Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 62/2022

Αριθμός   62/2022

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)

Β΄ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ισιδώρα Πόγκα, Πρόεδρο Εφετών, Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη, και Σοφία – Αλεξάνδρα Ζήκου, Εφέτη –Εισηγήτρια  και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥNTΟΣ – ΑΣΚΟΥΝΤΟΣ ΠΡΟΣΘΕΤΟ ΛΟΓΟ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ : ……….., τον οποίο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος του, Ευαγγελία Παπαντωνοπούλου (ΑΜ …. ΔΣ Αθηνών).

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΚΑΘ’ ΗΣ Ο ΠΡΟΣΘΕΤΟΣ ΛΟΓΟΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ : Εταιρίας ………. όπως νόμιμα εκπροσωπείται από το διευθυντή αυτής …………. τον οποίο εκπροσώπησαν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι της Κωνσταντίνος Καραγκούνης (ΑΜ .. ΔΣ Αθηνών) και Χριστίνα Μπαλωμένου (ΑΜ …. ΔΣ Πειραιώς) με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

Η ενάγουσα – εφεσίβλητη εταιρία άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία, την από 6-11-2017 (ΓΑΚ…. και ΕΑΚ………/2017) αγωγή της, κατά του εναγόμενου – εκκαλούντος. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η με αριθμό 1625/2019 οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή η ανωτέρω αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής ο εκκαλών – εναγόμενος άσκησε την από 17-12-2019 έφεσή του, η οποία κατατέθηκε, στις 17-12-2019, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά, με ΓΑΚ…… και ΕΑΚ………/2019, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 20-12-2019, με ΓΑΚ….. και ΕΑΚ………/2019 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 21ης Μαΐου 2020, κατά την οποία η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων για την προστασία της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού Covid-19 (από 13-3-2020 έως 31-5-2020). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74 § 2 του Ν 4690/2020 (ΦΕΚ Α 104/30-5-2020) περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς, τη με αριθμό 37/2020 πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και τη με αριθμό 103/2020 πράξη της ορισθείσας από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Σπυριδούλας Μακρή, Προέδρου Εφετών, η προκείμενη υπόθεση προσδιορίστηκε εκ νέου προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, και γράφηκε στο οικείο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή εκφωνήθηκε από το πινάκιο, ο εκκαλών εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις, που κατέθεσε, και η εφεσίβλητη από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ, και ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις, που είχαν προκαταθέσει.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 17-12-2019 έφεση, που κατατέθηκε, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με ΓΑΚ…… και ΕΑΚ……./17-12-2019, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου, με ΓΑΚ…… και ΕΑΚ……/20-12-2019, κατά της με αριθμό 1625/8-5-2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 6-11-2017, με ΓΑΚ….. και ΕΑΚ……/9-11-2017 αγωγής της εφεσίβλητης εταιρίας εναντίον του εκκαλούντος, μετά από συζήτηση αντιμωλία των διαδίκων στις 18-4-2018, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον ηττηθέντα εναγόμενο, στον οποίο επιδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση στις 18-11-2019, όπως αποδεικνύεται από την από 18-11-2019 επισημείωση στην ανωτέρω απόφαση του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών …………., και η κρινόμενη έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 17-12-2019, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 §§ 1 και 2, 511, 513 § 1 εδ. β, 516 § 1, 517, 518 § 1 και 520 ΚΠολΔ. Παραδεκτά, δε, επαναφέρεται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 74 § 2 του Ν 4690/2020 (ΦΕΚ Α 104/30-5-2020), μετά τη ματαίωση της συζήτησης της κατά τη δικάσιμο της 21ης-5-2020, με τη με αριθμό 103/1-7-2020 πράξη της ορισθείσας από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Προέδρου Εφετών εξαιτίας της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων για υγειονομικούς λόγους (πανδημία covid 19), και έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα στο δημόσιο ταμείο το με κωδικό ………. παράβολο των εκατό πενήντα (150) ευρώ για την άσκηση αυτής (άρθρο 495 § 3 Α περ. γ΄ ΚΠολΔ). Περαιτέρω, ο εκκαλών με το από 20-8-2021 (ΓΑΚ…… και ΕΑΚ……../2021) ιδιαίτερο δικόγραφο άσκησε παραδεκτά πρόσθετο λόγο έφεσης, που αφορά κεφάλαια της απόφασης, που έχουν προσβληθεί με την έφεση και κοινοποιήθηκε στην εφεσίβλητη τριάντα (30) ημέρες πριν τη δικάσιμο κατ’ άρθρο 520 ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από τις με αριθμούς …. και …../20-8-2021 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ……….. Πρέπει, επομένως, η έφεση και ο πρόσθετος λόγος έφεσης να γίνουν τυπικά δεκτοί και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ).

Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, με την από 6-11-2017 (ΓΑΚ….. και ΕΑΚ………/2017) αγωγή της, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκθέτει ότι δυνάμει του από 27-1-2010 ιδιωτικού συμφωνητικού αναγνώρισης οφειλής – σύμβαση εγγύησης μεταξύ της ίδιας ως δανείστριας, της ανώνυμης εταιρίας µε την επωνυμία «………..», όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον εναγόμενο, ως εγγυήτριας του οφειλέτη – εναγόμενου και του εναγόμενου, και ήδη εκκαλούντα – ασκούντα πρόσθετο λόγο, ως οφειλέτη, συμφωνήθηκε ότι ο εναγόμενος αναγνωρίζει, ότι οφείλει στην ενάγουσα το ποσό των 24.000.000 ευρώ, κατά την έννοια του άρθρου 873 ΑΚ, δηλαδή ανεξάρτητα και πέρα από την αιτία του, το οποίο αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλλει σε δόσεις, και συγκεκριμένα α) την 31η Μαρτίου 2010, το ποσό των 2,000.000 ευρώ, β) την 30η Ιουνίου 2010, το ποσό των 2.000.000 ευρώ, και γ) την 30η Σεπτεμβρίου 2010 το ποσό των 20.000.000 ευρώ, ότι η ανωτέρω εταιρία («………..»), όπως νόμιμα εκπροσωπείται, εγγυήθηκε υπέρ του εναγόμενου οφειλέτη, την πληρωμή του άνω ποσού, ευθυνόμενη σε ολόκληρο µε αυτόν και ως αυτοφειλέτης, παραιτούμενη έναντι της δανείστριας – ενάγουσας από το δικαίωμα διζήσεως και από τα δικαιώματα, που απορρέουν από τα άρθρα 853, 862, 863, 864, 866 και 867 ΑΚ, σε ασφάλεια της πληρωμής του συνολικού ποσού, ο εναγόμενος εξέδωσε τρεις (3) μεταχρονολογημένες επιταγές, συρόμενες από το με αριθμό ….. λογαριασμό του στην τράπεζα … ΒΑΝΚ, με αριθμό ……. έκδοσης 31-3-2010 ποσού 2.000.000 ευρώ, με αριθμό ..….. έκδοσης 30-6-2010 ποσού 2.000.000 ευρώ, και με αριθμό ….…… έκδοσης 30-9-2010 ποσού 20.000.000 ευρώ, πληρωτέες σε διαταγή της δεύτερης συμβαλλόμενης – εγγυήτριας (μη διαδίκου), τις οποίες ο εκπρόσωπος της δεύτερης μεταβίβασε με οπισθογράφηση και παρέδωσε στην ενάγουσα (δανείστρια), ενώ συμφωνήθηκε ότι η έκδοση, αποδοχή και παράδοση των ως άνω επιταγών δεν έχει την έννοια της εξόφλησης, ούτε της δόσης, αντί καταβολής, διότι αυτή έγινε χάριν διασφάλισης και διευκόλυνσης της πληρωμής του χρέους και ότι µόνο η εμπρόθεσμη εξόφληση κάθε επιταγής σημαίνει και εξόφληση της αντίστοιχης δόσης, καθώς και ότι το ανωτέρω ιδιωτικό συμφωνητικό αποτελεί τη συνολική συμφωνία των συμβαλλόμενων, αντικαθιστά και ακυρώνει κάθε προγενέστερη γραπτή ή προφορική συμφωνία για τα διαλαμβανόμενα σ’ αυτό θέματα. Ότι, ωστόσο, κατά τις ως άνω αναφερόμενες στο ιδιωτικό συμφωνητικό ημεροχρονολογίες πληρωμής των δόσεων, δεν πραγματοποιήθηκε οιαδήποτε καταβολή και οι αντίστοιχες επιταγές, αν και εμφανίστηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή, δεν πληρώθηκαν και σφραγίστηκαν από την πληρώτρια τράπεζα. Ότι στο τέλος Αυγούστου του 2010, ύστερα από πρόταση του εναγόμενου για ρύθμιση και διευκόλυνση καταβολής, η ενάγουσα δέχθηκε να ρυθμίσει το ως άνω χρέος του εναγόμενου µε την καταβολή σε μετρητά του ποσού των 4.000.000 ευρώ, στο αμέσως τρέχον χρονικό διάστημα και το υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό των 20.000.000 ευρώ να της καταβληθεί σε δύο ισόποσες δόσεις των 10.000.000 ευρώ η καθεμία, η πρώτη στις 30-7-2011 και η δεύτερη στις 30-12-2011, προς διευκόλυνση, δε, της καταβολής, και όχι λόγω εξόφλησης ή ανανέωσης της οφειλής ή αντί καταβολής, ο εναγόμενος, γνωρίζοντας την έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων προς πληρωμή τους, εξέδωσε σε διαταγή της ενάγουσας και της παρέδωσε α) τη με αριθμό ……. μεταχρονολογημένη επιταγή µε ημερομηνία έκδοσης 30-7-2011, ποσού 10.000.000 ευρώ και β) τη με αριθμό ……. μεταχρονολογημένη επιταγή µε ημερομηνία έκδοσης 30-12-2011, ποσού 10.000.000 ευρώ, αμφότερες πληρωτέες από την τράπεζα … ΒΑΝΚ, υποκατάστημα Αμπελοκήπων, τις οποίες η ενάγουσα οπισθογράφησε προς την ναυτιλιακή εταιρία µε την επωνυμία «…………», η οποία στη συνέχεια με δεύτερη οπισθογράφηση τις μεταβίβασε προς τον ………., τελευταίο κομιστή. Ότι μέχρι τον Απρίλιο του 2011, παρά την προαναφερόμενη συμφωνία και σε πλήρη παραβίαση αυτής, ο εναγόμενος ουδέν ποσό από τα ανωτέρω 4.000.000 ευρώ έχει καταβάλει σε μετρητά στην ενάγουσα, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της προς αυτόν, επιπλέον, δε, οι αμέσως παραπάνω δύο επιταγές δεν πληρώθηκαν κατά την εμφάνισή τους από τον τελευταίο κομιστή,   ……, στην τράπεζα ελλείψει διαθέσιμων κεφαλαίων στο λογαριασμό του εναγόμενου, γεγονός που βεβαιώθηκε με σχετική σημείωση της τράπεζας στις 15-4-2011, με συνέπεια, μετά την από 26-4-2011 αίτηση του τελευταίου κομιστή, να εκδοθεί η με αριθμό ……../2011 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών σε βάρος του εναγόμενου για την πληρωμή του ποσού των 20.000.000 ευρώ για κεφάλαιο, νόμιμους τόκους από την επόμενη της εμφάνισης, 16-4-2011, των ως άνω ακάλυπτων επιταγών στην πληρώτρια τράπεζα, μέχρι την εξόφληση και δικαστική δαπάνη ποσού 340.000.00 ευρώ. Ότι προς ακύρωση της ανωτέρω διαταγής πληρωμής ο εναγόμενος άσκησε ανακοπή και πρόσθετους λόγους ανακοπής κατά του ……….. ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επί των οποίων εκδόθηκε η με αριθμό 418/2012 οριστική απόφαση, η οποία απέρριψε την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους αυτής και έχει καταστεί τελεσίδικη και ήδη αμετάκλητη. Ότι η ενάγουσα ικανοποίησε πλήρως και ολοσχερώς τον …….., ο οποίος, στις 13-7-2011, επέστρεψε και παράδωσε σ’ αυτή (ενάγουσα) τις επίδικες ακάλυπτες επιταγές και κατέστη η τελευταία νόμιμη εξ αναγωγής κομίστρια, η οποία υπέστη ισόποση αυτών περιουσιακή ζημία συνολικού ποσού 20.000.000 ευρώ. Ότι η ενάγουσα έχει ήδη υποβάλει έγκληση κατά του εναγόμενου στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών για το αδίκημα της έκδοσης των ως άνω ακάλυπτων επιταγών, για το οποίο αυτός (εναγόμενος) καταδικάστηκε σε πρώτο βαθμό σε ποινή φυλάκισης τριών ετών µε αναστολή. Ότι ο εναγόμενος εκδίδοντας τις επίδικες επιταγές, γνωρίζοντας την έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων προς πληρωμή τους, προκάλεσε στην ενάγουσα, η οποία κατέστη νόμιμη κομίστρια αυτών, ζημία συνολικού ποσού 20.000.000 ευρώ, την οποία ο εναγόμενος οφείλει να αποκαταστήσει ευθυνόμενος αδικοπρακτικώς, επιπλέον, δε, ότι από τη µη πληρωμή των ως άνω ακάλυπτων επιταγών από το λογαριασμό του εναγόμενου, η ενάγουσα υποχρεώθηκε να ικανοποιήσει τον τελευταίο νόμιμο κομιστή για το συνολικό ποσό των 20.000.000 ευρώ πλέον του ποσού των 340.000 ευρώ για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη από την παράδοση σ’ αυτή (ενάγουσα) του απόγραφου και των επιταγών, προκαλώντας στην τελευταία ισόποση περιουσιακή ζημία, ενώ από την παράνομη πράξη της έκδοσης των ως άνω ακάλυπτων επιταγών του εναγόμενου προκλήθηκε στην ενάγουσα και σημαντική ηθική βλάβη, που συνίσταται σε ταμειακή πίεση, από έκτακτες και απρόβλεπτες ταμειακές υποχρεώσεις, αφού αναγκάστηκε να καλύψει το ανωτέρω ποσό εξαιτίας της αφερεγγυότητας του εναγόμενου, ο οποίος, παρά τη μεγάλη οικονομική επιφάνειά του ως επώνυμος πλοιοκτήτης και εφοπλιστής, μεγαλομέτοχος ναυτιλιακών εταιριών, αδιαφορεί και δεν έχει προβεί σε καμία κίνηση πληρωμής, σε ματαίωση επενδυτικών κινήσεων και σε καθυστέρηση πληρωμών, αφού η ενάγουσα υπολόγιζε στις διαβεβαιώσεις του εναγόμενου για την εκπλήρωση της οφειλής του, δηλαδή δεν ετρώθη µόνο η εμπορική της πίστη αλλά και το εμπορικό της μέλλον. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα, ζητεί, α) κατά την κύρια βάση της αγωγής, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το ποσό των 20.000.000 ευρώ, µε το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της ημέρας, οπότε και κατέστησαν ληξιπρόθεσμες και απαιτητές οι συμφωνηθείσες δόσεις, δηλαδή από 1-10-2010, άλλως από 16-4-2011, δηλαδή από την επομένη της εμφάνισης και µη πληρωμής των με αριθμούς …… και ……… επιταγών, άλλως από την επίδοση της αγωγής, β) άλλως, κατά την πρώτη επικουρική βάση της αγωγής, κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξίας, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 20.400.000 ευρώ και ειδικότερα i) το ποσό των 20.340.000 ευρώ, νομιμότοκα από τις 16-4-2011, δηλαδή από την επομένη της εμφάνισης και µη πληρωμής των με αριθμούς ………. και ………… επιταγών, άλλως από την επίδοση της ένδικης αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση και ii) το ποσό των 60.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη, νομιμότοκα από την επομένη ημέρα της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, καθώς και να απαγγελθεί σε βάρος του προσωπική κράτηση ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί κατά τη συγκεκριμένη βάση, γ) άλλως, κατά τη δεύτερη επικουρική βάση της αγωγής, κατά τις διατάξεις για την αξίωση από τις επιταγές, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 20.340.000 ευρώ, και ειδικότερα το ποσό των 20.000.000 ευρώ νοµιµότοκα από 16-4-2011, και το ποσό των 340.000 ευρώ νοµιµότοκα από 30-4-2011, άλλως από την επίδοση της ένδικης αγωγής και μέχρι την εξόφληση, επιπλέον, δε, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί στη δικαστική δαπάνη της. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (1625/2019), η οποία, αφού έκρινε ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία (Κεφάλαιο ΙΙ, άρθρα 1 § 1, 4 § 1, 25 § 1, 66 § 1 του Κανονισμού ΕΟΚ 1215/2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία – αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές – εμπορικές υποθέσεις) και ότι εφαρμοστέο δίκαιο τυγχάνει το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, ως δίκαιο που επέλεξαν οι διάδικοι για την κύρια βάση, και ως προς τις επικουρικές βάσεις από τον τόπο, όπου επήλθε η ζημία και πραγματοποιήθηκε η έκδοση και μη πληρωμή των ένδικων επιταγών, απέρριψε τη δεύτερη επικουρική βάση της αγωγής, κατά τις διατάξεις για την αξίωση από τις επιταγές, ως απαράδεκτη, εισαγόμενη κατά την τακτική διαδικασία και όχι κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 και 622Β ΚΠολΔ), καθώς και επειδή η ενάγουσα δεν προσκόμισε τα πρωτότυπα των πιστωτικών τίτλων (άρθρο 622Β § 2 ΚΠολΔ), αλλά και ως προδήλως αβάσιμη, επειδή υπέπεσε στη βραχύχρονη παραγραφή των έξι μηνών (άρθρο 52 § 2 Ν 5960/1933), θεώρησε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή ως προς τις κύρια (αφηρημένη αναδοχή χρέους) και πρώτη επικουρική (αδικοπραξία) βάσεις της, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 873, 914, 932, 297, 298, 340, 345, 346 ΑΚ, 79 § 1 Ν 5960/1933 «περί επιταγής», και 176, 907, 908, 1047 ΚΠολΔ, και δέχθηκε αυτήν ως ουσιαστικά βάσιμη κατά την κύρια βάση της, υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 20.000.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, επέβαλε σε βάρος του τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, τα οποία όρισε στο ποσό των 284.920 ευρώ, απορρίπτοντας, ωστόσο, ως ουσιαστικά αβάσιμα τα αιτήματα για κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής και για απαγγελία προσωπικής κράτησης του εναγόμενου. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη ο εκκαλών – ασκών πρόσθετο λόγο – εναγόμενος με την κρινόμενη έφεση και τον πρόσθετο λόγο αυτής για λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε στη συνέχεια να απορριφθεί η αγωγή. Πρέπει να σημειωθεί ότι κατά των ανωτέρω απορριπτικών διατάξεων της εκκαλούμενης απόφασης δεν έχει ασκηθεί έφεση ή αντέφεση από τους έχοντες έννομο προς τούτο συμφέρον και επομένως τα σχετικά με αυτές κεφάλαια δεν έχουν μεταβιβαστεί ενώπιον του δευτεροβάθμιου τούτου Δικαστηρίου.

Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο για την προκείμενη υπόθεση χρόνο πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 101 παρ. 1 του Ν. 4139/2013, την παραγραφή διακόπτει η έγερση της αγωγής, η δε παραγραφή, που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό, αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Επίσης, κατά το άρθρο 263 ΑΚ, κάθε παραγραφή που διακόπηκε με την έγερση της αγωγής, θεωρείται σαν να μη διακόπηκε, αν ο ενάγων παραιτηθεί από την αγωγή ή η αγωγή απορριφθεί τελεσίδικα για λόγους μη ουσιαστικούς. Αν ο δικαιούχος εγείρει και πάλι την αγωγή εντός έξι μηνών, η παραγραφή θεωρείται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη αγωγή. Με την τελευταία διάταξη ο νόμος ρυθμίζει ειδικά την παραίτηση από την αγωγή ή την απόρριψη αυτής για λόγους μη ουσιαστικούς, επαναλαμβάνοντας διάταξη του προϊσχύοντος δικαίου, ότι με την παραίτηση ή απόρριψη αυτή ματαιούται μεν η διακοπή και λογίζεται πως δεν έγινε, πλην όμως, αν ο δικαιούχος επανεγείρει την αγωγή εντός έξι μηνών από την παραίτηση ή την τελεσίδικη απόρριψη, η διακοπή της παραγραφής λογίζεται ότι χώρησε από την πρώτη αγωγή. Κατά την έννοια του νόμου, απόρριψη της αγωγής για λόγους μη ουσιαστικούς υπάρχει σε κάθε περίπτωση, κατά την οποία απορρίπτεται η αγωγή για λόγο, που δεν ανάγεται στη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της υπό διάγνωση απαίτησης. Τέτοιοι λόγοι μπορεί να είναι η μη συνδρομή των διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης, η έλλειψη ικανότητας δικαστικής παράστασης, η αοριστία της αγωγής και γενικότερα οι λόγοι εκείνοι που, κατά βασική δικονομική αρχή, ερευνώνται πριν από την αξιολόγηση της ύπαρξης και του περιεχομένου της ουσιαστικής αξίωσης και των οποίων η θετική ή αρνητική συνδρομή παρεμποδίζει τη διάγνωση αυτής. Ως επανέγερση δε της αγωγής νοείται η άσκηση νέας αγωγής από τον ίδιο ενάγοντα κατά του ίδιου εναγομένου, που βασίζεται στην ίδια με την προηγούμενη νομική και ιστορική αιτία (ΑΠ 826/2020, 416/2019, 172/2018, ΤΝΠ Νόμος). Το απαράδεκτο της προηγούμενης αγωγής λόγω της απαγορευμένης επικουρικής εναγωγής περισσοτέρων προσώπων σημαίνει παρεμπόδιση του δικαστηρίου να προχωρήσει στην εξέταση της βασιμότητας αυτής, η οποία δεν είναι άκυρη και ως εκ τούτου ισχύουν οι έννομες συνέπειές της, μεταξύ των οποίων και η διακοπή της παραγραφής. (ΑΠ 826/2020, όπ.π.).

ΙΙ. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 166 ΑΚ, το προσύμφωνο είναι η σύμβαση με την οποία τα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να συνάψουν ορισμένη σύμβαση, σύμφωνα με τους όρους που έχουν καθορισθεί και υπόκειται στον τύπο που ο νόμος ορίζει για τη σύμβαση που πρέπει να συναφθεί. Πρόκειται για τελεία, αυθύπαρκτη και αυτοτελή σύμβαση, που δημιουργεί την υποχρέωση για κατάρτιση της οριστικής σύμβασης (ΑΠ 862/2020, ΤΝΠ Νόμος). Αποτελεί δηλαδή ενοχική – υποσχετική σύμβαση. Έτσι, το προσύμφωνο, από τη φύση του δεν επάγεται καμία μεταβολή στις εμπράγματες σχέσεις των ενδιαφερομένων μερών, αλλά παράγει μεταξύ τους μόνο ενοχικά δικαιώματα και υποχρεώσεις. Ειδικότερα, το προσύμφωνο πώλησης δεν επιφέρει απώλεια της κυριότητας εκείνου που υποσχέθηκε την πώληση. Συνεπώς, αυτός που αποκτά δικαιώματα από το προσύμφωνο δεν δικαιούται να αξιώσει από τον άλλο συμβαλλόμενο ό,τι δικαιούται να απαιτήσει βάσει της οριστικής και μεταγραφείσης μεταβιβαστικής της κυριότητας σύμβασης. (ΑΠ 1195/2014, ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 166 και 201ΑΚ προκύπτει ότι, σε περίπτωση που καταρτίστηκε προσύμφωνο, απ’ το οποίο γεννάται ενοχική αξίωση του δικαιούχου μέρους κατά του άλλου, για σύμπραξη στην κατάρτιση της σκοπούμενης με τη σύναψη αυτού οριστικής σύμβασης, τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να συνδέσουν τη σύναψη της σύμβασης αυτής, από την προηγούμενη πλήρωση αναβλητικής αίρεσης που τέθηκε απ’ αυτά, οπότε η σύναψη της οριστικής σύμβασης θα χωρήσει, αφού πληρωθεί η παρεμβληθείσα αίρεση (ΑΠ 811/87) (ΑΠ 862/2020, όπ.π.). Αίρεση ονομάζεται ο όρος που προστίθεται σε δικαιοπραξία, σύμφωνα με τον οποίο η ενέργειά της εξαρτάται από γεγονός μέλλον και αβέβαιο (Γεωργιάδης, Γεν. Αρχές παρ. 44 αρ. 1, ΑΠ 178/2012 Νόμος). Τα απαραίτητα στοιχεία της αίρεσης, όπως προκύπτουν από τον παραπάνω ορισμό, είναι: α) ο όρος να έχει τεθεί από τον δικαιοπρακτούντα ή τους δικαιοπρακτούντες (δεν πρόκειται, επομένως, για αίρεση, αν ο όρος τάσσεται από το νόμο ή με δικαστική απόφαση), β) το γεγονός από το οποίο εξαρτάται η δικαιοπραξία να είναι μελλοντικό, γ) το γεγονός από το οποίο εξαρτάται η δικαιοπραξία να είναι αντικειμενικώς αβέβαιο, δηλαδή να μην είναι ανθρωπίνως δυνατό να προβλεφθεί αν θα επέλθει ή όχι (ΑΠ 604/2005 Νόμος). Αν κάποιος όρος που προστέθηκε σε δικαιοπραξία δεν συγκεντρώνει κάποια από τις προϋποθέσεις αυτές, τότε γίνεται λόγος για καταχρηστική αίρεση, οπότε δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις για τις αιρέσεις (ΑΚ 201 επ., ΑΠ 492/1992 Δνη 1995,1109, 2016/1990, Δνη 1992, 140, ΕφΑθ 5700/2000 Νόμος). Καταχρηστικές είναι, μεταξύ άλλων, οι αιρέσεις δικαίου (conditiones juris), δηλαδή αυτές που συνίστανται στο γεγονός που αποτελεί κατά νόμο απαραίτητο στοιχείο ή προϋπόθεση για την ενέργεια ή την τελείωση της δικαιοπραξίας (ΑΠ 604/2005 Νόμος). Η προσθήκη τέτοιας αίρεσης δεν απαγορεύεται, αλλά είναι περιττή, αφού δεν προσθέτει κάτι στη δικαιοπραξία πέραν αυτού που προβλέπει ο νόμος. (ΕφΑθ 2534/2015, ΤΝΠ Νόμος).

