Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 158/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης 158 /2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα Κ.Σ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντοςενάγοντος: ………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σωτήριο Λίβα (ΑΜ …….. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Του εφεσίβλητουεναγόμενου: …………, ο οποίος εμφανίσθηκε αυτοπροσώπως ως δικηγόρος.

Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 25.05.2018 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2018 και ειδικό …./2018 αγωγή του, ειδικής διαδικασίας περιουσιακών διαφορών, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 2054/2019 απόφασή του που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, απέρριψετην αγωγή. Ο εκκαλών – ενάγων προσέβαλε την απόφαση αυτή με την από 26.06.2019 έφεσή του που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …/26.06.2019 και ειδικό …/26.06.2019 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …/26.06.2019 και ειδικό …./26.06.2019, για τη δικάσιμο της 02.04.2020 και γράφτηκε στο πινάκιο, πλην, όμως, η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε, λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών Δικαστηρίων, που επιβλήθηκε, ως προληπτικό μέτρο για την προστασία της δημόσιας υγείας, λόγω του COVID-19, η δε υπόθεση μεταφέρθηκε, οίκοθεν, προς συζήτηση, δυνάμει της υπ’ αριθ. 77/2020 πράξης του ορισθέντος από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Εφέτη Ιωάννη Αποστολόπουλου, που εκδόθηκε βάσει του άρθρου 74 παρ. 2 του Ν. 4690/2020 περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση των υποθέσεων των οποίων η συζήτηση δεν έγινε εξαιτίας της ως άνω αναστολής, στη δικάσιμο της 18.03.2021. Κατά τη δικάσιμο της 18.03.2021, η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε, λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών Δικαστηρίων, που επιβλήθηκε, ως προληπτικό μέτρο για την προστασία της δημόσιας υγείας, λόγω του COVID-19, δυνάμει της υπ’ αριθ. ΥΑ Δ1α/Γ.Π.οικ. 16320 (ΦΕΚ Β’ 996/16.03.2021). Ήδη, η υπόθεση μεταφέρθηκε, οίκοθεν, προς συζήτηση, δυνάμει της υπ’ αριθ. 96/2021 πράξης της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Προέδρου Εφετών Ισιδώρας Πόγκα, που εκδόθηκε βάσει του άρθρου 83 παρ. 2 του Ν. 4790/2021 περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση των υποθέσεων των οποίων η συζήτηση δεν έγινε εξαιτίας της ως άνω αναστολής, στη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος και ο εφεσίβλητος δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσαν δηλώσεις κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται,

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νομίμως επανεισάγεται, οίκοθεν, προς συζήτηση, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, η από 26.06.2019 έφεση, μετά τη ματαίωση της συζήτησής της, κατά τη δικάσιμο της 18.03.2021, λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών Δικαστηρίων, που επιβλήθηκε, ως προληπτικό μέτρο για την προστασία της δημόσιας υγείας, στα πλαίσια της πανδημίας COVID-19, δυνάμει της υπ’ αριθ. ΥΑ Δ1α/Γ.Π.οικ. 16320 (ΦΕΚ Β’ 996/16.03.2021) και του άρθρου 83 παρ. 2 του Ν. 4790/2021, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. 96/2021 πράξη της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Προέδρου Εφετών Ισιδώρας Πόγκα. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 παρ. 2 του Ν. 4790/2021 «Σε περίπτωση που η συζήτηση υπόθεσης οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας και οποιασδήποτε διαδικασίας ματαιώθηκε διαρκούσης της αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων λόγω των έκτακτων μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας από την πανδημία του κορωνοϊού COVID-19, ορίζεται αυτεπαγγέλτως, με πράξη του προέδρου του τμήματος ή του προϊσταμένου του δικαστηρίου, νέα ημέρα και ώρα συζήτησης στο ακροατήριο στη συντομότερη διαθέσιμη δικάσιμο. Η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο ή έκθεμα, το οποίο μπορεί να τηρείται και ηλεκτρονικά, γίνεται με πρωτοβουλία του γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Προς ενημέρωση των διαδίκων, και πάντως όχι επί ποινή ακυρότητας, η νέα δικάσιμος γνωστοποιείται από τον γραμματέα στον δικηγορικό σύλλογο της έδρας του δικαστηρίου. Στις υποθέσεις με διάδικο το Ελληνικό Δημόσιο, ο γραμματέας του δικαστηρίου γνωστοποιεί στην Κεντρική Υπηρεσία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους τη νέα δικάσιμο με το οικείο πινάκιο ή έκθεμα. Με πρωτοβουλία επίσης του γραμματέα μπορεί να γνωστοποιείται η νέα δικάσιμος με αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των διαδίκων ή με ανάρτηση στην πύλη ψηφιακών υπηρεσιών δικαστηρίων solon.gov.gr για όσα δικαστήρια και διαδικασίες έχουν ενταχθεί στο εν λόγω σύστημα». Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 25 του Ν. 4792/2021 (ΦΕΚ Α’ 54/09.04.2021) «Ερμηνευτική διάταξη για την επανέναρξη των νόμιμων και δικαστικών προθεσμιών», “Κατά την αληθή έννοια του άρθρου 83 του Ν. 4790/2021, ως ημερομηνία λήξης της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων της χώρας για τον υπολογισμό των νόμιμων και δικαστικών προθεσμιών, λογίζεται η ημερομηνία άρσης της αναστολής των προθεσμιών, η οποία επήλθε με τη λήξη ισχύος της υπό στοιχεία Δ1α/Γ.Π.οικ.18877/26.03.2021 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Προστασίας του Πολίτη, Εθνικής Άμυνας, Παιδείας και Θρησκευμάτων, Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Υγείας, Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Πολιτισμού και Αθλητισμού, Δικαιοσύνης, Εσωτερικών, Μετανάστευσης και Ασύλου, Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Υποδομών και Μεταφορών, Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και του Υφυπουργού στον Πρωθυπουργό «Έκτακτα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19 στο σύνολο της Επικράτειας για το διάστημα από τη Δευτέρα 29 Μαρτίου 2021 και ώρα 6:00 έως και τη Δευτέρα, 5 Απριλίου 2021 και ώρα 6:00» (Β’ 1194), ήτοι η 6η.4.2021”.

Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 2054/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και με την οποία απορρίφθηκε η από 25.05.2018 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2018 και ειδικό …/2018 αγωγή του εκκαλούντος – ενάγοντος, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, η δε κρινόμενη από 26.06.2019 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 26.06.2019, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό ../26.06.2019 και ειδικό …/26.06.2019 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, ήτοι εντός της προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης την 12.06.2019. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια, κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, το παραδεκτό και το βάσιμο του μοναδικού λόγου της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα – ενάγοντα το παράβολο των 100,00 ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.

Ο ενάγων στην από 25.05.2018 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2018 και ειδικό …./2018 αγωγή του, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, εξέθετε ότι ο εναγόμενος, ως διάδικος και δικηγόρος ταυτόχρονα, άσκησε εναντίον του την με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2016 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία ζήτησε να αναγνωρισθεί η υποχρέωσή του να καταβάλει σ’ αυτόν το ποσό των 200.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη, εξαιτίας της προσβολής της προσωπικότητάς του, λόγω αναφοράς του ενάγοντος προς δημόσια αρχή, ότι στις κατατεθείσες ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς από 23.04.2018 προτάσεις του, ο εναγόμενος επικαλέσθηκε και προσκόμισε, μεταξύ άλλων, (α) (υπό αύξοντα αριθμό 20) μήνυση του ενάγοντος σε βάρος του δικηγόρου ……… (σχετ. 23), με προσκόμιση της πρώτης μόνο σελίδας, (β) (υπό αύξοντα αριθμό 22) έγκληση του ενάγοντος σε βάρος τριών θείων του (σχετ. 25), με προσκόμιση της πρώτης μόνο σελίδας, (γ) (υπό αύξοντα αριθμό 23) Δήλωση αποχής της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς ………. (σχετ. 26), (δ) (υπό αύξοντα αριθμό 26) αναφορά του ενάγοντος προς τον ΔΣΑ σε βάρος του δικηγόρου … … (σχετ. 29) και (ε) (υπό αύξοντα αριθμό 27) απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου του ΔΣΑ σχετικά με τον προαναφερόμενο δικηγόρο του ενάγοντος (σχετ. 30), ότι τα ανωτέρω συνιστούν προσωπικά δεδομένα και έτυχαν επίκλησης και προσκόμισης ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ήτοι επεξεργασίας από τον εναγόμενο, ότι