Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 69/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός    69/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ……..τον οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος του Άννα Κοντοσέα με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ και

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας …………, η οποία στο ακροατήριο δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 13.12.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……./21.12.2016 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 646/2018 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία κηρύχθηκε αυτό κατά τόπο αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Χανίων.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο ενάγων με την από 16.12.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../17.12.2019 έφεση, δικάσιμος για την εκδίκαση της οποίας ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Η πληρεξούσια δικηγόρος του εκκαλούντος, η οποία παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Από τη μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενη με αριθμό ………/1.2.2021 επιδοτήρια έκθεση της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς ……… προκύπτει ότι αντίγραφο της ένδικης έφεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση για συζήτηση στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 124 § 1, 126 § 1 περ. δ και 127 § 1 ΚΠολΔ) στην πληρεξούσια δικηγόρο και αντίκλητο κατ’ άρθρο 143 § 1 ΚΠολΔ της εφεσίβλητης ………, δικηγόρο Αθηνών, που την είχε εκπροσωπήσει κατά την τελευταία συζήτηση της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (ΑΠ 151/2021, ΑΠ 7/2020, ΑΠ 470/2019, ΑΠ 41/2018, πρώτη δημοσίευση όλων σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ). Εφόσον, επομένως, η εφεσίβλητη δεν εκπροσωπήθηκε κατά τη δικάσιμο αυτή όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε νομότυπα από τη σειρά του οικείου πινακίου, στο οποίο είχε εγγραφεί με πρωτοβουλία του (επισπεύδοντος) εκκαλούντος, πρέπει να δικαστεί ερήμην. Το Δικαστήριο, ωστόσο, πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση σα να ήταν και αυτή παρούσα (άρθρο 524 § 4 εδαφ. α ΚΠολΔ).

ΙΙ. Με την ένδικη έφεση πλήττεται η με αριθμό 646/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3, 621 επομ. ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) επί της από 13.12.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………./21.12.2016 αγωγής του ήδη εκκαλούντος, με την οποία κατήχθησαν σε δίκη περιουσιακές αξιώσεις του (υπόλοιπο αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης, επίδομα ιματισμού, διαφορές εορταστικών επιδομάτων του έτους 2015 και πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια εξπρές που πραγματοποιήθηκαν εντός του επιδίκου χρονικού διαστήματος, ως και για αποζημίωση απολύσεως), συνολικού ύψους είκοσι χιλιάδων διακοσίων είκοσι έξι ευρώ και πενήντα ενός λεπτών (20.226,51 €), προερχόμενες από την ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας που συνήψε με την εναγομένη, οι οποίες γεννήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα ισχύος της συμβάσεως αυτής που διήρκεσε από την 16.12.2014, οπότε ο ενάγων ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του ναύτη στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίο ΒΚ, της πλοιοκτησίας της εναγομένης, μέχρι τις 13.11.2015, που απολύθηκε επειδή το πλοίο διέκοψε τα δρομολόγιά του. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατά παραδοχή σχετικού ισχυρισμού της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας, δέχθηκε ότι με έγκυρη ρήτρα που είχε περιληφθεί στην ως άνω εργασιακή σύμβαση οι διάδικοι είχαν παρεκτείνει την τοπική αρμοδιότητα και καταστήσει αποκλειστικά αρμόδια για την εκδίκαση της διαφοράς τους τα δικαστήρια της πόλης των Χανίων Κρήτης και για το λόγο αυτό με την εκκαλούμενη απόφασή του κηρύχθηκε αναρμόδιο κατά τόπον και παρέπεμψε την υπόθεση στο τοπικά αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο Χανίων. Η κατά της αποφάσεως αυτής έφεση του ενάγοντος, με την οποία μέμφεται την πρωτοβάθμια κρίση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και για πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, όσον αφορά αποκλειστικά την απόρριψη του πρωτοδίκως προταθέντος ισχυρισμού του περί ακυρότητας της ρήτρας παρεκτάσεως λόγω καταχρηστικότητας, αντιθέσεώς της στα χρηστά ήθη και καταπλεονεξίας, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495, 511, 513 § 1 περ. α, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε διετία από την δημοσίευση της, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα του μοναδικού λόγου της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι, αν και η έφεση ασκήθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται για το παραδεκτό της η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς, ως εργατικής.

