Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 153/2022

Αριθμός     153/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 4ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ……….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Δικηγόρο Δημήτριο Κωνσταντόπουλο   (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΚΑΘ΄ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………, ο οποίος υπήχθη στο καθεστώς της παροχής νομικής βοήθειας, παραστάθηκε δε μετά της πληρεξουσίας του Δικηγόρου Σταματίας Στρατηγού.

Ο καλών-εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 22.7.2014 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2014) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκαν η υπ΄ αριθμ.  3395/2017 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου,  η οποία ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης για τους λόγους που σε αυτήν αναφέρονται και η υπ΄ αριθμ. 2858/2018 απόφαση αυτού, που  δέχθηκε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο εναγόμενος και ήδη καθ΄ ου η κλήση-εκκαλών με την από 27.7.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ……../2018) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ……./2018) αρχικά η 23η.5.2019, οπότε ματαιώθηκε η συζήτηση αυτής.

Με την, κατατεθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, από  15.7.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2019) κλήση του καλούντος-εφεσιβλήτου η προκειμένη υπόθεση επανεισήχθη προς εκδίκαση ενώπιον αυτού στη δικάσιμο της 8ης.10.2020, μετά δε από αναβολή, στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος Δικηγόρος του καλούντος-εφεσιβλήτου, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε, η δε πληρεξούσια Δικηγόρος του καθ΄ ου η κλήση-εκκαλούντος, αφού έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την από 15-7-2019 (αρ. καταθ. …./2019) κλήση του καλούντος-εφεσίβλητου, νόμιμα φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, η από 27-7-2018 (αρ. καταθ. ……/2018) έφεση, κατόπιν ματαιώσεως της συζήτησης αυτής, κατά τη δικάσιμο της 23-5-2019.

Η κρινόμενη από 27-7-2018 (αρ. καταθ. …../2018) έφεση του εναγομένου, ήδη εκκαλούντος, κατά της υπ΄ αρ. 2858/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και κατά της υπ΄ αρ. 3395/2017 μη οριστικής αποφάσεως του ίδιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς),[ η οποία, ως μη οριστική απόφαση (3395/2017), συμπροσβάλλεται αναγκαίως (άρθρο 513 παρ. 2 του ΚΠολΔ)], που εκδόθηκαν κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση και η (αναγκαίως) συμπροσβαλλομένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό της ένδικης εφέσεως δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου εφέσεως, καθόσον ο εκκαλών απαλλάχθηκε της υποχρέωσης καταβολής του, κατά το άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, παραβόλου, αφού, κατά παραδοχή σχετικής αιτήσεώς του, κρίθηκε δικαιούχος παροχής νομικής βοήθειας, κατά τις διατάξεις του Ν. 3226/2004 (πρβλ. ΑΠ 824/2018, ΑΠ 1073/2017 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 628/2020).

Με την από22-7-2014(αρ. καταθ. …./2014) αγωγή, ο ενάγων, ήδη εφεσίβλητος, ιστορούσε ότι ο ίδιος και ο εναγόµενος είναι συγκύριοι, κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου έκαστος, ενός ακινήτου (αγροτεµαχίου µετά των επ΄ αυτού κτισµάτων) που βρίσκεται στη θέση «…» της κοινότητας …. του νομού Ηλείας, όπως λεπτοµερώς περιγράφεται σ΄ αυτήν (αγωγή), αξίας 105.192,61 ευρώ. Ότι απέκτησαν  το επίκοινο ακίνητο, κατά το ανωτέρω ποσοστό έκαστος, λόγω γονικής παροχής, από τον πατέρα τους ……….., δυνάμει του αναφερόμενου συμβολαιογραφικού εγγράφου που μεταγράφηκε νόμιμα. Ότι ο εναγόµενος δεν συναινεί στην εξώδικη διανοµή του κοινού ακινήτου. Κατόπιν τούτων ζήτησε τη λύση της µεταξύ τους κοινωνίας, προτείνοντας ως προσφορότερη