Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 186 /2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός       186/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον δικαστή, Ηλία Σταυρόπουλο, Εφέτη, τον οποίο όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Πειραιά και τη γραμματέα, Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ……… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος : ………., τον οποίο εκπροσώπησε με δήλωση (ΚΠολΔ 242 παρ. 2) ο πληρεξούσιος δικηγόρος, Βασίλειος Βελέντζας.

Της εφεσίβλητης : ………….. την οποία εκπροσώπησε με δήλωση (ΚΠολΔ 242 παρ. 2) ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, Δημήτριος Καλλίγερος.

Η εφεσίβλητη άσκησε την με αρ. κατ. ………./2019 αγωγή της προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, το οποίο με την με αρ. 118/2021 απόφασή του την έκανε εν μέρει δεκτή κατ’ ουσία.

Την οριστική αυτή απόφαση προσέβαλε ο εναγόμενος εκκαλών με την από 6.4.2021 (………./2021) έφεσή του προς το Δικαστήριο τούτο.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις που προκατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτές.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως (ΚΠολΔ 518 παρ. 2, e-παράβολο ……../2021). Πρέπει επομένως να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της.

Με την πρωτοδίκως κριθείσα αγωγή της η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη ζήτησε να αναγνωριστεί νομέας του στην αγωγή περιγραφομένου κατά θέση, έκταση και όρια ακινήτου και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών να παύσει να της διαταράσσει τη νομή της, με τη διάνοιξη ανοίγματος επί του κοινού ορίου τους και τη διέλευσή του δια μέσου τμήματος της ιδιοκτησίας της, να παραλείπει τούτο στο μέλλον επ’ απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης, να αποκαταστήσει τα πράγματα στην προηγούμενη κατάσταση, άλλως να επιτραπεί τούτο στην ίδια με δαπάνες του και να της καταβάλει το χρηματικό ποσό των 2.350 ευρώ ως αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Με τις προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ο εναγόμενος αρνήθηκε ότι η ενάγουσα έχει τη νομή του εδαφικού τμήματος, όπου αυτός προέβη στις ως άνω ενέργειες. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση έκανε δεκτή την αγωγή, αναγνώρισε την ενάγουσα νομέα του επιδίκου, υποχρέωσε τον εναγόμενο να παύσει να διαταράσσει τη νομή της δια της διέλευσής του απ’ αυτό, να κλείσει το άνοιγμα που διάνοιξε στο κοινό τους όριο, άλλως επέτρεψε τούτο στην ενάγουσα με δαπάνες του, να παραλείπει αυτού του είδους τη διατάραξη στο μέλλον επ’ απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης και να καταβάλει στην ενάγουσα το χρηματικό ποσό των 1.350 ευρώ ως αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Εναντίον αυτής της απόφασης παραπονείται ο εναγόμενος με την υπό κρίση έφεσή του, επειδή α) η υπό κρίση αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω του ότι σωρεύθηκαν στο αυτό δικόγραφο, αγωγή διατάραξης της νομής, αγωγή αποζημίωσης εξ αδικοπραξίας και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης αλλά και λόγω της αοριστίας των αιτημάτων της, άλλως β) με πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων έγινε δεκτή κατ’ ουσία. Ζητεί δε να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και στη συνέχεια να απορριφθεί η αγωγή.

Σε σχέση με τον υπό στ. α’ λόγο έφεσης, αυτός πρέπει να απορριφθεί, ως προς το σκέλος της σώρευσης στο ίδιο δικόγραφο των αγωγών διατάραξης νομής, αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, ως μη νόμιμος, αφού τα εν λόγω δικαιώματα προβλέπονται από τη διάταξη του άρθρου 989 ΑΚ σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 914, 932 ΑΚ, δεν αντιφάσκουν μεταξύ τους, υπάγονταν εν προκειμένω στην καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμοδιότητα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που δίκασε κατά την τακτική διαδικασία και η σύγχρονη εκδίκασή τους δε επέφερε σύγχυση (ΚΠολΔ 218 παρ. 1). Ως προς το σκέλος δε της αοριστίας των αιτημάτων, ο σχετικός λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, αφού η αγωγή περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν την άσκηση της, ήτοι : α) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, νομή της ενάγουσας με συγκεκριμένες πράξεις νομής επί περιγραφομένου επαρκώς ακινήτου, β) πράξεις διατάραξης της νομής της από τον εναγόμενο, γ) ορισμένο αίτημα να παύσει αυτή και να παραλείπει στο μέλλον επ’ απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης, δ) ακριβή προσδιορισμό της ζημίας που υπέστη εξ αυτών λόγω των υπαιτίων παράνομων ενεργειών του, ε) ορισμένο αίτημα για επιδίκαση αποζημίωσης προς αποκατάσταση αυτής και χρηματικής ικανοποίησης προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη και το οποίο επιτρεπτά διόρθωσε ως προς τον υπολογισμό του ποσού με τις πρωτόδικες προτάσεις της.

