Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 130/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός     130/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) Ναυτιλιακής εταιρίας …………, 2) ………. και 3) ………. οι οποίοι παραστάθηκαν δια της πληρεξούσιας δικηγόρου τους Θεοδώρας Κρητικοπούλου.

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και ήδη από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων και ειδικά εν προκειμένω από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά, που εδρεύει στον Πειραιά,  το οποίο παραστάθηκε δια του Δικαστικού Πληρεξουσίου Ν.Σ.Κ. Δημητρίου Βολτή, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 Κ.Πολ.Δ. και 2) Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου Α.Ε.» και το διακριτικό τίτλο «ΕΤΑΔ Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα, και εκπροσωπείται νόμιμα,  η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Αντωνίας Κιάτου, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 Κ.Πολ.Δ.

Οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες άσκησαν κατά των εφεσίβλητων την από 15-5-2019 και με Γ.Α.Κ. …. και ΕΑΚ …./23-5-2019 ανακοπή άρθρου 73 παρ. 1 Κ.Ε.Δ.Ε. ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών) και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ’ αυτή. Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – μισθωτικών διαφορών, η με αριθ. 370/2020 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, η οποία απέρριψε την ανακοπή. Την ανωτέρω απόφαση προσέβαλαν οι εναγόμενοι με την από 24-7-2020 και με Γ.Α.Κ. … και ΕΑΚ …./21-7-2020 έφεσή τους ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που ορίστηκε να συζητηθεί κατά την 18-3-2021, οπότε όμως η συζήτηση αυτής ματαιώθηκε λόγω της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων από 11-2-2021 έως 22-3-2021 εξαιτίας της πανδημίας του κορωνοϊού. Στη συνέχεια, με τη με αριθ. 89/2021 πράξη της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά Προέδρου Εφετών Σπυριδούλας Μακρή, η άνω έφεση ορίστηκε να συζητηθεί κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (21-10-2021), κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης η πληρεξούσια δικηγόρος των εκκαλούντων, αφού έλαβε το λόγο από το Δικαστή, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των εφεσίβλητων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 24-7-2020 και με Γ.Α.Κ. ….. και Ε.Α.Κ. …./31-7-2020 έφεση των ηττηθέντων πρωτοδίκως ανακοπτόντων,  κατά της με αριθ. 370/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – μισθωτικών διαφορών, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1 και 2, 496, 498, 511, 513 παρ. 1β’,516 παρ. 1, 517 περ. α’,  518 παρ. 2, 520 παρ. 1 και 524 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, ενόψει του ότι κατατέθηκε στη γραμματεία του ως άνω πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 31-7-2020 και από τα έγγραφα του φακέλου της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, κάτι που ούτε οι διάδικοι ισχυρίζονται, ενώ, μέχρι την κατάθεση της έφεσης δεν παρήλθε η προβλεπόμενη από την παράγραφο 2 του άρθρου 518 Κ.Πολ.Δ. προθεσμία δυο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης (27-1-2020). Επομένως, η  έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της.

Οι εκκαλούντες – ανακόπτοντες, με την από 15-5-2019 και με Γ.Α.Κ. ….. και Ε.Α.Κ. …../23-5-2019 ανακοπή (άρθρου 73 παρ. 1 Κ.Ε.Δ.Ε.) που άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών) κατά των καθ’ ων η ανακοπή α) Ελληνικού Δημοσίου και β) Ανώνυμης εταιρίας «Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου Α.Ε.» (δ.τ. «ΕΤΑΔ ΑΕ»), ζήτησαν, για τους διαλαμβανόμενους λόγους στο δικόγραφό της, να ακυρωθούν οι με αριθ. …. και …/10-4-2019 ατομικές ειδοποιήσεις χρέους της Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά, καθώς και περιεχόμενη σ’ αυτές υπ’ αριθ. …./28-3-2019 ταμειακή βεβαίωση χρέους και ο χρηματικός κατάλογος που τη συνοδεύει, δια των οποίων κλήθηκαν να καταβάλουν στο πρώτο των καθ’ ων η ανακοπή Ελληνικό Δημόσιο το ποσό των 20.519,25 ευρώ, που αφορά εμφανιζόμενο χρέος της πρώτης εξ αυτών (της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος είναι ο δεύτερος εξ αυτών) προς τη δεύτερη των καθ’ ων «ΕΤΑΔ ΑΕ», προερχόμενο από τέλη και λογαριασμούς ελλιμενισμού του σκάφους «Π» στη Μαρίνα ….. (η οποία αποτελεί υποκατάστημα της δεύτερης των καθ’ ων) από το 2013 έως 16-11-2018, το οποίο (ποσό) το πρώτο των καθ’ ων επιδιώκει να εισπράξει για λογαριασμό της δεύτερης των καθ’ ων με την εφαρμογή των διατάξεων του Κ.Ε.Δ.Ε, μέσω της άνω προσβαλλόμενης ταμειακής βεβαίωσης αυτού, που εκδόθηκε με βάση την από 31-12-2018 τριπλότυπη περιληπτική κατάσταση βεβαίωσης με τον αντίστοιχο χρηματικό κατάλογο της δεύτερης των καθ’ ων και την υπ’ αριθ. πρωτ. 1309/14-3-2019 ορθή επανάληψη της υπ’ αριθ. 10404/28-12-2018 απόφασης της δεύτερης των καθ’ ων περί βεβαίωσης προς είσπραξη από το Δημόσιο Ταμείο οφειλής, τις οποίες απέστειλε στην άνω Δ.Ο.Υ. η δεύτερη των καθ’ ων. Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 370/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, το οποίο, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – μισθωτικών διαφορών, απέρριψε την ανακοπή ως απαράδεκτη λόγω μη ολοκλήρωσης της άσκησής της [συγκεκριμένα, επειδή, ενώ με αυτήν ανοίγεται δίκη σχετική με την είσπραξη δημοσίων εσόδων, δεν επιδόθηκε αυτή στο Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), κατ’ άρθρο 36 παρ. 1 ν. 4389/2016, σε συνδ. και με άρθρο 85 παρ. 1 ΚΕΔΕ (ν. 356/1974)]. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται με την έφεσή τους οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες, αιτούμενοι, για τους σε αυτή διαλαμβανόμενους λόγους, αναφερόμενους σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, την εξαφάνισή της, με σκοπό στη συνέχεια να γίνει δεκτή η ανακοπή τους.

