Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 37/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης   37/2022

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη, Μαρία Δανιήλ, Εφέτη – Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα .Δ.Π.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ………… για να δικάσει την κάτωθι αναφερόμενη υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας ενάγουσας: εταιρείας ………….. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βασίλειο Βερνίκο.

Του εφεσιβλήτου εναγομένου: …………ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Ψυχάρη με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Η ενάγουσα αλλοδαπή εταιρεία ζήτησε να γίνει δεκτή η από  26.9.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../26.9.2019) αγωγή της, την οποία άσκησε ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Επί της εν λόγω αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ.1825/2020 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε αυτή ως μη νόμιμη.

Η εν όλω ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό ενάγουσα αλλοδαπή εταιρεία με την ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου από 23.6.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……../1.7.2020 στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ……./1.7.2020 στο παρόν Δικαστήριο) έφεσή της, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, και εγγράφηκε στο πινάκιο, προσβάλλει την ανωτέρω απορριπτική της αγωγής της απόφαση.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο, και την εκφώνησή της με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, εμφανίσθηκε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας, ο οποίος, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις, που κατέθεσε, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσιβλήτου δεν εμφανίσθηκε, αλλά παραστάθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ, και προκατέθεσε τις προτάσεις του εντολέως του.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 23.6.2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……../1.7.2020 στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ……../1.7.2020 στο παρόν Δικαστήριο) έφεση της εν όλω ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό ενάγουσας αλλοδαπής εταιρείας κατά της υπ’αριθμ. 1825/2020 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων της πρωτοβάθμιας δίκης, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 26.9.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………/26.9.2019) αγωγής της εκκαλούσας, διώκουσας την καταβολή στην τελευταία από τον εναγόμενο, κάτοικο ημεδαπής, μοναδικό, άλλως κύριο, και πραγματικό μέτοχο, και παράλληλα νόμιμο εκπρόσωπο και Διευθύνοντα Σύμβουλο, της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «……………», χρηματικής απαίτησής της (της ενάγουσας) σε βάρος της ως άνω εταιρείας, απορρέουσας από μεταξύ τους καταρτισθείσα σύμβαση ναύλωσης πλοίου, πλοιοκτησίας της, του εναγομένου φερομένου ως ενεχομένου σε απόδοση του αιτουμένου ποσού με την ιδιότητα του ομορρύθμου «εν τοις πράγμασι» εταίρου της εταιρείας αυτής, νομίμως συσταθείσας κατά το δίκαιο της καταστατικής της έδρας (των Νήσων Μάρσαλ) με τη μορφή της κεφαλαιουχικής ανώνυμης εταιρείας, πλην όμως εδρεύουσας στην πραγματικότητα στην Ελλάδα, όπου ασκείται η διοίκησή της, λειτουργεί, συναλλάσσεται και αναπτύσσει εμπορική δραστηριότητα, χωρίς την τήρηση των απαιτουμένων κατά το ημεδαπό δίκαιο για το συγκεκριμένο εταιρικό τύπο διατυπώσεων ίδρυσης, με αποτέλεσμα να είναι άκυρη ως τέτοια, θεωρούμενη, εντούτοις, ως «εν τοις πράγμασι» ομόρρυθμη εταιρεία, μη εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του ν.791/1978, και οι διευθυντές, διοικούντες αυτήν εν γένει, και πραγματικοί ή τυπικοί μέτοχοί της, να ευθύνονται αλληλεγγύως, απεριορίστως, και εις ολόκληρον μετά της ιδίας για τα χρέη της, ως «εν τοις πράγμασι» ομόρρυθμοι εταίροι της, και με την οποία (εκκαλουμένη απόφαση) απορρίφθηκε καθ’ολοκληρίαν η αγωγή ως μη νόμιμη, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα, και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ. 1 εδαφ.β΄, και 2, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου την 1η.7.2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………../1.7.2020), προ πάσης επίδοσης της πρωτόδικης απόφασης, αφού τέτοια επίδοση δεν επικαλούνται οι διάδικοι, ούτε άλλωστε προκύπτει οίκοθεν από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα, αλλά σε κάθε περίπτωση εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της προσβαλλομένης  απόφασης, που έλαβε χώρα στις 11.5.2020 [όπως η ανωτέρω διάταξη ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87), που εφαρμόζεται εν προκειμένω, καθώς η ένδικη έφεση ασκήθηκε μετά την 1η.1.2016, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου], ενώ επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από την εκκαλούσα κατά την κατάθεση του ένδικου μέσου το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 στοιχ.γ΄ του ΚΠολΔ παράβολο, και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου. Πρέπει, επομένως, η ανωτέρω έφεση, η οποία παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ως καθ’ύλην, κατά τόπον, και λειτουργικά αρμόδιου προς εκδίκασή της (άρθρα 19 του ΚΠολΔ, και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ), κατά την αυτή διαδικασία (τακτική), κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πρωτόδικη απόφαση.Η ενάγουσα, αλλοδαπή εταιρεία, εδρεύουσα στην ….., πλοιοκτήτρια του υπό σημαία …. φορτηγού πλοίου μεταφοράς ξηρού φορτίου με την ονομασία «MZ», με την από 26.9.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../26.9.2019) αγωγή της, που άσκησε ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ισχυρίσθηκε ότι σε εκτέλεση σύμβασης χρονοναύλωσης του ανωτέρω πλοίου, που καταρτίσθηκε εγγράφως στις 3.10.2018 μεταξύ της ιδίας και της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη εταιρείας με την επωνυμία «………..», εδρεύουσας κατά το καταστατικό της στις Νήσους Μάρσαλ, αλλά στην πραγματικότητα στην Αθήνα, όπου έχει εγκαταστήσει γραφείο, με βάση τις διατάξεις του ν.89/1967, και ασκείται η διοίκησή της, εκναύλωσε και παρέδωσε κατά χρήση το πλοίο της στις 20.10.2018 στην ως άνω αντισυμβαλλόμενή της για ένα ταξίδι, εκτιμώμενης διάρκειας 45-50 περίπου ημερών, προς μεταφορά φορτίου δημητριακών από την Αργεντινή στην Αίγυπτο, αντί ναύλου υπολογιζομένου ανά μονάδα χρόνου, και συγκεκριμένα ανά ημέρα, της σύμβασης διεπομένης από τους ειδικότερα αναφερομένους στο σχετικώς συνταχθέν και υπογραφέν από τα συμβαλλόμενα μέρη χρονοναυλοσύμφωνο, αλλά και στο αγωγικό δικόγραφο, επιμέρους όρους, ρήτρες, και συμφωνίες, καθώς και από το αγγλικό δίκαιο. Ότι η ναυλώτρια εταιρεία δεν εκπλήρωσε τις εκ της ανωτέρω σύμβασης απορρέουσες υποχρεώσεις της, με αποτέλεσμα (η ενάγουσα) να διατηρεί χρηματική αξίωση σε βάρος της, λόγω της αντισυμβατικής συμπεριφοράς της, ανερχόμενη, κατόπιν καταβολών της τελευταίας, και συμψηφισμού με την επίδικη απαίτηση διαφόρων χρηματικών ποσών, τα οποία, με βάση τους όρους της σύμβασης, της οφείλονται από την ίδια (την ενάγουσα), κατά τα ειδικότερα στο δικόγραφο εκτιθέμενα, στο συνολικό ποσό των 769.909,99 δολαρίων Η.