την αυτούσια διανοµή του που θα λάβει χώρα µε δηµιουργία καθέτων ιδιοκτησιών, όπως περιγράφεται σ΄ αυτήν (αγωγή), καθώς επίσης ζήτησε να καταδικασθεί ο εναγόµενος στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 3395/2017 μη οριστική απόφασή του, αφού δίκασε κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων, διέταξε την επανάληψη της συζήτησης της ένδικης αγωγής προκειµένου 1) να διενεργηθεί, µε τη φροντίδα του επιµελέστερου των διαδίκων, πραγµατογνωµοσύνη και όρισε πραγματογνώμονα κατά τα ειδικότερα σ΄ αυτήν (απόφαση) αναφερόμενα και 2) να προσκομισθούν με πρωτοβουλία του επιμελέστερου των διαδίκων, πιστοποιητικά βαρών για το επίκοινο ακίνητο, από τις μερίδες αμφοτέρων των συγκυρίων. Μετά τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, με κλήση του ενάγοντος, εισήχθη, στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, η ως άνω αγωγή προς περαιτέρω συζήτηση, ενώ προσκομίσθηκε και το υπ΄ αρ. …./12-1-2018 πιστοποιητικό του Υποθηκοφύλακα Πύργου, σύµφωνα µε το οποίο, όπως δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, έως και την προηγουµένη της έκδοσής του, δεν υπήρχε υποθήκη ή προσηµείωση ή κατάσχεση σε βάρος των διαδίκων της ένδικης δίκης και επί του κοινού ένδικου ακινήτου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 2858/2018 οριστική απόφασή του, αφού δίκασε αντιμωλία των διαδίκων, δέχθηκε την ως άνω αγωγή, διέταξε τη διανομή του κοινού ακινήτου µε σύσταση, των σ΄ αυτήν (απόφαση) αναφερόµενων, δύο καθέτων ιδιοκτησιών, όπως παρουσιάζονται στα από 28-10-2017 και 26-11-2017 τοπογραφικά διαγράμματα, συνημμένα στην έκθεση πραγµατογνωµοσύνης και στη συµπληρωµατική έκθεση, του Πολιτικού Μηχανικού, ……….., ήτοι: Α] της µε στοιχεία Γ – Β – Β’ – 7Α – Α – Ζ – k16 – 13Δ’-13Γ’ -6Β-8Ζ-1Γ-1Δ-1Ε-8Α-8Α‘-4Α‘-k0-37′-36′-35′- 34′- 33′- 32′- 32 – 31- 30 – 29 – Γ, εµβαδού 864,93 τ.µ., και, Β] της µε στοιχεία Ζ – k24 – Ε-50 – Δ – 45 – 43 – 31- 32 – 32′- 33′- 34′- 35′- 36′ – 37′- k0 – k15 – 13Γ – 13Δ’ – 13Β – k16 – Ζ, εµβαδού 1.289,75 τ.µ.. Επίσης έκρινε ότι οι δύο ιδιοκτησίες χωρίζονται δια υφιστάμενου ενδιάμεσου πετρόκτιστου τοίχου µε κάγκελα («μάντρα»), που φέρει τα χαρακτηριστικά σημεία 8Α, 8Α΄, 4Α, 4Α΄, 37, 37′, 36, 36′, 35, 35′, 34, 34′, 33, 33′, 32, 32′ στο τοπογραφικό διάγραμμα που συνοδεύει την µε αριθµό πράξης κατάθεσης …/2017 έκθεση πραγµατογνωµοσύνης και ότι στην υπό στοιχείο Α] ιδιοκτησία περιλαμβάνονται τα κάτωθι κτίσματα: 1] 1οκτίσµα: ισόγειος κύριος χώρος, εµβαδού 72,92 τ.µ., 2] 2ο κτίσμα: ισόγειος βοηθητικός χώρος, εµβαδού 7,27 τ.µ., 3] 3οκτίσµα: κύριος χώρος ά ορόφου, εµβαδού 42,8 τ.µ., 4] 4οκτίσµα: βοηθητικός ηµιυπαίθριος χώρος του ισογείου, εµβαδού 19,72 τ.µ., 5] 5οκτίσµα: βοηθητικός ηµιυπαίθριος χώρος του ά ορόφου, εµβαδού 9,52 τ.µ., 6] 6οκτίσµα: βοηθητικός ηµιυπαίθριος χώρος του ά ορόφου, εµβαδού 18,26 τ.μ., 7] 7οκτίσµα: βοηθητικός ηµιυπαίθριος χώρος του ισογείου εµβαδού 22,23 τ.µ.. Ότι στην υπό στοιχείο Β] ιδιοκτησία ανήκουν τα κατωτέρω κτίσµατα: 1] 8οκτίσµα: ισόγειος βοηθητικός χώρος, εµβαδού 33,83 τ.µ., 2] 9οκτίσµα: κύριος χώρος α’ ορόφου, εµβαδού 25,83 τ.µ., 3] 10οκτίσµα: ισόγειος κύριος χώρος, εµβαδού 76,06 τ.µ., 4] 11ο α’ κτίσµα: ισόγειος κύριος χώρος, εµβαδού 22,43 τ.µ., 5] 11ο β’ κτίσµα: ισόγειος βοηθητικός χώρος, εµβαδού11,63 τ.µ., 6] 11ο γ’ κτίσµα: ισόγειος βοηθητικός χώρος, εµβαδού 19,58 τ.µ., 7] 12οκτίσµα: βοηθητικός ηµιυπαίθριος χώρος του ά ορόφου, εµβαδού 3,75 τ.µ., 8] 13οκτίσµα: βοηθητικός ηµιυπαίθριος χώρος του ισογείου, εµβαδού 52,73 τ.µ.. Επιπλέον, (έκρινε ότι) πρέπει να διαµορφωθούν και οι πιο κάτω αναφερόµενοι κοινόχρηστοι χώροι, όπως αποτυπώνονται στα προαναφερόµενα τοπογραφικά διαγράμματα του διορισθέντος πραγµατογνώµονα: Γ] κοινόχρηστος διάδρομος µε στοιχεία k0,…………k15 – 13Γ – 6Β – 8Ζ – 1Γ- 1Δ -1Ε – 8Α – 8Α΄-4Α   – k0, εµβαδού 24,45 τ.