Σε σχέση με τον υπό στ. β λόγο έφεσης, από την εκτίμηση όλων των εγγράφων (συμπεριλαμβανομένων των σχεδιαγραμμάτων και των ιδιωτικών γνωμοδοτήσεων), των μη αμφισβητούμενης γνησιότητας φωτογραφιών, των υπ’ αρ. …, …./3.2.2020 ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, της υπ’ αρ. …./27.1.2020 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της Ειρηνοδίκη Κυθήρων ………, οι οποίες λήφθηκαν κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντίδικης πλευράς (……/27.11.2019 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμ. ………… σε συνδυασμό με το επιδοθέν στον εναγόμενο δικόγραφο της αγωγής μετά της κλήσης για εξέταση των μαρτύρων με σχετική επισημείωση του ως άνω δικαστικού επιμελητή), των υπ’ αρ. …./4.2.2020 και …../3.2.2020 ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον των συμβ/φων Αθηνών, ……. και Κυθήρων, ……….., αντίστοιχα, οι οποίες ελήφθησαν κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντίδικης πλευράς (………./16.1.2020 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμ. ………..), που όλα νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η ενάγουσα έχει τη νομή ενός αγροτεμαχίου, που βρίσκεται στη νησί των Κυθήρων, στο δημοτικό διαμέρισμα του Ποταμού, στη θέση «…..» της περιοχής του οικισμού …….. και εκτός των ορίων του, το οποίο είναι άρτιο και οικοδομήσιμο, έχει έκταση 20.016,24 τ.μ., εντός του υπάρχει μια παλαιά ερειπωμένη οικία, ένα αλώνι και 100 περίπου ελαιόδεντρα, περιφραγμένο κατά το μεγαλύτερο μέρος του με πέτρινο διαχωριστικό τοίχωμα (ξερολιθιά), διαμορφωμένο σε αναβαθμίδες (σκαλιά) και συνορεύει ανατολικά με ιδιοκτησία ………., νότια – νοτιοανατολικά με λαγκάδι, νοτιοδυτικά με ιδιοκτησία κληρονόμων ………, δυτικά με αγροτική οδό και βόρεια – βορειοδυτικά εν μέρει με ιδιοκτησία εναγομένου και εν μέρει με ιδιοκτησία ………….. Τη νομή επί του ως άνω ακινήτου η ενάγουσα ασκεί δια συγκεκριμένων πράξεων και δη, περιποιείται και φροντίζει τα ελαιόδεντρα, συλλέγει τον ελαιόκαρπο, καθαρίζει και οργώνει το αγρόκτημα, συντηρεί – επισκευάζει την περιμετρική ξερολιθιά και επιβλέπει τα όρια. Τη νομή απέκτησε με το υπ’ αρ. …../2002 πωλητήριο συμβόλαιο της συμβ/φου Κυθήρων …….. και παράδοση αυτής, από τους προηγούμενους νομείς τούτου, …………. οι οποίοι πριν απ’ αυτήν ασκούσαν τις ίδιες πράξεις νομής. Ο εναγόμενος είναι νομέας ενός όμορου (βόρεια – βορειοδυτικά) αγροτεμαχίου 6.177,75 τ.μ. Στο κοινό όριο των δύο ιδιοκτησιών, σε μήκος 54 περίπου μέτρων, υφίσταται από το έτος 1945 περίπου ξερολιθιά ύψους 1 μέτρου και πλάτους 0,60 μ. Το Φεβρουάριο του έτους 2018 ο εναγόμενος χωρίς δικαίωμα και χωρίς την οποιαδήποτε συναίνεση της ενάγουσας κατεδάφισε τμήμα αυτής της ξερολιθιάς μήκους 7 περίπου μέτρων, δημιούργησε άνοιγμα, εισήλθε στο ως άνω αγροτεμάχιο της ενάγουσας και με τη χρήση σκαπτικού μηχανήματος διαμόρφωσε δρόμο αποκλειστικά εντός του ακινήτου της, καθ’ όλο