Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 84/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

2ο ΤΜΗΜΑ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης 84/2022

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ισιδώρα Πόγκα, Πρόεδρο Εφετών, Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη, Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη – Εισηγητή και τη Γραμματέα …………

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

Καλούσας – Εφεσίβλητης: εταιρίας ………… η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο Θεοχάρη Παυλάκη.

Καθ’ ης η κλήση – Εκκαλούσας: ………….., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Αλέξανδρο Αλεξανδράκη, με δήλωση.

Η ανακόπτουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 27.6.2008 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2008 ανακοπή, την οποία άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την απόφαση 4628/2010 απέρριψε την ανακοπή. Κατά της τελευταίας απόφασης η ανακόπτουσα άσκησε την από 20.12.2010 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2010 έφεση, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για την 1.12.2011, οπότε ματαιώθηκε η συζήτησή της. Εξάλλου, με την από 20.1.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2020 κλήση η εφεσίβλητη ζήτησε και προσδιορίστηκε νέα δικάσιμος για τη συζήτηση της ως άνω έφεσης η 21.5.2020, αλλά δεν διεξήχθη λόγω της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων. Ήδη, με την πράξη 104/2020 της Προέδρου Εφετών, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, η οποία (πράξη) έλαβε τον ίδιο αριθμό έκθεσης κατάθεσης με αυτόν της κατάθεσης της ως άνω κλήσης, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (………./2020), προσδιορίστηκε η συζήτησή της αυτεπάγγελτα, κατ’ άρθρο 74 παρ. 2 του ν. 4690/2020, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο. Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της (από το πινάκιο) και συζητήθηκε.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις, που κατέ-θεσε, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας, ύστερα από δήλωσή του, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο, αλλά προκατέθεσε προτάσεις.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Νόμιμα φέρεται για συζήτηση, με την Πράξη 104/2020 της Προέδρου Εφετών Πειραιώς, η από 20.1.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2020 κλήση, με την οποία εισάγεται η από 20.12.2010 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2010 έφεση, κατ’ άρθρο 74 παρ. 2 του ν. 4690/2020, μετά τον ορισμό νέας δικασίμου, ύστερα από τη μη διεξαγωγή της συζήτησής της, κατά την ορισθείσα δικάσιμο της 21.5.2020, λόγω της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων.

ΙI. Η από 20.12.2010 έφεση της ανακόπτουσας κατά της οριστικής απόφασης 4628/2010 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία απορρίφθηκε η από 27.6.2008 ανακοπή της, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.). Περαιτέρω, αρμοδίως φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του Κ.Πολ.Δ.), χωρίς την προσκομιδή παραβόλου, αφού δεν απαιτούνταν κατά το χρόνο άσκησής της (η σχετική παράγραφος του άρθρου 495 του Κ.Πολ.Δ. προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 4055/2012, με έναρξη ισχύος τις 2.4.2012). Πρέπει, επομένως, αφού γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 του ίδιου Κώδικα), να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία.

