Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 86/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΏΝ ΜΕΤΡΩΝ

Αριθμός απόφασης   86/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα.

Συνεδρίασε δημόσια στις ……….. στον Πειραιά στην αίθουσα 716 του 7ου ορόφου του Δικαστικού Μεγάρου Πειραιώς για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της αιτούσας:   ετερόρρυθμης εταιρείας …………..που παραστάθηκε με τους πληρεξουσίους δικηγόρους της Νικόλαο Ξανάλατο και Ευαγγελία Ξαναλάτου.

Της καθ’ης η αίτηση:   ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας ………, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Δήμητρα Κυριακοπούλου.

Η αιτούσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 14.2.2022 αίτησή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ…./14.2.2022) και η συζήτησή της προσδιορίσθηκε για την δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα από το σχετικό έκθεμα και οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως ανωτέρω σημειώνεται, ενώ οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και εντός της χορηγηθείσης από τη Δικαστή προθεσμίας υπέβαλαν έγγραφα σημειώματα.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Στη διάταξη του άρθρου 937 § 1 στοιχ.β΄ του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 1 άρθρο όγδοο § 2 του Ν. 4335/2015 και εφαρμόζεται στη κρινόμενη περίπτωση, ορίζεται ότι: «Σε περίπτωση εκτέλεσης που στηρίζεται σε δικαστική απόφαση ή διαταγή πληρωμής, κατά της απόφασης που εκδίδεται επί της ανακοπής επιτρέπεται η άσκηση μόνο έφεσης. Στις λοιπές περιπτώσεις των εκτελεστών τίτλων του άρθρου 904 παράγραφος 2, κατά της απόφασης που εκδίδεται επί της ανακοπής επιτρέπεται η άσκηση όλων των ενδίκων μέσων πλην της ανακοπής ερημοδικίας. Στις περιπτώσεις των προηγουμένων εδαφίων, η άσκηση ενδίκου μέσου δεν αναστέλλει την πρόοδο της εκτέλεσης, εκτός αν το δικαστήριο του ενδίκου μέσου, μετά από αίτηση του ασκούντος αυτό, που υποβάλλεται και αυτοτελώς, δικάζοντας με τη διαδικασία των άρθρων 686 επ., διατάξει την αναστολή, με παροχή ή και χωρίς παροχή εγγύησης, εφόσον κρίνει ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση του ένδικου μέσου. Επίσης μπορεί να διαταχθεί να προχωρήσει η αναγκαστική εκτέλεση αφού δοθεί εγγύηση. Ειδικά, όταν ζητείται η αναστολή πλειστηριασμού, αυτή είναι απαράδεκτη, αν δεν κατατεθεί το αργότερο πέντε [5] εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. Η απόφαση πρέπει να δημοσιεύεται έως τις 12:00 το μεσημέρι της Δευτέρας που προηγείται του πλειστηριασμού». Από τη διάταξη προκύπτει σαφώς ότι αντικείμενο της αίτησης του άρθρου 937 ΚΠολΔ είναι η αναστολή της προόδου της εκτελεστικής διαδικασίας που επισπεύδεται σε βάρος του ασκούντος το ένδικο μέσο κατά της απόφασης που απέρριψε την κατά το άρθρο 933 του ιδίου Κώδικα ανακοπή του μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί του ενδίκου μέσου (Ν. Νίκας, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Ι, Γενικό Μέρος, 2017, § 32, αρ. 21, σελ. 737). Εν προκειμένω, με την ένδικη αίτηση η αιτούσα ετερόρρυθμη εταιρεία, σε βάρος της οποίας επισπεύδεται διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης από την καθ’ης ανώνυμη τραπεζική εταιρία για την ικανοποίηση χρηματικής απαίτησής της με εκτελεστό τίτλο την υπ’αριθμ. ……./2019 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εκθέτει ότι με την υπ’αριθμ. 3009/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, απορρίφθηκε η ανακοπή του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, που άσκησε κατά της επισπεύδουσας τράπεζας ζητώντας την ακύρωση α) της υπ’ αριθμ. …./14.06.2021 έκθεσης κατασχετήριας έκθεσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ……, δυνάμει της οποίας η ανωτέρω επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση επί του περιγραφομένου στο δικόγραφο ακινήτου, κυριότητάς της, το οποίο βρίσκεται στην Δημοτική Ενότητα Αγίου Ιωάννη Ρέντη Αττικής, β) της από 18.5.2021 επιταγής προς εκτέλεση, η οποία συντάχθηκε από την αντίδικό της κάτωθεν αντιγράφου του απογράφου του προαναφερθέντος εκτελεστού τίτλου και γ) της από 30.6.2021 εντολής της καθ’ης προς εκτέλεση, συνταχθείσας επί του απογράφου της διαταγής πληρωμής, προς τον αυτό ως άνω Δικαστικό Επιμελητή, και επικαλούμενη περαιτέρω ότι επίκειται ηλεκτρονικός πλειστηριασμός του κατασχεθέντος ακινήτου της στις 23.2.2022 και, ότι κατά της απόφασης αυτής έχει ασκήσει έφεση,  το δικόγραφο της οποίας έχει περιλάβει αυτούσιο στο δικόγραφο της παρούσας αίτησης, την ευδοκίμηση του ως άνω ένδικου μέσου και την πρόκληση στην ίδια ανεπανόρθωτης βλάβης από την πρόοδο της εκτελεστικής διαδικασίας και τη διενέργεια του πλειστηριασμού, ζητά, για τους αναφερόμενους στην υπό κρίση αίτησή της λόγους, που συνιστούν ταυτόχρονα και λόγους της έφεσής της, να διαταχθεί η αναστολή του προσδιορισθέντος να διενεργηθεί πλειστηριασμού του ακινήτου της μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί του κατά τα ανωτέρω ασκηθέντος ένδικου μέσου. Η αίτηση, η οποία αρμοδίως φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, στο οποίο εκκρεμεί η έφεση της αιτούσας (άρθρο 937 § 1 περ. β εδαφ. γ ΚΠολΔ) για να συζητηθεί κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επομ. του ΚΠολΔ) και είναι εμπρόθεσμη, δεδομένου ότι κατατέθηκε στις 14.2.2022, δηλαδή πλέον των πέντε [5] εργάσιμων ημερών πριν από την προσδιορισθείσα για τη διενέργεια του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού ημέρα, πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της από νομική και ουσιαστική άποψη, ενόψει και του ότι η έφεση κατά της εκκαλούμενης απόφασης πιθανολογείται ότι έχει ασκηθεί νομίμως και εμπροθέσμως, όπως επίσης νομίμως και εμπροθέσμως είχε ασκηθεί και η (απορριφθείσα με την εκκαλούμενη απόφαση) ανακοπή.Από την άνευ όρκου εξέταση του νομίμου εκπροσώπου της αιτούσας ……….. κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και του συνόλου των προσκομισθέντων από τους διαδίκους εγγράφων, πιθανολογήθηκαν τα κάτωθι αναφερόμενα πραγματικά περιστατικά: Με εκτελεστό τίτλο την υπ’ αριθμ. …./11.1.2019 διαταγή πληρωμής  του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία η αιτούσα, ετερόρρυθμη εταιρεία, υποχρεώθηκε στην καταβολή στην καθ’ης, ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, νομιμοτόκως του ποσού των 3.200.000 ευρώ, ως εγγυήτρια μέρους οφειλομένου υπολοίπου ομολογιακού δανείου, εις ολόκληρον μετά της πρωτοφειλέτριας εταιρείας με την επωνυμία “……..” και του ………, η ως άνω τράπεζα επέσπευσε σε βάρος της αναγκαστική εκτέλεση και με την υπ’αριθμ…../14.6.2021 κατασχετήρια έκθεση του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς ……….. επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση σε βάρος ακινήτου, κυριότητάς της. Συγκεκριμένα κατασχέθηκε ένα οικόπεδο (με αριθμό ΚΑΕΚ …………) μετά των επ’ αυτού κτισμάτων – βιομηχανικό ακίνητο, κείμενο στη θέση «……» της περιφέρειας της τέως Κοινότητας, και ήδη Δημοτικής ενότητας Αγίου Ιωάννη Ρέντη, του Δήμου Νίκαιας – Αγίου Ιωάννη Ρέντη της Περιφερειακής Ενότητας Πειραιώς της Περιφέρειας Αττικής, τέως Δήμου Αθηναίων, εντός του εγκεκριμένου σχεδίου του Δήμου αυτού και επί της εγκεκριμένης οδού ονομαζόμενης ……, στην οποία φέρει τον αριθμό 19, συνολικής εκτάσεως μέτρων τετραγωνικών τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων εβδομήντα οκτώ και 17/00 (4.478,17), πλέον ή έλαττον, σύμφωνα με τον τίτλο κτήσης, και επιφάνειας τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων ογδόντα τετραγωνικών μέτρων (4.480,00), σύμφωνα με το κτηματολογικό φύλλο, εμφαινόμενο υπό τα κεφαλαία αλφαβητικά στοιχεία ΣΖΕΙΘΙΚΛΜΝΞΟΠΡΣ στο από 4.10.1972 τοπογραφικό διάγραμμα του Πολιτικού Μηχανικού …….. ως συνορεύον γύρωθεν βόρεια με ιδιωτική οδό επί τεθλασμένης πλευράς A Μ Ν του ως άνω σχεδιαγράμματος συνολικού μήκους μέτρων εξήντα έξι και 70/00 (66,70), και δη επί πλευράς Α Μ μέτρων τριάντα τεσσάρων και 70/00 (34,70) και Μ Ν μέτρων τριάντα δύο (32,00), ανατολικά με οδό …… επί προσώπου τεθλασμένης πλευράς Ζ Η Θ I Κ Λ του ιδίου ώς άνω σχεδιαγράμματος συνολικού μήκους μέτρων εβδομήντα τριών και 90/00 (73,90), ήτοι επί πλευράς Ζ Η μέτρων δώδεκα και 30/00 (12,30), Η Θ μέτρων δέκα πέντε και 90/00 (15,90), Θ I μέτρων δέκα έξι και 30/00 (16,30), I Κ μέτρων είκοσι ενός (21,00) και Κ Α μέτρων οκτώ και 40/00(8,40), νότια με τέως ιδιοκτησία ….. και, ήδη ιδιοκτησία …….. και …….. επί πλευράς Σ Ζ του ως άνω σχεδιαγράμματος μήκους μέτρων πενήντα εννέα και 90/00 και δυτικά με ιδιωτική οδό ονομαζόμενη …. και πέραν αυτής με αγρό αδελφών ….. επί τεθλασμένης πλευράς ΝΞΟΠΡΣ του ιδίου σχεδιαγράμματος συνολικού μήκους μέτρων εξήντα οκτώ και 50/00 (68,50), και δη επί πλευράς Ν Ξ μέτρων έξι και 90/00 (6,90), Ξ Ο μέτρων δέκα οκτώ και 30/00 (18,30), Ο Π μέτρων δέκα πέντε και 20/00 (15,20), Π Ρ μέτρων δέκα πέντε και 90/00 (15,90) και Ρ Σ μέτρων δώδεκα και 20/00 (12,20), στο οποίο έχει ανεγερθεί, δυνάμει των υπ’ αριθμ. …/1973 και …./1988 οικοδομικών αδειών του Πολεοδομικού γραφείου Πειραιά, βιομηχανικό ακίνητο, συνολικής επιφάνειας 6.832,20 τ.