Π.Α., που συγκεκριμένα αφορά στους ναύλους, οι οποίοι αναλογούν στο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο το πλοίο παρέμεινε στην κατοχή της (της ναυλώτριας), μέχρι την απόδοσή του, που έλαβε χώρα στις 6.12.2018 στο λιμένα της Damietta (Νταμιέττα) της Αιγύπτου, στην αξία της επί του πλοίου υφισταμένης ποσότητας καυσίμων κατά το χρόνο της παράδοσής του, σε έξοδα χρήσης των τηλεγραφικών εγκαταστάσεων του πλοίου και αναψυχής τυχόν επιβαινόντων σ’αυτό – προστηθέντων της, που συμφωνήθηκαν σε συγκεκριμένο ποσό ανά ημέρα διάρκειας της ναύλωσης, στο καθορισθέν στη σύμβαση ορισμένο (κατ’αποκοπήν) χρηματικό ποσό, το οποίο δικαιούται να λάβει εξαιτίας της παράβασης από τη ναυλώτρια της υποχρέωσής της να επαναπαραδώσει το πλοίο μετά τη λήξη της ναύλωσης με καθαρά τα κύτη του, στην αξία της αγορασθείσας από την ίδια (την ενάγουσα) ποσότητας καυσίμου, η οποία παραδόθηκε στο πλοίο για τον ανεφοδιασμό του στο λιμένα της Αugusta (Αουγκούστα) της Σικελίας, του κόστους χρήσης της φορτηγίδας πετρέλευσης συμπεριλαμβανομένου, στα λοιπά έξοδα της πετρέλευσης αυτής στον ως άνω λιμένα (κόστος πλοήγησης, λιμενικά και τελωνειακά τέλη και δικαιώματα, αμοιβή και δαπάνες ναυτικής πρακτόρευσης, και κόστος απομάκρυνσης αποβλήτων), καθώς και στις επίσης καταβληθείσες από την ίδια (την ενάγουσα) στην ορισθείσα από τη ναυλώτρια στο λιμένα εκφόρτωσης του φορτίου του πλοίου ναυτική πράκτορα δαπάνες, που σχετίζονται με την παραμονή του πλοίου στον εν λόγω λιμένα, και στα λοιπά έξοδα της εκφόρτωσης (κόστος πλοήγησης, λιμενικά και τελωνειακά τέλη και δικαιώματα, αμοιβή και δαπάνες της ναυτικής πράκτορος, δαπάνη ρυμούλκησης, πρόστιμο υπέρβασης του χρόνου παραμονής του πλοίου στο λιμένα αυτό κατά δύο ημέρες), όπως έκαστο των επιμέρους κονδυλίων, που συνθέτουν το προαναφερθέν συνολικό ποσό, αναλυτικά παρατίθεται στο δικόγραφο. Ότι για την ικανοποίηση της απαίτησής της αυτής προσέφυγε, με βάση τους όρους της σύμβασης ναύλωσης, σε διαιτησία στο Λονδίνο, εκδοθείσης επί της υπόθεσης της αναφερομένης στο δικόγραφο (ήδη καταστάσας τελεσίδικης) διαιτητικής απόφασης, με την οποία επιδικάσθηκε υπέρ της και σε βάρος της ναυλώτριας το συνολικό ποσό των 769.909,89 δολαρίων Η.Π.Α., πλέον τόκων υπερημερίας, με επιτόκιο 5% ετησίως, ανατοκιζόμενο ανά τρίμηνο, από την 6η.12.2018 και στο εξής μέχρι την εξόφληση, καθώς και το ποσό των 6.430 λιρών Αγγλίας, πλέον τόκων υπερημερίας, με επιτόκιο 5% ετησίως, και με ανά τρίμηνο ανατοκισμό του, από την 6η.12.2019 μέχρι την εξόφλησή του, που αφορά σε αμοιβή και έξοδα του διορισθέντος διαιτητή. Ότι κατά το χρόνο σύνταξης της αγωγής η απαίτησή της σε βάρος της ναυλώτριας ανερχόταν στο ποσό των 801.363,74 δολαρίων Η.Π.Α. και των 6.510,37 λιρών Αγγλίας, των έως τότε αναλογούντων τόκων υπερημερίας συμπεριλαμβανομένων σ’αυτά, άλλως στο ποσό των 732.045,77 ευρώ και των 7.348,25 ευρώ αντίστοιχα, με βάση την ισοτιμία του ευρώ με το δολάριο Η.Π.Α. και τη λίρα Αγγλίας κατά τον αυτό ως άνω χρόνο. Ότι η ναυλώτρια εταιρεία, η οποία έχει συσταθεί νομότυπα ως κεφαλαιουχική ανώνυμη εταιρεία, με βάση το δίκαιο της καταστατικής της έδρας (των Νήσων Μάρσαλ), αλλά στην πραγματικότητα εδρεύει στην Ελλάδα (στην Αθήνα), όπου ασκείται η διοίκησή της, διεξάγεται η επιχειρηματική της δραστηριότητα, διευθύνονται οι υποθέσεις της, και λαμβάνονται όλες οι κρίσιμες αποφάσεις, που την αφορούν, είναι μεν άκυρη ως τέτοια εταιρεία, εφόσον δεν έχουν τηρηθεί οι απαιτούμενες από το ελληνικό δίκαιο, που τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής ως το δίκαιο της πραγματικής της έδρας (άρθρο 10 του ΑΚ), διατυπώσεις ίδρυσης, πλην όμως, αφού λειτουργεί στην Ελλάδα και συναλλάσσεται ως εμπορική εταιρεία, θεωρείται ως «εν τοις πράγμασι» ομόρρυθμη εταιρεία, με αποτέλεσμα να ισχύουν εν προκειμένω οι περί του ανωτέρω εταιρικού τύπου διατάξεις, και οι διοικούντες αυτήν, πραγματικοί και τυπικοί της μέτοχοι να ευθύνονται, αλληλεγγύως, απεριορίστως και εις ολόκληρον, με την εταιρεία για τα χρέη της ως «εν τοις πράγμασι» ομόρρυθμοι εταίροι της, μη εμπίπτουσα, με την ιδιότητα της ναυλώτριας, στην εξαίρεση, που εισάγει ο Ν. 791/1978, παρότι έχει εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.89/1967. Ότι ο εναγόμενος, όντας ο μοναδικός, άλλως ο κύριος και πραγματικός μέτοχος, παράλληλα δε και ο νόμιμος εκπρόσωπος και Διευθύνων Σύμβουλος της ανωτέρω εταιρείας, ευθύνεται εις ολόκληρον με αυτήν για την καταβολή της εν λόγω οφειλής της, που προέρχεται από την προαναφερθείσα σύμβαση ναύλωσης, ως ομόρρυθμος «εν τοις πράγμασι» εταίρος της. Με βάση αυτό το ιστορικό, ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, υπό την ανωτέρω ιδιότητά του, να της καταβάλει το ποσό των 801.363,74 δολαρίων Η.Π.Α. και των 6.510,37 λιρών Αγγλίας, άλλως το σε ευρώ ισάξιο αυτών κατά το χρόνο της πληρωμής τους, άλλως το ποσό των 732.045,77 ευρώ και των 7.348,25 ευρώ αντίστοιχα, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση και να καταδικασθεί στη δικαστική της δαπάνη. Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ.1825/2020 οριστική απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία, αφού έγινε δεκτό α) ότι η αγωγή, με την οποία φέρεται προς συζήτηση διαφορά από ιδιωτική έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, λόγω της έδρας της ενάγουσας στην αλλοδαπή, παραδεκτά εισήχθη ενώπιον του προαναφερθέντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο να την εκδικάσει, και έχει διεθνή δικαιοδοσία να επιληφθεί σχετικώς, σύμφωνα με τις σ’αυτήν ειδικότερα αναφερόμενες διατάξεις του ΚΠολΔ, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ.1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση, και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», και του ν.2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς και β) ότι η αγωγή παραδεκτά στρέφεται μόνον σε βάρος του εναγομένου, και, συνακόλουθα, απορρίφθηκαν οι προβληθείσες αιτιάσεις του τελευταίου ότι θα έπρεπε να στρέφεται σε βάρος και της ναυλώτριας εταιρείας, διότι κρίθηκε ότι επί περισσοτέρων εις ολόκληρον συνοφειλετών, και τέτοια είναι και η περίπτωση της ομόρρυθμης εταιρείας και των ομορρύθμων εταίρων της, όπως συνάγεται από τη διάταξη του άρθρου 249 παρ.1 του ν.4072/2012, ο δανειστής έχει το δικαίωμα να απαιτήσει την παροχή από οποιονδήποτε εξ αυτών, χωρίς να υποχρεούται να τηρήσει κάποια σειρά, ούτε να στραφεί πρώτα ή παράλληλα σε βάρος της ομόρρυθμης εταιρείας, αφού η ευθύνη αυτής και των εταίρων της είναι αυτοτελής, ακολούθως απέρριψε στο σύνολό της την αγωγή, με την οποία έγινε δεκτό ότι επιχειρείται να θεμελιωθεί η ευθύνη του εναγομένου προς καταβολή του αιτουμένου ποσού στην ιδιότητά του ως ομορρύθμου εταίρου της μη διαδίκου ναυλώτριας εταιρείας, με την επίκληση ότι η τελευταία αποτελεί ομόρρυθμη εταιρεία «εν τοις πράγμασι», ως μη νόμιμη, και συμψήφισε μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα της δίκης, κατ’εφαρμογήν της διάταξης του άρθρου 179 του ΚΠολΔ, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας του εφαρμοσθέντος κανόνα δικαίου. Ειδικότερα, με την ανωτέρω απόφαση έγινε δεκτό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι η μη διάδικος στη δίκη εταιρεία με την επωνυμία «…………» υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 1 παρ.1 του ν.791/1978, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 61 παρ.3 του ν. 4646/2019, και ίσχυε και κατά το χρόνο δημοσίευσης της απόφασής του, στο οποίο (πεδίο εφαρμογής) περιλαμβάνονται – μεταξύ άλλων αλλοδαπών εταιρειών – και οι ναυλομεσιτικές εταιρείες, που είναι εγκατεστημένες ή θα εγκατασταθούν στην Ελλάδα με βάση τις διατάξεις των άρθρων 25 του Ν.27/1975, ή των Α.