Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 124/2022

Αριθμός     124/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)

Β΄ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία – Αλεξάνδρα Ζήκου, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ : Ανώνυμης εταιρίας ……….., την οποία εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος της Κωνσταντίνα Φιλοπούλου (ΑΜ 27817 Δ.Σ. Αθηνών) με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ : Εταιρίας …………, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η ενάγουσα – εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία, την από 12-12-2016 (ΓΑΚ……. και ΕΑΚ………/2016 έκθεσης κατάθεσης) αγωγή της, κατά της εναγόμενης – εφεσίβλητης. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η με αριθμό 4765/2017 οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία έγινε μερικώς δεκτή η ανωτέρω αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής η εκκαλούσα – ενάγουσα άσκησε την από 21-10-2019 έφεσή της, η οποία κατατέθηκε, στις 24-10-2019, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά, με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …/2019, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 5-11-2019, με ΓΑΚ…. και ΕΑΚ …./2019 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 22ης Οκτωβρίου 2020, κατά την οποία η συζήτησή της αναβλήθηκε για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, και γράφηκε στο οικείο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή εκφωνήθηκε από το πινάκιο, η εκκαλούσα εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ, και ανέπτυξε τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις, που είχε προκαταθέσει.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Αν ο εφεσίβλητος δεν εμφανισθεί ή δεν λάβει μέρος κανονικά στη συζήτηση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει υποχρέωση να ερευνήσει την ύπαρξη ή μη κλήτευσής του. Στις υποθέσεις που δικάζονται κατά τη διαδικασία ενώπιον των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων, αν κατά την συζήτηση της έφεσης ερημοδικεί ο εφεσίβλητος, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών, εφόσον αυτός επέσπευσε τη συζήτηση ή κλήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως να παραστεί σ’ αυτή, σύμφωνα με τα άρθρα 271 και 524 § 4 εδ. α` του ΚΠολΔ. Αν ο εφεσίβλητος δεν κλητεύθηκε ή δεν κλητεύθηκε νομίμως ή εμπροθέσμως, το δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση. (Σαμουήλ, Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ, έκδ. 2003 παρ. 1078 έως 1080 σελ. 406, 407), το δε Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο, τις πρωτόδικες προτάσεις του απόντος διαδίκου, τα πρακτικά και τις πρωτόδικες προτάσεις του απόντος διάδικου, τα πρακτικά και τις εκθέσεις εξέτασης των μαρτύρων τα οποία οφείλει με ποινή απαραδέκτου της συζήτησης να προσκομίσει ο εκκαλών, ο οποίος παρίσταται. (ΜονΕφΠειρ 351/2021, ΤΝΠ Νόμος).

Στην προκείμενη περίπτωση, η κρινόμενη έφεση κατά της με αριθμό 4765/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα με την κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 24-10-2019, (άρθρα 495 § 1, 511 επ. ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, καθόσον από τα στοιχεία της δικογραφίας, δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης στην εκκαλούσα, ενώ εξάλλου δεν παρήλθε γι’ αυτό η καταχρηστική προθεσμία των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της προσβαλλομένης απόφασης (31-10-2017) σύμφωνα με το άρθρο 518 § 2 ΚΠολΔ, ως ισχύει μετά την αντικατάσταση της ανωτέρω παραγράφου από το άρθρο 1 του τρίτου άρθρου του Ν 4335/2015, που εφαρμόζεται για τα κατατεθειμένα από 1-1-2016 ένδικα μέσα, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, ενόψει του ότι καταβλήθηκε παράβολο 100 ευρώ με κωδικό ………. (άρθρα 495, 498, 511, 513 § 1β, 516 § 1, 517, και 518 § 2 ΚΠολΔ). Επομένως, η έφεση φέρεται νόμιμα στο Δικαστήριο αυτό, που είναι αρμόδιο για την εκδίκασή της (άρθρο 19 ΚΠολΔ), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί στη συνέχεια, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 532 και 533 § 1 ΚΠολΔ), ερήμην της εφεσίβλητης εταιρίας, καθόσον από τη με αριθμό …../17-6-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ……….., την οποία επικαλείται και προσκομίζει η επισπεύδουσα τη συζήτηση της έφεσης εκκαλούσα, προκύπτει ότι επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην εφεσίβλητη ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της κρινόμενης έφεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 22ης-10-2020 και για τη μετ’ αναβολή δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής. Η τελευταία, όμως, δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο κατά την ανωτέρω δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από το πινάκιο και συνεπώς πρέπει να δικασθεί ερήμην. Η διαδικασία, ωστόσο, πρέπει να προχωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα, καθώς για το παραδεκτό της συζήτησης της έφεσης προσκομίζεται αντίγραφο των προτάσεων της απούσας εφεσίβλητης (άρθρο 524 § 4 ΚΠολΔ).