Με τον πρώτο λόγο της έφεσης οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απορρίπτοντας ως απαράδεκτη την ένδικη ανακοπή τους, αφενός ερμήνευσε και εφήρμοσε εσφαλμένα κανόνες ουσιαστικού δικαίου (και δη των άρθρων 85 παρ. 1 ΚΕΔΕ και 36 ν. 4389/2016), αφετέρου δεν εφήρμοσε προσήκοντες κανόνες ουσιαστικού δικαίου (και δη των άρθρων 91 παρ. 1 ΚΕΔΕ, 28 παρ. 7 ν. 2579/1998, 98 ν. 4270/2014 και 206 εδάφ. β’ ν. 4389/2016). Ειδικότερα, ισχυρίζονται ότι οι διατάξεις των άρθρων 85 παρ. 1 ΚΕΔΕ και 36 ν. 4389/2016 που εφαρμόσθηκαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν ήταν οι προσήκουσες, διότι η ανακοπή τους αφορά καταλογισθέντα στην πρώτη και στην τρίτη εξ αυτών τέλη και δικαιώματα ελλιμενισμού σε τουριστικό λιμένα του άνω σκάφους της πρώτης εξ αυτών, που εκπροσωπείται νόμιμα από το δεύτερο εξ αυτών, τα οποία δεν αποτελούν «δημόσια έσοδα» και δεν αφορούν «έννομη σχέση που ενδιαφέρει την «ΑΑΔΕ» και επομένως, ενόψει του ότι με την ανακοπτόμενη ταμειακή βεβαίωση με το σχετικό χρηματικό κατάλογο που τη συνοδεύει επιδιώκεται η διαμέσου του δημοσίου ταμείου είσπραξη μη δημοσίων εσόδων νομικού προσώπου που αναφέρεται στο άρθρο 91 ΚΕΔΕ (και συγκεκριμένα της δεύτερης των καθ’ ων «ΕΤΑΔ ΑΕ» ως φορέα διαχείρισης και εκμετάλλευσης της μαρίνας ……, υπέρ της οποίας γίνεται η είσπραξη και η οποία μόνο μπορεί να είναι δικαιούχος της επίδικης απαίτησης), μόνον αυτή νομιμοποιείται ως διάδικος στη δίκη επί της ανακοπής και όχι το Δημόσιο και δεν υπάρχει υποχρέωση επίδοσης του δικογράφου της ανακοπής προς το τελευταίο.