ΙΙΙ. Η ανακόπτουσα ………, με την από 28.6.2008 ανακοπή, που ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρο 632 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ζήτησε, για τον αναφερόμενο σ’ αυτήν λόγο, την ακύρωση της διαταγής πληρωμής ……../2008 του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία υποχρεώθηκε, ως εγγυήτρια, να καταβάλει στην καθ’ ης η ανακοπή, ανώνυμη εταιρεία, το ποσό των 415.826,37 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, απαίτηση που προερχόταν από εξήντα επτά τιμολόγια – δελτία αποστολής προς την υπέρ ης η εγγύηση εταιρία με την επωνυμία “..…………”. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο – Πολυμελές Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του 4628/2010, απέρριψε ως αβάσιμο το μοναδικό λόγο της ανακοπής και επικύρωσε την ως άνω διαταγή πληρωμής. Ήδη, κατά της απόφασης αυτής, παραπονείται η ανακόπτουσα με την έφεσή της για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η ανακοπή και να ακυρωθεί η διαταγή πληρωμής ………/2008 του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΙV. Από όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εταιρία με την επωνυμία “…………”, η οποία διατηρούσε και εκμεταλλευόταν πρατήριο υγρών καυσίμων, στην ……. Αττικής, επί της οδού ……., σύναψε με την εφεσίβλητη – ανώνυμη εταιρεία εμπορίας πετρελαιοειδών, την από 24.3.2004 σύμβαση αποκλειστικής εμπορικής συνεργασίας και χρησιδανείου, με την οποία ανέλαβε, για χρονικό διάστημα πέντε ετών, να προμηθεύεται αποκλειστικά από την τελευταία όλα τα πετρελαιοειδή καύσιμα, καθώς και άλλα προϊόντα της (ορυκτέλαια, λιπαντικά κ.λπ.), που θα απαιτούνταν για την κάλυψη των αναγκών του πρατηρίου της και να τα μεταπωλεί προς το καταναλωτικό κοινό, σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους της σύμβασης. Επιπλέον, η εφεσίβλητη χορήγησε στην ως άνω πρατηριούχο εταιρία άτοκη εμπορευματική πίστωση ποσού 74.000 ευρώ, κατά το άρθρο 11 της ως άνω σύμβασης, ενώ προέβη σε δαπάνες για την αναμόρφωση και βελτίωση του καταστήματος της πρατηριούχου εταιρίας και της παραχώρησε τα ειδικά αναφερόμενα αντικείμενα, ως χρησιδάνειο, για την καλύτερη οργάνωση, προβολή και απόδοση του πρατηρίου της, σύμφωνα με το άρθρο 6 της ίδιας σύμβασης. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι η εκκαλούσα, η οποία είναι σύζυγος του διαχειριστή της ως άνω πρατηριούχου εταιρίας, σύναψε με την καθ’ ης ανακοπή – εφεσίβλητη, την από 14.12.2004 έγγραφη σύμβαση εγγύησης, με την οποία, παραιτούμενη από τις ενστάσεις διζήσεως και διαιρέσεως και του δικαιώματός της να προβάλει όλες τις ενστάσεις της οφειλέτιδας, καθώς και κάθε ένσταση από τα άρθρα 852 – 859, 862 – 864 και 866 – 869 του Α.Κ., εγγυήθηκε ρητά, ευθυνόμενη εις ολόκληρον και ως αυτοφειλέτης προς την εφεσίβλητη, υπέρ της ως άνω πρατηριούχου ετερόρρυθμης εταιρίας για την εξόφληση χορηγηθείσας άτοκης εμπορευματικής πίστωσης, ανοίγματος πιστωτικού ορίου και οφειλόμενων τιμολογίων, που προέρχεται από τη λειτουργία της ως άνω σύμβασης εμπορικής συνεργασίας, που έχει συνάψει η εφεσίβλητη με την πρατηριούχο εταιρία, αλλά και κάθε άλλης οφειλής μέλλουσας να προκύψει από τη λειτουργία της σύμβασης. Σημειωτέον