Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 144/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός  144/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………. τον οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Νικόλαος Κουντούρης και

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας …………., την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Ιωάννης Νταλάκος.

Ο εκκαλών – εφεσίβλητος …….. άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 19.12.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../23.12.2016 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκαν αρχικώς η με αριθμό 3021/2017 οριστική απόφαση, με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κηρύχθηκε κατά τόπον αναρμόδιο για την εκδίκασή της και την παρέπεμψε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Κω και στη συνέχεια, μετά την εξαφάνιση της απόφασης αυτής με τη με αριθμό 467/2018 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, η υπ’ αριθμ. 2360/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία η αγωγή έγινε κατά ένα μέρος δεκτή κατ’ ουσίαν.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αμφότερες οι αντίδικες πλευρές και, συγκεκριμένα, ο ενάγων ναυτικός με την από 16.10.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../22.10.2020 έφεση και η εναγόμενη ναυτιλιακή εταιρία με την από 17.11.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../19.11.2020 έφεση, δικάσιμος για την εκδίκαση αμφοτέρων των οποίων ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων έλαβαν το λόγο από τον Δικαστή και αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Οι κρινόμενες αντίθετες α) από 16.10.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …/22.10.2020 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …./22.10.2020 έφεση του εκκαλούντος – ενάγοντος [Α έφεση] και β) από 17.11.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …./19.11.2020 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …./17.12.2020 έφεση της εκκαλούσας – εναγομένης [Β έφεση], που στρέφονται κατά της υπ’ αριθμ. 2360/2020 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3, 621 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχθηκε εν μέρει ως και ουσιαστικά βάσιμη την από 19.12.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../23.12.2016 αγωγή του πρώτου κατά της δεύτερης, οι οποίες πλήττουν εκκλητή απόφαση (άρθρα 511 και 513 περ. β ΚΠολΔ), έχουν ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495, 516 § 1, 517 εδαφ. α και 520 § 1 ΚΠολΔ) με κατάθεση του δικογράφου τους στη Γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου και είναι εμπρόθεσμες (άρθρα 499 και 518 §§ 1, 2 ΚΠολΔ), αφού η κατάθεση της Β έφεσης  πραγματοποιήθηκε εντός των νόμιμων χρονικών ορίων από τη, με παραγγελία του εκκαλούντος της Α έφεσης, επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης στην αντίδικό του στις 26.10.2020 (βλ. την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. ……/2020 επιδοτήρια έκθεση της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …….) και η κατάθεση της Α έφεσης έγινε στις 22.10.2020, πριν δηλαδή την επίδοση της εκκαλουμένης, ενώ για το παραδεκτό τους, μολονότι ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω Νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής. Εφόσον δε οι ένδικες εφέσεις αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ.

ΙΙ. Με την ένδικη αγωγή του ο ενάγων αναφέρθηκε στη σύμβαση ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που κατήρτισε προφορικά στην Κάλυμνο στις 10.12.2015 με τη εναγόμενη ναυτιλιακή εταιρία, πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού πλοίου ΝΚ, στο οποίο απασχολήθηκε με τη ειδικότητα του υποπλοίαρχου και αντί των προβλεπόμενων από την ισχύουσα τότε συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (στο εξής ΣΣΝΕ) αποδοχών της ειδικότητάς του μέχρι τις 23.4.2016, δηλαδή επί χρονικό διάστημα κατά το οποίο το πλοίο είτε εκτελούσε τα αναφερόμενα τακτικά και έκτακτα ακτοπλοϊκά δρομολόγια είτε επισκευαζόταν για τις ανάγκες της ετήσιας επιθεώρησής του. Επικαλούμενος δε περαιτέρω ότι κατά το χρονικό διάστημα των δρομολογίων του πλοίου πραγματοποιούσε πολύωρες υπερωρίες, εργαζόμενος κατά τους πλόες προς το Πυθαγόρειο της Σάμου επί δεκαεννέα [19] ώρες ημερησίως και κατά τους πλόες προς την Αστυπάλαια, επί εννέα [9] ώρες, χωρίς να λαμβάνει ολόκληρη τη νόμιμη αμοιβή του, ούτε την πρόσθετη αμοιβή που του αναλογούσε λόγω της εκτέλεσης δρομολογίων εξπρές ούτε πλήρη τα εορταστικά επιδόματα, ζητούσε ο ενάγων, κυρίως μεν με βάση την εργασιακή του σύμβαση και, επικουρικώς, κατά τις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις του ΑΚ, να του επιδικαστεί το συνολικό χρηματικό ποσόν των είκοσι τεσσάρων χιλιάδων επτακοσίων ένδεκα ευρώ και τριάντα ευρώ (24.711,30 €), εν μέρει αναγνωριστικώς και εν μέρει καταψηφιστικώς, κατά τον παραδεκτό περιορισμό του αρχικώς εν όλω καταψηφιστικού αιτήματός του, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της αποναυτολογήσεώς του άλλως από την επίδοση της αγωγής. Επιπλέον υποστήριξε ότι, εξαιτίας των εξαντλητικών ωραρίων κατά τα οποία η εναγόμενη, παραβιάζοντας συστηματικά τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, τον υποχρέωνε να παρέχει την εργασία του, υπέστη ηθική βλάβη προς αποκατάσταση της οποίας ζήτησε να του επιδικαστεί, κατά το ήμισυ αναγνωριστικώς και κατά τα λοιπά καταψηφιστικώς, το συνολικό χρηματικό ποσό των δέκα χιλιάδων ευρώ (10.000 €) νομιμοτόκως από τα ίδια ως άνω αφετήρια χρονικά σημεία. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε ως νομικά αβάσιμο το αίτημα επιδικάσεως χρηματικής ικανοποίησης και κατά τα λοιπά δέχθηκε την αγωγή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη, επιδικάζοντας εντόκως από 24.4.2016 στον ενάγοντα το συνολικό χρηματικό ποσό των εννέα χιλιάδων πεντακοσίων πενήντα οκτώ ευρώ και πενήντα δύο λεπτών (9.558,52 €) κατά τις αναφερόμενες στο διατακτικό του διακρίσεις. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους αμφότεροι οι διάδικοι και, αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την ουσιαστική παραδοχή των εφέσεών τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την αναδίκαση της υποθέσεως από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή ή απόρριψη της αγωγής αντιστοίχως.

ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 299 ΑΚ χρηματική ικανοποίηση για μη περιουσιακή ζημία, όπως είναι η ηθική βλάβη, οφείλεται μόνο στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος. Κατά το σύστημα του ίδιου Κώδικα, αξίωση αποκατάστασης ηθικής βλάβης θεμελιώνεται μόνο στις διατάξεις των άρθρων 932 και 59, εφόσον δηλαδή προηγήθηκε αδικοπραξία κατά την έννοια του άρθρου 914 ή επήλθε προσβολή της προσωπικότητας του δικαιούχου κατά την έννοια του άρθρου 57. Στην πρώτη περίπτωση για τη γέννηση της αξιώσεως προϋποτίθεται η επέλευση περιουσιακής ζημίας από παράνομη και υπαίτια πράξη του υπόχρεου (ΑΠ 525/2021, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ), κατά τρόπον ώστε, ακόμα και αν η υπαίτια συμπεριφορά του τελευταίου ήταν πράγματι άδικη, η έλλειψη συγκεκριμένης περιουσιακής ζημίας να αποκλείει και την ηθική βλάβη. Στη δεύτερη περίπτωση απαραίτητη προϋπόθεση για την προστασία της προσωπικότητας είναι ο παράνομος χαρακτήρας της προσβολής της (ΑΠ 31/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 543/2009, ΧρΙΔ 2010/253), εφόσον επιπλέον επιφέρει και μειωτική διαταραχή της σε οποιαδήποτε από τις εκφάνσεις της. Στο πεδίο του εργατικού δικαίου και, ειδικότερα, επί συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας, ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη που υπέστη από τον εργοδότη, όταν πρόκειται είτε για παράνομη πράξη του τελευταίου, δηλαδή για πράξη που ενεργείται εκτός των ορίων του διευθυντικού δικαιώματος και είναι αντίθετη προς το νόμο είτε για καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος αυτού κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ (ΤριμΕφΠειρ. 325/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), η οποία είναι και αυτή παράνομη (ΟλΑΠ 2/2019, ΧρΙΔ 2019/504). Παρέπεται ότι, σε περίπτωση υπαίτιας παραβίασης εκ μέρους του εργοδότη της ειδικής, προστατευτικής για το μισθωτό, εργατικής νομοθεσίας, αξίωση χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής βλάβης του τελευταίου που φέρεται ότι προκλήθηκε αιτιωδώς από αυτήν δεν ιδρύεται κατά μεν το άρθρο 932 ΑΚ όταν η παρανομία δεν επέφερε [και] περιουσιακή ζημία στον εργαζόμενο, κατά δε το άρθρο 59 ΑΚ όταν η παρανομία δεν προκάλεσε αιτιωδώς συγκεκριμένη βλάβη στην προσωπικότητα του μισθωτού σε κάποια από τις εκφάνσεις της και, ιδιαίτερα, στην επαγγελματική αξία και υπόληψή του. Και τούτο ανεξαρτήτως της ποινικοποιήσεως με το άρθρο 28 § 1 του Ν. 3996/2011 (ΦΕΚ Α 170/5.8.2011) κάθε παράβασης από τον εργοδότη των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας σχετικά με τους όρους και τις συνθήκες εργασίας και, μεταξύ άλλων, τα χρονικά όρια αυτής. Αυτονόητα δε η γέννηση αξίωσης προς αποκατάσταση ηθικής βλάβης αποκλείεται αν δεν υπήρξε παραβίαση της εργατικής νομοθεσίας, όπως συμβαίνει όταν ο εργοδότης ασκεί το διευθυντικό δικαίωμα είτε εντός των ορίων του νόμου είτε κατά τρόπο ανεκτό από αυτόν. Στο διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη ανήκει και ο καθορισμός του ωραρίου εργασίας των μισθωτών, εφόσον βέβαια δεν υφίσταται συμβατικός ή νομοθετικός περιορισμός (ΑΠ 266/1990, ΔΕΝ 1991/216, ΕφΑθ. 6067/1996, Δνη 1997/906, Δ. Λαδάς, Το δικαίωμα της Προσωπικότητας του Εργαζομένου – Συμβολή στο Δίκαιο της Εκμετάλλευσης, 2018, σελ. 57). Τέτοιον περιορισμό ως προς το χρονικό εύρος παροχής της ναυτικής εργασίας εισάγει η Διεθνής Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας 2006 (MLC) της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, που υιοθετήθηκε στη Γενεύη στις 23.2.2006, κυρώθηκε με το Ν. 4078/2012 (ΦΕΚ Α 179/20.9.2012) και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος, η οποία, με σκοπό την εξάλειψη κάθε μορφής αναγκαστικής ή υποχρεωτικής εργασίας (άρθρο ΙΙΙ αυτής) και την διασφάλιση του δικαιώματος του ναυτικού σε αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας και διαβίωσης επί του πλοίου (άρθρο IV), καθορίζει πρότυπο ωρών εργασίας και αναπαύσεως, προς τα οποία οι εθνικές νομοθεσίες οφείλουν καταρχήν να συμμορφώνονται. Ειδικότερα, στο δεύτερο Τίτλο των Κανονισμών της MLC, υποδεικνύεται το υπ’ αριθμ. Α2.3 Πρότυπο, σύμφωνα με το οποίο μέγιστο ωράριο εργασίας του οποίου δεν πρέπει να γίνεται υπέρβαση πρέπει να είναι οι δεκατέσσερις [14] ώρες μέσα σε οποιαδήποτε περίοδο είκοσι τεσσάρων [24] ωρών και οι εβδομήντα δύο [72] ώρες μέσα σε οποιαδήποτε περίοδο επτά [7] ημερών [ § 5 περ. (α)], ενώ το ελάχιστο σύνολο των ωρών ανάπαυσης δεν πρέπει να είναι λιγότερο από δέκα [10] ώρες μέσα σε οποιαδήποτε περίοδο είκοσι τεσσάρων [24] ωρών και εβδομήντα επτά [77] ώρες μέσα σε οποιαδήποτε περίοδο επτά [7] ημερών [ § 5 περ. (β)]. Περαιτέρω στις διατάξεις των §§ 13 και 14 του ιδίου Τίτλου των ως άνω Κανονισμών ορίζεται αντιστοίχως ότι «Καμία διάταξη των παραγράφων 5 και 6 του παρόντος Προτύπου δεν πρέπει να εμποδίζει ένα Μέλος από το να διαθέτει εθνικούς νόμους ή κανονισμούς ή διαδικασία για την αρμόδια αρχή να εγκρίνει ή να καταχωρεί συλλογικές συμβάσεις που να επιτρέπουν εξαιρέσεις των ορίων που καθορίζονται. Οι εν λόγω εξαιρέσεις θα πρέπει, κατά το δυνατό, να ακολουθούν τις διατάξεις του παρόντος Προτύπου αλλά μπορούν να λαμβάνουν υπόψη πιο συχνές ή μεγαλύτερες περιόδους άδειας ή τη χορήγηση αντισταθμιστικής άδειας για ναυτικούς που εκτελούν φυλακές ή που εργάζονται επί πλοίων που πραγματοποιούν βραχείς πλόες» (§ 13) και ότι «Καμία διάταξη του παρόντος Προτύπου δεν πρέπει να θεωρείται ότι παρεμποδίζει το δικαίωμα του πλοιάρχου να απαιτήσει από το ναυτικό να εκτελέσει όσες ώρες εργασίας είναι απαραίτητες για την άμεση ασφάλεια του πλοίου, των επιβαινόντων ή του φορτίου ή με σκοπό την παροχή συνδρομής σε άλλα πλοία ή πρόσωπα που κινδυνεύουν στη θάλασσα. Αναλόγως, ο πλοίαρχος μπορεί να αναστείλει το πρόγραμμα των ωρών εργασίας ή των ωρών ανάπαυσης και να απαιτήσει από έναν ναυτικό να εκτελέσει όσες ώρες εργασίας είναι απαραίτητες έως ότου αποκατασταθεί η φυσιολογική κατάσταση. Το ταχύτερο δυνατόν μετά την αποκατάσταση της φυσιολογικής κατάστασης, ο πλοίαρχος πρέπει να εξασφαλίζει ότι όποιοι ναυτικοί εκτέλεσαν εργασία σε προγραμματισμένη περίοδο ανάπαυσης, λαμβάνουν επαρκή περίοδο ανάπαυσης» (§ 14). Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι η MLC επιτρέπει την υπέρβαση των ανώτατων χρονικών ορίων εργασίας και την περιστολή του ελάχιστου χρόνου ανάπαυσης των ναυτικών, εφόσον τούτο προβλέπεται στην εθνική νομοθεσία ή σε συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας. Στην Ελλάδα παρεμφερείς ρυθμίσεις θεσπίζονται με τις διατάξεις του άρθρου 659 ΑΚ κατά την οποία ο εργαζόμενος, αν παρουσιαστεί ανάγκη για εργασία πέρα από τη συμφωνημένη ή τη συνηθισμένη, έχει, έναντι συμπληρωματικής αμοιβής, την υποχρέωση να την παράσχει, εφόσον είναι σε θέση να το κάνει και η άρνησή του θα ήταν αντίθετη με την καλή πίστη, καθώς και με εκείνες των άρθρων 98 ΚΔΝΔ και 57 εδαφ. β ΚΙΝΔ. Πέραν, όμως, των νομοθετικών αυτών ρυθμίσεων, στις ΣΣΝΕ των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων, με τις οποίες το ωράριο της εργασίας τους καθορίζεται σε οκτώ [8] ώρες ημερησίως και σε σαράντα [40] ώρες εβδομαδιαίως από Δευτέρα έως Παρασκευή, ενώ για τα Σάββατα και τις Κυριακές προβλέπεται ιδιαίτερη αμοιβή, παγίως περιλαμβάνεται κανονιστικός όρος κατά τον οποίο η παροχή πρόσθετης, μετά τη συμπλήρωση του οκταώρου, εργασίας, που είναι υποχρεωτική για το ναυτικό, αμείβεται προσθέτως, ανεξαρτήτως μάλιστα του αριθμού των ωρών της ημερήσιας υπερωριακής απασχόλησης, στις οποίες δεν τίθεται κανένας περιορισμός (πρβλ ΑΠ 515/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην περίπτωση που επανακρίνεται ο ήδη εκκαλών – ενάγων με την αγωγή του υποστήριξε ότι υπέστη ηθική βλάβη επειδή η εναγόμενη εργοδότριά του, παραβιάζοντας συστηματικά την εργατική νομοθεσία, τον υποχρέωνε να εργάζεται συνεχώς μέχρις εξαντλήσεως των δυνάμεών του, χωρίς να τηρεί τις ώρες υποχρεωτικής ανάπαυσης των ναυτικών, όπως αυτές προβλέπονται σε υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις και με την επίκληση των άρθρων 299, 57, 59, 914 και 932 ΑΚ, ζήτησε τη χρηματική ικανοποίηση της βλάβης του αυτής. Επιχειρούμενη να θεμελιωθεί στη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ η αξίωση αυτή δεν ήταν νόμιμη, αφού ο ενάγων δεν επικαλέστηκε συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία του αιτιωδώς προκληθείσα από την εργασία του στο πλοίο της εναγομένης πέραν του νομίμου ωραρίου ούτε προσβολή απολύτου δικαιώματός του, όπως λ.