Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 467/2022

Αριθμός 467/2022

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη δικαστή Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 21-7-2022 χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέως, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΑΙΤΟΥΣΑΣ : …………….

ΚΑΘΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ :  1. Της Εταιρείας ειδικού σκοπού …………….  2. Της ανώνυμης εταιρείας …………

Η αιτούσα κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, την από 4.7.2022 (αριθμ. καταθ. ……../6.7.2022) αίτησή της, για την αναστολή εκτέλεσης της από 12.11.2021 επιταγής προς πληρωμή κάτω από αντίγραφο του υπ’ αριθμ. ………/2013 Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και της υπ’ αριθμ. …../17.12.2021 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της Δικαστικής Επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών, …………… και που προγραμματισμένου αναγκαστικού πλειστηριασμού για την 27 του μηνός Ιουλίου του έτους δύο χιλιάδες είκοσι δύο (2022), ημέρα Τετάρτη και ώρα 10:00 π.μ. έως 14:00 το απόγευμα της ιδίας ημέρας, στον διαδικτυακό τόπο μέσω της ιστοσελίδας www.eauctions.gr, ενώπιον της πιστοποιημένης για διενέργειας ηλεκτρονικών πλειστηριασμών Συμβολαιογράφου ……………..

Δικάσιμος για την εκδίκαση της ως άνω αίτησης ορίσθηκε η 21η Ιουλίου 2022.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η αιτούσα, με την υπό κρίση αίτησή της κατ’ ορθή νομική εκτίμηση, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου αυτής, επικαλούμενη ανεπανόρθωτη βλάβη, ζητεί την αναστολή του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, που ορίσθηκε για την 27.7.2022, μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί της υπ’ αριθμ. κατάθ. ………/2022 έφεσης που νομότυπα και εμπρόθεσμα άσκησε κατά της υπ’ αριθμ. 1840/6.6.2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών), δυνάμει της οποίας απορρίφθηκε η υπ’ αριθμ. κατάθ. ………/31.1.2022 στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά, ανακοπή της κατά της επισπευδόμενης σε βάρος της αναγκαστικής εκτέλεσης.  Τέλος, ζητεί να καταδικασθεί η καθής στα δικαστικά της έξοδα.

Η κρινόμενη αίτηση αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρ. 937 παρ. 1 περ. β΄ ΚΠολΔ), κατά την ειδική διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρ. 686 επ. ΚΠολΔ).  Εχει δε ασκηθεί παραδεκτά δεδομένου ότι η έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (προ πάσης επιδόσεως), ενώ η κρινόμενη αίτηση κατατέθηκε την 6.7.2022, ήτοι εντός πέντε εργάσιμων ημερών πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού (27.7.2022, άρθρο 937 παρ. 1 περ. β΄ ΚΠολΔ).  Απορριπτέο όμως, ως μη νόμιμο κρίνεται το παρεπόμενο αίτημα περί καταδίκης της καθής στα δικαστικά έξοδα της αιτούσας, διότι, κατ’ άρθρο 84 παρ. 2 Κωδ. Δικ., σε αποφάσεις που εκδίδονται για αιτήσεις χορήγησης αναστολής, τα έξοδα και η αμοιβή του δικηγόρου του καθού επιδικάζονται πάντοτε σε βάρος της αιτούσας.  Πρέπει, συνεπώς, η υπό κρίση αίτηση να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.