Η ενάγουσα-εκκαλούσα άσκησε κατά της εναγόμενης – εφεσίβλητης την από 12-12-2016 (με ΓΕΚ … και ΕΑΚ …./2016) αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, στην οποία εξέθετε ότι συστήθηκε με το ΠΔ 328/2000 με αρχική επωνυμία «………» και διακριτικό τίτλο «……..», η οποία μετονομάστηκε σε «…….» και διακριτικό τίτλο «…….», μετά την απόσχιση του κλάδου μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας και εισφοράς αυτού στην εταιρία με την επωνυμία «……..» και διακριτικό τίτλο «………» σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν 4001/2011, και αποτελεί ανώνυμη εταιρία δημοσίου συμφέροντος µε μοναδικό μέτοχο το Ελληνικό Δημόσιο, και σκοπό την εφαρμογή των κανόνων για τη λειτουργία της Αγοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας, ασκώντας μεταξύ άλλων τις αρμοδιότητες της διενέργειας του Ημερήσιου Ενεργειακού Προγραμματισμού (Η.Ε.Π.), της σύναψης συμβάσεων πώλησης της παραγόμενης από μονάδες ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (Α.Π.Ε.) και συμπαραγωγής ηλεκτρισμού και θερμότητας υψηλής απόδοσης (Σ.Η.Θ.Υ.Α.) ηλεκτρικής ενέργειας κατ’ άρθρο 118 § 2θ του Ν 4001/2011, και της διαχείρισης του ειδικού λογαριασμού Α.Π.Ε. και Σ.Η.Θ.Υ.Α. που έχει συσταθεί µε το άρθρο 40 του Ν 2773/1999 κατ’ άρθρο 143 του Ν 4001/2011. Ότι νομοθετικά έχει επιλεγεί το σύστημα της υποχρεωτικής κοινοπραξίας για την οργάνωση της χονδρεμπορικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, κατά το οποίο ημερήσιος ενεργειακός προγραμματισμός (ΗΠΕ) είναι το σύνολο της ενέργειας που πρόκειται να παραχθεί ή να εισαχθεί προς τροφοδοσία των καταναλωτών στην ελληνική επικράτεια ή προς διενέργεια εξαγωγών σε μία ημερολογιακή ημέρα, και η μοναδιαία τιμή πώλησης αυτής προϋπολογίζονται και εκκαθαρίζονται την προηγούμενη από την ημέρα παράδοσης στους καταναλωτές και για κάθε ώρα ως αποτελέσματα του ΗΠΕ, στα πλαίσια του οποίου η ενάγουσα προσδιορίζει της ποσότητες ενέργειας, κατόπιν προσφορών έγχυσης από παραγωγούς και εισαγωγείς ηλεκτρικής ενέργειας και δηλώσεων φορτίου από τους εκπροσώπους φορτίου και κυρίως από τους κατόχους αδειών προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, και την οριακή τιμή του συστήματος, η οποία είναι η μοναδιαία τιμή που διενεργούνται οι συναλλαγές του ΗΠΕ, και συγκεκριμένα υπολογίζονται οι χρεώσεις που πρέπει να καταβάλλουν εκπρόσωποι φορτίου για τις ποσότητες ενέργειας που απορροφώνται από το σύστημα, καθώς και οι πιστώσεις που πρέπει να καταβάλλει η ενάγουσα προς τους παραγωγούς και εισαγωγείς για τις ποσότητες εγχεόμενης ενέργειας στο σύστημα. Ότι η µη διάδικος εταιρία µε αρχική επωνυμία «………..» και μεταγενέστερη «…………..», με την εγγραφή της στις 18-10-2006 στο Μητρώο Συμμετεχόντων του Συστήματος Συναλλαγών Ηλεκτρικής Ενέργειας, που τηρεί η ενάγουσα, κατέστη προμηθεύτρια εταιρία ηλεκτρικής ενέργειας, και αφού σύναψε µε την εναγόμενη σύμβαση προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας καθώς και εκπροσώπησής της στις συναλλαγές ηλεκτρικής ενέργειας (Η.Ε.