χ. της υγείας του εξαιτίας της «εξαντλητικής» απασχόλησής του, με αποτέλεσμα ελλείψει ζημίας να μη στοιχειοθετείται το πραγματικό του άρθρου 914 ΑΚ, που συνιστά προϋπόθεση για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη. Όμως, ούτε και στις διατάξεις των άρθρων 57 και 59 ΑΚ η ίδια αξίωση ευρίσκει νόμιμο έρεισμα, αφού δεν εκτίθεται παραβίαση της εργατικής νομοθεσίας εκ μέρους της εναγομένης. Ειδικότερα, ο ενάγων εκθέτει ότι εργαζόταν κατά κανόνα έξι [6] ημέρες την εβδομάδα (πλην Τετάρτης), ότι μετείχε σε πέντε [5] δρομολόγια του πλοίου ΝΚ, τα δύο [2] από τα οποία, που είχαν προορισμό το λιμένα της Αστυπάλαιας με επιστροφή στην Κάλυμνο, είχαν προγραμματισμένη διάρκεια επτά [7] ώρες και δεκαπέντε [15] λεπτά και τα υπόλοιπα τρία [3] με προορισμό το Πυθαγόρειο της Σάμου με επιστροφή, διαρκούσαν κατά το εγκεκριμένο πρόγραμμα επί δεκαεξίμισι [16,5] ώρες το ένα (της Κυριακής) και επί δεκαοκτώ [18] περίπου ώρες τα λοιπά (της Τρίτης και της Παρασκευής), ότι αναλάμβανε καθήκοντα μισή ώρα πριν από κάθε απόπλου και απαλλασσόταν από αυτά μισή ώρα μετά από κάθε κατάπλου και ότι κατά τα Σάββατα παρείχε εργασία στο λιμάνι επί εξάωρο κάθε φορά. Υπό τα επικαλούμενα, επομένως, η συνολική προγραμματισμένη χρονική διάρκεια των δρομολογίων του πλοίου σε εβδομαδιαία βάση δεν υπερέβαινε τις εξήντα οκτώ [68] ώρες και η συνολική διάρκεια της δικής του απασχόλησης ανά επταήμερο τις ογδόντα μία [81]. Συνεπώς, υπό τα εκτιθέμενα, οι ώρες απασχόλησης του ενάγοντος εν πλω δεν υπερέβαιναν το μέγιστο ωράριο σε εβδομαδιαία βάση που προβλέπει ο Ν. 4078/2012, ακόμα και αν συνυπολογιστεί η αναφερόμενη στην αγωγή υπέρβαση κατά μία ώρα [1] κατά μέσο όρο των χρονικών ορίων των δρομολογίων προς Πυθαγόρειο, εξαιτίας καθυστερήσεων των οποίων ο ενάγων δεν διευκρινίζει επαρκώς την αιτία. Όμως, ακόμα και αν υπήρχε υπέρβαση του μέγιστου νόμιμου ωραρίου εν πλω, αυτή, γενόμενη κατ’ εντολή του πλοιάρχου και για την ασφάλεια του πλοίου, δε θα μπορούσε να θεωρηθεί παράνομη, αφού, όπως ήδη σημειώθηκε, είναι ανεκτή από την MLC και την εθνική νομοθεσία. Βέβαια, η επικαλούμενη συνολική εβδομαδιαία απασχόληση του ενάγοντος εν πλω και στο λιμένα υπερέβαινε τις εβδομήντα δύο [72] ώρες, όπως υπερέβαινε και τις σαράντα [40] της υποχρεωτικής εργασίας που προέβλεπε η ΣΣΝΕ στην οποία θα γίνει αναφορά πιο κάτω. Όμως, για τις ώρες της πρόσθετης απασχόλησής του ο ενάγων δικαιούται πρόσθετη (υπερωριακή) αμοιβή κατά την ίδια ΣΣΝΕ, η οποία, επειδή δε θεσπίζει ανώτατο ώριο τέτοιας αμοιβής, πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν θέτει ούτε ανώτατα όρια υπερωριακής απασχόλησης, κατά τρόπο συμβατό με τις νόμιμες προβλέψεις. Άλλωστε, παράβαση της εργατικής νομοθεσίας δεν υφίσταται σε κάθε περίπτωση, αφού υπό τα εκτιθέμενα οι ώρες αναπαύσεως του ενάγοντος σε εβδομαδιαία βάση υπερέβαιναν κατά πολύ τις προβλεπόμενες εβδομήντα επτά [77]. Για την πληρότητα της αιτιολογίας θα σημειωθεί και ότι, ανεξαρτήτως των παραπάνω, περί υποχρεωτικής εργασίας δε μπορεί να γίνει σοβαρός λόγος εν προκειμένω, όχι μόνον ενόψει της νόμιμης (άρθρο 57 εδαφ. α ΚΙΝΔ) υποχρέωσης του ναυτικού να εκτελεί την υπηρεσία του σύμφωνα με το νόμο, τη σύμβαση ναυτολογήσεώς του, τους κανονισμούς και τις κρατούσες συνήθειες και να υπακούει στις διαταγές των προϊσταμένων του αλλά, προεχόντως, επειδή πρόκειται για υποχρέωση του ενάγοντος που αναλήφθηκε συμβατικά εν γνώσει του ωραρίου των δρομολογίων του πλοίου και με την ελεύθερη βούλησή του, έναντι μάλιστα αντιπαροχής και, συγκεκριμένα, της υπερωριακής αμοιβής του, την οποία ήδη αξιώνει (ΕφΑθ. 8532/1983, ΕΕΔ 43/125, Σ. Βλαστός, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, τόμος Ι, 1999, σελ. 621 επομ.).

Συνεπώς, ο πέμπτος λόγος της ένδικης Α έφεσης, με τον οποίον ο ενάγων μέμφεται την εκκαλουμένη για την, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, απόρριψη ως νομικά αβάσιμου του αιτήματός του να του επιδικαστεί χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την προαναφερόμενη αιτία, θα απορριφθεί ως αβάσιμος, αφού το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, έστω με συνοπτικές και ελλιπείς αιτιολογίες, οι οποίες πάντως αντικαθίστανται με αυτές της παρούσας (άρθρο 534 ΚΠολΔ) ορθώς κατ’ αποτέλεσμα έκρινε.

IV. Κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, που συνάγεται από τα άρθρα 3, 174, 178, 179 και 679 του ΑΚ, 8 του Ν. 2112/1920, 5 § 1 του ΑΝ 539/1945, 8 § 4 του ΝΔ 4020/1959 και 7 § 2 του Ν. 1876/1990, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στο νόμο, η παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμά του να λάβει τις νόμιμες αποδοχές του, το οποίο απορρέει από κανόνες δημόσιας τάξης, είναι άκυρη είτε γίνεται πριν την παροχή της εργασίας, κατά τη σύναψη της ατομικής εργασιακής συμβάσεως είτε μετά από αυτήν. Κατά συνέπεια είναι άκυρη η ολική ή η μερική αποστέρηση του νόμιμου μισθού από το μισθωτό ανεξάρτητα από τον ειδικότερο χαρακτηρισμό της (ως όρου της ατομικής σύμβασης εργασίας, ως σύμβασης συμβιβασμού, όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του, ως σύμβασης άφεσης χρέους ή ακόμα και ως έκδοσης εξοφλητικής απόδειξης). Επομένως, η παραίτηση από το δικαίωμα στο νόμιμο μισθό, εφόσον θεωρείται σαν να μην έγινε (άρθρο 180 ΑΚ), δεν αντιτάσσεται κατά του εργαζομένου που ενάγει για την καταβολή των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών του, που υπερβαίνουν τις συμφωνημένες. Αντιθέτως, στα πλαίσια της αρχής της συμβατικής ελευθερίας (άρθρο 361 ΑΚ), είναι έγκυρη η παραίτηση από συμβατικές εργατικές αξιώσεις, κατά το μέρος που αυτές υπερβαίνουν τα ελάχιστα όρια αμοιβών που προβλέπονται από το νόμο, από συλλογικές συμβάσεις ή άλλες κανονιστικές διατάξεις (ΑΠ 1149/2017, ΑΠ 1569/2017, ΑΠ 1554/2011, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 843/2002, ΔΕΕ 2003/831, ΑΠ 1228/1993, Δνη 1995/159 – ΕΕΔ 1995/823, ΑΠ 453/1981, ΕΕΔ 1981/538). Στα πλαίσια της ναυτικής εργασίας, ειδικότερα, όταν τους όρους αμοιβής και τις συνθήκες της παροχής της ρυθμίζει ΣΣΝΕ, ως νόμιμες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από αυτήν για την ειδικότητα με την οποία ο ναυτικός προσλαμβάνεται και απασχολείται, ακόμα και αν η ειδικότητα αυτή δεν προβλέπεται στην διοικητικώς καθοριζόμενη οργανική σύνθεση του πληρώματος (ΜονΕφΠειρ. 62/2019, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο, ΜονΕφΠειρ. 726/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 364/2005, ΕΝαυτΔ 2005/348). Επομένως, ρήτρα σε ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας, που προβλέπει ότι ο ναυτικός θα αμείβεται με τις νόμιμες αποδοχές ειδικότητας άλλης από αυτήν με την οποία προσλαμβάνεται και τα καθήκοντα της οποίας εκτελεί, είναι άκυρη, εφόσον οι αποδοχές της άλλης ειδικότητας είναι κατά την οικεία ΣΣΝΕ κατώτερες εκείνων που προβλέπονται για τη δική του.