µ., και) Δ] κοινόχρηστος διάδροµος υπό στοιχεία k16,…………….., k24 – Ζ – k16, εµβαδού 10,80 τ.µ.. Τέλος, επιδίκασε στον ενάγοντα την προπεριγραφείσα ιδιοκτησία υπό στοιχείο Α] µε τα επ΄ αυτής κτίσµατα και στον εναγόµενο την προπεριγραφείσα ιδιοκτησία υπό στοιχείο Β] µε τα επ’ αυτής κτίσµατα και επέβαλε σε βάρος του εναγομένου µέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, το ύψος της οποίας όρισε στο ποσό των 1.380 ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την κρινόμενη από 27-7-2018 (αρ. καταθ. …./2018) έφεση με την οποία θεωρείται ότι συμπροσβάλλεται και η υπ΄ αρ. 3395/2017 μη οριστική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), παρ΄ ότι η έφεση δεν απευθύνεται ρητά εναντίον της (άρθρο 513 παρ. 2 του ΚΠολΔ),ο ηττηθείς εναγόμενος και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτή λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να γίνει δεκτή η έφεσή του, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη (και η αναγκαίως συμπροσβαλλόμενη μη οριστική απόφαση), με σκοπό να απορριφθεί στο σύνολό της η ένδικη αγωγή, άλλως να μεταρρυθμιστεί, σύμφωνα με τα ειδικότερα σ΄ αυτήν (έφεση) αναφερόμενα.

Το δικόγραφο της εφέσεως, σύμφωνα με το άρθρο 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ, πρέπει να περιέχει, εκτός από τα απαιτούμενα κατά τα άρθρα 118-120 του ΚΠολΔ στοιχεία, και τους λόγους της εφέσεως. Οι λόγοι της εφέσεως αποτελούν παράπονα κατά της εκκαλουμένης αποφάσεως, που αναφέρονται είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος, είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του Δικαστή, και πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, να καθορίζονται, δηλαδή, σ΄ αυτούς με πληρότητα οι αιτιάσεις που αποδίδονται στην εκκαλούμενη απόφαση, ώστε να μπορεί ο Δικαστής να κρίνει για το νόμιμο και το βάσιμό τους. Τέτοιος λόγος εφέσεως, αναγόμενος σε σφάλμα του Δικαστή, είναι και η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Το σφάλμα της αποφάσεως ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων δεν είναι αναγκαίο να εξειδικεύεται, αλλά αρκεί να προβάλλεται ότι εξαιτίας του σφάλματος αυτού το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατέληξε σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό (ΕφΔυτΣτερ Ελλάδας 48/2013). Τούτο δε, διότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως (άρθρο 522 του ΚΠολΔ), είναι υποχρεωμένο να κρίνει την ορθότητα του διατακτικού της εκκαλουμένης αποφάσεως μετά από καθολική εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης και όχι μόνο με βάση τα μερικότερα παράπονα του εκκαλούντος που συνδέονται με αυτή (ΑΠ 738/2013). Η αοριστία του δικογράφου της εφέσεως (εφετηρίου) δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις, ούτε να αναπληρωθεί με την παραπομπή σε άλλα δικόγραφα και της αυτής ακόμη δίκης, οι δε αόριστοι λόγοι εξομοιώνονται με ανύπαρκτους και απορρίπτονται ως απαράδεκτοι και κατ΄ αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση ο εφεσίβλητος προβάλλει τον ισχυρισμό ότι ο πρώτος λόγος της ένδικης εφέσεως είναι καταρχήν εντελώς αόριστος. Ο ισχυρισμός αυτός του εφεσίβλητου πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι ο ως άνω λόγος εφέσεως (όπως και οι λοιποί) είναι σαφώς και πλήρως ορισμένος, καθόσον, εφόσον αναφέρεται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, αυτή επαρκώς προσδιορίζεται με τη μνεία ότι από την εκτίμηση αυτή το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο οδηγήθηκε σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, χωρίς να είναι αναγκαία η εξειδίκευση των σφαλμάτων σχετικά με την εκτίμηση των αποδείξεων, σε κάθε δε περίπτωση ο εκκαλών καθορίζει με πληρότητα τα σφάλματα που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε να μπορεί το Δικαστήριο να ερευνήσει το νόμιμο και βάσιμο αυτού του λόγου.

