Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 55/2022

Αριθμός  55/2022

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 4o

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών, Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη-Εισηγήτρια και Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη  και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την …………,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Βασίλειο Παπανικολάου (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ………., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Ελένη Σοβόλου (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 9.1.2009 (αριθμ. εκθ. καταθ. ……/2009)  αγωγή του, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 1277/2014  απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου  ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την από 1.3.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2017) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ………/2019) η 16η.1.2020, μετά δε από διαδοχικές αναβολές η 5η.11.2020 και η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη, από 1.3.2017 (υπ΄αριθ. κατάθ. ……./6.3.2017 – ……../5.3.2019) έφεση του πρωτοδίκως ηττηθέντος ενάγοντος  κατά της νικήσασας εναγομένης  και της υπ΄αριθ. 1277/7.3.2014 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία) που δίκασε αντιμωλία των διαδίκων και απέρριψε την από 9.1.2009 (υπ΄αριθ. κατάθ. ……../2009) αγωγή του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα σύμφωνα με  τις διατάξεις των άρθρων 511, 513, παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 εδ. α και 518 παρ. 2 ΚΠολΔ καθώς δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης. Σημειωτέον ότι η προθεσμία της έφεσης στην προκειμένη περίπτωση κατά την οποία η εκκαλουμένη δημοσιεύθηκε πριν την 1.1.2016 εξακολουθεί να διέπεται από το προϊσχύον καθεστώς και είναι τριετής (Ολομ. ΑΠ 10/2018, 518 παρ.2 ΚΠολΔ, άρθρο 1 άρθρο τρίτο ν.4335/2015 και άρθρο 1 άρθρο  ένατο παρ.2 ν.4335/2015, σε συνδυασμό με άρθρο 24 παρ.1 εδ.1 ΕισΝΚΠολΔ). Για το παραδεκτό της καταβλήθηκε το υπ΄αριθ. ………… e– παράβολο, σύμφωνα με το άρθρο 495 ΚΠολΔ.  Πρέπει συνεπώς να εξεταστεί περαιτέρω κατ΄ουσίαν ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της.

Με την ως άνω αγωγή, ο ενάγων και ήδη εκκαλών, ισχυρίστηκε τα ακόλουθα : Ότι  κατά τη διάρκεια του νόμιμου γάμου του με την εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη, που τελέσθηκε στις 20.6.1987 και λύθηκε με την ήδη αμετάκλητη αναφερόμενη στην αγωγή, απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η εναγομένη απέκτησε μια τριώροφη οικοδομή επί οικοπέδου κυριότητάς της με εντός αυτού προϋφιστάμενο ισόγειο κτίσμα, η ανέγερση της οποίας και η επέκταση του ισογείου κτίσματος πραγματοποιήθηκε κατά κύριο λόγο με τη δική του οικονομική συμβολή, εν όψει των υπέρτερων εισοδημάτων του σε σχέση με αυτά της συζύγου του που είχε κατά βάση μηδενικά εισοδήματα. Ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου τους, η αξία της επαύξησης της περιουσίας της  ανήρχετο σε 967.500 €, αφαιρουμένης της αξίας του οικοπέδου από 170.000 €, η δε συμβολή του στην επαύξηση καθορίζεται σε ποσοστό 94,28% που αντιστοιχεί στο ποσό των 751.883 € και αυτή της εναγομένης σε ποσοστό 5,71%. Ότι για την υλοποίηση της επέκτασης του ισογείου και ανέγερσης των 1ου,2ου και 3ου ορόφου της οικοδομής, πέραν των εισοδημάτων του συνεισέφερε και με δάνειο από συγγενικό του πρόσωπο ποσού 60.000 €, με δωρεά από τον πατέρα του ποσού 56.000 €, καθώς και με εξυπηρέτηση έως του ποσού των 28.800 € του τραπεζικού δανείου που είχε λάβει η εναγομένη το έτος 2002, συνολικού  ποσού 44.000. Με βάση τ΄ανωτέρω, ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγομένη να του μεταβιβάσει την κυριότητα των οριζοντίων ιδιοκτησιών του 1ου και 2ου πάνω από το ισόγειο ορόφους της οικοδομής και να αναγνωρισθεί ότι οφείλει να του καταβάλει συμπληρωματικά το ποσό των 156.883 €, επικουρικά δε να αναγνωρισθεί ότι οφείλει να του καταβάλει το ποσό των 751.883 € λόγω της συμβολής του στην επαύξηση της περιουσίας της κατά τη διάρκεια του γάμου τους  και όλα τα παραπάνω ποσά, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, απέρριψε την αγωγή ως αόριστη.   Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εκκαλών με την κρινόμενη έφεσή του για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και ζητεί, γενομένης δεκτής της έφεσής του να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και να γίνει δεκτή η αγωγή του, καθώς και την καταδίκη της εφεσίβλητης στη δικαστική δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.  Σύμφωνα με  το άρθρο 1400 παρ. 1 AK, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 15 του ν. 1329/1983, “Αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέστηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή”. Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου: “Η προηγούμενη παράγραφος εφαρμόζεται αναλογικά και στην περίπτωση διάστασης των συζύγων, που διάρκεσε περισσότερο από τρία χρόνια”. Η απαίτηση του κάθε συζύγου από το άρθρο 1400 AK είναι, κατ` αρχήν, ενοχή αξίας, δηλαδή χρηματική ενοχή, αντικείμενο της οποίας αποτελεί η χρηματική αποτίμηση της αύξησης της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου, που προέρχεται από τη συμβολή του δικαιούχου άμεση ή έμμεση. Ως αύξηση νοείται όχι μία συγκεκριμένη κτήση, αλλά η διαφορά που υπάρχει στην περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου σε δύο διαφορετικά χρονικά σημεία, ήτοι κατά την τέλεση του γάμου (αρχική περιουσία) και κατά τον χρόνο που γεννάται η αξίωση για συμμετοχή στα αποκτήματα (τελική περιουσία). Από τη σύγκριση της αξίας αυτών, αναγόμενης σε τιμές του χρόνου της έγερσης της αγωγής θα κριθεί αν υπάρχει αύξηση της περιουσίας του ενός συζύγου που να δικαιολογεί την αξίωση του άλλου για συμμετοχή στα αποκτήματα. Προς υπολογισμό της τελικής περιουσίας, κρίσιμος χρόνος θεωρείται στη μεν περίπτωση λύσης ή ακύρωσης του γάμου με δικαστική απόφαση, ο χρόνος κατά τον οποίο η απόφαση αυτή έγινε αμετάκλητη, στη δε περίπτωση της τριετούς διάστασης (κατά την οποία προϋποτίθεται ότι ο γάμος δεν έχει ακόμη λυθεί ή ακυρωθεί), κρίσιμος είναι ο χρόνος της άσκησης της αγωγής (ΑΠ 1899/2014, ΑΠ 406/2003). Η συμβολή του δικαιούχου συζύγου στην αύξηση αυτή μπορεί να πραγματοποιηθεί με οποιονδήποτε τρόπο, ακόμη και με παροχή υπηρεσιών, αποτιμωμένων σε χρήμα, ακόμη και υπηρεσιών οι οποίες παρέχονται στο συζυγικό οίκο για την επιμέλεια και ανατροφή των τέκνων, όταν και κατά το μέτρο που αυτές δεν επιβάλλονται από την, κατά τα άρθρα 1389 και 1390 τουAK, υποχρέωση συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, κατά το οποίο ο υπόχρεος σύζυγος έμεινε απερίσπαστος από την εκπλήρωση της αντίστοιχης υποχρέωσής του σε συνεισφορά στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών και έτσι εξοικονόμησε δαπάνες και δυνάμεις που συνέβαλαν στην επαύξηση της περιουσίας του. Η αποτίμηση των υπηρεσιών του ενάγοντος με τις οποίες αυτός συνέβαλε στην επελθούσα αύξηση της περιουσίας του εναγομένου συζύγου του, δεν είναι αναγκαία για το ορισμένο και νόμιμο της αγωγής, όταν αυτή ερείδεται επί της εξ 1/3 τεκμαρτής συμβολής του στα αποκτήματα του συζύγου του, ή σε μικρότερο ποσοστό, όπως αντιθέτως απαιτείται, όταν η αγωγή στηρίζεται επί της πραγματικής συμβολής. Μόνο στην τελευταία περίπτωση, για να ληφθούν υπόψη και να υπολογισθούν αυτού του είδους οι υπηρεσίες, ως συμβολή στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου, απαιτείται να γίνεται η, κατά το μέρος που υπερβαίνει το επιβαλλόμενο από την υποχρέωση της συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών μέτρο, χρηματική αποτίμηση τους, ή η αποτίμηση των δυνάμεων που εξοικονόμησε από την παροχή τους ο υπόχρεος σύζυγος, εάν προβάλλεται ότι η εξοικονόμηση αυτή συνέβαλε κατά διαφορετικό από την αποτίμηση των υπηρεσιών ποσό στην αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου, που διαφορετικά δεν θα επιτυγχανόταν χωρίς αυτήν (ΑΠ 1247/2019, 43/2015, ΑΠ 1280/2014). Για το νόμιμο και ορισμένο της αγωγής δεν απαιτείται η αναφορά του ύψους των συνολικών οικογενειακών αναγκών ή του ύψους της εισφοράς αμφοτέρων των συζύγων ούτε του ύψους της συνεισφοράς της συζύγου, στην οποία υποχρεούται κατ` άρθρο 1389 ΑΚ, αλλά αρκεί η αναφορά του ύψους της συνεισφοράς της πέραν αυτής στην οποία υποχρεούται κατ` άρθρο 1389 ΑΚ (ΑΠ 43/2015, ΑΠ 1511/2005). Αντίθετα, το παθητικό που πρέπει να αφαιρεθεί για να εξευρεθεί η τελική καθαρή αύξηση της περιουσίας, αποτελεί στοιχείο ένστασης. Από τα ανωτέρω προκύπτει, ότι προϋποθέσεις της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα του ενός συζύγου από τον άλλο με βάση το άρθρο 1400 ΑΚ είναι: α) η λύση ή ακύρωση του γάμου ή, κατ` ανάλογη εφαρμογή, η συμπλήρωση τριετούς διάστασης των συζύγων, β) η αύξηση της περιουσίας του ενός των συζύγων κατά τη διάρκεια του γάμου γ) η συμβολή του άλλου συζύγου στην αύξηση αυτή με οποιονδήποτε τρόπο, περιλαμβανομένης και της υπερβαίνουσας το μέτρο της συνεισφοράς του ενάγοντος συζύγου συμβολής του στις τρέχουσες οικογενειακές δαπάνες, με χρηματικές εισφορές ή εισφορές χρήσης ακινήτου για στέγαση της οικογένειας ή με παροχή προσωπικών υπηρεσιών στην αντιμετώπιση των οικογενειακών εν γένει αναγκών και δ) η αιτιώδης σχέση της συμβολής αυτής προς την αύξηση της περιουσίας του εναγομένου συζύγου, (ΑΠ 804/2020, 1247/2019, 1473/2019, 492/2017, ΝΟΜΟΣ και εκεί παραπομπές σε Ολ. ΑΠ 1573/1981, ΑΠ 697/2012, ΑΠ 1495/2009).Στην προκειμένη περίπτωση, από το περιεχόμενο της αγωγής που εκτέθηκε ανωτέρω, προκύπτει ότι σε αυτήν δεν εκτίθενται όλα τα απαραίτητα για τη θεμελίωση του δικαιώματος του ενάγοντος περιστατικά, όπως εκτίθεται στην ανωτέρω νομική σκέψη.  