Π., Μετρητή Φορτίου των εγκαταστάσεών της), στην έκδοση και αποστολή λογαριασμών κατανάλωσης ρεύματος, ενημέρωση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων από το ρυθμιστικό πλαίσιο, για το χρονικό διάστημα από 3-5-2011 μέχρι 25-1-2012, για κάθε ημέρα του οποίου (ημέρα κατανομής) η ανωτέρω προμηθεύτρια εταιρία (μη διάδικος – αντιπρόσωπος) υπέβαλλε για λογαριασμό της εναγόμενης δηλώσεις φορτίου προς την ενάγουσα σχετικά με την απορρόφηση ηλεκτρικής ενέργειας εκ μέρους της αντιπροσωπευόμενης (εναγόμενης), με συνέπεια να υφίσταται έννομη σχέση μεταξύ των εδώ διαδίκων, δεδομένου ότι η ηλεκτρική ενέργεια σε ημερήσια βάση απορροφάται από τις εγκαταστάσεις της εναγόμενης εταιρίας. Ότι η ανωτέρω προμηθεύτρια εταιρία ανέλαβε την υποχρέωση να προβαίνει στον καταλογισμό της ποσότητας της ηλεκτρικής ενέργειας για τον μετρητή φορτίου της εναγόμενης, µε βάση τα δεδομένα μετρήσεων, που παρείχε ο Διαχειριστής του Δικτύου, και στον υπολογισμό των χρεώσεων που αναλογούσαν στην ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας που είχε αυτή καταναλώσει με την έκδοση και αποστολή των λογαριασμών κατανάλωσης ρεύματος, όπως ενσωματώνονται στην αγωγή, στους οποίους περιλαμβάνονται τόσο οι ανταγωνιστικές χρεώσεις, όσο και οι ρυθμιζόμενες χρεώσεις, τις οποίες (χρεώσεις) εισέπραττε ως διαχειρίστρια ξένης περιουσίας των κατά νόμο δικαιούχων κάθε χρέωσης, και ειδικότερα την είσπραξη του οφειλόμενου τιμήματος της ηλεκτρικής ενέργειας, που πωλήθηκε στην εναγόμενη, ως άμεση αντιπρόσωπος (εντολοδόχος) της ενάγουσας. Ότι η εναγόμενη δεν εξόφλησε στην προμηθεύτρια εταιρία το σύνολο ή μέρος των χρεώσεων που περιλαμβάνονταν στους ανωτέρω λογαριασμούς κατανάλωσης ρεύματος εντός προθεσμίας εξόφλησης καθενός από τους τελευταίους. Ότι η προμηθεύτρια εταιρία είχε ληξιπρόθεσμες, στις 23-1-2012 – καταγγελία της μεταξύ τους σύμβασης, οφειλές προς την ενάγουσα συνολικού ύψους 40.408.698,31 ευρώ, οι οποίες ανήλθαν στο ποσό των 65.345.072,10 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων, και δεδομένου ότι µε τη διαγραφή της ως άνω εταιρίας από το Μητρώο Συμμετεχόντων λύθηκε η σχέση εντολής που τη συνέδεε µε την ενάγουσα ως προς την είσπραξη και την απόδοση στην τελευταία των χρεώσεων που αναλογούσαν στους πελάτες της, μεταξύ των οποίων και η εναγόμενη, η ενάγουσα δικαιούται να απαιτήσει η ίδια από την τελευταία προς κάλυψη του ελλείμματος συναλλαγών του Η.Ε.Π., κατά τη διάταξη του άρθρου 14 περ. Ζ’ του προϊσχύσαντος Κώδικα Διαχείρισης του Συστήματος και Συναλλαγών Ηλεκτρικής Ενέργειας (Κ.Δ.Σ. & Σ.Η.Ε.) και ήδη της ταυτόσημης διάταξης του άρθρου 14 § 2 περ. ΙΑ’ του ισχύοντος Κώδικα Συναλλαγών Ηλεκτρικής Ενέργειας (Κ.Σ.Η.Ε.), να της καταβάλει μέρος των χρηματικών ποσών των ανεξόφλητων λογαριασμών της, και συγκεκριμένα τις χρεώσεις προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, τη ρυθμιζόμενη χρέωση του Ειδικού Τέλους Α.Π.Ε., ήδη Ε.Τ.Μ.Ε.Α.Ρ., καθώς και το ποσό του αναλογούντος στις χρεώσεις αυτές Φ.Π.Α., τα οποία ανέρχονται συνολικά στο ποσό των 3.446,76 ευρώ από το με αριθμό …./1-10-2011 λογαριασμό με ημερομηνία εξόφλησης 20-10-2011, στο ποσό των 9.862,45 ευρώ από το με αριθμό …./1-11-2011 λογαριασμό με ημερομηνία εξόφλησης 24-11-2011, στο ποσό των 3.368,76 ευρώ από το με αριθμό …/1-12-2011 λογαριασμό με ημερομηνία εξόφλησης 23-12-2011, και στο ποσό των 7.701,64 ευρώ από το με αριθμό …../1-1-2012 λογαριασμό με ημερομηνία εξόφλησης 23-1-2012, και συνολικά στο ποσό των 24.379,62 ευρώ. Ότι αρμόδιο υλικά και τοπικά είναι το πρωτοβάθμια Δικαστήριο, με βάση τον τόπο κατάρτισης των συναλλαγών ηλεκτρικής ενέργειας και τον τόπο εκπλήρωσης των χρηματικών παροχών, που απορρέουν από τις ως άνω συναλλαγές, κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις των προϊσχύσαντος και ισχύοντος κώδικα διαχείρισης. Με βάση το ιστορικό αυτό, η εκκαλούσα ζήτησε να καταδικασθεί η εφεσίβλητη να της καταβάλει το ποσό των 24.379,62 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα, που κάθε λογαριασμός κατανάλωσης ρεύματος κατέστη ληξιπρόθεσμος και απαιτητός άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, καθώς και να καταδικαστεί στη δικαστική δαπάνη της. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η προσβαλλόμενη απόφαση με την οποία, έγινε μερικά δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η αγωγή, υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει το ποσό των 481,39 ευρώ με νόμιμο τόκο υπερημερίας, όπως ειδικότερα αναφέρεται για κάθε χρονικό διάστημα στο διατακτικό της, ενώ για το υπόλοιπο αιτούμενο ποσό απορρίφθηκε ως αόριστη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα με την έφεσή της για λόγους αναγόμενους σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ζητεί την εξαφάνιση αυτής.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 εδ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι για το ορισμένο της αγωγής, πρέπει, το δικόγραφο αυτής, εκτός από άλλα στοιχεία, να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν αυτή σύμφωνα με το νόμο και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο που να παρέχεται στον εναγόμενο η ευχέρεια της άμυνας και στο δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βάσιμου κατά νόμο αυτής. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψή της ως απαράδεκτης, λόγω της αοριστίας, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν προβολής σχετικού ισχυρισμού από τον εναγόμενο. Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων. Περαιτέρω, η νομική αοριστία της αγωγής, δηλαδή εκείνη που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα, δημιουργείται αν το δικαστήριο για τον σχηματισμό της κρίσης του για τη νομική επάρκεια της αγωγής και την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου αξίωσε περισσότερα ή διαφορετικά στοιχεία από τα απαιτούμενα κατά νόμο, κρίνοντας αυτήν ως αόριστη, ή, αντίθετα, αρκέσθηκε σε λιγότερα από τα απαιτούμενα κατά νόμο στοιχεία, κρίνοντας αυτήν ως ορισμένη. Πρόκειται δηλαδή για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ως προς τη διαπίστωση ή όχι νομικής αοριστίας της αγωγής. Η αοριστία, όμως, της αγωγής μπορεί να μην είναι νομική, αλλά ποσοτική, όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν αναφέρονται με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα δικαίου, στον οποίο σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1 στοιχ. α` και β` ΚΠολΔ στηρίζεται το αίτημα της αγωγής, ή ποιοτική, όταν γίνεται απλά επίκληση των όρων του νόμου, χωρίς να αναφέρονται τα θεμελιούντα την εφαρμογή του συγκεκριμένου κανόνα δικαίου πραγματικά περιστατικά (ΑΠ 830/2021, ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 947 παρ. 2 ΑΚ, ως πράγματα λογίζονται και οι φυσικές δυνάμεις ή ενέργειες, ιδίως το ηλεκτρικό ρεύμα και η θερμότητα, εφόσον υπόκεινται σε εξουσίαση, όταν περιορίζονται σε ορισμένο χώρο. Ο νομικός χαρακτηρισμός της σύμβασης παροχής ενέργειας έναντι ανταλλάγματος ποικίλλει σε κάθε περίπτωση. Συνήθως, πρόκειται για μικτή σύμβαση που έχει