Ν. 89/1967 και 378/1968, καθώς από τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο και την επισκόπηση της σ’αυτήν (απόφαση) αναφερομένης και προσκομιζομένης από αμφότερα τα διάδικα μέρη Υπουργικής Απόφασης, προκύπτει ότι έχει εγκριθεί η εγκατάσταση στην Ελλάδα γραφείου ή υποκαταστήματος της ως άνω εταιρείας και η υπαγωγή της στις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν.27/1975, με αντικείμενο της δραστηριότητάς της, μεταξύ άλλων, και τη μεσιτεία ναυλώσεων πλοίων με ελληνική ή ξένη σημαία, ολικής χωρητικότητας άνω των 500 κόρων, εξαιρουμένων των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων και των εμπορικών πλοίων, που εκτελούν εσωτερικούς πλόες και επιτραπεί η διενέργεια απ’αυτήν τέτοιων εργασιών, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να θεωρηθεί, ελλείψει τήρησης των προβλεπομένων για τη σύστασή της από το ελληνικό δίκαιο διατυπώσεων δημοσιότητας, ως «εν τοις πράγμασι» ομόρρυθμη εταιρεία, ώστε να θεμελιώνεται ευθύνη του εναγομένου με την ιδιότητα του ομορρύθμου εταίρου της για την αποπληρωμή της επίδικης απαίτησης της ενάγουσας, αφού, ανεξάρτητα από το εάν η διοίκησή της ασκείται στην Ελλάδα ή όχι, διέπεται, όσον αφορά τη σύσταση και την εν γένει λειτουργία της, από το δίκαιο της καταστατικής έδρας της, και όχι από το ελληνικό δίκαιο, που προβλέπει εις ολόκληρον ευθύνη των ομορρύθμων εταίρων για τα χρέη της ομόρρυθμης εταιρείας. Κατά της απόφασης αυτής η ενάγουσα, ως εν όλω ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό διάδικος, με έννομο συμφέρον, που απορρέει από τη βλάβη της, η οποία προκύπτει αμέσως από το διατακτικό της προσβαλλομένης απόφασης, άσκησε την κρινόμενη έφεση, με την οποία την πλήττει για τους ειδικότερα εκτιθέμενους στο δικόγραφο του ένδικου μέσου λόγους, που συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όσον αφορά στην κρίση του περί της υπαγωγής της αναφερομένης στην αγωγή εταιρείας με την επωνυμία «…………» στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 1 παρ.1 του Ν.791/1978, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 61 παρ.3 του ν. 4646/2019, και ίσχυε και κατά το χρόνο δημοσίευσης της πρωτόδικης απόφασης και, συνακόλουθα, στην απόρριψη της αγωγής της ως μη νόμιμης, ζητώντας την παραδοχή της έφεσής της και κατ’ουσίαν και την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και αναδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να γίνει δεκτή η αγωγή της ως νόμω και ουσία βάσιμη. Από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 περ. στ΄ του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι)», ο οποίος εφαρμόζεται στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης – πλην της Δανίας – στις συμβάσεις που συνάπτονται μετά την 17η.12.2009 (άρθρο 28) και έχει οικουμενικό χαρακτήρα, με βάση τη διάταξη του άρθρου 2, με την έννοια ότι μπορεί να οδηγήσει και στην εφαρμογή του δικαίου ενός κράτους που δεν είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνάγεται ότι από το πεδίο εφαρμογής του παραπάνω Κανονισμού αποκλείονται τα ζητήματα που ανάγονται στο δίκαιο των εταιρειών, μεταξύ των οποίων και το ζήτημα της προσωπικής ευθύνης των εταίρων και των οργάνων τους για τις υποχρεώσεις της εταιρείας. Από τη διάταξη του άρθρου 10 του ΑΚ συνάγεται ότι τα νομικά πρόσωπα διέπονται ως προς την ίδρυση, τη νομική προσωπικότητα και την ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της χώρας, στην οποία ασκείται η κεντρική διοίκηση αυτών, εκπορεύονται οι αποφάσεις και διαμορφώνεται η επιχειρηματική πολιτική της επιχείρησης (πραγματική έδρα). Τα επί μέρους ζητήματα που, σύμφωνα με το άρθρο 10 του ΑΚ ρυθμίζονται από το δίκαιο της έδρας του νομικού προσώπου είναι, μεταξύ άλλων, η ίδρυση του νομικού προσώπου, η έναρξη και η έκταση της ικανότητας δικαίου, η λύση του, η επωνυμία, η διαχείριση, η αντιπροσωπευτική εξουσία και η ευθύνη των οργάνων του. Ως “έδρα” νοείται στη διάταξη αυτή η πραγματική και όχι η καταστατική, δηλαδή ο τόπος, όπου είναι εγκατεστημένα τα όργανα που κινητοποιούν τον οργανισμό του νομικού προσώπου, δηλαδή ο τόπος στον οποίο συντελούνται οι σπουδαιότερες εκδηλώσεις της υπόστασής του, στον οποίο ασκείται πραγματικά η διοίκηση, λαμβάνονται οι βασικές για τη λειτουργία του αποφάσεις, και διαμορφώνεται η επιχειρηματική τους πολιτική. Επομένως, εφόσον διαπιστωθεί ότι η πραγματική έδρα μιας κατά μετοχές εταιρείας, που έχει καταστατική έδρα σε άλλο κράτος, βρίσκεται στην ημεδαπή, χωρίς να έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις ίδρυσης (σύστασης και δημοσιότητας) που προβλέπει το ελληνικό δίκαιο για τον συγκεκριμένο εταιρικό τύπο, τότε η ανώνυμη αυτή εταιρεία είναι άκυρη (ΑΠ 335/2001 ΔΕΕ 2001.608, με εισαγωγικό σημείωμα Κ. Παμπούκη) και, αν λειτούργησε, θεωρείται (κατά μετατροπή σύμφωνα με το άρθρο 182 του ΑΚ) ως «εν τοις πράγμασι» προσωπική (ομόρρυθμη) εμπορική εταιρεία (ΑΠ 975/1997 ΔΕΕ 1997.1083), διεπόμενη από το δίκαιο της πραγματικής έδρας της, δηλαδή το ελληνικό, το οποίο εφαρμόζεται σε όλη του την έκταση (ΕΠ 549/2006 ΔΕΕ 2006.1027) και ρυθμίζει, όχι μόνο την ικανότητα δικαίου της εταιρείας, αλλά το σύνολο των σχέσεών της και, ειδικότερα, τη διαχειριστική και εκπροσωπευτική εξουσία των οργάνων της, καθώς και την ευθύνη των εταίρων της.  Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 10 του ΑΚ εταιρείες των οποίων τα όργανα διοίκησης λειτουργούν πράγματι στην Ελλάδα, διέπονται γενικά, άρα και ως προς τη σύσταση και ικανότητα δικαίου, από το ελληνικό δίκαιο, έστω και αν στο καταστατικό τους προβλέπεται άλλη “εθνικότητα” ή η έδρα τους έχει ορισθεί με το καταστατικό εκτός Ελλάδος. Αν, συνεπώς, διαπιστωθεί, ότι η πραγματική έδρα της εταιρείας που φέρεται ως αλλοδαπή, βρίσκεται στην Ελλάδα και δεν έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις ίδρυσης (σύστασης και δημοσιότητας) που επιτάσσει το ελληνικό δίκαιο για το συγκεκριμένο εταιρικό τύπο, η εν λόγω εταιρεία είναι άκυρη και θεωρείται ως “εν τοις πράγμασι” ομόρρυθμη εταιρεία, οι δε εταίροι των εταιρειών αυτών ευθύνονται απεριορίστως και εις ολόκληρον μετά της εταιρείας, σύμφωνα προς τις διατάξεις των άρθρων 249 παρ.1 και 258 παρ. 3 Ν. 4072/2012 (ΑΠ 1183/2019 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕΝΑΥΤΔ 2019.81). Η αποδοχή της πραγματικής έδρας ως στοιχείου προσδιοριστικού του εφαρμοστέου δικαίου διευρύνει κατ’αποτέλεσμα τη δυνατότητα κρατικού ελέγχου της δραστηριότητας του νομικού προσώπου και παρέχει εχέγγυα πληρέστερης προστασίας των μετόχων της μειοψηφίας αλλά και των τρίτων (δανειστών της εταιρείας και εργαζομένων της). Ο ισχύων στο ελληνικό δίκαιο κανόνας της πραγματικής έδρας