Ειδικότερα, ο ενάγων δεν προσδιορίζει α) εάν το οικόπεδο επί του οποίου ανεγέρθηκε η οικοδομή είχε περιέλθει στην κυριότητα της εναγομένης από δωρεά, κληρονομία ή κληροδοσία ή με ό,τι αποκτήθηκε από τις αιτίες αυτές, δεδομένου ότι δεν συνυπολογίζονται στην επαύξηση όσα προήλθαν από τις αιτίες αυτές, εάν όμως έχουν συγχωνευθεί με άλλα περιουσιακά στοιχεία του υποχρέου που υπολογίζονται στην επαύξηση, όπως εν προκειμένω, πρέπει να γίνει αναδρομή στο χρόνο απόκτησης και να αφαιρεθεί από την τελική περιουσία σε τιμές υπολογισμού του χρόνου άσκησης της αγωγής, η οποία αξία με την κρινόμενη αγωγή δεν διευκρινίζεται σε ποιο χρονικό σημείο αφορά, β) σε ποιο  ποσό αποτιμά την, καθ΄υπέρβαση της  υποχρεωτικής, συνεισφορά του και ποίου είδους ήταν αυτή (χρήματα, προσωπικές υπηρεσίες), ή, ποίο ποσό ήταν υποχρεωμένος με βάση τις δυνάμεις του να συνεισφέρει στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών και συγκεκριμένα στην επαύξηση της οικογενειακής περιουσίας, αφού μόνον ό,τι υπερβαίνει το ποσό αυτό (1389, 1390 ΑΚ) συνιστά συμβολή στην επαύξηση της περιουσίας της εναγομένης και παρέχει στον ενάγοντα δικαίωμα αναζήτησης, ούτε ποια ήταν η συνεισφορά της εναγομένης και ποίου είδους, σε ποιο ύψος ανέρχεται το ποσό για την ανέγερση της οικοδομής και ποιο ήταν το συνολικό κόστος αυτής.  γ) Επίσης, δεν αναφέρεται εάν στην αξία του οικοπέδου που αναβιβάζει σε 170.000 €, συμπεριλαμβάνεται και η αξία του δικαιώματος ανέγερσης της οικοδομής ή όχι. Έτσι, όμως,  το δικόγραφο της αγωγής είναι αόριστο αφού δεν εκτίθενται τα στοιχεία που αναφέρονται παρακάτω και είναι ανέφικτος ο από το δικαστήριο υπολογισμός του ποσοστού της πραγματικής συμβολής του στην επαύξηση της περιουσίας της εναγομένης. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε την αγωγή ως αόριστη, έστω και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και η κρινόμενη έφεση με την οποία ο εκκαλών παραπονείται ότι δεν απαιτείτο η αναφορά της ύπαρξης περιουσίας της εναγομένης κατά την τέλεση του γάμου γιατί από το σύνολο του δικογράφου  εννοείται ότι δεν υπήρχε, ότι ήταν σαφής η διατύπωση στο σύνολό της   σε σχέση με τα χρονικά σημεία ανέγερσης  των τμημάτων της οικοδομής (ότι το 1992 εκδόθηκε η πρώτη άδεια οικοδομής με δικαίωμα επέκτασης του ισογείου και ανοικοδόμησης του πρώτου ορόφου, οπότε αμέσως μετά επεκτάθηκε το ισόγειο και ανοικοδομήθηκε ο 1ος όροφος και το 2001 εκδόθηκε  η επόμενη άδεια, οπότε αμέσως μετά ανεγέρθηκαν οι 2ος και 3ος όροφοι και το δώμα, ότι κατέβαλε 428.878,94 € ενώ κάλυπτε τα τρέχοντα έξοδα της οικογένειας και ότι εννοείται ότι στο ποσό των 170.000 € που αντιστοιχεί στην αναφερόμενη στην αγωγή αξία του οικοπέδου εννοείται ότι συμπεριλαμβάνεται και η δυνατότητα ανέγερσης  ορόφων, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου έφεσης που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας στο Δημόσιο Ταμείο και να επιβληθεί στον εκκαλούντα, η δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, (176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την από 1.3.2017 (υπ΄αριθ. κατάθ. …………/2019) έφεση κατά της υπ΄αριθ. 1277/2014 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τακτικής Διαδικασίας).

Απορρίπτει αυτήν κατ΄ουσίαν.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου έφεσης στο δημόσιο Ταμείο.

Επιβάλει σε βάρος του εκκαλούντος τη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 20η Ιανουαρίου 2022 και δημοσιεύθηκε στις 3 Φεβρουαρίου 2022 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