Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 66/2022

Αριθμός     66/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 4ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ:  ……….., που υπήχθη στο καθεστώς της παροχής νομικής βοήθειας και εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της Δικηγόρο Ευδοκία Σταυρουλάκη   (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ……….ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Δικηγόρο Κωνσταντίνο Θεοδώρου.

Η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  20.3.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2019) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ.  2020/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου     η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα  με την από   22.6.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………./2020) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς  …………./2020) αυτή  που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Η πληρεξούσια Δικηγόρος της εκκαλούσας, η οποία παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και ο πληρεξούσιος Δικηγόρος του εφεσιβλήτου, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 22-6-2020 (αρ. καταθ. ……/2020) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας ενάγουσας, ήδη εκκαλούσας, κατά της υπ΄ αρ. 2020/2020 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση (άρθρα 592 παρ. 3, 593-602 και 610-613 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015), αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό της ένδικης εφέσεως δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου εφέσεως, πρωτίστως, λόγω της φύσεως της προκειμένης διαφοράς [αφορά διατροφή εν διαστάσει συζύγου (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ)].

Με την από 20-3-2019 (αρ. καταθ. …../2019) αγωγή της, που συζητήθηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την 16-10-2019, κατ΄ εκτίμηση αυτής, και για τους λόγους που αναφέρονται σ΄ αυτήν (αγωγή), η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα, ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, ήδη εφεσίβλητος, να καταβάλει σ΄ αυτήν ως μηνιαία τακτική διατροφή σε χρήμα, το ποσό των 647 ευρώ, επειδή η έγγαμη συμβίωσή τους διακόπηκε από εύλογη για εκείνη αιτία και αδυνατεί να αντιμετωπίσει τις ανάγκες διατροφής της από τα εισοδήματα ή την περιουσία της και την οποία διατροφή δικαιούται να απαιτήσει, ενόψει των βιοτικών της αναγκών, όπως διαμορφώνονται στο πλαίσιο της χωριστής διαβιώσεώς της, και δη προκαταβολικά, εντός του πρώτου τριημέρου εκάστου μηνός, αρχής γενομένης από την 1-12-2018, και με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής κάθε μηνιαίας δόσης και έως την εξόφληση. Τέλος, η ενάγουσα ζήτησε να απειληθεί σε βάρος του εναγομένου χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση για κάθε παραβίαση της εκδοθησομένης αποφάσεως, να κηρυχθεί αυτή προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 2020/2020 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε, όπως προαναφέρθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, αφού έκρινε ότι η αγωγή είναι νόμιμη, πλην α) του αιτήματος περί καταβολής διατροφής από 1-12-2018, το οποίο έκρινε ότι είναι νόμιμο μόνο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, ήτοι από 17-5-2019 και β) του αιτήματος περί απειλής σε βάρος του εναγομένου χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης, το οποίο έκρινε απορριπτέο ως μη νόμιμο, απέρριψε ό,τι κρίθηκε απορριπτέο, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλλει στην ενάγουσα, εντός του πρώτου τριημέρου εκάστου μηνός, ως διατροφή της κατά μήνα, το ποσό των 225 ευρώ, από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, ήτοι από 17-5-2019, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας δόσης και μέχρι την εξόφληση, κήρυξε την απόφαση, ως προς την αμέσως προηγηθείσα καταψηφιστική της διάταξη, προσωρινά εκτελεστή και καταδίκασε τον εναγόμενο στην καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, την οποία καθόρισε στο ποσό των 200 ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την ένδικη από 22-6-2020 (αρ. καταθ. …./2020) έφεση η εν μέρει ηττηθείσα ενάγουσα και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτήν (έφεση) λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να γίνει καθ΄ ολοκληρίαν δεκτή η ένδικη αγωγή της.

