Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 122/2022

Αριθμός     122/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 3ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

Α. ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ:  ………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Ευάγγελο Ναούμη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ……….ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους του δικηγόρους Νικόλαο Νικολόπουλο και Μαρινέττα Γούναρη (αμφότεροι με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ) και 2) Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρείας ………., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Μαρινέττα Γούναρη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Β. ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) ……..και 2) Εταιρείας ………οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιά τους δικηγόρο Μαρινέττα Γούναρη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………..ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε από   πληρεξούσιό δικηγόρο.

Ο υπό στοιχ Α εκκαλών-Β εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  την από 12.10.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ……../2017) αγωγή του, επί της οποίας εκδόθηκαν η υπ΄ αριθμ.  4469/2018  απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που ανέβαλλε την έκδοση οριστικής απόφασης και διέταξε την επανάληψη της συζήτησης με σκοπό τη διενέργεια ιατρικής πραγματογνωμοσύνης και η υπ΄ αριθμ.  2355/2020 απόφαση αυτού, που  δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.

Τις αποφάσεις αυτές προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου α) ο ενάγων και ήδη υπό στοιχ Α εκκαλών-Β εφεσίβλητος με την από  8/3/2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  Πρωτοδικείου ……/2021, ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ……/2021) έφεσή του και β) οι εναγόμενοι και ήδη υπό στοιχ Α εφεσίβλητοι-Β εκκαλούντες με την από 30.3.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου  ……./2021, ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου  ……./2021) έφεσή τους. Δικάσιμος ων ως άνω εφέσεων ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τη με αριθμό  ………/28.7.2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών ……. που οι εκκαλούντες της με αριθμό ………./2021 έφεσης επικαλούνται και προσκομίζουν, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της προαναφερόμενης εφέσεως, κατά της με αριθμό  2355/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που δίκασε κατά την ειδική διαδικασία περί περιουσιακών διαφορών αντιμωλία διαδίκων την υπόθεση επί της με αριθμό ……../2017 αγωγής του ήδη εφεσιβλήτου και εκκαλούντος δια της με αριθμό ……./2021 εφέσεως με πράξη προσδιορισμού δικασίμου και κλήση για συζήτηση για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας επιδόθηκε νόμιμα δια επιδόσεως σε σύνοικο και πριν τριάντα ημέρες, κατ’άρθρο 498 παρ. 2 του ΚΠολΔ στον εφεσίβλητο που κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στο ακροατήριο δεν πήρε μέρος στην συζήτηση αυτής. Το Δικαστήριο ωστόσο πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν και αυτός παρών (άρθρο 524 παρ. 4 ΚΠολΔ).

Οι υπό κρίση με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2021 και από με αριθμό ……/2021 εφέσεις αφενός μεν, του εν μέρει ηττηθέντος ενάγοντος και των εν μέρει ηττηθέντων εναγομένων δε, της ηττηθείσας εναγομένης – παρεμπιπτόντως ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρείας κατά της με αριθμό 2355/2020 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρ. 614 παρ. 6 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4335/2015) και δέχθηκε κατά ένα μέρος τη με αριθμό κατάθεσης ……/2017 αγωγή, έχουν ασκηθεί νομίμως με νομότυπη κατάθεση του σχετικού δικογράφου στην γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και εμπροθέσμως, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ενώ από την δημοσίευσή της μέχρι την άσκηση των κρινομένων εφέσεων δεν παρήλθε διετία (άρθρ. 495 παρ. 1, 2, 499, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, 520 παρ. 1, 591 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). Οι εφέσεις πρέπει, να γίνουν τυπικώς δεκτές, να συνεκδικασθούν λόγω της συνάφειάς τους και της διευκολύνσεως διεξαγωγής της δίκης (άρθρ. 31, 246 και 524 παρ. 1 εδάφ. α΄ του Κ.Πολ.Δ) και να ερευνηθούν κατά την ίδια ως άνω διαδικασία ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρ. 522, 524 παρ. 1, 2, 532 και 533 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.) με δεδομένο ότι για το παραδεκτό της συζήτησης αυτών έχουν κατατεθεί τα ηλεκτρονικά παράβολα εφέσεως με αριθμούς … και ….. και  αντίστοιχα.