ΙΙI. Κατά τον ΚΠολΔ η τοπική αρμοδιότητα, δηλαδή το ποσοστό της καθ’ ύλην αρμοδιότητας που ασκεί καθένα συγκεκριμένο και γεωγραφικά εντοπισμένο δικαστήριο, συνιστά διαδικαστική προϋπόθεση της πολιτικής δίκης, που πρέπει να συντρέχει προκειμένου το δικαστήριο να εξετάσει τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής (ΑΠ 703/2005, ΤΝΠ ΔΣΑ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Από τη νομική της φύση συνάγεται, πρώτον, ότι το βάρος αποδείξεως της κατά τόπον αρμοδιότητας φέρει ο ενάγων και, δεύτερον, ότι η εκ μέρους του εναγομένου αμφισβήτησή της δεν συνιστά ένσταση αλλά άρνηση της συγκεκριμένης διαδικαστικής προϋπόθεσης (ΕφΛαρ. 109/2002, Δικογραφία 2002/212, ΕφΠειρ. 818/1993, ΑρχΝ 1995/55, Γ. Νικολόπουλος, Η έννοια και η λειτουργία της ενστάσεως στο αστικό δικονομικό δίκαιο, 1987, σελ. 119, Ε. Τσαρούχη, σε Π. Κολοτούρου [επιμ.] Ενστάσεις κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2011, [4], αρ. 331, σελ. 200). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 22 επομ. και 42 – 44 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η τοπική αρμοδιότητα καθορίζεται από το νόμο, όμως, επί διαφορών με περιουσιακό αντικείμενο, είναι δυνατή η παρέκτασή της με συμφωνία των διαδίκων, δυνάμει της οποίας ένα τοπικά αναρμόδιο κατά το νόμο πρωτοβάθμιο δικαστήριο καθίσταται αρμόδιο, η οποία, όταν πρόκειται για μελλοντικές διαφορές, είναι έγκυρη εφόσον καταρτίζεται εγγράφως, αναφέρεται σε συγκεκριμένη έννομη σχέση από την οποία θα προέλθουν οι διαφορές αυτές και προσδιορίζει το ή τα δικαστήρια που καθίστανται αρμόδια (ΜονΕφΘεσ. 305/2016, Αρμ. 2018/967, ΜονΕφΘεσ. 1823/2014, Αρμ. 2019/359). Η έγκυρη συμφωνία παρεκτάσεως, ως έκφραση της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης (ΟλΑΠ 4/1992, Δνη 1992/749 = ΔΕΝ 1992/864 = ΕΕΔ 1993/275 = ΕΝαυτΔ 1992/193 = ΝοΒ 1992/707), παράγει δικονομική δέσμευση και, αν δεν περιέχει αντίθετη πρόβλεψη, δημιουργεί αποκλειστική αρμοδιότητα, η οποία υπερισχύει της νόμιμης γενικής δωσιδικίας του εναγομένου αλλά και των συντρεχουσών ειδικών δωσιδικιών, με αποτέλεσμα ο ενάγων να στερείται του κατά το άρθρο 41 ΚΠολΔ δικαιώματος επιλογής, σε περίπτωση δε που εισαγάγει τη διαφορά προς εκδίκαση στο δικαστήριο που θα ήταν αρμόδιο αν δεν υπήρχε η συμφωνία παρεκτάσεως, αποκρούεται με την επίκληση της σχετικής ρήτρας. Το δικαίωμα του εναγομένου στην προβολή της αναρμοδιότητας, που θεμελιώνεται σε έγκυρη δικονομική συμφωνία, είναι δικονομικής φύσεως (ΜονΕφΠειρ. 480/2020, ΜονΕφΑθ. 106/2018, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και για το λόγο αυτό δεν υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ, στον οποίον εμπίπτει η άσκηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΑΠ 948/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1542/2014, ΧρΙΔ 2015/205, ΑΠ 1697/2013, ΧρΙΔ 2014/371, ΑΠ 1288/1994, ΕΕΔ 1996/41, ΑΠ 37/1989, Δνη 1990/798 = ΕΕΝ 1989/932 = ΕΕΔ 1990/29, ΤριμΕφΠειρ. 