ΙΙΙ. Επιπλέον, κατά τη διάταξη του άρθρου 873 ΑΚ, η σύμβαση με την οποία γίνεται υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους κατά τρόπο αφηρημένο, έτσι ώστε να γεννιέται ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία, είναι έγκυρη αν η υπόσχεση ή η αναγνώριση γίνει εγγράφως. Έγγραφη υπόσχεση/ή δήλωση αναγνώρισης, στην οποία δεν αναφέρεται η αιτία του χρέους, λογίζεται, σε περίπτωση αμφιβολίας, ότι έγινε με το σκοπό να γεννηθεί ενοχή, μη εξαρτώμενη από την αιτία του χρέους. Αν στην έγγραφη υπόσχεση ή στην αναγνωριστική δήλωση μνημονεύεται η αιτία του χρέους, δεν αποκλείεται και πάλι να πρόκειται για ενοχή αναιτιώδη, εφόσον τα μέρη ήθελαν να αποσυνδέσουν το χρέος από την αιτία του, διότι η διάταξη του εδ. β` του ως άνω άρθρου εισάγει απλώς ερμηνευτικό κανόνα, προσδίδοντας στη δήλωση αυτή ορισμένη έννοια μόνο ενόσω δεν προκύπτει το αντίθετο (σε περίπτωση αμφιβολίας). Κατά κανόνα, όμως, σε τέτοιες περιπτώσεις πρόκειται για αιτιώδη αναγνώριση χρέους, η οποία δεν προβλέπεται μεν ως επώνυμη συμβατική σχέση, εντάσσεται όμως στη γενική αρχή της συμβατικής ελευθερίας (άρθρο 361 ΑΚ). Αυτή η αιτιώδης αναγνώριση δεν υποβάλλεται σε συστατικό τύπο, ούτε όμως παράγεται από αυτήν αυτοτελής αιτία ενοχής, αφού εξαρτάται από την αναφερόμενη αιτία. Η σημασία μιας τέτοιας επιβεβαιωτικής απλώς δήλωσης είναι κατ’ αρχήν αποδεικτική (εξώδικη ομολογία), μπορεί όμως να επάγεται και διακοπή της παραγραφής, ως αναγνώριση (άρθρο 280 ΑΚ) ή να έχει και άλλα νομικά αποτελέσματα (λ.χ. ΑΚ 272 παρ. 2 εδ. β’, 437, 156). Αν, όμως, παρά τη μνεία στη δήλωση της αιτίας του χρέους, οι συμβαλλόμενοι δεν απέβλεψαν στην απλή επιβεβαίωση υπάρχουσας ήδη ενοχής, αλλά θέλησαν την ίδρυση νέας ενοχικής σχέσης, που αποτελεί νέα αυτοτελή βάση υποχρεώσεως προς εκπλήρωση της παροχής, δηλαδή ενοχή αυτοτελή και ανεξάρτητη από την υποκείμενη αιτία, απαλλαγμένη από τα ενδεχόμενα ελαττώματα της αιτίας, απαιτείται έγγραφος τύπος (ΑΠ 51 και 1125/2020, ΤΝΠ Νόμος). Γενική κατευθυντήρια γραμμή προς λύση του ζητήματος αν πρόκειται για νέα αυτοτελή ενοχή ή παροχή αποδεικτικού μέσου για την ύπαρξη του χρέους μπορεί να χρησιμεύσει ο κανόνας ότι κύρια σύμβαση αναγνώρισης υπάρχει όταν αντικείμενο αυτής είναι κάποια έννομη σχέση, και ειδικότερα όταν, αναφορικά προς υπάρχουσα οφειλή, αναλαμβάνεται κάποια υποχρέωση ενώ δεν υπάρχει σύμβαση αναγνωρίσεως όταν ομολογούνται απλώς ορισμένα γεγονότα, οπότε υπάρχει μόνο αποδεικτικό μέσο. Στην πρώτη περίπτωση, αυτός που αναγνωρίζει την από ορισμένη αιτία οφειλή του δεν μπορεί πλέον να προτείνει τις ενστάσεις που είχε από την κύρια αιτία (ΑΠ 1086/2017, ΑΠ 1424/2017, ΑΠ 1279/2012). Γενικότερα αποτελεί αντικείμενο ερμηνείας της συγκεκριμένης σύμβασης, αν η επερχόμενη με αυτή αιτιώδης αναγνώριση υπάρχοντος χρέους αντικαθιστά ή όχι την αρχική σχέση ή απλώς την αλλοιώνει και αν, στην περίπτωση αυτή, ενέχει πλήρη ή μερική παραίτηση από ενστάσεις που αφορούν την αρχική σχέση, η οποία πρέπει καταρχήν να είναι έγκυρη (αρθρ. 437 ΑΚ) (ΟλΑΠ 5/2016, ΑΠ 598/2017, ΑΠ 1663/2013) (ΑΠ 51, και 913/2020, ΤΝΠ Νόμος). Το εάν τα μέρη είχαν πρόθεση να δημιουργήσουν ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία, θα εξακριβωθεί από αυτή την ίδια τη δήλωση και τις περιστάσεις, από το σκοπό της συμφωνίας, την κατάσταση των συμφερόντων των μερών και άλλα διαγνωστικά περιστατικά. Προς την κατεύθυνση αυτή επιτρέπεται να ληφθούν υπόψη και εκτός του εγγράφου περιστατικά, όπως οι διαπραγματεύσεις και η αφορμή για την αναγνώριση ή υπόσχεση του χρέους. Επομένως, είναι κρίσιμη, αλλά όχι δεσμευτική για την παραδοχή αφηρημένης υποσχέσεως ή αναγνωρίσεως χρέους, η μη αναφορά της αιτίας στο έγγραφο του χρέους, η ύπαρξη της οποίας, όμως, δεν βλάπτει όταν προκύπτει, με βάση τα παραπάνω στοιχεία, ότι τα συμβαλλόμενα μέρη είχαν σκοπό, παρ’ όλα αυτά, να θεμελιώσουν αφηρημένη υπόσχεση κατά την έννοια της διάταξης ταυ άρθρου 873 ΑΚ, γι’ αυτό και δεν βλάπτει απλή αναφορά της αιτίας όταν αυτή μάλιστα γίνεται αορίστως (ΟλΑΠ 2088/1986, ΑΠ 779/2004, ΕφΠειρ 430/2009, ΤΝΠ Νόμος).

IV. Περαιτέρω, οι ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ εφαρμόζονται από το δικαστήριο της ουσίας, όταν κατά την ανέλεγκτη, ως προς αυτό, κρίση του, διαπιστώνει ότι υπάρχει στη σύμβαση κενό ή αμφιβολία σχετικά με τη δήλωση της βουλήσεως των συμβαλλομένων. Η διαπίστωση αυτή του δικαστηρίου της ουσίας μπορεί είτε να αναφέρεται στην απόφαση ρητώς, είτε να προκύπτει από αυτήν εμμέσως όταν, παρά τη μη ρητή αναφορά της, ή ακόμη και παρά τη ρητή διαβεβαίωση της ανυπαρξίας της, το δικαστήριο προβαίνει σε ερμηνεία της συμβάσεως, η οποία (ερμηνεία) αποκαλύπτει ότι το δικαστήριο βρέθηκε μπροστά σε κενό ή αμφιβολία σχετικά με τη δήλωση της βουλήσεως των συμβαλλομένων, τα οποία ακριβώς δημιούργησαν την ανάγκη να καταφύγει σε ερμηνεία της. Μόνη η παράλειψη της μνείας των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ δεν συνιστά παραβίαση τους, αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη κατά την ερμηνεία της συμβάσεως τα ερμηνευτικά κριτήρια που προβλέπονται με αυτές. Παραβιάζονται δε οι κανόνες αυτοί όταν το δικαστήριο, παρά τη διαπίστωση έστω και εμμέσως κενού ή αμφιβολίας σχετικά με την έννοια της δηλώσεως βουλήσεως, παραλείπει να προσφύγει σ’ αυτούς, για τη διαπίστωση της αληθούς εννοίας των δηλώσεων ή να παραθέσει στην απόφαση του τα πραγματικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει η εφαρμογή τους ή προβαίνει σε κακή εφαρμογή τους, με την έννοια ότι το ερμηνευτικό πόρισμα στο οποίο, μετά από ερμηνεία της δικαιοπραξίας κατέληξε (το δικαστήριο), δεν είναι σύμφωνο με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (ΑΠ 1520/2014, ΑΠ 338/2016, ΑΠ 355/2018). Καλή πίστη είναι η συμπεριφορά που επιβάλλεται στις συναλλαγές κατά την κρίση χρηστού και γνωστικού ανθρώπου, ενώ συναλλακτικά ήθη είναι οι συνηθισμένοι στις συναλλαγές τρόποι ενέργειας. Για τη διαμόρφωση της σχετικής κρίσεως το δικαστήριο σταθμίζει τα συμφέροντα των μερών, και ιδίως εκείνου στην προστασία του οποίου αποβλέπει ο ερμηνευόμενος όρος, και λαμβάνει επίσης υπόψη τη φύση και το σκοπό της δικαιοπραξίας, τις συνθήκες υπό τις οποίες έγιναν οι δηλώσεις της βουλήσεως των μερών, τις τοπικές και γλωσσικές συνήθειες, τις προηγούμενες συναλλαγές των μερών και την προηγούμενη συμπεριφορά τους, τις διαπραγματεύσεις που είχαν προηγηθεί και πως οι σχετικές δηλώσεις του ενός μέρους αναμένονταν να εκληφθούν από το άλλο. Για να συναγάγει το ερμηνευτικό πόρισμα το δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να αρκεστεί στο περιεχόμενο της συμβάσεως, αλλά δύναται να αντλήσει στοιχεία και εκτός της συμβάσεως που θα προταθούν από τους διαδίκους. Δεν αποκλείεται μάλιστα να λάβει υπόψη και στοιχεία από τη μεταγενέστερη από την κατάρτιση της συμβάσεως συμπεριφορά των μερών, ως ενδεικτική του νοήματος που είχαν προσδώσει στη σύμβαση τα μέρη, γεγονός που υποδηλώνεται και με τις σύμφωνες με αυτό ενέργειές τους (ΑΠ 374/2013, ΑΠ 679/2018). Αντιθέτως, δεν παραβιάζονται οι ίδιοι κανόνες όταν το δικαστήριο της ουσίας διαπιστώνει στην απόφασή του ότι η ελεγχομένη δήλωση βουλήσεως είναι σαφής και χωρίς κενά (ΑΠ 115/2013, ΑΠ1420/2013, ΑΠ 355/2018) (ΑΠ 1134/2019, ΤΝΠ Νόμος).

V. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, κατά την οποία όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, προκύπτει ότι μεταξύ των προϋποθέσεων της αδικοπρακτικής ευθύνης είναι ο παράνομος χαρακτήρας της πράξεως και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και της ζημίας. Παράνομη είναι και η έκδοση ακάλυπτης επιταγής σύμφωνα με το άρθρο 79 παρ. 1 του Ν 5960/1933, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ΝΔ. 1325/1972, κατά το οποίο τιμωρείται με τις προβλεπόμενες σε αυτό ποινές εκείνος που εκδίδει επιταγή χωρίς να έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια Τράπεζα κατά το χρόνο της έκδοσης ή της πληρωμής της επιταγής. Από την ποινική αυτή διάταξη, που θεσπίστηκε για την προστασία όχι μόνον του δημοσίου, αλλά και του ιδιωτικού συμφέροντος, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 914 επ. ΑΚ, προκύπτει ότι εκείνος που εκδίδει ακάλυπτη επιταγή, ζημιώνοντας έτσι παράνομα και υπαίτια άλλον, υποχρεούται να τον αποζημιώσει. Η αξίωση προς αποζημίωση από το άρθρο 914 επ. ΑΚ συρρέει με την αξίωση από την επιταγή από τα άρθρα 40-47 του Ν. 5960/1933 και απόκειται στον δικαιούχο να ασκήσει αυτήν που προκρίνει. Δικαιούχος της αποζημιώσεως είναι όχι μόνον ο κομιστής της επιταγής κατά το χρόνο της εμφανίσεως της (τελευταίος κομιστής), αλλά και κάθε υπογραφέας που πλήρωσε την επιταγή, ως εξ αναγωγής υπόχρεος και έγινε κομιστής, αφού αυτός υφίσταται τελικά τη ζημία από τη μη πληρωμή της επιταγής, η δε ζημία αυτού είναι απότοκος της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με αυτή. Για τη θεμελίωση αυτής της αγωγής από αδικοπραξία αρκεί ο ενάγων να επικαλεσθεί και να αποδείξει ότι ο εκδότης – εναγόμενος εξέδωσε την επιταγή αυτή δόλια, δηλαδή ενώ γνώριζε ότι δεν είχε αντίστοιχα με την αξία της επιταγής διαθέσιμα κεφάλαια στην πωλήτρια τράπεζα κατά το χρόνο εκδόσεως ή πληρωμής και ότι η επιταγή αυτή εμφανίσθηκε προς πληρωμή μέσα στην οκταήμερη προθεσμία με αφετηρία την αναγραφόμενη επί του σώματος αυτής (επιταγής) ημεροχρονολογίας εκδόσεως της. Ο εκδότης ακάλυπτης επιταγής είναι υποχρεωμένος να αποζημιώσει τον κομιστή της, ακόμη και αν αυτή είναι μεταχρονολογημένη, οπότε ευθύνεται κατά τα άρθρα 28, 29 §§ 1 & 4 και 56 του Ν. 5960/1933, αν η επιταγή εμφανισθεί προς πληρωμή οποτεδήποτε εντός του χρονικού διαστήματος, που αρχίζει από την επομένη της ημέρας που πραγματικώς εκδόθηκε και λήγει την όγδοη ημέρα μετά την αναγραφόμενη στο σώμα της επιταγής ημεροχρονολογία εκδόσεως (ΟλΑΠ 29/2007, ΟλΑΠ 25/2007, ΑΠ 179/2019, ΑΠ 687/2010) (ΑΠ 29/2020, ΤΝΠ Νόμος).

