Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 64/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός     64/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Εταιρίας …………., η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Δημήτριου Δημητρίου.

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) Αλλοδαπής ναυτιλιακής εταιρίας ………. και 2) ………. οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Κωνσταντίνου Καλονόμου

Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη άσκησε κατά των εκκαλούντων την από 17-7-2018 και με Γ.Α.Κ. …… και ΕΑΚ ……./17-7-2018 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ’ αυτή. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, ερήμην των εναγομένων, κατά την τακτική διαδικασία, η με αριθ. 3719/2019 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), η οποία δέχθηκε την αγωγή. Την ανωτέρω απόφαση προσέβαλαν οι εναγόμενοι με την από 15-1-2020 και με Γ.Α.Κ. ….. και ΕΑΚ ……/16-1-2020 έφεσή τους ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που ορίστηκε να συζητηθεί κατά την 21-5-2020. Κατά την τελευταία αυτή δικάσιμο η συζήτηση ματαιώθηκε λόγω της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων από 16-5-2020 έως 31-5-2020 εξαιτίας της πανδημίας του κορωνοϊού. Στη συνέχεια, με τη με αριθ. 54/2020 πράξη της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά Προεδρεύουσας Εφέτη Μαρίας Κωττάκη, η έφεση ορίστηκε να συζητηθεί κατά την 19-11-2020, οπότε η συζήτηση ματαιώθηκε εκ νέου, λόγω της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων από 7-11-2020 έως 7-1-2021 εξαιτίας της πανδημίας του κορωνοϊού. Στη συνέχεια, με την από 25-5-2020 και με ΓΑΚ και ΕΑΚ Εφετείου Πειραιά ……./25-5-2020 κλήση της εφεσίβλητης – ενάγουσας (παράλληλα δε και με τη με αριθ. 5/18-1-2021 πράξη της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά Προέδρου Πρωτοδικών Πειραιά Σπυριδούλας Μακρή), η έφεση ορίστηκε να συζητηθεί κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (23-9-2021), κατά την οποία και συζητήθηκε.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν το λόγο από το Δικαστή, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς του και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η από 15-1-2020 και με Γ.Α.Κ. … και Ε.Α.Κ. …/16-1-2020 έφεση των ηττηθέντων εναγομένων 1) αλλοδαπής ναυτιλιακής εταιρίας «………» και 2) ……… κατά της με αριθ. 3719/15-11-2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς  Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε ερήμην τους, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 17-7-2018 και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ ……../17-7-2018 αγωγής της εταιρίας «…….», ήδη εφεσίβλητης. Η άνω έφεση έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 19, 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β΄, 516 παρ.1, 517 και 591 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.) και εμπρόθεσμα (άρθρα 144 και 518 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), ενόψει του ότι κανένας διάδικος δεν επικαλείται επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε παρήλθε διετία από τη δημοσίευση αυτής, η οποία έλαβε χώρα στις 15-11-2019 και η έφεση ασκήθηκε στις 16-1-2020 (βλ. τη με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …../16-1-2020 έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιά). Πρέπει, επομένως, η άνω έφεση – για την οποία καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (με κωδικό πληρωμής . ……….) σύμφωνα με την παρ. 3 εδάφ. τελευτ. του άρθρου 495 Κ.Πολ.Δ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 – να γίνει τυπικά δεκτή, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση (άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ.), ανεξαρτήτως της κατ’ ουσία βασιμότητας ή μη των λόγων της, να διαταχθεί η απόδοση του παραβόλου στους εκκαλούντες, να κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο τούτο και να εξεταστεί εκ νέου η άνω αγωγή ως προς τη νομική και ουσιαστική της βασιμότητα, κατά την ίδια τακτική διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.).

Με την προαναφερθείσα αγωγή η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη ζήτησε να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη  εταιρία, η οποία εδρεύει τυπικά στις νήσους Μάρσαλ αλλά επιχειρηματικά λειτουργεί στην Ελλάδα ως «εν τοις πράγμασι» ομόρρυθμη εταιρία (καθώς δεν έχει τηρήσει τις διατυπώσεις ίδρυσης που επιτάσσει το ελληνικό δίκαιο και επομένως είναι άκυρη), αλληλεγγύως και εις ολόκληρο με το δεύτερο εναγόμενο (ο οποίος είναι «εν τοις πράγμασι» ομόρρυθμο μέλος της, που ενεργεί στο όνομά της και επομένως ευθύνεται ατομικά για τα χρέη της), κατά τις διατάξεις περί ευθύνης από σύμβαση πώλησης, άλλως περί ευθύνης από αδικαιολόγητο πλουτισμό, άλλως περί ευθύνης από εφοπλισμό, να της καταβάλουν το σε ευρώ ισόποσο κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, άλλως κατά το χρόνο της πληρωμής, του συνολικού ποσού των 29.340,00 δολ. Η.Π.Α, για τα ναυτιλιακά καύσιμα που πώλησε αυτή (ενάγουσα) στην πρώτη εναγόμενη και παρέδωσε στο αναφερόμενο δεξαμενόπλοιο, του οποίου η πρώτη εναγόμενη είχε τη ναυτική διεύθυνση και εκμετάλλευση (αναλυόμενο το άνω αιτούμενο  ποσό σε 24.450,00 δολ. Η.Π.Α. ως τίμημα των καυσίμων και σε  4.890,00 δολ. Η.Π.Α. ως συμφωνηθείσα ποινική ρήτρα ποσοστού 20% επί της άνω αξίας του τιμήματος, η οποία κατέπεσε εξαιτίας μη εμπρόθεσμης καταβολής του).