Κατά το άρθρο 126 παρ. 1 εδάφ. ε’ Κ.Πολ.Δ, η επίδοση για το Δημόσιο γίνεται σε εκείνους που το εκπροσωπούν σύμφωνα με το νόμο. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 85 παρ. 1 του Κ.Ε.Δ.Ε. (ν.δ. 356/1974), επί δικών του νομοθετήματος αυτού το Δημόσιο εκπροσωπεί ο Διευθυντής του Δημόσιου Ταμείου (ήδη Προϊστάμενος Δ.Ο.Υ.), κατά του οποίου στρέφεται και κοινοποιείται κάθε δικόγραφο με ποινή απαραδέκτου. Σε κάθε, όμως περίπτωση, με την ίδια ως άνω κύρωση, απαιτείται κοινοποίηση του δικογράφου και στον Υπουργό των Οικονομικών. Ήδη, όμως, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 4389/2016 «Συνιστάται Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή χωρίς νομική προσωπικότητα με την επωνυμία Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) (στο εξής η «Αρχή»), με σκοπό τον προσδιορισμό, τη βεβαίωση και την είσπραξη των φορολογικών, τελωνειακών και λοιπών δημοσίων εσόδων που άπτονται του πεδίου των αρμοδιοτήτων της», ενώ, κατά το άρθρο 36 παρ. 1 του ίδιου νόμου «Η Αρχή εκπροσωπείται δικαστικώς και εξωδίκως από τον Διοικητή της και παρίσταται αυτοτελώς, εκπροσωπώντας το Δημόσιο, σε κάθε είδους δίκες που έχουν ως αντικείμενο πράξεις ή παραλείψεις της ή τις έννομες σχέσεις που την αφορούν. Οι επιδόσεις των δικογράφων στις δίκες αυτές γίνονται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις προς τον Διοικητή, αντί του Υπουργού των Οικονομικών. Ειδικώς για την εκπροσώπηση και την επίδοση των δικογράφων σε δίκες που αφορούν σε φορολογικές εν γένει διαφορές και σε διαφορές που αναφύονται κατά είσπραξη των δημοσίων εσόδων, εφαρμόζονται, κατά περίπτωση, οι διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 1 περίπτωση α’, σε συνδυασμό προς το άρθρο 49 (παράγραφοι 2 και 4) και 219 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ. (ν. 2717/1999, Α’ 97) και 85 παρ. 1, εδάφιο πρώτο του ν.δ. 356/1974 (Α’ 90). Η προβλεπόμενη στο άρθρο 85 παρ. 1 εδάφιο δεύτερο του ν.δ. 356/1974 κοινοποίηση στον Υπουργό Οικονομικών γίνεται προς τον Διοικητή, στην Κεντρική Υπηρεσία του ΝΣΚ». Οι διατάξεις αυτές δεν παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας και δεν αντίκεινται στα άρθρα 25 παρ.1 του Συντάγματος, 6 παρ.1, 8 παρ.2, 9 παρ. 2 και 10 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α. (Α.Ε.Δ. 27/2004, Α.Π. 1270/2014, Α.Π. 1801/2012, ΑΠ 126/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ισχύουν δε αν δεν ορίζεται κάτι διαφορετικό από το νόμο (Μιχ. Μαργαρίτη / Άντας Μαργαρίτη, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, έκδ. 2018, υπ’ άρθρο 126, αριθ. 11, σ. 242). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 28 παρ. 7 του ν. 2579/1998, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την έναρξη ισχύος του Κ.Δ.Δ, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 285 παρ. 2 περ. ζ’ αυτού (ΣτΕ 3523-25/2015, ΣτΕ 2808/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), «στις περιπτώσεις, που υπηρεσίες του Δημοσίου, εφαρμόζοντας τις διατάξεις του ν.δ. 356/1974 (Φ.Ε.Κ. Α’ 190), επιμελούνται για την είσπραξη εσόδων άλλων νομικών προσώπων, υπέρ των οποίων εφαρμόζονται οι διατάξεις αυτές, στις σχετικές δίκες που δημιουργούνται δεν νομιμοποιείται να παρίσταται ως διάδικο το Δημόσιο, αλλά το ενδιαφερόμενο νομικό πρόσωπο». Ακόμη, κατά το άρθρο 91 παρ. 1 του ν.δ. 356/1974 (ΚΕΔΕ), «σε όσες περιπτώσεις ανατίθεται στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες η είσπραξη των εσόδων οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, άλλων νομικών προσώπων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή φυσικών προσώπων, εφαρμόζονται οι διατάξεις του παραπάνω νομοθετικού διατάγματος». Επίσης, κατά το άρθρο 98 Ν. 4270/2014, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 18 ν. 4484/2017 «Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται ο χρόνος και η διαδικασία απόδοσης των εσόδων που εισπράττονται υπέρ τρίτων. Με τις αποφάσεις του προηγούμενου εδαφίου ή όμοιες μπορεί να ανατεθεί στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες η είσπραξη των εσόδων ειδικών δημόσιων υπηρεσιών και Ειδικών Ταμείων, εφόσον η είσπραξη των εσόδων τους δεν είναι δυνατή με δικά τους όργανα, καθώς και η είσπραξη εσόδων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, Α.Δ.Α. και τρίτων. Με τις ίδιες αποφάσεις καθορίζεται και το ποσοστό συμμετοχής των ανωτέρω νομικών προσώπων δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, Α.Δ.Α. και τρίτων στη δαπάνη για την είσπραξη των εσόδων που εισπράττονται για λογαριασμό τους, το οποίο δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το 20% των εισπραττόμενων εσόδων, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης γενικής ή ειδικής διάταξης». Περαιτέρω, κατά το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 206 του Ν. 4389/2016, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 68 του Ν. 4484/2017 (Φ.Ε.Κ. Α’ 110/1-8-2017), «Ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις της «Εταιρείας Ακινήτων Δημοσίου Α.Ε.» («ΕΤΑΔ Α.Ε», πρώην «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΑ ΑΚΙΝΗΤΑ Α.Ε.») κατά τρίτων δύνανται να εισπράττονται κατά τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.), όπως ισχύει και αποτελούν έσοδα αυτής». Από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει σαφής διάκριση μεταξύ των δημοσίων εσόδων, ως τέτοιων θεωρουμένων εκείνων τα οποία επιβάλλονται με απόφαση των οργάνων του Δημοσίου, βεβαιούνται δε στα Δημόσια Ταμεία και εισπράττονται στη συνέχεια απ’ αυτά, και των εσόδων των προσώπων τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 91 ΚΕΔΕ, των οποίων η είσπραξη ανατίθεται μεν στα δημόσια ταμεία, πλην όμως τα εν λόγω έσοδα ανήκουν εξ υπαρχής στα πιο πάνω πρόσωπα και δεν μετατρέπονται σε «δημόσια έσοδα» εκ μόνου του λόγου ότι εισπράχθησαν υπό των δημοσίων ταμείων, αφού άλλωστε και αυτή η είσπραξή τους έγινε επ’ ονόματι και για λογαριασμό των προσώπων αυτών και όχι για λογαριασμό του Δημοσίου, με συνέπεια, στις περιπτώσεις εκείνες που επιδιώκεται η διαμέσου των δημοσίων ταμείων είσπραξη οφειλών των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 91 του Κ.Ε.Δ.Ε, διάδικος εις την επί της ανακοπής (άρθρο 74 Κ.Ε.Δ.Ε.) δίκη είναι μόνο το υπέρ ου η είσπραξη δικαιούχο της απαίτησης πρόσωπο, κατά του οποίου και πρέπει να στραφεί το δικόγραφο της ανακοπής. Αντίθετη εκδοχή, η οποία δηλαδή θα δεχόταν τον χαρακτηρισμό των εσόδων των εις το άρθρο 91 παρ. 1 Κ.Ε.Δ.Ε. αναφερομένων προσώπων ως «δημοσίων», θα οδηγούσε στο άτοπο να διεξάγει το Δημόσιο δίκες για λογαριασμό άλλων και εν αγνοία τους, για τις οποίες το ίδιο δεν έχει κάποιο συμφέρον από την έκβασή τους, ευρισκόμενο μάλιστα αυτό σε αδυναμία να αμυνθεί και να προτείνει ενστάσεις και πραγματικά γεγονότα, τα οποία, ενώ δεν είναι γνωστά στο ίδιο (Δημόσιο), είναι γνωστά μόνο στον τρίτο, ερήμην του οποίου θα διεξήγετο διαδικασία που θα αφορούσε τις δικές του έννομες σχέσεις (Εφ.Θρ. 301/2020, Εφ.Λαρ. 106/2015, Δ.Εφ.Αθ. 149/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η κατά το άρθρο 68 Κ.Πολ.Δ. έλλειψη της νομιμοποίησης, η οποία (νομιμοποίηση ενεργητική και παθητική) αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της όλης δίκης και η συνδρομή της εξετάζεται από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως (73 Κ.Πολ.Δ.) σε κάθε στάση της δίκης, ως συνέπεια έχει, λόγω ανυπαρξίας συνδέσμου μεταξύ των διαδίκων και της εκκαλουμένης έννομης σχέσης, την απόρριψη της αγωγής ή του ενδίκου μέσου (Εφ.Πειρ. 60/2021, Εφ.Δωδ. 206/2007, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, υπ’ άρθρο 68, σ. 144-145).

