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου και κατ΄ εφαρμογή των θεμελιακών δικονομικών αρχών της εκατέρωθεν ακρόασης και της τήρησης προδικασίας (άρθρα 110 παρ. 2 και 111 του ΚΠολΔ), σε περίπτωση απουσίας οποιουδήποτε διαδίκου εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο αν νομίμως φέρεται προς συζήτηση η υπόθεση στο Δικαστήριο, η οποία μετά την άσκηση του ένδικου μέσου της εφέσεως συντελείται, κατά το άρθρο 498 του ΚΠολΔ, με κλήση, κατά την προσδιορισθείσα με επιμέλεια του διαδίκου δικάσιμο, η οποία επιδίδεται στον αντίδικο και δεν αρκεί μόνο ο προσδιορισμός δικασίμου αλλά απαιτείται και επίδοση της κλήσης, η οποία έχει τα ίδια αποτελέσματα και για εκείνον με παραγγελία του οποίου έγινε (ΑΠ 85/1994 ΕλλΔνη 1995.346, ΑΠ 1207/1985 ΝοΒ 1986.516, Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα: ΕρμΚΠολΔ, στο άρθρο 518, αρ. 5) και υποδηλώνει τη βούλησή του ότι επιθυμεί την εκδίκασή της, ενώ η μη επίδοσή της υποδηλώνει την αντίθετη προς τούτο βούληση του διαδίκου. Έτσι, αν ο εφεσίβλητος δεν κλητεύθηκε από τον εκκαλούντα, αλλά τυχαία αυτός έλαβε γνώση της συζήτησης, δεν μπορεί να προσέλθει αυτοβούλως και να επιμείνει στη συζήτηση της υπόθεσης ερήμην του εκκαλούντος, αν δεν τον έχει ο ίδιος κλητεύσει νομίμως και εμπροθέσμως, καθόσον ο προσδιορισμός δικασίμου της εφέσεως με επιμέλεια του εκκαλούντος και η στη συνέχεια μεταμέλειά του για την κλήτευση του εφεσίβλητου και την παράσταση του ίδιου στη συζήτηση, υποδηλώνει μεταμέλεια για συζήτηση της υπόθεσης που ο ίδιος έθεσε σε κίνηση και επομένως η συζήτησή της θα ήταν αντίθετη προς τη θεμελιακή αρχή της διάθεσης (ΑΠ 145/2009, ΕφΠειρ 321/2021, ΕφΛαρ 84/2020, ΕφΑθ 2630/2017, ΕφΘεσ 1456/2017, ΕφΠειρ 28/2016 ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλη: ΚΠολΔ, στο άρθρο 531, αρ. 3, Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα: ΕρμΚΠολΔ, στο άρθρο 272, αρ. 1). Περαιτέρω κατά το άρθρο 128 παρ. 4 του ΚΠολΔ, αν κανείς από όσους αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν βρίσκεται στην κατοικία του παραλήπτη, τότε «α) το έγγραφο πρέπει να κολληθεί στην πόρτα της κατοικίας και σε ενσφράγιστο φάκελο, επί του οποίου θα υπάρχουν μόνο τα στοιχεία του δικαστικού επιμελητή και του προς όν η επίδοση, μπροστά σε ένα μάρτυρα. Σε περιπτώσεις πολυκατοικιών, οι οποίες είναι κλειστές και δεν είναι δυνατόν να κολληθεί το έγγραφο στην πόρτα της κατοικίας, η επικόλληση μπορεί να γίνεται κατά τα ανωτέρω και στην κεντρική είσοδο της πολυκατοικίας, β) το αργότερο την επομένη εργάσιμη ημέρα μετά τη θυροκόλληση, αντίγραφο του εγγράφου, που συντάσσεται ατελώς, πρέπει να παραδοθεί στα χέρια του προϊσταμένου του αστυνομικού τμήματος ή σταθμού της περιφέρειας της κατοικίας και αν λείπει ο προϊστάμενος, στον αξιωματικό ή υπαξιωματικό υπηρεσίας ή στο σκοπό του αστυνομικού καταστήματος. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η παράδοση βεβαιώνεται με απόδειξη που συντάσσεται ατελώς κάτω από την έκθεση της επίδοσης που αναφέρεται στο άρθρο 140 παράγραφος 1. Η απόδειξη αυτή πρέπει να αναφέρει την ημερομηνία που έγινε η παράδοση, και το ονοματεπώνυμο, καθώς και την ιδιότητα εκείνου που παρέλαβε το αντίγραφο, ο οποίος υπογράφει την απόδειξη και τη σφραγίζει με την υπηρεσιακή σφραγίδα. Το αντίγραφο που παραδόθηκε φυλάγεται σε ιδιαίτερο φάκελο στο υπηρεσιακό γραφείο, όπου υπηρετεί εκείνος που το παρέλαβε, γ) το αργότερο την επόμενη εργάσιμη ημέρα από την παράδοση, σύμφωνα με την περίπτωση β΄, εκείνος που ενήργησε την επίδοση του εγγράφου πρέπει να ταχυδρομήσει σε εκείνον προς τον οποίο απευθύνεται η επίδοση έγγραφη ειδοποίηση στην οποία πρέπει να αναφέρεται το είδος του εγγράφου που επιδόθηκε, η διεύθυνση της κατοικίας, όπου έγινε η θυροκόλληση του, η ημερομηνία της θυροκόλλησης, η αρχή στην οποία παραδόθηκε το αντίγραφο, καθώς και η ημερομηνία της παράδοσης. Η ειδοποίηση ταχυδρομείται με έξοδα εκείνου που ζητεί να γίνει η επίδοση. Το γεγονός ότι ταχυδρομήθηκε η ειδοποίηση βεβαιώνεται με απόδειξη, την οποία συντάσσει και υπογράφει ατελώς, κάτω από την επιδοτήρια έκθεση της παραγράφου 1 του άρθρου 140, εκείνος που ενεργεί την επίδοση. Η βεβαίωση πρέπει να αναφέρει το ταχυδρομικό γραφείο, με το οποίο έστειλε την ειδοποίηση, και τον υπάλληλο που την παρέλαβε, ο οποίος προσυπογράφει τη βεβαίωση. Ύστερα από προφορική αίτηση του παραλήπτη, η αρχή στην οποία είχε παραδοθεί το αντίγραφο, σύμφωνα με την άνω περίπτωση β΄ του παρόντος, του το παραδίδει, με έγγραφη απόδειξη που συντάσσεται ατελώς.» Επιπροσθέτως, σύμφωνα με το άρ­θρο 136 παρ. 2 του ΚΠολΔ «Στις επιδόσεις του άρθρου 128 παράγραφος 4 η επίδοση θεωρείται ότι συντελέστηκε με τη θυροκόλληση του εγγράφου στην πόρτα της κατοικίας εκείνου προς τον οποίο γίνεται η επίδοση, με την προϋπόθεση, ότι έγιναν όσα ορίζονται στην παράγραφο αυτή με τα στοιχεία β΄ και γ΄.» (ΑΠ 1181/2019, ΑΠ 109/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 753/2004, ΑΠ 1460/2000 ΕλλΔνη 2001.702 ΝΟΜΟΣ, Χ. Απαλαγάκη: ΚΠολΔ, εκ. 2019, άρθρα 128 και 136). Ειδικότερα από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συντέλεση της επίδοσης, που έγινε με θυροκόλληση, απαιτείται προσθέτως: α) Αντίγραφο του εγγράφου να εγχειρισθεί, το αργότερο την επόμενη εργάσιμη ημέρα από τη θυροκόλληση, στον προϊστάμενο του αστυνομικού τμήματος, ή σταθμού της περιφέρειας όπου η κατοικία του παραλήπτη και β) να ταχυδρομηθεί έγγραφη ειδοποίηση στον παραλήπτη του εγγράφου, το αργότερο την επόμενη εργάσιμη ημέρα από την ανωτέρω παράδοση. Αν αυτά γίνουν μέσα στις ως άνω προθεσμίες η επίδοση έχει επέλθει από την ημέρα της θυροκόλλησης, άλλως, ολοκληρώνεται από την ενέργεια και της τελευταίας από τις εν λόγω πράξεις (ΑΠ 133/1998 ΕλλΔνη 39.831, ΑΠ 574/1996, ΕλλΔνη 38.88, ΜΕφΠειρ 72/2017). Συνεπώς, αν δεν τηρηθούν οι διατυπώσεις, που ορίζονται στο άρθρο 128 παρ. 4 στοιχ. β΄ και γ΄ του ΚΠολΔ, δηλαδή αν δεν παραδοθεί στον αστυνόμο κ.