Με τη με αριθμό ………./2017 ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αγωγή του ο ενάγων και ήδη εκκαλών – εφεσίβλητος εξέθετε ότι στον αναφερόμενο σε αυτή τόπο, χρόνο και συνθήκες του συνέβη τροχαίο αυτοκινητικό ατύχημα από αποκλειστική υπαιτιότητα του πρώτου εφεσιβλήτου εκκαλούντος, οδηγού και ιδιοκτήτη του με αριθμό ………… ΙΧΕ αυτοκινήτου, το οποίο ήταν ασφαλισμένο για την προερχόμενη από την κυκλοφορία του έναντι τρίτων αστική ευθύνη στη δεύτερη εκκαλούσα εφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρεία, συνεπεία του οποίου (ατυχήματος) προκλήθηκε ο σοβαρός τραυματισμός του ιδίου. Ακολούθως αιτήθηκε να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων να του καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας: α) 100.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη λόγω του σοβαρού τραυματισμού του, β) 100.000 ευρώ ως ειδική αποζημίωση του άρθρου 931 ΑΚ λόγω της επικαλούμενης αναπηρίας του, γ) 970 ευρώ ως αποζημίωση για τη θετική ζημία που υπέστη λόγω της καταστροφής των ενδυμάτων – υποδημάτων του, δ) 6.000 ευρώ ως έξοδα απασχόλησης της μητέρας του και της τότε μνηστής του ως πλασματικών νοσοκόμων για χρονικό διάστημα 60 ημερών από την έξοδό του από το νοσοκομείο, ε) 100 ευρώ για δαπάνη ταξί και στ) 1.200 ευρώ ως αποζημίωση για τη θετική ζημία που υπέστη από τις επιπλέον δαπάνες, στις οποίες υποβλήθηκε για τη λήψη βελτιωμένης διατροφής για χρονικό διάστημα 60 ημερών από την έξοδό του από το νοσοκομείο, ήτοι συνολικά το χρηματικό ποσό των 208.270 ευρώ με τον νόμιμο τόκο μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει τοπική και υλική αρμοδιότητα προς εκδίκαση της υπόθεσης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 22, 35 και 16 περ. 11 του ΚΠολΔ κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 591, 614 παρ. 1 και 6 ΚΠολΔ. Η αγωγή κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με τη με αριθμό 4469/2018 απόφαση του αναγνώρισε την υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των 2.700 ευρώ για δαπάνη βελτιωμένης διατροφής και υπηρεσίες νοσοκόμας. Στη συνέχεια ανέβαλε να αποφασίσει οριστικά και για τα λοιπά κονδύλια και διέταξε πραγματογνωμοσύνη. Με την εκκαλουμένη απόφαση κρίθηκε αόριστη η διεξαχθείσα πραγματογνωμοσύνη και αντίθετα έγινε δεκτό κατά ένα μέρος κατ’ουσία το αίτημα περί αναγνώρισης της υποχρέωσης των εφεσιβλήτων εκκαλούντων να καταβάλουν ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εις ολόκληρον στον εκκαλούντα εφεσίβλητο το ποσό των 25.000 ευρώ εντόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής (και της προγενεστέρας αυτής) παραπονούνται ήδη αμφότερα τα διάδικα μέρη με τις κρινόμενες εφέσεις τους και τους διαλαμβανόμενους σε αυτές λόγους, που άπτονται της κακής εκτίμησης αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνιση της προκειμένου ο ενάγων να γίνει δεκτή η αγωγή του στο σύνολο της, οι δε εναγόμενοι να γίνει δεκτό αυτής κατά ένα μικρό μόνο μέρος.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ “η αναπηρία ή η παραμόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης, αν επιδρά στο μέλλον του”. Ως “αναπηρία” θεωρείται κάποια έλλειψη της σωματικής, νοητικής ή ψυχικής ακεραιότητας του προσώπου, ενώ ως “παραμόρφωση” νοείται κάθε ουσιώδης αλλοίωση της εξωτερικής εμφάνισης του προσώπου, η οποία καθορίζεται όχι αναγκαίως κατά τις απόψεις της ιατρικής, αλλά και τις αντιλήψεις της ζωής. Περαιτέρω, ως “μέλλον” νοείται η επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη του προσώπου. Δεν απαιτείται βεβαιότητα δυσμενούς επιρροής της αναπηρίας ή παραμόρφωσης στο μέλλον του προσώπου. Αρκεί και απλή δυνατότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων (ολΑΠ 18/2008). Στον επαγγελματικό – οικονομικό τομέα η αναπηρία ή παραμόρφωση του ανθρώπου, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποτελεί αρνητικό στοιχείο στα πλαίσια του ανταγωνισμού και της οικονομικής εξέλιξης και προαγωγής του. Οι δυσμενείς συνέπειες είναι περισσότερο έντονες σε περιόδους οικονομικών δυσχερειών και στενότητας στην αγορά εργασίας. Οι βαρυνόμενοι με αναπηρία ή παραμόρφωση μειονεκτούν και κινδυνεύουν να βρεθούν εκτός εργασίας έναντι των υγιών συναδέλφων τους. Η διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ προβλέπει επιδίκαση από το δικαστήριο χρηματικής παροχής στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση, εφόσον συνεπεία αυτών επηρεάζεται το μέλλον του. Η χρηματική αυτή παροχή δεν αποτελεί αποζημίωση, εφόσον η τελευταία εννοιολογικά συνδέεται με την επίκληση και απόδειξη ζημίας περιουσιακής, δηλαδή διαφοράς μεταξύ της περιουσιακής κατάστασης μετά το ζημιογόνο γεγονός και εκείνης που θα υπήρχε χωρίς αυτό. Εξάλλου, η συνεπεία της αναπηρίας ή παραμόρφωσης ανικανότητα προς εργασία, εφόσον προκαλεί στον παθόντα περιουσιακή ζημία αποτελεί βάση αξίωσης προς αποζημίωση που στηρίζεται στο άρθρο 929 ΑΚ (αξίωση διαφυγόντων εισοδημάτων). Όμως η αναπηρία η παραμόρφωση δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη πρόκληση στον παθόντα και περιουσιακής ζημίας. Είναι όμως βέβαιο ότι η αναπηρία ή παραμόρφωση ανάλογα με το βαθμό της και τις λοιπές συντρέχουσες περιστάσεις (ηλικία, φύλο, κλίσεις και επιθυμίες του παθόντος) οπωσδήποτε θα έχει δυσμενή επίδραση στην κοινωνική – οικονομική εξέλιξή του, κατά τρόπο όμως που δεν δύναται επακριβώς να προσδιορισθεί. Η δυσμενής αυτή επίδραση είναι δεδομένη και επομένως δεν δικαιολογείται εμμονή στην ανάγκη προσδιορισμού του ειδικού τρόπου της επίδρασης αυτής και των συνεπειών της στο κοινωνικό – οικονομικό μέλλον του παθόντος. Προέχον και κρίσιμο είναι το γεγονός της αναπηρίας ή παραμόρφωσης ως βλάβης του σώματος ή της υγείας του προσώπου ως ενός αυτοτελούς εννόμου αγαθού, που απολαύει και συνταγματικής προστασίας σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 6 του άρθρου 21 του Συντάγματος, όχι μόνο στις σχέσεις των πολιτών προς το Κράτος, αλλά και στις μεταξύ τους σχέσεις, χωρίς αναγκαίως η προστασία αυτή να συνδέεται με αδυναμία πορισμού οικονομικών ωφελημάτων ή πλεονεκτημάτων. Έτσι ορθότερη κρίνεται η ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 931 ΑΚ που την καθιστά εφαρμόσιμη, σύμφωνα με την οποία