VΙ. Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 522, 535 παρ. 1 και 536 παρ. 2 ΚΠολΔ συνάγεται ότι το εφετείο, όταν μετά την παραδοχή βάσιμου λόγου έφεσης κρατεί την υπόθεση προς περαιτέρω συζήτηση, υποκαθιστά το πρωτοδικείο και καθίσταται αρμόδιο να εξετάσει όλα τα ζητήματα που είχαν υποβληθεί πρωτοδίκως και είναι αναγκαία για την οριστική διάγνωση της διαφοράς. Αν η αγωγή έχει περισσότερες βάσεις, το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης δεν περιορίζεται μόνο στις διατάξεις της πρωτόδικης απόφασης, που είχαν προσβληθεί με την έφεση, αλλά εκτείνεται και στις βάσεις της αγωγής που δεν είχαν εξετασθεί πρωτοδίκως, διότι δεν δικάζεται πλέον η έφεση, αλλά η αγωγή. Έτσι, αν γίνει δεκτή πρωτοδίκως (εν όλω ή εν μέρει) αγωγή ως προς την κύρια βάση της και δεν ερευνήθηκε ως προς άλλη κύρια ή επικουρική, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την εξαφάνιση της απόφασης και την απόρριψη της αγωγής ως προς τη μία από τις κύριες βάσεις της, είναι υποχρεωμένο, αν κρατήσει το ίδιο την υπόθεση, να προβεί αυτεπαγγέλτως σε έρευνα της άλλης κύριας αλλά και της επικουρικής βάσης. Η έρευνα των μη εξετασθεισών πρωτοδίκως βάσεων γίνεται από το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, διότι τούτο υποκαθίσταται κατά τον νόμο στη θέση του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και γι` αυτό δεν απαιτείται για την ενέργεια αυτή έφεση, αντέφεση ή αίτημα του ενάγοντος (ΑΠ 1514/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1781/2017, ΑΠ 2039/2014, ΑΠ 1887/2008, ΕφΑθ 708/2020 ΤΝΠ Νόμος). Αν όμως οι επικουρικές βάσεις ερευνήθηκαν και απορρίφθηκαν πρωτοδίκως και ύστερα από έφεση του εναγομένου εξαφανιστεί η πρωτόδικη απόφαση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να προβεί σε αυτεπάγγελτη εξέταση των βάσεων που απορρίφθηκαν πρωτοδίκως. Οι βάσεις αυτές, αποτελώντας ιδιαίτερο κεφάλαιο της απόφασης, μπορούν να αχθούν προς έρευνα ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου μόνο με αντέφεση ή αυτοτελή έφεση του ενάγοντος που νίκησε πρωτοδίκως, η οποία θα ισχύει επικουρικώς και θα ερευνηθεί μόνο στην περίπτωση που η έφεση του εναγομένου γίνει δεκτή και μετά την εξαφάνιση της απόφασης απορριφθεί εν όλω ή εν μέρει η πρωτοδίκως γενόμενη δεκτή βάση της αγωγής (ΑΠ 1514/2018, ΑΠ 994/2010, ΑΠ 1489/2008 ΤΝΠ Νόμος) (ΕφΚρητ 23/2021, ΤΝΠ Νόμος).