μ., αποτελούμενο από υπόγειο, ισόγειο μεσώροφο, Α’ και Β’ όροφο (το υπόγειο αποτελείται από δύο χώρους, υπόγειο Α και υπόγειο Β, το υπόγειο Α έχει έκταση 116,60 τ.μ., και αποτελείται από βοηθητικούς χώρους, το υπόγειο Β έχει έκταση 2.478,42 τ.μ., είσοδο μέσω ράμπας και αποτελείται από ενιαίο χώρο, το ισόγειο έχει έκταση 3.128,42 τ.μ. και αποτελείται από τουαλέτες, κυλικείο και χώρο παραγωγής, ο μεσώροφος έχει έκταση 116,60 τ.μ. και χρησιμοποιείται ως γραφεία, ο Α’ όροφος έχει έκταση 496,08 τ.μ. και χρησιμοποιείται ως γραφεία και ο Β όροφος έχει έκταση 496,08 και δεν έχει εισέτι διαμορφωθεί). Το  ανωτέρω κατασχεθέν ακίνητο εκτίθεται σε αναγκαστικό ηλεκτρονικό πλειστηριασμό στις 23.2.2022 ενώπιον της πιστοποιημένης Συμβολαιογράφου Αθηνών …….., με τιμή πρώτης προσφοράς το ποσό του 1.416.000 ευρώ. Για την ακύρωση α) της ανωτέρω κατασχετήριας έκθεσης, β) της από 18.5.2021 επιταγής προς εκτέλεση, η οποία συντάχθηκε από την καθ’ης κάτω από αντίγραφο του απογράφου του προαναφερθέντος εκτελεστού τίτλου και γ) της από 30.6.2021 εντολής της ιδίας επισπεύδουσας προς εκτέλεση επί του απογράφου της διαταγής  πληρωμής, που δόθηκε προς τον αυτό ως άνω Δικαστικό Επιμελητή, η αιτούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 13.7.2021 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……/20121) ανακοπή της του άρθρου 933 του ΚΠολΔ. Για τη θεμελίωση του περί ακυρότητας των προσβαλλομένων πράξεων της σε βάρος της επισπευδομένης διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης αιτήματός της, η αιτούσα, ομού μετά δύο ακόμη λόγων ανακοπής, που δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω, επικαλέσθηκε α) τον προσδιορισμό της διεξαγωγής του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού του κατασχεθέντος ακινήτου της σε ημέρα, που απέχει  περισσότερο από 8 μήνες από την περάτωση της κατάσχεσης, κατά παράβαση των προβλεπομένων στη διάταξη του άρθρου 954 παρ.2 στοιχ. ε΄του ΚΠολΔ, β) την επιβολή από την καθ’ης κατάσχεσης για ποσό μικρότερο αυτού, που υποχρεώθηκε να της καταβάλει με τη διαταγή πληρωμής, κατά τρόπον ώστε ο περιορισμός της απαίτησης της ανωτέρω επισπεύδουσας να καθίσταται αόριστος και η απαίτησή της ανεκκαθάριστη, και γ) την αντισυνταγματικότητα και την αντίθεση στην ΕΣΔΑ των περί διενέργειας των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών διατάξεων. Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε, κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, η υπ’αριθμ. 3009/2021  οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκαν άπαντες οι προβληθέντες λόγοι, και, συνακόλουθα, και η ανακοπή αυτή στο σύνολό της.  Κατά της εν λόγω απόφασης η πρωτοδίκως εν όλω ηττηθείσα ανακόπτουσα άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου νομοτύπως και εμπροθέσμως την ενσωματωμένη στο δικόγραφο της ένδικης αίτησης από 10.2.2022 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …./14.2.2022 και με αριθμό έκθεσης προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ……./14.2.2022) έφεσή της, με την οποία πλήττει την εκκαλουμένη για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου όσον αφορά την απορριπτική κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου επί των αναφερομένων στο εφετήριο τριών (3) εκ των συνολικά πέντε (5) προβληθέντων λόγων της ανακοπής της και ζητά την εξαφάνισή της, προκειμένου η ανακοπή της να γίνει δεκτή κατά παραδοχήν των λόγων αυτών.Από τη διάταξη του άρθρου 954 παρ. 2 στοιχ. ε΄του ΚΠολΔ, όπως η παράγραφος αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 207 παρ. 4 του Ν. 4512/2018 (ΦΕΚ Α’ 5/17.01.2018), η οποία, με βάση το άρθρο 993 παρ. 2 εδ. α’ του ίδιου Κώδικα, εφαρμόζεται και στην κατάσχεση ακινήτων, προκύπτει ότι μεταξύ των στοιχείων που πρέπει να περιέχει η κατασχετήρια έκθεση είναι και η αναφορά της ημέρας του πλειστηριασμού, η οποία «ορίζεται υποχρεωτικά επτά (7) μήνες από την ημέρα περάτωσης της κατάσχεσης και όχι πάντως μετά την παρέλευση οκτώ (8) μηνών από την ημέρα αυτή». Με την παραπάνω διάταξη προβλέπεται καταρχήν ως υποχρεωτικό το ελάχιστο χρονικό διάστημα που πρέπει να μεσολαβήσει από την περάτωση της κατάσχεσης έως την ημερομηνία διενέργειας του πλειστηριασμού, προβλέπεται, δε, επιπλέον, προφανώς για την περίπτωση που δεν είναι εφικτός ο ορισμός του πλειστηριασμού ακριβώς σε επτά μήνες από την ημέρα της κατάσχεσης, ένα ακόμα ανώτατο χρονικό όριο, μέχρι το πέρας του οποίου πρέπει να οριστεί ο πλειστηριασμός, δηλαδή προβλέπεται η δυνατότητα «παράτασης» ουσιαστικά του υποχρεωτικού χρόνου των επτά μηνών για έναν ακόμα μήνα. Κατά το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς παρόμοια ρύθμιση σχετικά με τα χρονικά όρια διενέργειας του πλειστηριασμού περιείχε η διάταξη του άρθρου 998 παρ.4 του ΚΠολΔ, η οποία όριζε ότι «ο πλειστηριασμός δεν μπορεί να γίνει πριν περάσουν σαράντα ημέρες από την ημέρα που έγινε η κατάσχεση» (εδάφιο α΄), και χωρίς να προβλέπει ευθέως ανώτατο χρονικό όριο ορισμού της ημερομηνίας διεξαγωγής του πλειστηριασμού, όριζε επιπλέον ότι «εάν ο πλειστηριασμός (ακινήτου) ορίστηκε σε χρόνο απώτερο του τετραμήνου από την ημέρα της κατάσχεσης, εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 973 παρ.4 του ΚΠολΔ» (εδάφιο τελευταίο), δηλαδή προέβλεπε τη δυνατότητα υποκατάστασης άλλου δανειστή του καθ’ ου η εκτέλεση στη θέση του επισπεύδοντος, ορίζοντας έτσι έμμεσα ως κύρωση για την παραβίαση του παραπάνω χρονικού ορίου την έκπτωση του επισπεύδοντος από το δικαίωμα συνέχισης της επίσπευσης της διαδικασίας της εκτέλεσης [Βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (Νικολόπουλο), Ερμηνεία ΚΠολΔ, 2000, άρθρο 998, αριθ. 7, σελ. 1942]. Με βάση το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς γινόταν δεκτό ότι παρά τη μη ρητή απειλή ακυρότητας η μη τήρηση του ελάχιστου χρονικού ορίου των σαράντα ημερών από την κατάσχεση μέχρι τον πλειστηριασμό, είχε ως συνέπεια την ακυρότητα του πλειστηριασμού, χωρίς την συνδρομή του στοιχείου της βλάβης . Περαιτέρω, κατά το άρθρο 159 ΚΠολΔ, «Η παράβαση διάταξης που ρυθμίζει τη διαδικασία και ιδίως τον τύπο κάποιας διαδικαστικής πράξης συνεπάγεται ακυρότητα, την οποία απαγγέλλει το δικαστήριο, 1) αν την τήρηση της διάταξης απαιτεί ρητά ο νόμος με την ποινή της ακυρότητας, 2) αν για την παράβαση αυτή επιτρέπεται αναίρεση ή αναψηλάφηση, 3) σε κάθε άλλη περίπτωση, αν ο δικαστής κρίνει ότι η παράβαση προκάλεσε στο διάδικο που την προτείνει βλάβη η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας». Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι η απαγγελία της ακυρότητας είναι υποχρεωτική και χωρίς να συντρέχει το στοιχείο της βλάβης, όταν πρόκειται για παράβαση διάταξης, την τήρηση της οποίας απαιτεί ρητά ο νόμος με την απειλή της ακυρότητας. Έχει γίνει, ωστόσο, δεκτή η άποψη στη θεωρία και την νομολογία ότι το ίδιο ισχύει και όταν ο νόμος χρησιμοποιεί παρεμφερείς προς την ποινή της ακυρότητας εκφράσεις, οι οποίες είναι νομικά ή κατά περιεχόμενο ταυτόσημες, αντίστοιχες ή ισοδύναμες προς αυτήν, όπως οι φράσεις: «δεν μπορεί να γίνει», «δεν ισχύει» ή «απαγορεύεται» (βλ. ΟλΑΠ 963/1985, ΕφΑθ 11081/1996 ΤΝΠ NOMOΣ). Η διάταξη του άρθρου 954 παρ.2 στοιχ.