προβλέπεται από τη διάταξη η επιδίκαση στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση ενός ευλόγου χρηματικού ποσού ακριβώς λόγω της αναπηρίας ή παραμόρφωσης χωρίς σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, η οποία άλλωστε και δεν δύναται να προσδιορισθεί (ΑΠ 213/2017, 1051/2017,1335/2017, 586/2015, 150/2014 ΤΝΠΔΣΑ). Το ποσό του επιδικαζόμενου ευλόγου χρηματικού ποσού εξευρίσκεται κατ’ αρχήν με βάση το είδος και τις συνέπειες της αναπηρίας ή παραμόρφωσης αφενός και την ηλικία του παθόντος αφετέρου. Είναι πρόδηλο ότι η κατά το άρθρο 931 ΑΚ αξίωση είναι διαφορετική: α) από την κατά το άρθρο 929 ΑΚ αξίωση για διαφυγόντα εισοδήματα του παθόντος, που κατ’ ανάγκη συνδέεται με επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης περιουσιακής ζημίας λόγω της ανικανότητας του παθόντος προς εργασία και β) από την κατά την κατά το άρθρο 932 ΑΚ χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Είναι αυτονόητο ότι όλες οι παραπάνω αξιώσεις δύνανται να ασκηθούν είτε σωρευτικά, είτε μεμονωμένα, αφού πρόκειται για αυτοτελείς αξιώσεις και η θεμελίωση κάθε μιας από αυτές δεν προϋποθέτει αναγκαίως την ύπαρξη μιας των λοιπών (ΑΠ 1216/2008, ΑΠ 1848/2008, ΑΠ 381/2007, ΑΠ 625/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα απόδειξης, που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με επιμέλεια του ενάγοντος, την από 16.5.2019 έκθεση δικαστικής πραγματογνωμοσύνης του χειρούργου ορθοπαιδικού ………. και όλα τα υπόλοιπα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται νομίμως, και για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρο 336 παρ. 3 του ΚΠολΔ) και τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 28.2.2016 και περί ώρα 1:30 πμ, ο ενάγων, ηλικίας τότε 36 ετών, ευρίσκετο πεζός στο πεζοδρόμιο της οδού Πέτρου Ράλλη, η οποία είναι διπλής κατεύθυνσης, στη λωρίδα με κατεύθυνση προς Αθήνα και στο σημείο όπου αυτή διασταυρώνεται με παράδρομο της Κηφισού, όπου υπάρχει διάβαση πεζών, με πρόθεση να διασχίσει κάθετα την οδό αυτή και να μεταβεί στο απέναντι πεζοδρόμιο της λωρίδας με κατεύθυνση προς Νίκαια. Κατ’ εκείνο τον χρόνο ο πρώτος εφεσίβλητης εκκαλών οδηγούσε το με αριθμό ……… ΙΧΕ αυτοκίνητο της ιδιοκτησίας του, το οποίο ήταν ασφαλισμένο για την προερχόμενη από την κυκλοφορία του έναντι τρίτων αστική ευθύνη στη δεύτερη εφεσίβλητη εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρεία, επί του παράδρομου της Κηφισού με κατεύθυνση προς Πειραιά και με πρόθεση να στρίψει δεξιά στην οδό Πέτρου Ράλλη στο ρεύμα πορείας προς Νίκαια. Όταν άναψε κόκκινο φανάρι για τα οχήματα, που εκινούντο επί της οδού Πέτρου Ράλλη, ο εκκαλών εφεσίβλητος πεζός (έχοντας μόνιμο πράσινο για τους πεζούς φανάρι) διέσχισε κάθετα αρχικά το ρεύμα πορείας της άνω οδού προς Αθήνα, έφτασε στο διάζωμα αυτής και επιχείρησε να διασχίσει κάθετα και το ρεύμα πορείας αυτής προς Νίκαια. Σημειωτέον κατ’εκείνη τη στιγμή το φανάρι των αυτοκινήτων που εκινούντο στον παράδρομο της Κηφισού με κατεύθυνση να στρίψουν δεξιά στην οδό Πέτρου Ράλλη στο ρεύμα πορείας προς Νίκαια είχε πορτοκαλί βέλη παλλόμενα με πράσινο – μόνιμο των πεζών. Κι ενώ ο ενάγων είχε διασχίσει τα 2/3 περίπου του ρεύματος πορείας της Πέτρου Ράλλη με κατεύθυνση προς Νίκαια, ο πρώτος εκκαλών εφεσίβλητος οδηγός, φθάνοντας στη συμβολή των άνω οδών εισήλθε με δεξιά στροφή στην οδό Πέτρου Ράλλη με κατεύθυνση προς Νίκαια με αυξημένη για τις συνθήκες ταχύτητα και κινούμενος ανεξέλεγκτα, επέπεσε με το εμπρόσθιο δεξιό μέρος του αυτοκινήτου του στην δεξιά πλευρά του σώματος του πεζού, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να παρασυρθεί από το όχημα και να τραυματιστεί. Έτσι κρίθηκε με την προγενεστέρα της εκκαλουμένης με αριθμό 4469/2018 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κεφάλαιο το οποίο δεν προσβάλλεται ότι, το ένδικο τροχαίο οφείλεται στην αποκλειστική αμέλεια του πρώτου εφεσιβλήτου εκκαλούντος οδηγού, ο οποίος διότι δεν οδηγούσε με σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή (άρθρο 12 παρ. 1 του Ν. 2696/1999), δεν διατήρησε πλήρη έλεγχο του οχήματος του ώστε να εκτελέσει τον απαιτούμενο χειρισμό, δεν τήρησε το μέγιστο επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας και δεν ρύθμισε την ταχύτητα ανάλογα με τις συνθήκες του οδοστρώματος (άρθρο 19 παρ. 1-2 και άρθρο 20 παρ. 1του Ν. 2696/1999). Οι πράξεις και παραλείψεις είχαν ως συνέπεια την αδυναμία του οδηγού να αντιδράσει έγκαιρα και αποτελεσματικά και να αποφύγει την παράσυρση του πεζού. Περαιτέρω, μετά το άνω ατύχημα, ο εκκαλών εφεσίβλητος διακομίστηκε με τη συνδρομή και του πρώτου εκκαλούντος εφεσιβλήτου οδηγού (λόγω της μεγάλης αργοπορίας του ΕΚΑ8) στο Γενικό Νοσοκομείο Πειραιά «ΤΖΑΝΕΙΟ», όπου και παρέμεινε νοσηλευόμενος έως τις 4-3-2016. Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του τού έγινε πλήρης ακτινολογικός έλεγχος, οπότε και διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί κάταγμα 03, 04 σπονδύλων, χωρίς νευρολογική σημειολογία. Θεραπευτικώς το ως άνω κάταγμα αντιμετωπίστηκε συντηρητικά, με εφαρμογή ζώνης οσφύος. Κατά την έξοδό του από το ως άνω νοσοκομείο του δόθηκαν οδηγίες, φαρμακευτική αγωγή και σύσταση για ένα μήνα αναρρωτική άδεια αλλά και επανεξέταση στο Τ.Ε.Ι. Από τη μαγνητική τομογραφία διαγνώστηκαν συμπιεστικά κατάγματα στους Ο3 και Ο4 σπονδύλους και μικρότερης έκτασης στην τελική πλάκα Ο1 σπονδύλου, ενώ παράλληλα παρατηρήθηκε αμφοτερόπλευρη σπονδυλόλυση του Ο5 σπονδύλου, αφυδάτωση – κυκλοτερής αποπλάτυνση μεσοσπονδύλιου δίσκου στο διάστημα Ο5-11, εύρημα, το οποίο δεν προκαλεί ουσιώδη στενωτικά ή πιεστικά φαινόμενα. Την 1.6.2017 σύμφωνα με την από 1-6-2017 ιατρική γνωμάτευση του ως αυτού νευροχειρούργου, ο παθών υπέστη σφοδρή κάκωση οσφυϊκής μοίρας και συμπιεστικά 03 και 04 σπονδύλων με έντονη οσφυαλγία και αδυναμία κίνησης το πρώτο μετατραυματικό διάστημα, εμφάνιζε δε, κατά τον άνω χρόνο οσφυαλγία μία ώρα μετά συνεχή ορθοστασία, από τον ακτινολογικό δε έλεγχο φαίνονταν τα δύο κατάγματα, καθώς και έναρξη οστεοποίησης του διαστήματος Ο3 – Ο4 – Ο5 και εκτιμήθηκε ότι η ως άνω κατάσταση θα εξακολουθούσε για το επόμενο χρονικό διάστημα έως και τρία έτη, ο δε ενάγων χρειαζόταν συνεχή παρακολούθηση.