ο εναγόμενος έχει καταχωρήσει δεδομένα που αφορούν στο πρόσωπο του ενάγοντος σε αρχείο που συγκρότησε και έχει ενσωματώσει σε υλικό φορέα – χαρτί –ώστε να μπορεί να τα αναζητεί όποτε επιθυμεί, ότι το αρχείο αυτό είναι διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά στον εναγόμενο με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια, που δεν έχουν συστηματικό και μεθοδικό χαρακτήρα, αλλά είναι αποτέλεσμα αξιολόγησης και επιλογής του εναγόμενου, ότι ο εναγόμενος έχει χρησιμοποιήσει το αρχείο με τα προσωπικά δεδομένα του ενάγοντος και σε άλλες διαφορές, ποινικές ή αστικές, οι οποίες εξέρχονται της παρούσας δίκης, ότι η επίκληση των προαναφερόμενων πέντε προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος πραγματοποιήθηκε από τον εναγόμενο αποκλειστικά με στόχευση την αμαύρωση του προσώπου του, ώστε να κακοχαρακτηριστεί ενώπιον τρίτων και μάλιστα δικαστών, γραμματέων, δικηγόρων κ.λ.π., χωρίς να έχει οποιοδήποτε έννομο συμφέρον να τα επικαλεστεί και χωρίς να υπάρχει η παραμικρή σχέση των εν λόγω εγγράφων με το αντικείμενο της ένδικης διαφοράς, στο πλαίσιο της οποίας ο εναγόμενος τα επικαλέστηκε και τα προσκόμισε, ότι δεν ήταν αναγκαία για την υποστήριξη των ισχυρισμών του στη μεταξύ τους διαφορά, διότι δεν συνέτρεχε οποιοσδήποτε κίνδυνος για την αξία του ως ανθρώπου από τη μη επίκλησή τους, ούτε ήταν τα μοναδικά αποδεικτικά μέσα που διέθετε και επικαλέστηκε ο εναγόμενος, ούτε συνέτρεχε οποιαδήποτε αναλογικότητα στην επεξεργασία των ανωτέρω προσωπικών του δεδομένων και στην επίκλησή τους σε βάρος του από τον εναγόμενο, ότι εξαιτίας της ανωτέρω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του εναγόμενου υπέστη ηθική βλάβη, λόγω του ψυχικού πόνου και της έντονης θλίψης, στις οποίες υποβλήθηκε, ότι για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης απαιτείται η επιδίκαση σ’ αυτόν εύλογης χρηματικής ικανοποίησης ποσού 40.050,00 ευρώ, από το οποίο πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 50,00 ευρώ, ως προς το οποίο επιφυλάχθηκε να ασκήσει πολιτική αγωγή ενώπιον των αρμοδίων ποινικών δικαστηρίων. Με βάση αυτό το ιστορικό, ζήτησε, κατόπιν παραδεκτού, κατ’ άρθρα 223, 295 και 297 του ΚΠολΔ, μερικού περιορισμού του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε έντοκο αναγνωριστικό, με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επαναλήφθηκε στις έγγραφες προτάσεις του, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει το ποσό των 20.000,00 ευρώ και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση αυτού να του καταβάλει το ποσό των 20.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που αυτός υπέστη από την προαναφερόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά του, τα ποσά δε αυτά με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, να απαγγελθεί σε βάρος του εναγόμενου προσωπική κράτηση ενός έτους, ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να παραλείπει στο μέλλον κάθε επεξεργασία των επίδικων προσωπικών του δεδομένων, υπό την απειλή χρηματικής ποινής 10.000,00 ευρώ και προσωπικής κράτησης τριών μηνών για κάθε παράβαση του διατακτικού της εκδοθησομένης απόφασηςκαι να καταδικασθεί αυτός στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 2054/2019 οριστική απόφασή του, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 παρ. 3 και 621-622 του ΚΠολΔ), απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης του ενάγοντος, αφού έκρινε ότι υποκείμενο των περιεχόμενων στα ανωτέρω έγγραφα απλών προσωπικών δεδομένων, ήτοι το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αυτά αφορούν, δεν είναι ο ενάγων, αλλά τρίτα πρόσωπα, και συγκεκριμένα στα υπό στοιχεία (α) και (β) έγγραφα τα μηνυόμενα πρόσωπα, ήτοι ο δικηγόρος …… και οι θείοι του ενάγοντος, στο υπό στοιχείο (γ) έγγραφο η δηλώσασα αποχή από την άσκηση των καθηκόντων της Αντεισαγγελέας Πρωτοδικών Πειραιώς …………. και στα υπό στοιχεία (δ) και (ε) έγγραφα ο καθ’ ου η πειθαρχική αναφορά προς τον ΔΣΑ δικηγόρος ……… Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο ενάγων με την υπό κρίση έφεσή του για τον διαλαμβανόμενο σ’ αυτήν λόγο, που ανάγεται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή του στο σύνολό της.