λπ. αντίγραφο του εγγράφου και δεν ταχυδρομηθεί σχετική έγγραφη ειδοποίηση σε εκείνον προς τον οποίο απευθύνεται, η επίδοση δεν ολοκληρώνεται και άρα είναι ανυπόστατη (ΑΠ 833/2000 ΕλλΔνη 2001.119, ΕφΠειρ 373/2020, ΕφΑθ 1999/2002, Ιωάννη Κατρά: Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Κατ΄ άρθρο Νομολογία, έκδοση 2016, άρθρο 128, σελ. 121). Η έγγραφη ειδοποίηση αποστέλλεται στη διεύθυνση της κατοικίας που έγινε η επίδοση (Κεραμέως-Κονδύλη-Νίκα: Ερμηνεία ΚΠολΔ, τομ. Ι, εκδ. 2000, σελ. 296 και εκεί παραπομπή). Εξάλλου από την προαναφερόμενη διάταξη (128 παρ. 4 του ΚΠολΔ), σε συνδυασμό και προς τις διατάξεις των άρθρων 139 και 140 του ΚΠολΔ, προκύπτει, εκτός άλλων, ότι για τη νόμιμη επίδοση εγγράφου με θυροκόλληση στην κατοικία προσώπου στο οποίο γίνεται η επίδοση πρέπει να βεβαιώνεται στην έκθεση επιδόσεως, εκτός άλλων, ότι η θυροκόλληση έγινε στην κατοικία του προσώπου στο οποίο γίνεται η επίδοση (ΑΠ 1921/1999). Επιπλέον κατά τη διάταξη του άρθρου 139 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όποιος ενεργεί την επίδοση συντάσσει έκθεση, η οποία εκτός από όσα απαιτεί το άρθρο 117, πρέπει να περιέχει και α) την παραγγελία για επίδοση, β) σαφή καθορισμό του εγγράφου που επιδόθηκε και των προσώπων, που αφορά, γ) μνεία της ημέρας και της ώρας της επίδοσης, δ) μνεία του προσώπου, στο οποίο παραδόθηκε το έγγραφο και τον τρόπο, που επιδόθηκε σε περίπτωση απουσίας ή άρνησης του παραλήπτη ή των προσώπων που ορίζονται στα άρθρα 128 έως 135 και 138. Από το προαναφερόμενο άρθρο προκύπτει, ότι όποιος ενεργεί την επίδοση συντάσσει έκθεση, η οποία πρέπει να περιέχει τα προαναφερόμενα σ΄ αυτό στοιχεία, καθώς και όσα απαιτεί το άρθρο 117 του ίδιου Κώδικα. Μεταξύ των στοιχείων αυτών είναι και ο τόπος επιδόσεως, για τον οποίο δεν πρέπει στη σχετική έκθεση να καταλείπεται αμφιβολία (ΕφΑθ 3903/2009 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 847, 850, 851 επ. του ΑΚ και 328 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι στη δίκη που διεξάγεται μεταξύ του δανειστή αφενός και του εγγυητή και του πρωτοφειλέτη αφετέρου, η μεταξύ των τελευταίων ομοδικία είναι αναγκαστική, μόνο καθ΄ ο μέρος αντικείμενο της κοινής δίκης, ως προς κάθε ομόδικο, είναι η ύπαρξη της κύριας οφειλής και συνεπώς οι αρχές της εν λόγω αναγκαστικής ομοδικίας περιορίζονται μόνο στις περιπτώσεις, όπου το ζήτημα που πρόκειται να κριθεί αναφέρεται στην κοινή υπεράσπιση πρωτοφειλέτη και εγγυητή ως προς την ύπαρξη του χρέους (ΑΠ 1104/2020, ΑΠ 573/2019, ΑΠ 338/2017). Εξάλλου, με την ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, η οποία υπόκειται και στη ρύθμιση των άρθρων 583 επ. του ΚΠολΔ, προβάλλονται λόγοι, είτε κατά του κύρους της διαταγής πληρωμής για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης, είτε κατά της υπάρξεως της απαιτήσεως (ΟλΑΠ 10/1997, ΑΠ 1946/2017). Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον ο πρωτοφειλέτης και ο εγγυητής ασκούν ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, που εκδόθηκε σε βάρος τους με βάση το κατάλοιπο συμβάσεως πιστώσεως που καταγγέλθηκε από το δανειστή, υφίσταται αναγκαία ομοδικία μεταξύ τους καθ΄ ο μέρος αντικείμενο της δίκης, ως προς τον καθένα, είναι η ύπαρξη και η έκταση της κύριας σε βάρος τους οφειλής. Στην προκειμένη περίπτωση οι εκκαλούντες άσκησαν, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 10-11-2017 (αρ. καταθ. …../2017) ανακοπή κατά της υπ΄ αρ. …../2017 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς [που εκδόθηκε κατόπιν αιτήσεως της καθ΄ ης η ανακοπή, ήδη εφεσίβλητης, κατά των ανακοπτόντων, ήδη εκκαλούντων, οφειλέτριας-πιστούχου (πρώτης των ανακοπτόντων) και εγγυητών (λοιπών των ανακοπτόντων) που εγγυήθηκαν την πλήρη, απόλυτη και έγκαιρη εκπλήρωση από την οφειλέτρια του συνόλου των υποχρεώσεών της που απορρέουν από τη σύμβαση παροχής πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και τις πρόσθετες πράξεις αυτής, στο οριστικό κλείσιμο της οποίας (σύμβασης παροχής πιστώσεως) ήδη είχε προβεί αυτή (καθ΄ ης η ανακοπή), και με την οποία (διαταγή πληρωμής) διατάχθηκαν οι ήδη ανακόπτοντες να καταβάλουν στην ήδη καθ΄ης η ανακοπή έκαστος εις ολόκληρον και αλληλεγγύως το ισότιμο σε ευρώ κατά την ημερομηνία πληρωμής ποσό των 500.000 δολαρίων ΗΠΑ, πλέον τόκων και εξόδων], με την οποία (ανακοπή) οι ανακόπτοντες ζητούσαν την ακύρωση αυτής (διαταγής πληρωμής), επικαλούμενοι, μεταξύ άλλων, με λόγους αυτής, ότι δεν είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη η απαίτηση, για την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων, η υπ΄ αρ. 1138/2019 οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου (ειδική διαδικασία των άρθρων 614 και 591 του ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 632 του ΚΠολΔ) με την οποία, απορρίφθηκε η ένδικη ανακοπή. Κατά της αποφάσεως αυτής οι ανακόπτοντες άσκησαν την ένδικη από 26-2-2020 (αρ. καταθ. …../2020) έφεση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού με την οποία ζητούν να γίνει δεκτή αυτή (έφεση), να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και να ακυρωθεί η ένδικη διαταγή πληρωμής. Επομένως, και σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, οι ανακόπτοντες, ασκήσαντες κοινή ανακοπή,-εκκαλούντες στη δίκη αυτή συνδέονται με το δεσμό της αναγκαστικής ομοδικίας, κατ΄ άρθρο 76 παρ. 1 του ΚΠολΔ, εφόσον η ισχύς της αποφάσεως που θα εκδοθεί εκτείνεται σε όλους τους ανακόπτοντες (ομοδίκους), ενόψει της προβολής εκ μέρους τους λόγων ανακοπής κατά της ως άνω διαταγής πληρωμής που αφορούν στην έκταση της κύριας σε βάρος τους οφειλής της καθ΄ ης η ανακοπή, προβάλλοντας και κοινή υπεράσπιση προς τούτο.

Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου στη νομίμως ορισθείσα δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του Δικαστηρίου αυτού, οι εκκαλούντες δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο Δικηγόρο, ενώ η εφεσίβλητη εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο της, οι δε έγγραφες προτάσεις της κατατέθηκαν επί της έδρας. Συνεπώς, πρέπει να ελεγχθεί εάν οι απολιπόμενοι εκκαλούντες κλήθηκαν να παραστούν στην παρούσα δικάσιμο νομίμως και εμπροθέσμως.

Από τις υπ΄ αρ. …/29-7-2020, …/29-7-2020 και …./30-7-2020 εκθέσεις επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ……….., που επικαλείται και προσκομίζει η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «……….» και το διακριτικό τίτλο «………….», νομίμως εκπροσωπούμενη, η οποία νομίμως συνεχίζει τη δίκη στη θέση της αρχικής εφεσίβλητης, ως καθολική διάδοχος αυτής, λόγω διασπάσεως της εφεσίβλητης με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητάς της και σύσταση της ως άνω τραπεζικής εταιρείας («……………..») (άρθρο 16 του Ν. 2515/1997 και άρθρα 57 παρ. 3 και 59-74 του Ν. 4601/2019 -Ανακοινώσεις για καταχώριση στο Γ.Ε.ΜΗ υπ΄ αρ. …. και …../20-3-2020) προκύπτει ότι τη συζήτηση της ένδικης εφέσεως επισπεύδει η ίδια (εφεσίβλητη), η οποία επέδωσε νομίμως και εμπροθέσμως στους ως άνω τρεις πρώτους των εκκαλούντων, αντίστοιχα, ακριβές επικυρωμένο φωτοτυπικό αντίγραφο της ως άνω εφέσεως, με εκθέσεις καταθέσεως, πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση να παραστούν (οι ως άνω εκκαλούντες) κατά τη συζήτηση αυτής κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (11-11-2021). Προς απόδειξη της κλητεύσεως του τετάρτου των εκκαλούντων η ως άνω ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…………….» που επισπεύδει τη συζήτηση της ένδικης εφέσεως και ως προς τον ως άνω εκκαλούντα, επικαλείται και προσκομίζει την υπ΄ αρ. ……/29-7-2020 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ……………… Από την προαναφερόμενη έκθεση επιδόσεως προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι ο ως άνω Δικαστικός Επιμελητής κατόπιν έγγραφης παραγγελίας του πληρεξουσίου Δικηγόρου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………» την 29-7-2020 μετέβη στη ……… Αττικής, για να επιδώσει προς τον ……… (τέταρτο των εκκαλούντων), «κάτοικο ….. Αττικής, οδός ………….», ακριβές επικυρωμένο φωτοτυπικό αντίγραφο της ένδικης εφέσεως, με εκθέσεις καταθέσεως και πράξη ορισμού δικασίμου για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και κλήση προς συζήτηση κατά τη δικάσιμο αυτή. Ακολούθως, από την ίδια έκθεση επιδόσεως προκύπτει ότι επειδή δεν βρήκε (ο ως άνω Δικαστικός Επιμελητής) τον προς ον η επίδοση «εις την ενταύθα και επί της οδού …, αριθμός …., κειμένη κατοικίά του, ουδ’ άλλον τινά εκ των αναφερομένων εις το άρθρο 128 του Κ.