τα στοιχεία της πώλησης, μίσθωσης έργου, μίσθωσης πράγματος κλπ., οπότε η επιλογή των εφαρμοστέων κανόνων θα γίνει μετά ερμηνεία της βούλησης των μερών. Όταν οι συμβαλλόμενοι απέβλεψαν στην ίδια την ενέργεια ως εμπόρευμα και όχι στη μέσω αυτής πραγματοποίηση ενός αποτελέσματος, πρόκειται για σύμβαση πώλησης. Αυτό έχει γίνει δεκτό για τη σύμβαση παροχής ηλεκτρικού ρεύματος από την παραγωγό επιχείρηση στους καταναλωτές. (Δημάκου σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλο, Αστικός Κώδιξ, άρθρο 947, αρ. 16, σελ. 29, και Μαγγίβα σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλο, ό.π., άρθρο 513, αρ. 5, σελ. 36, ΕφΠατρ 523/2001, ΑχΝομ 18, 111). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις διατάξεις του Κώδικα Διαχείρισης του Συστήματος και Συναλλαγών Ηλεκτρικής Ενέργειας (εφεξής ΚΣΗΕ), με αυτόν καθορίζονται οι μηχανισμοί, καθώς και οι τεχνικοί και οικονομικοί κανόνες που διέπουν τη διαχείριση και λειτουργία του Συστήματος αφ’ ενός και τις αντίστοιχες συναλλαγές αφ’ ετέρου, που προκύπτουν από τη λειτουργία της χονδρεμπορικής αγοράς ενέργειας (Ημερήσιος Ενεργειακός Προγραμματισμός, εφεξής «ΗΕΠ»). Ως προς τις ρυθμίσεις της λειτουργίας της αγοράς αυτής, η χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας λειτουργεί βάσει ενός υποχρεωτικού μηχανισμού χονδρικής της «επόμενης ημέρας», κατά τον οποίο «επιλύεται» καθημερινά ο Ημερήσιος Ενεργειακός Προγραμματισμός. Στο πλαίσιο του ΗΕΠ, η πώληση ηλεκτρικής ενέργειας εντός της Ελλάδος πραγματοποιείται με τη συμμετοχή στην αγορά αυτή, σε πρώτη φάση την προηγούμενη ημέρα από αυτήν του εφοδιασμού και την υποβολή προσφορών έγχυσης εκ μέρους των παραγωγών και δηλώσεων φορτίου εκ μέρους των εκπροσώπων φορτίου (προμηθευτών). Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2 του ΚΣΗΕ, δια της εγγραφής στο Μητρώο Συμμετεχόντων, οι τελευταίοι αυτοί συνάπτουν με τη ……….. «Σύμβαση Συναλλαγών ΗΕΠ». Δυνάμει της εν λόγω Συμβάσεως, οι Συμμετέχοντες, αφ’ ενός λαμβάνουν τις πληρωμές που τους αναλογούν και, αφ’ ετέρου, υποχρεούνται να εξοφλούν τις χρεώσεις που τους βαρύνουν (άρθρα 1 παρ. 3 και 58 του Κώδικα Συναλλαγών). Ειδικότερα οι υποβάλλοντες προσφορές έγχυσης, δηλαδή ιδίως οι παραγωγοί, λαμβάνουν αμοιβή για την ενέργεια που εγχέουν στο Σύστημα και οι Εκπρόσωποι Φορτίου, δηλαδή ιδίως οι προμηθευτές, καταβάλλουν πληρωμές για την ενέργεια που απορροφούν από το Σύστημα. Οι πληρωμές αυτές πραγματοποιούνται μέσω του Λειτουργού της αγοράς, ήτοι της εταιρείας ………….. η οποία αποτελεί τον εκ του νόμου αποκλειστικό εκκαθαριστή της αγοράς (άρθρο 118 του ν. 4001/2011) και τον υποχρεωτικό ενδιάμεσο φορέα μεταξύ παραγωγών και προμηθευτών. Ως εκ τούτου ο Λειτουργός της Αγοράς εκκαθαρίζει τις πιστώσεις (προς τους παραγωγούς) και τις χρεώσεις (προς τους προμηθευτές), οι οποίες προκύπτουν από τις εγχύσεις και απορροφήσεις, αντιστοίχως, ηλεκτρικής ενέργειας στο σύστημα. Στο πλαίσιο του ΗΕΠ, η πληρωμή των παραγωγών που εγχέουν ενέργεια στο Σύστημα προέρχεται από τις αντίστοιχες καταβολές των προμηθευτών (Εκπροσώπων Φορτίου), οι οποίοι απορροφούν την εν λόγω ενέργεια. Ειδικότερα, για τους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας από ορυκτά (συμβατικά) καύσιμα, προβλέπεται η συμμετοχή τους στον ΗΕΠ, ήτοι στην προπεριγραφείσα χονδρεμπορική αγορά που λειτουργεί βάσει προσφορών, δια της οποίας