Από τη διάταξη του άρθρου 930 παρ. 3 ΑΚ, που ορίζει ότι η αξίωση αποζημίωσης δεν αποκλείεται από το λόγο ότι κάποιος άλλος έχει την υποχρέωση να αποζημιώσει ή να διατρέφει αυτόν που αδικήθηκε και η οποία αποτελεί εκδήλωση της νομοθετικής βούλησης να μην αποβεί προς όφελος του ζημιώσαντος το γεγονός ότι κάποιος άλλος υποχρεούται από το νόμο ή από άλλο λόγο να αποζημιώσει ή να διατρέφει τον παθόντα, συνάγεται ότι στην περίπτωση που, εξαιτίας του είδους και της σοβαρότητας του τραυματισμού του τελευταίου, αυτός αδυνατεί να αυτοεξυπηρετηθεί και έχει ανάγκη πρόσληψης αποκλειστικής νοσοκόμου-οικιακής βοηθού, για τη φροντίδα και την εξυπηρέτησή του, έργο το οποίο αναλαμβάνει, με εντατικοποίηση των δυνάμεων του, συγγενικό ή φιλικό του πρόσωπο, το οποίο, με τις προς τον παθόντα υπηρεσίες του, καλύπτει την πιο πάνω ανάγκη πρόσληψης οικιακής βοηθού ή αποκλειστικής νοσοκόμου, θεμελιώνεται αξίωση αποζημίωσης του παθόντος κατά του υπόχρεου. Τέτοια συγγενικά πρόσωπα, κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, μπορεί να είναι και η σύζυγος, οι γονείς, τα πεθερικά ή άλλοι στενοί συγγενείς, αλλά και φιλικά πρόσωπα. Συνεπώς, ο τραυματισθείς από αδικοπραξία τρίτου, ο οποίος δέχεται τις αναγκαίως αυξημένες περιποιήσεις και φροντίδες αυτών, προς αποκατάσταση της υγείας του, δικαιούται να απαιτήσει από τον υπόχρεο προς αποζημίωση, το ποσό που θα ήταν υποχρεωμένος να καταβάλει σε τρίτο πρόσωπο, που θα προσλάμβανε για το σκοπό αυτόν, έστω και αν στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν κατέβαλε κανένα ποσό στους πιο πάνω οικείους του, οι οποίοι με υπερένταση των δυνάμεών τους και σε βάρος άλλων ενασχολήσεών τους, ασχολούνται με τη φροντίδα για την αποκατάσταση της υγείας του παθόντος συγγενούς ή φίλου τους (ΑΠ 553/2019, ΑΠ 1622/2013, ΑΠ 132/2010, ΑΠ 833/2005 δημ. ΝΟΜΟΣ).