Πολ.Δ. και την θύρα της κεντρικής εισόδου της μεζονέτας κλειστή, ην κατ’ επανάληψιν έκρουσα ως και το θυροτηλέφωνο αυτού και ουδείς ενεφανίσθη δι’ ο και εθυροκόλλησα την εν λόγω έφεση, αφού την εναπόθεσα σε ενσφράγιστο λευκό φάκελο, εις την ως άνω κεντρική είσοδο, επειδή δεν ήτο δυνατή η είσοδός μου εις την ως άνω κατοικίά του παρουσία της μάρτυρος…..». Στη συνέχεια, ο εν λόγω Δικαστικός Επιμελητής αναγράφει ότι την 29-7-2020, ίδια ημέρα της θυροκόλλησης, ενεχείρησε αντίγραφο του ανωτέρω δικογράφου (εφέσεως) στο αρμόδιο Αστυνομικό Τμήμα και την 30-7-2020, επομένη της θυροκόλλησης, παρέδωσε την, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 128 παρ. 4γ του ΚΠολΔ, ειδοποίηση και ειδικότερα ότι ο ίδιος «…μετέβην εις το ενταύθα και επί της οδού ………. κατάστημα του ΕΛΤΑ περιφερείας Αθηνών και παρέδωσα εις τον εντεταλμένο υπάλληλο αυτού ….. την συμφώνως προς το άρθρο 128 παράγρ. 4γ ειδοποίησιν δια τον κ. …….., κάτοικο …….. Αττικής, οδός …, αριθμός …, δια την γενομένη παρ’ εμού θυροκόλλησιν της εν τη εκθέσει επιδόσεως αναφερομένης εφέσεως και παράδοσιν αντιγράφου αυτής εις το Αστυνομικό Τμήμα Κηφισιάς». Έτσι, όμως, ενώ αρχικά στην ως άνω έκθεση επιδόσεως αναφέρεται ότι ο ………., προς ον η επίδοση, είναι κάτοικος ……. Αττικής, οδός ….., αριθμός …., όπως και ότι η κατοικία του στην οποία έγινε η θυροκόλληση βρίσκεται στην οδό …….., αριθμός ….., εντέλει αναγράφεται ότι ο Δικαστικός Επιμελητής παρέδωσε την, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 128 παρ. 4γ του ΚΠολΔ, ειδοποίηση, για την γενόμενη θυροκόλληση, προς τον ………., κάτοικο ……… Αττικής, οδός …, αριθμός …, δηλαδή, κάτοικο άλλης διεύθυνσης. Κατόπιν τούτου, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, δεν προκύπτει ότι η επίδοση, που έγινε με θυροκόλληση, συντελέστηκε, σύμφωνα με το άρθρο 128 παρ. 4 του ΚΠολΔ. Συνεπώς, εφόσον, κατά τα ως άνω, δεν προκύπτει νόμιμη κλήτευση του απολιπόμενου τετάρτου των εκκαλούντων, για την παρούσα δικάσιμο, πρέπει, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, η συζήτηση της ένδικης εφέσεως να κηρυχθεί απαράδεκτη, ως προς όλους τους διαδίκους, καθόσον πρόκειται, κατά τα προαναφερόμενα, για περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της από 26-2-2020 (αρ. καταθ. 156/2020) εφέσεως ως προς όλους τους διαδίκους.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 9η Δεκεμβρίου 2021  και δημοσιεύθηκε στις 31 Ιανουαρίου 2022 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τον πληρεξούσιο Δικηγόρο της εφεσίβλητης.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