Το δικόγραφο της έφεσης, σύμφωνα με το άρθρο 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ, πρέπει να περιέχει, εκτός από τα απαιτούμενα κατά τα άρθρα 118-120 του ΚΠολΔ στοιχεία, και τους λόγους της έφεσης. Οι λόγοι της έφεσης αποτελούν παράπονα κατά της εκκαλουμένης αποφάσεως, που αναφέρονται είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος, είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του Δικαστή, και πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, να καθορίζονται, δηλαδή, σ΄ αυτούς με πληρότητα οι αιτιάσεις που αποδίδονται στην εκκαλούμενη απόφαση, ώστε να μπορεί ο Δικαστής να κρίνει για το νόμιμο και το βάσιμό τους. Τέτοιος λόγος έφεσης, αναγόμενος σε σφάλμα του Δικαστή, είναι και η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Το σφάλμα της αποφάσεως ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων δεν είναι αναγκαίο να εξειδικεύεται, αλλά αρκεί να προβάλλεται ότι εξαιτίας του σφάλματος αυτού το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατέληξε σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό (ΕφΔυτΣτερ Ελλάδας 48/2013). Τούτο δε, διότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 του ΚΠολΔ), είναι υποχρεωμένο να κρίνει την ορθότητα του διατακτικού της εκκαλουμένης αποφάσεως μετά από καθολική εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης και όχι μόνο με βάση τα μερικότερα παράπονα του εκκαλούντος που συνδέονται με αυτή (ΑΠ 738/2013). Η αοριστία του δικογράφου της έφεσης (εφετηρίου) δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις, ούτε να αναπληρωθεί με την παραπομπή σε άλλα δικόγραφα και της αυτής ακόμη δίκης, οι δε αόριστοι λόγοι εξομοιώνονται με ανύπαρκτους και απορρίπτονται ως απαράδεκτοι και κατ΄ αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση οι περιεχόμενοι στην ένδικη έφεση λόγοι είναι σαφείς και πλήρως ορισμένοι, δεδομένου ότι εφόσον αναφέρονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, αυτή, επαρκώς προσδιορίζεται με τη μνεία ότι από την εκτίμηση αυτή το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο οδηγήθηκε σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό (ως προς τα προσβαλλόμενα κεφάλαιά της), χωρίς να είναι αναγκαία η εξειδίκευση των σφαλμάτων σχετικά με την εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένου του σχετικού περί του αντιθέτου ισχυρισμού που προβάλλει ο εφεσίβλητος.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1389, 1390, 1391 και 1392 του ΑΚ προκύπτει ότι 1) οι σύζυγοι έχουν υποχρέωση να συνεισφέρουν (συμβάλλουν) από κοινού ο καθένας ανάλογα με την οικονομική του δυνατότητα, για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, 2) η συνεισφορά γίνεται με την προσωπική εργασία, τα εισοδήματά τους και την περιουσία τους, 3) στην υποχρέωση αυτή περιλαμβάνεται ειδικότερα η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων για διατροφή τους, η κοινή υποχρέωση για διατροφή των τέκνων τους και γενικά η υποχρέωση και συμβολή στη λειτουργία του κοινού οίκου. Το μέτρο της υποχρέωσης προσδιορίζεται ανάλογα με τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής και η εκπλήρωσή της γίνεται με τον τρόπο που επιβάλλει η έγγαμη συμβίωση. Επίσης συνάγεται ότι σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, οπότε