Από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε περαιτέρω ότι συνεπεία του ένδικου συµβάντος µετά την έξοδό του από το νοσοκοµείο «ΤΖΑΝΕΙΟ» και για χρονικό διάστημα εξήντα (60) ημερών, ήτοι κατά τη διάρκεια της κατ’ οίκον νοσηλείας του, εξαιτίας της ειδικής ζώνης οσφύος, και του είδους του τραυματισμού του, ο παθών είχε την ανάγκη από υπηρεσίες τρίτου προσώπου για 8 ώρες ημερησίως. Τις υπηρεσίες δε αυτές προσέφερε η μάρτυρας απόδειξης – μητέρα του αποκλειστικά, με εντατικοποίηση των προσπαθειών της και σε βάρος των λοιπών απασχολήσεών της. Για την αιτία αυτή δικαιούται να αξιώσει την καταβολή ποσού ίσου µε αυτό που θα κατέβαλε ως αποδοχές αν προσλάµβανε για την περιποίησή του τρίτο πρόσωπο ως βοηθό, υπολογιζοµένου του ποσού αυτού για τους µη οικόσιτους βοηθούς στο ειθισµένο το οποίο ανέρχεται, κατά τα διδάγµατα της κοινής πείρας, στο ποσό των 1.200 ευρώ µηνιαίως και συνεπώς δικαιούται κατ`άρθρο 930 παρ. 3 Α.Κ να αναζητήσει για τους δύο μήνες το ποσό των 2.400 ευρώ και τα όσα αναφέρονται πρωτίστως περί αοριστίας του σχετικού κονδυλίου το οποίο επίσης προσβάλλεται ως υπερβολικό (κατά το μέρος που επιδικάστηκε) είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν. Τούτο δε διότι, όπως ήδη προαναφέρθηκε, δεν απαλλάσσονται οι υπόχρεοι προς αποζημίωση, κατ` άρθρο 930 παρ. 3 ΑΚ, αφού η οικειοθελής εκ μέρους των οικείων του εφεσιβλήτου προσφορά των υπηρεσιών αυτών, δεν αποβαίνει, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη, προς όφελός τους (ΑΠ 132/2010, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 833/2005, ΑΠ 371/2001, ΕπΣυγκΔ 2001.493, ΕΑ 644/2011 ΕλλΔνη 2012, 150). Σημειωτέον δε ότι το παραπάνω ποσό κρίνεται εύλογο, λαμβάνοντας υπόψη τις αντίστοιχες αμοιβές που, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, καταβάλλονται, για ανάλογες υπηρεσίες, σε οικιακές βοηθούς-περιποιήτριες, και με δεδομένο ότι το κονδύλιο αυτό δεν ζητείται προς αποζημίωση της συνολικής βοήθειας, αλλά της υπερβαίνουσας της εκ της συγγενικής σχέσεως επιβαλλόμενης. Επομένως ο πρώτος λόγος εφέσεως κρίνεται απορριπτέος. Επιπλέον µετά την έξοδό του από το νοσοκοµείο και για χρονικό διάστηµα ενός μήνα υποχρεώθηκε ο εκκαλών εφεσίβλητος να δαπανήσει για τη λήψη βελτιωµένης τροφής, πλούσιας σε ασβέστιο και φώσφορο, η οποία κρίνεται, κατά τα διδάγµατα της κοινής πείρας, επιβεβληµένη λόγω της φύσεως του τραυµατισµού του το ποσό των 5 ευρώ ηµερησίως, επιπλέον εκείνου που θα διέθετε για τη συνήθη διατροφή του, σύµφωνα µε τις τιµές των αγαθών κατά τον πιο πάνω χρόνο και, εποµένως, κατά το χρονικό αυτό διάστηµα του πρώτου μήνα δαπάνησε για τη συγκεκριµένη αιτία το ποσό των 300 ευρώ τα όσα δε περί μη αναγκαιότητας βελτιωμένης διατροφής διότι αυτό δεν έγινε με ιατρική σύσταση αναγράφονται στο σχετικό δεύτερο λόγο εφέσεως κρίνονται απορριπτέα ως αβάσιμα.  Η ως άνω δαπάνη με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας, ενόψει του είδους του τραυματισμού του καθώς και του χρόνου που απαιτήθηκε για την πόρωση του κατάγματος σπονδυλικής στήλης, κρίνεται δικαιολογημένη και ως προς την αναγκαιότητά της και ως προς το ανωτέρω ημερήσιο ύψος της. Ακολούθως με την υποβληθείσα πραγματογνωμοσύνη ο χειρούργος ορθοπαιδικός …….. γνωμοδότησε μεταξύ άλλων και για το εάν ο παθών εξαιτίας του τραυματισμού του, συνεπεία του ένδικου ατυχήματος, έχει καταστεί πρόσκαιρα ή μόνιμα (εφ’όρου ζωής) ανάπηρος και σε ποιο ποσοστό ή εάν υπάρχει πιθανότητα βελτίωσης και σε ποιο βαθμό της υγείας του, λαμβανομένης υπόψη της ηλικίας του, και εάν εξαιτίας του ένδικου τραυματισμού του και της τυχόν αναπηρίας του επηρεάζονται η καθημερινή – επαγγελματική ζωή και οι κοινωνικές δραστηριότητες του καθώς επίσης το μέλλον αυτού, επειδή δεν είχε προσκομιστεί έγγραφο δημόσιου νοσηλευτικού ιδρύματος αναφορικά με την πιστοποίηση ύπαρξης αναπηρίας ή εν γένει πιστοποίηση ύπαρξης αναπηρίας από οιονδήποτε δημόσιο φορέα. Από αυτή αποδεικνύεται ότι εξ αιτίας του ατυχήματος έχουν απομείνει στον παθόντα ανεξίτηλες οι συνέπειες του τραυματισμού. Ειδικότερα ενώ αυτός είναι άτοµο της παραγωγικής ηλικίας από τη στιγµή του ατυχήµατος υπέφερε για µεγάλο χρονικό διάστηµα ενώ δεν είναι ελεύθερος συµπτωµάτων έως και σήµερα. Ο πραγματογνώμων γνωμοδοτεί ότι ο τραυματισμός του από το προαναφερόμενο ατύχημα επηρέασε και συνεχίζει να επηρεάζει αρνητικά τις επαγγελµατικές δραστηριότητες του, καθ’ ότι για το χρονικό διάστηµα από τη στιγµή του ατυχήµατος έως και σήµερα δεν ήταν δυνατόν να εργαστεί ή είναι αναγκασµένος να επιτελεί διαφορετική δραστηριότητα της προηγούµενης του ατυχήµατος που είναι ελαττωµένων απαιτήσεων. Οι αρχικές κακώσεις από το ατύχηµα, ενέχουν καθοριστικό ρόλο στην τελική κατάσταση της σπονδυλικής στήλης παρά την αντιµετώπιση των βλαβών. Η ανατοµία, η αρχιτεκτονική, η εµβιοµηχανική και η κινηµατική της οσφυϊκής µοίρας σπονδυλικής στήλης είναι σηµαντικά διαταραγµένες σε µη αναστρέψιµη κατάσταση. Η πώρωση των καταγµάτων επιτεύχθηκε και στους δύο σπονδύλους ενώ τονίζεται ότι ο αρχικός τραυµατισµός περιλαµβάνει δύο σπονδύλους (όχι ένα απλό σπονδυλικό κάταγµα) και µάλιστα σε συνέχεια (Ο3 και Ο4 σπονδύλους). Αυτή η βλάβη σε δύο συνεχόµενες σπονδυλικές µονάδες σε συνδυασµό µε τον µηχανισµό κάκωσης (πολύ υψηλής ενέργειας κάκωση) στοιχειοθετεί κάκωση δυνητικής αστάθειας και σηµαντικής βαρύτητας λαµβάνοντας υπόψιν και τις βλάβες των µαλακών ιστών που εντοπίζονται στην συγκεκριµένη περιοχή. Επίσης ο πραγματογνώμων αναφέρει ότι αναφερει ότι από το εύρηµα της µαγνητικής τοµογραφίας την 23/03/2016, όπου αποκαλύπτεται οστικό οίδηµα και στο σώµα του πρώτου οσφυϊκού σπονδύλου µε διαυγαστική γραµµή όπου υποδηλούν ισχυρή απόδειξη κατάγµατος και σε τρίτο οσφυϊκό σπόνδυλο. Στην ίδια απεικονιστική εξέταση αποκαλύπτονται επίσης σπονδυλόλυση του Ο5 σπονδύλου και κυκλοτερής αποπλάτυνση του µεσοσπονδύλιου δίσκου στο επίπεδο Ο5-11. Ο συσχετισµός των δύο τελευταίων ευρηµάτων µε τον τραυµατισµό επίσης δεν µπορεί να αποκλειστεί, αφού ένας τραυµατισµός της σπονδυλικής στήλης δύναται να αποτελεί αιτία των συγκεκριµένων βλαβών. Επιπρόσθετη σηµαντική πληροφορία αποτελεί και το απεικονιστικό εύρηµα της σπονδυλολίσθησης στο τραυµατισθέν επίπεδο της σπονδυλικής στήλης Ο3-04 στον ακτινολογικό έλεγχο στις 06/03/2019. Τέλος νέο εύρηµα αποτελεί το µη πωρωθέν κάταγµα (ψευδάρθρωση) της αριστερής εγκάρσιας απόφυσης του Α7 σπονδύλου. Λόγω των ανωτέρω κατά το χρόνο εξέτασης του δηλαδή αρκετά έτη μετά το ατύχημα ο παθών εμφανίζει της περιστασιακή οσφυαλγία µετά από κόπωση, άρση µέτριου βάρους, παρατεταµένη ορθοστασία, παρατεταµένη οδήγηση, κατά την έγερση από καθιστή ή κατακεκλιµένη θέση, µειωµένο εύρος κίνησης (έκταση – κάµψη, πλάγιες κάµψεις, στροφές) της ΟΜΣΣ Δ) και οι αιµωδίες των κάτω άκρων χρόνια δυσλειτουργία των 04,05, Ο1 ριζών. Συμπερασματικά όλα τα παραπάνω καθιστούν αδύνατη την πλήρη άσκηση του συγκεκριµένου ή ανάλογων απαιτήσεων επαγγέλµατος που ασκούσε προ του τραυµατισµού του, για χρονικό διάστηµα 10-12 µηνών, ή εργασία ήπιων απαιτήσεων σε χρονικό διάστηµα µικρότερο των 6-8 µηνών. Στη παρούσα κατάσταση ο παθών δύναται να ασκεί εργασία µε τους περιορισµούς αποφυγής άρση βάρους, παρατεταµένης ορθοστασίας, παρατεταµένης οδήγησης, εργώδους εργασίας όπου συµµετέχει µε κινήσεις κάµψης – έκτασης και στροφών η οσφυϊκή µοίρα της σπονδυλικής στήλης. Δεν κρίνεται ικανός για αθλητική δραστηριότητα σε αθλήµατα µε κραδασµούς, άλµατα, πτώσεις, (χειµερινό ή θαλάσσιο σκι, ορειβασία, ιστιοπλοία, µηχανοκίνητος αθλητισµός, γυµναστήριο µε βάρη) ή αθλήµατα επαφής όπως ποδόσφαιρο, καλαθοσφαίρηση. Συνιστάται πρόγραµµα φυσικοθεραπείας µε ασκήσεις που θα εκτελεί για το υπόλοιπο της ζωής του, και ο βαθµός αναπηρίας ανέρχεται σε 45%, 30% λόγω των σπονδυλικών καταγµάτων, των Ο3 και Ο4 σπονδύλων, 10% λόγω της διαφαινόµενης σπονδυλολίσθησης Ο3-Ο4 και 5% λόγω της ψευδάρθρωσης του κατάγµατος της αριστερής εγκάρσιας απόφυσης του Α7 σπονδύλου. Επομένως, δικαιούται ιδιαίτερη αποζημίωση κατ’ άρθρο 931 Α.Κ., η οποία, λαμβανομένων υπόψιν των συνθηκών και συνεπειών του ατυχήματος, του βαθμού υπαιτιότητας των διαδίκων, της ηλικίας του και της οικογενειακής κατάστασής του, ανέρχεται στο ποσό των 20.000 ευρώ. Κρίνοντας το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι είναι αόριστη η ιατρική πραγματογνωμοσύνη εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς κατά παραδοχή των σχετικών συναφών δύο πρώτων λόγων εφέσεως θα πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά το κεφάλαιο της αυτό και να κρατήσει το παρόν Δικαστήριο και να δικάζει την υπόθεση ως προς το κεφάλαιο αυτό.