ε΄του ΚΠολΔ, όπως ισχύει σήμερα, δεν ορίζει ρητά τις συνέπειες που έχει στο κύρος της κατασχετήριας έκθεσης η μη αναγραφή των προβλεπόμενων σε αυτήν ως αναγκαίων στοιχείων, ούτε, ειδικότερα, προβλέπει τις συνέπειες που θα επιφέρει στο κύρος της ο ορισμός του χρόνου του πλειστηριασμού νωρίτερα από τους επτά μήνες από την περάτωση της κατάσχεσης ή αργότερα από τη συμπλήρωση οκτώ μηνών από αυτήν και δεν ορίζει τις συνέπειες ως προς το κύρος του πλειστηριασμού που θα διενεργηθεί εκτός των παραπάνω χρονικών ορίων. Όμως από τη γραμματική διατύπωση της διάταξης (η ημέρα του πλειστηριασμού «ορίζεται υποχρεωτικά επτά (7) μήνες από την ημέρα περάτωσης της κατάσχεσης») συνάγεται ότι εάν η ημερομηνία για τη διενέργεια του πλειστηριασμού ορισθεί νωρίτερα, δηλαδή εκτός του κατώτατου ορίου των επτά μηνών από την κατάσχεση, η κατασχετήρια έκθεση μπορεί να προσβληθεί για ακυρότητα, ανεξαρτήτως βλάβης, διότι η φράση «ορίζεται υποχρεωτικά» εξομοιώνεται με απειλή ακυρότητας [πρβλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη), Ερμηνεία ΚΠολΔ, 2η έκδοση 2021, άρθρο 954, αριθ.2, σελ. 359]. Αντίθετα, στην περίπτωση που με την κατασχετήρια έκθεση ορισθεί ημερομηνία για τη διενέργεια του πλειστηριασμού εκτός των προβλεπόμενου ανώτατου ορίου των οκτώ μηνών δεν προκαλείται ακυρότητα ανεξάρτητα από βλάβη, καθώς η φράση «όχι πάντως μετά την παρέλευση οκτώ (8) μηνών», την οποία χρησιμοποιεί ο νομοθέτης για το ανώτατο όριο, δεν αποτελεί φράση ταυτόσημη, αντίστοιχη ή ισοδύναμη με απειλή ακυρότητας. Η παραπάνω άποψη του Δικαστηρίου στηρίζεται στη διαφορετική διατύπωση που χρησιμοποιεί ο νομοθέτης για τον ορισμό κατώτατου και ανώτατου ορίου, η οποία είναι σαφώς επιτακτική ως προς το κατώτατο όριο («ορίζεται υποχρεωτικά»), δεν είναι ωστόσο επιτακτική ως προς το ανώτατο όριο («όχι πάντως»), και ενισχύεται από τη διαφορετική φύση κάθε προθεσμίας και τον διαφορετικό σκοπό που εξυπηρετεί καθεμία από αυτές. Ειδικότερα, με τον καθορισμό κατώτατου ορίου ο νόμος προφανώς αποσκοπεί στην προστασία των συμφερόντων του καθ’ ου η εκτέλεση, ώστε να μπορεί αυτός να αμυνθεί, αλλά και να εξασφαλισθεί η προηγούμενη του πλειστηριασμού οριστική κρίση επί της ανακοπής που τυχόν έχει ασκηθεί κατά των προηγούμενων πράξεων της αναγκαστικής εκτέλεσης, ενώ με το ανώτατο όριο των οκτώ μηνών αποσκοπεί στην αποφυγή της παρέλκυσης της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης και της τυχόν συμπαιγνίας μεταξύ επισπεύδοντος και οφειλέτη, σκοπός ο οποίος δεν δικαιολογεί την αυτοδίκαιη ακυρότητα της κατασχετήριας έκθεσης, εάν ο πλειστηριασμός ορισθεί με αυτήν αργότερα από τους οκτώ μήνες, και πολύ περισσότερο δεν δικαιολογεί την επίκληση της ακυρότητας αυτής από τον ίδιο τον καθ’ ου η εκτέλεση με την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, χωρίς την επίκληση (και απόδειξη) της πρόκλησης σε αυτόν βλάβης, η οποία δεν μπορεί να θεραπευθεί παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας, βλάβη η οποία δεν είναι καθόλου αυτονόητη μόνο από το γεγονός ότι θα καθυστερήσει ο πλειστηριασμός που διενεργείται σε βάρος του. Στην προκειμένη περίπτωση η ανακόπτουσα με τον πρώτο λόγο της ανακοπής της, ο οποίος, απορριφθείς με την εκκαλουμένη απόφαση επαναφέρεται με τον αντίστοιχο πρώτο λόγο της έφεσής της, ισχυρίσθηκε ότι η προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. ……./14.6.2021 κατασχετήρια έκθεση είναι άκυρη, διότι με αυτήν ορίσθηκε αρχικά ως ημερομηνία για τη διενέργεια του πλειστηριασμού του ακινήτου της η 16η.2.2022, δηλαδή μετά την παρέλευση οκτώ μηνών από την περάτωση της κατάσχεσης, κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 954 παρ.2 στοιχ.ε΄ του ΚΠολΔ, ανεξαρτήτως της πρόκλησης στην ίδια βλάβης ή όχι από τον  ανωτέρω προσδιορισμό. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι μη νόμιμος και, συνακόλουθα απορριπτέος τυγχάνει, διότι ο ορισμός της διεξαγωγής του πλειστηριασμού του ακινήτου  της ανακόπτουσας και ήδη αιτούσας σε ημερομηνία, που απέχει οκτώ μήνες και μία ημέρα από την κατάσχεση [με υπολογισμό της εν λόγω προθεσμίας από την επομένη της ημέρας περάτωσης της κατάσχεσης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 993 παρ. 1 και 144 παρ. 1 ΚΠολΔ, και με συνυπολογισμό του χρονικού διαστήματος από 1 έως 31 Αυγούστου (βλ. ως προς το ζήτημα του συνυπολογισμού του Αυγούστου στην προθεσμία του άρθρου 954 παρ.2 του ΚΠολΔ βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ 425/2021, δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς και στην ΤΝΠ Νόμος)], δεν επιδρά στο κύρος της κατάσχεσης, καθώς δε συντρέχουν στην κρινόμενη περίπτωση οι προϋποθέσεις, οι οποίες προβλέπονται στη διάταξη του άρθρου 159 του ΚΠολΔ, προκειμένου η παράβαση μίας διάταξης, που ρυθμίζει τη διαδικασία και ιδίως τον τύπο κάποιας διαδικαστικής πράξης, να συνεπάγεται ακυρότητα της πράξης αυτής, και συγκεκριμένα την τήρηση της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 954 του παρ.2 εδαφ.ε΄ του ΚΠολΔ, η οποία, όσον αφορά την ημέρα του πλειστηριασμού, προβλέπει ότι ορίζεται “‘όχι πάντως” μετά την παρέλευση 8 μηνών από την περάτωση της κατάσχεσης, δεν απαιτεί ρητά ο νόμος με την ποινή της ακυρότητας,  όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, με βάση τη διατύπωση που χρησιμοποιείται, σε συνδυασμό με τη φύση και το σκοπό που εξυπηρετεί η θέσπιση ανώτατου χρονικού ορίου για τον προσδιορισμό της ημερομηνίας διεξαγωγής του πλειστηριασμού (σε αντίθεση με όσα επισημάνθηκαν για την παράβαση της ιδίας διάταξης κατά το σκέλος που προβλέπει υποχρεωτικό ορισμό του χρόνου του πλειστηριασμού όχι ενωρίτερα από τους επτά μήνες από την περάτωση της κατάσχεσης), για την παράβαση αυτή δεν επιτρέπεται αναίρεση ή αναψηλάφηση, ούτε βέβαια πιθανολογείται ότι εν προκειμένω η παράβαση της ως άνω διάταξης, διά του ορισμού του χρόνου του πλειστηριασμού κατά μίαν ημέρα πέραν του οκταμήνου από την κατάσχεση, προκάλεσε στην αιτούσα, που την προτείνει, βλάβη, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνον με την κήρυξη της ακυρότητας, πολλώ δε μάλλον που  ούτε η ίδια επικαλείται ότι όντως υπέστη κάποια βλάβη από το γεγονός αυτό. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο ομοίως απέρριψε ως μη νόμιμο τον πρώτο λόγο της ανακοπής, ορθά κατ’αποτέλεσμα το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε και όσα αντίθετα υποστηρίζει η αιτούσα με τον πρώτο λόγο της έφεσής της πιθανολογείται ότι θα απορριφθούν ως αβάσιμα.Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 904, 915 και 916 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η δυνάμει εκτελεστού τίτλου, μεταξύ των οποίων και η διαταγή πληρωμής, αναγκαστική εκτέλεση, προϋποθέτει να είναι «βέβαιη» και «εκκαθαρισμένη» η απαίτηση. Εκκαθαρισμένη είναι η απαίτηση όταν από τον εκτελεστό τίτλο προκύπτει η ποσότητα και η ποιότητα της παροχής (ΑΠ 1016/2018 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ» ΑΠ 1543/2014 ΧΡΙΔ 2015.203).  Εκκαθαρισμένη είναι η χρηματική απαίτηση, ακόμη και όταν το ποσό αυτής δεν είναι ακριβώς καθορισμένο, αλλά μπορεί να εξευρεθεί με τη διενέργεια μαθηματικών πράξεων (ΑΠ 1016/2018, ΑΠ 1543/2014 ό.π, ΑΠ 653/2013, ΧΡΗΔΙΚ 2013.546). Στην αντίθετη περίπτωση η με έγγραφο διαπιστουμένη αξίωση του επισπεύδοντος δεν είναι επιδεκτική εκτέλεσης. Αναγκαία, συνεπώς, προϋπόθεση της εγκυρότητας της αναγκαστικής εκτέλεσης είναι ο πλήρης προσδιορισμός στον ίδιο τον εκτελεστό τίτλο της έκτασης, του είδους και του περιεχομένου της αξίωσης που ενσωματώνει. Κατά δε την απολύτως κρατούσα άποψη αναγκαστική εκτέλεση με τίτλο, από τον οποίο δεν προκύπτει απαίτηση εκκαθαρισμένη είναι άκυρη, χωρίς να χρειάζεται να αποδεικνύεται βλάβη (ΑΠ 758/2014, ΑΠ 905/2011, ΑΠ 1124/2010 δημοσιευμένη σε ΤΝΠ Νόμος). Εκκαθαρισμένη, ωστόσο, είναι η χρηματική απαίτηση, ακόμη και όταν το ποσό αυτής δεν είναι ακριβώς καθορισμένο, αλλά μπορεί να εξευρεθεί με τη διενέργεια μαθηματικών πράξεων (ΑΠ 1543/2014 ό.