το μήκος του κοινού τους ορίου (54 μέτρων), πλάτους περίπου 3 μέτρων, ταυτόχρονα δε, στο άνοιγμα που δημιούργησε, τοποθέτησε μεταλλική πόρτα, διαταράσσοντας με αυτό τον τρόπο τη νομή της ενάγουσας. Στις διαμαρτυρίες της ενάγουσας και στην πρόσκληση αυτής να επαναφέρει τα πράγματα στην προηγούμενη κατάσταση, ο εναγόμενος κώφευσε και τότε εκείνη, το Μάιο του έτους 2019, με δαπάνες της αποκατέστησε το κατεδαφισθέν τμήμα της ξερολιθιάς. Το Μάιο του ίδιου έτους, σε μεταγενέστερο χρόνο, ο εναγόμενος και πάλι χωρίς δικαίωμα και χωρίς τη συναίνεση της ενάγουσας κατέστρεψε εκ νέου το ίδιο τμήμα της ξερολιθιάς και εισήλθε πάλι στο ακίνητο της ενάγουσας διασχίζοντας το δρόμο που είχε διανοίξει, διαταράσσοντας με αυτό τον τρόπο ξανά τη νομή της ενάγουσας και προξενώντας της ζημία στο 7 μέτρων μήκους, πλάτους 0,60 μέτρων και ύψους 1 μέτρου τμήμα της ξερολιθιάς, για την αποκατάσταση της οποίας η ενάγουσα δαπάνησε το χρηματικό ποσό των 20 ευρώ ανά τρέχον μέτρο για την αγορά της πέτρας και 30 ευρώ ανά τρέχον για την αμοιβή του τεχνίτη (εργατικά) για την επισκευή της και συνολικά το ποσό των [(20 Χ 7) + (30 Χ 7)] 350 ευρώ. Ο εναγόμενος με τις πρωτόδικες προτάσεις του ισχυρίστηκε ότι εντός της ιδιοκτησίας της ενάγουσας, στο επίδικο εδαφικό τμήμα, υφίστατο παλαιό μονοπάτι, στο οποίο η ιδιοκτησία του είχε άνοιγμα και τις ως άνω ημερομηνίες απλώς το καθάρισε από τα ξερά χόρτα, δίχως όμως να επικαλείται κοινόχρηστο χαρακτήρα τούτου. Με την έφεσή του (σελ 6) για πρώτη φορά ισχυρίζεται ότι το εν λόγω μονοπάτι ήταν «εξ υπαρχής κοινόχρηστο», δίχως να επικαλείται τον τρόπο που κατέστη αυτό κοινόχρηστο. Ο εν λόγω πραγματικός ισχυρισμός προβάλλεται απαραδέκτως, γιατί προτείνεται για πρώτη φορά με το δικόγραφο της έφεσης από τον εκκαλούντα χωρίς τις προϋποθέσεις του άρθρου 527 ΚΠολΔ αλλά και γιατί δεν προβάλλεται ο τρόπος, με τον οποίο κατέστη το εν λόγω μονοπάτι κοινόχρηστο (ΑΠ 723/2014, ΑΠ 611/2012 δημ ιστοσελ. Αρείου Πάγου). Ο ως άνω ισχυρισμός του εναγόμενου, διερευνώμενος υπό το πρίσμα της αμφισβήτησης της νομής της ενάγουσας επί του επίδικου τμήματος, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Και τούτο γιατί, όπως προέκυψε από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, πράγματι εντός του ακινήτου της ενάγουσας και καθ’ όλο το μήκος του κοινού ορίου με τον εναγόμενο, υπήρχε από το έτος 1945 ιδιωτικό μονοπάτι, πλάτους 2,5 μέτρων περίπου, που εξυπηρετούσε τις ανάγκες του αγροτεμαχίου της ενάγουσας, ήτοι των τότε δικαιοπαρόχων της, οι οποίοι αποκλειστικά και μόνο νέμονταν αυτό, χρησιμοποιώντας το για τις ανάγκες της αγροτικής εκμετάλλευσης του ακινήτου (όργωμα, κλάδεμα ελιών, συλλογή και μεταφορά ελαιοκάρπου). Μετά δε το έτος 1965, η χρήση του ως άνω μονοπατιού σταδιακά εγκαταλείφθηκε, ώσπου μετά το έτος 1985 έπαυσε. Το συγκεκριμένο εδαφικό τμήμα, ως περιλαμβανόμενο στο ως άνω συνολικό αγροτεμάχιο, συνέχιζαν