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε  ότι η αγωγή, με βάση το εφαρμοστέο ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο που επικαλούνται και οι διάδικοι, είναι αρκούντος ορισμένη και νόμιμη κατά την κύρια βάση της από σύμβαση πώλησης, για το σύνολο του αιτούμενου ποσού. Ακολούθως, αφού απέρριψε α) ως μη νόμιμο το κύριο αίτημα επιδίκασης του αιτούμενου συνολικού ποσού με βάση την ισοτιμία του αλλοδαπού νομίσματος κατά το χρόνο έγερσης της αγωγής και β) ως αόριστη την πρώτη επικουρική βάση της αγωγής από αδικαιολόγητο πλουτισμό, δέχθηκε αυτήν (αγωγή) κατά την παραπάνω κύρια βάση της ως βάσιμη και κατ’ ουσία, λόγω της τεκμαιρόμενης, από την ερημοδικία των εναγομένων, ομολογίας των περιεχομένων στην αγωγή πραγματικών ισχυρισμών της ενάγουσας και υποχρέωσε τους εναγόμενους και ήδη εκκαλούντες, έκαστον εις ολόκληρο, να καταβάλουν στην ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, το άνω αιτούμενο συνολικά ποσό (ήτοι το ισάξιο σε ευρώ των 29.340,00 δολ. Η.Π.Α), με την επίσημη ισοτιμία των άνω νομισμάτων κατά το χρόνο της πληρωμής (δεχόμενη έτσι το επικουρικό άνω αίτημα της αγωγής) και με το νόμιμο τόκο από την επομένη της δήλης ημέρας που συμφωνήθηκε για την καταβολή του και μέχρι την εξόφληση. Ακόμη, κήρυξε την άνω απόφαση προσωρινά εκτελεστή και καταδίκασε τους εναγόμενους σε μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, ποσού 1.503,44 ευρώ, ενώ δεν ασχολήθηκε με τη δεύτερη επικουρική βάση της αγωγής από τις διατάξεις περί εφοπλισμού, αφού είχε δεχθεί την κύρια βάση της. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη οι εκκαλούντες εναγόμενοι, για κακή εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαιά της, με σκοπό να απορριφθεί και ως προς αυτά η αγωγή.

Ι. Κατά το άρθρο 528 Κ.Πολ.Δ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 παρ. 2 του ν. 3994/2011: «Αν ασκηθεί έφεση από διάδικο που δικάστηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους ανεξάρτητα από την διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Με το ανωτέρω περιεχόμενο, επαναφέρθηκε η διάταξη του άρθρου 528 Κ.Πολ.Δ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή της με το ν. 2915/2001, προσαρμοσμένη στο καθεστώς της μιας και μοναδικής συζήτησης και έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσας (αναιτιολόγητης) ανακοπής ερημοδικίας. Η εμπρόθεσμη και παραδεκτή άσκηση έφεσης του δικασθέντος ερήμην πρωτοδίκως επιφέρει την εξαφάνιση της ερήμην απόφασης, χωρίς να απαιτείται να ευδοκιμήσει κάποιος λόγος έφεσης αλλά αρκεί η «τυπική παραδοχή της, κατά το άρθρο 532 Κ.Πολ.Δ. (A.Π. 1478/2019, Α.Π. 579/2018, Α.Π. 546/2014, Α.Π. 1015/2005, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), με αποτέλεσμα η υπόθεση να αναδικάζεται από το εφετείο που μετατρέπεται, στην περίπτωση αυτή, ουσιαστικά, σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο (Α.Π. 579/2018, AΠ. 495/2017, Εφ.Πειρ. 33/2021, Εφ.Πατρ. 33/2020, Εφ.Θεσ. 637/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλη, Η έφεση, έκδ. 2015, παρ. 2042, σ. 513). Με την πρόβλεψη της άνω διάταξης ότι «η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους» εφαρμόζεται η καθιερούμενη από το άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ. γενική αρχή τα διάθεσης, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνον ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν o νόμος ορίζει διαφορετικά, την οποία αρχή ρυθμίζει ειδικά η διάταξη του άρθρου 522 Κ.Πολ.Δ. Έτσι, στην περίπτωση που o διάδικος ο οποίος δικάστηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό, διατυπώνει με την έφεσή του παράπονα για την κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, το εφετείο, εφόσον η έφεση είναι τυπικά παραδεκτή, εξαφανίζει την απόφαση χωρίς ανάγκη να γίνει δεκτός, ως βάσιμος κατ’ ουσίαν, κάποιος λόγος της έφεσης. Όμως, η εξαφάνιση της απόφασης οριοθετείται από το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης, όπως αυτό προσδιορίζεται από τα παράπονα που διατυπώνονται με την έφεση ή τους πρόσθετους λόγους έφεσης του εκκαλούντος, ή την αυτοτελή έφεση ή αντέφεση του εφεσίβλητου και των ισχυρισμών που ο τελευταίος προβάλλει, ως υπεράσπιση, κατά των λόγων της έφεσης, σύμφωνα με το άρθρο 527 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ, καθώς και εκείνων των ζητημάτων, η έρευνα των οποίων προηγείται, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο για να ληφθεί απόφαση σχετικά με τα παράπονα της έφεσης και τα οποία κατά νόμο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής (A.Π. 579/2018, Α.Π. 6/2017, Α.Π. 343/2013, Εφ.Πειρ. 33/2021, Εφ.Πατρ. 33/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλη, ό.α, παρ. 2099, σ. 524). Η επανάληψη της ρύθμισης αυτής στο άρθρο 528 Κ.Πολ.Δ, θα ήταν άσκοπη και νομοτεχνικά περιττή, αν πράγματι ο νομοθέτης ήθελε να ρυθμίσει κατά τον ίδιο τρόπο την έφεση κατά των ερήμην και κατά των αντιμωλία εκδιδομένων αποφάσεων. Επειδή, όμως, τούτο δεν συμβαίνει, δηλαδή o νομοθέτης δεν θέλησε να δώσει στο άρθρο 528 λειτουργία διαφορετική από εκείνη που είχε υπό την ισχύ του ν. 2207/1994, η διατύπωσή του παρέμεινε χωρίς καμία ως προς αυτό μεταβολή, υποδεικνύοντας ότι η έφεση, όταν λειτουργεί ως αναιτιολόγητη ανακοπή, δεν συνεπάγεται την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης στο σύνολό της αλλά στην έκταση που προσδιορίζουν τα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι ως προς τα μη θιγόμενα με το ένδικο μέσο της έφεσης κεφάλαια, δεν μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο η υπόθεση και δεν εξαφανίζεται η πρωτόδικη απόφαση και παρά την τυχόν γενικότητα της διατύπωσης του διατακτικού της εφετειακής απόφασης (Α.Π. 192/1998, Εφ.Πατρ. 33/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και μόνο κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια» μπορεί το Εφετείο να εκδώσει, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, και δυσμενέστερη για τον εκκαλούντα απόφαση, χωρίς την άσκηση αντίθετης έφεσης ή αντέφεσης και χωρίς η απόφασή του να προσκρούει στην αρχή του άρθρου 536 του Κ.Πολ.Δ. της «μη χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος». «Κεφάλαιο» θεωρείται η αυτοτελής αίτηση δικαστικής προστασίας, που δημιουργεί χωριστό αντικείμενο δίκης (στο πλαίσιο της ίδιας διαφοράς) και εκκρεμοδικίας και για την οποία (αίτηση) εκδόθηκε χωριστή διάταξη της απόφασης (Α.Π. 344/2020, Α.Π. 579/2018, Εφ.Πειρ. 33/2021, Εφ.Πατρ. 33/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