π, ΑΠ 653/2013 ΧΡΗΔΙΚ 2013.546). Εξάλλου, η κατάσχεση δεν πάσχει, επειδή αυτή επιβλήθηκε για ποσό μικρότερο από το πράγματι οφειλόμενο λόγω περιορισμού της απαίτησης, εφόσον βεβαίως ο περιορισμός είναι ορισμένος και δεν επιφέρει μετάπτωση της παροχής σε ανεκκαθάριστη, αφού, όπως προκύπτει από τα άρθρα 904, 915, 916 και 924 του ΚΠολΔ,  ακυρότητα δεν υπάρχει και αν ακόμα η κατάσχεση έχει επιβληθεί για ποσό μεγαλύτερο του πράγματι οφειλόμενου (ΕφΑθ 4901/2000, ΕλλΔνη 2001.776, Β.Βαθρακοκοίλης «Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Ερμηνευτική-Νομολογιακή Ανάλυση (κατ’άρθρο)», τόμος Ε, σελ. 708, αρ. 11). Ο περιορισμός αυτός δεν προσβάλλει τα συμφέροντα του οφειλέτη, αφού συνεπάγεται τη μείωση των εξόδων που τον βαρύνουν. Για την αποτροπή, όμως, του κινδύνου προβολής μεταγενέστερα του ισχυρισμού του, ότι χώρησε παραίτηση του δανειστή από το υπόλοιπο μέρος της απαίτησής του, καθώς και επίσης και του κινδύνου προσβολής της εκτέλεσης για αοριστία, σε σχέση με το ζήτημα, για ποιά κονδύλια της απαίτησης διενεργήθηκε, θα πρέπει να γίνεται, αφενός μεν ειδική αναφορά σε συγκεκριμένα κονδύλια για τα οποία αυτή επισπεύδεται έκτοτε και αφετέρου ρητή επιφύλαξη για το υπόλοιπο μέρος της απαίτησης (Β.Βαθρακοκοίλης ό.π). Στην προκειμένη περίπτωση η ανακόπτουσα και ήδη αιτούσα με το δεύτερο λόγο της ανακοπής της  ισχυρίσθηκε ότι η σε βάρος του ακινήτου της κατάσχεση είναι άκυρη, διότι επιβλήθηκε για το ποσό των 200.000 ευρώ, ήτοι για μέρος του συνολικού ποσού, που με την ανωτέρω διαταγή πληρωμής υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ’ης, χωρίς να προσδιορίζεται σε τι συγκεκριμένα αφορά ο περιορισμός αυτός, που περιλήφθηκε στην κατασχετήρια έκθεση, όπως απαιτείται προκειμένου να συνάγεται σαφώς για ποια ακριβώς επιμέρους κονδύλια της συνολικής οφειλής της επισπεύδεται έκτοτε η εκτέλεση, με αποτέλεσμα η απαίτηση της αντιδίκου της τράπεζας να έχει καταστεί πλέον ανεκκαθάριστη. Επί του λόγου αυτού της ανακοπής λεκτέα τα κάτωθι: Στην προκειμένη περίπτωση επισπεύδεται σε βάρος της αιτούσας διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεση δυνάμει της υπ’αριθμ. …/11.1.2019 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία η ανωτέρω υποχρεώνεται να καταβάλει στην καθ’ ης, εις ολόκληρον με τους μη διαδίκους στην παρούσα δίκη, ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «……….» και ……., το ποσό των 3.200.000 ευρώ, ως μέρος της συνολικής οφειλής της των 9.996.499,35 ευρώ, εντόκως από 20.06.2018 μέχρι την εξόφληση, με επιτόκιο υπερημερίας το συμφωνηθέν επιτόκιο πλέον 2,5% και με εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων, καθώς και το ποσό των 43.494,40 ευρώ για δικαστικά έξοδα. Η απαίτηση, για την οποία εκδόθηκε ο ανωτέρω εκτελεστός τίτλος, απορρέει από το με ημερομηνία  5.7.2007 πρόγραμμα έκδοσης κοινού ομολογιακού δανείου, ποσού 11.000.000 ευρώ, τις από 1.9.2009 και 5.7.2010 πράξεις τροποποίησης, καθώς και την από 24.6.2014 πρόσθετη πράξη τροποποίησης των όρων του δανείου και ρύθμισης οφειλής. Η ανωτέρω εκτελεστική διαδικασία επισπεύθηκε με την από 18.5.2021 επίσης προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή, η οποία συντάχθηκε κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της διαταγής πληρωμής και επιδόθηκε στην αιτούσα στις 28.5.2021. Η εν λόγω επιταγή προς πληρωμή, με την οποία η αιτούσα επιτάσσεται να καταβάλει στην καθ’ης το συνολικό ποσό των 3.243.676,40 ευρώ, εμφανίζει πληρότητα του περιεχομένου της, καθώς η απαίτηση της ανωτέρω ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση, προσδιορίζεται σ’αυτήν με συγκεκριμένη αναφορά του ακριβούς ποσού κάθε επιμέρους κονδυλίου (του κεφαλαίου, των εξόδων της εκτέλεσης και της δικαστικής δαπάνης), η καταβολή των οποίων επιτάσσεται εντόκως, με διαφοροποίηση της χρονικής αφετηρίας της τοκοφορίας ανά κονδύλιο. Στη συνέχεια, με την προσβαλλομένη κατασχετήρια έκθεση επιβλήθηκε κατάσχεση στο περιγραφόμενο σε αυτήν ακίνητο. Η εν λόγω κατάσχεση επιβλήθηκε από την καθ’ ης δυνάμει της από 3.6.2021 εντολής προς τον προαναφερθέντα Δικαστικό Επιμελητή για το ποσό των 200.000 ευρώ, δηλαδή για μέρος του συνολικού ποσού, που η αιτούσα επιτάχθηκε να της καταβάλει με την επιταγή προς εκτέλεση, με τη μνεία ότι ο περιορισμός αυτός έγινε αποκλειστικά για μείωση των εξόδων, καθώς και ότι το ως άνω ποσό αποτελεί “μέρος του επιδικασθέντος κεφαλαίου”, με ρητή επιφύλαξη για την είσπραξη του υπόλοιπου ποσού με άλλη αναγκαστική εκτέλεση ή με αναγγελία στον ίδιο ή άλλον πλειστηριασμό (βλ. σχετ. σελ.7 της κατασχετήριας έκθεσης). Συνεπώς, η κατάσχεση που επιβλήθηκε για το ποσό των 200.000 ευρώ, με προσδιορισμό από την καθ’ ης ότι το ποσό αυτό αποτελεί μέρος του κεφαλαίου της οφειλής της αιτούσας, που η τελευταία υποχρεώθηκε να της καταβάλει με τη διαταγή πληρωμής, δεν πάσχει από ακυρότητα, και δεν καθιστά ανεκκαθάριστη την απαίτηση της τράπεζας, για την οποία επισπεύδεται έκτοτε η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, όπως αβάσιμα ισχυρίσθηκε η αιτούσα με την ανακοπή της, διότι ο περιορισμός αυτός είναι πλήρως και επαρκώς ορισμένος, καθώς ρητά καθορίζεται στην κατασχετήρια έκθεση σε ποιο συγκεκριμένα από τα επιμέρους κονδύλια της επιταγής αφορά (στο κεφάλαιο της απαίτησης της καθ’ης), και δη κατά τρόπον σαφή, ώστε ουδεμία αμφιβολία να καταλείπεται περί του ακριβούς ποσού της οφειλής της αιτούσας, για το οποίο διενεργείται πλέον η εκτέλεση μετά τον κατά τα προεκτεθέντα περιορισμό. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο ομοίως απέρριψε ως ουσία αβάσιμο το δεύτερο λόγο της ανακοπής, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε και εκτίμησε τις αποδείξεις, και όσα αντίθετα υποστηρίζει η αιτούσα με το δεύτερο λόγο της έφεσής της πιθανολογείται ότι θα απορριφθούν ως αβάσιμα.Με την παράγραφο 6 του άρθρου 59 του Ν. 4472/2017 (Α΄ 74) προστέθηκε νέο άρθρο 959Α μετά το άρθρο 959 ΚΠολΔ, με το εξής περιεχόμενο: «Πλειστηριασμός με ηλεκτρονικά μέσα, ηλεκτρονικός πλειστηριασμός 1. Ο πλειστηριασμός με ηλεκτρονικά μέσα – ηλεκτρονικός πλειστηριασμός διενεργείται από τον πιστοποιημένο, για τον σκοπό αυτόν, υπάλληλο του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού συμβολαιογράφο μέσω των ηλεκτρονικών συστημάτων πλειστηριασμού. 2. Η κυριότητα, διοίκηση και διαχείριση των ηλεκτρονικών συστημάτων πλειστηριασμού ανήκει, στους κατά τόπους αρμοδίους Συμβολαιογραφικούς Συλλόγους. 3. Τα ηλεκτρονικά συστήματα πλειστηριασμού περιέχουν όλα τα πληροφοριακά στοιχεία τα οποία περιλαμβάνονται στο απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης. 4. Στον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό λαμβάνουν μέρος υποψήφιοι πλειοδότες που έχουν προηγουμένως πιστοποιηθεί στα ηλεκτρονικά συστήματα πλειστηριασμών. 5. Κάθε υποψήφιος πλειοδότης δηλώνει τη συμμετοχή του σε συγκεκριμένο πλειστηριασμό, σύμφωνα με τους όρους αυτού, αφού έχει καταβάλει την εγγύηση της παρ. 1 του άρθρου 965, το τέλος χρήσης των συστημάτων, και έχει υποβάλει ηλεκτρονικά το πληρεξούσιο της παρ. 2 του άρθρου 1003, μέχρι ώρα 15:00 δύο (2) εργάσιμες ημέρες πριν την ορισθείσα ημέρα του πλειστηριασμού … 6. Ο υπάλληλος του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού μετά το πέρας της προθεσμίας της προηγούμενης παραγράφου ελέγχει τα υποβαλλόμενα αρχεία, διαπιστώνει με πράξη του μέχρι ώρα 17.00 της προηγούμενης του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού ημέρας την τήρηση ων διατυπώσεων που ορίζονται στις προηγούμενες παραγράφους και υποβάλλει στα ηλεκτρονικά συστήματα πλειστηριασμού κατάλογο των υποψήφιων πλειοδοτών που δικαιούνται να λάβουν μέρος. 7. Ο ηλεκτρονικός πλειστηριασμός διενεργείται με επιμέλεια του συμβολαιογράφου της περιφέρειας του τόπου όπου έγινε η κατάσχεση, ο οποίος ορίστηκε για τον πλειστηριασμό. Ο πλειστηριασμός διενεργείται ενώπιον του ίδιου συμβολαιογράφου που ορίστηκε αρχικά και στην περίπτωση πολλαπλών κατασχέσεων. Αν τα κατασχεμένα πράγματα βρίσκονται στην περιφέρεια περισσότερων ειρηνοδικείων, ο ηλεκτρονικός πλειστηριασμός διενεργείται, κατ’ επιλογή του επισπεύδοντος, στην περιφέρεια οποιουδήποτε εκ των άνω ειρηνοδικείων. Αρμόδιο για την επίλυση των διαφορών που αναφύονται από τη διενέργεια του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού είναι το δικαστήριο της έδρας του συμβολαιογράφου. 8. Οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί διενεργούνται ημέρα Τετάρτη ή Πέμπτη ή Παρασκευή από τις 10:00 π.μ. έως τις 14:00 ή από τις 14:00 έως τις 18:00 … Ηλεκτρονικός πλειστηριασμός δεν μπορεί να γίνει από 1η Αυγούστου έως 31 Αυγούστου, καθώς και την προηγούμενη και την επόμενη εβδομάδα της ημέρας των εκλογών για την ανάδειξη βουλευτών, αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και Οργάνων Τοπικής Αυτοδιοίκησης … 9. Ο ηλεκτρονικός πλειστηριασμός είναι ανοικτού πλειοδοτικού τύπου κατά τον οποίο υποβάλλονται διαδοχικές προσφορές. Οι συμμετέχοντες υποβάλλουν συνεχώς προσφορά μεγαλύτερη από την εκάστοτε μέγιστη έως το χρόνο λήξης της υποβολής προσφορών. Στα ηλεκτρονικά συστήματα καταγράφονται όλες οι υποβληθείσες κατά τα ανωτέρω προσφορές. 10. Με την υποβολή της προσφοράς, οι υποψήφιοι πλειοδότες ενημερώνονται αμέσως από τα συστήματα για το ποσό της προσφοράς τους, τον ακριβή χρόνο υποβολής της, καθώς και ότι αυτή έχει καταγραφεί. Ο υποψήφιος πλειοδότης ενημερώνεται για την εκάστοτε μέγιστη υποβληθείσα προσφορά. 11. Όλοι οι υποψήφιοι πλειοδότες που λαμβάνουν μέρος στον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό ενημερώνονται αμέσως από τα συστήματα για τυχόν αναστολή, ματαίωση ή διακοπή του πλειστηριασμού, καθώς και για το λόγο αυτής. 12. Μετά τη λήξη της διαδικασίας υποβολής των πλειοδοτικών προσφορών ανακοινώνεται το αποτέλεσμα του πλειστηριασμού μέσω των ηλεκτρονικών συστημάτων. Όσοι έχουν λάβει μέρος στον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό ενημερώνονται αμελλητί για το αποτέλεσμά του. Ο υπάλληλος του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού συντάσσει την έκθεση της παρ. 2 του άρθρου 965, κατακυρώνοντας τα πράγματα στον πλειοδότη. 13. Στον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό κινητών, ο υπερθεματιστής έχει υποχρέωση να καταβάλει στον ειδικό τραπεζικό επαγγελματικό λογαριασμό του υπαλλήλου του πλειστηριασμού το πλειστηρίασμα το αργότερο την τρίτη εργάσιμη ημέρα από τον πλειστηριασμό … 14. Στον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό ακινήτων ο υπερθεματιστής έχει υποχρέωση να καταβάλει στον ειδικό τραπεζικό επαγγελματικό λογαριασμό του υπαλλήλου του πλειστηριασμού το πλειστηρίασμα το αργότερο τη δέκατη εργάσιμη ημέρα από τον πλειστηριασμό … 15. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καθορίζονται οι ειδικότεροι όροι λειτουργίας των ηλεκτρονικών συστημάτων πλειστηριασμού, οι λεπτομέρειες υποβολής των πλειοδοτικών προσφορών, η διαδικασία πιστοποίησης και εγγραφής χρηστών στα συστήματα, ο τρόπος καθορισμού και είσπραξης του τέλους χρήσης των συστημάτων και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για τη διενέργεια των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών». Επίσης, με την παράγραφο 10 του άρθρου 59 του Ν. 4472/2017 προστέθηκε νέο άρθρο 998Α, μετά το άρθρο 998 του ΚΠολΔ, με το εξής περιεχόμενο: «Κατά τη διενέργεια του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού ακινήτου, τηρείται η διαδικασία που προβλέπεται στο δεύτερο και τέταρτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 959 και στις διατάξεις του άρθρου 959Α». Ακολούθως, κατ’ επίκληση της εξουσιοδοτικής διάταξης της παραγράφου 15 του άρθρου 959Α ΚΠολΔ εκδόθηκε η υπ’ αριθ.41756/26.5.2017 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία ορίζει -μεταξύ άλλων- τα εξής: Άρθρο 1: «Με την εντολή του άρθρου 927 ΚΠολΔ, ο επισπεύδων την αναγκαστική εκτέλεση δύναται να αιτηθεί τη διενέργεια του πλειστηριασμού με τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων (ηλεκτρονικός πλειστηριασμός) σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας». Άρθρο 2: «Η διαδικασία ηλεκτρονικού πλειστηριασμού πραγματοποιείται μέσω των ηλεκτρονικών συστημάτων πλειστηριασμών («ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ.»)». Άρθρο 3: «Υπάλληλος του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού είναι συμβολαιογράφος που προηγουμένως έχει πιστοποιηθεί σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 7 παρ. 1 της παρούσας». Άρθρο 4: «Ο ηλεκτρονικός πλειστηριασμός διενεργείται με επιμέλεια του συμβολαιογράφου της περιφέρειας του τόπου όπου έγινε η κατάσχεση, ο οποίος ορίστηκε για τον πλειστηριασμό. Αρμόδιο για την επίλυση των διαφορών που αναφύονται από τη διενέργεια του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού είναι το δικαστήριο της έδρας του συμβολαιογράφου». Άρθρο 5: «Ο συμβολαιογράφος αναρτά στην ιστοσελίδα των ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. την αναγγελία διενέργειας πλειστηριασμού κατά τα οριζόμενα στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Η αναγγελία περιέχει υποχρεωτικά τα ακόλουθα πεδία: ονοματεπώνυμο και πλήρη στοιχεία επικοινωνίας του συμβολαιογράφου, αντικείμενο, ημερομηνία διενέργειας και τιμή πρώτης προσφοράς του πλειστηριασμού, ποσό εγγύησης, καθώς και τον υπερσύνδεσμο προς την ιστοσελίδα του ΕΤΑΑ-ΤΑΝ όπου έχει αναρτηθεί η περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Με την αναγγελία μπορούν να προσαρτώνται φωτογραφίες του αντικειμένου που εκπλειστηριάζεται και κάθε σχετικό έγγραφο που βρίσκεται στην κατοχή του συμβολαιογράφου». Άρθρο 6: «Οι χρήστες των ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. κατηγοριοποιούνται ως εξής: α. «Επισκέπτης»: κάθε φυσικό πρόσωπο που επισκέπτεται την οικεία ιστοσελίδα προκειμένου να ενημερωθεί για τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς, δίχως ειδικές διαδικασίες εγγραφής, ταυτοποίησης και αναγνώρισης. Ο επισκέπτης έχει πρόσβαση αποκλειστικά και μόνο στον ελεύθερα προσβάσιμο χώρο των ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. β. «Υπάλληλος Ηλεκτρονικού Πλειστηριασμού»: κάθε πιστοποιημένος στα ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. συμβολαιογράφος που πραγματοποιεί την ανάρτηση αναγγελίας πλειστηριασμού και διενεργεί ηλεκτρονικό πλειστηριασμό σύμφωνα με τα δικαιώματα πρόσβασης που ορίζονται στην πολιτική ασφαλείας των συστημάτων. Ο υπάλληλος ηλεκτρονικού πλειστηριασμού έχει ελεγχόμενη πρόσβαση στα ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ., κατά το μέρος που αφορά τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς που διενεργεί. γ. «Υποψήφιος Πλειοδότης»: κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο, ενεργώντας για λογαριασμό του ή ως εκπρόσωπος νομικού ή φυσικού προσώπου, συμμετέχει στη διαδικασία ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, υποβάλλοντας πλειοδοτικές προσφορές, αφού προηγουμένως έχει πιστοποιηθεί στα ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. Ο υποψήφιος πλειοδότης έχει ελεγχόμενη πρόσβαση σε πλειστηριασμούς, στους οποίους συμμετέχει. δ. «Παρατηρητής (Οφειλέτης)»: κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο, ενεργώντας για λογαριασμό του ή με την ιδιότητα του οφειλέτη ή ως εκπρόσωπος νομικού ή φυσικού προσώπου που έχει την ιδιότητα του οφειλέτη, συμμετέχει ως παρατηρητής στη διαδικασία ηλεκτρονικού πλειστηριασμού που αφορά σε οφειλή του, αφού προηγουμένως έχει πιστοποιηθεί στα ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. Ο παρατηρητής (οφειλέτης) έχει ελεγχόμενη πρόσβαση σε πλειστηριασμούς που σχετίζονται με οφειλή του».