Ι. Με τον Ν. 4354/2015 εισήχθησαν στην ελληνική έννομη τάξη δύο διακριτά εταιρικά σχήματα  οι «εταιρείες αποκτήσεως» (ΕΑΑΔΠ) και οι «εταιρείες διαχειρίσεως» απαιτήσεων εκ δανείων και πιστώσεων (ΕΔΑΔΠ), οι οποίες δραστηριοποιούνται υπό την εποπτεία της Τραπέζης της Ελλάδος, ενώ προβλέπονται δύο νέα συμβατικά μορφώματα, η σύμβαση πώλησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και η σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις.  Αμφότερα τα συμβατικά μορφώματα υπόκεινται σε σοβαρούς περιορισμούς, ως προς τον τύπο, τα πρόσωπα που δικαιούνται να συμβληθούν και το περιεχόμενό τους (1 παρ. 1 στ. α΄, β΄, 1 παρ. 1 στ. γ΄, 2 παρ. 1 Ν. 4354/2015, κ.ά.).  Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 στ. β΄ Ν. 4354/2015, συμβαλλόμενα μέρη στη σύμβαση πώλησης μπορούν να είναι μόνο πιστωτικά ιδρύματα ως πωλητές και μόνον ΕΑΑΔΠ ως αγοραστές.  Αντίστοιχα στη σύμβαση διαχείρισης δύναται να συμβάλλονται αφενός πιστωτικά ιδρύματα ή ΕΑΑΔΠ και αφετέρου ΕΔΑΔΠ.  Ειδικότερα, οι ΕΔΑΔΠ είναι ανώνυμες εταιρείες ειδικού και αποκλειστικού σκοπού που αποτελούν χρηματοδοτικά ιδρύματα και οφείλουν να λαμβάνουν ειδική άδεια λειτουργίας από την ΤτΕ (παρ. 1α).  Αντικείμενο της δραστηριότητάς τους ορίζεται η διαχείριση των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις πιστωτικών ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων (άρθρο 1 παρ. 1α), οι οποίες μπορεί να είναι είτε καθυστερούμενες είτε ενήμερες.  Το άρθρο 2 παρ. 1 – 3 Ν. 4354/2015 προβλέπει ότι οι Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) δύναται να ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή και πιστώσεων που έχουν χορηγηθεί ή χορηγούνται από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, πλην του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων (2 παρ. 1  Ν. 4354/2015  και 2 παρ. 5 στ. δ΄ Ν. 4261/2014 σε συνδυασμό).  Η παραπάνω ρύθμιση εισάγει διττό περιορισμό ως προς το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής της.  Αφενός εξουσιοδοτών μπορεί να είναι μόνον πιστωτικό ίδρυμα ή ΕΑΑΔΠ, ενω διαχειριστής μπορεί να είναι μόνον αδειοδοτημένη ΕΔΑΔΠ (1 παρ. 1 στ. α΄  Ν. 4354/2015).  Αντίστοιχα, η μεταβίβαση απαιτήσεων από πιστωτικές συμβάσεις που ρυθμίζεται στο άρθρο 3 Ν.  Ν. 4354/2015, μπορεί να γίνεται μόνον προς αδειοδοτημένη ΕΑΑΔΠ (ή αλλοδαπή ανάλογη εταιρεία που έχει εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα, με τις προϋποθέσεις του άρθρου 1 παρ. 1β΄ στ.΄, ββ΄ και γγ΄  Ν. 4354/2015).  Η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο (2 παρ. 2 εδ. α΄ Ν. 4354/2015) και περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστο περιεχόμενο τα ακόλουθα :  (α) τις προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης,  (β) τις πράξεις της διαχείρισης, οι οποίες μπορεί να συνίστανται ιδίως στη νομική και λογιστική παρακολούθηση, την είσπραξη, τη διενέργεια διαπραγματεύσεων με τους οφειλέτες των προς διαχείριση απαιτήσεων και τη σύναψη συμβάσεων συμβιβασμού κατά την έννοια των άρθρων 871 – 872 ΑΚ ή ρύθμισης και διακανονισμού οφειλών σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας, όπως έχει θεσπισθεί με την υπ’ αριθμ. 116/25.8.2014 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος κατ’ εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4224/2013,  (γ) την καταβλητέα αμοιβή διαχείρισης, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να μετακυλύεται στον υπόχρεο καταβολής της απαίτησης.  Σημειώνεται δε ότι όταν μεταβιβάζονται οι απαιτήσεις των πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων στις ΕΑΑΔΠ, οι τελευταίες καθίστανται εκδοχείς των εκχωρουμένων αιτία πωλήσεως χρηματοπιστωτικών απαιτήσεων, χωρίς εν τούτοις να νομιμοποιούνται προς έγερση αγωγών και διεξαγωγή των σχετικών δικών ως δικαιούχοι διάδικοι (Τσολακίδης Ζ., Μεταβίβαση απαιτήσεων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια, Χρ.Ι.Δ. 2016, 649 επ.).  Ως  προς τις Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις, στις οποίες, ως προελέχθη, ανατίθενται – υποχρεωτικώς μεν από τις ΕΑΑΔΠ, η διαχείριση των αποκτηθέντων δανειακών και πιστωτικών απαιτήσεων (άρθρο 1 παρ. 1γ), δυνητικώς δε υπό των πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων (άρθρο 2 παρ. 1), δεν αποκτούν αυτές κατά κυριότητα και συνεπώς δεν καθίστανται ειδικοί κατά το ουσιαστικό δίκαιο διάδοχοι των εν λόγων ιδρυμάτων και συνεπώς νομιμοποιούνται όχι ως δικαιούχοι αλλά ως μη δικαιούχοι διάδικοι στις διεξαγόμενες περί των διαχειριζομένων απαιτήσεων δίκες (άρθρο 2 παρ. 4) (Κολοτούρος Π. Δικονομική αρμοδιότης των εταιρειών διαχειρίσεως απαιτήσεων εκ δανείων και πιστώσεων, Χρ. Ι.Δ. 2019, 464 επ.).

Σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του αυτού ως άνω νόμου «οι Εταιρείες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του Ν. 4307/2014 (Α΄ 246).  Εφόσον οι Εταιρείες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον «δικαιούχο της απαίτησης» (βλ. ανάλογη ρύθμιση και στο άρθρο 10 παρ. 14 Ν. 3156/2003 «Ομολογιακά δάνεια, τιτλοποίηση απαιτήσεων από ακίνητα και άλλες διατάξεις»).  Τέλος, κατά το άρθρο 3 παρ. 7 του ως άνω Ν. 4354/2015 «Στις περιπτώσεις πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων του παρόντος νόμου, καθώς και σε περιπτώσεις ανάθεσης διαχείρισης, δεν χειροτερεύει η ουσιαστική και δικονομική θέση του οφειλέτη και του εγγυητή και δεν επιτρέπεται η μονομερής τροποποίηση όρου σύμβασης, καθώς και του επιτοκίου».  Η νομιμοποιητική εξουσία των διαχειριστικών εταιρειών στις οποίες ανατέθηκε η διαχείριση απαιτήσεων εκ δανείων και πιστώσεων των αντισυμβαλλομένων πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων αποτελεί συνεπώς αντικείμενο συμφωνίας ρητά διατυπωμένο ή σιωπηρώς συναγόμενο όρο της σχετικής διαχειριστικής σύμβασης.  Πρόκειται ως εκ τούτου περί συμβατικής θεμελίωσης της νομιμοποίησης των διαχειριστικών εταιρειών, προβλεπομένης και επιτρεπομένης όμως ρητά στον νόμο, αφού στο ελάχιστο περιεχόμενο της διαχειριστικής σύμβασης ανήκει σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2β΄ και η «είσπραξη» των διαχειριζομένων απαιτήσεων.  Η «εξουσιοδότηση προς είσπραξη» των υπό  διαχείριση απαιτήσεων κατά την ρητή επιταγή του άρθρου 2 παρ. 4 εδ. α΄ περικλείει, πέραν των απαιτουμένων εξωδίκων ενεργειών, και «…. κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων ….».  Η σύμβαση διαχείρισης, κατά την άποψη του δικαστηρίου τούτου, αποτελεί μορφή της εξουσιοδότησης προς είσπραξη (Απ. Γεωργιάδη, ΣΕΑΚ Ι, υπ’ άρθρο 239, αριθ. 18, σ. 468), αφού δεν εκχωρείται το πλήρες δικαίωμα (ή απαίτηση), αλλά ο εξουσιοδοτούμενος επιδιώκει την είσπραξη απαίτησης που ανήκει στον εξουσιοδότη, ιδίω ονόματι δηλαδή του εξουσιοδοτούμενου.  Ο εξουσιοδότης διατηρεί την ιδιότητα του δανειστή χωρίς να επέρχεται μεταβολή των υποκειμένων της έννομης σχέσης.  Η δε νομική της θεμελίωση συνανάγεται ερμηνευτικά από το συνδυασμό των άρθρων 239 και 417 παρ. 1 ΑΚ.  Στο δικονομικό πεδίο όμως γίνεται δεκτό ότι η εξουσιοδότηση προς είσπραξη δεν μπορεί να θεμελιώσει και τη νομιμοποίηση προς διεξαγωγή ορισμένης δίκης από τον εξουσιοδοτούμενο με εξαίρεση τις ρητά ρυθμιζόμενες από το νόμο περιπτώσεις (βλ. άρθρο 85, 277 παρ. 4, 278, 277 παρ. 3, 79 παρ. 2, 1 παρ. 1 εδ. β΄ και παρ. 6 Ν. 1905/1990. 16 παρ. 2 Ν. 2239/1994, 17 παρ. 3 Ν. 1733/1987, 13 παρ. 3 Ν. 2121/1993).  Πηγή της νομιμοποίησής του είναι κάποια συγκεκριμένη, ειδική, νομοθετική ρύθμιση, η οποία «απονέμει» στο πρόσωπο την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου, έστω και έμμεσα χωρίς πανηγυρική διατύπωση.  Ο μη δικαιούχος διάδικος ασκεί επομένως, κατά παραχώρηση του νομοθέτη, αγωγή για δικαίωμα τρίτου, αιτούμενος έννομη προστασία στο όνομά του.  Πρόκειται για την ενεργητική κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση. Μπορεί πάλι να προβλέπεται ότι η δίκη θα διεξαχθεί εναντίον μη υπόχρεου διαδίκου.  Πρόκειται για την παθητική κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση.  Οι περιπτώσεις των μη δικαιούχων ή μη υπόχρεων διαδίκων δεν θα πρέπει να συγχέονται βέβαια με αυτές των νομίμων αντιπροσώπων των διαδίκων, οι οποίοι ενεργούν εν ονόματι και για λογαριασμό άλλου, γνωστού προσώπου (βλ. Αποστολάκης Γ., Ο δικαστικός έλεγχος της νομιμοποίησης ως διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, Ε.Πολ.Δ. 2018, σ. 232 επ.).  Η δυνατότητα του εξουσιοδοτηθέντος, χωρίς να υπάρχει ρητή διάταξη νόμου, να εναγάγει ιδίω ονόματι για την απαίτηση αποκρούεται ως περίπτωση απαγορευμένης δικαιοπρακτικής διάθεσης της νομιμοποίησης (Σινανιώτης, Η νομιμοποίηση των διαδίκων εν τη πολιτική δίκη, 1965, σ. 88 επ., Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Κ.Πολ.Δ 2000, υπ’ άρθρο 68, αριθμ. 1, Νίκα, ΕγχΠολΔ, 2018, παρ. 24, αριθμ. 14, Νίκα, Δ.Αν.Εκτ. Ι, 2η έκδ., 2017, παρ. 20 αριθμ. 3, Κλαμαρή/Κουσούλη/Πανταζόπουλου, Πολτική Δικονομία, 2016, σ. 357, σημ. 25).