προσδιορίζεται η διαμορφούμενη σύμφωνα με τους κανόνες της ελεύθερης αγοράς (προσφορά – ζήτηση) Οριακή Τιμή του Συστήματος (ΟΤΣ) βάσει της υψηλότερης τιμής προσφοράς για έγχυση στο Σύστημα από μονάδα παραγωγής εντασσόμενη στον ΗΕΠ, με την οποία αμείβονται οι παραγωγοί για την ενέργεια που εγχέουν ημερησίως (την οποία πληρώνουν οι προμηθευτές για την ενέργεια που απορροφούν ημερησίως), πλέον ορισμένων πρόσθετων διοικητικά οριζόμενων αμοιβών μέσω του μηχανισμού κάλυψης μεταβλητού κόστους κατ’ άρθρο 159 του Κώδικα Διαχείρισης του ΕΣΜΗΕ (απόφαση 57/2012 της ΡΑΕ, Β’ 103), καθώς και του μηχανισμού διασφάλισης επαρκούς ισχύος κατ’ άρθρα 180 επ. του ίδιου κώδικα. Στην ανωτέρω τιμή (ΟΤΣ) εκκαθαρίζονται οι σχετικές συναλλαγές. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις ίδιες διατάξεις του ΚΣΗΕ, ο προμηθευτής προμηθεύει την ενέργεια που αγοράζει από τη «δεξαμενή ηλεκτρικής ενέργειας» στους Πελάτες του μέσω των τιμολογίων ηλεκτρικής ενέργειας. Οι Προμηθευτές οφείλουν να ακολουθούν συγκεκριμένες βασικές αρχές κατά την κατάρτιση των τιμολογίων και χρεώσεων που προσφέρουν στους Πελάτες τους, ώστε να εξασφαλίζεται αφενός η προστασία των καταναλωτών και αφετέρου η ανάπτυξη υγιούς ανταγωνισμού στην προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας. Οι αρχές αυτές, όπως αναφέρονται στον ως άνω Κώδικα Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ, άρθρο 1) περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την απλότητα και διαφάνεια της πληροφόρησης σχετικά με τις εφαρμοζόμενες χρεώσεις και τις προσφερόμενες υπηρεσίες, τη μη διακριτική μεταχείριση Πελατών που παρουσιάζουν ανάλογα καταναλωτικά χαρακτηριστικά, αλλά και την ανάκτηση του πραγματικού κόστους της προσφερόμενης υπηρεσίας, ώστε να διασφαλιστεί μακροχρονίως η δυνατότητα παροχής των υπηρεσιών αυτών. Η δομή των τιμολογίων και τα συνιστώντα στοιχεία θα πρέπει να είναι τέτοια ώστε να παρέχουν τη δυνατότητα στους καταναλωτές να αναγνωρίζουν το κόστος που τους προκαλεί κάθε παρεχόμενη υπηρεσία και να επιτρέπουν τον υπολογισμό των επιμέρους χρεώσεων με ευχέρεια και διαφάνεια. Έτσι, το τιμολόγιο του προμηθευτή περιλαμβάνει το ανταγωνιστικό σκέλος και το ρυθμιζόμενο σκέλος. (ΟλΣτΕ 3366/2015, ΤΝΠ Νόμος). Επιπλέον, με τη με αριθμό 692/2011 απόφαση της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ), που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Β 2529/7-11-2011, προτάθηκε η εφαρμογή των βασικών αρχών από τους προμηθευτές κατά την κατάρτιση των απελευθερωμένων τιμολογίων προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, μεταξύ των οποίων (αρχών) η σχετική με το περιεχόμενο των τιμολογίων, ώστε τα τελευταία να αντανακλούν το πραγματικό κόστος προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, δηλαδή επιπλέον των ρυθμιζόμενων χρεώσεων που μετακυλίονται στους πελάτες, πρέπει να καλύπτουν α) το κόστος παραγωγής, όπως αυτό αποκαλύπτεται στην χονδρεμπορική αγορά και τους επιμέρους μηχανισμούς της, β) το κόστος της δραστηριότητας εμπορίας και διαχείρισης πελατών (π.χ. το κόστος των υπηρεσιών έκδοσης και είσπραξης τιμολογίων, χρηματοοικονομικές δαπάνες από καθυστερήσεις πληρωμών, λειτουργία εμπορικών γραφείων του προμηθευτή, παροχή συμβουλευτικών και άλλων υπηρεσιών υποστήριξης προς τον πελάτη, αποσβέσεις σχετικών επενδύσεων, κ.λπ.) και γ) ένα εύλογο κέρδος.