Με τον τρίτο λόγο της ένδικης εφέσεως (α΄ σκέλος) ο εκκαλών παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη του τα σχετικά έγγραφα που επικαλέστηκε με τις από 19-5-2017 προτάσεις του και τις από 8-2-2018 προτάσεις του, και ότι κατά συνέπεια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του έσφαλε. Ο ως άνω λόγος (κατά το σκέλος του αυτό) αλυσιτελώς προβάλλεται από τον εκκαλούντα και συνεπώς πρέπει να απορριφθεί, καθόσον από μόνος του δεν άγει (και βάσιμος ακόμη) στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης. Τούτο δε, διότι το Δικαστήριο, κατά τον έλεγχο του συναφούς τρίτου λόγου της εφέσεως (α΄ σκέλος) για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, λαμβάνοντας υπόψη τα νομίμως προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, θα εξαφανίσει την εκκαλουμένη μόνο αν άγεται σε διαφορετική κρίση ως προς την ουσία της υπόθεσης, ενώ διαφορετικά η έφεση απορρίπτεται (πρβλ. ΑΠ 179/1985 ΝοΒ 33.1710, ΕφΠειρ 422/2014, ΕφΔωδ 36/2014, ΕφΛαμ 98/2009).

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 480 παρ. 1 του ΚΠολΔ: «Το δικαστήριο αποφασίζει την αυτούσια διανομή, αν είναι δυνατή η διαίρεση του διανεμητέου σε μέρη ανάλογα προς τις μερίδες των κοινωνών, δίχως να μειώνεται η αξία του». Επομένως, αν η παραπάνω διαίρεση του διανεμητέου είναι ανέφικτη, δηλαδή αν το κοινό αντικείμενο δεν μπορεί να διαιρεθεί με βάση τον προορισμό που έχει από τη φύση του, κατά τις αντιλήψεις που επικρατούν στις συναλλαγές, δεν διατάσσεται η αυτούσια διανομή του. Επίσης, η διανομή, εκτός του ότι πρέπει να είναι δυνατή, δεν πρέπει να είναι ασύμφορη, δηλαδή δεν πρέπει να επέρχεται με αυτή μείωση της αξίας των μεριδίων, των οποίων το άθροισμα κατ΄ αξία να μην αντιστοιχεί στην αξία του διανεμομένου πράγματος και να μην μπορεί να γίνει εξίσωση των μερίδων με την καταβολή ορισμένου χρηματικού ποσού από τον κοινωνό ή τους κοινωνούς στους άλλους κοινωνούς ή τη σύσταση δουλείας πάνω σε ορισμένα μέρη υπέρ των άλλων κοινωνών (ΑΠ 1099/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1843/1999 ΕλλΔνη 41.989, ΕφΔωδ 145/2015 ΝΟΜΟΣ).  Η λήψη δε ενός από τους συγκυρίους της, αναλογούσας στο ποσοστό της συγκυριότητάς του, μερίδας, κυρίως σε χρήμα, αντιβαίνει στην έννοια της αυτούσιας διανομής (ΕφΔωδ 76/2017, ΕφΠειρ 52/2015 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 480Α του ΚΠολΔ: «1. Κάθε συγκύριος οικοπέδου στο οποίο υπάρχει οικοδομή ή χωριστές οικοδομές, έχει δικαίωμα να ζητήσει την αυτούσια διανομή του οικοπέδου με σύσταση χωριστής ιδιοκτησίας κατ΄ ορόφους ή μέρη ορόφων ή με σύσταση χωριστής ιδιοκτησίας σε διακεκριμένα μέρη του ενιαίου οικοπέδου, στα οποία έχουν ανεγερθεί οι χωριστές οικοδομές με την επιφύλαξη των πολεοδομικών διατάξεων. Το δικαστήριο αποφασίζει τη διανομή με τον τρόπον αυτόν, αν είναι εφικτή και δεν αντιβαίνει στο συμφέρον των λοιπών συγκυρίων …. 2. Αν πρόκειται για οικόπεδο ακάλυπτο και οικοδομήσιμο και η αυτούσια διαίρεσή του είναι ανέφικτη ή ασύμφορη, το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει την αυτούσια διανομή του με σύσταση χωριστής ιδιοκτησίας σε διακεκριμένα μέρη του ενιαίου οικοπέδου στα οποία θα είναι δυνατή η ανέγερση χωριστών οικοδομημάτων, με την επιφύλαξη των πολεοδομικών διατάξεων. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως». Κατά την αληθινή έννοια των αμέσως πιο πάνω διατάξεων, σε συνδυασμό ερμηνευομένων και εφαρμοζομένων ενόψει και του σκοπού για τον οποίο τέθηκαν ως νέο δίκαιο, είναι επιτρεπτή, αν είναι εφικτή και δεν αντιβαίνει στο συμφέρον όλων των συγκυρίων, η αυτούσια διανομή οικοπέδου στο οποίο υπάρχει οικοδομή ή χωριστές οικοδομές, καθώς και ακάλυπτου και οικοδομήσιμου οικοπέδου, με τη σύσταση μεν χωριστής ιδιοκτησίας κατ΄ ορόφους ή με σύσταση χωριστής ιδιοκτησίας σε διακεκριμένα μέρη του ενιαίου οικοπέδου, στα οποία έχουν ανεγερθεί οι χωριστές οικοδομές, στην πρώτη περίπτωση, με τη σύσταση δε χωριστής ιδιοκτησίας σε διακεκριμένα μέρη του ενιαίου οικοπέδου στα οποία θα είναι δυνατή η ανέγερση χωριστών οικοδομημάτων, στη δεύτερη περίπτωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.