του νομικού προσώπου κάμπτεται μόνον όταν με διάταξη νόμου η έννοια της έδρας ως συνδετικού στοιχείου για τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου, που θα διέπει το ζήτημα της αναγνώρισης και της κατάστασης του αλλοδαπού νομικού προσώπου  καθορίζεται διαφορετικά από ό,τι στο άρθρο 10 του ΑΚ. Τέτοια διάταξη (κανόνα σύγκρουσης) αποτελεί και το άρθρο 1 του Ν.791/1978 (ΦΕΚ Α΄109/6.7.1978), που αναφέρεται σε ναυτιλιακές εταιρείες, συσταθείσες κατά τους νόμους αλλοδαπής πολιτείας και ορίζει ότι αυτές, υπό προϋποθέσεις, διέπονται ως προς τη σύσταση και την ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της χώρας, στην οποία βρίσκεται η καταστατική τους έδρα, ανεξάρτητα από τον τόπο από τον οποίο διευθύνονται ή διευθύνονταν στο παρελθόν εξ ολοκλήρου ή εν μέρει οι υποθέσεις τους. Οι διατάξεις του ν.791/1978 αποτελούν εξαιρετικό δίκαιο, κατ’απόκλιση του άρθρου 10 του ΑΚ, όπως η έννοιά του προσδιορίσθηκε ανωτέρω, αφού με αυτές συνδέεται ρητά η αναγνώριση της νομικής προσωπικότητας και η ικανότητα δικαίου στην Ελλάδα των συγκεκριμένων ναυτιλιακών εταιρειών με το δίκαιο της χώρας της καταστατικής έδρας τους, έστω και αν εκεί ουδέποτε λειτούργησε πραγματικά η διοίκησή τους, η οποία στην πραγματικότητα συνήθως ασκείται από την ημεδαπή επικράτεια (ΟλΑΠ 2/1999 ΕΝΔ 1999.81). Η ψήφιση του ν.791/1978 επακολούθησε αμέσως μετά την έκδοση της ΟλΑΠ 461/1978, με την οποία παγιώθηκε στη νομολογία η θεωρία της πραγματικής έδρας και υπήρξε τέκνο της ανάγκης να περισωθεί το κύρος πολυάριθμων εταιρειών, οι οποίες δραστηριοποιούνταν στο χώρο της ναυτιλίας με πλοία υπό ελληνική σημαία ή με εγκατάσταση στην ελληνική επικράτεια, που είχαν συσταθεί κατά το αλλοδαπό δίκαιο χωρίς την τήρηση των διατυπώσεων του ελληνικού δικαίου περί σύστασης κεφαλαιουχικών εταιρειών, αποσκοπούσε δε στην προστασία της ναυτιλιακής δραστηριότητας στην Ελλάδα και στην περαιτέρω ανάπτυξή της δια της παροχής νομικών κινήτρων στις εταιρείες αυτές και δια της διατήρησης του ευνοϊκού νομικού καθεστώτος που τους εξασφάλιζαν τα αλλοδαπά δίκαια, κατά τους όρους των οποίων είχαν κατά το παρελθόν ιδρυθεί ή επρόκειτο στο εξής να συσταθούν. Κατ’ουσίαν μετά το ν. 791/1978 οι εν λόγω ναυτιλιακές εταιρείες δε διατρέχουν πλέον κίνδυνο να θεωρηθούν ως ανωμάλως ιδρυθείσες, δηλαδή ως de facto προσωπικές εταιρείες και αποκλείστηκε το ενδεχόμενο της υπεγγυότητας της προσωπικής περιουσίας των μετόχων τους για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των εταιρικών δανειστών. Στο αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής του ο ν.791/1978 στην αρχική του μορφή καταλάμβανε εταιρείες για τις οποίες συντρέχουν αθροιστικά δύο [2] προϋποθέσεις και, συγκεκριμένα, αφενός, να έχουν συσταθεί κατά τους νόμους αλλοδαπής πολιτείας (όχι δε κατ’ανάγκη εκείνης στην επικράτεια της οποίας βρίσκεται η καταστατική τους έδρα) και, αφετέρου, να είναι πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες πλοίων (πλην σκαφών αναψυχής) με ελληνική σημαία και είτε να είναι εγκατεστημένες ή να πρόκειται να εγκατασταθούν στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 27/1975, ή των α.ν. 89/1967 και 378/1968. Το πνεύμα εύνοιας υπέρ της εγκυρότητας της σύστασης των ναυτιλιακών εταιρειών που διέπει το Ν. 791/1978 είχε ως αποτέλεσμα την επέκταση του πεδίου εφαρμογής του τόσο ως προς τα χρονικά όσο και ως προς τα υποκειμενικά όριά του. Έτσι, η νομολογία προσέδωσε αναδρομική ισχύ στις ρυθμίσεις του και δέχθηκε ότι εφαρμόζονται και σε εταιρείες που είχαν ήδη κατά την εισαγωγή του ν.791/1978 ιδρυθεί, εφόσον δεν είχαν μέχρι τότε λυθεί (ΕφΠειρ 938 και 939/1980 ΕΝΔ 1981.139, ΕφΠειρ 423/1980 ΕΝΔ 1980.497). Παράλληλα, με τη διάταξη του άρθρου 25 παρ.7 του ν. 27/1975, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 του ν. 2234/1994 (ΦΕΚ Α΄142/1994), η εφαρμογή του άρθρου 1 του ν.791/1978 επεκτάθηκε και στις αλλοδαπές εταιρείες, πλοιοκτήτριες πλοίων με ξένη σημαία, εφόσον τα πλοία τους τα διαχειρίζονται γραφεία ή υποκαταστήματα εταιρειών του άρθρου 25 του ν. 27/1975, όπως ισχύει. Η ανάγκη υπαγωγής και των εταιρειών αυτών σε καθεστώς προστασίας καταδεικνύει ότι διέτρεχαν τον ίδιο κίνδυνο (ακυρότητας λόγω μη τήρησης των διατυπώσεων δημοσιότητας του ελληνικού δικαίου), επειδή ακριβώς η πραγματική τους έδρα, που διέφερε από την καταστατική, εντοπιζόταν εντός της ελληνικής επικράτειας. Η δεύτερη επέκταση του υποκειμενικού πεδίου εφαρμογής του ν.791/1978 έγινε με το άρθρο 11Δ του Ν.3816/2010 (ΦΕΚ Α΄6/26.1.2010), με το οποίο προστέθηκε στην παράγραφο 1 του άρθρου 1 του ν. 791/1978 δεύτερο εδάφιο και ορίστηκε ότι: «Τα αυτά ισχύουν και για τις εταιρείες χαρτοφυλακίου των παραπάνω εταιρειών». Ήδη το άρθρο 1 του ν.791/1978, όπως η παράγραφος 1 αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 61 παρ.3 του ν.4646/2019 (ΦΕΚ Α΄ 201/12.12.2019), που ισχύει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, προβλέπει ότι: «1. Ναυτιλιακές εταιρείες, οι οποίες έχουν συσταθεί σύμφωνα με τους νόμους αλλοδαπών κρατών, εφόσον είναι ή ήταν κατά το παρελθόν πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες πλοίων ή ναυλομεσιτικές ή ναυλώτριες γυμνών πλοίων (bareboat charterers) ή μισθώτριες πλοίων υπό χρηματοδοτική μίσθωση (ship lessees), υπό ελληνική ή ξένη σημαία ή είναι εγκατεστημένες ή θα εγκατασταθούν στην Ελλάδα δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 25 του ν. 27/1975 ή των α.ν. 89/1967 και 378/1968, διέπονται ως προς τη σύσταση και την ικανότητα δικαίου από το δίκαιο του κράτους της καταστατικής τους έδρας, ανεξάρτητα από τον τόπο από τον οποίο διευθύνονται ή διευθύνονταν, συνολικώς ή μερικώς οι υποθέσεις τους. Οι ρυθμίσεις του προηγούμενου εδαφίου ισχύουν και για τις εταιρείες χαρτοφυλακίου (holding companies) των παραπάνω εταιρειών.». 2. Αι διατάξεις του παρόντος Νόμου δεν έχουν εφαρμογήν προκειμένου περί εταιρειών αι οποίαι είναι πλοιοκτήτριαι ή διαχειρίστριαι αποκλειστικώς και μόνον σκαφών αναψυχής». Επομένως, μετά την τροποποίηση της διάταξης της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν.791/1978 με το ν. 4646/2019, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1 του ν.791/1978 εμπίπτουν πλέον με αναδρομική ισχύ και αλλοδαπές ναυλομεσιτικές εταιρείες, δηλαδή εταιρείες που διαμεσολαβούν για τη ναύλωση πλοίου, οι οποίες, είτε είναι εγκατεστημένες ή θα εγκατασταθούν στην Ελλάδα δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 25 του ν. 27/1975 ή των α.