Ακολούθως, από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων καθίστανται απαραίτητο να διευκρινιστεί εάν η νομιμοποίηση της ΕΔΑΔΠ βάσει των προαναφερομένων διατάξεων είναι συντρέχουσα (μετά του πιστωτικού ιδρύματος) ή αποκλειστική.  Η νομιμοποίηση των μη δικαιούχων ή μη υπόχρεων διαδίκων δύναται να προκύπτει αμέσως εκ του νόμου, και δη εκ διατάξεων είτε του ουσιαστικού (ΑΚ 495, 1116) είτε του δικονομικού δικαίου (Κ.Πολ.Δ. 72, 225).  Η εν λόγω αποκαλούμενη «νομίμως κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση» αντιδιαστέλλεται από την απορρέουσα εκ της ιδιωτικής βουλήσεως «δικαιοπρακτική κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση», δυνάμει της οποίας εξουσιοδοτείται τρίτος προκειμένου να διεξάγει δίκη ιδίω ονόματι αντί του εξουσιοδοτούντος αληθούς δικαιούχου.  Η διατύπωση του άρθρου 2 παρ. 2 εδ. β΄ Ν. 4354/2015 οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η νομιμοποίηση της ΕΔΑΔΠ στη διεξαγωγή δικών που αφορούν απαιτήσεις πιστωτικού ιδρύματος είναι συμβατική.  Τούτο συνάγεται καταρχήν από τον ενδεικτικό χαρακτήρα της απαρίθμησης («ιδίως»), υπό τον οποίο παρέπεται ότι ο νομοθέτης καταλείπει στη συμβατική ελευθερία των μερών ακόμη και να αποκλείσουν ολοσχερώς τη «νομική παρακολούθηση» των υπό διαχείριση απαιτήσεων, αλλά και την εξουσία κατάρτισης συμβιβασμού.  Υπό τη διατύπωση της ρύθμισης αυτής αναγνωρίζονται ευρύτατα περιθώρια στα συμβαλλόμενα μέρη να διαμορφώσουν τις εξουσίες της διαχειρίστριας.  Πρόσθετο επιχείρημα υπέρ της ερμηνείας αυτής παρέχει και η διατύπωση του άρθρου 2 παρ. 4 εδ. τελευτ. Ν. 4354/2015 («Εφόσον οι Εταιρείες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου ….»), υπό την οποία διαφαίνεται ότι ο νομοθέτης δεν υπέλαβε ως αυτονόητη τη διεξαγωγή των δικών των υπό διαχείριση υποθέσεων από την ΕΔΑΔΠ ως μη δικαιούχο διάδικο, η νομιμοποίηση της ΕΔΑΔΠ (ιδίως κατά τη διαχείριση απαιτήσεων των οποίων δικαιούχος παραμένει πιστωτικό ίδρυμα) θα στηρίζεται πάντοτε σε δικαιοπρακτικό θεμέλιο, καθώς καθεαυτή η ανάθεση της διαχείρισης των απαιτήσεων από το πιστωτικό ίδρυμα δεν συνεπάγεται αυτομάτως και τη θεμελίωση της αποκλειστικής νομιμοποίησής της προς διεξαγωγή των δικών που αφορούν τις υπό διαχείριση απαιτήσεις.  Το όριο της ελευθερίας των συμβαλλομένων μερών στη διάπλαση της νομιμοποίησης της ΕΔΑΔΠ διαγράφεται από το νόμο ευρώ (με εξαίρεση την περίπτωση του άρθρου 1 παρ. 1 στ. β΄, γ΄ Ν. 4354/2015, που δεν ενδιαφέρει την εξεταζόμενη περίπτωση) και η νομιμοποίηση μπορεί να διαμορφωθεί ως παράλληλη ή και αποκλειστική ή ακόμη και να περιορισθεί σε συγκεκριμένο κύκλο υποθέσεων.  Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι τα συμβαλλόμενα μέρη στη σύμβαση διαχείρισης έχουν την εξουσία να διορθώσουν τη νομιμοποίηση της ΕΔΑΔΠ ως αποκλειστική, ακόμη και όταν ο εντολέας είναι πιστωτικό ίδρυμα, κανόνας παραμένει η παράλληλη νομιμοποίηση του πιστωτικού ιδρύματος, κατά συνεπή εφαρμογή της αρχής ότι εν αμφιβολία η νομιμοποίηση του μη δικαιούχου διαδίκου είναι συντρέχουσα και παράλληλη με εκείνη του αληθούς δικαιούχου.  (Η εταιρεία διαχείρισης από δάνεια και πιστώσεις ως μη δικαιούχος διάδικος στη διαγνωστική δίκη και στο στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης – Κριτική επισκόπηση των ρυθμίσεων του Ν. 4354/2015 και de lege ferenda προτάσεις, Αρμ 2019, σ. 233 επ.).

Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 225 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., συνάγεται ότι παρέχεται η δυνατότητα στους διαδίκους και μετά την εκκρεμοδικία να μεταβιβάσουν το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα υπό τους όρους και προϋποθέσεις του ουσιαστικού δικαίου.  Η μεταβίβαση όμως του επίδικου πράγματος ή δικαιώματος που έγινε μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας δεν επιφέρει μεταβολή στην έννομη σχέση της δίκης, διότι αυτή δεν αποβαίνει αναγκαίο παρακολούθημα της ουσιαστικής έννομης σχέσης, αλλά η δίκη συνεχίζεται μεταξύ των διαδίκων εωσότου νομίμως περατωθεί.  Μέχρι τότε μόνος νομιμοποιούμενος να διεξαγάγει τη δίκη είναι ο διάδικος που μεταβίβασε, μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας, το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα (ΑΠ 1591/2003) ή σε περίπτωση θανάτου αυτού, ο νομιμοποιούμενος σύμφωνα με το άρθρο 290 Κ.Πολ.Δ. να συνεχίσει στο όνομά του τη δίκη κληρονόμος αυτού (ΑΠ 644/2000).   Ο ειδικός διάδοχός του δεν αποκτά αυτοδικαίως την ιδιότητα του διαδίκου και δεν επεισέρχεται στη θέση του δικαιοπαρόχου του διαδίκου ούτε μετά το θάνατο του τελευταίου, αλλά έχει δικαίωμα έως τη έκδοση αμετάκλητης απόφασης να ασκήσει παρέμβαση, ακόμη και για πρώτη φορά ενώπιον του Άρειου Πάγου (ΟλΑΠ 1/1996, ΑΠ 1136/2013, ΑΠ 1028/2010, ΑΠ 1475/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, στην περίπτωση της κατ’ άρθρο 83 Κ.Πολ.Δ. αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, ο νόμος μεταχειρίζεται τον παρεμβαίνοντα, στο πλαίσιο της διαδικασίας, ως αναγκαίο ομόδικο διαδίκου υπέρ του οποίου παρεμβαίνει, απαλλασσόμενο από την διαδικαστική κηδεμονία του συμμάχου του διαδίκου, με όλες τις παρεχόμενες εκτεταμένες δικονομικές εξουσίες ενός αναγκαίου ομοδίκου.  Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μία νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του.  Η ασκούμενη, κατά τις διατάξεις του άρθρου 83 Κ.Πολ.Δ., αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με τον υπέρ ου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται ως, κατά πλάσμα δικαίου, αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στην διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 1485/2006, ΑΠ 1191/2003, ΑΠ 931/2002, ΕφΠειρ 583/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Μ. Μαργαρίτη, ΕρμΚ.Πολ.Δ., Τομ. Ι, άρθρ. 83, αριθμ. 1 και 2, σ. 179).  Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής, αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αριθμ. 2 Κ.Πολ.Δ. (ΑΠ 1564/2017, ΑΠ 1731/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).  Λόγω δε της δημιουργούμενης αναγκαστικής ομοδικίας, για τους ομοδίκους που απουσιάζουν δεν επέρχονται οι συνέπειες της ερημοδικίας, αλλά αυτοί αντιπροσωπεύονται από τους παριστάμενους ομοδίκους τους (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 192/2012, ΑΠ 1332/2011, ΑΠ 1230/2008, ΑΠ 1145/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ., υπ’ άρθρο 83, αριθμ. 3), εφόσον έχουν κλητευθεί νόμιμα (ΑΠ 756/2017, ΑΠ 681/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενδεχόμενες δε αντιφατικές ενέργειες (ομολογία – άρνηση) εκτιμώνται ελεύθερα (ΑΠ 823/2010, ΑΠ 354/2001, ΕφΠειρ 168/2020, ΕφΘεσ 78/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ό.α., υπ’ άρθρο 77, σ. 180, αριθμ. 3 και υπ’ αρθρο 83 σ. 194, αριθμ. 3, Β. Βαθρακοκοίλη, Κ.Πολ.Δ., υπ’ άρθρο 77, αριθμ. 6, σ. 543).  Εξάλλου, οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση για τις απαιτήσεις που διαχειρίζονται (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 780/2019, ΑΠ 877/2019, ΕφΛαρ 84/2020, ΕφΑθ 252/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 349/2021, Ιστοσελ. Εφετείου Πειραιώς, ΕφΘεσ 2103/2021, ΝΟΜΟΣ).