Δ. 1024/1971 και υπό την επιφύλαξη πάντοτε των πολεοδομικών διατάξεων. Για να αποφασίσει το Δικαστήριο την κατά τον παραπάνω τρόπο διανομή (οριζόντια ή κάθετη ιδιοκτησία) σύμφωνα με το άρθρο 480Α του ΚΠολΔ, πρέπει να έχει υποβληθεί στο Δικαστήριο σχετικό αίτημα, δηλαδή το αίτημα να διαταχθεί η διανομή κατά τον προβλεπόμενο από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 480Α του ΚΠολΔ τρόπο και κατά τις εκεί διακρίσεις (ΑΠ 303/2013, ΑΠ 928/2012, ΑΠ 913/2011, ΑΠ 1104/2008, ΑΠ 975/2007, ΑΠ 256/2007). Εξάλλου, από τις ίδιες παραπάνω διατάξεις του άρθρου 480Α του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 216 παρ. 1, 219 παρ. 1, 2, 223 και 224 του ίδιου Κώδικα προκύπτει, ότι το αίτημα για αυτούσια διανομή με σύσταση οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας μπορεί να υποβληθεί και με τις προτάσεις οποιουδήποτε από τους συγκύριους διαδίκους κατά την πρώτη στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο συζήτηση της αγωγής περί διανομής, διαφορετικά είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο (ΑΠ 156/2019, ΑΠ 928/2012, ΑΠ 1104/2008, ΑΠ 256/2007). Επιπροσθέτως, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 254 παρ. 1, 368, 387, 388, 522, 527, 529, 533 και 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το Εφετείο δεν κωλύεται για την κατά την κρίση του ολοκλήρωση της έρευνας και την καλύτερη διάγνωση της διαφοράς, χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, να διατάξει νέες ή συμπληρωματικές αποδείξεις με τα αναφερόμενα στο άρθρο 339 του ίδιου Κώδικα αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και η πραγματογνωμοσύνη, είτε αυτή δεν είχε διαταχθεί, είτε κρίνεται αναγκαία η συμπλήρωσή της ή η επανάληψή της, οσάκις πρόκειται για ζήτημα, για την αντίληψη του οποίου απαιτούνται ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, έτσι ώστε μετά τη συνεκτίμηση των αποδείξεων αυτών, που θα διεξαχθούν και εκείνων που η εκκαλούμενη εκτίμησε, να κρίνει αν είναι εσφαλμένη η απόφαση που προσβλήθηκε με την έφεση και σε καταφατική περίπτωση να αποφανθεί για τη βασιμότητα του λόγου εφέσεως και ως εκ τούτου, κατά την επιταγή του νόμου (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ) να εξαφανίσει τότε την εκκαλουμένη (ΟλΑΠ 1285/1982 Δ 14.568, ΑΠ 755/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2/2006 ΕλλΔνη 47.1047, ΑΠ 527/1985 ΝοΒ 34.196, ΕφΠατρ 166/2019, ΕφΠειρ 409/2018, ΕφΠειρ 678/2015, ΕφΠειρ 277/2014, ΕφΛαρ 2/2014, ΕφΘεσ 2382/2013 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαμ 63/2013 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 24/2011 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαμ 162/2011, ΕφΛαμ 139/2011 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2516/2008 ΝΟΜΟΣ, ΕφΚρητ 93/2008, ΕφΑθ 3671/2007 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 163/2006 ΝΟΜΟΣ, ΕφΙωαν 95/2005 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5827/2004 ΕλλΔνη 46.43, ΕφΑθ 5509/2001 ΕλλΔνη 43.502). Η συμπλήρωση δε της πραγματογνωμοσύνης διατάσσεται όταν, μετά την αποδεικτική διαδικασία, προκύπτει η ανάγκη της επεκτάσεως αυτής και σε άλλα συναφή θέματα στην εν λόγω δε περίπτωση μπορεί να διεξαχθεί αυτή (συμπληρωματική πραγματογνωμοσύνη) είτε από τους αρχικούς πραγματογνώμονες, είτε από καινούργιους (ΕφΘεσ 621/1995 Αρμ 1996.74, ΕφΠειρ 