ν. 89/1967 και 378/1968. Ειδικότερα, η σύμβαση ναυλομεσιτείας είναι άτυπη και ετεροβαρής σύμβαση βασιζόμενη στη διάταξη του άρθρου 703 ΑΚ. Με βάση τη διάταξη αυτή ο ναυλομεσίτης (sea broker) έχει αξίωση για αμοιβή, ευθύς μόλις καταρτισθεί η σύμβαση της ναύλωσης, για την οποία διαμεσολάβησε ή υπέδειξε την προς τούτο ευκαιρία, χωρίς η αμοιβή του αυτή να εξαρτάται πολλές φορές από την εκτέλεση της σύμβασης ναύλωσης ή της πρότερης απόληψης του ναύλου από τον εκναυλωτή, ο δε ναυλομεσίτης διατηρεί την αξίωση του για αμοιβή και αν ακόμη η σύμβαση της ναύλωσης διαρρηχθεί ανυπαίτια για τον εκναυλωτή, όταν αυτός δικαιούται αποζημίωσης λόγω μη εκπλήρωσης της σύμβασης, Εξάλλου κατά το άρθρο 703 του ΑΚ, εκείνος που υποσχέθηκε αμοιβή σε κάποιον (μεσίτη) για την μεσολάβηση ή την υπόδειξη ευκαιρίας για την σύναψη μιας σύμβασης έχει υποχρέωση να πληρώσει την αμοιβή, εάν η σύμβαση καταρτισθεί ως συνέπεια αυτής της μεσολάβησης ή της υπόδειξης. Στο νόμο δεν ορίζεται πότε υπάρχει μεσολάβηση και πότε υπόδειξη και εφόσον το περιεχόμενο αυτών δεν προκύπτει από την σύμβαση, η μεσολάβηση περιέχει συνήθως κάθε πρόσφορη ενέργεια του μεσίτη για να έλθουν σε επαφή τα ενδιαφερόμενα μέρη με σκοπό να συνεννοηθούν για την κατάρτιση της σύμβασης και είναι δυνατόν, αλλά δεν απαιτείται, να περιλαμβάνει επιπλέον και την παρακολούθηση από τον μεσίτη των συνεννοήσεων των μερών, την μεταφορά ή γνωστοποίηση των προτεινόμενων από το ένα μέρος στο άλλο όρων ή την διαπραγμάτευση των όρων αυτών, ενώ η υπόδειξη ευκαιρίας είναι κάτι λιγότερο από την μεσολάβηση, διότι με αυτήν ο μεσίτης ενημερώνει απλώς τον εντολέα του για την ύπαρξη συγκεκριμένης και άγνωστης προηγουμένως σ’αυτόν δυνατότητας σύναψης της σύμβασης που τον ενδιαφέρει. Η εντολή προς τον μεσίτη μπορεί ν’αφορά μόνο στην μεσολάβηση ή μόνο στην υπόδειξη ευκαιρίας ή και στις δύο. (ΑΠ 335/2011, ΑΠ 1203/2009, ΕφΠειρ 762/2013, ΕφΠειρ 165/2012, ΕφΠειρ 262/2012 δημ.ΝΟΜΟΣ). Τέλος, η άδεια εγκατάστασης των εταιρειών του άρθρου 1 του ν.791/1978, και των γραφείων ή των υποκαταστημάτων τους στην Ελλάδα, χορηγείται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας, που δημοσιεύεται, κατά το άρθρο 25 του πιο πάνω νόμου, (Ν. 27/1975) όπως τροποποιήθηκε με τα άρθρα 28 Ν. 814/1978, 77 παρ. 5 Ν. 1892/1990 και 4 Ν. 2234/1994, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και έκτοτε επέρχονται και οι έννομες συνέπειές της. Σε περίπτωση όμως που ανακληθεί η άδεια εγκατάστασης των ως άνω εταιρειών, οι εταιρείες αυτές, από τη δημοσίευση ομοίως της σχετικής υπουργικής απόφασης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εφόσον συνεχίζεται η λειτουργία τους, επειδή δεν έχουν συσταθεί κατά τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, θεωρούνται κατά τα ανωτέρω ως ομόρρυθμες “εν τοις πράγμασι” και τα μέλη της διοίκησης και οι μέτοχοι αυτών ευθύνονται απεριορίστως και εις ολόκληρον μετά της εταιρείας, σύμφωνα προς τις διατάξεις των άρθρων 249 παρ. 1 και 258 παρ. 3 Ν. 4072/2012 (ΑΠ 1183/2019 ό.π.). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 291, 292 του ΑΚ, 6 παρ.1 του ν. 5422/1932 συνάγεται ότι, όταν συνομολογήθηκε νόμιμα οφειλή σε ξένο νόμισμα, το οποίο έχει αξία που μπορεί να προσδιορισθεί σε δραχμές, ο δανειστής, ενασκώντας με την αγωγή την αξίωσή του, μπορεί να ζητήσει να του καταβληθεί το ισάξιο σε δραχμές του αλλοδαπού νομίσματος κατά την ημέρα της πληρωμής, χωρίς να έχει υποχρέωση να καθορίσει την ισοτιμία κατά το χρόνο αυτό, που του είναι άλλωστε άγνωστη. Μετά δε την αντικατάσταση της δραχμής, ως εθνικού νομίσματος, με το ευρώ, η οποία έλαβε χώρα την 1η Ιανουαρίου 2002, σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 2842/2000, οι ανωτέρω οφειλές εξοφλούνται σε ευρώ με την συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ και αλλοδαπού νομίσματος κατά την ημέρα της εξόφλησης (ΑΠ 885/2019 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος).Η αγωγή, με το περιεχόμενο, που προεκτέθηκε, και με την οποία η ευθύνη του εναγομένου προς καταβολή της επίδικης χρηματικής απαίτησης, απορρέουσας από σύμβαση ναύλωσης, που καταρτίσθηκε μεταξύ της ενάγουσας και της μη διαδίκου στη δίκη εταιρείας με την επωνυμία «…………..», διώκεται να θεμελιωθεί, με βάση τα ειδικότερα στο δικόγραφο αυτής εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά, στην ιδιότητα του ανωτέρω ως ομορρύθμου εταίρου της προαναφερθείσας ναυλώτριας εταιρείας, με την επιπρόσθετη επίκληση ότι η τελευταία, νομίμως συσταθείσα κατά το δίκαιο της καταστατικής της έδρας (της Δημοκρατίας των Νήσων Μάρσαλ) ως κεφαλαιουχική κατά μετοχές εταιρεία, πλην όμως εδρεύουσα στην πραγματικότητα στην ημεδαπή, όπου και ασκείται η διοίκησή της, είναι άκυρη ως τέτοια, αφού δεν έχουν τηρηθεί στην περίπτωσή της οι διατυπώσεις ίδρυσης του ελληνικού δικαίου, που τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής, ως το δίκαιο της πραγματικής της έδρας, με αποτέλεσμα να θεωρείται κατά μετατροπή ως «εν τοις  πράγμασι» ομόρρυθμη εταιρεία, καθώς λειτουργεί στην Ελλάδα και αναπτύσει συναλλακτική εμπορική δραστηριότητα και ο εναγόμενος, ως μοναδικός και κύριος μέτοχός της, αλλά και ως ο μοναδικός διευθυντής, νόμιμος εκπρόσωπος και Διευθύνων Σύμβουλος αυτής, να ευθύνεται απεριορίστως και εις ολόκληρον μετά της εταιρείας για την καταβολή των χρεών της (συνεπώς και της απαίτησης της ενάγουσας) ως ομόρρυθμος εταίρος της, είναι νόμω βάσιμη. Ειδικότερα, σύμφωνα με όσα ήδη αναφέρθηκαν ως ιστορούμενα στην αγωγή από την ενάγουσα, και αληθών τούτων υποτιθεμένων, σε κάθε περίπτωση στοιχειοθετείται νόμιμος λόγος ευθύνης του εναγομένου προς πληρωμή του αιτουμένου ποσού, με την ιδιότητα του ομορρύθμου εταίρου της ναυλώτριας εταιρείας, λογιζομένης ως «εν τοις πράγμασι» ομόρρυθμης εταιρείας, ενώ από το ίδιο το περιεχόμενο του δικογράφου της και μόνον, με βάση το οποίο θα κριθεί η νομική της βασιμότητα, χωρίς δηλαδή διερεύνηση της υπόθεσης κατ’ουσίαν διά της εκτίμησης των αποδεικτικών μέσων των διαδίκων, ουδόλως συνάγεται άνευ ετέρου το συμπέρασμα ότι η εν λόγω εταιρεία, ως αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία, όντως περιλαμβάνεται στις εταιρείες, που εμπίπτουν στο ρυθμιστικό πεδίο της διάταξης του άρθρου 1 παρ.1 του ν.791/1978, όπως αυτό αναλυτικά παρατέθηκε στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη της παρούσας, ώστε να διέπεται, κατ’εξαίρεση από τον κανόνα του άρθρου 10 του ΑΚ, από το δίκαιο της καταστατικής της έδρας (των Νήσων Μάρσαλ), που δεν προβλέπει προσωπική ευθύνη του εναγομένου, φερομένου ως μετόχου, νομίμου εκπροσώπου και Διευθύνοντος Συμβούλου της, για τις απαιτήσεις τρίτων σε βάρος της (όπερ, βέβαια, εφόσον πράγματι προέκυπτε από τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της αγωγής και μόνον, θα καθιστούσε αυτήν μη νόμιμη, και, συνακόλουθα, ήδη από το παρόν στάδιο, απορριπτέα), και όχι από το ελληνικό, ως το δίκαιο της πραγματικής της έδρας κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, απέρριψε την αγωγή ως νόμω αβάσιμη, διότι δέχθηκε ότι, με βάση τα ιστορούμενα στο αγωγικό δικόγραφο, αλλά και το σ’αυτήν (προσβαλλόμενη απόφαση) αναφερόμενο έγγραφο (Υπουργική Απόφαση), προκύπτει ότι έχει εγκριθεί η εγκατάσταση στην Ελλάδα γραφείου ή υποκαταστήματος της ως άνω εταιρείας και η υπαγωγή της στις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν.27/1975, με αντικείμενο της δραστηριότητάς της, μεταξύ άλλων, και τη μεσιτεία ναυλώσεων πλοίων με ελληνική ή ξένη σημαία, ολικής χωρητικότητας άνω των 500 κόρων, εξαιρουμένων των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων και των εμπορικών πλοίων, που εκτελούν εσωτερικούς πλόες και επιτραπεί η διενέργεια απ’αυτήν τέτοιων εργασιών, με αποτέλεσμα, ως ναυλομεσιτική εταιρεία, να υπάγεται κατά το χρόνο δημοσίευσης της απόφασής του, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1 παρ.1 του ν.791/1978, και να μη μπορεί να θεωρηθεί ως «εν τοις πράγμασι» ομόρρυθμη εταιρεία, ώστε να θεμελιώνεται κατά νόμο ευθύνη του εναγομένου προς καταβολή του αιτουμένου ποσού ως ομορρύθμου εταίρου της, λαμβάνοντας δηλαδή υπόψη για το σχηματισμό της κρίσης του έγγραφο, που προσκομίσθηκε από τους διαδίκους, χωρίς να συνάγεται τέτοιο συμπέρασμα από τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο, εσφαλμένα τις οικείες διατάξεις ερμήνευσε και εφήρμοσε, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε η ενάγουσα με την κρινόμενη έφεσή της. Πρέπει, επομένως, ενόψει των ανωτέρω, να γίνει δεκτή η ένδικη έφεση και κατ’ουσίαν (να διαταχθεί δε κατόπιν τούτου η επιστροφή του κατατεθέντος κατά την άσκησή της παραβόλου στην εκκαλούσα εταιρεία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 στοιχ.