Εξάλλου, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 925 παρ. 1 του ΚΠολΔ, ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου οφείλει να κοινοποιήσει στον καθού η εκτέλεση επιταγή προς εκτέλεση και τα νομιμοποιούντα αυτόν έγγραφα.  Η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται τόσο για την έναρξη, όσο και για τη συνέχιση της υπό του δικαιοπαρόχου αρξαμένης εκτελέσεως, είναι δε ανεξάρτητος και πρέπει να γίνεται ακόμα και όταν ο καθού η εκτέλεση έλαβε άλλοθεν γνώση της διαδοχής.  Ως νομιμοποιούντα το διάδοχο έγγραφα νοούνται τα αποδεικνύοντα τη διαδοχή και πρέπει να κοινοποιούνται είτε αυτά είναι δημόσια είτε ιδιωτικά.  Απαιτείται δε η επίδοση ολοκλήρων των εγγράφων και όχι αποσπασμάτων.  Αυτά πρέπει να κοινοποιούνται ως πρωτότυπα επίσημα έγγραφα, μη αρκούσης, της απλής μνείας τούτων στην επιταγή.  Η παράβαση του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ συνεπάγεται ακυρότητα της εκτέλεσης ανεξαρτήτως βλάβης, δεδομένου ότι η φράση του νόμου «δεν δύναται να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση» είναι ισοδύναμη με την απειλή ακυρότητας  (ΑΠ 345/2006, ΝΟΜΟΣ, Χ. Απαλαγάκη, ΚΠολΔ, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, άρθρο 925 σελ. 2861 αριθμ. 2).

Από όλα ανεξαιρέτως τα νομίμως προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως έγγραφα από τους διαδίκους, πιθανολογούνται τα ακόλουθα :  Μεταξύ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………….» της αιτούσας,  ……….. ως προτοφειλέτριας και του ……….. (μη διάδικος) ως εγγυητή, καταρτίστηκε στην Αθήνα στις 16.5.2011 σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου, δυνάμει της οποίας χορηγήθηκε σε αυτή (αιτούσα της υπό κρίση αίτησης) τοκοχρεωλυτικό δάνειο ποσού 53.000 ευρώ, για κεφάλαιο κίνησης, εξοφλητέο σε 180 συνεχείς μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις, αρχής γενομένης, από 1.7.2011, σύμφωνα με τους όρους της υπ’ αριθμ. ………./16.5.2011 σύμβασης.  Η ως άνω δανείστρια Τράπεζα την 9.1.2013 λόγω μη καταβολής των οφειλόμενων τοκοχρεωλυτικών δόσεων, κατήγγειλε με την από 21.12.2012 καταγγελία την ανωτέρω σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου και κάλεσε τους προαναφερθέντες αντισυμβαλλόμενους (αιτούσα/εγγυητή) να της καταβάλλουν το ποσό των 61.894,24 ευρώ.  Ακολούθως, δυνάμει της από 15.1.2013 αίτησης αυτής (ανωτέρω δανείστριας τράπεζας) εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. ………./2013 Διαταγή Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία επιτάχθηκαν οι «καθών» (αιτούσα/εγγυητής)  να καταβάλουν στην ως άνω δανείστρια τράπεζα το ποσό των 61.894,24 πλέον τόκων και εξόδων, η οποία (διαταγή πληρωμής) κοινοποιήθηκε στην αιτούσα της υπό κρίση αίτησης την 11.7.2013 με την από 26.6.2013 επιταγή προς πληρωμή.  Εν συνεχεία η «……………» συνήψε, με την εδρεύουσα στο ……. Ιρλανδίας (οδός …………) «…………….», νομίμως εκπροσωπουμένη, την υπ’ αριθμ. ………./18.6.2019 Σύμβαση Πώλησης και Μεταβίβασης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 8 του Ν. 3156/2003 σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του Ν. 2844/2000 (ΦΕΚ 220Α), δυνάμει της οποίας μεταβιβάστηκαν λόγω πώλησης (εκχωρήθηκαν) απαιτήσεις από καταναλωτικά και άλλα δάνεια της μεταβιβάζουσας (………) μετά των παρεπόμενων και διαπλαστικών δικαιωμάτων και των τυχόν εξασφαλίσεων αυτών.  