Άρθρο 7: «Για την εκχώρηση των αναφερομένων στο άρθρο 6 δικαιωμάτων, οι χρήστες πραγματοποιούν εγγραφή στα συστήματα μέσω της οικείας ιστοσελίδας, σύμφωνα με τις κάτωθι διαδικασίες: 1. … 2. Οι υποψήφιοι πλειοδότες υποβάλλουν ηλεκτρονικά μέσω της οικείας ιστοσελίδας αίτηση εγγραφής παρέχοντας τις απαραίτητες πληροφορίες (ονοματεπώνυμο, όνομα πατρός, ΑΦΜ, διεύθυνση κατοικίας, αριθμό τηλεφώνου, διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και κωδικό αριθμό πλειστηριασμού στον οποίο ενδιαφέρονται να συμμετάσχουν) και αποδεχόμενοι πλήρως και ανεπιφύλακτα τους «Όρους και Προϋποθέσεις» χρήσης των συστημάτων και των προσωπικών δεδομένων ταυτοποιούνται ως εξής: α) Οι νόμιμοι εκπρόσωποι νομικών προσώπων ή φυσικά πρόσωπα τα οποία διαθέτουν ελληνικό ΑΦΜ ταυτοποιούνται μέσω των διαπιστευτηρίων τους που τηρούνται στα συστήματα TAXISNET της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων. Μετά την ταυτοποίηση, εγκρίνεται η εγγραφή τους στα συστήματα. β) … Τα ανωτέρω εφαρμόζονται και για την πιστοποίηση των Παρατηρητών (Οφειλετών)». Άρθρο 8 παρ. 1: «Στον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό λαμβάνουν μέρος μόνο φυσικά πρόσωπα ή εκπρόσωποι νομικών προσώπων που είναι εγγεγραμμένοι ως υποψήφιοι πλειοδότες στα ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. σύμφωνα με τη διαδικασία του προηγούμενου άρθρου». Στη συνέχεια με το άρθρο 207 του Ν. 4512/2018 (Α’ 5/17.1.2018), τροποποιήθηκαν διατάξεις του όγδοου βιβλίου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας περί αναγκαστικής εκτελέσεως, προκειμένου να καθιερωθεί ο πλειστηριασμός με ηλεκτρονικά μέσα ως αποκλειστικός τρόπος διενέργειας του πλειστηριασμού. Στην εισηγητική έκθεση του νόμου, επί των άρθρων 207-208, αναφέρονται, συγκεκριμένα, τα εξής: «… Το βασικό εργαλείο αναγκαστικής εκτέλεσης είναι ο πλειστηριασμός. Μέχρι προσφάτως, ο νομοθέτης γνώριζε αποκλειστικώς τον «φυσικό» πλειστηριασμό. Η τεχνολογική εξέλιξη δίνει πλέον τη δυνατότητα διενέργειάς του και με ηλεκτρονικά μέσα διασφαλίζοντας απολύτως την τήρηση όλων των δικονομικών και ουσιαστικών εγγυήσεων, των επιταγών της δημοσιότητας και της διαφάνειας και του στόχου της αποτελεσματικότερης ρευστοποίησης. Η ηλεκτρονική διαδικασία αποτελεί τυπικά καθορισμένη και θεσμικά θωρακισμένη διαδικασία η οποία εγγυάται την ακώλυτη και απρόσκοπτη συμμετοχή των ενδιαφερομένων, πραγματώνοντας τον τελικό και κοινό στόχο δανειστή και οφειλέτη, που είναι η επίτευξη του μεγαλύτερου δυνατού πλειστηριάσματος. Ο ηλεκτρονικός πλειστηριασμός, ο οποίος διέπεται ήδη από τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, είναι ανοικτού πλειοδοτικού τύπου. Με τον τρόπο αυτό είναι βέβαιο ότι επιτυγχάνεται το υψηλότερο δυνατό πλειστηρίασμα, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι ο οφειλέτης αποπληρώνει το μέγιστο δυνατό τμήμα της οφειλής του και απελευθερώνεται αναλόγως. Την ίδια στιγμή, διασώζεται η πραγματική αξία των εκπλειστηριαζόμενων πραγμάτων. Αντιθέτως, κατά το ισχύον σύστημα, στους «φυσικούς πλειστηριασμούς» η προσφορά είναι μία και κλειστή, το οποίο συνεπάγεται την πιθανότητα για μια ελάχιστα μεγαλύτερη προσφορά, η οποία πιθανότατα υπολείπεται της αληθινής αξίας του πράγματος, μια περιουσία να αλλάξει χέρια. Το σύστημα της μίας κλειστής προσφοράς υιοθετήθηκε ελλείψει ηλεκτρονικών μέσων διενέργειας του πλειστηριασμού και με σκοπό να αντιμετωπισθούν γνωστά παρασιτικά φαινόμενα. Η παρούσα νομοθετική πρόταση κινείται προς τις εξής τρεις κατευθύνσεις: Πρώτον, κατάργηση όλων των προβλέψεων που αφορούσαν αποκλειστικά τους φυσικούς πλειστηριασμούς· δεύτερον, προσαρμογή των υπόλοιπων διατάξεων στον αποκλειστικό τρόπο διενέργειας των πλειστηριασμών με ηλεκτρονικά μέσα· τρίτον, βελτίωση του κανονιστικού πλαισίου με βάση τη μέχρι σήμερα εφαρμογή». Με την παράγραφο 1 του άρθρου 207 του Ν. 4512/2018 αντικαταστάθηκε το άρθρο 927 του ΚΠολΔ και ορίσθηκε – μεταξύ άλλων- ότι «Η αναγκαστική εκτέλεση γίνεται με επιμέλεια εκείνου που έχει δικαίωμα να την ενεργήσει … Αν πρόκειται για κατάσχεση κινητού ή ακινήτου, ορίζει ως υπάλληλο, ενώπιον του οποίου θα διενεργηθεί ηλεκτρονικά ο πλειστηριασμός, συμβολαιογράφο της περιφέρειας του τόπου όπου θα γίνει η κατάσχεση. Εάν, για οποιονδήποτε λόγο, δεν είναι δυνατό να ορισθεί συμβολαιογράφος του τόπου εκτέλεσης, τότε ο επισπεύδων περιλαμβάνει στην εντολή τη δήλωση να οριστεί συμβολαιογράφος διορισμένος στην περιφέρεια του συμβολαιογραφικού συλλόγου, του τόπου εκτέλεσης ή, αν και αυτό δεν είναι δυνατό, του συμβολαιογραφικού συλλόγου της πρωτεύουσας του κράτους …», ενώ με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου αντικαταστάθηκε η παρ. 3 του άρθρου 933 του Κώδικα ως εξής: «3. Αρμόδιο κατά τόπο είναι πάντοτε το δικαστήριο της περιφέρειας του τόπου της εκτέλεσης εφόσον μετά την επίδοση της επιταγής ακολούθησαν και άλλες πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας, αλλιώς αρμόδιο είναι το δικαστήριο του άρθρου 584. Αν πρόκειται για εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, τόπος εκτέλεσης είναι ο τόπος κατάσχεσης, ακόμη και εάν έχει οριστεί υπάλληλος του πλειστηριασμού συμβολαιογράφος που έχει την έδρα του σε άλλη περιφέρεια». Περαιτέρω, με την παράγραφο 7 του άρθρου 207 καταργήθηκε το άρθρο 959Α του ΚΠολΔ, ενώ οι ρυθμίσεις που εισήχθησαν με το ως άνω καταργούμενο άρθρο περί διενέργειας του πλειστηριασμού με ηλεκτρονικά μέσα αποτελούν, ήδη, κατά βάση, περιεχόμενο του άρθρου 959 ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 6 του άρθρου 207, εφόσον πλέον δεν προβλέπεται άλλος τρόπος διενέργειας πλειστηριασμού, παρά μόνον με ηλεκτρονικά μέσα. Επίσης, με την παράγραφο 15 του άρθρου 207 αντικαταστάθηκε το άρθρο 998 ΚΠολΔ, για τη ρύθμιση των σχετικών με τη διαδικασία ηλεκτρονικού πλειστηριασμού ακινήτων ζητημάτων (ενώ με την παράγραφο 16 του ίδιου άρθρου καταργήθηκε το άρθρο 998Α ΚΠολΔ). Περαιτέρω, με το άρθρο 208 Ν. 4512/2018 αντικαταστάθηκε το άρθρο 60 του Ν. 4472/2017, στην παράγραφο 1 του οποίου ορίζεται, πλέον ότι «Από τις 21.2.2018 οι πλειστηριασμοί διεξάγονται αποκλειστικά και μόνο με ηλεκτρονικά μέσα, ανεξάρτητα από τον χρόνο επίδοσης της επιταγής και επιβολής της κατάσχεσης», ενώ με τις επόμενες παραγράφους του ιδίου άρθρου θεσπίζονται σχετικές μεταβατικές ρυθμίσεις. Σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν παραπάνω, με την παράγραφο 7 του άρθρου 207 του Ν. 4512/2018 καταργήθηκαν οι διατάξεις του άρθρου 959Α ΚΠολΔ, κατ’ επίκληση των οποίων εκδόθηκε η προαναφερόμενη υπ’ αριθ. 41756/26.5.2017 Υπουργική Απόφαση. Δεδομένου, όμως, ότι με τις ρυθμίσεις του νεότερου νόμου 4512/2018 καθιερώθηκε πλέον ο πλειστηριασμός με ηλεκτρονικά μέσα ως αποκλειστικός τρόπος διενέργειας του πλειστηριασμού και εφόσον στον νόμο δεν ορίζεται κάτι διαφορετικό, οι διατάξεις της παραπάνω Υπουργικής Απόφασης εξακολουθούν να ισχύουν για τη ρύθμιση των ειδικότερων όρων και λεπτομερειών της διαδικασίας του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, προς συμπλήρωση της βασικής ρύθμισης που τίθεται ήδη με τις διατάξεις του άρθρου 959 ΚΠολΔ. Τα δικαιώματα πρόσβασης κάθε κατηγορίας χρηστών του συστήματος ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. στα ηλεκτρονικώς τηρούμενα στοιχεία της διαδικασίας του πλειστηριασμού εξακολουθούν να ρυθμίζονται με το άρθρο 6 της παραπάνω Υπουργικής Απόφασης. Ειδικότερα, για τους οφειλέτες, κατά τα οριζόμενα στην περίπτωση δ’ του άρθρου 6 της Απόφασης, προβλέπεται ότι συμμετέχουν ως παρατηρητές στη διαδικασία ηλεκτρονικού πλειστηριασμού που αφορά σε οφειλή τους, αφού προηγουμένως έχουν πιστοποιηθεί στο σύστημα. Η δε μνεία στο τελευταίο εδάφιο του άρθρου περί «ελεγχόμενης πρόσβασης» των οφειλετών, έχει την έννοια, όπως διευκρινίζεται στο ίδιο εδάφιο, ότι οι οφειλέτες έχουν δικαίωμα πρόσβασης στο σύστημα μόνον ως προς τα στοιχεία πλειστηριασμών που σχετίζονται με οφειλή τους και όχι στα στοιχεία των πλειστηριασμών που αφορούν άλλους οφειλέτες. Στο ίδιο άρθρο, άλλωστε, προβλέπεται, αντίστοιχα, ελεγχόμενη πρόσβαση και για τις λοιπές κατηγορίες χρηστών, με την έννοια ότι τα δικαιώματα πρόσβασης που διασφαλίζονται στα τηρούμενα στο σύστημα ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. στοιχεία, διαφοροποιούνται ανάλογα με την ιδιότητα του χρήστη. Με τις ρυθμίσεις της παραπάνω Υπουργικής Απόφασης σχετικά με τη λειτουργία του ηλεκτρονικού συστήματος ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. διασφαλίζεται επαρκώς η πρόσβαση των οφειλετών στα στοιχεία των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών που τους αφορούν, όπως τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από τις διατάξεις του άρθρου 959 ΚΠολΔ, καθώς και η δυνατότητά τους να παρακολουθήσουν την εξέλιξη της διαδικασίας του πλειστηριασμού και να πληροφορηθούν το αποτέλεσμά του, την τιμή, δηλαδή, στην οποία έγινε η κατακύρωση. Ειδικά ως προς το πρόσωπο και τα στοιχεία του υπερθεματιστή, καθώς και των λοιπών συμμετεχόντων υποψήφιων πλειοδοτών, ο οφειλέτης δεν έχει μεν τη δυνατότητα να αποκτήσει ηλεκτρονικώς πρόσβαση στα σχετικά στοιχεία, μέσω