εξακολουθεί μεν ο μεταξύ των συζύγων γάμος, αλλά δεν μπορεί να γίνει λόγος περί συνεισφοράς αυτών προς αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, μεταξύ των οποίων και η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων για διατροφή, αφού με τη διακοπή της συμβίωσης έπαυσε να υπάρχει και να λειτουργεί κοινός οίκος και να δημιουργούνται οικογενειακές ανάγκες, εκείνος από τους συζύγους που διέκοψε την έγγαμη συμβίωση για εύλογη αιτία δικαιούται από τον άλλο, ανεξαρτήτως του εάν είναι εύπορος ή άπορος, διατροφή σε χρήμα, που προκαταβάλλεται μηνιαίως και υποκαθιστά τη συνεισφορά του υπόχρεου υπό συνθήκες οικογενειακής ζωής (ΑΠ 1028/2013, ΕφΘρ 74/2014). Συνεπώς, αυτός που μετέχει, με βάση την οικονομική του δυνατότητα, στα βάρη του γάμου με ποσό μικρότερο από το ποσό συμμετοχής του άλλου συζύγου δικαιούται, συντρεχόντων και των λοιπών προβλεπομένων από το νόμο προϋποθέσεων, διατροφή από τον τελευταίο, αφού και κατά τη διάρκεια του γάμου απολάμβανε αυτός μέρος από τα εισοδήματα του άλλου. Το παραπάνω δικαίωμα υφίσταται και όταν η διακοπή προήλθε από την πλευρά του υπόχρεου για διατροφή συζύγου, ακόμη και αν ο υπόχρεος αναγκάστηκε στη διακοπή της συμβίωσης από παράπτωμα του δικαιούχου. Στην περίπτωση όμως αυτή, αν το παράπτωμα του δικαιούχου της διατροφής συνιστά λόγο διαζυγίου, περιορίζεται η έκταση της οφειλόμενης σε αυτόν από τον άλλον διατροφής στα απολύτως αναγκαία για τη συντήρησή του (ελαττωμένη διατροφή), μετά από ένσταση του εναγομένου με αντίστοιχο προς τούτο αίτημα. Εξάλλου από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει ότι το μέτρο της μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης οφειλόμενης στο δικαιούχο διατροφής, προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί υπό συνθήκες οικογενειακής ζωής, σε συνδυασμό με εκείνες που ανέκυψαν από τη χωριστή διαβίωση, λαμβανομένων υπόψη των εκατέρωθεν οικονομικών δυνάμεων (ΑΠ 1061/2012, ΑΠ 132/2003, ΕφΛαρ 30/2013). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1391, 1394 και 1438 του ΑΚ προκύπτει ότι η προαναφερόμενη υπάρχοντος του γάμου, περί διατροφής, αξίωση του διακόψαντος την έγγαμη συμβίωση για εύλογη αιτία συζύγου, παύει από τότε που καταστεί αμετάκλητη η κηρύττουσα την λύση του γάμου δικαστική απόφαση, ενώ, η μετά το διαζύγιο, τυχόν, αξίωση της συζύγου περί διατροφής κατά το άρθρο 1442 του ΑΚ, συνιστά νέα διάφορο αξίωση, της οποίας η άσκηση χρήζει νέας αγωγής (ΑΠ 2070/2007 ΝοΒ 2008.890, ΕφΠειρ 577/2020, ΕφΔωδ 256/2019 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 687/2003 ΑχαΝομ 2004.167). Ακολούθως, από τα άρθρα 522, 524, 535 παρ. 1, 536 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι με την άσκηση της εφέσεως η υπόθεση μεταβιβάζεται στα όρια που καθορίζονται από αυτήν και τους πρόσθετους λόγους στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο. Από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι το Εφετείο, μετά την εξαφάνιση της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά παραδοχή λόγου εφέσεως και τη διακράτηση από αυτό της υπόθεσης για περαιτέρω εκδίκαση, δεν δεσμεύεται πλέον από την αρχή της μη χειροτέρευσης του εκκαλούντος, η εξουσία του, όμως, αυτή να εξετάζει τα θέματα, που