640/2018, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα αυτού του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο, Α. Βαθρακοκοίλης, σε Π. Κατσιρούμπα [επιμ.] Ενστάσεις στην Πολιτική Δίκη, 2018, [4], αρ. 7, σελ. 119) ούτε ελέγχεται με βάση τα παραγγέλματα του άρθρου 116 ΚΠολΔ, το οποίο επιβάλλει μεν την καλόπιστη και σύμφωνα με τα χρηστά ήθη διεξαγωγή της δίκης, χωρίς όμως να οδηγεί σε απαράδεκτο ή ακυρότητα της κατ’ αντίθεση προς αυτά επιχειρούμενης διαδικαστικής πράξεως αλλά, ενδεχομένως, σε επιβολή ποινής τάξεως στο διάδικο ή στον πληρεξούσιο δικηγόρο του, σύμφωνα με το άρθρο 205 ΚΠολΔ είτε ακόμη και σε επιδίκαση αποζημιώσεως (ΑΠ 563/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1595/2014, ΕΕμπΔ 2015/101 = ΕπισκΕΔ 2014/358, ΑΠ 639/2012, Δνη 2013/1345, ΑΠ 1414/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 72/2018, αδημ., προσκομιζόμενη). Ο δικονομικός όμως χαρακτήρας της ως άνω συμφωνίας δεν αποκλείει την εφαρμογή σε ορισμένη έκταση διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου, που αναφέρονται στην υπόσταση και την εγκυρότητα της ρήτρας παρεκτάσεως (ΑΠ 423/2018, ΧρΙΔ 2019/204), που συνήθως περιλαμβάνεται στο κείμενο συμβάσεως του ουσιαστικού δικαίου. Έτσι, για να απαλλαγεί ο ενάγων από τη δικονομική δέσμευσή του να απευθύνει την αγωγή στο επιλεγέν με τη ρήτρα παρεκτάσεως δικαστήριο δύναται μόνο να προσβάλει είτε καθ’ υποφοράν με την αγωγή του είτε με την προσθήκη στις προτάσεις του, αμυνόμενος κατά του περί αναρμοδιότητας του δικάζοντος δικαστηρίου ισχυρισμού του εναγομένου, που επικαλείται τη συμφωνία παρεκτάσεως, το κύρος της ρήτρας αυτής επικαλούμενος ακυρωσία ή ακυρότητά της και ειδικότερα είτε ελάττωμα της βουλήσεώς του κατά τα άρθρα 140 επομ., 146 και 150 ΑΚ (ΕφΑθ. 4262/1990, Δνη 1991/576, Β. Βαθρακοκοίλης, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση [κατ’ άρθρο], τόμος Α, 1996, άρθρο 43, αρ. 7, σελ. 293) είτε εικονικότητά της κατά το άρθρο 139 του ιδίου Κώδικα (Κ. Κεραμέας/Δ. Κονδύλης/Ν. Νίκας [- Νίκας], Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος Ι, 2000, άρθρο 42, αρ. 6, σελ. 100) είτε  αντίθεσή της στα χρηστά ήθη κατά τα άρθρα 178 και 179 ΑΚ, η οποία (ανηθικότητα) καταφάσκεται ιδίως όταν δεσμεύεται υπέρμετρα η ελευθερία του προσώπου, όπως μπορεί να συμβεί και κατά τη συνομολόγηση της παρεκτάσεως της τοπικής αρμοδιότητας (ΑΠ 1158/2000, Δνη 2001/1292 = ΔΕΝ 2001/22 = ΕΕΔ 2002/416, ΑΠ 884/1994, Δνη 1996/605 = ΕΕμπΔ 1995/669, ΕφΠατρ. 