Η εν λόγω σύμβαση καταχωρήθηκε σε περίληψη, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν. 2844/2000 (άρθρο 10 παρ. 8 Ν. 3156/2003), στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αριθμό πρωτοκ. …../18.6.2019 στο τόμο … και με αύξοντα αριθμό …, και έτσι επήλθε κατά νόμο αναγγελία αυτών (μεταβιβασθεισών απαιτήσεων).  Μεταξύ των απαιτήσεων που αναγγέλθηκαν ότι μεταβιβάστηκαν λόγω πώλησης (εκχωρήθηκαν) είναι και η επίδικη δανειακή σύμβαση, όπως τούτο προκύπτει από το δημοσιευμένο στο ίδιο παράρτημα αυτής (σύμβασης) στον τόμο .. με αριθμό ……  Η ως άνω εταιρεία ειδικού σκοπού απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια (καταναλωτικού και άλλα δάνεια του μεταβιβάζοντος ως άνω πιστωτικού ιδρύματος – εκδοχέας) ως εδρεύουσα εκτός Ελλάδας, συνήψε την 18.6.2019 σύμβαση διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων (άρθρο 10 παρ. 14 και 16 του Ν. 3156/2003) με την ανώνυμη εταιρεία «……….», ήδη με την επωνυμία «……….»  η οποία εδρεύει στο ….. Αττικής, με ΑΦΜ …… Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά και με αριθμ. ΓΕΜΗ ………, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, αδειοδοτηθείσα από τη Τράπεζα της Ελλάδος με την υπ’ αριθμ. 220/1/13.3.2017 απόφαση της ΕΠΑΘ (υθ’ αριθμ. 880/16.3.2017 ΦΕΚ τ.Β΄) και η οποία καταχωρήθηκε νόμιμα στο οικείο ως άνω δημόσιο βιβλίο (Ενεχυροφυλακείο Αθηνών) με αριθμ. πρωτοκ. …/18.6.2019 στο τόμο … με αύξοντα αριθμό ……  Με αυτή (ως άνω σύμβαση διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων) ανατέθηκε κατά νόμο στη δεύτερη των καθών η εξουσία της είσπραξης και εν γένει διαχείρισης των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων από συμβάσεις καταναλωτικών και άλλων δανείων, όπως καθορισμός επιτοκίου, ενημέρωση και εξυπηρέτηση πελατών, δικαστική επιδίωξη των απαιτήσεων και όχι η κυριότητα αυτών (τιτλοποιημένων απαιτήσεων) και συνεπώς αυτής (δεύτερη καθών – εταιρεία διαχείρισης) δεν κατέστη κατά το ουσιαστικό ειδική διάδοχος της προαναφερόμενης δανείστριας Τράπεζας (…………) και δικαιούχος των απαιτήσεων που μεταβιβάστηκαν στην ανωτέρω εταιρία αποκτήσεων των απαιτήσεων (πρώτη των καθών), η οποία και μόνο δικαιούται να ενάγει και να ενάγεται, εφόσον με αυτή (σύμβαση διαχείρισης-είσπραξης των διαχειριζόμενων απαιτήσεων) δεν επήλθε μεταβολή των υποκειμένων της έννομης σχέσης. Αυτή (δεύτερη καθών – εταιρεία διαχείρισης) νομιμοποιείται ως μη δικαιούχος διάδικος στις διεξαγόμενες περί των διαχειριζόμενων απαιτήσεων δίκες, να ασκήσει αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση για τις απαιτήσεις που διαχειρίζεται καθόσον το δικονομικό μας δίκαιο δεν επιτρέπει την εκούσια αντιπροσώπευση για την διεξαγωγή της δίκης, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα ανωτέρω στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν.