υποβλήθηκαν πρωτοδίκως, τελεί υπό τον περιορισμό του άρθρου 522 του ΚΠολΔ, δηλαδή στο μέτρο που η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο μέσα στα όρια, που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Η τελευταία αυτή διάταξη ρυθμίζει ειδικώς, σε σχέση με την έφεση, την καθιερούμενη από το άρθρο 106 του ΚΠολΔ γενική αρχή της διάθεσης, σύμφωνα με την οποία το Δικαστήριο ενεργεί μόνον ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς, που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις, που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Έτσι το Εφετείο κρίνει, αν το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αποφάσισε ορθώς ή μη επί τη βάσει των εκτιθεμένων στην έφεση λόγων, ήτοι των αποδιδομένων από τον εκκαλούντα στην πρωτόδικη απόφαση σφαλμάτων και παραλείψεων, τα οποία συνιστούν τη νομική βάση της εφέσεως. Επομένως, σφάλματα ή παραλείψεις μη προσβληθέντα υπό του διαδίκου με λόγους εφέσεως δεν μπορούν να εξετασθούν αυτεπαγγέλτως υπό του Εφετείου ούτε συγχωρείται σ΄ αυτό, αν τα διαπιστώσει, να απαγγείλει την εξαφάνιση της εκκληθείσας αποφάσεως (ΑΠ 1344/2015, ΑΠ 892/2013, ΑΠ 878/2000, ΑΠ 192/1998, ΑΠ 1326/1984 ΝοΒ 33.997, ΕφΠειρ 629/2020, ΕφΠειρ 370/2018). Όταν, λοιπόν, το εκκληθέν με την έφεση κεφάλαιο της πρωτοβάθμιας αποφάσεως αφορά αξίωση της αγωγής, η οποία έγινε μερικά δεκτή και απορρίφθηκε κατά το υπόλοιπο, ναι μεν μεταβιβάζεται ολόκληρο το κεφάλαιο αδιαιρέτως στο Εφετείο (γι΄ αυτό μπορεί να ασκηθεί αντέφεση, καθόσον αφορά στο μέρος του αιτήματος, που έγινε δεκτό), το Εφετείο, όμως, μπορεί να το εξετάσει μόνον κατά το μέρος, που πλήττεται με έφεση ή αντέφεση (ΑΠ 1344/2015, ΕφΠειρ 370/2018). Λόγοι δε εφέσεως δεν είναι παραδεκτοί (και αν καθ΄ υπόθεση υποβάλλονται) εφόσον αναφέρονται στο μέρος του κεφαλαίου της εκκαλουμένης που ωφελεί τον εκκαλούντα. Έτσι οι μόνοι δυνάμενοι να υποβληθούν παραδεκτώς λόγοι θα αφορούν, κατ΄ ανάγκη, τη βλαπτική για τον εκκαλούντα διάταξη, ως προς την οποία και μόνο έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει έφεση, γι΄ αυτό και, σε περίπτωση παραδοχής κάποιου από τους λόγους της εφέσεως, η εξαφάνιση της αποφάσεως θα είναι μερική, αποκλειομένης της αποδικάσεως του μέρους του κεφαλαίου, που επιδικάστηκε με μόνη την έφεση του ενάγοντος – εκκαλούντος και χωρίς την άσκηση εφέσεως ή αντεφέσεως από τον εφεσίβλητο – εναγόμενο (ΑΠ 207/2017, ΑΠ 1344/2015, ΑΠ 12/1992 ΕλλΔνη 34.347). Επιπλέον, η διάταξη του άρθρου 527 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το Ν. 4335/2015 (ο οποίος κατήργησε και το άρθρο 269 του ΚΠολΔ), προβλέπει σχετικά με το πότε επιτρέπεται η προβολή νέων ισχυρισμών στο Εφετείο τα εξής: «Είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ΄ έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν: 1) προτείνονται από τον εφεσίβλητο, ενάγοντα, εναγόμενο ή εκείνον που είχε παρέμβει, ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και, δεν μεταβάλλεται με τους ισχυρισμούς αυτούς η βάση της αγωγής ή της παρέμβασης, ή προτείνονται από εκείνον που παρεμβαίνει για πρώτη φορά στην κατ΄ έφεση δίκη με πρόσθετη παρέμβαση, θεωρείται όμως αναγκαίος ομόδικος του αρχικού διαδίκου, 2) γεννήθηκαν μετά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 