V. Από την επανεκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, για να ληφθούν υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε ως δικαστικά τεκμήρια, από τη με αριθμό ……/31.5.2017 ένορκη ενώπιον της Συμβολαιογράφου Καλύμνου Δωδεκανήσων ………. βεβαίωση του ………, που απασχολήθηκε ως ναύκληρος στο πιο κάτω πλοίο σε χρόνο κατά πολύ προγενέστερο της ναυτολόγησης του ενάγοντος σ’ αυτό, η οποία συντάχθηκε με την επιμέλεια του τελευταίου, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κατ’ άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ κλητεύσεως της αντιδίκου του, όπως προκύπτει από τη με αριθμό …./26.5.2017 επιδοτήρια έκθεση της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Κω ……, η οποία εκτιμάται κατά το μέτρο της γνώσεως και το βαθμό της αξιοπιστίας του βεβαιούντος, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα αποδεικτέα θέματα που ειδικώς πιο κάτω επισημαίνονται και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Ο ενάγων .…………, που γεννήθηκε στις 19.4.1954, τυγχάνει Έλληνας απογεγραμμένος ναυτικός, κάτοχος του με αριθμό ….. ναυτικού φυλλαδίου της ΚΓ ναυτικής περιφέρειας, με ειδικότητα υποπλοιάρχου, η δε εναγόμενη …… είναι ανώνυμη ναυτιλιακή εταιρία και πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίου ΝΚ, εγγεγραμμένου στο νηολόγιο του λιμένα της Καλύμνου με αύξοντα αριθμό εγγραφής 2 και αριθμό ΙΜΟ ….., ολικής χωρητικότητας επτακοσίων πενήντα τεσσάρων τόνων gross και ογδόντα τεσσάρων εκατοστών [754,84], που ναυπηγήθηκε το έτος 1988. Κατά την ένδικη χρονική περίοδο στο πλοίο αυτό, του οποίου η οργανική σύνθεση είχε καθοριστεί διοικητικά με την υπ’ αριθμ. 2311.4/132/5.6.1989 απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 87 § 2 του ΚΔΝΔ, ως αξιωματικοί καταστρώματος έπρεπε να απασχολούνται ένας [1] πλοίαρχος και ένας [1] ανθυποπλοίαρχος. Στις 11.12.2015 μεταξύ του ενάγοντος και του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης Ιωάννη Διαμαντή καταρτίστηκε εγγράφως σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, δυνάμει της οποίας ο πρώτος ναυτολογήθηκε στο πλοίο της δεύτερης μέχρι την 29η.2.2016, με δυνατότητα παρατάσεως με κοινή συμφωνία των μερών αποδεικνυόμενη μόνον εγγράφως. Όπως δεν αμφισβητείται, στην πρόσληψη του ενάγοντος, ήδη μέχρι τότε μακροχρόνια άνεργου, συγκατένευσε η εναγόμενη, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι οικονομικές του ανάγκες, μολονότι η οργανική σύνθεση του πλοίου της δεν προέβλεπε θέση για την ειδικότητά του (υποπλοίαρχος). Για το λόγο αυτό και προκειμένου η εργοδότρια να μην επωμισθεί το μισθοδοτικό κόστος μη απαιτούμενης ειδικότητας στην ως άνω σύμβαση εργασίας ρητώς αναγράφηκε ότι ο ενάγων προσλήφθηκε «ως Πλοίαρχος Β΄ με μισθό Πλοιάρχου Γ΄» (όρος Ι) και διευκρινίστηκε (όρος IV) ότι ο μισθός του καθορίζεται «σύμφωνα με την ισχύουσα ΣΣΕ με την ειδικότητα του Πλοιάρχου Γ΄», που αντιστοιχεί στο βαθμό του ανθυποπλοιάρχου (ενώ η ειδικότητα του Πλοιάρχου Β΄ αντιστοιχεί σ’ αυτόν του υποπλοιάρχου). Κατά την ισχύουσα το κρίσιμο χρονικό διάστημα (11.12.2015 – 23.4.2016) από 8.4.2014 ΣΣΝΕ των Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων για το έτος 2014, που κυρώθηκε αρμοδίως και, έτσι, κατέστη γενικά υποχρεωτική, με την υπ’ αριθμ. 3525.1.5/01/13.6.2014 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου, η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 1664/24.6.2014), ο βασικός μισθός (μισθός ενέργειας) του υποπλοιάρχου προβλεπόταν υπέρτερος εκείνου του ανθυποπλοιάρχου ανερχόμενος σε χίλια εξακόσια ογδόντα εννέα ευρώ και σαράντα ένα λεπτά (1.689,41 €) έναντι χιλίων τετρακοσίων εβδομήντα δύο ευρώ και είκοσι δύο λεπτών (1.472,22 €). Η διαφοροποίηση στις νόμιμες αποδοχές των δύο ειδικοτήτων, επί των οποίων υπολογίζονταν ακολούθως τα λοιπά νόμιμα επιδόματα εκάστης, είναι συνάρτηση των καθηκόντων που ο νόμος προβλέπει για καθεμία από αυτές. Συγκεκριμένα, ο υποπλοίαρχος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 40 – 47 του ΒΔ 683/1960 «Περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί Ελληνικών επιβατηγών πλοίων πεντακοσίων κ.ο.χ. και άνω» (ΦΕΚ Α 158/4.10/1960), είναι ο άμεσος βοηθός του υπάρχου και «…επιμελείται α) της τάξεως και καθαριότητος εν τω οιακιστηρίω, χαρτοθαλάμω και εν τη γεφύρα εν γένει, β) είναι υπεύθυνος διά την καλήν κατάστασιν, συντήρησιν, ρύθμισιν, προετοιμασίαν και πληρότητα όλων των ναυτιλιακών οργάνων του πλοίου, των μέσων εσωτερικής συνεννοήσεως, των μέσων οπτικής συνεννοήσεως, των σημάτων κινδύνου τα οποία προβλέπονται υπό της Διεθνούς συμβάσεως “περί ασφαλείας της ανθρωπίνης ζωής εν θαλάσση” και των συναφών κανονισμών, της συσκευής πηδαλιουχήσεως, κυρίας, βοηθητικής και εφεδρικής και όλων των συναφών εξαρτημάτων μηχανισμών και συσκευών, γ) είναι υπεύθυνος διά την λειτουργίαν, συντήρησιν και ετοιμότητα των ηλεκτρονικών ναυτικών οργάνων του πλοίου ήτοι: της γυροσκοπικής πυξίδος, του ραντάρ, ραδιογωνιομέτρου, ηχοβολιστικών μηχανημάτων κλπ, δ) της τάξεως ευπρεπείας και φυλάξεως των Σημαιών και σημάτων, ε) της τηρήσεως και ενημερώσεως των πινάκων παρεκτροπών πυξίδος, της απολύτου καταστάσεως και ημερησίας πορείας του χρονομέτρου, του βιβλίου απογραφής και του ευρετηρίου ναυτικών χαρτών, ναυτικών βιβλίων και ναυτιλιακών οδηγιών» (άρθρο 41), «… επιμελείται της καλής καταστάσεως και συντηρήσεως των πλοϊκών και αγκυροβολίας φανών, των φανών κλιμάκων και κυτών, των κοινών και μηχανικών (μετ` αυταναφλέκτου φωτισμού ή αυτομάτου συρίκτας) σωσιβίων, των σκυταλίδων και βεγγαλικών πυροτεχνημάτων εν γένει και των αμοιβών αυτών, ιδία δε των αμοιβών πλοϊκών φανών, οίτινες δέον να ώσιν ανά πάσαν στιγμήν έτοιμοι προς άμεσον χρησιμοποίησιν» (άρθρο 42), «… επιμελείται της καλής καταστάσεως και πληρότητος των πλοϊκών και αγκυροβολίας φανών, των φανών κλιμάκων και όλων των φανών σχημάτων και λοιπών μέσων τα οποία είναι αναγκαία και προβλέπονται υπό των διατάξεων του Διεθνούς Κανονισμού προς αποφυγήν συγκρούσεων» (άρθρο 43), «… έχει υπό την αποκλειστικήν του επιμέλεια και έλεγχον τας αγκύρας, τα βαρούλκα αυτών και τα πρωραία εν γένει άρμενα και σύσκευα, κατά δε την άπαρσιν και αγκυροβολίαν παρίσταται και διευθύνει την εργασίαν πρώραθεν, τελών εν συνεχεί επαφή μετά της γεφύρας και έτοιμος να παράσχη εις τον Πλοίαρχον πάσαν πληροφορίαν και να εκτελέση τας διαταγάς του. Κατά τας φορτοεκφορτώσεις είναι υπεύθυνος διά τα πρωραία κύτη» (άρθρο 44), «… μεριμνά διά την έγκαιρον έπαρσιν και υποστολήν της