του συστήματος ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ., δεδομένου ότι δεν γίνεται ηλεκτρονική καταχώρηση αυτών στο σύστημα. Κατά την έννοια, όμως, των οικείων διατάξεων, εφόσον τα παραπάνω στοιχεία υποβάλλονται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, ο οφειλέτης μπορεί να απευθυνθεί σε αυτόν, προκειμένου να λάβει γνώση όλων των σχετικών στοιχείων. Εξάλλου, τα σχετικά με τη διαδικασία διενέργειας του πλειστηριασμού καταχωρούνται στην έκθεση πλειστηριασμού και κατακύρωσης, την οποία συντάσσει ο υπάλληλος του πλειστηριασμού (άρθρα 959 παρ. 12, 965 παρ. 2 και 934 παρ. 2 ΚΠολΔ) και της οποίας λαμβάνει γνώση ο οφειλέτης. Τούτο δε χάριν της διασφάλισης του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του οφειλέτη, ο οποίος δύναται να ασκήσει ανακοπή, κατά το άρθρο 933 ΚΠολΔ, σε κάθε στάδιο της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, επομένως και μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού. Με τις σχετικές ρυθμίσεις διασφαλίζεται τόσο η διαφάνεια όσο και η αποτελεσματικότητα της διαδικασίας του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, ώστε αφενός μεν να επιτυγχάνεται η μεγαλύτερη δυνατή συμμετοχή ενδιαφερόμενων πλειοδοτών και, συνακόλουθα, το υψηλότερο δυνατό πλειστηρίασμα, αφετέρου να παρέχονται εχέγγυα, μέσω της καθιέρωσης διαδικασιών εγγραφής και ταυτοποίησης, καθώς και της υποχρέωσης καταβολής εγγύησης, για τη συμμετοχή στον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό προσώπων που επιδεικνύουν γνήσιο ενδιαφέρον για την υποβολή πλειοδοτικής προσφοράς. Επίσης, προς διασφάλιση καταλλήλων συνθηκών για τη διευκόλυνση της συμμετοχής των ενδιαφερόμενων υποψήφιων πλειοδοτών καθορίζεται στον νόμο εύλογη χρονική διάρκεια της διαδικασίας του πλειστηριασμού (από τις 10:00 έως τις 14:00 ή από τις 14:00 έως τις 18:00) και προβλέπεται ότι «Σε περίπτωση υποβολής προσφοράς κατά το τελευταίο λεπτό του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού … δίδεται αυτόματη παράταση πέντε (5) λεπτών. Για κάθε προσφορά που υποβάλλεται κατά το τελευταίο λεπτό της παράτασης, δίδεται νέα αυτόματη παράταση πέντε (5) λεπτών, εφόσον υποβληθεί μεγαλύτερη προσφορά. Οι παρατάσεις μπορούν να συνεχισθούν για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο των δύο (2) ωρών από την ορισθείσα ώρα λήξης του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, οπότε ολοκληρώνεται η διαδικασία υποβολής προσφορών» (άρθρο 959 παρ. 8 ΚΠολΔ) (Βλ. ΣτΕ 1846/2020 ΤΝΠ Nόμος). Στην προκειμένη περίπτωση η αιτούσα  με τον πέμπτο κατά σειράν και τελευταίο λόγο της ανακοπής της ισχυρίσθηκε ότι η προσβαλλόμενη κατασχετήρια έκθεση είναι άκυρη στο βαθμό που ορίζει ότι ο επισπευδόμενος πλειστηριασμός του ακινήτου της θα γίνει με ηλεκτρονικά μέσα, επειδή η προβλεπόμενη με τις σχετικές διατάξεις ηλεκτρονική διεξαγωγή προσκρούει στο άρθρο 20 παρ. 1 Σ., στο άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α. και το άρθρο 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της, ότι, επίσης, η διαδικασία είναι αδιαφανής, διότι δεν παρέχεται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού και στον οφειλέτη το δικαίωμα επέμβασης και ελέγχου των προσφορών και ο οφειλέτης έχει περιορισμένη πρόσβαση στο ηλεκτρονικό σύστημα ως παρατηρητής, χωρίς να έχει πρόσβαση στο αρχείο των πλειοδοσιών, ότι στο ηλεκτρονικό σύστημα δεν υπάρχει πρόβλεψη για την ματαίωση του πλειστηριασμού στην περίπτωση που ο οφειλέτης εξοφλήσει την οφειλή μέχρι την κατακύρωση, ούτε πρόβλεψη, με βάση την οποία ο οφειλέτης ορίζει τη σειρά με την οποία πλειστηριάζονται περισσότερα κατασχεθέντα ακίνητα. Με τέτοιο περιεχόμενο, ο λόγος της ανακοπής είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος. Ειδικότερα, οι νομοθετικές ρυθμίσεις για τη διεξαγωγή του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού δεν αντίκεινται στις επικαλούμενες από την αιτούσα διατάξεις του Συντάγματος της Ε.Σ.Δ.Α. και του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της, διότι ο οφειλέτης, ο οποίος έχει τη δυνατότητα πρόσβασης στα στοιχεία του ηλεκτρονικού συστήματος, προκειμένου να παρακολουθήσει την εξέλιξη της διαδικασίας του πλειστηριασμού και να πληροφορηθεί το αποτέλεσμά του, ως προς τα στοιχεία στα οποία δεν έχει ηλεκτρονική πρόσβαση (π.χ. ως προς το πρόσωπο και τα στοιχεία του υπερθεματιστή και των λοιπών συμμετεχόντων υποψήφιων πλειοδοτών), μπορεί να απευθυνθεί στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, ώστε να λάβει γνώση τους, και δύναται να ασκήσει την προβλεπόμενη με το άρθρο 933 ΚΠολΔ ανακοπή, σε κάθε στάδιο της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, επομένως, και μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού. Επιπλέον, με τις σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις διασφαλίζεται η διαφάνεια και παρέχεται η δυνατότητα στον οφειλέτη να παρακολουθήσει τη διεξαγωγή του πλειστηριασμού και να έχει πρόσβαση στα στοιχεία του. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός ότι στο ηλεκτρονικό σύστημα δεν υπάρχει πρόβλεψη για την ματαίωση του πλειστηριασμού στην περίπτωση που ο οφειλέτης εξοφλήσει την οφειλή είναι, επίσης, αβάσιμος, καθώς, κατά ρητή πρόβλεψη του άρθρου 1002 παρ.2 ΚΠολΔ, μέχρι την κατακύρωση ο καθ’ ου η εκτέλεση έχει το δικαίωμα να εξοφλήσει τις απαιτήσεις του επισπεύδοντος, των αναγγελθέντων δανειστών, καθώς και τα έξοδα και το τέλος χρήσης του ηλεκτρονικού συστήματος πλειστηριασμού, οπότε ματαιώνεται ο πλειστηριασμός και αίρεται η επιβληθείσα κατάσχεση. Τέλος, ο ισχυρισμός της αιτούσας, με επίκληση δικονομικής βλάβης, ότι στο ηλεκτρονικό σύστημα δεν υπάρχει πρόβλεψη, με βάση την οποία ο οφειλέτης θα ορίσει τη σειρά με την οποία πλειστηριάζονται περισσότερα κατασχεθέντα ακίνητα, προβάλλεται αλυσιτελώς και είναι απορριπτέος, καθώς στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 1.759/14.06.2021 κατασχετήρια έκθεση κατασχέθηκε ένα μόνο ακίνητό της. Σε κάθε περίπτωση, όμως, πρέπει να σημειωθεί ότι με βάση τη διάταξη του άρθρου 1001 εδαφ. β΄του ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 207 παρ. 17 Ν. 4512/2018, ο καθ’ου η εκτέλεση έχει το δικαίωμα, το αργότερο δύο ημέρες πριν τη διενέργεια του πλειστηριασμού, να ορίσει εγγράφως προς τον υπάλληλο του πλειστηριασμού τη σειρά με την οποία θα κατακυρωθούν περισσότερα κατασχεμένα ακίνητα. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο ομοίως απέρριψε ως νόμω αβάσιμο τον πέμπτο κατά σειράν λόγο της ανακοπής, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε και εκτίμησε τις αποδείξεις, και όσα αντίθετα υποστηρίζει η αιτούσα με τον τρίτο και τελευταίο λόγο της έφεσής της πιθανολογείται ότι θα απορριφθούν ως αβάσιμα.Από τη διάταξη του άρθρου 937 § 1 στοιχ. β’ του ΚΠολΔ, που προπαρατέθηκε, προκύπτει ότι για την από το δικαστήριο του ενδίκου μέσου χορήγηση αναστολής του επισπευδόμενου πλειστηριασμού ο νόμος αξιώνει να συντρέχουν σωρευτικά δύο προϋποθέσεις και, συγκεκριμένα, να πιθανολογείται τόσο η ευδοκίμηση της έφεσης όσο και η επέλευση ανεπανόρθωτης βλάβης του αιτούντος (Α. Μιχαηλίδου, Η άμυνα κατά της εκτέλεσης, 2017, σελ. 399, Σπ. Τσαντίνης, Η αναστολή εκτέλεσης μετά το Ν. 4335/2015, ΝοΒ 2017/265 επομ. [267], Γ. Ορφανίδης, Η αναστολή εκτελέσεως για ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων μετά το ν. 4335/2015, 2017, σελ. 34). Ως ανεπανόρθωτη βλάβη νοείται εκείνη που δεν είναι δυνατόν να αποκατασταθεί με επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν από τον πλειστηριασμό (Ν. Νίκας, ο.π., αρ. 23, σελ. 738), ενώ η ευδοκίμηση της έφεσης μπορεί να πιθανολογηθεί μόνον αν διαπιστωθεί η προβολή ενός τουλάχιστον παραδεκτού και βάσιμου λόγου. Παραδεκτός θεωρείται ο λόγος της έφεσης που είναι ορισμένος και λυσιτελής. Η λυσιτέλεια του λόγου της έφεσης συναρτάται με την ικανότητά του να επιφέρει την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αν γίνει δεκτός (ΑΠ 122/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 558/1990, ΕΕΝ 1991/121 = ΕΣυγκΔ 1991/36, ΜονΕφΠειρ. 