ότι με τη σύμβαση αυτή η εκκαλούσα εγγυήθηκε και υπέρ άλλων δύο εταιριών, της “………..” και της “…………..”, για οφειλές που θα προέκυπταν από αντίστοιχες συμβάσεις, που οι τελευταίες είχαν συνάψει με την εφεσίβλητη και ως προς τις οποίες η τελευταία είχε απαιτήσεις αντίστοιχα, ποσού 378.821,87 ευρώ από τη χορήγηση εμπορευματικής πίστωσης και 9.674,29 ευρώ από πιστωτικό άνοιγμα. Επιπλέον, στην ίδια σύμβαση εγγύησης αναφερόταν ότι η εγγυήτρια ευθυνόταν πλέον έναντι της δανείστριας εταιρίας κύρια και παράλληλα με τις οφειλέτιδες εταιρίες, οι οποίες δεν απαλλάσσονται από την υποχρέωση εκπλήρωσης του χρέους τους έναντι της δανείστριας, όντες από κοινού και εις ολόκληρον υπόχρεοι στην εξόφληση των ανωτέρω απαιτήσεων της δανείστριας – εφεσίβλητης. Περαιτέρω, συμφωνήθηκε ότι η εγγυήτρια – εκκαλούσα αναλαμβάνει την υποχρέωση να συναινέσει άμεσα στην έκδοση δικαστικής απόφασης, με την οποία θα διατάσσεται η εγγραφή προσημείωσης υποθήκης μέχρι του ποσού των 65.000 ευρώ, σε βάρος του ακινήτου κυριότητάς της, που βρίσκεται στον β´ όροφο πολυκατοικίας, στον …….. Αττικής, επί της οδού …….., επιφάνειας 106,26 τ.μ., σε περίπτωση δε, μη εξόφλησης του χρέους η δανείστρια – εφεσίβλητη δικαιούται να επιδιώξει την είσπραξη του ως άνω ποσού εντόκως, με τον τότε ισχύοντα τόκο υπερημερίας σε βάρος της εγγυήτριας με βάση την προσημείωση υποθήκης επί του ως άνω ακινήτου και τη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εταιρία “…………..”, στο πλαίσιο της ως άνω από 24.3.2004 σύμβασης εμπορικής συνεργασίας με την εφεσίβλητη παρέλαβε, δυνάμει εξήντα εφτά τιμολογίων – δελτίων αποστολής, καύσιμα για το πρατήριό της, κατά το χρονικό διάστημα από 8.4.2005 έως 8.9.2006. Επειδή τα τιμολόγια αυτά δεν πληρώθηκαν, αν και παρήλθε η συμφωνηθείσα δήλη ημέρα πληρωμής τους, η εφεσίβλητη υπέβαλε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 4.4.2008 αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής. Ο Δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αφού έλαβε υπόψη του τα τιμολόγια αυτά, την ως άνω σύμβαση αποκλειστικής εμπορικής συνεργασίας (της εταιρίας “……………” με την εφεσίβλητη) και την από 14.12.2004 σύμβαση εγγύησης της εκκαλούσας με την τελευταία, εξέδωσε τη διαταγή πληρωμής ………/2008, με την οποία υποχρεώθηκε η εκκαλούσα, ως εγγυήτρια, να καταβάλει, εις ολόκληρον με την οφειλέτιδα εταιρία και επιπλέον τρία ακόμη φυσικά πρόσωπα – επίσης εγγυητές, στην εφεσίβλητη το ποσό των 415.826,37 ευρώ, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων. Η εκκαλούσα με το μοναδικό λόγο της από 27.6.2008 ανακοπής της ζήτησε την ακύρωση της ως άνω διαταγής πληρωμής, κατά το ποσό που υπερέβαινε τις 65.000 ευρώ, ισχυριζόμενη ότι η εγγυητική της ευθύνη περιοριζόταν, σύμφωνα με τη σύμβαση εγγύησης, που σύναψε με την εφεσίβλητη, μόνο στο ανωτέρω ποσό, προς εξασφάλιση του οποίου μάλιστα, συμφώνησε να εγγραφεί και προσημείωση υποθήκης στο ειδικά αναφερόμενο ακίνητο ιδιοκτησίας της. Ωστόσο, βούληση των συμβαλλομένων δεν ήταν να περιορίσουν την ευθύνη της εγγυήτριας – εκκαλούσας στο ποσό των 65.000 ευρώ, αλλά το ποσό αυτό αποτελούσε το όριο για το οποίο είχε αναλάβει την υποχρέωση η τελευταία να συναινέσει για την εγγραφή προσημείωσης υποθήκης. Αντίθετα, η αληθινή βούλησή τους (συμβαλλομένων – διαδίκων) ήταν η ευθύνη της εκκαλούσας να περιλαμβάνει την εξόφληση άτοκης εμπορευματικής πίστωσης, ανοίγματος πιστωτικού ορίου και οφειλόμενων τιμολογίων, που προέκυπταν όχι μόνο από τη λειτουργία της σύμβασης εμπορευματικής πίστωσης με την εταιρία “………….” με την εφεσίβλητη, αλλά και από αυτές της τελευταίας με τις εταιρίες “………..” και “………….”