216/1995, Δνη 1996/1615) με ειδική ρήτρα που μπορεί να περιληφθεί και σε ατομική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, η οποία μάλιστα θεωρείται καταρχήν έγκυρη, έστω και αν το επιλεγόμενο δικαστήριο δεν έχει κάποιο σύνδεσμο με τους συμβαλλόμενους ή με το αντικείμενο της διαφοράς (ΜονΕφΘεσ. 1408/2019, Αρμ. 2020/1168). Πάντως, για να κριθεί βάσιμος ο ισχυρισμός αυτός του διαδίκου που ενάγει για την ικανοποίηση αξιώσεών του από σύμβαση εργασίας, του οποίου η ευδοκίμηση (και η παραδοχή της ακυρότητας της συμφωνίας παρεκτάσεως) θα έχει ως συνέπεια τον καθορισμό της αρμοδιότητας βάσει των γενικών περί δωσιδικιών διατάξεων του ΚΠολΔ (ΜονΕφΘεσ. 1170/2020, Αρμ. 2021/423, ΕφΑθ. 2779/1984, Δ 1984/709, ΕφΑθ. 2012/1980, ΝοΒ 1980/1211), πρέπει να διαπιστωθεί όχι μόνον ότι η συνομολόγηση της ρήτρας παρεκτάσεως δεν ήταν αποτέλεσμα ελεύθερης διαπραγμάτευσης των μερών αλλά και ότι ο ίδιος κατέστη, ως το ασθενέστερο από τα συμβαλλόμενα μέρη, αντικείμενο εκμεταλλεύσεως λόγω της απειρίας του ή της ανάγκης του για εργασία και υποχρεώθηκε, κατά την άσκηση των δικαιωμάτων του που απορρέουν από την εργασιακή του σύμβαση, να υποβληθεί σε δικαστικό αγώνα κάτω από ιδιαίτερα δυσμενείς γι’ αυτόν συνθήκες είτε λόγω αδυναμίας εξεύρεσης του κατάλληλου νομικού παραστάτη, για να τον εκπροσωπήσει ενώπιον του κατά παρέκταση αρμόδιου δικαστηρίου είτε εξαιτίας της ανάγκης υποβολής του σε αυξημένες δαπάνες, συνεπεία της αποστάσεως του δικαστηρίου από τον τόπο της κατοικίας ή της εργασίας του είτε εξαιτίας της ύπαρξης διαδικαστικών ή άλλων εμποδίων ή μειονεκτημάτων, όπως η αδυναμία εξευρέσεως μαρτύρων (ΑΠ 977/1985, ΝοΒ 1986/845, ΜονΕφΘεσ. 1170/2020, ο.π., ΕφΠειρ. 280/1995, ΕΝαυτΔ 1996/200, ΕφΠειρ. 804/1994, ΑρχΝ 1995/322, ΕφΑθ. 6716/1991, Δνη 1993/1630, ΕφΑθ. 2056/1987, Δνη 1987/1469, ΕφΑθ. 78/1985, ΕΕΔ 1986/365). Πάντως, μόνη η δυσχέρανση του ενάγοντος στη δικαστική επιδίωξη των αξιώσεών του δια της απλής οικονομικής επιβάρυνσής του δεν καθιστά τη ρήτρα παρεκτάσεως ούτε ανήθικη ούτε καταπλεονεκτική, καθώς τούτο συμβαίνει μόνον όταν η συνομολόγησή της, χωρίς να ανταποκρίνεται στα εύλογα συμφέροντα του εναγομένου, συνεπάγεται αποτελέσματα που δημιουργούν ουσιώδη και υπερβολική ανισορροπία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών σε βάρος του ενάγοντος, κατά τρόπον ώστε αυτός να μην αποτολμά καν να προβεί σε οποιαδήποτε δικαστική ενέργεια και, συνακόλουθα, να αποστερείται των νόμιμων δικαιωμάτων του (ΑΠ 423/2018, ο.π., ΑΠ 977/1985, ο.π., ΜονΕφΘεσ. 283/2020, Αρμ. 2021/422, ΜονΕφΑθ. 140/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, η κατάφαση του κύρους της ρήτρας παρεκτάσεως οδηγεί το δικάζον δικαστήριο κατ’ εφαρμογή του άρθρου 40 ΚΠολΔ, στην κήρυξη της τοπικής αναρμοδιότητάς του και στον προσδιορισμό ως αρμόδιου του επιλεγέντος δικαστηρίου, στο οποίο και παραπέμπει την υπόθεση με οριστική του απόφαση.