Με το μοναδικό λόγο της κρινόμενης έφεσης, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τα άρθρα 2 § 1Ε, 14 § 2ΙΑ, 58 και 60 § 9 του Κώδικα Συναλλαγών Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΚΣΗΕ) και απέρριψε ως αόριστη την από 12-12-2016 αγωγή της ως προς τα κονδύλια που αφορούσαν στο αντίτιμο της ηλεκτρικής ενέργειας, που καταναλώθηκε από την εναγόμενη. Οι προαναφερόμενες διατάξεις αφορούν στην ενεργητική νομιμοποίηση της ενάγουσας, ήδη εκκαλούσας, στη διαδικασία της εκκαθάρισης λογαριασμών, και στη διαδικασία εκκαθάρισης του ημερήσιου ενεργειακού προγραμματισμού (ΗΕΠ), οι οποίες ερμηνεύτηκαν ορθά από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού δέχθηκε την ενεργητική νομιμοποίηση της ενάγουσας, ήδη εκκαλούσας, και περιέγραψε λεπτομερέστατα από την απελευθέρωση της αγοράς της ηλεκτρικής ενέργειας τις διαδικασίες συμμετοχής των παραγωγών και των προμηθευτών κατά την παραγωγή, μεταφορά, διανομή, αγορά και μεταπώληση αυτής στους τελικούς καταναλωτές – χρήστες, καθώς και τις συγκεκριμένες διαμεσολαβητικές αρμοδιότητες της ενάγουσας για διεκπεραίωση και εκκαθάριση των συναλλαγών. Περαιτέρω, κατά το περιεχόμενο της αγωγής της εκκαλούσας, όπως προαναφέρεται, η τελευταία αιτείται την καταβολή τεσσάρων ανεξόφλητων λογαριασμών (ληξιπρόθεσμες οφειλές) της εναγόμενης εταιρίας όπως αυτοί εκδόθηκαν από την προμηθεύτρια εταιρία, μη διαδίκου, από τους οποίους ο πρώτος είναι μερικώς εξοφλημένος, χωρίς να διευκρινίζεται α) αν οι ανωτέρω ληξιπρόθεσμες οφειλές της µη διαδίκου προμηθεύτριας εταιρίας αφορούν συγκεκριμένες δηλώσεις φορτίου που αυτή υπέβαλε στο πλαίσιο του Η.Ε.Π. και να εξειδικεύονται περαιτέρω οι οφειλές που αντιστοιχούν σε κάθε επιμέρους δήλωση φορτίου, β) αν οι ανεξόφλητες οφειλές της εναγόμενης έναντι της ως άνω προμηθεύτριας εταιρίας αφορούν την προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας κατά τις ημέρες κατανομής που αφορούν οι δηλώσεις φορτίου ως προς τις οποίες η προμηθεύτρια εταιρία δεν εκπλήρωσε τις χρηματικές της υποχρεώσεις, γ) η ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας που επρόκειτο να απορροφηθεί, µε βάση τις ανωτέρω δηλώσεις φορτίου, από τον καταχωρημένο μετρητή φορτίου της εναγόμενης, κατά τις συγκεκριμένες ημέρες κατανομής και δ) το επιμέρους ποσό του συνολικού τιμήματος που οφείλει η εναγόμενη στην προμηθεύτρια εταιρία για την προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας κατά τις ανωτέρω ημέρες κατανομής, το οποίο (επιμέρους ποσό) αντιστοιχεί στο κόστος αγοράς στην χονδρεμπορική αγορά της προαναφερόμενης ποσότητας ηλεκτρικής ενέργειας µε βάση τις καταστάσεις τελικής εκκαθάρισης του Η.Ε.