μετά την παρέλευση της προθεσμίας για την κατάθεση των προτάσεων, 3) λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως ή μπορεί να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης, 4) το δικαστήριο κρίνει ότι δεν προβλήθηκαν εγκαίρως με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία αυτό ισχύει και για την ένσταση κατάχρησης δικαιώματος, 5) προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα και 6) αν αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως.». Ως νέοι ισχυρισμοί νοούνται όσοι τείνουν στη θεμελίωση ή κατάλυση του ουσιαστικού δικαιώματος, δηλαδή οι ενστάσεις, αντενστάσεις κλπ και όχι όσοι μεταβάλλουν το αίτημα ή τη βάση της αγωγής ή τη συμπληρώνουν, η προβολή των οποίων απαγορεύεται και αυτοί τυγχάνουν απαράδεκτοι σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 525 και 526 του ΚΠολΔ, έστω και αν τείνουν σε υπεράσπιση κατά της εφέσεως (ΟλΑΠ 2/1994 ΕλλΔνη 1994.352, ΑΠ 749/1992 ΕλλΔνη 1994.106). Ο όρος «ισχυρισμοί» στην έκφραση «νέοι ισχυρισμοί» ταυτίζεται με τα «μέσα επιθέσεως και άμυνας» του παλαιού άρθρου 269 του ΚΠολΔ που καταργήθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 1 του Ν. 4335/2015. Δεν περιλαμβάνονται στην έννοια των «νέων ισχυρισμών» και συνεπώς δεν υπόκεινται στην απαγόρευση του άρθρου 527 του ΚΠολΔ οι αρνητικοί ή καθαρώς νομικοί ισχυρισμοί, όπως η αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής (AΠ 205/1996 ΕλλΔνη 1996.309, Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα: Ερμηνεία ΚΠολΔ, τομ. I, εκ. 2000, σελ. 947, 948). Κατόπιν τούτων ο εναγόμενος, από τη δικονομική θέση του εφεσίβλητου, μπορεί, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 527 του ΚΠολΔ, να προτείνει προς απόκρουση της εφέσεως οποιονδήποτε πραγματικό ισχυρισμό κατατείνει στη διαφύλαξη του (απορριπτικού της αγωγής) διατακτικού της εκκαλουμένης χωρίς περιορισμούς (ΑΠ 622/2019, ΑΠ 212/2019, ΑΠ 1162/2017 ΝΟΜΟΣ) και υπό μόνη την επιφύλαξη ότι οι ισχυρισμοί αυτοί αναφέρονται στο αντικείμενο της έκκλητης δίκης, όπως αυτό οριοθετείται καταρχάς από το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως του αντιδίκου του (ΑΠ 1303/2001ΝοΒ 2002/1454, Ν. Νίκα: Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, εκ. 2018, αρ. 46, σελ. 719). Επιπροσθέτως, ο ισχυρισμός για λύση του γάμου, προς περιορισμό της διατροφικής αξίωσης από το άρθρο 1391 του ΑΚ, ο οποίος παραδεκτώς μπορεί, κατά τα ανωτέρω, να προβληθεί για πρώτη φορά ενώπιον του Εφετείου, (άρθρο 527 του ΚΠολΔ), αποτελεί ένσταση κατά της αγωγής διατροφής από το άρθρο 1391 του ΑΚ (ΑΠ 2070/2007).

Από τα έγγραφα που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι και τα οποία (έγγραφα) λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων,[ανάμεσα στα οποία και αυτά που για πρώτη φορά στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας προσκομίζονται με επίκληση όχι από πρόθεση στρεψοδικίας ή βαριά αμέλεια (άρθρο 529 του ΚΠολΔ)], χωρίς όμως η ρητή αναφορά σε ορισμένα εξ αυτών (εγγράφων)να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα, και όπως προεκτέθηκε, όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν μεταξύ τους νόμιμο γάμο στο ………. Σαλαμίνας, την 18-1-1975. Από το γάμο τους αυτό απέκτησαν τέσσερα, ήδη