. Μάλιστα, συμφωνήθηκε να ευθύνεται η εκκαλούσα, ως εγγυήτρια και για κάθε άλλη οφειλή που θα μπορούσε να προκύψει στο μέλλον από τη λειτουργία των ανωτέρω συμβάσεων των τριών εταιριών με την εφεσίβλητη. Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη το γεγονός ότι, κατά το χρόνο υπογραφής της σύμβασης εγγύησης, η εφεσίβλητη είχε ήδη παράσχει πίστωση και στις τρεις εταιρίες, υπέρ των οποίων εγγυήθηκε η εκκαλούσα, συνολικού ποσού 462.496,16 ευρώ (74.000 ευρώ από την πρώτη, 378.821,87 ευρώ από τη δεύτερη και 9.674,29 ευρώ από την τρίτη αντίστοιχα), η ανάληψη της εγγυητικής της ευθύνης (εκκαλούσας) δεν θα ήταν αποτελεσματική μόνο για το ποσό των 65.000 ευρώ, ενώ δεν θα υπήρχε και κανένας λόγος να προστεθεί και ο όρος ανάληψης ευθύνης της και για κάθε άλλη οφειλή, που θα προέκυπτε από τις ανωτέρω συμβάσεις. Εξάλλου, η εκκαλούσα, όσον αφορά στην τελευταία παράγραφο της σύμβασης εγγύησης, με την οποία συμφωνήθηκε πως “σε περίπτωση μη εξόφλησης του χρέους η δανείστρια ………….. δικαιούται να επιδιώξει την είσπραξη του ως άνω ποσού εντόκως με τον τότε ισχύοντα τόκο υπερημερίας σε βάρος της εγγυήτριας με βάση την προσημείωση υποθήκης επί του ως άνω ακινήτου της κατά τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως”, συγχέει το προνομιακά ασφαλιζόμενο με προσημείωση υποθήκης ποσό των 65.000 ευρώ, με το ύψος της ασφαλιζόμενης με την προσημείωση υποθήκης απαίτησης, που περιλαμβάνει όλο το οφειλόμενο ποσό στην εφεσίβλητη από τις ως άνω τρεις εταιρίες υπέρ των οποίων η εκκαλούσα εγγυήθηκε (658.485,33 ευρώ, όπως συνομολόγησε και η τελευταία κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, όπου με την απόφαση 9092/2004 εγγράφηκε προσημείωση υποθήκης στο ως άνω ακίνητό της). Και τούτο διότι, λόγω του ότι η υποθήκη συνιστά αδιαίρετο δικαίωμα, κατ’ άρθρο 1281 Α.Κ., η χρηματική ποσότητα, για την οποία εγγράφεται, προσδιορίζει αριθμητικώς το όριο μόνο της προνομιακής ικανοποίησης του ενυπόθηκου δανειστή σε περίπτωση αναγκαστικού πλειστηριασμού του ενυπόθηκου ακινήτου και δεν αποτελεί περιγραφή του μεγέθους της ασφαλισμένης απαίτησης, η οποία, ως αυτοτελές αναγκαίο στοιχείο της υποθήκης, μπορεί να έχει διαφορετικό ύψος από το ποσό της εγγραφής της. Έτσι, αν το ποσό της εγγραφής είναι μικρότερο από την ασφαλισμένη απαίτηση, η καταβολή του δεν επιφέρει απόσβεση της υποθήκης, διότι ασφαλίζει ολόκληρη την απαίτηση, σύμφωνα με την αρχή του αδιαιρέτου της υποθηκικής ευθύνης, με εξαίρεση μόνο την περίπτωση του άρθρου 1294 του Α.Κ. (Α.Π. 16/2016, Α.Π. 2111/2014 και Α.Π. 560/2006 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”), που δεν ισχύει στην προκείμενη περίπτωση. Σημειωτέον ότι και για την προσημείωση υποθήκης, για την οποία εφαρμόζονται οι σχετικές με την υποθήκη διατάξεις του Κ.