ΙΙi. Από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 περ. στ’ του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι)», ο οποίος εφαρμόζεται στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης – πλην της Δανίας – στις συμβάσεις που συνάπτονται μετά την 17-12-2009 (άρθρο 28) και έχει οικουμενικό χαρακτήρα, με βάση τη διάταξη του άρθρου 2, με την έννοια ότι μπορεί να οδηγήσει και στην εφαρμογή του δικαίου ενός κράτους που δεν είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνάγεται ότι από το πεδίο εφαρμογής του παραπάνω Κανονισμού αποκλείονται τα ζητήματα που ανάγονται στο δίκαιο των εταιριών, μεταξύ των οποίων και το ζήτημα της προσωπικής ευθύνης των εταίρων και των οργάνων τους για τις υποχρεώσεις της εταιρίας. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 10 Α.Κ. συνάγεται ότι τα νομικά πρόσωπα διέπονται ως προς την ίδρυση, τη νομική προσωπικότητα και την ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της χώρας στην οποία ασκείται η κεντρική διοίκηση αυτών, εκπορεύονται οι αποφάσεις και διαμορφώνεται η επιχειρηματική πολιτική της επιχείρησης (πραγματική έδρα). Έτσι, αλλοδαπές εταιρίες, οι οποίες έχουν ως πραγματική έδρα την Ελλάδα, δεν έχουν, όμως, συσταθεί σύμφωνα προς τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, πάσχουν ακυρότητα ως εταιρίες του αντίστοιχου εταιρικού τύπου και λειτουργούν ως ομόρρυθμες εταιρίες «εν τοις πράγμασι» και οι εταίροι αυτών ευθύνονται απεριόριστα και εις ολόκληρον μετά της εταιρίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 249 παρ. 1 και 258 παρ. 3 του Ν. 4072/2012. Τα προεκτεθέντα δεν ισχύουν προκειμένου περί: α) εταιριών των Η.Π.Α. συνεστημένων δυνάμει των νόμων και κανονισμών των Η.Π.Α. (άρθρο 24 παρ. 3 εδάφ. 2 της από 3ης Αυγούστου 1951 Συνθήκης Φιλίας, Εμπορίου και Ναυτιλίας μεταξύ Ελλάδος και Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν. 2893/1954), β) εταιριών συσταθέντων σύμφωνα με τη νομοθεσία κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εντός του εδάφους του οποίου έχουν την καταστατική τους έδρα (άρθρα 43, 48 και 293 της Συνθήκης Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως έχει τροποποιηθεί μεταγενέστερα, η οποία έχει κυρωθεί με το άρθρο πρώτο του Ν. 945/1979), γ) ναυτιλιακών εταιριών, πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών πλοίων υπό ελληνική σημαία, κατά τον ενεστώτα χρόνο ή κατά το παρελθόν, καθώς και των εταιριών χαρτοφυλακίου αυτών, εξαιρουμένων των εταιριών πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών σκαφών αναψυχής, δ) ναυτιλιακών εταιριών, μη πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών πλοίων υπό ελληνική σημαία κατά τον ενεστώτα χρόνο ή κατά το παρελθόν, εγκατεστημένων εντός της ημεδαπής, δυνάμει αδείας χορηγούμενης δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας, δημοσιευομένης δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, καθώς και των εταιριών χαρτοφυλακίου αυτών, υπό την αυτή ως άνω (υπό στοιχείο γ’) εξαίρεση και ε) ναυτιλιακών εταιριών πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών πλοίων υπό ξένη σημαία ως και των εταιριών χαρτοφυλακίου αυτών, εφόσον τα πλοία αυτών διαχειρίζονται ή διαχειρίζονταν γραφεία ή υποκαταστήματα εταιριών εγκατεστημένων εντός της ημεδαπής δυνάμει ομοίας ως άνω (υπό στοιχείο δ’) άδειας, υπό την ίδια εξαίρεση (άρθρα 1 του Ν. 791/1978 και 25 του Ν. 27/1975, όπως έχει αντικατασταθεί δια του άρθρου 4 του Ν. 2234/1994 και 11 παρ. Δ του Ν. 3816/2010), οι οποίες διέπονται ως προς τη σύσταση, τη νομική προσωπικότητα και την ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της χώρας, όπου ευρίσκεται η καταστατική τους έδρα, ανεξαρτήτως του τόπου διεύθυνσης των εταιρικών υποθέσεων (Ολ.Α.Π. 2/2003, ΕλλΔνη 2003, 388, Α.Π. 803/2010, Α.Π. 812/2008, Εφ.Πειρ. 58/2020, Εφ.Πειρ. 355/2019, Εφ.Πειρ. 44/2017, Εφ.Πειρ. 151/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