ενήλικα, τέκνα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με διάταξη της ως άνω υπ΄ αρ. 2020/2020 αποφάσεώς του δέχθηκε ότι η διακοπή της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων έλαβε χώρα για εύλογη αιτία, οφειλόμενη σε υπαιτιότητα αμφοτέρων, καθόσον αποδείχθηκε ότι η μεν ενάγουσα ουδέποτε συμβιβάστηκε με το γεγονός ότι τα εισοδήματα του συζύγου της συρρικνώθηκαν με τη συνταξιοδότησή του, αρνούμενη να συμβάλλει στοιχειωδώς στον περιορισμό των οικογενειακών δαπανών, ενόψει και των ασθενειών που ταλαιπώρησαν αυτούς (διαδίκους), ο δε εναγόμενος αντιδρώντας βίαια και με ιδιαίτερη σκληρότητα στις μεταξύ τους(διαδίκων) διενέξεις προξένησε σε βάρος της συζύγου του ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη, για την οποία έχει ήδη καταδικαστεί. Η ως άνω διάταξη του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δεν προσβάλλεται με λόγο εφέσεως. Επιπλέον, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ότι ο μεταξύ των διαδίκων γάμος, έχει λυθεί, δυνάμει της υπ΄ αρ. 3808/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και ότι α) δεν προέκυπτε β) ούτε οι διάδικοι επικαλούνταν ότι (η ως άνω απόφαση) είχε καταστεί αμετάκλητη (άρθρο 1438 του ΑΚ).Ο εφεσίβλητος με τις νομίμως κατατεθείσες ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού προτάσεις του επικαλείται ότι η απόφαση αυτή έχει καταστεί αμετάκλητη. Η ένσταση αυτή παραδεκτώς προβάλλεται, κατ΄ άρθρο 527 του ΚΠολΔ προς απόκρουση της κατ΄ αυτού ασκηθείσας εφέσεως. Πράγματι η ως άνω υπ΄ αρ. 3808/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατέστη αμετάκλητη την 16-10-2019, όπως προκύπτει από το από 21-10-2019 Διαζευκτήριον του Μητροπολίτη Μεγάρων και Σαλαμίνος, το οποίο, επικαλείται και προσκομίζει ο εφεσίβλητος στον παρόντα βαθμό και στο οποίο [ως άνω δημόσιο έγγραφο (Διαζευκτήριον)] βεβαιώνεται ότι επήλθε αμετάκλητη λύση του γάμου των διαδίκων και γίνεται ρητή μνεία του χρόνου αυτής (αμετάκλητης λύσης του γάμου των διαδίκων, από 16-10-2019), σύμφωνα με τα εκεί αναφερόμενα έγγραφα (πρβλ. ΑΠ 773/2014), γεγονός που δεν αμφισβητεί η εκκαλούσα. Έκτοτε δε, ήτοι μετά την 16-10-2019 που κατέστη αμετάκλητη η ως άνω απόφαση, έπαυσε αυτοδικαίως, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, η, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1391 του ΑΚ, αξίωση της εκκαλούσας-ενάγουσας για διατροφή της από τον εφεσίβλητο-εναγόμενο, αφού η μετά την αμετάκλητη λύση του γάμου αξίωση διατροφής αυτής συνιστά νέα διατροφική αξίωση, η άσκηση της οποίας απαιτεί άλλη αγωγή. Ως εκ τούτου, η ενάγουσα έχει αξίωση για την εν λόγω διατροφή μόνο για το χρονικό διάστημα από την επομένη της επίδοσης της ένδικης αγωγής μέχρι την ως άνω λύση του γάμου τους (διαδίκων), δηλαδή από την 17-5-2019 (βλ. την υπ΄ αρ. …./16-5-2019 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς ……….) έως την 16-10-2019. Πλην όμως, ενόψει του ότι η εκκαλούσα ζητεί με την έφεσή της να γίνει δεκτή η αγωγή της, καθ΄ ολοκληρίαν,  ήτοι και  κατά  το  μέρος  που  έχει  απορριφθεί, ο δε εφεσίβλητος-εναγόμενος δεν άσκησε έφεση ή αντέφεση, αποκλείεται η αποδίκαση της διατροφής που επιδικάστηκε πρωτοδίκως για το χρονικό διάστημα από 16-10-2019 και εντεύθεν. Κατόπιν τούτων, δεν ερευνώνται οι ενστάσεις που προβάλλει επικουρικά