Γ, εδαφ.ε΄ του ΚΠολΔ), και αφού εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της, να κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η αγωγή, η οποία είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις του άρθρου 10, 291, 292 και 346 του ΑΚ, 249 παρ.1 και 258 παρ. 3 Ν. 4072/2012, 1 του ν. 2842/2000,  και 76 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ, του ελληνικού δικαίου εφαρμοζομένου εν προκειμένω ως του δικαίου της φερομένης ως πραγματικής έδρας της ναυλώτριας εταιρείας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 του ΑΚ, όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, με την επισήμανση ότι το αγωγικό αίτημα είναι νόμιμο μόνον όσον αφορά στην καταβολή από τον εναγόμενο του σε ευρώ ισάξιου των φερομένων ως οφειλομένων στην ενάγουσα ποσών σε δολάρια Η.Π.Α. και σε λίρες Αγγλίας με την συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ του ημεδαπού και των αλλοδαπών νομισμάτων κατά το χρόνο της πληρωμής, που προβάλλεται επικουρικώς, των αιτημάτων περί καταβολής από τον εναγόμενο ποσών σε αλλοδαπό νόμισμα, και δη σε δολάρια Η.Π.Α. και σε λίρες Αγγλίας, καθώς και περί καταβολής χρηματικών ποσών σε ευρώ, ως των σε ευρώ ισάξιων των ανωτέρω αλλοδαπών νομισμάτων, υπολογιζομένων, όμως, με την επίσημη ισοτιμία του χρόνου σύνταξης της αγωγής, απορριπτομένων ως μη νόμιμων, σύμφωνα με όσα επίσης προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη. Πρέπει, επομένως, ενόψει των ανωτέρω, η αγωγή, για το αντικείμενο της οποίας έχει καταβληθεί από την ενάγουσα το προσήκον στο αντικείμενό της τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις, να διερευνηθεί περαιτέρω κατ’ουσίαν (άρθρο 535 παρ.1 του ΚΠολΔ).To παρόν Δικαστήριο εκτιμά: α) Την κατάθεση του εκτός δίκης εξετασθέντος, με πρωτοβουλία της ενάγουσας, μάρτυρός της …………., η οποία δόθηκε, ενόψει της συζήτησης της αγωγής στον πρώτο βαθμό, κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης του εναγομένου να παραστεί κατά τη λήψη της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 422 παρ.1 του ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ. …../2.12.2019 έκθεση επίδοσης της διορισμένης στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικής Επιμελήτριας ……, και περιέχεται στην υπ’αριθμ. …./11.12.2019 ένορκη βεβαίωση, που λήφθηκε ενώπιον του Επιτίμου Προξένου της Ελλάδας στο Μονακό …….., β) την κατάθεση της εκτός δίκης εξετασθείσας, με πρωτοβουλία του εναγομένου, μάρτυρός του …….., η οποία δόθηκε, ενόψει της συζήτησης της αγωγής στον πρώτο βαθμό, κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευση της ενάγουσας να παραστεί κατά τη λήψη της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 422 παρ.1 του ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη  υπ’αριθμ. …./24.12.2019 έκθεση επίδοσης της διορισμένης στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικής Επμελήτριας …………., και περιέχεται στην υπ’αριθμ. …../7.1.2020 ένορκη βεβαίωση, που λήφθηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….., γ) όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, και δ) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ). Από την επανεκτίμηση και συνεκτίμηση του ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:  Η εταιρεία με την επωνυμία «… …..» ιδρύθηκε νομότυπα, ως μία κατά μετοχές εταιρεία, σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου περί Εμπορικών Εταιρειών της Δημοκρατίας των Νήσων Μάρσαλ, στις 26.11.2013, όταν και αντίγραφο του καταστατικού της καταχωρήθηκε στο Μητρώο Εμπορικών Εταιρειών του ανωτέρω κράτους. Σύμφωνα με το προσκομιζόμενο από τον εναγόμενο σε επίσημη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα καταστατικό της ανωτέρω εταιρείας, το οποίο επίσης προσκομίζεται από τον ίδιο διάδικο στο αγγλικό πρωτότυπο, και στο υπό στοιχεία Β άρθρο του οποίου παρατίθεται ο σκοπός της, η εταιρεία έχει το δικαίωμα: «(1) Να αγοράζει, ή άλλως αποκτά, έχει στην κυριότητά της, νέμεται, εκμεταλλεύεται, ενεχυριάζει, υποθηκεύει, προβαίνει σε εγγραφή προσημειώσεων, εκμισθώνει, ναυλώνει, υποναυλώνει, πωλεί, κατασκευάζει και επισκευάζει ατμόπλοια, πλοία κινούμενα με μηχανές εσωτερικής καύσεως, δεξαμενόπλοια, ιστιοφόρα, σκάφη, ρυμουλκά, φορτηγίδες, ποταμόπλοια, καθώς και κάθε άλλο πλοίο και σκάφος οιασδήποτε και πάσης απολύτως κινητήριας δύναμης…» καθώς και: «(4) Να ενεργεί ως αντιπρόσωπος πλοίων, μεσίτης πλοίων, εκτελωνιστής, πράκτωρ πλοίων, διαχειριστής ναυτικής περιουσίας, ναυλομεσίτης, πράκτωρ μεταφοράς και προωθήσεως, αποθηκάριος,…» και «(6) Να διορίζει ή ενεργεί ως πράκτωρ, μεσίτης ή αντιπρόσωπος, γενικός ή ειδικός, εν σχέσει με όλες τις αρμοδιότητες, που περιγράφονται ή απορρέουν διά του παρόντος (εγγράφου): να διορίζει πράκτορες, μεσίτες ή αντιπροσώπους». Πρόεδρος – Γραμματέας – Ταμίας και Διευθυντής της ανωτέρω εταιρείας ορίσθηκε ο εναγόμενος. Αποδείχθηκε επίσης ότι, κατόπιν υποβολής σχετικής αίτησης της ανωτέρω εταιρείας, με την υπ’αριθμ. 2212.2./1/15136/15037/2018/26.2.2018 Απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 7.3.2018 (ΦΕΚ Β΄, αριθμ.801/7.3.2018) εγκρίθηκε η εγκατάσταση στην Ελλάδα γραφείου ή υποκαταστήματος αυτής και η υπαγωγή της στις διατάξεις του άρθρου 25 του ν.27/1975, όπως αντικαταστάσθηκε με το άρθρο 4 του ν.2234/1994 και τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 του ν.3752/2009 και με το άρθρο 31 του ν.4150/2013, με το σκοπό, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 1 της προαναφερθείσας Υπουργικής απόφασης «όπως, εφόσον επιτρέπεται από το καταστατικό της, απασχολείται αποκλειστικά και μόνο με πράξεις, που προβλέπονται στο άρθρο αυτό, δηλαδή με την εκμετάλλευση, ναύλωση, διακανονισμό αβαριών, μεσιτεία αγοραπωλησιών ή ναυπηγήσεων ή ναυλώσεων πλοίων με Ελληνική ή ξένη σημαία πάνω από 500 κόρους ολικής χωρητικότητας, με εξαίρεση τα επιβατηγά ακτοπλοϊκά πλοία και τα εμπορικά πλοία που εκτελούν εσωτερικούς πλόες, καθώς και με την αντιπροσώπευση πλοικτητριών εταιρειών, ως και επιχειρήσεων που έχουν σαν αντικείμενο εργασιών τις ίδιες με τις προαναφερόμενες δραστηριότητες». Με την παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου της αυτής ως άνω Υπουργικής Απόφασης ορίσθηκαν τα εξής: «Ειδικότερα επιτρέπεται από το γραφείο ή υποκατάστημα της εταιρείας να γίνονται στην Ελλάδα οι παρακάτω εργασίες:…ζ) Η μεσιτεία για τη ναύλωση πλοίων, που αναφέρονται στην παρ.1 του άρθρου αυτού, και η επιμέλεια κάθε θέματος σχετικά με