II.ii. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 748 παρ. 1, 749 παρ. 1, 754 παρ. 1, 756, 760 και 724 Α.Κ. και 249-270 ν. 4072/2012 περί ομόρρυθμης εταιρίας, προκύπτει ότι στις προσωπικές εταιρίες, όπως η ομόρρυθμη, η εξουσία (και το καθήκον) διαχείρισης είναι συνδεδεμένη με την εταιρική ιδιότητα και για τον λόγο αυτό δεν μπορεί η διαχείριση να ανατεθεί με το καταστατικό ή μεταγενέστερη απόφαση των εταίρων σε τρίτο, όπως  συμβαίνει επιτρεπτά με τις κεφαλαιουχικές εταιρίες. Μόνο οι απεριορίστως ευθυνόμενοι ομόρρυθμοι εταίροι μπορούν να είναι διαχειριστές και εκπρόσωποι της ομόρρυθμης εταιρίας, κατ’ αποκλεισμό τρίτου προσώπου. Σημειωτέον ότι με σύμβαση εντολής μπορεί να ανατεθεί από εταίρους σε τρίτο μη εταίρο η διεξαγωγή και ενέργεια κάποιων διαχειριστικών πράξεων, χωρίς όμως αυτός να γίνεται διαχειριστής της ομόρρυθμης εταιρίας κατά την έννοια του νόμου, ούτε όργανο του νομικού προσώπου αυτής, ώστε να έχει επ’ αυτού εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 68 εδάφ. 4  Α.Κ, σύμφωνα με την οποία στα όργανα εκπροσώπησης του νομικού προσώπου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για την αντιπροσώπευση και την εντολή. Αντίθετα, την ιδιότητα αυτή διατηρούν οι ομόρρυθμοι εταίροι της εταιρίας, με δικαίωμα παράλληλα διαχείρισης και εκπροσώπησης αυτής (Εφ.Πειρ. 414/2019, www.efeteio-peir.gr, Ολ.Α.Π. 13/1997, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

III.i. Κατά το άρθρο 293 Α.Κ, το ανώτατο όριο του τόκου που οφείλεται από δικαιοπραξία προσδιορίζεται όπως ο νόμος ορίζει. Το ποσοστό του νομίμου τόκου ή του τόκου υπερημερίας προσδιορίζεται όπως ορίζει ο νόμος, και ήδη προσδιορίζεται με σχετικές αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (άρθρο 3 παρ.2 του ν. 2842/2000). Κατά το άρθρο 294 Α.Κ, κάθε δικαιοπραξία για τόκο που υπερβαίνει το ανώτατο θεμιτό όριο είναι άκυρη ως προς το επί πλέον. Η περί ανώτατου θεμιτού ορίου τόκου ως άνω διάταξη είναι δημόσιας τάξης και κάθε αντικείμενη προς αυτή συμφωνία είναι άκυρη και δεν μπορεί να καλυφθεί με αναγνώριση του υπόχρεου ή έμπρακτη καταβολή (Α.Π. 272/1994, Εφ.Πειρ. 76/2021, Εφ.Πειρ. 276/2019, Εφ.Θεσ. 1762/2012, Εφ.Θεσ. 2262/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 631/2020, Εφ.Πειρ. 498/2020, www.efeteio-peir.gr, Σ.Ε.Α.Κ. Α. Γεωργιάδη, υπό το άρθρο 294, αριθ. 1). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 293 εδ. β’, 294, 345, 404 επ. και 407 Α.Κ, σκοπός των οποίων είναι να αποτρέψει την καταστρατήγηση του θεμιτού ορίου τόκου, διά τον συνυπολογισμόν στο ποσοστό του τόκου όλων των πρόσθετων παροχών, οι οποίες, υπό διάφορο του τόκου νομική μορφή, επιβαρύνουν ουσιαστικά τον οφειλέτη συνάγεται ότι, επί χρηματικής, κυρίως, οφειλής, ως κύριας παροχής, η συνομολόγηση, σε περίπτωση υπερημερίας του οφειλέτη περί την εκπλήρωσή της, επί πλέον του θεμιτού τόκου και πρόσθετου χρηματικού ποσού, ως ποινικής ρήτρας, αντιβαίνει στις παραπάνω διατάξεις του νόμου και, είναι άκυρη, κατά το υπερβάλλον, ως αποτελούσα κατά νόμο συγκάλυψη παράνομης τοκογλυφίας, η ακυρότητα δε αυτή της εν λόγω ποινικής ρήτρας, είναι άσχετη με το υπέρμετρο αυτής, που ρυθμίζεται κατά το άρθρο 409 ΑΚ. (Α.Π. 1444/2018, Α.Π. 1438/1997, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 136/2014, Α.Π. 1193/2013, www.areiospagos.gr). Και

ΙΙΙ.ii. Από τις διατάξεις των άρθρων 291, 292 Α.Κ. και 6 παρ. 1 Ν. 5422/1932 συνάγεται ότι, όταν συνομολογήθηκε νομίμως οφειλή σε ξένο νόμισμα, ο δανειστής ενασκώντας με την αγωγή την αξίωσή του, μπορεί να ζητήσει να του καταβληθεί το ισάξιο σε δραχμές (ήδη ευρώ) του αλλοδαπού νομίσματος κατά την ημέρα κατά την οποία γίνεται πράγματι η πληρωμή, όχι δε και κατά το χρόνο της λήξης ή κάποιον άλλο χρόνο. Μετά την αντικατάσταση της δραχμής, ως εθνικού νομίσματος, με το ευρώ, η οποία έλαβε χώρα την 1η Ιανουαρίου 2002, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν. 2842/2000, οι παραπάνω οφειλές εξοφλούνται σε ευρώ, με τη συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ και αλλοδαπού νομίσματος κατά την ημέρα της εξόφλησης. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται στις αξιώσεις που στηρίζονται απευθείας στο νόμο και στις έγκυρες συμβατικές οφειλές σε ξένο νόμισμα, ενώ δεν έχουν εφαρμογή στις περιπτώσεις των αξιώσεων αποζημίωσης από αδικοπραξία που διέπονται από το ελληνικό δίκαιο (Α.Π. 537/2016, Α.Π. 388/2015, Α.Π. 1884/2013, Α.Π. 678/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 694/2019, www.efeteio-peir.gr).