Στην προκειμένη περίπτωση, η ένδικη ανακοπή, η οποία ασκήθηκε πριν την έναρξη της εκτέλεσης, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στη δεύτερη των καθ’ ων ΕΤΑΔ Α.Ε, καθώς και στον Υπουργό Οικονομικών και στον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά για το πρώτο των καθ’ ων Ελληνικό Δημόσιο, όπως αποδεικνύεται αντίστοιχα από τις προσκομιζόμενες με επίκληση από τους εκκαλούντες – ανακόπτοντες υπ’ αριθ. …-Ζ/24-5-2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ………., την υπ’ αριθ. …-Ζ/24-5-2019 έκθεση επίδοσης του ιδίου άνω δικαστικού επιμελητή και την υπ’ αριθ. …/24-5-2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ………….. Για την ολοκλήρωση της άσκησής της, σύμφωνα με την ανωτέρω νομική σκέψη, δεν απαιτείτο επίδοσή της και στο Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) κατ’ άρθρα 85 παρ. 1 ΚΕΔΕ και 1 παρ. 1 και 36 παρ. 1 ν. 4389/2016, διότι, με βάση τα εκτιθέμενα στο δικόγραφό της, η δίκη επ’ αυτής δεν είχε ως αντικείμενο πράξεις ή παραλείψεις της ΑΑΔΕ ή έννομες σχέσεις που την αφορούν (φορολογικές εν γένει διαφορές ή διαφορές για την είσπραξη δημοσίων εσόδων), αλλά έσοδα από λιμενικά τέλη και δικαιώματα του φορέα διαχείρισης και εκμετάλλευσης της Μαρίνας ….. δεύτερης των καθ’ ων ΕΤΑΔ Α.Ε, τα οποία δεν αποτελούν οικονομικά βάρη ούτε έχουν φορολογικό ή ανταποδοτικό χαρακτήρα έναντι παρεχόμενης δημόσιας υπηρεσίας, αλλά αντιθέτως αποτελούν απλώς το τίμημα για τις παρεχόμενες από τον φορέα διαχειρίσεως του λιμένος υπηρεσίες ελλιμενισμού (ΣτΕ 1559/2015, ΣτΕ 1558/1015, Εφ.Πειρ. 392/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και των οποίων το πρώτο των καθ’ ων Ελληνικό Δημόσιο επιμελήθηκε μόνο την είσπραξη για λογαριασμό της δεύτερης των καθ’ ων, δια των εισπρακτικών μηχανισμών του (και εν προκειμένω δια της εκδώσασας τις προσβαλλόμενες πράξεις Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά) κατ’ άρθρα 85, 91 ΚΕΔΕ και 28 παρ. 7 ν. 2579/1998, με αυτόθροη συνέπεια, κατά την τελευταία διάταξη, να μη νομιμοποιείται παθητικά (το πρώτο των καθ’ ων Ελληνικό Δημόσιο) να παρίσταται ως διάδικος στην παρούσα δίκη που αφορά την είσπραξη των άνω εσόδων και να είναι η άνω ανακοπή απορριπτέα ως απαράδεκτη κατά το μέρος που στρέφεται εναντίον του. Αντίθετα, κατά το μέρος που στρέφεται εναντίον της δεύτερης των καθ’ ων ανώνυμης εταιρίας ΕΤΑΔ Α.Ε, η οποία νομιμοποιείται παθητικά ως διάδικος στην προκείμενη δίκη ως το ενδιαφερόμενο νομικό πρόσωπο κατά την έννοια της άνω διάταξης του άρθρου 28 παρ. 7 ν. 2579/1998, η ανακοπή ασκείται παραδεκτά, καθόσον οι προσβαλλόμενες διοικητικές πράξεις (ατομικές ειδοποιήσεις με την περιεχόμενη σ’ αυτές ταμειακή βεβαίωση χρέους και το χρηματικό κατάλογο που τη συνοδεύει) αφορούν έσοδά της (της ΕΤΑΔ Α.Ε.), παρότι εκδόθηκαν από υπηρεσία του Ελληνικού Δημοσίου και από πουθενά δεν προβλέπεται «κοινή νομιμοποίηση» της ΕΤΑΔ ΑΕ και του Ελληνικού Δημοσίου και εντεύθεν αναγκαστική ομοδικία τους. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, το οποίο, με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε ως απαράδεκτη την ανακοπή κατά αμφοτέρων των καθ’ ων και ήδη εφεσίβλητων λόγω μη ολοκλήρωσης της άσκησής της εξαιτίας της μη επίδοσής της στο Διοικητή της ΑΑΔΕ, αντί να διαγνώσει το υποστατό της κατόπιν ολοκλήρωσης της άσκησής της εναντίον αμφοτέρων των καθ’ ων και εν συνεχεία να την απορρίψει ως προς το πρώτο εξ αυτών Ελληνικό Δημόσιο ελλείψει παθητικής του νομιμοποίησης και να την κρίνει παραδεκτή ως προς τη δεύτερη εξ αυτών ΕΤΑΔ Α.Ε, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφήρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 85 παρ. 1 ΚΕΔΕ και 36 ν. 4389/2016 και εσφαλμένα δεν εφήρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 91 παρ. 1 ΚΕΔΕ, 28 παρ. 7 ν. 2579/1998, 98 ν. 4270/2014 και 206 εδάφ. β’ ν. 4389/2016, όπως βάσιμα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες – ανακόπτοντες με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους. Κατόπιν τούτων, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, να κρατηθεί η ανακοπή, η οποία παραδεκτά και αρμόδια εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου [που έχει δικαιοδοσία προς εκδίκασή της, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του πρώτου καθ’ ου Ελληνικού Δημοσίου, αφού η υποκείμενη σχέση στην οποία στηρίζεται ο προσβαλλόμενος νόμιμος τίτλος του άρθρου 2 παρ. 2 του ΚΕΔΕ είναι έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου και δη σύμβαση ελλιμενισμού σκάφους της πρώτης ανακόπτουσας στη Μαρίνα …… (η οποία φέρει το χαρακτήρα σύμβασης μίσθωσης ακινήτου και διέπεται από τις διατάξεις του Α.Κ. περί μισθώσεως – Εφ.Πειρ. 392/2020, Εφ.Πειρ. 227/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, έννομη σχέση που δεν μεταβάλλεται με την παρεμβολή της διοικητικής εκτέλεσης – Α.Π. 210/1996, Εφ.Πατρ. 162/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ)], κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – μισθωτικών διαφορών και Α) να απορριφθεί αυτή (ανακοπή) ως προς το πρώτο των καθ’ ων  Ελληνικό Δημόσιο ελλείψει παθητικής του νομιμοποίησης και να συμψηφιστεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ του τελευταίου και των ανακοπτόντων και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας, επειδή η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν για την έρευνα της ύπαρξης παθητικής νομιμοποίησης του Ελληνικού Δημοσίου ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 Κ.Πολ.Δ.). Και Β) να εξεταστεί περαιτέρω η ανακοπή ως προς τη δεύτερη των καθ’ ων ΕΤΑΔ ΑΕ, ως προς την οποία η ανακοπή ασκήθηκε παραδεκτά και είναι νόμιμη κατ’ άρθρο 73 παρ. 1 ΚΕΔΕ, για να κριθεί και από άποψη νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας των λόγων της, οι οποίοι δεν εξετάστηκαν πρωτόδικα.

Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες εκθέτουν ότι οι προσβαλλόμενες ατομικές ειδοποιήσεις χρέους, με την περιεχόμενη σ’ αυτές ταμειακή βεβαίωση και το χρηματικό κατάλογο που τη συνοδεύει πρέπει να ακυρωθούν, επειδή δεν γίνεται σ’ αυτές σαφής αναφορά στην αιτία και το ύψος της οφειλής επί τη βάσει της οποίας εκδόθηκαν, με αναφορά σε σύμβαση ελλιμενισμού, αναλυτικό προσδιορισμό της καταλογιζόμενης οφειλής κατά κεφάλαιο, τόκους συμβατικούς και υπερημερίας ή τυχόν προσαυξήσεις,  ανάλυση της χρέωσης κατ’ έτος και μνεία της ιδιότητας με την οποία συνδέεται η τρίτη εξ αυτών με την πρώτη εξ αυτών, εξαιτίας της οποίας η τρίτη εξ αυτών έχει τον ίδιο Α.Φ.Μ. και θεωρείται με την ανακοπτόμενη με αριθ. …./10-4-2019 ατομική ειδοποίηση συνυπόχρεη με την πρώτη εξ αυτών για την πληρωμή της ένδικης οφειλής, ελλείψεις που δεν καλύπτονται από κάποιο έγγραφο που επισυνάφθηκε στις πράξεις αυτές που τους επιδόθηκαν ή τους γνωστοποιήθηκε μέχρι την άσκηση της ανακοπής, με αποτέλεσμα οι ίδιοι να μην είναι σε θέση να αμυνθούν κατάλληλα και να μην είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος της άνω οφειλής, την οποία και αμφισβητούν.

Κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 2  ν.δ. 356/1974 (ΚΕΔΕ), νόμιμο τίτλο για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων αποτελούν α) Η βεβαίωση κατά το νόμο και ο προσδιορισμός από τις αρμόδιες διοικητικές ή άλλες αρχές του εισπρακτέου ποσού, του είδους του εσόδου και της αιτίας για την οποία αυτό οφείλεται, δηλαδή η πράξη καταλογισμού χρηματικού ποσού σε βάρος διοικουμένου με δημόσιο έγγραφο, το οποίο εκδίδεται από αρμόδια αρχή και ενσωματώνει την ατομική διοικητική πράξη, β) Τα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα, από τα οποία αποδεικνύεται η οφειλή, γ) Τα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα, από τα οποία πιθανολογείται η οφειλή, ως προς την ύπαρξη και το ποσό αυτής, κατά την έννοια του άρθρου 347 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 73 παρ. 1, 2 του ιδίου ν.δ. «1. Η προ της ενάρξεως της εκτελέσεως ανακοπή του οφειλέτου ασκείται: α) κατά της εκδοθείσης ατομικής ειδοποιήσεως, β) κατά του εκδοθέντος και μη εκτελεσθέντος εντάλματος προσωπικής κρατήσεως και γ) κατά του νομίμου τίτλου, εκδικάζεται δε υπό των καθ’ ύλην αρμοδίων δικαστηρίων κατά τας διατάξεις των άρθρων 583 – 585 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας. Διά ταύτης επιτρέπεται η προβολή πάσης αντιρρήσεως ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου ως και η αμφισβήτησις του κατ’ ουσίαν βασίμου της απαιτήσεως του Δημοσίου, εφ’ όσον ο προσδιορισμός ταύτης δεν έχει ανατεθή εις δικαστήρια ή εις διοικητικάς επιτροπάς αποφαινομένας μετά δυνάμεως δεδικασμένου. 2. Η κατά της αρξαμένης εκτελέσεως ανακοπή του οφειλέτου ασκείται ενώπιον πάντοτε του Μονομελούς Πρωτοδικείου του τόπου της εκτελέσεως και διά τους κάτωθι περιοριστικώς αναφερομένους λόγους: α) Εάν η εκτέλεσις εχώρησε βάσει ακύρου τίτλου προς είσπραξιν. β) Εάν το χρέος απεσβέσθη διά καταβολής ή διά συμψηφισμού κατά τας διατάξεις του άρθρου 83 του παρόντος Ν. Διατάγματος ή συνεπεία διαγραφής, αποδεικνυομένων εγγράφως. γ) Εάν επιγενομένως απεσβέσθη άλλως το χρέος του οφειλέτου, της αποσβέσεως αποδεικνυομένης εγγράφως. δ) Εάν το χρέος παρεγράφη. ε) Εάν ο διωκόμενος ως διάδοχος του υποχρέου δεν είναι ό νόμω υπόχρεως. στ) Εάν ο διωκόμενος δεν υπόκειται εις προσωπικήν κράτησιν και ζ) Εάν κατά την εκτέλεσιν εχώρησαν παραλείψεις ή ακυρότητες, τηρουμένων των εν άρθρω 75 του παρόντος Ν. Διατάγματος οριζομένων. Αμφισβήτησις άλλη περί της υπάρξεως της οφειλής προς το Δημόσιον είναι απαράδεκτος εν τη διαδικασία ταύτη». Εξάλλου, το άρθρο 4 παρ. 1 του Κ.Ε.Δ.Ε, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με την παρ. 5 του άρθρου 7 ν. 4224/2013, με έναρξη ισχύος την 1-1-2014, ορίζει: «1. Με την εξαίρεση των φόρων και των λοιπών δημοσίων εσόδων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013), για τα οποία εφαρμόζονται αποκλειστικά οι διατάξεις του ως άνω Κώδικα, καθώς και των δημοσίων εσόδων της περίπτωσης β’ της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του παρόντος Κώδικα, μετά την καταχώριση του χρέους ως δημοσίου εσόδου κατά τις διατάξεις του άρθρου 2 παράγραφος 3, η Φορολογική Διοίκηση εκδίδει ατομική ειδοποίηση, την οποία, είτε αποστέλλει ταχυδρομικά στον οφειλέτη και στα συνυπόχρεα πρόσωπα είτε την κοινοποιεί σε αυτούς σύμφωνα με το άρθρο 5 του ν. 4174/2013. Στην ατομική ειδοποίηση αναφέρονται τα στοιχεία και ο αριθμός φορολογικού μητρώου, εφόσον υπάρχει, του οφειλέτη, το είδος και το ποσό του χρέους, συμπεριλαμβανομένων των τόκων που έχουν ήδη υπολογισθεί κατά την κείμενη νομοθεσία, ο αριθμός και η χρονολογία καταχώρισης του χρέους ως δημοσίου εσόδου ή ο τίτλος στον οποίο βασίζεται το χρέος, ο χρόνος και ο τρόπος καταβολής αυτού, η μνεία ότι από την επομένη ημέρα της λήξης της νόμιμης προθεσμίας καταβολής του χρέους και μέχρι την τελική εξόφληση αυτού υπολογίζονται οι τόκοι και το πρόστιμο του άρθρου 6 του παρόντος». Η δε έλλειψη ενός η περισσοτέρων από τα προαναφερόμενα στοιχεία μπορεί, κατόπιν άσκησης ανακοπής, να οδηγήσει στην ακύρωση της ατομικής ειδοποίησης, εφόσον ο ανακόπτων επικαλεστεί τη συνδρομή βλάβης των ουσιαστικών ή δικονομικών του δικαιωμάτων, η οποία δύναται να επανορθωθεί μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας της ατομικής ειδοποίησης. Τέτοια θεωρείται ότι υφίσταται όταν στην ατομική ειδοποίηση αναγράφεται μόνο το ύψος της οφειλής, χωρίς περαιτέρω αναφορά στο είδος και την αιτία της, αφού έτσι, αφενός μεν, στερείται ο ανακόπτων του δικαιώματος να αμυνθεί κατά της επικείμενης εκτέλεσης, ισχυριζόμενος και στη συνέχεια αποδεικνύοντας την τυχόν μερική ή ολική απόσβεση της απαίτησης και την ανακρίβεια των κονδυλίων ή τον εσφαλμένο υπολογισμό τους, αφετέρου δε, καθίσταται ανέφικτος ο δικαστικός έλεγχος. Στην περίπτωση αυτή, η νομικά πλημμελής ατομική ειδοποίηση είναι ακυρωτέα (Ε.Σ. 47/2010, Εφ.Πειρ. 726/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 55 του π.δ. 16/1989 «Κανονισμός λειτουργίας Δ.Ο.Υ.» «Για κάθε οικονομικό έτος και έσοδο, συντάσσονται από τις αρμόδιες Αρχές και στέλνονται στις Δ.Ο.Υ. τίτλοι είσπραξης, στους οποίους πρέπει να περιέχονται: α) …, ε). Το είδος του εσόδου, το οφειλόμενο ποσό αναλυμένο σε κωδικούς αριθμούς εσόδου ή εκτός προϋπολογισμού λογαριασμούς, σε ακέραιες μονάδες, κατά δε το άρθρο 61 του ιδίου π.δ/τος η βεβαίωση πραγματοποιείται με την καταχώριση των στοιχείων του τίτλου είσπραξης στις αντίστοιχες ενδείξεις των στηλών του διπλότυπου βιβλίου παραλαβής και βεβαίωσης εισπρακτέων εσόδων, από το οποίο παίρνει τον αύξοντα αριθμό και τη χρονολογία, η οποία είναι και της βεβαίωσης». Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτουν τα εξής: Στη δίκη που ανοίγεται με την ανακοπή του άρθρου 73 παρ. 1 ν.