6/2021, 311/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και να βελτιώσει έτσι τη νομική θέση του εκκαλούντος (Α. – Ο. Μήτσου, σε Ν. Λεοντή, Ένδικα Μέσα και Βοηθήματα στην Πολιτική Δίκη, 2018, [2], αρ. 208, σελ. 108 επομ., Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, Ένδικα Μέσα, 2007, § 112, αρ. 72, σελ. 168 επομ.) ανατρέποντας τη δυσμενή γι’αυτόν πρωτοβάθμια κρίση. Κατά συνέπεια, λόγος έφεσης που δεν προσδιορίζει την επίδραση που ασκεί στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης η αποδιδόμενη σ’ αυτήν πλημμέλεια είναι αλυσιτελής και, συνεπώς, απαράδεκτος (ΑΠ 155/1996, Δνη 1996/1346, ΤριμΕφΠατρ. 148/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Α. – Ο. Μήτσου, σε Π. Κολοτούρου [επιμ.] Ένδικα Μέσα & Βοηθήματα κατά τον ΚΠολΔ, 2013, [2], αρ. 188, σελ. 121). Το αν κάποιος λόγος έφεσης είναι λυσιτελής ή όχι θα κριθεί με γνώμονα τις διατάξεις του δικαίου και τη λογική ακολουθία της διαδικασίας (Σ. Σαμουήλ, Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ, 2009, αρ. 542, σελ. 231, Ι. Πετρόπουλος, Αόριστοι, αλυσιτελείς και ανεπίτρεπτοι λόγοι εφέσεως, σε ΝοΒ 2018/1619 επομ. [1623]). Έτσι, ενόψει του ότι ως λόγος έφεσης μπορεί να προταθεί παραδεκτά όχι οποιοδήποτε σφάλμα της εκκαλουμένης αλλά μόνον εκείνο στο οποίο θεμελιώνεται το διατακτικό της, στα πλαίσια και πάλι της δίκης περί την εκτέλεση, η λογική και (δικο)νομική αναγκαιότητα αποκλείει την προβολή για πρώτη φορά στο δεύτερο βαθμό λόγου ακυρότητας της προσβαλλόμενης πράξης της εκτελεστικής διαδικασίας που δεν είχε προταθεί και ως λόγος ανακοπής, κύριος ή πρόσθετος (ΑΠ 1297/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1390/2006, ΑΠ 660/2005, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 490/2004, Δνη 2006/476, ΑΠ 1489/2002, Δνη 2004/749, ΜονΕφΚρ. 13/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κ. Κεραμέας/Δ. Κονδύλης/Ν. Νίκας [-Π. Μάζης], Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας – Αναγκαστική Εκτέλεση, 2021, άρθρο 933, αρ. 24, σελ.217, πρβλ ΑΠ 686/2018, ΧρΙΔ 2019/371), καθώς στην περίπτωση αυτή ο λόγος της έφεσης θα είναι αλυσιτελής, δεδομένου ότι η πλημμέλεια που με αυτόν αποδίδεται στην εκκαλουμένη αποκλείεται να επέδρασε στο διατακτικό της, αφού επ’ αυτού, ως μη προταθέντος, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν αποφάνθηκε. Και τούτο ισχύει ανεξαρτήτως της συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 527 του ΚΠολΔ, ασχέτως δηλαδή του αν ο λόγος είναι οψιγενής ή προαποδεικνύεται, καθόσον ο λόγος ανακοπής επέχει θέση ιστορικής βάσης αγωγής και η βραδεία προβολή του δεν αντιμετωπίζεται από την προαναφερόμενη διάταξη αλλά από εκείνες των άρθρων 216 § 1 εδαφ. α και 224 του ιδίου Κώδικα (ΑΠ 563/2003, ΝοΒ 2004/24, ΑΠ 571/2003, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1432/2003, Δνη 2004/1385 = ΧρΙΔ 2004/241 = ΑρχΝ 2005/786, Α. – Ο. Μήτσου, ο.α.α., αρ. 191, σελ. 122). Πέραν της αλυσιτέλειάς του, το απαράδεκτο της προβολής με το εφετήριο του [νέου] λόγου ανακοπής επιβάλλει και η δικονομική δικαιοταξία. Πράγματι, η δυνατότητα καθυστερημένης πρότασης νέου λόγου ανακοπής για πρώτη φορά στην έκκλητη δίκη θα παραβίαζε α) τις δικονομικές αρχές των δύο βαθμών δικαιοδοσίας και της τήρησης προδικασίας, που θεμελιώνονται αντίστοιχα στις διατάξεις των άρθρων 12 και 111 ΚΠολΔ (Β. Βαθρακοκοίλης, Η έφεση, 2015, αρ. 1819, σελ. 463), β) τη διάταξη του άρθρου 525 του ιδίου Κώδικα, που αποτελεί εκδήλωση της πρώτης από τις ανωτέρω αρχής (Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2018, § 114, αρ. 35, σελ. 717) και κατά την οποία αντικείμενο της κατ’ έφεση δίκης δεν μπορεί να αποτελέσει αίτηση που δεν υποβλήθηκε στον πρώτο βαθμό, γ) τη διάταξη του άρθρου 585 § 2 εδαφ. β ΚΠολΔ, που προσδιορίζει τον τρόπο παραδεκτής προβολής νέων λόγων ανακοπής (Ν. Κατηφόρης, σε Π. Κολοτούρου [επιμ] Ένδικα Μέσα & Βοηθήματα κατά τον ΚΠολΔ, 2013, [7], αρ. 57, σελ. 686) και δ) τη διάταξη του άρθρου 935 ΚΠολΔ, που καθιερώνει την αρχή της συγκέντρωσης των λόγων ανακοπής ως ειδική έκφανση της αρχής του άνευ επικουρίας δικάζεσθαι (Α. Μιχαηλίδου, ο.π., σελ. 217 επομ., Α. Παπαδοπούλου, Η συγκέντρωση των λόγων ανακοπής στην αναγκαστική εκτέλεση [άρθρο 935 ΚΠολΔ], 2016, passim). Η τελευταία διάταξη, που οφείλει την ύπαρξή της, αφενός, στην πλειονότητα των ελαττωμάτων που ενδέχεται να βαρύνουν την ίδια πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης και, αφετέρου, στον περιορισμό των αντικειμενικών ορίων του δεδικασμένου σε μόνους τους ισχυρισμούς (αντιρρήσεις) που προτάθηκαν με ανακοπή κατ’ αυτής και κρίθηκαν, καθιστά υποχρεωτική την αντικειμενική σώρευση στο ίδιο δικόγραφο των περισσότερων λόγων ανακοπής που αποτελούν ταυτόχρονα και περισσότερα αντικείμενα δίκης (Χ. Απαλαγάκη, Προβολή και διάγνωση ισχυρισμών στις δίκες περί την εκτέλεση, σε ΕφΑΔ 2010/902 επομ. [912]), αφού καθένας τους συνιστά κατ’ ουσίαν ιδιαίτερη και αυτοτελή ανακοπή (Ι. Μπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεσις, τόμος πρώτος, Γενικαί Διατάξεις, ανατύπωση β΄ έκδοσης, άρθρο 933, § 161α, σελ. 444). Ως εκ τούτου η διάταξη της απόφασης που αποφαίνεται για κάθε συγκεκριμένο λόγο ανακοπής συνιστά ιδιαίτερο κεφάλαιο δίκης (Δ. Μπαμπινιώτης, Μεταβιβαστικό Αποτέλεσμα της Έφεσης και Αντικείμενο της Έκκλητης Δίκης, 2016, σελ. 359) και αν ο λόγος δεν προταθεί με την ανακοπή ή με δικόγραφο προσθέτων αυτής λόγων δεν δημιουργείται κεφάλαιο, ώστε να μεταβιβαστεί στο δεύτερο βαθμό με την έφεση (Π. Ρεντούλης, σε Ι. Τέντε [επιμ.] Αναγκαστική Εκτέλεση, 2017, σελ. 191, για την αντίθετη άποψη κατά την οποία οι λόγοι της ανακοπής αποτελούν κατά τη νομική τους φύση ενστάσεις και, επομένως, η πλειονότητά τους δεν συνιστά σώρευση περισσοτέρων βάσεων αγωγής, κατά την έννοια του άρθρου 218 ΚΠολΔ, με αποτέλεσμα η δυνατότητα της προβολής τους να ρυθμίζεται στα πλαίσια του συγκεντρωτικού συστήματος, όπως αυτό στη δευτεροβάθμια δίκη εκδηλώνεται με το άρθρο 527 του ιδίου Κώδικα, βλ. Γ. Νικολόπουλο, Η επί αντιρρήσεων κατά της εκτελούμενης αξιώσεως δυνατότητα θεμελιώσεως λόγου εφέσεως εναντίον αποφάσεως απορριπτικής της κατ’ άρθρον 933 ΚΠολΔ ανακοπής, σε Δνη 1987/40 επομ. [43] και για την επαρκή αντίκρουσή της βλ. Ε. Ποδηματά, Ενστάσεις στην αναγκαστική εκτέλεση – Οι λόγοι ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ, σε Δνη 1990/1174 επομ. [1179 – 1182]). Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω οι ειδικότερα διαλαμβανόμενες στο υπό στοιχεία Δ1 κεφάλαιο της ένδικης αίτησης αναστολής αιτιάσεις της αιτούσας περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της καθ’ης τράπεζας να επισπεύσει τη διενέργεια αναγκαστικού ηλεκτρονικού πλειστηριασμού του κατασχεθέντος ακινήτου της, εάν ήθελε εκτιμηθεί ότι συνιστούν αυτοτελή λόγο ανακοπής του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, ο λόγος αυτός απορριπτέος τυγχάνει εξαιτίας του απαραδέκτου της προβολής του το  πρώτον στο πλαίσιο της παρούσας δίκης, το αντικείμενο της οποίας αναλυτικά προσδιορίσθηκε στη μείζονα σκέψη, άλλως και σε κάθε περίπτωση επισημαίνεται ότι διατυπώνονται αλυσιτελώς και ουδεμία έννομη επιρροή ασκούν στην έκβαση της υπόθεσης.Μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης, πιθανολογουμένης δε σφόδρα της απόρριψης αυτών (αλλά και της ίδιας της έφεσης) και χωρίς να ενδιαφέρει περαιτέρω η διάγνωση του ενδεχομένου επέλευσης ανεπανόρθωτης βλάβης στο πρόσωπο της αιτούσας από τη διενέργεια του πλειστηριασμού, του οποίου ζητήθηκε η αναστολή, η ένδικη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να επιβληθούν σε βάρος της αιτούσας τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης, λόγω της ήττας της, και κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος της καθ’ης περιληφθέντος στο υποβληθέν σημείωμα της τελευταίας (άρθρα 176, 191 § 2 του ΚΠολΔ και 84 § 2 του Κώδικα Δικηγόρων), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της αιτούσας τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η αίτηση, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των επτακοσίων ευρώ (700).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη και δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση στις 21-2-2022.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