Από την εκτίμηση των με αριθμούς …. και …/15-2-2018 ένορκων βεβαιώσεων ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς ……… των μαρτύρων της ενάγουσας (………. και ………… αντίστοιχα) κατόπιν νομότυπης κλήτευσης του εναγόμενου, των με αριθμούς …/16-2-2018 και …/7-3-2018 ένορκων βεβαιώσεων ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς των μαρτύρων του εναγόμενου (…….. και ………… αντίστοιχα) κατόπιν νομότυπης κλήτευσης της ενάγουσας, και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, των ομολογιών των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους (άρθρα 261 και 352 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Κατά το έτος 2007, η ενάγουσα εταιρία, ήδη εφεσίβλητη, ανήκε στον όμιλο επιχειρήσεων …., ο εναγόμενος, δε, ήδη εκκαλών, ήλεγχε τις εταιρίες με την επωνυμία «…….» και «………», ήταν πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας με την επωνυμία «…………», και διευθύνων σύμβουλος στην εταιρία με την επωνυμία «……..». Ήδη, από το φθινόπωρο του έτους αυτού ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις μεταξύ του εναγόμενου και του ……., μέσω του συνεργάτη του …….., προκειμένου ο όμιλος επιχειρήσεων του δεύτερου να επενδύσει στην κυπριακή εταιρία με την επωνυμία «……..», γεγονός που πραγματοποιήθηκε στις 31-12-2007. Συγκεκριμένα, με σκοπό την απόκτηση από την κυπριακή εταιρία με την επωνυμία «…………» αριθμού μετοχών στις εταιρίες με την επωνυμία «…….. Ανώνυμη Ναυτιλιακή Εταιρεία» (…..) και «…….» (………), ώστε, στη συνέχεια, να προκληθεί η συγχώνευσή τους, κατέστη αναγκαία η συγκέντρωση κεφαλαίων, η οποία επιτεύχθηκε με διάθεση μη εξασκηθέντων δικαιωμάτων προτίμησης και έκδοση μετοχών σε στρατηγικούς επενδυτές, σύμφωνα με την απόφαση της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της ανωτέρω εταιρίας («………..») στις 22-5-2007, με την οποία δόθηκε εξουσιοδότηση στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας να διαθέσει κατά την απόλυτη κρίση του τυχόν δικαιώματα προτίμησης που δεν θα έχουν εξασκηθεί. Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας εξάσκησης δικαιωμάτων προτίμησης, από 14-11-2007 μέχρι 28-12-2007 (κανονική περίοδος), με απόφαση της 31ης-12-2007 του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας με την επωνυμία «…… …….» α) παραχωρήθηκαν 18.458.147 ανεξάρτητα δικαιώματα προτίμησης, που αντιστοιχούν σε 36.916.294 μετοχές, σε δεκαέξι στρατηγικούς επενδυτές, β) εκδόθηκαν και παραχωρήθηκαν στην εταιρία με την επωνυμία «……….», που υπέδειξε ο εναγόμενος, ήδη εκκαλών, 234.615.385 νέες μετοχές, προς 0,26 ευρώ η καθεμία, και συνολικά έναντι του ποσού των 61.000.000 ευρώ, και γ) εκδόθηκαν και παραχωρήθηκαν στην ενάγουσα εταιρία, ήδη εφεσίβλητη, συμφερόντων της εφοπλιστικής οικογένειας …, 76.923.077 νέες μετοχές προς 0,26 ευρώ η καθεμία, και συνολικά έναντι του ποσού των 20.000.000 ευρώ. Με τον ανωτέρω τρόπο κατά το έτος 2008 οι μετοχές, που κατείχε η εταιρία με την επωνυμία «…….», συμφερόντων του εναγόμενου, ήδη εκκαλούντος, αντιστοιχούσε σε ποσοστό 39,42% του καταβεβλημένου κεφαλαίου της ανωτέρω εταιρίας («…. .»), ενώ οι μετοχές, που κατείχε η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, αντιστοιχούσε σε ποσοστό 12,92% του κεφαλαίου της τελευταίας, για το έτος 2009, δε, τα ποσοστά των ως άνω εταιριών ανέρχονταν σε 37,25% και σε 12,21% του κεφαλαίου αντίστοιχα. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα (τέλος του έτους 2007 και αρχή του έτους 2008 αντίστοιχα) η εταιρία με την επωνυμία «……….» είχε αποκτήσει ποσοστό 34,70% του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας με την επωνυμία «………. Ανώνυμη Ναυτιλιακή Εταιρεία» (…….) και ποσοστό 15% του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας με την επωνυμία «….. Πρέπει να σημειωθεί ότι στις 5-4-2007 η Κυπριακή Δημοκρατία ψήφισε το νόμο 41(I)/2007 που προνοεί για τις δημόσιες προτάσεις εξαγοράς για την απόκτηση τίτλων εταιρίας και για συναφή θέματα, προς εναρμόνιση με την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Οδηγία 2004/25/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Απριλίου 2004 σχετικά με τις δημόσιες προσφορές εξαγοράς» (Επίσημη Εφημερίδα της ΕΕ: L 142,30.4.2004, σ. 12). Στο άρθρο 13 του νόμου ορίζεται ότι α) σε περίπτωση που πρόσωπο, λόγω της απόκτησης από το ίδιο ή από πρόσωπα που ενεργούν σε συνεννόηση με αυτό, έχει στην κατοχή του τίτλους εταιρίας, οι οποίοι, προστιθέμενοι στους τυχόν ήδη υπάρχοντες τίτλους που κατέχει και στους τίτλους που κατέχουν πρόσωπα που ενεργούν σε συνεννόηση με αυτό, του παρέχουν άμεσα ή έμμεσα ποσοστό ίσο ή μεγαλύτερο του τριάντα τοις εκατόν (30%) των υφιστάμενων κατά την ημέρα κτήσης δικαιωμάτων ψήφου στην υπό εξαγορά εταιρία, το πρόσωπο αυτό υποχρεούται να υποβάλει δημόσια πρόταση, η οποία πρέπει να απευθύνεται αμέσως προς όλους τους κατόχους των τίτλων αυτών, για όλους τους τίτλους που κατέχουν, σε δίκαιη αντιπαροχή κατά το εδάφιο (1) του άρθρου 18. β) προς υπολογισμό των προβλεπόμενων ποσοστών, στα δικαιώματα ψήφου που κατέχονται από τον αποκτώντα προσμετρούνται τα δικαιώματα ψήφου κατεχόμενα από άλλα πρόσωπα στο όνομά τους αλλά για λογαριασμό του αποκτώντος, δικαιώματα ψήφου κατεχόμενα από ελεγχόμενη επιχείρηση του αποκτώντος, δικαιώματα ψήφου κατεχόμενα από οποιοδήποτε πρόσωπο που ενεργεί σε συνεννόηση με τον αποκτώντα, δικαιώματα ψήφου συναπτόμενα σε τίτλους κατεχόμενους από τον αποκτώντα, οι οποίοι έχουν ενεχυριαστεί. Στο άρθρο 15 του ίδιου ως άνω νόμου ορίζεται ότι η Επιτροπή δύναται να χορηγεί, κατά την απόλυτη κρίση της, εξαίρεση στον αποκτώντα από τη διά του άρθρου 13 ή 14 υποχρεωτική διενέργεια δημόσιας πρότασης, κατόπιν σχετικού αιτήματος, σε περιπτώσεις μεταξύ άλλων, όπου : (α) η απόκτηση έγινε διά δωρεάς· (β) η απόκτηση έγινε ως αποτέλεσμα θανάτου· (γ) η απόκτηση έγινε δυνάμει εκποίησης ενεχύρων· (δ) η απόκτηση είναι από εμπίστευμα για λογαριασμό πελατών· (ε) η απόκτηση αφορά έκδοση νέων τίτλων και (i) οι μέτοχοι έχουν αποποιηθεί των προτιμησιακών δικαιωμάτων, (ii) η έκδοση και η παραχώρηση έχει εγκριθεί από τη γενική συνέλευση των μετόχων της εταιρίας με πλειοψηφία μετόχων ανεξάρτητων από τα μέρη της συναλλαγής, και (iii) πριν τη γενική συνέλευση των μετόχων, όλοι οι μέτοχοι έχουν ενημερωθεί με πληροφοριακό μνημόνιο για τις λεπτομέρειες των προτάσεων που καλούνται να υιοθετήσουν, στο οποίο μνημόνιο υπάρχει ανεξάρτητη γνώμη αναφορικά με τις προτάσεις, επεξηγείται η νέα μετοχική δομή της εταιρείας και δικαιολογείται η τιμή έκδοσης που προτείνεται· (στ) η απόκτηση νέων τίτλων έγινε ως αποτέλεσμα εξάσκησης από τον αποκτώντα δικαιωμάτων αγοράς μετοχών, προαίρεσης και τίτλων μετατρέψιμων σε μετοχές που του προσφέρθηκαν κατ’ αναλογία με τους άλλους μετόχους, είτε οι άλλοι μέτοχοι τα εξήσκησαν είτε όχι· (ζ) η απόκτηση έγινε στα πλαίσια συγχώνευσης εταιρείας· (η) η απόκτηση έγινε ως αποτέλεσμα διαίρεσης της εταιρείας· (θ) το αποκτώμενο ποσοστό είναι λιγότερο του ένα τοις εκατόν (1%) των δικαιωμάτων ψήφου της εταιρείας· (ι) το αποκτώμενο ποσό δεν υπερβαίνει το τρία τοις εκατόν (3%) των δικαιωμάτων ψήφου της εταιρείας και ο αποκτών αναλαμβάνει γραπτώς την υποχρέωση προς μεταβίβαση του πρόσθετου ποσοστού σε διάστημα ενός έτους· (ια) η εταιρεία στην οποία ανήκουν οι τίτλοι είναι ήδη ελεγχόμενη επιχείρηση του αποκτώντος· (ιβ) η απόκτηση έγινε ως αποτέλεσμα επαναγοράς ιδίων μετοχών και ο μέτοχος αποδεδειγμένα δεν είχε πρόθεση ή γνώση να υπερβεί τα ποσοστά που δημιουργούν την υποχρέωση υποβολής δημόσιας πρότασης· η εν λόγω πρόθεση ή γνώση αξιολογείται από την Επιτροπή κατά την εξέταση της αίτησης για εξαίρεση· (ιγ) ο αποκτών κατέχει ήδη πέραν του πενήντα τοις εκατόν (50%) των δικαιωμάτων ψήφου της εταιρείας και με την προτεινόμενη πρόσθετη απόκτηση δεν επηρεάζονται τα δικαιώματα των μικρομετόχων· (ιδ) η απόκτηση έγινε εκ παραδρομής και ο αποκτών αναλαμβάνει γραπτώς την υποχρέωση προς μεταβίβαση, σε σύντομο χρονικό διάστημα το οποίο θέτει η Επιτροπή, σε ανεξάρτητους αγοραστές. Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, όπως νόμιμα την εκπροσωπούσε ο ………, επιδίωξε να εξασφαλίσει την ανωτέρω επένδυσή της της αύξησης κεφαλαίου της Κυπριακής εταιρείας ……., ώστε να διατηρεί την αξία των 20.000.000 ευρώ που κατέβαλε για την αγορά των μετοχών, φοβούμενος τις μειώσεις των τιμών αυτών τουλάχιστον για δώδεκα (12) μήνες, με αποτέλεσμα ο εναγόμενος, προκειμένου να μην απολέσει τον έλεγχο των προαναφερόμενων εταιριών («……..», «………», και «……..»), και να επιτύχει τη συγχώνευση των δύο τελευταίων, συμφώνησε στην υπογραφή της από 29-1-2008 σύμβασης μεταξύ της ενάγουσας, ήδη εφεσίβλητης (αγοράστρια), που συμμετείχε στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας με την επωνυμία «…………» (θυγατρική), και απέκτησε 76.923.077 μετοχές έναντι του συνολικού τιμήματος των 20.000.000 ευρώ, και της εταιρίας με την επωνυμία «………..» (κύρια μέτοχος της θυγατρικής), η οποία ανέλαβε τις ακόλουθες υποχρεώσεις : «1 . Σε περίπτωση κατά την οποία η Αγοράστρια σε 12 μήνες από σήμερα και συγκεκριμένα στο διάστημα από 1 Ιανουαρίου 2009 μέχρι 31 Ιανουαρίου 2009 προβεί στην πώληση όλων ή τμήματος των μετοχών της Θυγατρικής, και η τιμή πώλησης αυτών είναι κατώτερη της τιμής των 0.30 Ευρώ, Η Κύρια Μέτοχος ή άλλη εταιρεία που θα προσδιορίσει η Κύρια Μέτοχος υποχρεούται κατά ρητή συμφωνία των εδώ συμβαλλομένων να καταβάλει στην Αγοράστρια τη διαφορά που θα προκύψει μεταξύ της τιμής πώλησης τον εν λόγω μετοχών από την Αγοράστρια και αυτής της αρχικής τιμής αγοράς αυτών, ήτοι 0,26 Ευρώ ανά μετοχή. (Ακολουθεί σχετικό παράδειγμα). 2. Το ποσό που τυχόν κατά τα παραπάνω δικαιούται να λάβει η Αγοράστρια, υποχρεούται να καταβάλει η Κύρια Μέτοχος εντός τριάντα (30) ημερών από έγγραφη ειδοποίηση από την Αγοράστρια προς Την Κύριο Μέτοχο. Παρελθούσης της τελευταίας πρός καταβολή ημέρας, η Κύρια Μέτοχος υποχρεούται να καταβάλει στην Αγοράστρια εκτός από το οφειλόμενο ποσό και τους τόκους υπερημερίας, υπολογιζόμενους από την επόμενη πρός καταβολή ημέρας κατά τα ισχύοντα στο Ελληνικό Δίκαιο. 3. Εκ περισσού αναφέρεται ότι εάν οι μετοχές της Θυγατρικής πωληθούν από την ανωτέρω Αγοράστρια εταιρεία μετά την παρέλευση των 12 μηνών και μίας ημέρας από σήμερα, η Κύρια Μέτοχος δεν υποχρεούται σε οποιαδήποτε καταβολή έναντι της Αγοράστριας. 4. Η παρούσα σύμβαση δεν μπορεί να τροποποιηθεί παρά μόνο με έγγραφη συμφωνία των μερών. Η παρούσα Σύμβαση αποτελεί τη συνολική συμφωνία μεταξύ των Συμβαλλομένων και υπερισχύει όλων των προηγούμενων συμφωνιών και συνεννοήσεων τους, προφορικών ή εγγράφων, σε σχέση με το αντικείμενο της παρούσας. § Εάν οποιοσδήποτε όρος της παρούσης είναι ή θεωρηθεί παράνομος ή ανίσχυρος, αυτός δεν θα επηρεάζει το υπόλοιπο της παρούσας σύμβασης. Τέτοιος τυχόν παράνομος ή ανίσχυρος όρος θα αντικαθίσταται αυτομάτως από έγκυρο και ισχυρό όρο, ο οποίος θα επιτυγχάνει τον επιδιωκόμενο σκοπό κατά τον καλύτερο τρόπο. § Εάν η Κύρια Μέτοχος εταιρεία περιέλθει σε υπερημερία σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, η Αγοράστρια εταιρεία θα δικαιούται αποζημίωση για όλες τις δαπάνες, συμπεριλαμβανομένων και εύλογων αμοιβών δικηγόρων, που προκύπτουν από τις δίκες και τις εφέσεις. 5. Η Σύμβαση αυτή διέπεται από το Ελληνικό Δίκαιο και θα ερμηνεύεται σύμφωνα με αυτό. Οποιαδήποτε διαφορά ή διαφωνία ανακύψει σε σχέση με την παρούσα ή εξ αφορμής της θα υπάγεται στις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Διακονομίας περί Διαιτησίας». Στη συνέχεια, μετά την από 17-5-2008 Γενική Συνέλευση και το από 21-5-2008 Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρίας με την επωνυμία «……..» (….), εξελέγη και συγκροτήθηκε σε σώμα το διοικητικό συμβούλιο, με θητεία μέχρι την 16η-5-2011, μετέχουν, δε, σ’ αυτό με την ιδιότητα του αντιπρόεδρου ο ………, και των μελών οι συνεργάτες του τελευταίου, …….. και ……. (ΦΕΚ τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ 3965/10-6-2008), ενώ ο …… διορίστηκε διευθυντής της εταιρίας με την επωνυμία «……..» για το χρονικό διάστημα από 4-6-2008 μέχρι 5-5-2011. Μετά τη συμπλήρωση των δώδεκα (12) μηνών από την προηγούμενη σύμβαση της 29ης-1-2008, οι ίδιες ως άνω εταιρίες (ενάγουσα και «……..») τροποποίησαν τους όρους της ανωτέρω σύμβασης, στις 31-1-2009, με το παράρτημα Αρ.1 (Addendum No 1) ως εξής : «1. Κατά την ή προ της 30 Ιουνίου 2009, η ……. θα ολοκληρώσει και συμφωνεί να ολοκληρώσει την χαριστική μεταβίβαση, μεταφορά και παράδοση στην …… επιπρόσθετου ποσού 66.071.429 μετοχών της Θυγατρικής, το οποίο ποσό αυτό είναι το γινόμενο του ποσού των 9.250.000 Ευρώ και του αμοιβαίου τιμήματος ανά μετοχή 0,14 Ευρώ. 2. Η …… δια του παρόντος συναινεί και συμφωνεί να συναινέσει ότι μέχρι την 31 Δεκεμβρίου 2009 η …… μπορεί να αναζητήσει και να προτείνει πώληση όλων των μετοχών της Θυγατρικής που ανήκουν ή θα ανήκουν στην ……, σε οιοδήποτε τρίτο μέρος, µε την προϋπόθεση ότι αυτή η πώληση θα επιφέρει εισπράξεις τουλάχιστον 23.000.000 Ευρώ. Στην περίπτωση που αυτή η πώληση πραγματοποιηθεί σύμφωνα µε τα ανωτέρω, οι εισπράξεις από αυτή την πώληση που έως του ποσού των 23.000.000 Ευρώ θα διανεμηθεί στην …., ενώ αν οι εισπράξεις, αν υφίστανται, υπερβαίνουν αυτό το ποσό θα διανεμηθούν μεταξύ της … και της … σε ποσοστά 75% και 25% αντιστοίχως. 