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 του Ν. 2472/1997 «Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα», όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του με το Ν. 4624/2019 (ΦΕΚ Α’ 137/29.08.2019), ο οποίος εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία του ατόμου από την αυτοματοποιημένη επεξεργασία πληροφοριών προσωπικού χαρακτήρα της 28 Ιανουαρίου 1981, η οποία κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν. 2068/1992, και προς την 95/46/ΕΚ Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 24.10.1995 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, αντικείμενο αυτού είναι η θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής. Ειδικότερα, με τη διάταξη του άρθρου 2 του ως άνω νόμου, όπως αυτή ίσχυε μετά τις τροποποιήσεις της ως προς τα στοιχεία (β) και (ε) αυτής με το άρθρο 18 παρ.1 και 2 του Ν. 3471/2006 και υπό τον παράτιτλο «Ορισμοί» ορίζεται ότι: «Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως: α) «Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα», κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων …, γ) «Υποκείμενο των δεδομένων», το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσοτέρων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόστασή του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική, δ) «Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (επεξεργασία)», κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται από το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζεται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή, ε) «Αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (αρχείο)», κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια…. στ) …, ζ) «Υπεύθυνος επεξεργασίας», οποιοσδήποτε καθορίζει τον σκοπό και τον τρόπο επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός. Όταν ο σκοπός και ο τρόπος της επεξεργασίας καθορίζονται με διατάξεις νόμου ή κανονιστικές διατάξεις εθνικού ή κοινοτικού δικαίου, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή τα ειδικά κριτήρια βάσει των οποίων γίνεται η επιλογή του καθορίζονται αντίστοιχα από το εθνικό ή το κοινοτικό δίκαιο, η) «Εκτελών την επεξεργασία», οποιοσδήποτε επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για λογαριασμό υπεύθυνου επεξεργασίας, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, θ) «Τρίτος» κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, εκτός από το υποκείμενο των δεδομένων, τον υπεύθυνο επεξεργασίας και τα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εφόσον ενεργούν υπό την άμεση εποπτεία ή για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας, ι) «Αποδέκτης», το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή ή υπηρεσία, ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για τρίτο ή όχι, ια) «Συγκατάθεση» του υποκειμένου των δεδομένων, κάθε ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βουλήσεως, που εκφράζεται με τρόπο σαφή και εν πλήρη επιγνώσει και με την οποία το υποκείμενο των δεδομένων, αφού προηγουμένως ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο «επεξεργασίας» τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν. Η ενημέρωση αυτή περιλαμβάνει πληροφόρηση τουλάχιστον για το σκοπό της επεξεργασίας, τα δεδομένα ή τις κατηγορίες δεδομένων που αφορά η επεξεργασία, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και το όνομα, την επωνυμία και τη διεύθυνση του υπευθύνου επεξεργασίας και του τυχόν εκπροσώπου του. Η συγκατάθεση μπορεί να ανακληθεί, οποτεδήποτε, χωρίς αναδρομικό αποτέλεσμα….». Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του ιδίου νόμου, όπως η παρ. 2 αυτής αντικαταστάθηκε με το άρθρο όγδοο παρ. 1 του Ν. 3625/2007, ορίζεται ότι «Οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται στην εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία, καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο», ενώ με τη διάταξη του άρθρου 4 αυτού, όπως αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 20 παρ. 2 του Ν. 3471/2006, ορίζεται ότι «Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει: α) Να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία ενόψει των σκοπών αυτών, β) Να είναι συναφή, πρόσφορα, και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται ενόψει των σκοπών της επεξεργασίας, γ) Να είναι ακριβή και, εφόσον χρειάζεται, να υποβάλλονται σε ενημέρωση…..». Με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 και 2 του ιδίου νόμου, όπως το εδ. γ’ της παρ.2 τροποποιήθηκε με το άρθρο 34 παρ.1 του Ν. 2915/2001, ορίζεται ότι: «Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνον όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεσή του. (παρ.1). Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση, όταν: α) … β) … γ)… δ) … ε) Η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του εννόμου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών (παρ.2)». Με τη διάταξη του άρθρου 11 παρ. 1 και 3 του ιδίου νόμου ορίζεται ότι: «Ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει, κατά το στάδιο της συλλογής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, να ενημερώνει με τρόπο πρόσφορο και σαφή το υποκείμενο για τα εξής τουλάχιστον στοιχεία: α) την ταυτότητά του και την ταυτότητα του τυχόν εκπροσώπου του, β) τον σκοπό της επεξεργασίας, γ) τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων και δ) την ύπαρξη του δικαιώματος πρόσβασης (παρ.1). Εάν τα δεδομένα ανακοινώνονται σε τρίτους, το υποκείμενο ενημερώνεται για την ανακοίνωση πριν από αυτούς (παρ.3)». Επίσης, με τη διάταξη του άρθρου 22 του νόμου αυτού προβλέπονται ποινικές κυρώσεις για τις αναφερόμενες εκεί κατηγορίες συμπεριφορών που κρίνονται αξιόποινες και έχουν όλες ως προϋπόθεση την ύπαρξη αρχείου. Τέλος, με τη διάταξη του άρθρου 23 παρ. 1 και 2 του ιδίου νόμου ορίζεται ότι: «Φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που κατά παράβαση του παρόντος νόμου προκαλεί περιουσιακή βλάβη, υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση. Αν προκάλεσε ηθική βλάβη, υποχρεούται σε χρηματική ικανοποίηση. Η ευθύνη υπάρχει και όταν ο υπόχρεος όφειλε να γνωρίζει την πιθανότητα να επέλθει βλάβη σε άλλον (παρ. 1). Η κατά το άρθρο 932 του ΑΚ χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για παράβαση του παρόντος νόμου ορίζεται κατ’ ελάχιστο στο ποσό των δύο εκατομμυρίων (2.000.000) δραχμών, εκτός αν ζητήθηκε από τον ενάγοντα μικρότερο ποσό ή η παράβαση οφείλεται σε αμέλεια. Η χρηματική αυτή ικανοποίηση επιδικάζεται ανεξαρτήτως από την αιτούμενη αποζημίωση για περιουσιακή βλάβη (παρ. 2)». Οι διατάξεις αυτές ερμηνεύονται με βάση: α) το σκοπό του Ν. 2472/1997, συνιστάμενο στη διασφάλιση του φιλελεύθερου και δικαιοκρατικού χαρακτήρα της τεχνολογικής ανάπτυξης και στην προστασία του ατόμου από την πληροφορική και ψηφιακή τεχνολογία, η οποία παρέχει θεωρητικώς και πρακτικώς απεριόριστες δυνατότητες συσσώρευσης και συσχετισμού πληροφοριών για όλες τις εκφάνσεις της ιδιωτικής και δημόσιας ζωής του ανθρώπου και επιτρέπει την παραγωγή, με βάση τις ιδιότητές του ως πολίτη, εργαζομένου, ασφαλισμένου, καταναλωτή κλπ, μιας ανάγλυφης εικόνας της προσωπικότητάς του, η οποία τον καθιστά διαφανή και κατά τούτο ελέγξιμο, αν όχι και χειραγωγήσιμο και β) υπό το φως των διδαγμάτων της κοινής πείρας, ως κανόνων της λογικής και της ανθρώπινης εμπειρίας, συναγομένων επαγωγικώς εκ των επί μέρους εκδηλώσεων της ζωής, της επιστήμης και της τέχνης και χρησιμοποιουμένων προς εξειδίκευση της αόριστης νομικής εννοίας «επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα». Σε περίπτωση δε παραβίασής τους, εφαρμογή έχουν οι διατάξεις του άρθρου 23 του Ν. 2472/1997 και του ταυτάριθμου άρθρου της κοινοτικής οδηγίας 95/46/ΕΚ, από τις οποίες, σε συνδυασμό με τις αναλόγως εφαρμοζόμενες διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299 και 932 του ΑΚ, συνάγεται ότι, σε περίπτωση που ο υπεύθυνος επεξεργασίας προκαλεί ηθική βλάβη στο υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων, η ευθύνη του πρώτου για χρηματική ικανοποίηση του τελευταίου είναι νόθος αντικειμενική και προϋποθέτει: α) συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη) που παραβιάζει τις διατάξεις του Ν. 2472/1997 ή (και) των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθεισών κανονιστικών πράξεων της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, β) ηθική βλάβη, γ) αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς και της ηθικής βλάβης και δ) υπαιτιότητα, ήτοι γνώση ή υπαίτια άγνοια αφενός των περιστατικών που συνιστούν την παράβαση και αφετέρου της πιθανότητας να επέλθει ηθική βλάβη. Η ύπαρξη υπαιτιότητας τεκμαίρεται, και ως εκ τούτου ο υπεύθυνος επεξεργασίας, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη του, έχει το βάρος