Στην προκειμένη περίπτωση, με το περιεχόμενο και αίτημα που προαναφέρθηκε, η κρινόμενη αγωγή παραδεκτά εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά), ως αρμόδιου καθ’ ύλη (άρθρα 7, 9, 10, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) και κατά τόπον (άρθρα 25 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. σε συνδυασμό και με άρθρο 51 παρ. 1 περ. α’, 2, 3Α’, 3Β’ περ. ι’ και 6 περ. α’ του ν. 2172/1993), ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς, που θεμελιώνει συντρέχουσα αρμοδιότητα των δικαστηρίων του Πειραιά και για τις εκτός Αττικής ναυτικές διαφορές (άρθρο 51 παρ. 2 εδάφ. δεύτερο ν. 2172/1993, ως προστέθηκε με το άρθρο ένατο παρ. 17 Ν. 4335/2015, ΦΕΚ Α’ 87/23-7-2015, που ισχύει από 1-1-2016, σύμφωνα με την παρ. 4 του αυτού άρθρου και νόμου). Συνακόλουθα, το άνω πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της ένδικης διαφοράς που φέρει στοιχεία αλλοδαπότητας (άρθρα 1 παρ. 1, 4 παρ. 1, 8 παρ. 1, 66 παρ. 1 του Κανονισμού ΕΕ αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», π.ρ.β.λ. και άρθρα 3 παρ. 1 και 4 Κ.Πολ.Δ.). Ακολούθως, με βάση τα εκτιθέμενα περιστατικά που συγκροτούν την ιστορική βάση της, η αγωγή είναι ερευνητέα Α) ως προς την ευθύνη της πρώτης εναγομένης από την ένδικη σύμβαση πώλησης, κατά το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2, 3, 4 παρ. 4 και 19 παρ. 1 του Κανονισμού Ε.Ε. 593/2008 («Ρώμη Ι»), ως το δίκαιο που συνδέεται στενότερα με την επίδικη διαφορά, ενόψει της αδυναμίας να καθοριστεί το εφαρμοστέο δίκαιο σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 4 του άνω Κανονισμού, δεδομένου ότι η αγοράστρια πρώτη εναγόμενη, ανεξάρτητα από την τυπική σύστασή της στην αλλοδαπή και την αλλοδαπή σημαία του πλοίου, είναι, κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα στη συνέχεια, κατ’ ουσίαν ελληνικών συμφερόντων, με πραγματική έδρα στη Σητεία Κρήτης, όπου λαμβάνονται οι αποφάσεις για την επιχειρηματική της δραστηριότητα, από τον έλληνα επιχειρηματία, ιθύνοντα νου και εν τοις πράγμασιν νόμιμο εκπρόσωπό της δεύτερο εναγόμενο, χωρίς να έχει λάβει την προβλεπόμενη από το νόμο άδεια εγκατάστασής της στην ημεδαπή ή να εμπίπτει σε κάποια από τις αναφερόμενες υπό τα στοιχεία α’ έως ε’ στην ανωτέρω υπό στοιχείο II.i νομική σκέψη περιπτώσεις. Και Β) ως προς την ευθύνη του δευτέρου εναγομένου ως ασκούντα εν τοις πράγμασι τη διοίκηση της πρώτης εναγομένης εταιρίας, επίσης κατά το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, ως το δίκαιο της άνω πραγματικής έδρας της πρώτης εναγομένης, σύμφωνα με τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην ανωτέρω υπό στοιχείο II.i. νομική σκέψη. Εξάλλου, τις διατάξεις του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου ρητά επικαλείται η ενάγουσα, χωρίς να αντιλέγουν στην εφαρμογή τους οι εναγόμενοι, υφισταμένης έτσι και μετασυμβατικής συμφωνίας των διαδίκων για υπαγωγή τους στις διατάξεις αυτές (Α.Π. 1091/2010, Εφ.Πειρ. 89/2017, Εφ.Πειρ. 572/2015, Εφ.Πειρ. 36/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω η αγωγή, ερευνώμενη, με βάση όσα προαναφέρθηκαν, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη α) ως προς το κύριο αίτημα επιδίκασης του αιτούμενου χρηματικού ποσού με βάση την ισοτιμία ευρώ – δολ. Η.Π.Α. κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, κατά  τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο ΙΙΙ.ii άνω νομική σκέψη, β) ως προς το παρεπόμενο αίτημα επιδίκασης τόκου υπερημερίας με μηνιαίο επιτόκιο 2% (ήτοι 24% ετησίως), κατά το μέρος που το αιτούμενο ποσό τόκου υπερβαίνει το ανώτατο ποσοστό του τόκου υπερημερίας, όπως αυτό ορίσθηκε με τις σχετικές αποφάσεις του Δ.Σ. της Ε.Κ.Τ. κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα (άρθρο 3 παρ. 2 ν. 2842/2000) (το οποίο ανερχόταν από 10-9-2014 έως 15-3-2016 σε ποσοστό 7,3% ετησίως και από 16-3-2016 και εντεύθεν σε ποσοστό 7,25% ετησίως), κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο ΙΙΙ.ii άνω νομική σκέψη και γ) ως προς το επιμέρους κονδύλι του ισάξιου σε ευρώ των 4.890,00 δολ. Η.Π.Α, το οποίο αντιστοιχεί σε συνολική προσαύξηση 20% επί του τιμήματος της σύμβασης πώλησης ως συμφωνηθείσα ποινική ρήτρα, διότι, εφόσον, κατά τα ιστορούμενα, η παραβίαση του όρου της ένδικης σύμβασης πώλησης συνίσταται σε υπερημερία της πρώτης εναγομένης εταιρίας ως προς την καταβολή του τιμήματος, ήτοι σε υπερημερία ως προς την εκπλήρωση χρηματικής οφειλής, η ενάγουσα δεν δικαιούται να ζητήσει πρόσθετο χρηματικό αντάλλαγμα ως ποινική ρήτρα, κατά τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο ΙΙΙ.i. άνω νομική σκέψη.  Κατά τα λοιπά η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη κατά τη μόνη ερευνώμενη κύρια βάση της, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 291 (σε συνδ. με το άρθρο 1 του ν. 740/1977, εφόσον πρόκειται για διεθνή συναλλαγή που αφορά την εκμετάλλευση πλοίου, έτσι ώστε να τυγχάνει νόμιμη η συνομολόγησή της σε αλλοδαπό νόμισμα), 292, 293, 317, 340, 341 εδ. α΄, 345 εδ. α΄, 361 , 513 Α.Κ, 176 Κ.Πολ.Δ, 1 ν. 2842/2000, 249 παρ. 1, 254 παρ. 1, 258 παρ. 3 ν. 4072/2012. Επομένως, πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατ’ ουσία, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το προσήκον δικαστικό ένσημο με τις νόμιμες προσαυξήσεις υπέρ τρίτων (βλ. το υπ’ αριθ. ……….. ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων με τη συνημμένη σ’ αυτό από 11-12-2018 ηλεκτρονική απόδειξη συναλλαγής της τράπεζας Πειραιώς).

Οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες, με την έφεσή τους και τις προτάσεις που κατέθεσαν νόμιμα, αρνήθηκαν αιτιολογημένα την αγωγή, ισχυριζόμενοι ειδικότερα ότι η πρώτη εξ αυτών δεν είχε οποιαδήποτε σχέση με την εκμετάλλευση / διαχείριση του άνω πλοίου, δεν παρήγγειλε ατομικά και για λογαριασμό της τα επίδικα καύσιμα και δεν ανέλαβε την πληρωμή του τιμήματος αυτών και ότι ο δεύτερος εξ αυτών δεν τυγχάνει γενικός διευθυντής ή ιδιοκτήτης της πρώτης εξ αυτών και δεν την εκπροσωπεί σε όλες τις συναλλαγές της, ώστε να ευθύνεται ατομικά για τα χρέη της.

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος ανταπόδειξης ……… που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του και απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε ως δικαστικά τεκμήρια, αποδείχθηκαν τα εξής: Η ενάγουσα εταιρία «………..» εδρεύει στο Ντουμπάι των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στον τομέα της εμπορίας καυσίμων και πετρελαιοειδών σε ποντοπόρα πλοία. Η πρώτη εναγόμενη εταιρία «……..» δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στον τομέα της παροχής υπηρεσιών θαλάσσιας μεταφοράς φορτίων, κυρίως στον τομέα των πετρελαίων και πετροχημικών και δευτερευόντως στον τομέα ξηρού φορτίου, μέσω της ναύλωσης δεξαμενοπλοίων ή και φορτηγών πλοίων ξηρού φορτίου στο όνομά της και / ή διαχείρισης τέτοιων πλοίων και ναυλώσεων πλοίων στο όνομα πελατών της και στα πλαίσια αυτής της δραστηριότητάς της, κατά τον κρίσιμο για την αγωγή χρόνο, είχε τη ναυτική διεύθυνση και εκμετάλλευση του υπό σημαία Κομορών Δ/Ξ πλοίου «G.» (νηολογίου Moroni, με ΙΜΟ … και ΔΔΣ …….), πλοιοκτησίας τρίτου νομικού προσώπου. Η εταιρία αυτή, σύμφωνα με το καταστατικό της, είναι κεφαλαιουχική και εδρεύει στη Δημοκρατία των νήσων Μάρσαλ, στην πραγματικότητα όμως εδρεύει στη Σητεία της Κρήτης (οδός ………), απ’ όπου διενεργείται η εν γένει διεύθυνση των εταιρικών υποθέσεων και δραστηριότητά της. Καθώς δεν απέκτησε ποτέ νόμιμη εγκατάσταση (υποκατάστημα ή γραφείο) στην Ελλάδα (βλ. σχετ. τη με αριθ. πρωτ. 2212.2-3/28365/19-4-2018 σχετική βεβαίωση του Τμήματος Ναυτιλιακών Εταιριών του Υ.ΝΑ.Ν.Π.), θεωρείται ως άκυρη του αντίστοιχου εταιρικού τύπου της (κεφαλαιουχικού) και λειτουργεί στην Ελλάδα ως ομόρρυθμη εταιρία «εν τοις πράγμασι», σύμφωνα με την υπό στοιχείο ΙΙ.i. άνω νομική σκέψη, δοθέντος ότι δεν εμπίπτει σε κάποια από τις εκτιθέμενες στην ίδια σκέψη υπό στοιχεία α’, β’ , γ’ , δ’ και ε’ περιπτώσεις. Ο δεύτερος εναγόμενος ………. είναι ναυτιλιακός επιχειρηματίας, ο οποίος είναι γενικός διευθυντής της πρώτης εναγομένης εταιρίας, καθώς και το πρόσωπο που λαμβάνει όλες τις σημαντικές αποφάσεις για τη διοίκηση και λειτουργία του νομικού της προσώπου, το οποίο ελέγχει και εκπροσωπεί στις συναλλαγές του με τρίτους, διευθύνοντας τις υποθέσεις του από το άνω γραφείο του στη Σητεία Κρήτης, όπου η σχετική τηλεφωνική σύνδεση (………) και ο αριθμός κινητού τηλεφώνου επικοινωνίας με την πρώτη εναγόμενη λειτουργούν με τα στοιχεία του ως γενικού διευθυντή της. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, με βάση σχετική προσφορά (πρόταση για κατάρτιση σύμβασης) που απέστειλε η ενάγουσα στην πρώτη εναγόμενη και έγινε αποδεκτή από την τελευταία, μεταξύ των παραπάνω καταρτίσθηκε σύμβαση πώλησης, σε εκτέλεση της οποίας, η πρώτη (πωλήτρια ενάγουσα – εφεσίβλητη), μέσω της τοπικής φυσικής της προμηθεύτριας «………», παρέδωσε στις 1-9-2017, στο προαναφερόμενο πλοίο, στο λιμένα της Μάλτας (άρθρα 317, 417 Α.Κ.), ποσότητα 40 μετρικών τόνων ναυτιλιακού καυσίμου τύπου Gas – Oil, προς 570,00 δολ. Η.Π.Α. ανά μετρικό τόνο, συνολικής αξίας 22.800,00 δολ. Η.Π.Α, εκδοθέντος σχετικά του υπ’ αριθ. ……./6-9-2017 τιμολογίου της ενάγουσας, συνολικού ποσού 24.450,00 δολ. Η.Π.Α. (το οποίο περιελάμβανε και έξοδα μεταφορικά – φορτηγίδας ποσού 1.200,00 δολ. Η.Π.Α. και  διαχείρισης ποσού 450,00 δολ. Η.Π.Α, τα οποία βάρυναν την αγοράστρια πρώτη εναγόμενη) και συμφωνήθηκε πληρωτέο μέχρι τις 7-9-2017. Το άνω τίμημα 24.450,00 δολ. Η.Π.Α. των ανωτέρω πωληθέντων ναυτιλιακών καυσίμων, τα οποία παρελήφθησαν ανεπιφύλακτα από το άνω πλοίο, δεν έχει εξοφληθεί, γεγονός που δεν αμφισβητείται ειδικά από τους εναγόμενους (άρθρο 261 εδάφ. β’ Κ.Πολ.