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 932 ΑΚ, σε περίπτωση αδικοπραξίας, ως τέτοια δε δεν νοείται μόνο αυτή που συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, αλλά και κάθε περίπτωση που θεμελιώνει υποχρέωση αποζημίωσης με βάση διατάξεις ειδικών νόμων, όπως και ο ΓΠΝ/1911 ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, τούτο δε ισχύει ιδίως για εκείνον που υπέστη προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του, ενώ σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος, λόγω ψυχικής οδύνης. Ως προς την καθιερούμενη με την άνω διάταξη αξίωση για χρηματική ικανοποίηση πρέπει να σημειωθούν τα εξής: 1. Η ηθική βλάβη είναι μη αποτιμητή σε χρήμα ζημία, που υφίσταται το πρόσωπο από την προσβολή των μη περιουσιακών αγαθών του (άρθρο 299 ΑΚ), 2. Για τον καθορισμό του ύψους της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του τις συνθήκες της θανάτωσης του παθόντος, τον βαθμό του πταίσματος του υπαιτίου και του ενδεχομένως συντρέχοντος πταίσματος του παθόντος (με βάση το οποίο το δικαστήριο, ύστερα από σχετική ένσταση του υπόχρεου, άρθρ. 300 ΑΚ, μπορεί, ανάλογα με τη βαρύτητα που αποδίδει σ’ αυτό, να επιδικάσει ή μη χρηματική ικανοποίηση ή να μειώσει το ποσό αυτής), την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των μερών, τις λοιπές προσωπικές σχέσεις και ιδιότητές τους (ηλικία, φύλο, ευαισθησία) και άλλες ενδεχομένως συντρέχουσες περιστάσεις, εκτιμώντας τα στοιχεία κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και τον ορθό λόγο, που υπαγορεύουν την ύπαρξη κάποιας αναλογίας μεταξύ των στοιχείων αυτών και του μεγέθους της χρηματικής ικανοποίησης, δεδομένου ότι το εύλογο της χρηματικής ικανοποίησης δεν αποσυνδέεται από το ανάλογο αυτής προς τα άνω στοιχεία προσδιορισμού του μεγέθους της (ΑΠ 1760/2001, ΕλλΔ/νη 43.1350, ΑΠ 1431/2000, ΕλλΔ/νη 42.67).