3. Αν έως την 31 Δεκεμβρίου 2009 οι μετοχές στη Θυγατρική που έχει αποκτήσει ή θα αποκτήσει η …….. παραμείνουν απούλητες, οποιεσδήποτε εισπράξεις από την πώληση μετά από αυτή την ημερομηνία θα διανεμηθούν στην ……… έως του ποσού των 23.000.000 Ευρώ ενώ αν οι εισπράξεις, αν υφίστανται, υπερβαίνουν αυτό το ποσό θα διανεμηθούν ισόποσο μεταξύ της ….. και της ……… 4. Λαμβανομένων υπόψη των ως άνω δεσμεύσεων και συμφωνιών μεταξύ των παρόντων μερών, δια του παρόντος συμφωνείται ότι για χρονικό διάστημα 2 ετών από την ημερομηνία της Σύμβασης καμία Μετοχή …… κυριότητας της ……. δύναται να πωληθεί άνευ της προηγουμένη έγγραφης συναίνεσης της ……….». Επιπλέον, συνυπέγραψαν τα από 13-2-2009 και 14-2-2009 συμπληρωματικά ιδιωτικά συμφωνητικά, τα οποία, ωστόσο δεν προσκομίστηκαν από τους διαδίκους ούτε στην πρωτοβάθμια ούτε στη δευτεροβάθμια δίκη. Μετά την πάροδο της 31ης-12-2009, και εφόσον η πώληση των μετοχών της ενάγουσας, ήδη εφεσίβλητης, δεν κατέστη δυνατή, ο εναγόμενος με στόχο να μην πωληθούν οι μετοχές αυτές σε οποιονδήποτε τρίτο, ήλθε σε συμφωνία με τον ……., και στις 27 Ιανουαρίου 2010 οι διάδικοι και η εταιρία με την επωνυμία «……….», νόμιμα εκπροσωπούμενη από τον …….. (εναγόμενο ήδη εκκαλούντα), κατά τα αντίγραφα που προσκομίζει η ενάγουσα, ή από τον …… κατά το αντίγραφο, που προσκομίζει ο εναγόμενος, κατήρτισαν και υπέγραψαν α) το με την ίδια ημερομηνία ιδιωτικό συμφωνητικό – αναγνώριση οφειλής – σύμβαση εγγύησης, η ενάγουσα, όπως εκπροσωπήθηκε από τον …….., ως δανείστρια, ο εναγόμενος ως οφειλέτης, και η ανωτέρω ανώνυμη εταιρία, όπως εκπροσωπήθηκε, ως εγγυήτρια, με τους ακόλουθους όρους και συμφωνίες «1. Ο τρίτος των συμβαλλομένων «οφειλέτης», ………. αναγνωρίζει ότι οφείλει στην ……. το ποσό των ευρώ είκοσι τεσσάρων εκατομμυρίων (€ 24.000.000), κατά την έννοια του άρθρου 873 ΑΚ, δηλαδή ανεξάρτητα και πέρα από την αιτία του, το οποίο αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλλει, σε δόσεις, ως ακολούθως : α) Την 31 Μαρτίου 2010 το ποσό των € 2.000.000 β) Την 30 Ιουνίου 2010 το ποσό των € 2.000.000 και γ) Την 30 Σεπτεμβρίου 2010 το ποσό των € 20.000.000. Η δεύτερη των συμβαλλομένων «εγγυήτρια» εταιρεία με την επωνυμία «……..» νομίμως εκπροσωπούμενη, δηλώνει προς την αποδεχόμενη πρώτη δανείστρια ότι εγγυάται υπέρ του τρίτου οφειλέτη την πληρωμή του άνω ποσού, ευθυνόμενη εις ολόκληρο με αυτόν και ως αυτοφειλέτης, παραιτούμενη από τώρα ανεπιφύλακτα έναντι της δεύτερης δανείστριας από το δικαίωμα διζήσεως και από τα δικαιώματα που απορρέουν από τα άρθρα 853, 862, 863, 864, 866 και 867 του ΑΚ. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι η εγγυήτρια ευθύνεται ανεξαρτήτως από την αιτία της οφειλής του οφειλέτη, ρητά δε παραιτείται έναντι της δανείστριας του δικαιώματος της διζήσεως, της προβολής ενστάσεων του οφειλέτη κατά της δανείστριας κλπ, και δεν ελευθερώνεται εάν για οιονδήποτε λόγο κατέστη αδύνατη η πληρωμή του ποσού από τον οφειλέτη, ούτε εάν αποσβέστηκε η οφειλή του χωρίς να ικανοποιηθεί η δανείστρια. 3. Εις ασφάλεια της πληρωμής του ως άνω συνολικού ποσού, ο τρίτος των συμβαλλομένων κ. ………… εξέδωσε τρεις (3) μεταχρονολογηµένες επιταγές, συρόμενες επί του υπ’ αριθμ ……… λογαριασμού του στην Τράπεζα ……. ΒAΝΚ (κατάστημα Αμπελοκήπων) και δη τις: – υπ’ αριθ. …… µε ημερομηνία 31 Μαρτίου 2010, ποσού € 2.000.000 – υπ’ αριθ. …….. µε ημερομηνία 30 Ιουνίου 2010, ποσού € 2.000.000 και – υπ’ αριθ. …….. µε ημερομηνία 30 Σεπτεμβρίου 2010, ποσού € 20.000.000 (εφεξής οι «Επιταγές» πληρωτέες σε διαταγή της δεύτερης εγγυήτριας ………., νομίμως εκπροσωπούμενης, τις οποίες ο εκπρόσωπος της δεύτερης μεταβίβασε δι’ οπισθογραφήσεως και παρέδωσε στην πρώτη δανείστρια, νομίμως εκπροσωπούμενη. Η έκδοση, αποδοχή και παράδοση των ως άνω επιταγών δεν έχει την έννοια της εξόφλησης ούτε της δόσης αντί καταβολής, διότι αυτή έγινε χάριν διασφάλισης και διευκόλυνσης της πληρωμής του χρέους εκ μέρους των Β) και Γ) και ως εκ τούτου η εμπρόθεσμη εξόφληση κάθε επιταγής σημαίνει και εξόφληση της αντίστοιχης δόσης και µόνο. Ρητά συμφωνείται, ότι σε περίπτωση καθυστέρησης εκ μέρους των Β) και Γ) έστω και μίας µόνο δόσης µε τη µη εξόφληση του αντίστοιχου αξιογράφου (επιταγής), γίνονται ληξιπρόθεσµες και απαιτητές και οι επόμενες µη λήξασες δόσεις και μάλιστα εντόκως µε το νόμιμο τόκο υπερημερίας. Μόνο η εμπρόθεσμη και εντελής πληρωμής όλων των αξιογράφων (επιταγών) θα σημαίνει και εξόφληση της αντίστοιχης οφειλής των Β) και Γ) και θα αποτελεί απόδειξη της εκ μέρους του εκπλήρωσης της οφειλόμενης παροχής, όπως συμφωνείται µε το παρόν. 4. Σε περίπτωση µη πληρωμής οποιασδήποτε Επιταγής, η πρώτη δανείστρια θα δικαιούται να ασκήσει καθ’ όλων των υπογραφέων των ως άνω επιταγών, κάθε νόμιμο δικαίωμά της ενώπιον των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων, για είσπραξη κάθε οφειλόμενου ποσού και µε κάθε νόμιμο µέσο, κατά παντός ενεχομένου προς πληρωμή. 5. Οι όροι της παρούσας σύμβασης, τους οποίους οι συμβαλλόμενοι συνομολόγησαν και συναποδέχθηκαν, ως ουσιώδεις, τροποποιούνται µόνο ρητώς και εγγράφως. Οποιαδήποτε τροποποίηση της παρούσας θα αποδεικνύεται με έγγραφο που θα προσαρτάται στην παρούσα και θα αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα αυτής αποκλειομένου οποιουδήποτε άλλου αποδεικτικού μέσου, συμπεριλαμβανομένου και του όρκου. Η ακυρότητα ή ακυρωσία ενός όρου της παρούσας δεν επιδρά κατά κανένα τρόπο στο κύρος των υπολοίπων. 6. Σε καμία περίπτωση η παράλειψη ή καθυστέρηση της πρώτης δανείστριας να ασκήσει τα νόμιμα ή συμβατικά δικαιώματά της δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως παραίτηση από τα δικαιώματα αυτά. 7. Οι συμβαλλόμενοι αποδέχονται ότι το εφαρµοστέο δίκαιο είναι το ελληνικό, σε περίπτωση δε δικαστικής διένεξης εξαιτίας της παρούσας σύμβασης, αρμόδια κατά τόπο δικαστήρια είναι τα Δικαστήρια Πειραιά, παραιτούμενοι από κάθε σχετική ένσταση. 8. Η δεύτερη εγγυήτρια εταιρεία με την επωνυμία ……. ορίζει αντίκλητο για την παραλαβή των οποιωνδήποτε εγγράφων τον κ. …….., κάτοικο Πειραιά, ……, κατά το αντίγραφο που κατέθεσε η ενάγουσα (τον κ. ………, κάτοικο Πειραιά, οδός ……… κατά το αντίγραφο που κατέθεσε ο εναγόμενος) και η πρώτη δανείστρια τον κ. ……., κάτοικο Ελληνικού, ……. 9. Το παρόν ιδιωτικό συμφωνητικό αποτελεί τη συνολική συμφωνία των ανωτέρω συμβαλλομένων, αντικαθιστά και ακυρώνει κάθε προγενέστερη γραπτή ή προφορική συμφωνία μεταξύ των ανωτέρω συμβαλλόμενων μερών σε σχέση µε τα διαλαμβανόμενα στο παρόν θέματα. Αυτά συμφώνησαν και συνομολόγησαν οι συμβαλλόμενοι και σε πίστωση συνέταξαν το παρόν εις τριπλούν, το οποίο αφού διάβασαν υπογράφουν κατωτέρω. ΟΙ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΙ Α) ΓΙΑ ΤΗΝ …. ……. Β) Για την ……… ………, κατά το αντίγραφο που κατέθεσε η ενάγουσα (……. κατά το αντίγραφο που κατέθεσε ο εναγόμενος) Γ) ……..»,  β) το με την ίδια ημερομηνία ιδιωτικό συμφωνητικό με το ακόλουθο περιεχόμενο και συμφωνίες : «Ι. ΙΣΤΟΡΙΚΟ (1) Η …… αγόρασε με συμμετοχή της στην αύξηση κεφαλαίου της Κυπριακής εταρείας υπό την επωνυμία “………”, εταιρείας εισηγμένης στο Χρηματιστήριο της Κύπρου, 76.923.077 κοινές ονομαστικές μετοχές (εφεξής οι “Μετοχές περί ών η παρούσα”) προς € 0,26, αντί συνολικού τιμήματος είκοσι εκατομμυρίων Ευρώ (€ 20.000.000). (2) Με το παρόν τα ώδε συμβαλλόμενα καταλήγουν στην ακόλουθη συμφωνία και υπό τους όρους αυτής. ΙΙ. ΣΥΜΦΩΝΙΑ 1. Η …… συμφωνεί με την «……….» να μεταβιβάσει ως πακέττο, με πράξη που θα είναι σύμφωνη κατά τους κανόνες λειτουργίας του Χρηματιστηρίου Κύπρου, τις Μετοχές περί ών η παρούσα και άνευ ανταλλάγματος στην «……..» ή σε άλλο πρόσωπο που θα υποδείξει ο νόμιμος εκπρόσωπος της «…….», την 30η Σεπτεμβρίου 2010 και υπό τους κατωτέρω όρους. 2. Η μεταβίβαση θα γίνει, αφού, προηγουμένως, η …… θα έχει εισπράξει από τον κ. ……. ή την εταιρεία ………., το ποσό των Ευρώ Είκοσι Τεσσάρων εκατομμυρίων (€ 24.000.000) δυνάμει της από 27-1-2010 αναγνώρισης ~ οφειλής του κ. …….. με εγγύηση της εταιρείας ………, το οποίο ποσό, είναι πληρωτέο ως ακολούθως : (α) Την 31 Μαρτίου 2010 το ποσό των € 2.000.000 (β) Την 30 Ιουνίου 2010 το ποσό των € 2.000.000 και (γ) Την 30 Σεπτεμβρίου 2010 το ποσό των € 20.000.000  Εις ασφάλεια της πληρωμής του ως άνω συνολικού ποσού ο κ. …….. εξέδωσε τρεις (3) μεταχρονολογημένες επιταγές συρόμενες επί του υπ’ αριθμ. ………. λογαριασμού του στην Τράπεζα ………BANK (κατάστημα Αμπελοκήπων) και δη τις : • υπ’ αριθ. …….. ημερομηνία 31 Μαρτίου 2010, ποσού € 2.000.000 • υπ’ αριθ. ……. με ημερομηνία 30 Ιουνίου 2010, ποσού € 2.000.000 και • υπ’ αριθ. …….. με ημερομηνία 30 Σεπτεμβρίου 2010 ποσού € 20.000.000 (εφεξής οι “Επιταγές”), πληρωτέες σε διαταγή της δεύτερης εγγυήτριας ……… νομίμως εκπροσωπούμενης, τις οποίες ο εκπρόσωπος της δεύτερης, μεταβίβασε δι οπισθογραφήσεως και παρέδωσε στην πρώτη δανείστρια, νομίμως εκπροσωπούμενη. 3. Προς τον σκοπό της περαιτέρω διασφαλίσεως της ….. και μέχρι της ως άνω εξοφλήσεως ο κ. …….. αναλαμβάνει την υποχρέωση να προκαλέσει δια της … τα ακόλουθα: Την αναδιάρθρωση του Διοικητικού Συμβουλίου της θυγατρικής της … εταιρείας ……. με αποτέλεσμα η … να συμμετέχει με ένα (1) μέλος στο ως άνω Διοικητικό Συμβουλίου της επιλογής του κ. …….. Σε περίπτωση εκπτώσεως του ως άνω μέλους η ………. θα δύναται να ορίζει άλλα πρόσωπα. Ο δε κ. ……. συμφωνεί ότι θα προκαλέσει δια της ….. την εκπλήρωση/εκτέλεση αυτής της υποχρεώσεώς του. 4. Η εκτέλεση της συμφωνίας από την προεκτεθείσα διάταξη της παραγράφου 3 θα γίνει αμέσως και, πάντως, σε χρόνο που δεν θα υπερβαίνει τις είκοσι (20) ημέρες από σήμερα. 5. Οι όροι της παρούσας σύμβασης, τους οποίους οι συμβαλλόμενοι συνομολόγησαν και συναποδέχθηκαν ως ουσιώδεις, τροποποιούνται μόνο ρητώς και εγγράφως. Οποιαδήποτε τροποποίηση της παρούσας θα αποδεικνύεται με έγγραφο που θα προσαρτάται στην παρούσα και θα αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα αυτής αποκλειομένου οποιουδήποτε άλλου αποδεικτικού μέσου, συμπεριλαμβανομένου και του όρκου. Η ακυρότητα ή η ακυρωσία ενός όρου της παρούσας δεν θα επιδρά κατά κανένα τρόπο στο κύρος των υπολοίπων. 6. Σε καμία περίπτωση η παράλειψη ή καθυστέρηση της …… να ασκήσει τα νόμιμα ή συμβατικά δικαιώματά του δεν θα μπορεί να ερμηνευθεί ως παραίτηση από τα δικαιώματα αυτά. 7. Οι συμβαλλόμενοι αποδέχονται ότι το εφαρμοστέο δίκαιο είναι το ελληνικό σε περίπτωση δε δικαστικής διένεξης εξαιτίας της παρούσας σύμβασης αρμόδια κατά τόπο δικαστήρια είναι τα Δικαστήρια Πειραιά, παραιτούμενοι από κάθε σχετική ένσταση. 8. Η ……….., ορίζει αντίκλητο για την παραλαβή των οποιωνδήποτε εγγράφων τον κ. ………, κάτοικο Πειραιά, ………., κατά το αντίγραφο που κατέθεσε η ενάγουσα (τον κ. ……., κάτοικο Πειραιά, οδός ……… κατά το αντίγραφο που κατέθεσε ο εναγόμενος), η δε …. τον κ. …….., κάτοικο Ελληνικού, ……. 