Περαιτέρω, η δεύτερη των καθών, ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της εταιρείας ειδικού σκοπού «………..», επιδιώκοντας την είσπραξη της οφειλής που απορρέι από την υπ’ αριθμ. ………./2013 Διαταγή Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε, ως ανωτέρω αναφέρθηκε, με αίτηση της δανείστριας Τράπεζας (………..),  α) κοινοποίησε στην αιτούσα (οφειλέτρια του επιταχθέντος να καταβληθεί ποσού με την άνω διαταγή πληρωμής) στο όνομα της άνω εκδοχέας εταιρείας ειδικού σκοπού και για λογαριασμό αυτής, την 11.7.2013 την από 26.6.2013 επιταγή προς πληρωμή κάτω από το αντίγραφο του απογράφου της άνω διαταγής πληρωμής, με την οποία αυτή (αιτούσα) επιτάσσεται να καταβάλει στο όνομα της άνω εκδοχέας εταιρείας ειδικού σκοπού και για λογαριασμό αυτής, το ποσό των 61.894,24 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων, με την οποία (επιταγή προς πληρωμή) πρέπει να σημειωθεί ότι δεν συγκοινωποιείται έγγραφο από το οποίο να προκύπτει ότι η επίδικη απαίτηση είναι μεταξύ αυτών (απαιτήσεων) που ανέλαβε την διαχείριση) και  β) για την αναγκαστική ικανοποίηση της άνω χρηματικής απαίτησης κατά της οφειλέτριας – αιτούσας, κατάσχεσε αναγκαστικά στο όνομα και για λογαριασμό της ως άνω αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού – δικαιούχου της απαίτησης με την υπ’ αριθμ. ……/2021 Έκθεση Αναγκαστικής Κατάσχεσης Ακίνητης Περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ……………. τις περιγραφόμενες σε αυτή δύο οριζόντιες ιδιοκτησίες πλήρους κυριότητας της αιτούσας με την οποία ορίζεται  πλειστηριασμός την 27.7.2022, ημέρα Τετάρτη, ώρα 10:00 π.μ. – 14:00μ.μ. ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών …………..  Η σύνταξη και η επίδοση της από 26.6.2013 επιταγή προς πληρωμή με την οποία άρχισε η αναγκαστική εκτέλεση και η κατάσχεση των ακινήτων κυριότητας της αιτούσας – οφειλέτριας με τη σύνταξη της άνω κατασχετήριας έκθεσης, προς ικανοποίηση της απαίτησης ποσού 62.894,24 ευρώ που έχει μεταβιβαστεί λόγω πώλησης από την δανείστρια τράπεζα στην άνω εταιρεία απόκτησης απαιτήσεων (πρώτη καθών) εδρεύουσας στο ……….. Ιρλανδίας, είναι απολύτως άκυρες πράξεις, ως πράξεις εκτέλεσης για την ικανοποίηση της ως άνω χρηματικής απαίτησης, της οποίας δικαιούχος, ως προεκτέθηκε, είναι η αλλοδαπή ως άνω εταιρεία απόκτησης αυτής (απαίτησης) ειδικού σκοπού, η οποία και μόνο νομιμοποιείται στην ενέργεια αυτών, με τις οποίες αποκτάται η ιδιότητα του διαδίκου στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, ως επισπεύδουσας (της δικαιούχου της απαιτήσεως) και ως υποχρέου της καθού η εκτέλεση (αιτούσα), με πρόσκληση προς εκπλήρωση των υποχρεώσεών της από τον ως άνω τίτλο και με προειδοποίηση για τις συνέπειες της εναντίον της εκτέλεσης, ήτοι την επιβληθείσα κατάσχεση των ακινήτων κυριότητάς της, καθόσον το δικονομικό μας σύστημα, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα, δεν επιτρέπει τον θεσμό της εκούσιας αντιπροσώπευσης.  Συνεπώς, πρέπει να ακυρωθούν οι επίμαχες, από 12.11.2021 επιταγή προς πληρωμή κατά από το αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της πιο πάνω διαταγής πληρωμής, καθώς, και η δυνάμει αυτής προς ικανοποίηση της χρηματικής απαίτησης της δικαιούχου, υπ’ αριθμ. …./2021 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας περιφέρειας Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ………….., κατά παραδοχή ως βάσιμων των πρώτου, δεύτερου και τρίτου λόγου της υπό κρίση από 31.1.2022 (αριθμ. καταθ. ………//2022) ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ, με τους οποίους η ανακόπτουσα – αιτούσα, επικαλείται, κατ’ ορθή εκτίμηση, ενεργητικής νομιμοποίησης της δεύτερης των καθών, ενώ παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων αυτής (υπό κρίση ανακοπής).  Επομένως, πιθανολογείται η ευδοκίμηση των σχετικών λόγων της υπό κρίση εφέσεως (πρώτος/δεύτερος κατ’ ορθή νομική εκτίμηση) και άρα της εξαφάνισης της εκκαλουμένης απόφασης και εκδίκασης της ανακοπής από το Εφετείο και εν συνεχεία η αποδοχή ως βάσιμων (νομικά και κατ’ ουσίαν) των λόγων αυτών της ανακοπής (πρώτου/δεύτερου/τρίτου).  Περαιτέρω, πιθανολογείται, από όλα τα προεκτεθέντα, ότι η ενέργεια και η συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει στην αιτούσα ανεπανόρθωτη βλάβη, η οποία θα απωλέσει τα επίδικα ακίνητα, χωρίς πιθανολογούμενο ίδιον, των καθών συμφέρον.  Πρέπει, επομένως, η κρινόμενη αίτηση να γίνει δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη, παρελκόμενης της εξέτασης των λοιπών λόγων αναγκαστικής εκτέλεσης, έως την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ασκηθείσας έφεσης της αιτούσας, χωρίς παροχή εγγυήσεως εκ μέρους της καθού η εκτέλεση, λόγω της πιθανολογηθήσασας ανεπανόρθωτης βλάβης από την συνέχιση της εκτελεστικής διαδικασίας που θα προξενηθεί στην τελευταία (καθού η εκτέλεση).  Τέλος, πρέπει να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων, διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρ. 179 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την αίτηση.

Αναστέλλει τον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό που επισπεύδεται σε βάρος της αιτούσας, την 27.7.2022 ημέρα Τετάρτη και ώρα 10:00 π.μ. έως 14:00 μ.μ., δυνάμει της από 12.11.2021 επιταγής προς πληρωμής, επιδοθείσας την 19.11.2021, κάτω από το αντίγραφο πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθμ. ……/2013 Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και της υπ’ αριθμ. …./17.12.2021 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών, …..… ., μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της υπ’ αριθμ. κατάθ. ………/6.7.2022 έφεσης, που άσκησε η αιτούσα κατά της υπ’ αριθμ. 18420/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών).

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, στις 25 Ιουλίου 2022 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, με παρούσα τη Γραμματέα Γ.Λ. (για τη δημοσίευση).

  Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

(Για τη δημοσίευση)