Ακολούθως όλων των παραπάνω αν ληφθεί υπόψη το είδος και το μέγεθος των τραυματισμών του εφεσιβλήτου εκκαλούντος, που περιγράφονται λεπτομερώς παραπάνω, δηλαδή η μόνιμη μερική αναπηρία ποσοστού 45% που του προκάλεσαν στη συγκεκριμένη ηλικία, την ταλαιπωρία που δοκίμασε και θα δοκιμάζει στο μέλλον εξ αιτίας των τραυματισμών του, η έλλειψη συντρέχοντος πταίσματος εκ μέρους του και εν γένει η κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων φυσικών προσώπων, αλλά όχι της δεύτερης εκκαλούσας εφεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρίας, δεδομένου ότι η ευθύνη της είναι εγγυητική (βλ. ΑΠ 2182/2009, ΑΠ 433/2008, ΕφΠειρ 154/2014, ΝΟΜΟΣ), το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης αυτής πρέπει να καθοριστεί στο ποσό των 20.000 ευρώ. Η εκκαλούμενη επομένως, η οποία έκρινε ότι το χρηματικό ποσό των χρηματικής ικανοποίησης πρέπει να καθοριστεί στο ποσό των 25.000 ευρώ, έσφαλε μερικώς κατά τον εν μέρει βάσιμο σχετικό λόγο έφεσης ενώ πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός λόγος εφέσεως του παθόντος περί του αντιθέτου.