9. Το παρόν Ιδιωτικό Συμφωνητικό αποτελεί την συνολική συμφωνία των ανωτέρω συμβαλλομένων, αντικαθιστά δε και ακυρώνει κάθε προγενέστερη γραπτή ή προφορική συμφωνία μεταξύ των ανωτέρω συμβαλλόμενων μερών σε σχέση με τα διαλαμβανόμενα στο παρόν θέματα. Αυτά συμφώνησαν και συνομολόγησαν οι συμβαλλόμενοι και σε πίστωση συνέταξαν το παρόν εις τριπλούν, το οποίο αφού διάβασαν υπογράφουν κατωτέρω. ΟΙ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΙ Α) ………., ………. (Υπό: …….. Μάρτυς της Υπογραφής κατά το αντίγραφο που κατέθεσε ο εναγόμενος) Β) ………. ……. …….», και γ) το με την ίδια ημερομηνία ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ της κυπριακής εταιρίας με την επωνυμία «……..», την οποία εκπροσωπούσε ο εναγόμενος, ήδη εκκαλών, και της ενάγουσας, ήδη εφεσίβλητης, την οποία εκπροσωπούσε ο ………, σύμφωνα με το οποίο τα συμβαλλόμενα μέρη κατήργησαν την από 29-1-2008 αρχική συμφωνία, το από 31-1-2009 addedum, και τα από 13-2-2009 και 14-2-2009 συμπληρωματικά ιδιωτικά συμφωνητικά. Από τα ανωτέρω ιδιωτικά συμφωνητικά, καθώς και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, αποδεικνύεται ότι οι διάδικοι κατά τη διάρκεια της συνεργασίας τους από το έτος 2007 μέχρι και 27-1-2010 (σύναψη των τριών τελευταίων συμφωνητικών) προσπάθησαν να προβούν σε συναλλαγές σύμφωνες με το κυπριακό δίκαιο, όπως ρητά αναφέρεται «μεταβίβαση των μετοχών της ενάγουσας, ήδη εφεσίβλητης, στην εταιρία με την επωνυμία «……….» ως πακέτο, με πράξη που θα είναι σύμφωνη κατά τους κανόνες λειτουργίας του Χρηματιστηρίου Κύπρου». Ειδικότερα, μετά τη συμφωνία επένδυσης και την υλοποίησή της από την ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, στην εταιρία με την επωνυμία «…………», ακολούθησε η γνωστή δυσμενής οικονομική συγκυρία από το έτος 2008 και μετά, με συνέπεια την απόφαση της ενάγουσας να επιδιώξει τη διασφάλιση της αξίας της επένδυσής της, σε συνδυασμό, δε, με την ήδη από 5-4-2007 ισχύουσα κυπριακή νομοθεσία, οι διάδικοι οδηγήθηκαν στην υπογραφή των τελευταίων τριών συμφωνιών με σκοπό να εμφανίζεται η μεταβίβαση των μετοχών της ενάγουσας ως δωρεά, όπως ρητά αναφέρεται «άνευ ανταλλάγματος», για να είναι δυνατή ή έστω πιθανή η εξαίρεση της συγκεκριμένης μεταβίβασης από την υποχρεωτική υποβολή δημόσιας πρότασης προς όλους τους κατόχους των τίτλων της υπό εξαγοράς εταιρίας για όποιον άμεσα ή έμμεσα αποκτά ποσοστό ίσο ή μεγαλύτερο του 30% των υφιστάμενων κατά την ημέρα κτήσης δικαιωμάτων ψήφου στην υπό εξαγορά εταιρία, κατά το άρθρο 13 του νόμου 41(I)/2007, καθόσον στο άρθρο 15 του ίδιου ως άνω νόμου ορίζεται ότι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να χορηγεί, κατά την απόλυτη κρίση της, εξαίρεση στον αποκτώντα από τη διά του άρθρου 13 ή 14 υποχρεωτική διενέργεια δημόσιας πρότασης, κατόπιν σχετικού αιτήματος, σε περίπτωση, που η απόκτηση έγινε διά δωρεάς. Επομένως, η υπογραφή του ένδικου ιδιωτικού συμφωνητικού της 27ης-1-2010 συμφωνητικό – αναγνώριση οφειλής – σύμβαση εγγύησης δεν δύναται να ερμηνευτεί μεμονωμένα, αλλά ως σύνολο με τα άλλα δύο ιδιωτικά συμφωνητικά, που υπογράφηκαν την ίδια ημερομηνία, καθόσον αποδείχθηκε ότι ο κατακερματισμός της ενιαίας, στην πραγματικότητα, συμφωνίας των διαδίκων πραγματοποιήθηκε προκειμένου να διαπιστωθεί εάν η επιδιωκόμενη μεταβίβαση των μετοχών της ενάγουσας, ήδη εφεσίβλητης, στην εταιρία με την επωνυμία «…………», συμφερόντων του εναγόμενου, εμπίπτει στις εξαιρέσεις του άρθρου 15 του ανωτέρω κυπριακού νόμου, εξαίρεση που θα έκρινε μόνο η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς της Κύπρου. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου επιβεβαιώνεται από όλα τα έγγραφα που αποδεικνύουν τη διάρκεια και την εξέλιξη της συνδιαλλαγής και συνεργασίας των διαδίκων, με την ενάγουσα νόμιμα εκπροσωπούμενη από τον ………, αντικείμενο, δε, των διαπραγματεύσεων αυτών ήταν η πώληση των μετοχών της ενάγουσας, ήδη εφεσίβλητης, με εξασφαλισμένο τίμημα, ανάλογο της αξίας της επένδυσής της, από το ποσό των 20.000.000 ευρώ, στις 29-1-2008, μέχρι το ποσό των 24.000.000 ευρώ, στις 27-1-2010, καθόσον, το Δικαστήριο, για τη διαπίστωση της σαφούς βούλησης των διαδίκων, επιτρέπεται να εκτιμήσει περιστατικά εκτός του ένδικου έγγραφου συμφωνητικού αναγνώρισης χρέους, όπως είναι ο σκοπός της συμφωνίας, τα συμφέροντα των μερών, οι διαπραγματεύσεις και η αφορμή για τη σύναψη της σύμβασης, όπως ειδικότερα αναφέρεται στην τρίτη νομική σκέψη. Ενδεικτικό, δε, της διάρκειας των συνομιλιών μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών είναι και η διαφοροποίηση στην εκπροσώπηση της εταιρίας με την επωνυμία «………….», που συμπράττει, στα δύο αντίγραφα των ανωτέρω ιδιωτικών συμφωνητικών, που προσκομίζονται από καθένα από τους διαδίκους. Συνεπώς, αποδεικνύεται ότι η ένδικη συμφωνία της 27ης-1-2010, παρά τον χαρακτηρισμό της από τους διαδίκους ως αναγνώριση οφειλής ανεξάρτητα από την αιτία της, κατά το άρθρο 873 ΑΚ, είναι ουσιαστικά το τμήμα εμπορικής συμφωνίας, και δη της συμφωνίας μεταβίβασης των μετοχών της ενάγουσας, ήδη εφεσίβλητης, προς την ανωτέρω εταιρία συμφερόντων του εναγόμενου («………..»), που αποτυπώνει το τίμημα καθώς και την υποχρέωση και τον τρόπο καταβολής του. Το γεγονός ότι η ολοκλήρωση της μεταβίβασης των μετοχών, οριστική – εκποιητική δικαιοπραξία, εξαρτήθηκε από την τήρηση των κανόνων του Χρηματιστηρίου της Κύπρου δικαιολογεί την χρονική ανανέωση των συμφωνιών από 29-1-2008 μέχρι 30-9-2010, δεδομένου ότι ο συγκεκριμένος ως άνω νόμος τροποποιήθηκε στις 15-5-2009 [Νόμος 47(Ι)/2009] και αργότερα στις 6-2-2015 [Νόμος 7(Ι)/2015], και αποδεικνύει τη γνώση των διάδικων πλευρών και των εκπροσώπων τους για τα ζητήματα νομιμότητας της ένδικης μεταβίβασης και τις συνεχείς διαπραγματεύσεις προς ανεύρεση ικανοποιητικής λύσης για αμφότερους τόσο οικονομικά όσο και νομικά. Επιπλέον, εάν οι διάδικοι επιθυμούσαν τη δημιουργία ενοχής ανεξάρτητα από την αιτία δεν θα υπέγραφαν τα ανωτέρω τρία ιδιωτικά συμφωνητικά της ίδιας ημερομηνίας, που αναφέρονται στα προγενέστερα πραγματικά περιστατικά και συμφωνίες, όπως είναι η από 29-1-2008 αρχική συμφωνία και οι από 31-1-2009, 13-2-2009 και 14-2-2009 τροποποιητικές αυτής. Σύμφωνα, δε, με τα αναφερόμενα στην ανωτέρω τρίτη νομική σκέψη, στην ένδικη συναλλαγή δεν αποδείχθηκε η προϋπόθεση του αφηρημένου – αναιτιώδους χαρακτήρα της αναγνώρισης, καθόσον οι διαπραγματεύσεις των διαδίκων είχαν συγκεκριμένη αιτία (μεταβίβαση μετοχών με αντάλλαγμα), την οποία τα συμβαλλόμενα στα προαναφερόμενα ιδιωτικά συμφωνητικά μέρη προσπαθούσαν να υλοποιήσουν σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες του κυπριακού δικαίου. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, συνολικά εκτιμώμενα τα τρία ιδιωτικά συμφωνητικά της 27ης-1-2010 αποτελούν προσύμφωνο μεταβίβασης μετοχών, ενοχική – υποσχετική δικαιοπραξία, μεταξύ των διαδίκων και της εταιρίας με την επωνυμία «…………», το οποίο δεν κατέστη δυνατό να οριστικοποιηθεί και να πραγματοποιηθεί νόμιμα, κατά τους κανόνες του Χρηματιστηρίου της Κύπρου, η μεταβίβαση των μετοχών της ενάγουσας, ήδη εφεσίβλητης, προς την ανωτέρω εταιρία ή σε τρίτο πρόσωπο που θα υποδείκνυε ο εκπρόσωπος της τελευταίας, εναγόμενος, ήδη εκκαλών, μέχρι την 30η-9-2010. Είναι, δε, γνωστό ότι η σύναψη του προσυμφώνου είναι συνήθης στην πράξη, όταν η κατάρτιση της οριστικής σύμβασης δεν είναι ώριμη, από λόγους νομικούς ή πραγματικούς, όπως στην ένδικη υπόθεση μέχρι να καταστεί νόμιμη η σχετική μεταβίβαση μετοχών όπως την είχαν συμφωνήσει οι διάδικοι και οι νόμιμοι εκπρόσωποί τους σύμφωνα με τις διατάξεις του κυπριακού δικαίου. Επιπλέον, όπως αναφέρεται στην ανωτέρω δεύτερη νομική σκέψη, σε περίπτωση αθέτησης της υποχρέωσης για τη σύναψη της οριστικής σύμβασης, παρέχεται στο θιγόμενο μέρος αγώγιμη αξίωση για καταδίκη του υπόχρεου σε δήλωση βούλησης για την κατάρτιση της προσυμφωνημένης δικαιοπραξίας και όχι για το αντάλλαγμα που θα μπορούσε να διεκδικήσει με βάση την οριστική σύμβαση. Ωστόσο, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε αφενός ότι, κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, είναι σαφής η βούληση των μερών για τη δημιουργία ενοχής ανεξάρτητης από την αιτία και επομένως δεν απαιτείται προσφυγή στον ερμηνευτικό κανόνα του άρθρου 873 § 2 ΑΚ, διότι δεν υφίσταται ασάφεια για το κρίσιμο νόημα της δηλωθείσας βούλησης, αφετέρου, δε, ότι ουδόλως αποδείχθηκε ότι η υπό κρίση αναιτιώδης αναγνώριση χρέους είχε εξασφαλιστικό χαρακτήρα, αλλά αποδείχθηκε ότι αιτία της ήταν η μεταβίβαση πακέτου μετοχών από την ενάγουσα µε αντάλλαγμα. Με τις παραδοχές αυτές, πέραν της αντιφατικότητάς τους, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αναζήτησε το νόημα της αληθινής βούλησης των συμβαλλομένων, αρκούμενο ουσιαστικά στη γραμματική ερμηνεία του επίδικου από 27-1-2010 ιδιωτικού συμφωνητικού – αναγνώριση οφειλής – σύμβαση εγγυήσεως, χωρίς να αξιολογεί τα λοιπά πραγματικά περιστατικά, που παραθέτει, και είναι δεκτικά υπαγωγής στην έννοια της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, ως ερμηνευτικούς κανόνες. Ειδικότερα, ενόψει και της ταυτόχρονης υπογραφής των τριών συμφωνητικών της ίδιας ημερομηνίας δεν συνεκτιμά τον οικονομικό σκοπό των παραπάνω συμβάσεων, το αποτέλεσμα που επεδίωκαν και τα συμφέροντα των διαδίκων και της μη διαδίκου εταιρίας με την επωνυμία «………..», ως επενδυτών σε εταιρία, που λειτουργεί με τους κανόνες του κυπριακού δικαίου, τους συνηθισμένους στις συναλλαγές τρόπους ενέργειας τέτοιων επενδύσεων, κατά τους οποίους δεν είθισται η μεταβίβαση μετοχών, σημαντικής αξίας, άνευ ανταλλάγματος, τις διακυμάνσεις στην χρηματοοικονομική πραγματικότητα που επηρεάζει επενδύσεις τέτοιου επιπέδου, αλλά και το είδος της συνεργασίας των συμβαλλόμενων μερών με τη συμμετοχή του επενδυτή στη διοίκηση των εμπλεκόμενων εταιριών με στόχο τη δυνατότητα επηρεασμού της πορείας των εταιρικών υποθέσεων, όπως άλλωστε προκύπτει από τις συμφωνίες των συνεργαζόμενων ομίλων εταιριών. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στις 4-4-2016, η ενάγουσα κατέθεσε την από 31-3-2016 αγωγή (ΓΑΚ…. και ΕΑΚ……/2016) στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά σε βάρος του εναγόμενου και της ανωτέρω εταιρίας συμφερόντων του («……..») με κύρια βάση τις διατάξεις της αδικοπραξίας, πρώτη επικουρική βάση τις διατάξεις περί επιταγής, και δεύτερη επικουρική βάση τις διατάξεις για την αφηρημένη αναγνώριση χρέους και την εγγύηση, η οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, διότι περιείχε επικουρική εναγωγή – εναγωγή υπό αίρεση, με τη με αριθμό 434/3-2-2017 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, η οποία επιδόθηκε στην ενάγουσα στις 11-4-2017, σύμφωνα με τη με αριθμό ……./11-4-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …………, και κατέστη τελεσίδικη με παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας για άσκηση έφεσης. Στη συνέχεια, η ενάγουσα άσκησε την κρινόμενη αγωγή κατά του εναγομένου, στις 9-11-2017, σύμφωνα με τη με αριθμό ……../9-11-2017 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών ………, εντός της προθεσμίας έξι μηνών. Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι η αξίωση της ενάγουσας, ήδη εφεσίβλητης, έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή ως εμπορική διαφορά κατά το άρθρο 250 ΑΚ, δεδομένου ότι οι διάδικοι ως έμποροι και στα πλαίσια εμπορικής συνεργασίας υπέγραψαν τα προαναφερόμενα ιδιωτικά συμφωνητικά για την ευχέρεια απόκτησης μετοχών εμπορικής εταιρίας. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον, όπως αναφέρεται στην πρώτη νομική σκέψη η απόρριψη της αγωγής για λόγους μη ουσιαστικούς υπάρχει και για την απαγορευμένη επικουρική εναγωγή περισσοτέρων προσώπων κατά το άρθρο 263 ΑΚ, κατά την έννοια του οποίου, σε κάθε περίπτωση, κατά την οποία απορρίπτεται η αγωγή για λόγο, που δεν ανάγεται στη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της υπό διάγνωση απαίτησης, η διακοπή της παραγραφής λογίζεται ότι χώρησε από την πρώτη αγωγή, αν ο δικαιούχος επανεγείρει την αγωγή εντός έξι μηνών από την τελεσίδικη απόρριψη, όπως συμβαίνει στην κρινόμενη υπόθεση με την πρώτη (ως άνω απορριφθείσα) και μεταγενέστερη (κρινόμενη) αγωγές, οι οποίες αφορούν στους ίδιους διαδίκους και στην ίδια νομική και ιστορική αιτία. Με τους δεύτερο κατά το δεύτερο σκέλος του και τρίτο λόγους έφεσης ο εκκαλών παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή των άρθρων 173 και 200 ΑΚ και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, οι οποίοι πρέπει να γίνουν δεκτοί ως ουσιαστικά βάσιμοι, σύμφωνα με τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, να κρατηθεί και να δικαστεί η υπόθεση ως προς την κύρια βάση της αγωγής, η οποία πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, αφού η σύμβαση που σύναψαν οι διάδικοι ήταν αιτιώδης, με συγκεκριμένη αιτία τη μεταβίβαση των μετοχών από την ενάγουσα ήδη εφεσίβλητη, προς την εταιρία με την επωνυμία «………….», συμφερόντων του εναγόμενου, ήδη εκκαλούντος, ή προς όποιον τρίτο υποδείξει ο τελευταίος, με χρηματικό αντάλλαγμα, δεν πραγματοποιήθηκε μέχρι την 30η-9-2010, όπως είχε συμφωνηθεί κατά τον όρο των ανωτέρω ιδιωτικών συμφωνητικών, δεν δύναται η ενάγουσα εταιρία, ήδη εφεσίβλητη, να αναζητήσει την καταβολή του ανταλλάγματος από τον εναγόμενο, ήδη εκκαλούντα. Ακολούθως, πρέπει να εξεταστεί η αγωγή, κατά το μέρος της, που δεν εξετάστηκε πρωτοδίκως, δηλαδή κατά την πρώτη επικουρική βάση, που στηρίζεται στις διατάξεις περί αδικοπραξιών. Αντίθετα, η δεύτερη επικουρική βάση της αγωγής, που στηρίζεται στις διατάξεις περί επιταγής, απορρίφθηκε από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως παραγεγραμμένη, με την αιτιολογία ότι από την 13η-7-2011 που ισχυρίζεται η ενάγουσα ότι κατέστη νόμιμη εξ αναγωγής κομίστρια των επιταγών μέχρι την άσκηση της αρχικής αγωγής στις 5-4-2016, που επανασκείται µε την κριθείσα αγωγή παραδεκτά, όπως θα αναλυθεί κατωτέρω, έχει παρέλθει ο χρόνος παραγραφής των έξι μηνών του άρθρου 52 § 2 Ν 5960/1933, με συνέπεια, όπως αναφέρεται στην ανωτέρω έκτη νομική σκέψη, το Δικαστήριο τούτο να μην δικαιούται να την επανεξετάσει αυτεπάγγελτα, αφού η βάση αυτή της αγωγής, ως ιδιαίτερο κεφάλαιο της εκκαλούμενης απόφασης, μπορεί να αχθεί προς έρευνα ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου μόνο με αντέφεση ή αυτοτελή έφεση της ενάγουσας που νίκησε πρωτοδίκως, η οποία θα ίσχυε επικουρικά και θα ερευνούνταν μόνο στην περίπτωση που η έφεση του εναγομένου γίνει δεκτή, και, μετά την εξαφάνιση της απόφασης, απορριφθεί συνολικά ή μερικά η βάση της αγωγής, που έγινε πρωτόδικα δεκτή, την οποία, ωστόσο, η ενάγουσα δεν έχει ασκήσει. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι ανωτέρω αναφερόμενες τρεις μεταχρονολογημένες επιταγές, οι οποίες σύρονταν από το με αριθμό …….. τραπεζικό λογαριασμό (………BANK) του εναγόμενου, ήδη εκκαλούντος, με αριθμούς α) …….. με ημερομηνία 31-3-2010, ποσού 2.000.000 ευρώ, β) ……… με ημερομηνία 30-6-2010, ποσού 2.000.000 ευρώ, και γ) …….. με ημερομηνία 30-9-2010 ποσού 20.000.000 ευρώ, σε διαταγή της ανωτέρω εταιρίας («……….»), οι οποίες οπισθογραφήθηκαν προς την ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, εμφανίστηκαν, μόνο οι δύο τελευταίες (της 30ης-6 και 30ης-9-2010), από τον εκπρόσωπό της, ………, στην πληρώτρια τράπεζα και δεν πληρώθηκαν, με σχετική σημείωση των αρμόδιων υπαλλήλων της τελευταίας, επειδή δεν υπήρχε διαθέσιμο υπόλοιπο στον ως άνω λογαριασμό. Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, δεν προέβη σε έκδοση διαταγής πληρωμής ή με άλλον τρόπο διεκδίκηση του ανωτέρω τιμήματος της μεταβίβασης των προαναφερόμενων μετοχών, αντίθετα συμφώνησε με τον εναγόμενο, το μήνα Νοέμβριο του έτους 2010, να αντικατασταθούν οι ανωτέρω επιταγές, όπως αποδεικνύεται από την από 15-12-2011 εξώδικη δήλωση, διαμαρτυρία, πρόσκληση και επιφύλαξη δικαιωμάτων της ενάγουσας, με υπογράφοντα εκπρόσωπο τον ………., προς τον εναγόμενο και την εταιρία με την επωνυμία «…………», με δύο νέες μεταχρονολογημένες επιταγές, ποσού η καθεμία 10.000.000 ευρώ, συρόμενες από τον ίδιο ως άνω τραπεζικό λογαριασμό του εναγόμενου, ήδη εκκαλούντος, σε διαταγή της ενάγουσας, ήδη εφεσίβλητης, με αριθμό ……… και ημερομηνία 30-7-2011, η πρώτη, με αριθμό ………. και ημερομηνία 30-12-2011, η δεύτερη. Τις επιταγές αυτές η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, οπισθογράφησε στην εταιρία με την επωνυμία «……….» – Ναυτιλιακή Εταιρία, νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας είναι ο ……, ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε είναι συνεργάτης του …….. και εκπρόσωπος της ενάγουσας (οπισθογράφος στις πρώτες ανωτέρω μεταχρονολογημένες επιταγές), και ο οποίος οπισθογράφησε αμφότερες προς τον ………, ο τελευταίος, δε, τις εμφάνισε, στις 15-4-2011, στην πληρώτρια τράπεζα, όπου και βεβαιώθηκε από τους αρμόδιους υπαλλήλους του καταστήματος Γλυφάδας η ανυπαρξία διαθέσιμου υπολοίπου για την πληρωμή τους. Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι κατόπιν της από 26-4-2011 αίτησης του ……… (τελευταίος κομιστής των ανωτέρω δύο τελευταίων μεταχρονολογημένων επιταγών) κατά του εναγόμενου, ήδη εκκαλούντος, εκδόθηκε η με αριθμό ……../28-4-2011 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία διατάχθηκε ο εναγόμενος, ήδη εκκαλών, να καταβάλει στον αιτούντα (………) το ποσό των 20.000.000 ευρώ νομιμότοκα από την εμφάνιση των επιταγών προς πληρωμή, ήτοι από 16-4-2011, μέχρι την εξόφληση, καθώς και το ποσό των 340.000 ευρώ για δικαστική δαπάνη. Ο εναγόμενος, ήδη εκκαλών, άσκησε την από 3-5-2011 ανακοπή και τους από 12-7-2011 πρόσθετους λόγους ανακοπής κατά της ανωτέρω διαταγής πληρωμής, επί των οποίων εκδόθηκε η με αριθμό 418/25-5-2012 απορριπτική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία κατέστη τελεσίδικη μετά την παρέλευση άπρακτων των προθεσμιών των ένδικων μέσων, όπως αποδεικνύεται από το με αριθμό πρωτοκόλλου ……./2015 πιστοποιητικό της Γραμματείας του Πρωτοδικείου Αθηνών. Ήδη, με την από 15-12-2011 εξώδικη δήλωση, διαμαρτυρία, πρόσκληση και επιφύλαξη δικαιωμάτων, που υπογράφει ο …….., προς τον εναγόμενο και την εταιρία με την επωνυμία «………», που τους επιδόθηκε στις 30-12-2011, δηλαδή πριν τη συζήτηση των ανωτέρω ανακοπής και πρόσθετων λόγων αυτής (21-3-2012) και την έκδοση απόφασης επ’ αυτών (25-5-2012), η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, δηλώνει α) ότι οι ανωτέρω δύο μεταχρονολογημένες επιταγές επιστράφηκαν στην ίδια, η οποία με τον τρόπο αυτό έχει καταστεί νόμιμη κομίστρια εξ αναγωγής, ενώ οι ανωτέρω οπισθογράφοι δεν έχουν κάποια αξίωση από τις επιταγές αυτές, β) ότι η μη καταβολή της μίας δόσης του από 27-1-2010 ιδιωτικού συμφωνητικού αναγνώρισης οφειλής – σύμβασης εγγύησης έχει καταστήσει ληξιπρόθεσμο το σύνολο του οφειλόμενου ποσού των 24.000.000 ευρώ, αφαιρούμενου του ποσού των 475.000 ευρώ, το οποίο έχει καταβληθεί, και καλεί τους καθ’ ων η εξώδικη δήλωση να καταβάλουν εντός πέντε (5) ημερών από την κοινοποίηση της το συνολικό ποσό των 23.525.000 ευρώ. Επιπλέον, με την από 8-11-2011 εξώδικη δήλωση και επιφύλαξη δικαιωμάτων, που υπογράφει ο ……… για την εταιρία με την επωνυμία «……….», και ο ίδιος ο …….., η οποία επιδόθηκε στον εναγόμενο στις 14-11-2011, αμφότεροι οι ανωτέρω δηλώνουν ότι επέστρεψαν τις δύο με αριθμούς ……. και ………. μεταχρονολογημένες επιταγές στην ενάγουσα εταιρία, ήδη εφεσίβλητη, και δεν διατηρούν καμία αξίωση ή απαίτηση σε βάρος του εναγόμενου, ήδη εκκαλούντος. Όπως προαναφέρθηκε, με την από 31-3-2016 αγωγή (ΓΑΚ….. και ΕΑΚ………/2016) στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά σε βάρος του εναγόμενου και της ανωτέρω εταιρίας συμφερόντων του («…….»), η ενάγουσα διέκοψε την πενταετή παραγραφή του 937 ΑΚ, αφού η απόρριψη της αγωγής για λόγους μη ουσιαστικούς υπάρχει και στην περίπτωση της απαγορευμένης επικουρικής εναγωγής περισσοτέρων προσώπων κατά το άρθρο 263 ΑΚ, κατά την έννοια του οποίου, σε κάθε περίπτωση, κατά την οποία απορρίπτεται η αγωγή για λόγο, που δεν ανάγεται στη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της υπό διάγνωση απαίτησης, η διακοπή της παραγραφής λογίζεται ότι χώρησε από την πρώτη αγωγή, αν ο δικαιούχος επανεγείρει την αγωγή εντός έξι μηνών από την τελεσίδικη απόρριψη, όπως συμβαίνει με την κρινόμενη αγωγή ως προς τη βάση της για την αδικοπρακτική ευθύνη του εναγομένου, στον οποίο επιδόθηκε στις 9-11-2017, σύμφωνα με τη με αριθμό ……../9-11-2017 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών ………, εντός της προθεσμίας έξι μηνών. Περαιτέρω, όπως αποδεικνύεται από τις ανωτέρω εξώδικες δηλώσεις, αλλά και από τον πίνακα προσωπικού της εταιρίας με την επωνυμία «………» για το έτος 2009, ο …….. είναι ο νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας και ο ………. υπάλληλος γραφείου αυτής. Από τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, που καταδεικνύουν την εργασιακή σχέση του τελευταίου κομιστή με την εταιρία «……….», και την εκπροσώπηση της τελευταίας από τον εκπρόσωπο της ενάγουσας, σε συνδυασμό με τη μη προσκομιδή από την ενάγουσα εγγράφου απόδειξης καταβολής του ποσού των 20.000.000 ευρώ, πλέον του ποσού των 340.000 ευρώ για τη δικαστική δαπάνη, προς τον ………., ο οποίος της παρέδωσε τις επιταγές, αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, δεν ζημιώθηκε κατά το ποσό των 20.340.000 ευρώ. Είναι, δε, αυτονόητο ότι η καταβολή ποσού 20.340.000 ευρώ από την ενάγουσα στον τελευταίο κομιστή, δηλαδή η περιουσιακή μετακίνηση ιδιαίτερα υψηλού χρηματικού ποσού από το ταμείο μίας εταιρίας προς οιονδήποτε τρίτο καταγράφεται και βεβαιώνεται με έγγραφη απόδειξη, και κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ, ΑΠ 945/2020, ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, προσκομίζει και επικαλείται την αίτηση μεταφοράς στην τράπεζα με την επωνυμία «………Bank» του ποσού των 20.000.000 ευρώ με εντολέα την ίδια, δικαιούχο την εταιρία με την επωνυμία «……..», αιτιολογία τη συμμετοχή της πρώτης στην αύξηση κεφαλαίου της τελευταίας (με αριθμό 25 σχετικό της εφεσίβλητης), προς απόδειξη της καταβολής της επένδυσής της, και μέμφεται τον εναγόμενο που δεν προσκομίζει σχετικό έγγραφο για τη συμμετοχή της εταιρίας με την επωνυμία «…..», συμφερόντων του, στην αύξηση κεφαλαίου της ίδιας ανωτέρω εταιρίας («……..») ύψους 61.000.000 ευρώ. Εφόσον, επομένως, προϋπόθεση για την ευδοκίμηση αγωγής αποζημίωσης κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών για οποιονδήποτε υπογραφέα, ως εξ αναγωγής υπόχρεος, ώστε να καταστεί κομιστής, είναι η πληρωμή της επιταγής, η οποία δεν αποδείχθηκε, καθόσον οι καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης δεν επιβεβαιώνονται από άλλο αποδεικτικό μέσο, αντίθετα αναιρούνται από την 15-12-2011 εξώδικη δήλωση της ενάγουσας. Ειδικότερα, οι ισχυρισμοί των μαρτύρων της ενάγουσας, ότι ο εναγόμενος δεν έχει καταβάλει οποιοδήποτε ποσό από το συνολικό των 24.000.000 ευρώ, είναι αντιφατικές προς το περιεχόμενο της ανωτέρω από 15-12-2011 εξώδικη δήλωση, διαμαρτυρία, πρόσκληση και επιφύλαξη δικαιωμάτων της ενάγουσας προς τον εναγόμενο και την εταιρία με την επωνυμία «………..», που υπογράφει ο ……., όπου αναφέρεται ότι από το ποσό των 4.000.000 ευρώ, που συμφωνήθηκε προφορικά να δοθεί από τον εναγόμενο, ήδη εκκαλούντα, σε μετρητά καταβλήθηκε μόνο το ποσό των 475.000 ευρώ, και υπολείπεται το ποσό των 3.525.000 ευρώ. Το γεγονός, δε, ότι ο εναγόμενος, ήδη εκκαλών, καταδικάστηκε, κατόπιν της από 15-7-2011 με ΑΒΜ ……… έγκλησης της ενάγουσας, ήδη εφεσίβλητης, σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, με τις με αριθμούς 35716/2017 και 3276/2018 αποφάσεις του Α’ Αυτόφωρου Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και του Ζ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών αντίστοιχα, για το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτων επιταγών, αλλά και ότι τελικά με τη με αριθμό 1756/12-11-2019 απόφαση του Αρείου Πάγου έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη σε βάρος του εναγόμενου για το ως άνω αδίκημα λόγω παραγραφής δεν επηρεάζει τη θεμελίωση της αξίωσης της ενάγουσας κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, καθόσον δεν αποδείχθηκε η επέλευση ζημίας στην περιουσία της ενάγουσας με τη μείωση του ενεργητικού αυτής. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, μετά την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης, την απόρριψη της κύριας βάσης της αγωγής, που θεμελιώνεται στις διατάξεις των 873 επ. ΑΚ, την εξέτασή της κατά το μέρος της, που δεν εξετάστηκε πρωτοδίκως (διατάξεις περί αδικοπραξιών άρθρα 914 επ. ΑΚ), πρέπει να απορριφθεί και κατά την πρώτη επικουρική βάση της ως ουσιαστικά αβάσιμη. Επομένως, η κρινόμενη έφεση πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, και αφού η αγωγή κρατηθεί και δικασθεί από το Δικαστήριο αυτό, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της για τους ανωτέρω κατ’ ιδίαν αναλυθέντες λόγους. Τέλος, η δικαστική δαπάνη και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας θα συμψηφιστεί συνολικά μεταξύ των διαδίκων, επειδή η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 183, 179 ΚΠολΔ), ενώ αναφορικά με το παράβολο, ποσού 150 ευρώ, που ο εκκαλών προκατέβαλε κατά την κατάθεση της έφεσής του, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του σε αυτόν (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της απόφασης αυτής.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ουσιαστικά την από 21-6-2020 (ΓΑΚ…….. και ΕΑΚ…../2019) έφεση και τον πρόσθετο λόγο (ΓΑΚ……. και ΕΑΚ…../2021), κατά της με αριθμό 1625/2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία), και

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη απόφαση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου (με κωδικό αριθμό ………, ποσού 150 ευρώ) στον καταθέσαντα για την άσκηση της έφεσης.

ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ επί της ουσίας την υπόθεση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 6-11-2017 (ΓΑΚ…….. και ΕΑΚ……./2017) αγωγή στο σύνολό της.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό της, μεταξύ των διαδίκων, τη δικαστική δαπάνη αμφότερων των βαθμών δικαιοδοσίας.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε, στον Πειραιά, στις 9-12-2021, και δημοσιεύθηκε, στις 8-2-2022, στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