να αποδείξει ότι ανυπαιτίως αγνοούσε τα θεμελιωτικά του πταίσματος του πραγματικά γεγονότα, σύμφωνα με την περί τούτου ρητή διάταξη του άρθρου 23 παρ.2 της ως άνω Οδηγίας, η οποία ορίζει ότι ο υπεύθυνος της επεξεργασίας μπορεί να απαλλαγεί της ευθύνης αυτής, εν μέρει ή εν όλω, εάν αποδείξει ότι δεν ευθύνεται για το ζημιογόνο γεγονός (ΑΠ 637/2013 ΝΟΜΟΣ ΑΠ 174/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 476/2009 ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον από τις διατάξεις του άρθρου του άρθρου 23 παρ. 1 και 2 του Ν. 2472/1997, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 914 και 932 του ΑΚ, προκύπτει ότι φορέας της σχετικής αξίωσης για χρηματική ικανοποίηση είναι αυτός που υπέστη άμεσα την ηθική βλάβη παθών, δηλαδή το κατά τις διατάξεις του Ν. 2472/1997 υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων.  Έτσι, τρίτα πρόσωπα που θίγονται έμμεσα από τις παραβάσεις του Ν. 2472/1997 ως προς το υποκείμενο των δεδομένων, δεν καθίστανται και αυτά φορείς της προβλεπόμενης από το νόμο τούτο σχετικής αξίωσης για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, διότι τα πρόσωπα αυτά  βρίσκονται εκτός του πεδίου προστασίας του νόμου περί προσωπικών δεδομένων (ΑΠ 1257/2005 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 14/2017 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1597/2007 ΔΕΕ 2008. 603). Από τις ίδιες ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι η επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων για να είναι νόμιμη πρέπει να τηρεί συγκεκριμένους κανόνες, που προβλέπονται στο νόμο και ανάγονται σε αρχές επεξεργασίας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και η αρχή της νομιμότητας του σκοπού και του τρόπου επεξεργασίας, καθώς και η αρχή της αναλογικότητας. Ειδικότερα, η επεξεργασία των δεδομένων πρέπει να εξυπηρετεί συγκεκριμένο νόμιμο σκοπό και επιπλέον τα προς επεξεργασία δεδομένα πρέπει να είναι συναφή, πρόσφορα και όχι περισσότερα απ’ όσα κάθε φορά απαιτούνται ενόψει των σκοπών της επεξεργασίας. Για να είναι κατά το νόμο επιτρεπτή η επεξεργασία πληροφοριών για δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, οι οποίες περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο από τον υπεύθυνο επεξεργασίας, απαιτείται, με την επιφύλαξη συνδρομής κάποιας εκ των προβλεπόμενων στη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 του ως άνω νόμου εξαιρέσεων, η προηγούμενη παροχή έγγραφης συγκατάθεσης του υποκειμένου της επεξεργασίας, με ελεύθερη, ρητή, ειδική και σε πλήρη επίγνωση σχετική δήλωση βούλησης αυτού προς τον υπεύθυνο της επεξεργασίας. Εξάλλου, οι ποινικές κυρώσεις του νόμου αυτού δεν ευρίσκουν έδαφος εφαρμογής, όταν κάποιος κάνει χρήση των πληροφοριών που περιήλθαν σε γνώση του, χωρίς να ερευνήσει αυτός κάποιο αρχείο ή χωρίς να του τις έχει μεταδώσει τρίτος που επενέβη σε αρχείο, διότι εκλείπει η κατά το άρθρο 3 του ως άνω νόμου προϋπόθεση του αρχείου (ΑΠ 1128/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 180/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 612/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 474/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1372/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2053/2010, ΑΠ 2079/2007 επί ποινικών υποθέσεων). Όμως τα παραπάνω δεν ισχύουν, όταν οι πληροφορίες, οι οποίες περιήλθαν νομίμως σε γνώση του υπευθύνου επεξεργασίας και περιελήφθησαν ή πρόκειται να περιληφθούν σε τηρούμενο από τον υπεύθυνο επεξεργασίας αρχείο και για συγκεκριμένο σκοπό, έτυχαν περαιτέρω επεξεργασίας, και ειδικότερα χρησιμοποιήθηκαν με οποιονδήποτε τρόπο ή διαβιβάσθηκαν σε τρίτο, χωρίς να συντρέχουν οι από το νόμο κατά τα ήδη προεκτεθέντα προϋποθέσεις για την κατά τα ως άνω περαιτέρω επεξεργασία αυτών, οπότε ο υπεύθυνος της επεξεργασίας αυτής ενέχεται κατά το άρθρο 23 παρ. 2 του Ν. 2472/1997 σε καταβολή χρηματικής ικανοποίησης του παθόντος, υποκειμένου των δεδομένων, εφόσον ο τελευταίος από την παράνομη επεξεργασία αυτών υπέστη ηθική βλάβη (ΑΠ 186/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1079/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 637/2013 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 522, 524 παρ. 1, 525 και 536 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έχει ως προς την αγωγή την ίδια εξουσία όπως