ΙV. Στην περίπτωση που κρίνεται, από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της πρωτοβάθμιας δίκης προκύπτει ότι η εναγομένη ναυτιλιακή εταιρεία, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασής του, πρότεινε ισχυρισμό περί ελλείψεως της κατά τόπο αρμοδιότητάς του, που αναπτύχθηκε συνοπτικώς προφορικά με αναφορά στις προτάσεις της, επικαλούμενη όρο της από 22.12.2014 ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας του ενάγοντος, από την οποία απέρρεαν οι ένδικες αξιώσεις του. Πράγματι, στη σύμβαση αυτή, όπως και στην προγενέστερη από 21.2.2014 όμοια, είχε περιληφθεί ρήτρα που όριζε ότι «Κατά ρητή συμφωνία των μερών, η παρούσα σύμβαση και οι εκ της υπηρεσίας του ναυτικού στο Πλοίο ή εξ αφορμής αυτής πάσης φύσεως διαφορές θα διέπονται αποκλειστικά από το Ελληνικό Δίκαιο και υπάγονται αποκλειστικά στα καθ’ ύλην αρμόδια Δικαστήρια της πόλεως των Χανίων – Ελλάδα, αποκλειόμενης σε κάθε περίπτωση της εφαρμογής οποιουδήποτε αλλοδαπού Δικαίου και την αρμοδιότητα οποιωνδήποτε αλλοδαπών Δικαστηρίων». Κατ’ ουσίαν με τη ρήτρα αυτή καθίσταται αποκλειστική η δωσιδικία της ενάγουσας στα δικαστήρια του τόπου της καταστατικής έδρας της, όσον αφορά τις διαφορές από την επιχειρηματική της δραστηριότητα ως πλοιοκτήτριας έναντι των απασχολούμενων από αυτήν ναυτικών, που άλλως θα μπορούσαν να την εναγάγουν (αν δεν επέλεγαν τα δικαστήρια των Χανίων κατ’ άρθρο 25 § 2 ΚΠολΔ) και στα δικαστήρια του τόπου καταρτίσεως εκάστης σύμβασης ναυτικής εργασίας (κατ’ άρθρο 33 ΚΠολΔ) ή στα δικαστήρια του Πειραιώς που με βάση ειδική νομοθεσία διατηρούν συντρέχουσα αρμοδιότητα για την εκδίκαση ναυτεργατικών υποθέσεων. Πρωτοδίκως, ο ενάγων δεν αμφισβήτησε τη συνομολόγηση της ρήτρας αυτής, που φέρει άλλωστε την υπογραφή του ούτε το κύρος της από την άποψη του τύπου και του αναγκαίου περιεχομένου της, αμυνόμενος, όμως, κατά του ισχυρισμού αυτού με την προσθήκη στις προτάσεις του υποστήριξε ότι η επίμαχη συμφωνία παρεκτάσεως θα έπρεπε να θεωρηθεί άκυρη κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 281 ΑΚ, 116 ΚΠολΔ και 178 – 179 ΑΚ, επειδή, αντιστοίχως, πρώτον, από την εκτιθέμενη συμπεριφορά της αντιδίκου του ευλόγως σχημάτισε την πεποίθηση ότι ο περί αναρμοδιότητας ισχυρισμός δεν θα προταθεί, δεύτερον, ο καθορισμός δικαστηρίων άλλων εκτός του Πειραιώς αποσκοπούσε στην παρέλκυση της δίκης και, τρίτον, η συγκεκριμένη ρήτρα παρεκτάσεως δεν υπήρξε αντικείμενο ελεύθερης διαπραγμάτευσης αλλά τέθηκε με αποκλειστικό σκοπό να δυσχεράνει τη θέση του, ώστε να μην κατορθώσει εν τέλει να τύχει δικαστικής προστασίας. Οι ισχυρισμοί αυτοί, που επαναφέρονται και στα πλαίσια της έκκλητης δίκης, είναι αβάσιμοι, οι μεν δύο [2] πρώτοι κατά το νόμο και ο τρίτος κατ’ ουσίαν. Πράγματι, όπως ήδη ανωτέρω εκτέθηκε, η επίκληση της επίμαχης δικονομικής ρήτρας δεν υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ και, επομένως, η παράλειψη της εναγομένης να κάνει χρήση της ίδιας ρήτρας κατά τη συζήτηση αγωγών άλλων ναυτικών που στράφηκαν εναντίον της, όπως ο ενάγων υποστήριξε,  δε μπορεί, ακόμα και αν υπήρξε, να αδρανοποιήσει ή να καταργήσει το δικαίωμά της να ζητήσει την παραπομπή της υπόθεσης στο συμβατικά καθορισμένο ως αρμόδιο Δικαστήριο ειδικά στην επίδικη αγωγή. Εξάλλου, η πρόταση της τοπικής αναρμοδιότητας εν προκειμένω, ακόμα και αν μπορούσε να θεωρηθεί ως αντιδικονομική συμπεριφορά, δε θα μπορούσε να επιφέρει την ακυρότητα της προβολής εκ μέρους της εναγομένης του σχετικού ισχυρισμού ως διαδικαστικής πράξης και τούτο ανεξαρτήτως του ότι η κατάθεση αγωγής ενώπιον αναρμόδιου δικαστηρίου, του οποίου έχει συμβατικά παρεκταθεί η τοπική αρμοδιότητα, συνιστά εξίσου παρελκυστική της δίκης ενέργεια όσο και η προβολή αναληθούς ισχυρισμού περί παρεκτάσεως. Τέλος, από το ίδιο το περιεχόμενο της επίμαχης ρήτρας προκύπτει ότι αυτή υπήρξε αντικείμενο ιδιαίτερης συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων και δεν επιβλήθηκε μονομερώς στον ενάγοντα, χωρίς το συμπέρασμα τούτο να αναιρείται επειδή περιελήφθη σε συμβατικό κείμενο τους όρους του οποίου είχε προδιατυπώσει η εναγόμενη εργοδότρια. Ακόμα, όμως και αν ήθελε υποτεθεί το αντίθετο, η ίδια ρήτρα δεν παρήγαγε σημαντική διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας όσον αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συμβαλλομένων σε βάρος μάλιστα του συγκεκριμένου ενάγοντος. Καταρχάς, ο καθορισμός ως αρμόδιου του δικαστηρίου της καταστατικής έδρας της εναγομένης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας είναι εύλογος, αφού συμβάλλει στη συγκέντρωση στον ίδιο τόπο των υποθέσεών της ως εργοδότιδας, αποτρέποντας την εναγωγή της σε διάφορα άλλα δικαστήρια (του Πειραιώς αλλά και κάθε λιμένα στον οποίο καταρτίζεται ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας). Επιπλέον, ο καθορισμός ως αρμόδιου ενός δικαστηρίου της Κρήτης για την άσκηση των συμβατικών αξιώσεων εργαζομένου που έχει τη μόνιμη κατοικία του εκτός της Νήσου αυτής αλλά και εκτός της Αττικής, κατ’ αποκλεισμό των δικαστηρίων του Πειραιώς, όπου άλλως θα δωσιδικούσε η εναγόμενη λόγω της συντρέχουσας αρμοδιότητας που καθιερώνει η διάταξη του άρθρου 51 του Ν. 2172/1993, συνεπάγεται παρόμοια επιβάρυνση του αντιδίκου της, που θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να προετοιμάσει το δικαστικό αγώνα σε τόπο διαφορετικό από αυτόν της κατοικίας του, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να θεωρηθεί ούτε καταπλεονεκτικός ούτε αναιρετικός της δυνατότητας άσκησης των δικονομικών δικαιωμάτων του τελευταίου. Άλλωστε, αντίθετα προς όσα αβάσιμα ο ενάγων υποστήριξε, δυσχέρανση δεν προκαλείται ούτε από την επικαλούμενη