δ. 356/1974 «Περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων», σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 583-585 Κ.Πολ.Δ, η οποία μπορεί να ασκείται τόσο κατά του «νομίμου τίτλου» όσο και κατά της ταμειακής βεβαίωσης, εφόσον αποτελεί και αυτή εκτελεστή διοικητική πράξη, ο μεν ανακόπτων επέχει κατ’ αρχήν θέση εναγομένου, το δε καθ’ ου (Δημόσιο) θέση ενάγοντος, και έτσι το τελευταίο βαρύνεται με την επίκληση των γεγονότων, της οποίας το βάρος θα έφερε, αν ασκούσε το δικαίωμά του με αγωγή. Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 2 του ΚΕΔΕ, νόμιμο τίτλο αποτελεί η πράξη καταλογισμού χρηματικού ποσού εις βάρος διοικουμένου που εντοπίζεται σε δημόσιο έγγραφο το οποίο εκδίδεται από την αρμόδια αρχή και ενσωματώνει την ατομική διοικητική πράξη, από αυτόν δε (τον τίτλο), με τη συνδρομή των δημοσίων ή ιδιωτικών εγγράφων που τον συνοδεύουν, αποδεικνύεται ή πιθανολογείται βεβαία και εκκαθαρισμένη απαίτηση. Στο νόμιμο τίτλο πρέπει να αναφέρεται η ακριβής αιτία της οφειλής, ώστε, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, να είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος. Τούτο δε, διότι με βάση το «νόμιμο τίτλο» είναι δυνατόν να επισπευσθεί αναγκαστική εκτέλεση, χωρίς να έχει προηγηθεί διαγνωστική δίκη και έκδοση δικαστικής απόφασης, που θα καθιστούσε σαφείς την αιτία ή τις επιμέρους αιτίες του (φερόμενου ως) οφειλόμενου συνολικού χρέους. Η ανάγκη αυτή καθίσταται εντονότερη όταν ο ουσιαστικός καθορισμός του χρέους δεν έγινε από το Ελληνικό Δημόσιο (η δράση του οποίου διέπεται από την αρχή και το τεκμήριο της νομιμότητας), αλλά από τρίτο πρόσωπο. Από τη βεβαίωση, ως νόμιμο τίτλο εισπράξεως (βεβαίωση υπό ευρεία έννοια), διακρίνεται η ταμειακή βεβαίωση (βεβαίωση υπό στενή έννοια), που είναι αναγκαία για να μπορεί να επιδιωχθεί η είσπραξη της απαιτήσεως του Δημοσίου, δηλαδή συνιστά αυτή τίτλο εκτελέσεως. Ο νόμιμος τίτλος δεν συμπίπτει με την ταμειακή βεβαίωση, πλην μεταξύ τους υφίσταται στενή αιτιακή σχέση, ώστε σε περίπτωση που η ταμειακή βεβαίωση δεν στηρίζεται σε νόμιμο τίτλο, όπως σε τίτλο στον οποίο δεν προσδιορίζεται επαρκώς το χρέος, να είναι αυτή ακυρωτέα. Και ναι μεν στον ΚΕΔΕ δεν προβλέπεται κοινοποίηση της ταμειακής βεβαιώσεως στον οφειλέτη, ούτε επιβάλλεται να συνοδεύεται αυτή από τα έγγραφα που συγκροτούν το νόμιμο τίτλο, πλην όμως λόγω της στενής αιτιακής της σχέσεως με το νόμιμο τίτλο, αν ούτε η ταμειακή βεβαίωση της οφειλής ούτε η ατομική ειδοποίηση – που εκδίδει κατά το άρθρο 4 παρ. 1 Κ.Ε.Δ.Ε. η αρμόδια φορολογική αρχή και κοινοποιείται επίσης στον οφειλέτη – δεν περιέχει τα καθοριζόμενα στην ως άνω διάταξη στοιχεία, προκειμένου ο οφειλέτης να λάβει επαρκή και ασφαλή γνώση για το είδος του χρέους, το ύψος του, τη χρονολογία βεβαίωσης και γενικά να κατατοπίζεται επαρκώς για την οφειλή του, τότε η έλλειψη αυτή μπορεί να οδηγήσει, κατόπιν ασκήσεως ανακοπής κατά το άρθρο 73 παρ. 1 Κ.Ε.Δ.Ε, στην ακύρωση αυτών, αλλά μόνο με τη συνδρομή των όρων και προϋποθέσεων του άρθρου 75 Κ.Ε.Δ.Ε. σχετικά με το στοιχείο της βλάβης του οφειλέτη του Δημοσίου, δηλαδή, αν και εφόσον η έλλειψη αυτή επέφερε στον οφειλέτη αδυναμία ουσιαστικής ή δικονομικής προστασίας των δικαιωμάτων του, η οποία δύναται να επανορθωθεί μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας της προσβαλλόμενης πράξεως, ιδίως ενόψει της υπάρξεως περισσοτέρων χρεών με διαφορετικές το καθένα συνέπειες για τον οφειλέτη. Ωστόσο, βλάβη με την ανωτέρω έννοια δεν υφίσταται ο οφειλέτης τόσο στην περίπτωση που η επίδοση της ταμειακής βεβαιώσεως και της ατομικής ειδοποιήσεως συνοδεύεται από τα αναγκαία έγγραφα (δημόσια ή ιδιωτικά), που προσδιορίζουν επαρκώς την οφειλή, όσο και στην περίπτωση που γνωστοποιούνται αυτά στον οφειλέτη με οποιονδήποτε τρόπο, με ή χωρίς αίτησή του, αλλά πάντως πριν από τη λήξη της προθεσμίας ανακοπής κατά της εκτελέσεως, έτσι ώστε να είναι σε θέση να προβάλλει αυτός με δικονομικά παραδεκτό τρόπο τους ισχυρισμούς του κατά της οφειλής, και για το λόγο αυτό δεν αρκεί να προσκομίσει το Δημόσιο τα έγγραφα του νόμιμου τίτλου προς απόδειξη της απαιτήσεώς του κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο (Ολ.Α.Π. 5/2019, Α.Π. 189/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Από τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι αποδεικνύονται τα ακόλουθα σχετικά με τον άνω λόγο ανακοπής: Η δεύτερη των καθ’ ων «ΕΤΑΔ Α.Ε» καταλόγισε σε βάρος της πρώτης ανακόπτουσας, με τη με αριθ. πρωτ. ../2019 απόφαση της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών & Διοικητικής Υποστήριξης αυτής, το συνολικό ποσό των 20.519,25 ευρώ και διαβίβασε, με το υπ’ αριθ. πρωτ. …../14-3-2019 έγγραφό της, προς την αρμόδια υπηρεσία του πρώτου των καθ’ ων Ελληνικού Δημοσίου, δηλαδή στη Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά, τριπλότυπη περιληπτική κατάσταση βεβαίωσης με τον αντίστοιχο χρηματικό κατάλογο, ζητώντας να προβεί η τελευταία στις αναγκαίες ενέργειες είσπραξης του άνω ποσού για λογαριασμό της, γιατί η ίδια δεν έχει αυτοτελή ταμειακή υπηρεσία. Ακολούθως η άνω Δ.Ο.