Πολ.Δ, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά (άρθρο 41 του Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ.), στο πλαίσιο αυτό αποτελεί ειδικότερα υποθήκη εξαρτημένη από την αναβλητική αίρεση της τελεσίδικης επιδίκασης της ασφαλιζόμενης απαίτησης και της εμπρόθεσμης τροπής της σε υποθήκη, η οποία ανατρέχει στο χρόνο εγγραφής της προσημείωσης με αντίστοιχη προτεραιότητα στην υποθηκική τάξη, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1272, 1277 και 1323 αρ. 2 Α.Κ. (Α.Π. 16/2016 ό.π.). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε όμοια, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο σχετικός λόγος της έφεσης. Εξάλλου, η εκκαλούσα παραπονείται ότι η εκκαλουμένη, κατά την ερμηνεία της σύμβασης, παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 281 έως 288 του Α.Κ. και του άρθρου 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994 περί προστασίας των καταναλωτών. Και τούτο, διότι δεν έλαβε υπόψη ότι οι εταιρίες εμπορίας πετρελαιοειδών υποχρεούνται, κατά το νόμο, να χορηγούν οικονομικά ανταλλάγματα και πλεονεκτήματα στους πρατηριούχους, διαφορετικά η σχετικές συμβάσεις αποκλειστικής συνεργασίας ορισμένου χρόνου είναι άκυρες, ότι οι μέθοδοι των εταιριών αυτών, που έχουν αναλάβει ουσιαστικά το ρόλο χρηματοδότη προς τον πρατηριούχο, λειτουργούν όπως οι τράπεζες, έχοντας προδιατυπωμένες συμβάσεις, με αποτέλεσμα να έχει παρουσιαστεί σ’ αυτήν, ως εγγυήτρια, η οποία έχει την ιδιότητα του καταναλωτή, ένα προδιατυπωμένο κείμενο με δυσνόητους όρους, το οποίο απλά υπέγραψε, θεωρώντας ότι ευθύνεται μόνο για το ποσό των 65.000 ευρώ και ότι θα υποθήκευε την οικία της μόνο για το ποσό αυτό. Ότι οι σχετικοί όροι έχουν ως αποτέλεσμα την υπέρμετρη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος της ως καταναλώτριας, με αποτέλεσμα να είναι καταχρηστικοί. Οι ανωτέρω ισχυρισμοί, που πλήττουν στην ουσία όρους της σύμβασης, δεν είχαν προταθεί ως λόγοι ανακοπής ή ως πρόσθετοι λόγοι ανακοπής και δεν επιτρέπεται να προβληθούν το πρώτον με το δικόγραφο της έφεσης (Α.Π. 925/2020, Α.Π. 1298/2018 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ” και Α.Π. 1098/2008 Νο.Β. 2008, σελ. 2681).

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι της έφεσης προς έρευνα πρέπει να απορριφθεί αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη και να καταδικαστεί η εκκαλούσα, λόγω της ήττας της, στη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης, κατόπιν του σχετικού αιτήματός της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.), για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την από 20.12.2010 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/2010 έφεση της …………., κατά της οριστικής απόφασης 4628/2010 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Και

Καταδικάζει την εκκαλούσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων (3.500) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 17 Φεβρουαρίου 2022.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύτηκε στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 17 Φεβρουαρίου 2022.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