1026/1986 ΕλλΔνη 29.710). Το Δικαστήριο που δικάζει την υπόθεση διατάζει τη διεξαγωγή νέας, συμπληρωματικής ή την επανάληψη της πραγματογνωμοσύνης, είτε με αίτηση των διαδίκων ή και αυτεπαγγέλτως (ΕφΠατρ 166/2019, ΕφΠατρ 3992009, ΕφΘεσ 621/1995). Εξάλλου δύναται να διατάξει νέα πραγματογνωμοσύνη και από άλλον πραγματογνώμονα προκειμένου να διασταυρωθεί το  πόρισμα της αρχικής εφόσον καταλείπονται αμφιβολίες για την ορθότητα της κρίσης του σχετικού  πορίσματος (ΕφΑθ 12247/1990). Στην περίπτωση που το Δικαστήριο διατάσσει νέα πραγματογνωμοσύνη, είτε διότι η προηγούμενη είναι ατελής ή ασαφής ή ακόμη, και όταν αντιφάσκει με άλλα αποδεικτικά μέσα, δεν υφίσταται ακυρότητα της προηγούμενης διενεργηθείσας πραγματογνωμοσύνης, αφού στο Δικαστήριο εναπόκειται να προσδώσει σ΄ αυτήν την προσήκουσα αποδεικτική βαρύτητα (ΑΠ 200/2001 ΕλλΔνη 42.732, ΕφΠειρ 277/2014, ΕφΑθ 3482/1999 ΕλλΔνη 41.1688). Στην προκειμένη περίπτωση, το κρίσιμο ζήτημα για τη διάγνωση της ένδικης διαφοράς αναφορικά με την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής συνίσταται στη δυνατότητα (σύμφωνα με τους πολεοδομικούς κανόνες αλλά και αυτούς της τέχνης και της τεχνικής) και στην προσφορότητα της αυτούσιας διανομής, ανάλογα με τις μερίδες των κοινωνών, χωρίς να μειώνεται η αξία των μεριδίων τους. Για το κρίσιμο τούτο θέμα, το οποίο απαιτεί ειδικές γνώσεις επιστήμης, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με  την υπ΄  αρ. 3395/2017 απόφασή του διέταξε πραγματογνωμοσύνη και όρισε πραγματογνώμονα τον …….., Πολιτικό Μηχανικό. Ο ως άνω πραγματογνώμονας μετά τη διενέργεια αυτής, την 21-11-2017 κατέθεσε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την από Οκτώβριος 2017 – Νοέμβριος 2017 (αρ. καταθ. …../2017) έκθεση πραγματογνωμοσύνης και την 1-12-2017 το από Νοέμβριος 2017 (αρ. καταθ. …./2017) συμπληρωματικό τεύχος – διευκρινήσεων αποσαφηνίσεων διορθώσεων και συμπληρώσεων αυτής (έκθεσης πραγματογνωμοσύνης). Με την ως άνω έκθεση πραγματογνωμοσύνης και το συμπληρωματικό τεύχος αυτής ο πραγματογνώμονας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι είναι εφικτή η αυτούσια διανομή εφόσον γίνει σύσταση κάθετης ιδιοκτησίας και ότι οι μερίδες των διαδίκων, κατά την άποψή του, πρέπει να μοιρασθούν και με βάση το τοπογραφικό διάγραμμα (με ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ο καθένας) ως εξής: ο ενάγων στο υπό στοιχεία Γ – Β – Β’ – 7Α – Α – Ζ – k16 – 13Δ’-13Γ -6Β-8Ζ-1Γ-1Δ-1Ε-8Α-8Α‘-4Α‘-k0-37′-36′-35′- 34′- 33′- 32′- 32 – 31- 30 – 29 – Γ, εµβαδού 864,93 τ.µ., και ο εναγόμενος στο υπό στοιχεία Ζ – k24 – Ε-50 – Δ – 45 – 43 – 31- 32 – 32′- 33′- 34′- 35′- 36′ – 37′- k0 – k15 – 13Γ – 13Δ’ – 13Β – k16 – Ζ, εµβαδού 1.289,75 τ.µ., αντίστοιχα, μέρος του κοινού ακινήτου. Επίσης, ότι πρέπει να διαµορφωθούν και οι πιο κάτω αναφερόµενοι κοινόχρηστοι χώροι, όπως αποτυπώνονται στα προαναφερόµενα τοπογραφικά διαγράμματα: κοινόχρηστος διάδρομος υπό στοιχεία k0,…………k15 – 13Γ – 6Β – 8Ζ – 1Γ- 1Δ -1Ε– 8Α– 8Α΄-4Α – k0, εµβαδού 24,45 τ.µ., και κοινόχρηστος διάδροµος υπό στοιχεία k16,…………….., k24 – Ζ – k16, εµβαδού 10,80 τ.µ., ήτοι συνολικό εμβαδόν 2.189,93 τ.μ.. Τέλος, έχει την άποψη, ότι, μεταξύ άλλων, για το υαλοπέτασμα εφόσον δημιουργηθεί η κάθετη ιδιοκτησία μπορεί να παραμείνει στη θέση του με βάση το άρθρο 30 του Ν. 4495/2017. Κατά τον τρόπο που προτείνεται η διανομή του επίκοινου ακινήτου με τις ως άνω έκθεση πραγματογνωμοσύνη και το συμπληρωματικό τεύχος αυτής, λαμβάνοντας υπόψη και την αρχικώς προφορικά και, στη συνέχεια, εγγράφως, την 13-4-2007, συμφωνία των διαδίκων, με την οποία συμφώνησαν ως προς τη χρήση του ακινήτου ο ενάγων να χρησιμοποιεί αποκλειστικά το νοτιοδυτικό τμήμα, εµβαδού 864,93 τ.µ. και ο εναγόμενος το βορειοανατολικό τµήµα, εµβαδού 1.325 τ.