Υ. κοινοποίησε στις 30-4-2019, με συστημένη ταχυδρομική επιστολή, στην πρώτη και στην τρίτη των ανακοπτόντων, τις με αριθ. … και …/10-4-2019 αντίστοιχα ατομικές ειδοποιήσεις χρεών, με τις οποίες καλούσε τις τελευταίες να τακτοποιήσουν την άνω οφειλή τους, με βάση την αναφερόμενη στις άνω ειδοποιήσεις υπ’ αριθ. …./28-3-2019 ταμειακή βεβαίωση, την οποία εξέδωσε με βάση την άνω τριπλότυπη κατάσταση βεβαίωσης με τον αντίστοιχο χρηματικό κατάλογο που της απέστειλε η δεύτερη των καθ’ ων. Από το περιεχόμενο των άνω προσβαλλόμενων ατομικών ειδοποιήσεων και ταμειακής βεβαίωσης δεν προκύπτει όμως με σαφήνεια η αιτία, το είδος και το ύψος της επίδικης οφειλής, όπως και ο νόμιμος λόγος για τον οποίον καταλογίστηκε αυτή στην τρίτη ανακόπτουσα. Ειδικότερα, σε αμφότερες τις άνω ατομικές ειδοποιήσεις  αναγράφονται μόνο τα εξής στοιχεία «ΑΦΜ : …., ΑΤΒ …., Ημερομηνία βεβαίωσης 28-3-2019, Είδος φόρου: ΛΟΙΠΑ ΕΣΟ», ποσό βεβαίωσης: 20.519,25, ημερομηνία 1ης δόσης 30-4-2019, Σύνολο 20.519,25», χωρίς να διευκρινίζεται εάν το καταλογισθέν «Είδος φόρου : ΛΟΙΠΑ ΕΣΟ» αφορά κεφάλαιο, τόκους συμβατικούς ή υπερημερίας ή τυχόν προσαυξήσεις, χωρίς να αναφέρονται οι κατ’ έτος χρεώσεις του άνω συνολικού ποσού και χωρίς να προσδιορίζεται η διασύνδεση της πρώτης με την τρίτη ανακόπτουσα και η ιδιότητα που προσδίδεται στην τελευταία στη σχέση της με την πρώτη, εξαιτίας της οποίας απεστάλη και σ’ αυτήν ατομική ειδοποίηση για το άνω χρέος, με χρήση μάλιστα και γι’ αυτήν του Α.Φ.Μ. της πρώτης. Οι άνω ελλείψεις δεν συμπληρώνονται ούτε από τη συμπροσβαλλόμενη με τις άνω ατομικές ειδοποιήσεις με αριθ. …./28-3-2019 ταμειακή βεβαίωση χρέους της Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά, στην οποία αναγράφονται μόνο τα εξής στοιχεία: «ΒΑΣΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ Χ.Κ. Τύπος πηγής 3 Εξωτερική Πηγή, Πηγή …. ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΑ ΑΚΙΝΗΤΑ Α.Ε, ΕΙΔΟΣ Χ.Κ.: 1 Βεβαιωμένα, Έτος βεβ. 2019, Αριθμός Χ.Κ. …., Ημ/νία Χ.Κ. 31-12-2018, Αριθμός Γραμμών: 1, Οικ. Έτος 2018, Α/Α ΑΦΜ  . ., Ονοματεπώνυμο / Επωνυμία, ……, … ΛΟΙΠΑ ΕΣΟΔΑ 0,00, Ημ. 1ης Δό. 30-4-2019, Τύπος / Αριθμός Αυτοκινήτου, ΕΓΚΥΡΗ ΓΡΑΜΜΗ (Ν/Ο): Ν, Παρατηρήσεις: ΑΠΟΦ. ΟΡΘΗ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΑΡΙΘ. …/28-12-2018 ΑΠΟ ΤΟ ΕΤΑΔ ΑΕ ΓΙΑ ΤΕΛΗ ΕΛΛΙΜΕΝΙΣΜΟΥ ΑΠΟ ΤΟ 2013 ΕΩΣ 16-11-2018, ΚΑΕ ….., ΣΥΝΟΛΟ 20.519,25», χωρίς αναφορά σε συναφθείσα σύμβαση ελλιμενισμού προς δικαιολόγηση του καταλογιζόμενου άνω συνολικού ποσού, χωρίς ανάλυση αυτού κατά κεφάλαιο, τόκους συμβατικούς ή υπερημερίας ή τυχόν προσαυξήσεις και κατ’ έτος χρεώσεις και χωρίς αναφορά στην τρίτη ανακόπτουσα, ώστε να είναι εφικτός ο έλεγχος από τους ανακόπτοντες και από το Δικαστήριο της ακριβούς αιτίας της οφειλής, του ύψους της και του τρόπου υπολογισμού της, καθώς της ιδιότητας της τρίτης ανακόπτουσας υπό την οποία καταλογίστηκε και σ’ αυτήν η άνω οφειλή, ούτε περαιτέρω δύναται να συναχθούν τα στοιχεία αυτά από συνοδευτικά έγγραφα των άνω προσβαλλόμενων πράξεων, αφού, από τα έγγραφα της δικογραφίας, δεν προκύπτει να γνωστοποιήθηκαν στις ανακόπτουσες συνοδευτικά έγγραφα μαζί με τις προσβαλλόμενες ατομικές ειδοποιήσεις και ταμειακή βεβαίωση, ούτε προκύπτει ότι μέχρι την άσκηση της ανακοπής, τους γνωστοποιήθηκαν άλλα έγγραφα που να προσδιορίζουν επαρκώς την καταλογισθείσα σ’ αυτούς οφειλή, συμπεριλαμβανομένου του χρηματικού καταλόγου στον οποίον αναφέρεται η προσβαλλόμενη άνω ταμειακή βεβαίωση χρέους. Σημειωτέον ότι δεν αρκεί που ο άνω χρηματικός κατάλογος προσκομίζεται από τη δεύτερη των καθ’ ων προς απόδειξη της απαίτησής της κατά τη συζήτηση της υπόθεση στο ακροατήριο, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην παραπάνω νομική σκέψη, ανεξάρτητα από το ότι ούτε απ’ αυτόν καθίσταται με ασφάλεια κατανοητή η ακριβής αιτία της καταλογιζόμενης απαίτησης, ο τρόπος υπολογισμού της και το ύψος της, καθώς και η ιδιότητα της τρίτης ανακόπτουσας υπό την οποία καταλογίστηκε και σ’ αυτήν η άνω οφειλή, αφού δεν περιέχονται σ’ αυτόν πρόσθετα στοιχεία από τα αναγραφόμενα στην προσβαλλόμενη άνω ταμειακή βεβαίωση. Από την άνω ατελή και αόριστη περιγραφή της ένδικης απαίτησης, την οποία οι ανακόπτουσες αμφισβητούν, υφίστανται αυτοί βλάβη, συνιστάμενη στην αδυναμία τους να ελέγξουν με ασφάλεια την αιτία, τη νομιμότητα και τη βασιμότητά της και να την αποκρούσουν, επιπλέον δε η τρίτη απ’ αυτούς αδυνατεί να ελέγξει και το λόγο για τον οποίο η απαίτηση αυτή στρέφεται εναντίον της, η βλάβη δε αυτή δεν μπορεί να καλυφθεί με άλλον τρόπο παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας των προσβαλλόμενων πράξεων, αφού με αυτές είναι δυνατόν να επισπευσθεί αναγκαστική εκτέλεση χωρίς να έχει προηγηθεί διαγνωστική δίκη και έκδοση δικαστικής απόφασης που θα καθιστούσε σαφείς την αιτία ή τις επιμέρους αιτίες του (φερόμενου ως) οφειλόμενου συνολικού χρέους, του οποίου ο ουσιαστικός καθορισμός δεν έγινε από το Ελληνικό Δημόσιο (η δράση του οποίου διέπεται από την αρχή και το τεκμήριο της νομιμότητας), αλλά από τρίτο πρόσωπο (…..). Δεκτού, επομένως, ως βάσιμου του άνω (πρώτου) λόγου της ανακοπής, με τον οποίο οι ανακόπτοντες επικαλούνται αοριστία της οφειλής επί τη βάσει της οποίας εκδόθηκαν οι προσβαλλόμενες πράξεις, παρελκομένης ως εκ τούτου της εξέτασης των λοιπών λόγων ανακοπής, πρέπει η ανακοπή να γίνει δεκτή ως βάσιμη στην ουσία της ως προς την δεύτερη των καθ’ ων και να ακυρωθούν στο σύνολό τους οι υπ’ αριθ. … και …./10-4-2019 ατομικές ειδοποιήσεις χρεών της Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά, καθώς επίσης και η περιεχόμενη σ’ αυτές ταμειακή βεβαίωση χρέους και ο χρηματικός κατάλογος που τη συνοδεύει. Επίσης, η δεύτερη των καθ’ ων, λόγω της ήττας της, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα των ανακοπτόντων και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου άσκησης έφεσης στους νικήσαντες εκκαλούντες (άρθρο 495 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015), με την επισήμανση ότι, με βάση το διατακτικό της απόφασης τούτης θεωρούνται αυτοί νικητές, ανεξάρτητα από το ότι η τελική κρίση του Δικαστηρίου επί της υπόθεσης ως προς το πρώτο των καθ’ ων η ανακοπή / πρώτο εφεσίβλητο δεν ήταν ευνοϊκή γι’ αυτούς (Α.Π. 532/2016, Εφ.Πειρ. 19/2019, Εφ.Πατρ. 108/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).                     