αδυναμία εξετάσεως μαρτύρων για την απόδειξη της αγωγής του στο Δικαστήριο των Χανίων ή εξευρέσεως κατάλληλου και εξειδικευμένου νομικού παραστάτη και τούτο ενόψει της νόμιμης δυνατότητας, αφενός, αποδεικτικής προσκομιδής στο δικαστήριο ενόρκων βεβαιώσεων συντασσομένων ενώπιον συμβολαιογράφου ή ειρηνοδίκη του τόπου της κατοικίας του μάρτυρα (άρθρα 421 – 424 ΚΠολΔ) και, αφετέρου, παραστάσεως ενώπιον του Δικαστηρίου των Χανίων δικηγόρων διορισμένων σε οποιοδήποτε άλλο πρωτοδικείο της Χώρας (άρθρο 28 § 1 Ν. 4194/2013). Αλλά ακόμα και αν ήθελε υποτεθεί ότι ο ενάγων θα επιβαρυνόταν με τα έξοδα μετακίνησης των δικηγόρων και των μαρτύρων του στην Κρήτη (αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ως διαδίκου δεν απαιτείται), η επιβάρυνση αυτή κατ’ ουδένα τρόπο αναιρεί το δικαίωμά του πρόσβασης στη Δικαιοσύνη, αφού είναι αμελητέα, σύμφυτη με τις συμφωνίες παρεκτάσεως αυτού του είδους και τη λειτουργία τους και δυνάμενη να αποκατασταθεί μέσω του μηχανισμού αποδόσεως των δικαστικών εξόδων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που κατά παραδοχή της ένστασης της κατά τόπο αναρμοδιότητάς του, λόγω αποκλειστικής αρμοδιότητας των Δικαστηρίων των Χανίων, συνεπεία ρητής συμφωνίας παρέκτασης, κήρυξε εαυτό αναρμόδιο κατά τόπο και παρέπεμψε την υπόθεση για εκδίκαση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Χανίων, ως αποκλειστικά αρμόδιο, δεν έσφαλε κατά τη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ούτε στην εκτίμηση των αποδείξεων και ο τα αντίθετα υποστηρίζων μοναδικός λόγος της ένδικης έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

V. Κατ’ ακολουθίαν και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί στο σύνολο της, ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται υπέρ της εφεσίβλητης, αφού αυτή λόγω της ερημοδικίας της δεν υπέβαλε σχετικό αίτημα ούτε υποβλήθηκε σε δικαστικά δαπανήματα. Για τον ίδιο λόγο, όμως, πρέπει να οριστεί παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως κατά της αποφάσεως αυτής ανακοπής ερημοδικίας (άρθρα 501, 502 § 1 και 505 § 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό, ανεξαρτήτως της υπάρξεως ή μη εννόμου συμφέροντος της εφεσίβλητης για την άσκησή της, καθόσον η συνδρομή του θα κριθεί κατά την εκδίκαση της ανακοπής που ενδεχομένως ασκήσει με βάση τους λόγους και τους ισχυρισμούς που θα προβάλει (ΟλΑΠ 15/2001, Δνη 2002/71 = ΝοΒ 2002/678 = Δ 2002/510).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας ερήμην της εφεσίβλητης.

Ορίζει το παράβολο της ανακοπής ερημοδικίας στο χρηματικό ποσό των διακοσίων ενενήντα ευρώ (290 €).

Δέχεται τυπικά την έφεση.

Απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 10 Φεβρουαρίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

         Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