µ., µαζί µε τα κτίσµατα που υπάρχουν στο κάθε τµήµα, ενώ ο ενάγων κατά τη σύσταση της κάθετης ιδιοκτησίας λαμβάνει ορισμένο μέρος, εμβαδού 864,93 τ.μ., ήτοι μέρος τόσων τ.μ. όσων οι διάδικοι είχαν συμφωνήσει ατύπως να κάνει αποκλειστική χρήση, ο εναγόμενος λαμβάνει ορισμένο μέρος εμβαδού 1.289,75 τ.µ., ήτοι μέρος λιγότερων τ.μ. από αυτά που είχαν συμφωνήσει ατύπως να κάνει αποκλειστική χρήση. Επιπλέον, ως προς τους κοινόχρηστους χώρους δεν διευκρινίζεται, εάν αυτοί (κοινόχρηστοι χώροι) θα μπορούσαν να είναι σε άλλο σημείο του επίκοινου, ή να καταλαμβάνουν μικρότερη έκταση, ή εάν υπάρχει λειτουργική και οικονομική λύση για τη μεταφορά των σωληνώσεων στο μέρος που θα λάβει ο ενάγων. Σε κάθε δε περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη και την ως άνω συμφωνία των διαδίκων, δεν διευκρινίζεται ρητά, εάν με την ως άνω διαίρεση του ακινήτου και τη δημιουργία κοινόχρηστων χώρων σε άλλο σημείο, επέρχεται μείωση της αξίας των μεριδίων, και, σε καταφατική περίπτωση, εάν θα έπρεπε να γίνει εξίσωση των μερίδων με την καταβολή ορισμένου χρηματικού ποσού από τον έναν κοινωνό στον άλλο κοινωνό ή τη σύσταση δουλείας πάνω σε ορισμένα μέρη υπέρ του άλλου κοινωνού. Λόγω δε της ανάγκης διευκρίνισης της διεξαχθείσας πραγματογνωμοσύνης, αλλά και σε συνδυασμό με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα που επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι προς απόδειξη και ανταπόδειξη των περιστατικών, τα οποία επικαλούνται σε σχέση με το επίδικο ζήτημα, καθίσταται αμφίβολος ο σχηματισμός ασφαλούς δικανικής πεποιθήσεως προς ορθή επίλυση της επίδικης διαφοράς. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω το Δικαστήριο, προκειμένου να αχθεί σε κρίση για τη βασιμότητα των λόγων της κρινόμενης εφέσεως, που ανάγονται, όπως προαναφέρθηκε, και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, κρίνει αναγκαίο για την πληρέστερη έρευνα των λόγων αυτής (εφέσεως), πλην του τρίτου λόγου της (α΄ σκέλος) που απορρίφθηκε, και την καλύτερη διάγνωση της διαφοράς, κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 254 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης (άρθρο 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ, βλ. και ΑΠ 1088/2018), χωρίς την προηγούμενη εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως (και της αναγκαίως συμπροσβαλλομένης) και την περαιτέρω έρευνα της ένδικης υπόθεσης, να αναβάλει, κατά τα λοιπά, την έκδοση οριστικής αποφάσεως και να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης της ένδικης υπόθεσης, που έχει κηρυχθεί περατωμένη, στο σύνολό της, (οπότε στην επαναλαμβανόμενη δίκη θα ερευνηθούν και όσοι από τους ισχυρισμούς προβλήθηκαν στην πρωτόδικη δίκη και επανυποβάλλονται νομίμως κατ΄ άρθρο 240 του ΚΠολΔ στην παρούσα δίκη ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου), προκειμένου να συμπληρωθεί η ανωτέρω πραγματογνωμοσύνη, κατά τα άρθρα 368 επ. του ΚΠολΔ και σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, από τον ίδιο πραγματογνώμονα, για τα θέματα που αναφέρονται παρακάτω, για τα οποία απαιτούνται, όπως προαναφέρθηκε, ειδικές γνώσεις επιστήμης (άρθρο 368 του ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, διάταξη περί δικαστικών εξόδων δεν τίθεται, καθόσον η παρούσα απόφαση δεν είναι οριστική (άρθρο 191 παρ. 1 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων την από 27-7-2018 (αρ. καταθ. ../2018) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 2858/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, και της αναγκαίως συμπροσβαλλομένης υπ΄ αρ. 3395/2017 μη οριστικής αποφάσεως του ίδιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), που εκδόθηκαν κατά την τακτική διαδικασία.