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 24-7-2020 και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …./2020 έφεση.

Δέχεται αυτήν τυπικά και κατ’ ουσία.

Εξαφανίζει τη με αριθμό 370/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – μισθωτικών διαφορών.

Κρατεί και δικάζει κατ’ ουσία την αναφερόμενη στο σκεπτικό από 15-5-2019 με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …./23-5-2019 ανακοπή.

Απορρίπτει αυτήν ως προς το πρώτο των καθ’ ων Ελληνικό Δημόσιο.

Συμψηφίζει μεταξύ των ανακοπτόντων και του Ελληνικού Δημοσίου τη δικαστική δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Δέχεται την ανακοπή ως προς τη δεύτερη των καθ’ ων ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου Α.Ε.» και το διακριτικό τίτλο «ΕΤΑΔ Α.Ε.».            Ακυρώνει τις υπ’ αριθ. .. και …./10-4-2019 ατομικές ειδοποιήσεις χρεών της Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά, καθώς και την περιεχόμενη σ’ αυτές ταμειακή βεβαίωση χρέους και το χρηματικό κατάλογο που τη συνοδεύει.

Καταδικάζει τη δεύτερη των καθ’ ων στα δικαστικά έξοδα των ανακοπτόντων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700,00) ευρώ. Και

Διατάσσει την επιστροφή στους εκκαλούντες του με κωδικό e- παραβόλου άσκησης έφεσης ……… του Υπουργείου Δικαιοσύνης, ποσού εκατό (100,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στις 9 Μαρτίου 2022, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