την εργασία αυτή». Ακολούθως, με την υπ’αριθμ.2212.2-1/5136/51615/6.7.2018 Απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που επίσης εκδόθηκε κατόπιν αίτησης της ανωτέρω εταιρείας και ομοίως δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 17.7.2018 (ΦΕΚ Β΄, με αριθμ.2858/17.7.2018), τροποποιήθηκε η προηγουμένως εκδοθείσα Υπουργική Απόφαση περί εγκατάστασης στην Ελλάδα γραφείου της  εν λόγω εταιρείας και ορίσθηκε ειδικότερα με το άρθρο 1 παράγραφος 1 αυτής: «Εγκρίνουμε την εγκατάσταση στην Ελλάδα γραφείου ή υποκαταστήματος της εταιρείας “…………..”, που εδρεύει στα νησιά ΜΑΡΣΑΛ και την υπαγωγή της στις διατάξεις του άρθρου 25 του ν.27/1975, όπως αντικαταστάσθηκε με το άρθρο 4 του ν.2234/1994 και τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 του ν.3752/2009 και με το άρθρο 31 του ν.4150/2013, με το σκοπό όπως, εφόσον επιτρέπεται από το καταστατικό της, απασχολείται αποκλειστικά και μόνο με πράξεις, που προβλέπονται στο άρθρο αυτό, δηλαδή με ναυλώσεις, διακανονισμό αβαριών, μεσιτεία ναυλώσεων, ή αγοραπωλησιών ή ναυπηγήσεων πλοίων με Ελληνική ή ξένη σημαία πάνω από 500 κόρους ολικής χωρητικότητας, με εξαίρεση τα επιβατηγά ακτοπλοϊκά πλοία και τα εμπορικά πλοία που εκτελούν εσωτερικούς πλόες, καθώς και με την αντιπροσώπευση πλοικτητριών εταιρειών, ως και επιχειρήσεων που έχουν σαν αντικείμενο εργασιών τις ίδιες με τις προαναφερόμενες δραστηριότητες»», ενώ στην παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου της αυτής ως άνω Υπουργικής Απόφασης ορίσθηκαν τα κάτωθι: «Ειδικότερα επιτρέπεται από το γραφείο ή υποκατάστημα της εταιρείας να γίνονται στην Ελλάδα οι παρακάτω εργασίες:α) Η σύναψη συμβάσεων ναυλώσεων και η μεσιτεία για τη ναύλωση πλοίων, που αναφέρονται στην παρ.1 του άρθρου αυτού, και η επιμέλεια κάθε θέματος σχετικά με τις εργασίες αυτές…β)…». Ουσιαστικά με τη δεύτερη κατά σειρά εκδοθείσα Υπουργική Απόφαση απαλείφθηκε από τις εργασίες, τις οποίες επιτράπηκε να εκτελεί το εγκατασταθέν στην Ελλάδα με την ίδια Απόφαση γραφείο ή υποκατάστημα της ανωτέρω αλλοδαπής εταιρείας, αυτή της εκμετάλλευσης πλοίων. Νόμιμος εκπρόσωπος του εγκαταστασθέντος στην Ελλάδα γραφείου της ως άνω αλλοδαπής εταιρείας ορίσθηκε ο εναγόμενος, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο από την ενάγουσα με αριθμ.πρωτ.2212.2-1/5136/91759/23.12.2019 έγγραφο του Τμήματος Ναυτιλιακών Εταιρειών του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής. Εκ των προαναφερθέντων σαφώς συνάγεται το συμπέρασμα ότι, μεταξύ των εργασιών, τις οποίες προβλέπεται στο καταστατικό της εν λόγω αλλοδαπής εταιρείας ότι έχει αυτή το δικαίωμα να εκτελεί, και με τις οποίες επιτράπηκε με την ανωτέρω Υπουργική Απόφαση, όπως τροποποιήθηκε, να απασχολείται το εγκατασταθέν στην Ελλάδα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 25 του ν.27/1975, γραφείο της, περιλαμβάνεται και η εργασία της μεσιτείας στη ναύλωση πλοίων της συγκεκριμένης κατηγορίας, η οποία ειδικότερα ορίζεται στην ως άνω Υπουργική Απόφαση. Μάλιστα, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα από τον εναγόμενο έγγραφα με αριθμ. σχετ.18 και 19, το εγκατασταθέν γραφείο της ανωτέρω εταιρείας στην Ελλάδα, μετά την έκδοση της τροποποιητικής Υπουργικής Απόφασης, πράγματι ανέπτυξε δραστηριότητα ως μεσίτης ναυλώσεων πλοίων. Πρόκειται, επομένως, περί αλλοδαπής ναυλομεσιτικής, κατά το καταστατικό της, ναυτιλιακής εταιρείας, που είχε νόμιμα εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα, στο οποίο είχε επιτραπεί να εκτελεί – μεταξύ άλλων – και τέτοιες εργασίες, και το οποίο λειτουργούσε στις 12.12.2019, χωρίς, δηλαδή να έχει ανακληθεί έως τότε η άδεια εγκατάστασής του, όταν δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ο νόμος 4646/2019, με το άρθρο 61 παρ.3 του οποίου τροποποιήθηκε η διάταξη του άρθρου 1 του ν.791/1978 (με έναρξη ισχύος τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εφόσον δεν ορίσθηκε διαφορετικά σε άλλη διάταξη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 86 του ιδίου νόμου) και επεκτάθηκε η εφαρμογή της τελευταίας αυτής διάταξης και στις ναυτιλιακές εταιρείες, οι οποίες είχαν έως τότε συσταθεί σύμφωνα με τους νόμους αλλοδαπών κρατών, εφόσον, αφενός μεν ήταν κατά το χρόνο δημοσίευσης του ως άνω νόμου, ή κατά το παρελθόν, μεταξύ άλλων και ναυλομεσιτικές, αφετέρου δε είχαν, κατά το αυτό ως άνω χρονικό σημείο εγκατασταθεί, είτε επρόκειτο να εγκατασταθούν στην Ελλάδα, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 25 του ν. 27/1975, ή των α.ν. 89/1967 και 378/1968, με αποτέλεσμα να διέπονται και αυτές ως προς τη σύσταση και την ικανότητα δικαίου από το δίκαιο του κράτους της καταστατικής τους έδρας, ανεξάρτητα από τον τόπο από τον οποίο διευθύνονται ή διευθύνονταν, συνολικώς ή μερικώς οι υποθέσεις τους. Εκ του περιεχομένου της ανωτέρω διάταξης, και δη εκ της σαφούς γραμματικής διατύπωσης αυτής, προκύπτει πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι ο νομοθέτης, για τους λόγους γενικότερου εθνικού συμφέροντος, που προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, θέλησε, προκειμένου να κατοχυρώσει τις αλλοδαπές ναυτιλιακές εταιρείες, που είχαν συσταθεί έγκυρα, μεταξύ άλλων και ως ναυλομεσιτικές, κατά το δίκαιο της εθνικότητάς τους και είχαν κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού την πραγματική τους έδρα στην Ελλάδα, η εν λόγω διάταξη να εφαρμόζεται, όχι μόνον επί των μετά την έναρξη της ισχύος της διάταξης αυτής συσταθησομένων τοιαύτων, που θα εγκαθιστούσαν γραφείο στην Ελλάδα με βάση το ν. 27/1975, ή τους α.ν. 89/1967 και 378/1968, αλλά και επ’αυτών, που είχαν ήδη συσταθεί, και εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα κατά την έναρξη της ισχύος του, προς τούτο δε στο κείμενο της ως άνω διάταξης γίνεται λόγος περί ναυτιλιακών εταιρειών «οι οποίες έχουν συσταθεί», και «είναι ή ήταν κατά το παρελθόν…ναυλομεσιτικές…ή είναι εγκατεστημένες ή θα εγκατασταθούν στην Ελλάδα…», περαιτέρω δε περί του τόπου «από τον οποίο διευθύνονται ή διευθύνονταν» οι εταιρείες αυτές, με αποτέλεσμα, ενόψει του σαφούς γράμματος του νόμου, να καθίσταται περιττή η πρόσδοση ρητά στις ως άνω διατάξεις αναδρομικής ισχύος. Επομένως, η ανωτέρω νομίμως συσταθείσα κατά το δίκαιο της Δημοκρατίας των Νήσων Μάρσαλ ναυτιλιακή εταιρία, στο καταστατικό της οποίας αναφέρεται ρητά ότι μπορεί να δραστηριοποιείται – μεταξύ άλλων – και ως ναυλομεσίτης, και η οποία κατά την έναρξη ισχύος του ν. 4646/2019 είχε εγκαταστήσει και λειτουργούσε γραφείο στην Ελλάδα δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 25 του ν.27/1975, στο οποίο επιτράπηκε με τη σχετική περί της εγκατάστασης αυτού Υπουργική Απόφαση να εκτελεί και ναυλομεσιτικές εργασίες, υπάγεται, ως ναυλομεσιτική αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία, στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 1 παρ.1 του ν.791/1978, όπως τροποποιήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 61 παρ.3 του ν.4646/2019, με αποτέλεσμα, να διέπεται ως προς τη σύσταση, την ικανότητα δικαίου, αλλά και ως προς το σύνολο των σχέσεών της και ειδικότερα τη διαχειριστική και εκπροσωπευτική εξουσία των οργάνων της, καθώς και την ευθύνη των εταίρων της, από το