Δ). Η δε πρώτη εναγόμενη, εκπροσωπούμενη νόμιμα από το δεύτερο εναγόμενο, κατήρτισε με την ενάγουσα την άνω σύμβαση πώλησης στο δικό της όνομα και για δικό της λογαριασμό, χωρίς να δηλώσει στην αντισυμβαλλομένη της ότι ενεργεί για λογαριασμό τρίτου, γεγονός που προκύπτει με σαφήνεια από τα μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας που απέστειλε η πρώτη εναγόμενη στην ενάγουσα κατά τους μήνες Αύγουστο έως και Δεκέμβριο 2017, στο πλαίσιο της μεταξύ τους επικοινωνίας, αρχικά προς επιβεβαίωση της σχετικής παραγγελίας και μετά την παράδοση των καυσίμων, προς συμβιβαστική επίλυση της ένδικης διαφοράς, η οποία τελικά δεν επιτεύχθηκε. Ειδικότερα, από τα άνω μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, τα οποία προσάγει με επίκληση η ενάγουσα, προκύπτει ότι, κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα, η πρώτη εναγόμενη, δια του δευτέρου εναγομένου γενικού διευθυντή της, συνεννοούνταν με την ενάγουσα σχετικά με την επίδικη παραγγελία ναυτιλιακών καυσίμων για το άνω πλοίο, μέσω της ηλεκτρονικής της διεύθυνσης (που ανέγραφε αριθμούς τηλεφώνων με κωδικούς Ελλάδας – Κρήτης για επικοινωνία με τα γραφεία της και το δεύτερο εναγόμενο), χωρίς να προβαίνει σε οποιαδήποτε αναφορά ότι ενεργεί για λογαριασμό τρίτου. Η παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου περί κατάρτισης της ένδικης σύμβασης πώλησης με την πρώτη εναγόμενη εταιρία στο όνομα και για λογαριασμό της, μέσω του δεύτερου εναγόμενου που διενεργούσε διαχειριστικές πράξεις στο πλαίσιο της λειτουργίας της σε σχέση με την εκμετάλλευση και ναυτική διεύθυνση του άνω πλοίου, ενισχύεται από την επιβεβαίωση παραγγελίας (order confirmation) της ενάγουσας, η οποία προηγήθηκε της παράδοσης των καυσίμων και, όπως και το μετέπειτα εκδοθέν άνω τιμολόγιό της, εκδόθηκαν στο όνομα της πρώτης  εναγομένης, αλλά και από το ότι δεν προέκυψε από κάποιο στοιχείο ότι διενεργούνταν πράξεις διαχείρισης της πρώτης εναγομένης από διαφορετικό πρόσωπο, εκτός του δεύτερου εναγομένου, αφού οι εναγόμενοι δεν προσκόμισαν περί τούτου κάποιο έγγραφο και ο μάρτυράς τους …….. δεν κατέθεσε τίποτα σχετικά. Και ναι μεν ο τελευταίος κατέθεσε ότι, σε σχέση με την ένδικη πώληση ναυτιλιακών καυσίμων, ο δεύτερος εναγόμενος δεν ενήργησε στο όνομά του αλλά προς εξυπηρέτηση της εταιρίας «……..» που ήταν «οι ναυλωτές ή διαχειρίστρια του πλοίου και είχαν να κάνουν με το βαπόρι αυτό», πλην όμως η σχετική κατάθεσή του δεν κρίνεται αξιόπιστο και ασφαλές αποδεικτικό μέσο για την ένδικη υπόθεση, ενόψει του ότι αυτός, ο οποίος, σημειωτέον, δηλώνει συνεργάτης του δευτέρου εναγομένου στη διαχείριση των επιχειρήσεων των πλοίων του και συνεπώς τελεί σε σχέση εξάρτησης απ’ αυτόν α) ήταν ασαφής ως προς τη σχέση του ιδίου και του δευτέρου εναγομένου με την πρώτη εναγόμενη, καθώς και ως προς την πηγή των γνώσεών του για την ένδικη υπόθεση, β) κατέθεσε γεγονότα ασύμφωνα με τα ιστορούμενα από τους εναγόμενους στην έφεσή τους (συγκεκριμένα κατέθεσε ότι τα ένδικα καύσιμα αγόρασε η πρώτη εναγόμενη για λογαριασμό της άνω εταιρίας «……..», ενώ στην έφεσή τους οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι τα καύσιμα αγοράστηκαν για λογαριασμό φυσικού προσώπου ονόματι «…….», περιστατικά που, σε κάθε περίπτωση, δεν επιβεβαιώνονται από την ανταλλαγείσα άνω ηλεκτρονική αλληλογραφία μεταξύ των αντισυμβαλλομένων διαδίκων) και γ) κατέθεσε ότι η πρώτη εναγόμενη θα έπρεπε να ανέφερε στο έγγραφο με το οποίο ζητά την ένδικη πετρέλευση, ότι τη ζητά για λογαριασμό άλλου, ενώ δεν κατέθεσε τίποτα προς αντίκρουση του ισχυρισμού της ενάγουσας ότι η πρώτη εναγόμενη εταιρία δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στην Ελλάδα χωρίς την τήρηση διατυπώσεων δημοσιότητας και ότι ανήκει στο δεύτερο εναγόμενο ο οποίος στην πραγματικότητα την εκπροσωπεί. Η ως άνω κρίση του Δικαστηρίου δεν αναιρείται ούτε από το γεγονός ότι το τιμολόγιο της ενάγουσας – εφεσίβλητης για την ένδικη σύμβαση πώλησης έχει εκδοθεί για τα καύσιμα που παραδόθηκαν στο πλοίο «G», σε χρέωση: «…και/ή πλοίαρχος και/ή ιδιοκτήτες και/ή ναυλωτές και/ή διαχειριστές και/ή εφοπλιστές και/ή ……. και/ή ………., ., καθόσον, κατά τη διεθνή ναυτιλιακή πρακτική, στα τιμολόγια πώλησης που εκδίδονται στο πλαίσιο εφοδιασμού πλοίων συνηθίζεται να αναφέρονται μονομερώς από την πωλήτρια, πέραν του αντισυμβαλλομένου της, και άλλα φυσικά και νομικά πρόσωπα που συνδέονται με οποιαδήποτε έννομη σχέση με το πλοίο, και μάλιστα χωρίς πάντοτε αυτά να κατονομάζονται ειδικά, αλλά μόνο με αναφορά της ιδιότητάς τους, σε κάθε περίπτωση δε στο ανωτέρω τιμολόγιο αναφέρεται ως υπόχρεη για την πληρωμή του τιμήματος και η πρώτη εναγόμενη εταιρία, η οποία και ήταν η αντισυμβαλλόμενη (αγοράστρια) της ενάγουσας (πωλήτριας) στην ένδικη σύμβαση πώλησης. Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, η πρώτη εναγόμενη – πρώτη εκκαλούσα βαρύνεται με την καταβολή του άνω συνολικού τιμήματος της άνω σύμβασης πώλησης που κατήρτισε με την ενάγουσα, ευθυνόμενη κατά τις διατάξεις περί πώλησης. Περαιτέρω, ο δεύτερος εναγόμενος ευθύνεται και αυτός, κοινά και αδιαίρετα με την πρώτη εναγόμενη, για τη πληρωμή της ένδικης οφειλής, κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 249 παρ. 1 του ν. 4072/2012, σύμφωνα με τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο ΙΙ.ii. ανωτέρω νομική σκέψη, υπό την άνω ιδιότητά του ως γενικού διευθυντή της πρώτης εναγόμενης εταιρίας και του προσώπου που λαμβάνει όλες τις σημαντικές αποφάσεις για τη διοίκηση και λειτουργία του νομικού προσώπου της, το οποίο στην πραγματικότητα ελέγχει και εκπροσωπεί στις συναλλαγές του με τρίτους. Η ευθύνη του δε είναι ανεξάρτητη από την τυπική μετοχική σύνθεση της πρώτης εναγομένης εταιρίας, αφού αυτή λειτουργεί πραγματικά στην Ελλάδα, πλην είναι άκυρη κατά το ελληνικό δίκαιο καθώς δεν έχει συσταθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του και δεν εμπίπτει στις περιπτώσεις α’ – ε’ της υπό στοιχείο ΙΙ.i. ανωτέρω νομικής σκέψης, θεωρούμενη όμως ως «εν τοις πράγμασι» ομόρρυθμη εταιρία. Σημειωτέον ότι οι εναγόμενοι δεν αμφισβητούν ότι η πρώτη εξ αυτών δραστηριοποιείται πραγματικά στη Σητεία Κρήτης και όχι στις νήσους Μάρσαλ και ότι, παρά ταύτα, δεν  απέκτησε ποτέ νόμιμη εγκατάσταση (υποκατάστημα ή γραφείο) στην Ελλάδα. Ο δε ισχυρισμός τους ότι η κοινοποίηση σ’ αυτούς της εκκαλούμενης απόφασης στις 17-12-2019 χωρίς να περιέχεται σ’ αυτήν το τρίτο φύλλο της, τους προξενεί δικονομική βλάβη επειδή βρίσκονται σε αδυναμία ανάπτυξης και άλλων λόγων έφεσης, είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής, επειδή δεν συναρτάται με πλημμέλεια του διατακτικού της εκκαλουμένης απόφασης (η οποία, άλλωστε, εξαφανίστηκε) και δεν είναι επωφελής γι’ αυτούς, αφού δεν άγει στην απόρριψη της αγωγής (Β. Βαθρακοκοίλη, Η έφεση, 2015, υπ’ άρθρο 520, αριθ. 1038 και αριθ. 1057, 1059, σ. 280, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, 2003, παρ. 542, σ. 221,  π.ρ.β.λ. και Α.Π. 122/2014, Εφ.Πειρ. 82/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω αποδειχθέντων, πρέπει η αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσία και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος, να καταβάλουν στην ενάγουσα το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των 24.450,00 δολ. Η.Π.Α, με την επίσημη ισοτιμία ευρώ – δολ. Η.Π.Α. κατά το χρόνο της πληρωμής και με το νόμιμο τόκο από 8-9-2017 και μέχρι την εξόφληση (άρθρα 341, 345 Α.Κ.). Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης – ενάγουσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των ηττηθέντων εναγόμενων – εκκαλούντων, μειωμένα όμως κατά την έκταση της ήττας τους (άρθρα 106, 178, 183, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 15-1-2020 και με Γ.Α.Κ. …. και Ε.Α.Κ. ……./16-1-2020 έφεση κατά της με αριθ. 3719/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία – τμήμα ναυτικών διαφορών), που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία την έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση.

Διατάσσει την απόδοση στους εκκαλούντες του υπ’ αριθ. ……… ηλεκτρονικού παραβόλου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ποσού εκατό (100,00) ευρώ.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της από 17-7-2018 και με Γ.Α.Κ. … και Ε.Α.Κ. …./17-7-2018 αγωγής της εφεσίβλητης.

Απορρίπτει ότι κρίθηκε ως απορριπτέο.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Υποχρεώνει τους εναγόμενους να καταβάλουν στην ενάγουσα το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των είκοσι τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων πενήντα (24.450,00) δολ. Η.Π.Α, με την επίσημη ισοτιμία ευρώ – δολ. Η.Π.Α. κατά το χρόνο της πληρωμής και με το νόμιμο τόκο από 8-9-2017 και μέχρι την εξόφληση.

Καταδικάζει τους εναγόμενους στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων τετρακοσίων (1.400,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 9 Φεβρουαρίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