Π. για τις συγκεκριμένες ημέρες κατανομής. Τα ανωτέρω πραγματικά στοιχεία είναι αναγκαία για τον καθορισμό της απαίτησης της ενάγουσας, ήδη εκκαλούσας, καθόσον, όπως αναφέρεται στην ανωτέρω νομική σκέψη, δεν νομιμοποιείται ενεργητικά να απαιτήσει το σύνολο της οφειλής της εναγόμενης, ήδη εφεσίβλητης εταιρίας, όπως αποτυπώνεται στους λογαριασμούς, που εκδόθηκαν από την προμηθεύτρια εταιρία, αφού η αξία ηλεκτρικής ενέργειας, που η εναγόμενη θα κατέβαλε στην τελευταία (προμηθεύτρια) ως κατανάλωση, περιλαμβάνει, εκτός από την αξία αυτής (ενέργειας) στην χονδρεμπορική αγορά, και την αξία των λειτουργικών δαπανών καθώς και το κέρδος της προμηθεύτριας εταιρίας. Συγκεκριμένα, η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα, δικαιούται να αξιώσει το ποσό που προσδιορίζεται από το κόστος αγοράς στην χονδρεμπορική αγορά της ποσότητας ηλεκτρικής ενέργειας που επρόκειτο να απορροφηθεί από το μετρητή φορτίου της εναγομένης µε βάση τη δήλωση φορτίου της προμηθεύτριάς της για κάθε ημέρα κατανομής, το οποίο (κόστος αγοράς) προκύπτει από τις καταστάσεις τελικής εκκαθάρισης του Η.Ε.Π. Οι παραπάνω ελλείψεις δεν αναπληρώνονται από την επισύναψη στην αγωγή των φωτοαντιγράφων των συγκεκριμένων τεσσάρων λογαριασμών ηλεκτρικού ρεύματος,, διότι, όπως προαναφέρεται, η αξία ηλεκτρικής ενέργειας που αναφέρεται σ’ αυτούς δεν αποσαφηνίζει ποια είναι η αξία του κόστους της ενέργειας στην χονδρεμπορική αγορά σε σχέση με τις χρεώσεις της προμηθεύτριας εταιρίας για το κόστος της δραστηριότητας εμπορίας και διαχείρισης πελατών, καθώς και για το εύλογο κέρδος. Επιπλέον, δε, οι ελλείψεις αυτές καθιστούν απαγορευτική στο Δικαστήριο την οποιαδήποτε αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων, ενώ αποστερούν στην εναγόμενη τη δυνατότητα προετοιμασίας της άμυνάς της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση, κρίνοντας όμοια ως προς τις παραπάνω χρεώσεις, απέρριψε την ένδικη αγωγή κατά το μέρος που αφορούσε στο αντίτιμο της ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώθηκε από την εναγόμενη, ήδη εφεσίβλητη, ορθά έκρινε και όσα αντίθετα υποστηρίζει η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα, με τον παραπάνω λόγο της έφεσής της είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης, η ένδικη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, και, κατόπιν αυτού, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου, που κατατέθηκε από την εκκαλούσα για την άσκηση της έφεσης (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ), και να ορισθεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από την απολειπόμενη εφεσίβλητη (άρθρα 501, 502 § 1, και 505 § 2 ΚΠολΔ, ΟλΑΠ 15/2001, ΑΠ 597/2021, ΤΝΠ Νόμος). Τέλος διάταξη για δικαστική δαπάνη δεν θα περιληφθεί, καθώς η απούσα εφεσίβλητη δεν υποβλήθηκε σε έξοδα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εφεσίβλητης – εναγόμενης.

ΟΡΙΖΕΙ παράβολο ανακοπής ερημοδικίας το ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την από 21-10-2019, με ΓΑΚ…… και ΕΑΚ………./2019, έφεση κατά της με αριθμό 4765/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν ως ουσιαστικά αβάσιμη.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου (με κωδικό αριθμό ………….., ποσού 100 ευρώ), που κατατέθηκε για την άσκηση της έφεσης.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στον Πειραιά, στις 8-3-2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