και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δυνάμενο και χωρίς ειδικό παράπονο να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το νόμω βάσιμο, το ορισμένο, ή το παραδεκτό αυτής και να την απορρίψει, αν δεν στηρίζεται στο νόμο ή δεν έχει τα απαραίτητα για τη θεμελίωσή της στοιχεία ή ασκήθηκε απαραδέκτως, με τους περιορισμούς, όμως, που επιβάλλονται από τη λειτουργία του δεδικασμένου (άρθρο 322 του ΚΠολΔ) και από την αρχή της απαγορεύσεως εκδόσεως επιβλαβέστερης αποφάσεως για τον εκκαλούντα. Επομένως, αν η αγωγή απορρίφθηκε από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως απαράδεκτη ή αόριστη και κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο ενάγων, το Δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αν κρίνει ότι η αγωγή είναι νομικά αβάσιμη, δεν μπορεί να αντικαταστήσει τις αιτιολογίες και να απορρίψει την έφεση, διότι κωλύεται από τη διαφορετική έκταση του δεδικασμένου, που προκύπτει από κάθε μία από τις περιπτώσεις αυτές. Ούτε, όμως, να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση και να απορρίψει την αγωγή για το λόγο αυτό μπορεί, διότι στην περίπτωση αυτή η απόφαση είναι δυσμενέστερη για τον εκκαλούντα και θα καταστεί χειρότερη η θέση του, αφού το δεδικασμένο από την εφετειακή απόφαση θα είναι δυσμενέστερο γι’ αυτόν, πράγμα το οποίο επιτρέπει ο νόμος μόνο στην εξαιρετική περίπτωση, που η υπόθεση ερευνάται ουσιαστικώς, πράγμα το οποίο συμβαίνει όταν η αγωγή δεν είναι απαράδεκτη ή αόριστη, όπως κρίθηκε πρωτόδικα και απορρίφθηκε, αλλά νόμιμη, πλην όμως ουσιαστικά αβάσιμη. Συνεπώς, σε περίπτωση που η αγωγή απορρίφθηκε από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως απαράδεκτη ή αόριστη και κατά της απόφασης παραπονείται ο ενάγων, το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, αν κρίνει ότι η αγωγή είναι νομικά αβάσιμη, απορρίπτει την έφεση (ΑΠ 1056/2002 ΕλλΔνη 44. 990, ΑΠ 467/2000 ΕλλΔνη 41. 1571, ΕφΠατρ 39/2021 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 187/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 153/2008 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή είναι νομικά αβάσιμη κατά την επιχειρούμενη θεμελίωσή της στις διατάξεις του Ν. 2472/1997, αφού, υπό τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο, δεν στοιχειοθετείται στην υπό κρίση περίπτωση η έννοια του αρχείου κατά το άρθρου 1του Ν. 2472/1997, ως διαρθρωμένου συνόλου εγγράφων που περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια. Αντιθέτως εκτίθεται στο δικόγραφο ότι ο εναγόμενος έχει καταχωρήσει δεδομένα, τα οποία αφορούν στο πρόσωπο του ενάγοντος, σε αρχείο που συγκρότησε ο ίδιος και τα οποία είναι προσιτά σε αυτόν με γνώμονα κριτήρια, που δεν έχουν συστηματικό και μεθοδικό χαρακτήρα, αλλά είναι αποτέλεσμα αποκλειστικής αξιολόγησης και επιλογής του εναγόμενου, χωρίς τη χρήση συγκεκριμένων και προκαθορισμένων κριτηρίων. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι στην υπό κρίση αγωγή δεν εκτίθεται ότι τα υπό στοιχεία (α) και (β) έγγραφα, τα οποία αφορούν σε μηνύσεις που υπέβαλε ο ενάγων σε βάρος του δικηγόρου ………… και των θείων του, αλλά και το υπό στοιχείο (γ) έγγραφο, το οποίο αφορά σε δήλωση αποχής από την άσκηση των καθηκόντων της Αντεισαγγελέας Πρωτοδικών Πειραιώς …………., αποτελούν αντίγραφα δικογραφίας, εκκρεμούς ή μη δίκης, ώστε οι φάκελοι των εν λόγω δικογραφιών να αποτελούν αρχείο που περιέχει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2472/1997, υποκείμενο στην αρμοδιότητα της Αρχής, ούτε ότι η συλλογή των ανωτέρω εγγράφων έγινε από το αρχείο που τηρείται στην αρμόδια Εισαγγελία Πρωτοδικών, το οποίο είναι διαρθρωμένο σύνολο εγγράφων που περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια, ήτοι βάσει του αύξοντος αριθμού του βιβλίου μηνύσεων αλλά και βάσει αλφαβητικού ευρετηρίου των εγκαλουμένων και μηνυομένων (βλ. ΑΠ 79/2020 ΝΟΜΟΣ), ούτε εάν η συλλογή αυτών των εγγράφων έγινε με νόμιμο τρόπο, κατ’ άρθρο 147 του ΚΠΔ, από τον εναγόμενο δικηγόρο, ως έχων έννομο συμφέρον ενημέρωσης, κατόπιν αίτησης του προς τον υπεύθυνο επεξεργασίας και έγκρισης αυτού, ούτε ότι ο εναγόμενος με την επίκληση και την προσκόμιση αυτών των εγγράφων στο δικόγραφο των από 23.04.2018 προτάσεών του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά τη συζήτηση της με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2016 