Περαιτέρω η επίδοση στον εναγόμενο καταψηφιστικής αγωγής για χρηματική απαίτηση δεν είναι μόνο σύνθετη διαδικαστική πράξη, αλλά έχει και το χαρακτήρα οιονεί όχλησης του οφειλέτη για την εκπλήρωση της παροχής του (Ολ.ΑΠ 23 – 24/2004, Ολ.ΑΠ 13/1994, ΑΠ 423/2012, ΑΠ 1520/ 2010). Ήδη, το άρθρο 346 ΑΚ, που όριζε ότι “ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, κι αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή για το ληξιπρόθεσμο χρέος”, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 νόμου 4055/2012, που ισχύει, κατά το άρθρο 113 του νόμου αυτού, από 2.4.2012, κατά το οποίο: “Ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή ή η διαταγή πληρωμής για το ληξιπρόθεσμο χρέος (τόκος επιδικίας). Το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι δύο (2) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας, όπως ο τελευταίος ορίζεται εκάστοτε από το νόμο ή με δικαιοπραξία. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει, εάν πριν από τη συζήτηση της αγωγής ο οφειλέτης αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως, ή εάν δεν ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής αντιστοίχως. Με αίτημα του εναγομένου το δικαστήριο δύναται κατ` εξαίρεση, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να επιδικάσει την απαίτηση με το νόμιμο ή συμβατικό τόκο υπερημερίας. Η εξαίρεση ισχύει ιδίως για τις κατ` εύλογη κρίση του δικαστηρίου επιδικαζόμενες χρηματικές απαιτήσεις. Από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης που επιδικάζει εντόκως χρηματική οφειλή ή απορρίπτει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι τρεις (3) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει εάν δεν ασκηθεί ένδικο μέσο κατά της οριστικής απόφασης”. Σύμφωνα με τη νέα αυτή ρύθμιση αυξάνεται το ποσοστό των τόκων επιδικίας, προκειμένου να περιοριστούν η φιλοδικία και η άσκοπη απασχόληση των δικαστηρίων από δικαστικούς αγώνες που δεν έχουν ουσία, ενώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο οφειλέτης που, μεταξύ των άλλων, πριν από τη συζήτηση της αγωγής, αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως. Αν μάλιστα εμμένει να αντιδικεί, μολονότι ηττήθηκε πρωτοδίκως, διακινδυνεύει περαιτέρω αύξηση του επιτοκίου επιδικίας, για αυτό και εδώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο διάδικος που ηττήθηκε, αν αποδεχθεί την οριστική απόφαση και τερματίσει την αντιδικία. Η εξαίρεση που προβλέπεται επιτρέπει στο δικαστή να σταθμίσει εκείνες τις περιπτώσεις που ο εναγόμενος ευλόγως αντιδικεί, επειδή πρόκειται για απαίτηση εύλογης χρηματικής ικανοποίησης (π.χ. ηθική βλάβη) ή επειδή προβάλλει ένσταση συμψηφισμού (βλ. αιτιολογική έκθεση ν. 4055/2012). Έτσι, ο νόμιμος τόκος, μετά την επίδοσή της αγωγής, είναι πλέον ο (αυξημένος) τόκος επιδικίας. Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται ρητή μνεία γι` αυτό στη δικαστική απόφαση, ενώ, αντίθετα, απαιτείται ρητή αναφορά σ` αυτήν, όταν το δικαστήριο κατ` εξαίρεση επιδικάζει την απαίτηση με το νόμιμο ή το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας. Ακολούθως πλέον ο τόκος υπερημερίας, κατά τη σαφή πρόθεση του νομοθέτη, πρέπει να επιδικάζεται μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο οφειλέτης χρηματικής απαίτησης ευλόγως αντιδικεί, δεδομένου ότι μοναδικό κριτήριο για την εξαίρεση από την επιδίκαση τόκου επιδικίας είναι το εύλογο ή όχι της αντιδικίας (ΑΠ 609/2020 ΑΠ 1207/2017 δημ. νόμος). Στη συγκεκριμενη περίπτωση τα επιδικαζόμενα κατά τα ανωτέρω ποσά θα επιδικαστούν με το νόμιμο τόκο υπερημερίας και όχι επιδικίας (βλ. το άρθρο 346 του ΑΚ όπως αντικαταστάθηκε μετά τα άρθρα 2 και 113 του ν. 4055/2012). Τούτο δε διότι το παρόν δικαστήριο κρίνει ότι η αντιδικία ως προς τα παραπάνω ήταν εύλογη αναφορικά με τη βασιμότητα και το ύψος της συγκεκριμένης επίδικης αξίωσης (ΑΠ 1207/2017, ΑΠ 2033/2013 δημ. νόμος). Μετά τα παραπάνω και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι προς έρευνα, πρέπει να γίνουν κατά ένα μέρος δεκτές αμφότερες οι εφέσεις ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη με αριθμό 2355/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, όχι μόνον ως προς τα κεφάλαια για τα οποία έγιναν δεκτοί οι σχετικοί λόγοι έφεσης, αλλά στο σύνολό της για το ενιαίο της εκτέλεσης του τίτλου (Σαμουήλ, έκδοση 2006, σελ. 430, 431) δηλαδή κατά ένα μέρος και η προγενέστερη αυτής με αριθμό 4469/2018 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου (που επιδίκασε τόκους επιδικίας) και συνεπώς και ως προς τις διατάξεις των δικαστικών εξόδων. Ακολούθως, πρέπει, αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και ερευνηθεί η με στοιχεία ……./2017  αγωγή, να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος, ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωριστεί ότι οι εκκαλούντες εφεσίβλητοι εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν στον εφεσίβλητο ενάγοντα το ποσό των 42.700 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένης της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση. Επίσης, τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας του ενάγοντος εφεσιβλήτου εκκαλούντος, πρέπει, κατόπιν υποβολής του σχετικού, νόμιμου αιτήματος του (άρθρο 106, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), να επιβληθούν εν μέρει σε βάρος των εκκαλουσών εναγομένων λόγω της εν μέρει ήττας τους (άρθρ. 178,183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ) με κοινή διάταξη και ως προς τις δύο εφέσεις . Τέλος, λόγω της παραδοχής της εφέσεως, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή των παραβόλων, που προκαταβλήθηκε στις εκκαλούσες καταθέσασες (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ). Θα οριστεί παρόβολο για την περίπτωση της ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας από μέρος του μη παρισταμένου εφεσιβλήτου (άρθρα 501, 502 § 1, 505 § 2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει με δικονομικά απόντα τον εφεσίβλητο που παρίσταται κατά τη συζήτηση της εφέσεως του και με τη δικονομική παρουσία των λοιπών διαδίκων τις με αριθμό ……/2021 και ……/2021 εφέσεις κατά της με αριθμό 2355/2020 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (και της συμπροσβαλλομένης 4469/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά)

Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ.

Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε ως απορριπτέο στο σκεπτικό

Δέχεται τυπικά τις εφέσεις και εν μέρει κατ’ουσίαν

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή των παραβόλων, που έχουν προκαταβληθεί, σε αμφότερες τις εφέσεις

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ τη με αριθμό 2355/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (και κατά ένα μέρος τη συμπροσβαλλομένη 4469/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά) απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά

ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ επί της με αριθμό ……./2017 αγωγής.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

Αναγνωρίζει ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των σαράντα δύο χιλιάδων επτακοσίων ευρώ (42.700) με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένης της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ εν μέρει τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, σε βάρος των εναγομένων και τα ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 3 Μαρτίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