Εθνικής Σημαίας, των σημάτων απόπλου, υδρεύσεως, αιτήσεως πλοηγού και παντός εν γένει σήματος ή σημαιοστολισμού ούτινος ήθελε διαταχθή η έπαρσις ή η υποστολή, τηρών και τας διαταγάς των οικείων κανονισμών» (άρθρο 45), «… μεριμνά υπό τας οδηγίας του Υπάρχου και του προϊσταμένου της Υγειονομικής Υπηρεσίας διά την έγκαιρον προετοιμασίαν του πλοίου προς εκτέλεσιν της μυοκτονίας. Λαμβάνει προς τούτο άπαντα τα ενδεικνυόμενα μέτρα προς προστασίαν των επιβατών και των υποκειμένων εις αλλοίωσιν τροφών και λοιπών ειδών εν τω πλοίω» (άρθρο 46) και «… βοηθεί τον Πλοίαρχον εις την κατά Νόμον συγκρότησιν και μεταβολάς του πληρώματος, την θεώρησιν και παραλαβήν των ναυτιλιακών εγγράφων και εν γένει εις όλας τας υποχρεώσεις του έναντι των αρμοδίων Αρχών του Κράτους» (άρθρο 47), ενώ ο ανθυποπλοίαρχος «είναι ο βοηθός του Υπάρχου και Υποπλοιάρχου και εργάζεται υπό τον έλεγχον αυτών εις παν ό,τι αφορά την υπηρεσίαν σκάφους, την ναυσιπλοΐαν και το φορτίον». Υπό τα δεδομένα αυτά είναι προφανές ότι ο ενάγων κατά τη συνομολόγηση της σύμβασης εργασίας του παραιτήθηκε εκ των προτέρων από το δικαίωμα λήψεως των αυξημένων νόμιμων αποδοχών της ειδικότητάς του και αποδέχθηκε να λαμβάνει τις ελαττωμένες αποδοχές ειδικότητας άλλης από εκείνη με την οποία προσλήφθηκε, της οποίας (ειδικότητας του υποπλοιάρχου) τα καθήκοντα πράγματι ασκούσε κατά τους πλόες του πλοίου, όπως πιο κάτω θα αναφερθεί. Για όσους, όμως, λόγους προαναφέρθηκαν, η παραίτηση αυτή είναι άκυρη, με αποτέλεσμα να του οφείλονται οι νόμιμες αποδοχές της ειδικότητας του υποπλοιάρχου, αντί αυτών των ανθυποπλοιάρχου, τις οποίες η εναγόμενη του κατέβαλε. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των άρθρων 1, 3, 6, 7 § 1, 8 §§ 2 περ. γ, 5 περ. γ, 13, 10 § 4 και 15 § 2 της ως άνω ΣΣΝΕ, οι συνολικές νόμιμες αποδοχές του υποπλοιάρχου ανά μήνα του επιδίκου χρονικού διαστήματος ανέρχονταν σε τρεις χιλιάδες πεντακόσια ενενήντα δύο ευρώ και τριάντα λεπτά (3.592,30 €), αναλυόμενες α] σε μισθό ενεργείας, ο οποίος ανερχόταν, όπως ήδη ειπώθηκε, σε χίλια εξακόσια ογδόντα εννέα ευρώ και σαράντα ένα λεπτά (1.689,41 €), β] σε επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας, δηλαδή σε τριακόσια εβδομήντα ένα ευρώ και εξήντα επτά λεπτά (371,67 €), γ] σε αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας ύψους δεκαεννέα ευρώ και είκοσι ενός λεπτών (19,21 €) την ημέρα ή πεντακοσίων εβδομήντα έξι ευρώ και τριάντα λεπτών (19,21 € Χ 30 ημέρες = 576,30 €) το μήνα, δ] σε επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας ύψους τριάντα πέντε ευρώ και είκοσι δύο λεπτών (35,22 €), ε] σε επίδομα άγονης γραμμής ανερχόμενο σε ποσοστό 7% επί του μισθού ενέργειας, δηλαδή σε εκατόν δεκαοκτώ ευρώ και είκοσι έξι λεπτά (118,26 €), στ] σε ειδικό επίδομα ύψους τριάντα πέντε ευρώ και δεκαεννέα λεπτών (35,19 €), ζ] στο αντίστοιχο στην ειδικότητα του υποπλοιάρχου και καταβαλλόμενο στους αξιωματικούς καταστρώματος επίδομα για την παραλαβή, τον έλεγχο της στοιβασίας και την επίβλεψη της φορτοεκφορτώσεως οχημάτων ανερχόμενο σε διακόσια ένα ευρώ και εβδομήντα επτά λεπτά (201,77 €) και η] σε αποδοχές άδειας μετά τροφοδοσίας ύψους πεντακοσίων εξήντα τεσσάρων ευρώ και σαράντα οκτώ λεπτών [(1.689,41 € + 371,67 €: 22 =) 93,68 € + 19,21 € Χ 5 ημέρες = 564,48 €], το δε ωρομίσθιο του υποπλοιάρχου καθορίστηκε στο χρηματικό ποσό των εννέα ευρώ και εβδομήντα επτά λεπτών (9,77 €) και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε δώδεκα ευρώ και είκοσι ένα λεπτά (12,21 €) και δεκατέσσερα ευρώ και εξήντα πέντε λεπτά (14,65 €) αντίστοιχα. Επομένως, ενόψει του ότι κατά την ένδικη χρονική περίοδο το Ε/Γ – Ο/Γ ΝΚ εκτελούσε επιδοτούμενα δρομολόγια μόνον κατά τα χρονικά διαστήματα από 11.12.2015 έως 30.1.2016 και από 6.4.2016 έως 23.4.2016, αφού κατά το ενδιάμεσο διάστημα (από 31.1.2016 έως και 5.4.2016) ελλιμενιζόταν στο Πέραμα του Πειραιά, όπου εκτελούνταν οι εργασίες της ετήσιας συντήρησής του, ο ενάγων δικαιούτο Α] για τα χρονικά διαστήματα που το πλοίο έπλεε το συνολικό χρηματικό ποσό των οκτώ χιλιάδων διακοσίων εξήντα δύο ευρώ και είκοσι εννέα λεπτών (3.592,30 € Χ 2 μήνες και 9 ημέρες = 8.262,29 €) και Β] για το χρονικό διάστημα της συντηρήσεώς του, το συνολικό χρηματικό ποσό των επτά χιλιάδων εκατόν ενενήντα οκτώ ευρώ και ενενήντα εννέα λεπτών {(3.592,30 € – [118,26 € + 201,77 € =] 320,03 € =) 3.272,27 € Χ 2 μήνες και 6 ημέρες = 7.198,99 €}, στο οποίο δεν συνυπολογίζονται τα μηνιαία επιδόματα άγονης γραμμής και παραλαβής, ελέγχου στοιβασίας και επίβλεψης φορτοεκφορτώσεως οχημάτων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο για τον υπολογισμό της διαφοράς των δεδουλευμένων αποδοχών του ενάγοντος και κατά παραδοχή σχετικού ισχυρισμού της εναγομένης έθεσε ως βάση τις (κατώτερες) νόμιμες αποδοχές της ειδικότητας του ανθυποπλοιάρχου, όπως προβλεπόταν στην επίμαχη σύμβαση ναυτικής εργασίας, την οποία, ως προς τους σχετικούς όρους της, θεώρησε έγκυρη, επειδή απέβλεψε αποκλειστικά στην διοικητικώς καθορισμένη οργανική σύνθεση του πλοίου ΝΚ και έκρινε ότι «… προφανώς η εναγόμενη δεν θα συναινούσε στην καταβολή υπέρτερων χρηματικών ποσών αυτών που θα κατέβαλε, εάν είχε προσλάβει άλλον στη θέση του». Με αυτές τις παραδοχές επιδίκασε ακολούθως στον ενάγοντα Α] για το χρονικό διάστημα των δρομολογίων του πλοίου το συνολικό χρηματικό ποσό των επτά χιλιάδων τριακοσίων ενενήντα οκτώ ευρώ και τεσσάρων λεπτών (7.398,04 €) και Β] για το χρονικό διάστημα της ακινησίας του το συνολικό χρηματικό ποσό των έξι χιλιάδων επτακοσίων εξήντα τεσσάρων ευρώ και πενήντα έξι λεπτών (6.764,56 €). Με βάση τις ίδιες παραδοχές υπολόγισε και τα λοιπά αξιούμενα επιδόματα (εορταστικά και δρομολογίων εξπρές), των οποίων το ύψος είναι κατά το νόμο και την ως άνω ΣΣΝΕ εξαρτημένο από τις νόμιμες αποδοχές του ναυτικού. Έτσι που έκρινε η εκκαλουμένη έσφαλε και, συνεπώς, πρέπει να εξαφανιστεί ως προς όλα τα κεφάλαιά της που αφορούν τις δεδουλευμένες αποδοχές του ενάγοντος και την αμοιβή της υπερωριακής εργασίας του και των λοιπών επιδίκων επιδομάτων του, που υπολογίστηκαν επί ελαττωμένων νομίμων αποδοχών, δεκτών καθισταμένων των συναφών τεσσάρων [4] πρώτων λόγων της Α έφεσης. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι τα τακτικά δρομολόγια του πλοίου είχαν αφετηρία το λιμένα της Καλύμνου και προορισμό νήσους των Δωδεκανήσων και το Πυθαγόρειο της Σάμου. Τα ίδια αυτά δρομολόγια εκτελούνταν στα πλαίσια δημόσιας υπηρεσίας, που είχε ανατεθεί στην εναγόμενη, γεγονός που επειδή δεν αμφισβητείται θεωρείται αποδεδειγμένο, μολονότι δεν προσκομίζονται οι σχετικές συμβάσεις ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας. Συγκεκριμένα, τα δρομολόγια του πλοίου είχαν ως εξής: α] κάθε Δευτέρα και Πέμπτη αναχωρούσε από την Κάλυμνο στις 07:00 με προορισμό την Αστυπάλαια, όπου κατέπλεε στις 10:30 και μετά από δεκαπεντάλεπτη παραμονή εκεί εκτελούσε το ταξίδι της επιστροφής προς την Κάλυμνο όπου κατέπλεε στις 14:15. Κάθε Τρίτη, Παρασκευή και Κυριακή το πλοίο εκτελούσε δρομολόγιο από την Κάλυμνο προς το Πυθαγόρειο της Σάμου πραγματοποιώντας αποεπιβιβάσεις επιβατών και οχημάτων και στους ενδιάμεσους λιμένες της Λέρου, των Λειψών, της Πάτμου, των Αρκιών και του Αγαθονησίου με επιστροφή στην Κάλυμνο κατά την αντίστροφη πορεία. Το δρομολόγιο κάθε Τρίτη και Παρασκευή ξεκινούσε στις 05:00 και έπρεπε να ολοκληρωθεί στις 22:50 και κάθε Κυριακή το πλοίο απέπλεε στις 07:00 από την Κάλυμνο, όπου έπρεπε να επιστρέψει στις 23:30 της ιδίας ημέρας. Κατά την εκτέλεση των δρομολογίων υπήρχαν ορισμένες καθυστερήσεις, οφειλόμενες κυρίως στις καιρικές συνθήκες, που δε μετέβαλλαν όμως ουσιωδώς το προκαθορισμένο ωράριο αφιξαναχωρήσεων. Τις Τετάρτες και τα Σάββατα κατά κανόνα το πλοίο παρέμενε αργό στο λιμάνι της Καλύμνου, ο δε ενάγων εργασία παρείχε μόνον κατά τα Σάββατα, όταν και επόπτευε τις εργασίες επισκευής και συντήρησης που εκτελούσε το προσωπικό καταστρώματος, διεκπεραιώνοντας παράλληλα γραφειοκρατικής φύσεως υποχρεώσεις του πλοίου. Κατ’ εξαίρεση, δρομολόγια δεν εκτελέστηκαν την Παρασκευή 25.12.2015, την Πέμπτη 31.12.2015, την Παρασκευή 1.1.2016, την Πέμπτη 7.1.2016 και την Κυριακή 17.1.2016 είτε λόγω των εορτών (25.12.2015 και 1.1.2016) είτε συνεπεία απαγόρευσης του απόπλου λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών (31.12.2015, 7.1.2016 και 17.1.2016). Αντιθέτως, έκτακτα δρομολόγια με προορισμό το Πυθαγόρειο και προσεγγίσεις σε όλους τους πιο πάνω ενδιάμεσους λιμένες εκτέλεσε το πλοίο 26.12.2015, ημέρα Σάββατο, στις 2.1.2016, ημέρα Σάββατο, στις 6.4.2016, ημέρα Τετάρτη, στις 13.4.2016, ημέρα Τετάρτη και στις 20.4.2016, ημέρα Τετάρτη. Έκτακτο δρομολόγιο με προορισμό αυτή τη φορά την Αστυπάλαια εκτελέστηκε και στις 9.1.2016, ημέρα Σάββατο, ενώ τη Δευτέρα 18.1.2016 το πλοίο μετά την ολοκλήρωση του δρομολογίου προς Αστυπάλαια πραγματοποίησε εκτάκτως και το δρομολόγιο προς Πυθαγόρειο με επιστροφή. Όλα τα ανωτέρω προκύπτουν από το ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου και δεν αμφισβητούνται από τους διαδίκους. Από το ίδιο έγγραφο προκύπτει επιπλέον ότι το τακτικό δρομολόγιο της Δευτέρας και της Πέμπτης προς Αστυπάλαια με επιστροφή διήρκεσε στις 14.12.2015 επτά [7] ώρες και σαράντα [40] λεπτά, στις 17.12.2015 επτά [7] ώρες και τριάντα [30] λεπτά, στις 21.12.2015 επτά [7] ώρες και τριάντα [30] λεπτά, στις 24.12.2015 επτά [7] ώρες και τριάντα [30] λεπτά, στις 28.12.2015 επτά [7] ώρες και τριάντα [30] λεπτά, στις 4.1.2016, οπότε το πλοίο λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών αναχώρησε από την Κάλυμνο στις 12:45 και επέστρεψε στις 20:05, επτά [7] ώρες και είκοσι [20] λεπτά, στις 9.1.2016 επτά [7] ώρες και δέκα [10] λεπτά, στις 11.1.2016 επτά [7] ώρες και τριάντα [30] λεπτά, στις 14.1.2016 επτά [7] ώρες και σαράντα πέντε [45] λεπτά, στις 18.1.2016 επτά [7] ώρες και σαράντα πέντε [45] λεπτά, στις 21.1.2016 επτά [7] ώρες και σαράντα πέντε [45] λεπτά, στις 25.1.2016 επτά [7] ώρες και είκοσι πέντε [25] λεπτά, στις 28.1.2016 επτά [7] ώρες και είκοσι [20] λεπτά, στις 7.4.2016 επτά [7] ώρες και δεκαπέντε [15] λεπτά, στις 11.4.2016 επτά [7] ώρες και δέκα [10] λεπτά, στις 14.4.2016 επτά [7] ώρες, στις 18.4.2016 επτά [7] ώρες και στις 21.4.2016 επτά [7] ώρες και τριάντα [30] λεπτά, ενώ το τακτικό δρομολόγιο της Τρίτης, Παρασκευής και Κυριακής προς Πυθαγόρειο Σάμου με επιστροφή διήρκεσε στις 11.12.2015 δεκαοκτώ [18] ώρες και σαράντα [40] λεπτά, στις 13.12.2015 δεκαεπτά [17] ώρες, στις 15.12.2015 δεκαοκτώ [18] ώρες και τριάντα [30] λεπτά, στις 18.12.2015 δεκαοκτώ [18] ώρες και τριάντα πέντε [35] λεπτά, στις 20.12.2015 δεκαεπτά [17] ώρες, στις 22.12.2015 δεκαοκτώ [18] ώρες και σαράντα [40] λεπτά, στις 26.12.2015 δεκαοκτώ [18] ώρες και τριάντα [30] λεπτά, στις 27.12.2015 δεκαέξι [16] ώρες και σαράντα [40] λεπτά, στις 29.12.2015 δεκαέξι [16] ώρες και τριάντα [30] λεπτά, στις 2.1.2016 δεκαοκτώ [18] ώρες, στις 3.1.2016 είκοσι [20] ώρες και είκοσι πέντε [25] λεπτά, εξαιτίας δυσμενών καιρικών συνθηκών, στις 5.1.2016 δεκαοκτώ [18] ώρες και τριάντα πέντε [35] λεπτά, στις 8.1.2016 δεκαοκτώ [18] ώρες και είκοσι [20] λεπτά, στις 10.1.2016 δεκαοκτώ [18] ώρες, στις 12.1.2016 δεκαοκτώ [18] ώρες και σαράντα πέντε [45] λεπτά, στις 15.1.2016 δεκαοκτώ [18] ώρες και τριάντα [30] λεπτά, στις 18.1.2016, οπότε το πλοίο αναχώρησε εκτάκτως στις 15:20 έχοντας πιο πριν εκτελέσει το προγραμματισμένο δρομολόγιο προς Αστυπάλαια, δεκαέξι [16] ώρες και σαράντα [40] λεπτά, στις 19.1.2016, οπότε αναχώρησε αμέσως μετά την ολοκλήρωση του προηγούμενου δρομολογίου στις 08:00, δεκαεπτά [17] ώρες, στις 22.1.2016 δεκαοκτώ [18] ώρες και τριάντα [30] λεπτά, στις 24.1.2016 δεκαεπτά [17] ώρες και σαράντα πέντε [45] λεπτά, στις 26.1.2016 δεκαοκτώ [18] ώρες και δέκα [10] λεπτά, στις 29.1.2016 δεκαοκτώ [18] ώρες και τριάντα [30] λεπτά, στις 6.4.2016 δεκαοκτώ [18] ώρες και τριάντα [30] λεπτά, στις 8.4.2016 δεκαοκτώ [18] ώρες και τριάντα [30] λεπτά, στις 10.4.2016 δεκαέξι [16] ώρες και σαράντα πέντε [45] λεπτά, στις 12.4.2016 δεκαοκτώ [18] ώρες και δέκα [10] λεπτά, στις 13.4.2016 δεκαέξι [16] ώρες και σαράντα [40] λεπτά, στις 15.4.2016 δεκαεπτά [17] ώρες και πενήντα [50] λεπτά, στις 17.4.2016 δεκαέξι [16] ώρες και σαράντα [40] λεπτά, στις 19.4.2016 δεκαοκτώ [18] ώρες, στις 20.4.2016 δεκαέξι [16] ώρες και τριάντα [30] λεπτά και στις 22.4.2016 δεκαοκτώ [18] ώρες και δεκαπέντε [15] λεπτά, ενώ στις 23.4.2016, ημέρα Σάββατο ο ενάγων αποναυτολογήθηκε πριν τη συμπλήρωση οκταώρου. Ο τελευταίος αναλάμβανε υπηρεσία στο πλοίο μισή ώρα πριν από κάθε απόπλου και αποχωρούσε από αυτό μισή ώρα μετά από κάθε κατάπλου, καθώς ήταν επιφορτισμένος με την τακτοποίηση των εγγράφων προς τη λιμενική Αρχή και με την επιθεώρηση των εργασιών φορτοεκφορτώσεως των οχημάτων. Κατά τη διάρκεια εκάστου δρομολογίου πραγματοποιούσε εναλλάξ με τον Πλοίαρχο υπηρεσία φυλακής στη γέφυρα του πλοίου και στα μεσοδιαστήματα, ελλείψει άλλων αξιωματικών καταστρώματος, όφειλε να εποπτεύει τις εργασίες των μελών του πληρώματος, ενώ σε κάθε προσέγγιση σε λιμένα ήταν υπεύθυνος για την ασφαλή πρόσδεση και απόδεση του πλοίου. Κατά τα Σάββατα 12.12 και 19.12.2015, 16.1, 23.1, 30.1, 9.4 και 16.4.2016, οπότε το πλοίο ναυλοχούσε στο λιμένα της Καλύμνου, αφού δεν υπήρχε προγραμματισμένο δρομολόγιο, ο ενάγων απασχολήθηκε επί εξάωρο κάθε φορά εκτελώντας τις εργασίες που προαναφέρθηκαν, ενώ ουδέποτε πριν τον Απρίλιο του 2016 εργάστηκε ημέρα Τετάρτη. Τέλος, κατά το χρονικό διάστημα που στο πλοίο εκτελούνταν εργασίες συντηρήσεως για την επιτυχή υποβολή του στην ετήσια επιθεώρησή του ο ενάγων εργαζόταν επ’ αυτού επί οκτάωρο ημερησίως. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι υπερωριακώς, δηλαδή πέραν του οκταώρου ημερησίως, απασχολήθηκε μόνο κατά τα χρονικά διαστήματα που το πλοίο εκτελούσε πλόες (με την πιο κάτω εξαίρεση). Συγκεκριμένα, κατά το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2015 παρείχε υπερωριακή εργασία στις 11.12, ημέρα Παρασκευή, επί ένδεκα [11] ώρες και σαράντα [40] λεπτά, (δεκαοκτώ [18] ώρες και σαράντα [40] λεπτά, το δρομολόγιο προς Πυθαγόρειο Σάμου με επιστροφή, πλέον μιας [1] ώρας απασχόληση πριν τον απόπλου και μετά τον κατάπλου), στις 13.12, ημέρα Κυριακή, επί δέκα [10] ώρες, στις 14.12, ημέρα Δευτέρα, επί σαράντα [40] λεπτά (επτά [7] ώρες και σαράντα [40] λεπτά ο πλους προς Αστυπάλαια με επιστροφή, πλέον μιας [1] ώρας απασχόληση πριν και μετά το δρομολόγιο), στις 15.12, ημέρα Τρίτη, επί ένδεκα [11] ώρες και τριάντα [30] λεπτά, στις 17.12, ημέρα Πέμπτη, επί τριάντα [30] λεπτά, στις 18.12, ημέρα Παρασκευή, επί ένδεκα [11] ώρες και τριάντα πέντε [35] λεπτά, στις 20.12, ημέρα Κυριακή, επί δέκα [10] ώρες, στις 21.12, ημέρα Δευτέρα, επί τριάντα [30] λεπτά, στις 22.12, ημέρα Τρίτη, επί ένδεκα [11] ώρες και σαράντα [40] λεπτά, στις 24.12, ημέρα Πέμπτη, επί τριάντα [30] λεπτά, στις 26.12, ημέρα Σάββατο και αργία, επί ένδεκα [11] ώρες και τριάντα [30] λεπτά, στις 27.12, ημέρα Κυριακή, επί εννέα [9] ώρες και σαράντα [40] λεπτά και στις 28.12, ημέρα Δευτέρα, επί τριάντα [30] λεπτά. Συνολικά δε κατά τον ίδιο μήνα και λαμβανομένου υπόψη ότι αιτείται αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης μόνο μέχρι τις ένδεκα [11] ώρες για κάθε ημέρα που πραγματοποιήθηκε δρομολόγιο προς Πυθαγόρειο Σάμου, ο ενάγων απασχολήθηκε υπερωριακά επί εβδομήντα τρεις ώρες και είκοσι λεπτά [73 1/3 ώρες] κατά τις καθημερινές και Κυριακές και επί ένδεκα [11] το μοναδικό Σάββατο 26.12.2015, που εκτελέστηκε (έκτακτο) δρομολόγιο και συνέπεσε να είναι και αργία. Δικαιούται, επομένως, για την αιτία αυτή το χρηματικό ποσό των χιλίων ενενήντα τριών ευρώ και δεκατεσσάρων λεπτών συνολικά [(76 1/3 ώρες Χ 12,21 € το ωρομίσθιο με απλή προσαύξηση 25% =) 931,99 € + (11 ώρες Χ 14,65 € το ωρομίσθιο με προσαύξηση 50% =) 161,15 € = 1.093,14 €) για το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2015. Οι συνολικές αποδοχές του, επομένως, κατά το μήνα εκείνο ανήλθαν σε τέσσερις χιλιάδες εξακόσια ογδόντα πέντε ευρώ και σαράντα τέσσερα λεπτά (3.592,30 € + 1.093,14 € = 4.685,44 €) και επ’ αυτών θα υπολογιστεί, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 14 της προαναφερθείσας ΣΣΝΕ, σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), η αναλογία του επιδόματος δώρου εορτών Χριστουγέννων 2015 που δικαιούται ο ενάγων και ανέρχεται σε 2/25 του συνόλου των τακτικών αποδοχών του ανά δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και, συγκεκριμένα, σε τετρακόσια δώδεκα ευρώ και τριάντα ένα λεπτά (4.685,44 € Χ 2/25 = 374,83 € Χ 1,10 δεκαεννεαήμερα (21 ημέρες ναυτολόγησης ÷ 19) = 412,31 €]. Περαιτέρω, κατά το μήνα Ιανουάριο του έτους 2016 ο ενάγων παρείχε υπερωριακή εργασία επί είκοσι [20] ημέρες και, συγκεκριμένα, στις 2.1, ημέρα Σάββατο, στις 3.1, ημέρα Κυριακή, στις 5.1, ημέρα Τρίτη, στις 8.1, ημέρα Παρασκευή, στις 10.1, ημέρα Κυριακή, στις 12.1, ημέρα Τρίτη, στις 15.1, ημέρα Παρασκευή, στις 18.1, ημέρα Δευτέρα, στις 19.1, ημέρα Τρίτη, στις 22.1, ημέρα Παρασκευή, στις 26.1, ημέρα Τρίτη και στις 29.1, Παρασκευή επί ένδεκα [11] ώρες ημερησίως, στις 4.1, ημέρα Δευτέρα, επί είκοσι [20] λεπτά, στις 9.1, ημέρα Σάββατο, επί δέκα [10] λεπτά, στις 11.1.2016, ημέρα Δευτέρα, επί τριάντα [30] λεπτά, στις 14.1, ημέρα Πέμπτη, επί σαράντα πέντε [45] λεπτά, στις 21.1, ημέρα Πέμπτη, επί σαράντα πέντε [45] λεπτά, στις 24.1, ημέρα Κυριακή, επί δέκα [10] ώρες και σαράντα πέντε [45] λεπτά, στις 25.1, ημέρα Δευτέρα, επί είκοσι πέντε [25] λεπτά και στις 28.1, ημέρα Πέμπτη, επί είκοσι [20] λεπτά. Συνολικά δε κατά τον ίδιο μήνα ο ενάγων απασχολήθηκε υπερωριακά επί εκατόν τριάντα πέντε [135] ώρες κατά τις καθημερινές και Κυριακές και επί ένδεκα [11] ώρες και δέκα λεπτά [1 1/6 ώρες] τα Σάββατα 2.1 και 9.1, οπότε εκτελέστηκαν έκτακτα δρομολόγια. Δικαιούται, επομένως, για την αιτία αυτή το χρηματικό ποσό των χιλίων οκτακοσίων ένδεκα ευρώ και ενενήντα τεσσάρων λεπτών συνολικά [(135 ώρες Χ 12,21 € το ωρομίσθιο με απλή προσαύξηση 25% =) 1.648,35 € + (1 1/6 ώρες Χ 14,65 € το ωρομίσθιο με προσαύξηση 50% =) 163,59 € = 1.811,94 €) για το μήνα Ιανουάριο του έτους 2016. Κατά το χρονικό διάστημα της ακινησίας του πλοίου (31.1.2016 έως 5.4.2016) ο ενάγων απασχολήθηκε επί οκτάωρο καθ’ όλα τα (εννέα [9]) Σάββατα της περιόδου αυτής (6, 13, 20, 27.2, 5, 12, 19, 26.3 και 2.4.2016), καθώς και κατά τις δύο [2] αργίες (14.3, Καθαρή Δευτέρα και 25.3.2016), δηλαδή επί ογδόντα οκτώ [88] ώρες, οι οποίες, κατά τα άρθρα 11 και 13 της ΣΣΝΕ θεωρούνται όλες υπερωριακές, αμειβόμενες με ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50%. Δικαιούται, επομένως, για την αιτία αυτή το χρηματικό ποσό των χιλίων διακοσίων ογδόντα εννέα ευρώ και είκοσι λεπτών (88 ώρες Χ 14,65 € το ωρομίσθιο = 1.289,20 €). Εξάλλου, κατά το μήνα Απρίλιο του έτους 2016 ο ενάγων παρείχε υπερωριακή εργασία επί δεκατρείς [13] ημέρες και, συγκεκριμένα, στις 6.4, ημέρα Τετάρτη, στις 8.4, ημέρα Παρασκευή, στις 12.4, ημέρα Τρίτη, στις 15.4, ημέρα Παρασκευή, στις 19.4, ημέρα Τρίτη και στις 22.4, ημέρα Παρασκευή επί ένδεκα [11] ώρες κάθε ημέρα, στις 7.4, ημέρα Πέμπτη, επί δεκαπέντε [15] λεπτά, στις 10.4, ημέρα Κυριακή, επί εννέα [9] ώρες και σαράντα πέντε [45] λεπτά, στις 11.4, ημέρα Δευτέρα, επί δέκα [10] λεπτά, στις 13.4, ημέρα Τετάρτη, επί εννέα [9] ώρες και σαράντα [40] λεπτά, στις 17.4, ημέρα Κυριακή, επί εννέα [9] ώρες και σαράντα [40] λεπτά, στις 20.4, ημέρα Τετάρτη, επί εννέα [9] ώρες και τριάντα [30] λεπτά και στις 21.4, ημέρα Πέμπτη, επί τριάντα [30] λεπτά. Συνολικά δε κατά τον ίδιο μήνα ο ενάγων απασχολήθηκε υπερωριακά επί εκατόν έξι [106] ώρες και είκοσι λεπτά [106 1/3 ώρες] κατά τις καθημερινές και Κυριακές. Δικαιούται, επομένως, για την αιτία αυτή το χρηματικό ποσό των χιλίων διακοσίων ενενήντα οκτώ ευρώ και τριάντα τριών λεπτών συνολικά (106 1/3 ώρες Χ 12,21 € το ωρομίσθιο = 1.298,33 €) για το μήνα Απρίλιο του έτους 2016. Οι μέσες μηνιαίες αποδοχές της υπερωριακής εργασίας του, επομένως, κατά το χρονικό διάστημα από 1.1 έως και 23.4.2016 ανήλθαν σε χίλια εκατόν πενήντα οκτώ ευρώ [(1.811,94 € + 1.298,33 € + 1.289,20 € = 4.399,47 € ÷ 114 ημέρες συνολικής απασχόλησής του Χ 30 ημέρες) = 1.158 €]. Συνεπώς, ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός του στις 17.4.2016 (15η ημέρα πριν από το Πάσχα [1.5.2016]) ανερχόταν σε τέσσερις χιλιάδες επτακόσια πενήντα ευρώ και τριάντα λεπτά (3.592,30 € οι μηνιαίες αποδοχές του + 158 € η μέση υπερωριακή αμοιβή του = 4.750,30 €) και επ’ αυτού θα υπολογιστεί, σύμφωνα με τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν, η αναλογία του επιδόματος δώρου εορτής Πάσχα 2016 που δικαιούται ο ενάγων και ανέρχεται σε 1/15 του ημίσεως των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα και, συγκεκριμένα, σε δύο χιλιάδες τετρακόσια πενήντα εννέα ευρώ και σαράντα λεπτά [4.750,30 € ÷ 2 = 2.375,15 € ÷ 15 = 158,34 € Χ 14,25 οκταήμερα (114 ημέρες ÷ 8) = 2.459,40 €]. Εξάλλου, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι στις 18.1.2016 το πλοίο εκτέλεσε διπλό δρομολόγιο και το χρονικό διάστημα της εβδομάδας από 11 έως και 17.4.2016 εκτέλεσε έξι [6] δρομολόγια, εκ των οποίων το έκτο θεωρείται δρομολόγιο εξπρές κατά την έννοια του άρθρου 33 § 5 της ως άνω ΣΣΝΕ. Για τα δύο [2] αυτά δρομολόγια, που διήρκεσαν πάνω από δώδεκα [12] ώρες το καθένα, ο ενάγων δικαιούται πρόσθετη αμοιβή, όπως και η εναγόμενη δεν αμφισβητεί, η οποία ανέρχεται σε τριακόσια δεκαέξι ευρώ και εξήντα οκτώ λεπτά (4.750,30 € ÷ 30 Χ 2 = 316,68 €). Για όλες τις παραπάνω αιτίες ο ενάγων δικαιούται το συνολικό χρηματικό ποσόν των είκοσι τεσσάρων χιλιάδων εκατόν σαράντα δύο ευρώ και είκοσι οκτώ λεπτών (8.262,29 € + 7.198,99 € + 1.093,14 € + 412,31 € + 1.811,94 € + 1.289,20 € + 1.298,33 € + 2.459,40 € + 316,68 € = 24.142,28 €), απορριπτομένων ως αβασίμων των όσων αντιθέτων υποστηρίζει η εναγόμενη με το δεύτερο λόγο της Β έφεσής της. Το πιο πάνω χρηματικό ποσό αντιστοιχεί στις μικτές αποδοχές του ενάγοντος, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και κρατήσεις που τον επιβαρύνουν κατ’ εφαρμογή της φορολογικής και της ασφαλιστικής νομοθεσίας. Έναντι των αποδοχών αυτών η εναγόμενη κατέβαλε 1] δεκατρείς χιλιάδες εννιακόσια εβδομήντα επτά ευρώ και εξήντα πέντε λεπτά (13.977,65 €) στον ενάγοντα καθαρά (μετά την αφαίρεση των κρατήσεων), όπως και ο ίδιος δεν αμφισβητεί ειδικά, 2] δύο χιλιάδες διακόσια σαράντα ένα ευρώ και δέκα λεπτά (2.241,10 €) στο Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο [ΝΑΤ], όπως προκύπτει από το συνδυασμό της από 18.5.2016 αιτήσεως της εναγομένης προς τη Διεύθυνση Πόρων του ΝΑΤ και των από 23.5.2016, 21.6.2016, 20.7.2016, 19.8.2016, 21.9.2016 και 17.10.2016 αποδεικτικών είσπραξης Λιμενικής Αρχής και 3] δύο χιλιάδες οκτακόσια δεκαεπτά ευρώ και τριάντα δύο λεπτά (2.817,32 €) στο Δημόσιο, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των μισθοδοτικών καταστάσεων του μελών του πληρώματος του Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου ΝΚ για το επίδικο χρονικό διάστημα προς τα με αριθμούς πρωτοκόλλου …./11.2.2016 και ../10.3.2017 δύο [2] αποδεικτικά υποβολής ηλεκτρονικών δηλώσεων της εναγομένης προς την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), που αφορούν τον παρακρατηθέντα φόρο εισοδήματος του ενάγοντος και την βαρύνουσα αυτόν εισφορά αλληλεγγύης των ετών 2015 και 2016. Οι καταβολές αυτές, που αντιστοιχούν στις οφειλόμενες μικτές αποδοχές του ενάγοντος, συμποσούνται σε δεκαεννέα χιλιάδες τριάντα έξι ευρώ και επτά λεπτά (13.977,65 € + 2.241,10 € + 2.817,32 € = 19.036,07 €), που πρέπει να αφαιρεθούν από τις επίδικες αξιώσεις του, κατά παραδοχή ως βάσιμης της ένστασης εξοφλήσεως, η οποία, απορριφθείσα πρωτοδίκως ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, επαναφέρεται πλέον ορισμένη με τον πρώτο λόγο της Β έφεσης της εναγομένης, αποδεικνυόμενη άλλωστε και εγγράφως (για το κατ’ άρθρο 527 ΚΠολΔ παραδεκτό της επαναπροβολής αυτής βλ. 728/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατ’ ακολουθίαν, στον ενάγοντα εξακολουθεί οφειλόμενο το συνολικό χρηματικό ποσό των πέντε χιλιάδων εκατόν έξι ευρώ και είκοσι ενός λεπτών (24.142,28 € – 19.036,07 € = 5.106,21 €), το οποίο και πρέπει να του επιδικαστεί.

VI. Συνοψίζοντας, πρέπει να γίνουν δεκτές εν μέρει οι ένδικες εφέσεις ως και ουσιαστικά βάσιμες κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους τους, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της, δηλαδή και κατά το μη πληγέν ή ανατραπέν μέρος της, για την ενότητα του τίτλου της αναγκαστικής εκτελέσεώς της (ΑΠ 748/1984, Δνη 26/642, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, αδημ. ΕφΠειρ. 700/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 277/2005, ΔΕΕ 2005/685, ΕφΠειρ. 91/2004, ΠειρΝ 2004/160) και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό χρηματικό ποσό των πέντε χιλιάδων εκατόν έξι ευρώ και είκοσι ενός λεπτών (5.106,21 €), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λύσεως της συμβάσεως ναυτολόγησης του ενάγοντος (24.4.2016), που αποτελεί κατά νόμο δήλη ημέρα και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

VΙI. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των εξόδων του ενάγοντος σε βάρος της εναγομένης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις εφέσεις

Δέχεται αυτές τυπικώς και εν μέρει κατ’ ουσίαν.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση.

Κρατεί και δικάζει την αγωγή κατ’ ουσίαν.

Δέχεται αυτήν κατά ένα μέρος.

Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσόν των πέντε χιλιάδων εκατόν έξι ευρώ και είκοσι ενός λεπτών (5.106,21 €) με το νόμιμο τόκο από την 24η.4.2016 και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Επιβάλλει σε βάρος της εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει σε πεντακόσια ευρώ (500 €).

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 14 Μαρτίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