δίκαιο του κράτους της καταστατικής της έδρας, δηλαδή της ως άνω αλλοδαπής πολιτείας, που δεν προβλέπει προσωπική ευθύνη των διευθυντών και μετόχων της για τα εταιρικά χρέη και υποχρεώσεις, ανεξάρτητα από τον τόπο στον οποίο ασκείτο στην πραγματικότητα η διοίκησή της και διευθύνονταν οι υποθέσεις της, όπως βασίμως ισχυρίσθηκε, κατ’ένσταση, ο εναγόμενος, αποκρούοντας την αγωγή. Κατ’ακολουθίαν τούτων, ακόμη και εάν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ως άνω εταιρεία έδρευε στην πραγματικότητα στην ημεδαπή, όπου λαμβάνονταν οι βασικές για τη λειτουργία της αποφάσεις, όπερ δεν αμφισβητήθηκε ουσιαστικά από τον εναγόμενο, κατ’εξαίρεση από τα προβλεπόμενα στη διάταξη του άρθρου 10 του ΑΚ, αφού εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο της διάταξης του άρθρου 1 παρ.1 του ν.791/1978, που εισάγει εξαίρεση από τον κανόνα της προαναφερθείσας διαταξης του ΑΚ, δεν τυγχάνει επ’αυτής εφαρμογής το ελληνικό δίκαιο, ως το δίκαιο της πραγματικής της έδρας, ούτως ώστε, εφόσον δεν τηρήθηκαν οι προβλεπόμενες από το δίκαιο αυτό διατυπώσεις σύστασης και δημοσιότητας για το συγκεκριμένο εταιρικό τύπο, να είναι άκυρη ως τέτοια, πλην όμως, καθώς λειτούργησε στην Ελλάδα και ανέπτυξε εμπορική δραστηριότητα, να ισχύει κατά μετατροπή ως “εν τοις πράγμασι” ομόρρυθμη εταιρεία, διεπόμενη από το ελληνικό δίκαιο σε όλη του την έκταση, ο δε εναγόμενος, ως διευθυντής της, να ενέχεται, απεριορίστως, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με αυτήν, με την ιδιότητα του ομορρύθμου εταίρου της, για τη αποπληρωμή των χρεών της εν γένει και ειδικότερα για την επίδικη απαίτηση, η οποία στην κρινόμενη αγωγή φέρεται ως απορρέουσα από μεταξύ της ενάγουσας και της ιδίας καταρτισθείσα σύμβαση ναύλωσης πλοίου, όπως αβάσιμα ισχυρίσθηκε η ενάγουσα προκειμένου να θεμελιώσει κατά νόμο την ευθύνη του εναγομένου προς καταβολή του αιτουμένου χρηματικού ποσού. Ενόψει όσων προεκτέθηκαν, δηλαδή της υπαγωγής της ανωτέρω εταιρείας στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 1 παρ.1 του ν.791/1978, όπως τροποποιήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 61 παρ.3 του ν.4646/2019, με την οποία εντάχθηκαν στο πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν.791/1978, και δη με αναδρομική ισχύ, και αλλοδαπές ναυλομεσιτικές εταιρείες, δηλαδή εταιρείες που διαμεσολαβούν για τη ναύλωση πλοίου, οι οποίες, κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του ν.4646/2019 ήταν εγκατεστημένες ή θα εγκαθίσταντο στην Ελλάδα δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 25 του ν. 27/1975 ή των α.ν. 89/1967 και 378/1968, ως νομίμως συσταθείσας στην αλλοδαπή ναυλομεσιτικής κατά το καταστατικό της εταιρείας, που κατά την έναρξη ισχύος του ν.4646/2019 είχε εγκαταστήσει και λειτουργούσε γραφείο στην Ελλάδα σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 25 του ν.27/1975, με αντικείμενο εργασιών, το οποίο περιελάμβανε και τη μεσιτεία για τη ναύλωση πλοίων, οι ισχυρισμοί της ενάγουσας ότι η απαίτησή της σε βάρος της εταιρείας αυτής, που με την αγωγή κατάγεται προς κρίση με φερόμενο υπόχρεο προς καταβολή της τον εναγόμενο, προέρχεται από σύμβαση ναύλωσης, και όχι από σύμβαση ναυλομεσιτείας, καθώς και ότι οι αλλοδαπές ναυτιλιακές/ναυλώτριες εταιρείες ουδέποτε υπήχθησαν στο ρυθμιστικό πεδίο της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν.791/1978, ούτε όπως ίσχυε πριν, ούτε όπως ισχύει πλέον μετά την τροποποίησή της με το ν.4646/2019, ουδεμία έννομη επιρροή ασκούν στην κρινόμενη περίπτωση. Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι η προεκτεθείσα κρίση του παρόντος Δικαστηρίου δεν αναιρείται από το γεγονός ότι κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (3.3.2020) είχε ανακληθεί η Υπουργική Απόφαση, με την οποία εγκρίθηκε η εγκατάσταση γραφείου στην Ελλάδα της ανωτέρω αλλοδαπής ναυτιλιακής εταιρείας, με την υπ’αριθμ.2212.2-1/5156/266/3.1.2020 Απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που επίσης δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 3.2.2020 (ΦΕΚ, τεύχος Β΄, με αριθμ.φύλλου 263) και δεν ισχύει αναδρομικά, διότι η σε βάρος της απαίτηση της ενάγουσας ανάγεται, σύμφωνα με τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο, σε προγενέστερο της δημοσίευσης της ανακλητικής απόφασης χρόνο (τέλη του έτους 2018), και όχι σε μεταγενέστερο αυτής χρόνο, και, συνεπώς, δεν πρόκειται περί απαίτησης, που γεννήθηκε κατά το χρονικό διάστημα συνέχισης της λειτουργίας της εν λόγω εταιρείας μετά την ανάκληση της άδειας εγκατάστασης του γραφείου της στην Ελλάδα, διότι μόνον στην περίπτωση αυτή η εν λόγω εταιρεία, μη υπαγόμενη πλέον στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν.791/1978, που προβλέπει, κατ’εξαίρεση από τον κανόνα του άρθρου 10 του ΑΚ, τη ρύθμιση όλων των σχετιζομένων με τη λειτουργία της θεμάτων από το δίκαιο της καταστατικής της έδρας, ανεξαρτήτως του τόπου, όπου πραγματικά ασκείται η διοίκησή της, αφού δεν έχει συσταθεί κατά τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, θα λογιζόταν ως ομόρρυθμη “εν τοις πράγμασι” εταιρεία και ο εναγόμενος, ως μέλος της διοίκησής της, θα ευθυνόταν απεριορίστως και εις ολόκληρον μετά της εταιρείας, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 249 παρ.1 και 258 παρ.3 του Ν. 4072/2012, για την αποπληρωμή της επίμαχης οφειλής, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη. Πρέπει, επομένως, ενόψει των ανωτέρω, ν’απορριφθεί η κρινόμενη αγωγή ως κατ’ουσίαν αβάσιμη, χωρίς να καθίσταται τοιουτοτρόπως δυσμενέστερη η θέση της εκκαλούσας/ενάγουσας, καθώς σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 536 παρ.2 του ΚΠολΔ, οι διατάξεις της παραγράφου 1 του ιδίου άρθρου, που προβλέπει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα απόφαση, χωρίς αντίθετη έφεση ή αντέφεση του εφεσιβλήτου, δεν εφαρμόζονται όταν, όπως εν προκειμένω, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης δικάζει την υπόθεση κατ’ουσίαν. Η δικαστική δαπάνη του εναγομένου αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση της οποίας υποβλήθηκε από τον τελευταίο σχετικό με τις προτάσεις του αίτημα, θα επιβληθεί σε βάρος της ενάγουσας λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης αναφερόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσίαν την από 23.6.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………/1.7.2020 στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ……../1.7.2020 στο παρόν Δικαστήριο) έφεση κατά της υπ’αριθμ. 1825/2020 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΙΑΤΑΖΕΙ την επιστροφή στην εκκαλούσα του κατατεθέντος απ’αυτήν παραβόλου του ένδικου μέσου.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την ανωτέρω απόφαση.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει εξαρχής την υπόθεση επί της από  26.9.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../26.9.2019) αγωγής.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της ενάγουσας τη δικαστική δαπάνη του εναγομένου αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 25 Νοεμβρίου 2021.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 31 Ιανουαρίου 2022.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