να το νέμονται οι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας, καθαρίζοντάς το, και επιβλέποντάς το, όπως έκαναν και για ολόκληρο το ενιαίο αγρόκτημα. Ουδέποτε άλλος, πλην των δικαιοπαρόχων της ενάγουσας, νεμόταν το επίδικο τμήμα ως μονοπάτι και, μετά την εγκατάλειψή του ως μονοπάτι, ως τμήμα του ενιαίου αγρού και, από το έτος 2002, αποκλειστικά και μόνο η ενάγουσα, που απέκτησε τη νομή τούτου, ασκώντας τις ως άνω πράξεις. Ανέκαθεν τα δύο ακίνητα, ήτοι του εναγόμενου και της ενάγουσας ήταν όμορα και είχαν κοινό όριο την ως άνω ξερολιθιά. Ουδέποτε ο εναγόμενος είχε άνοιγμα στο κοινό αυτό όριο. Με τις ως άνω ενέργειές του λοιπόν ο εναγόμενος αμφισβήτησε τη νομή της ενάγουσας στο ως άνω ακίνητό της, ιδίως στο ως άνω επίδικο τμήμα που διάνοιξε και εισήλθε χωρίς δικαίωμα, αυθαίρετα, παρά της θέληση της ενάγουσας, διαμορφώνοντάς το. Διατάραξε δε με αυτό τον τρόπο τη νομή της και της προκάλεσε παράνομα και υπαίτια ζημία και επιπλέον και ηθική βλάβη. Έπρεπε λοιπόν η αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή, να αναγνωριστεί η ενάγουσα νομέας του ακινήτου, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να παύσει να διαταράσσει τη νομή της με τις ως άνω πράξεις, να παραλείπει τούτο στο μέλλον με απειλή χρηματικής ποινής 1.000 ευρώ και προσωπικής κράτησης διάρκειας 2 μηνών για τοιούτου είδους μελλοντική διατάραξη, να της καταβάλει το χρηματικό ποσό των 350 ευρώ ως αποζημίωση και εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, η οποία, λαμβανομένου υπόψη του είδους της παράνομης προσβολής, της συχνότητας αυτής, της ζημίας που προκλήθηκε, του βαθμού υπαιτιότητας του εναγομένου, της ψυχικής ταλαιπωρίας που η ενάγουσα υπέστη και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων, ανέρχεται στο εύλογο ποσό των 1.000 ευρώ. Τα ίδια που έκρινε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη, συμπληρώνοντας την αιτιολογία της με αυτή της παρούσας, δεν έσφαλε στην εφαρμογή του νόμου και δεν εκτίμησε πλημμελώς τις αποδείξεις. Τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τον εκκαλούντα κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα, γι’ αυτό και πρέπει η έφεσή του να απορριφθεί κατ’ ουσίαν και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο. Τέλος ο εκκαλών πρέπει να υποχρεωθεί να καταβάλει τη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης αυτού του βαθμού δικαιοδοσίας λόγω της ήττας του (ΚΠολΔ 176, 183).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει την έφεση.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο.

Καταδικάζει τον εκκαλούντα στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της εφεσίβλητης αυτού του βαθμού δικαιοδοσίας, που καθορίζει σε 400 ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους, στον Πειραιά, στις    30-3-2022

           Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