Δέχεται τυπικά την ως άνω έφεση.

Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε ως απορριπτέο.

Αναβάλλει κατά τα λοιπά την έκδοση οριστικής αποφάσεως.

Διατάσσει την επανάληψη της συζητήσεως της υποθέσεως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, προκειμένου να διενεργηθεί προηγουμένως η αμέσως κατωτέρω συμπληρωματική πραγματογνωμοσύνη, με την φροντίδα του επιμελέστερου των διαδίκων.

Διορίζει πραγματογνώμονα τον διορισθέντα με την υπ΄ αρ. 3395/2017 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου πραγματογνώμονα, ……… του Πέτρου, Πολιτικό Μηχανικό, κάτοικο Αθηνών (…….., τηλ. … και …), ο οποίος αφού δώσει το νόμιμο όρκο του πραγματογνώμονα, εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από τη νόμιμη σ΄ αυτόν επίδοση αντιγράφου της παρούσας αποφάσεως, με φροντίδα του επιμελέστερου των διαδίκων, ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού και σε ημέρα και ώρα που θα οριστεί αρμοδίως, κατόπιν κλήσεως του επιμελέστερου των διαδίκων και αφού λάβει γνώση όλων των κρίσιμων εγγράφων της δικογραφίας, συγκεντρώσει από τους διαδίκους όσες πληροφορίες κρίνει απαραίτητες, καθώς και όσα άλλα στοιχεία θεωρήσει αναγκαία και ενεργήσει κάθε αναγκαία πράξη, να συμπληρώσει την από Οκτώβριος 2017 – Νοέμβριος 2017 (αρ. καταθ. …/2017) έκθεση πραγματογνωμοσύνης [και το από Νοέμβριος 2017 (αρ. καταθ. …./2017) συμπληρωματικό τεύχος – διευκρινήσεων αποσαφηνίσεων διορθώσεων και συμπληρώσεων αυτής (έκθεσης πραγματογνωμοσύνης)], γνωμοδοτώντας αιτιολογημένα ως προς τα ακόλουθα θέματα: 1. Εάν οι κοινόχρηστοι χώροι θα μπορούσαν να είναι σε άλλο σημείο του επίκοινου, ή να καταλαμβάνουν μικρότερη έκταση, ή εάν υπάρχει λειτουργική και οικονομική λύση για τη μεταφορά των σωληνώσεων στο μέρος που θα λάβει ο ενάγων. 2. Σε κάθε δε περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη και την ως άνω συμφωνία των διαδίκων, εάν με την ως άνω διαίρεση του ακινήτου και τη δημιουργία κοινόχρηστων χώρων σε άλλο σημείο, επέρχεται μείωση της αξίας των μεριδίων, και, σε καταφατική περίπτωση, εάν πρέπει να γίνει εξίσωση των μερίδων με την καταβολή ορισμένου χρηματικού ποσού από τον έναν κοινωνό στον άλλο κοινωνό ή τη σύσταση δουλείας πάνω σε ορισμένα μέρη υπέρ του άλλου κοινωνού. Τη σχετική έκθεση πραγματογνωμοσύνης πρέπει να καταθέσει ο ανωτέρω πραγματογνώμονας ή ειδικά εξουσιοδοτημένο πρόσωπο στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, όπου θα συνταχθεί και η σχετική έκθεση καταθέσεως, μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών από την όρκισή του. Η νέα δε συζήτηση της υποθέσεως θα προσδιοριστεί με κλήση του επιμελέστερου των διαδίκων μετά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης, με την τήρηση των διατυπώσεων και της προθεσμίας του άρθρου 254 παρ. 2 και 3 του ΚΠολΔ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, την 17η Μαρτίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