αγωγής του εναντίον του ενάγοντος, επεξεργάστηκε ανεπίτρεπτα τα ανωτέρω προσωπικά δεδομένα, χωρίς συγκατάθεση των υποκειμένων των δεδομένων και χωρίς άδεια της Αρχής του άρθρου 7 του Ν. 2472/1997, για την υποστήριξη ενός άλλου σκοπού από αυτόν της συλλογής και χωρίς αυτό να συνάδει με την υπαγορευόμενη από το άρθρο 4 στοιχ. β’ του Ν. 2472/1997 αρχή της αναλογικότητας της επεξεργασίας. Ομοίως, αναφορικά με τα υπό στοιχεία (δ) και (ε) έγγραφα, τα οποία αφορούν σε αναφορά που υπέβαλε ο ενάγων προς τον ΔΣΑ σε βάρος του δικηγόρου ……….., δεν εκτίθεται στην υπό κρίση αγωγή ότι ο εναγόμενος δικηγόρος ή τρίτο πρόσωπο, ως έχοντες έννομο συμφέρον, αιτήθηκαν τη χορήγηση βεβαίωσης από το Πειθαρχικό Συμβούλιο του ΔΣΑ σχετικά με την πειθαρχική αναφορά σε βάρος του δικηγόρου ………., ώστε να συντρέχει περίπτωση επέμβασης στα αρχεία του Πειθαρχικού Συμβουλίου του ΔΣΑ, τα οποία ως διαρθρωμένα σύνολα εγγράφων αποτελούν αρχεία κατά την έννοια του Ν. 2472/1997 (βλ. ΑΠ 1520/2017 ΝΟΜΟΣ), ούτε ότι ο εναγόμενος χρησιμοποίησε αυτά τα έγγραφα με την προσκομιδή και κατάθεση τους στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, στο οποίο και ανακοινώθηκε το περιεχόμενο αυτών και ότι η ενέργεια αυτή του εναγόμενου συνιστά μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η οποία έγινε κατά παράβαση του άρθρου 5 του Ν. 2472/1997, αφού δεν δόθηκε η συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων προς τούτο. Επιπλέον δε η αγωγή κρίνεται νομικά αβάσιμη και για τον λόγο ότι επιδιώκεται με αυτήν η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης από την επικαλούμενη παράνομη επεξεργασία και ανακοίνωση προσωπικών δεδομένων, όχι του ενάγοντος, αλλά του δικηγόρου ……… στο υπό στοιχείο (α) έγγραφο, των θείων του ενάγοντος στο υπό στοιχείο (β) έγγραφο, της εισαγγελικής λειτουργού …… στο υπό στοιχείο (γ) έγγραφο, και του δικηγόρου ………. στα υπό στοιχεία (δ) και (ε) έγγραφα, οι οποίοι, ως υποκείμενα των προσωπικών δεδομένων, είναι οι άμεσα ζημιωθέντες και συνακόλουθα οι κατά το άρθρο 23 του Ν. 2472/1997 φορείς της αξίωσης για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, δεδομένου ότι ο ενάγων ως τρίτο πρόσωπο που θίγεται έμμεσα από τις επικαλούμενες παραβάσεις του Ν. 2472/1997 ως προς τα υποκείμενα των δεδομένων, δεν καθίσταται και αυτός φορέας της προβλεπόμενης από το Ν. 2472/1997 αξίωσης για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, διότι βρίσκεται εκτός του πεδίου προστασίας του νόμου περί προσωπικών δεδομένων, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη (βλ. ΑΠ 1257/2005 ΝΟΜΟΣ). Κατά συνέπεια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης του ενάγοντος, ενώ έπρεπε να απορρίψει αυτή ως μη νόμιμη, έσφαλε μεν, όπως βάσιμα παραπονείται ο εκκαλών – ενάγων με τον μοναδικό λόγο της έφεσής του, η οποία όμως πρέπει να απορριφθεί διότι, όπως εκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, δεν μπορεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, καθώς αυτή η απόφαση θα είναι δυσμενέστερη για τον εκκαλούντα – ενάγοντα, ούτε αρκεί απλή αντικατάσταση των αιτιολογιών της εκκαλούμενης απόφασης, αφού η απόρριψη της αγωγής για τον λόγο αυτό οδηγεί σε διαφορετικά αποτελέσματα κατά το διατακτικό.

Ενόψει αυτών και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, ενώ πρέπει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο κατ’ άρθρο 495 του ΚΠολΔ το παράβολο για το παραδεκτό της έφεσης που προκατέβαλε ο εκκαλών – ενάγων, λόγω της ήττας του. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου – εναγόμενου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος – ενάγοντος, λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 26.06.2019 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 2054/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.

Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου υπέρ Δημοσίου υπ’ αριθ. …../2019 ηλεκτρονικό παράβολο, ποσού εκατό (100,00) ευρώ που προκατέβαλε ο εκκαλών – ενάγων.

Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος – ενάγοντος τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου – εναγόμενου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια πενήντα (450,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις     17 Μαρτίου 2022 , χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