ο εφεσίβλητος για την περίπτωση που κριθεί ότι η ένδικη αγωγή στηρίζεται στις διατάξεις του άρθρου 1442 του ΑΚ, ήτοι οι ενστάσεις διακινδύνευσης ιδίας διατροφής, κατ΄ άρθρο 1487 του ΑΚ, και αποκλεισμού της αιτούμενης διατροφής, κατ΄ άρθρο 1444 παρ. 1 του ΑΚ, καθώς και ο ισχυρισμός περί ελλείψεως της προϋπόθεσης ευπορίας του. Για το χρονικό διάστημα όμως, από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, ήτοι από την 17-5-2019, έως την 16-10-2019 από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Κατόπιν των ανωτέρω αναφερομένων, η έγγαμη σχέση των διαδίκων διακόπηκε από εύλογη (και) για την ενάγουσα αιτία και κατά συνέπεια δικαιούται (η ενάγουσα) έναντι του εναγομένου διατροφής σε χρήμα, εάν βεβαίως συντρέχουν και οι λοιπές, εξεταζόμενες κατωτέρω, προϋποθέσεις, ήτοι της αδυναμίας της να εξασφαλίσει τη διατροφή της από δικούς της πόρους και της υπό καθεστώς έγγαμης συμβίωσης συμμετοχής της στο εισόδημα του εναγομένου-συζύγου της, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας. Ακολούθως, κατά το ως άνω κρίσιμο χρονικό διάστημα (δηλαδή από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την 16-10-2019), από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, η οποία γεννήθηκε το έτος 1953, και ήταν, κατά το χρόνο ασκήσεως της αγωγής, περίπου 66 ετών, κατά την έγγαμη συμβίωσή της με τον εναγόμενο δεν εργάστηκε, πλην ασχολούνταν αποκλειστικά με τη φροντίδα του συζύγου της, των τέκνων τους (διαδίκων) και του οίκου τους εν γένει, ενώ στερείται οποιασδήποτε επαγγελματικής εμπειρίας. Κατά το έτος 2011 νόσησε (η ενάγουσα) από (Ca) καρκίνο (δε) μαστού, συνεπεία του οποίου υπεβλήθη σε ριζική μαστεκτομή και στη συνέχεια σε χημειοθεραπείες, ήδη δε ολοκλήρωσε τον κύκλο θεραπειών της για την αιτία αυτή. Επιπλέον πάσχει από σακχαρώδη διαβήτη, υπερτροφία και δυσλειτουργία αριστερής κοιλίας της καρδιάς, από εκφυλιστικές αλλοιώσεις οστικών δομών με στένωση του Α5-Α6 και Α6-Α7 μεσοσπονδυλίου διαστήματος και ψυχικές διαταραχές. Μοναδικό εισόδημα της ενάγουσας αποτελεί η σύνταξη πολύτεκνης μητέρας που λαμβάνει, ποσού 95 ευρώ μηνιαίως, ενώ δεν έχει άλλη πηγή εισοδήματος. Επομένως, ενόψει των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα δεν δύναται να ασκήσει κάποιο επάγγελμα ικανό και πρόσφορο ώστε να αποκτήσει σταθερό εισόδημα και να εξασφαλίσει τη διατροφή της, λόγω της ηλικίας της, των προεκτιθέμενων προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίζει, και της έλλειψης επαγγελματικής κατάρτισης και εμπειρίας. Περαιτέρω, όπως δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, χωρίς η κρίση του αυτή να προσβάλλεται με λόγο εφέσεως, μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης, που επήλθε τον Δεκέμβριο του 2015 με την αποχώρηση του εναγομένου από την κοινή συζυγική οικία, επί της οδού ……… στη Σαλαμίνα και τη μετεγκατάστασή του αρχικώς στην οικία της θυγατέρας του ……… και στη συνέχεια σε μισθωμένη εκ μέρους του οικία στη Σαλαμίνα, επί της οδού ………., η ενάγουσα διαμένει στην οικογενειακή τους στέγη, ιδιοκτησίας του (εναγομένου), ο οποίος της παραχώρησε τη χρήση αυτής. Συνεπώς, δεν βαρύνεται (κατά το επίδικο χρονικό διάστημα) με δαπάνη μισθώσεως οικίας, πλην όμως, βαρύνεται με τις δαπάνες λειτουργίας της οικίας αυτής (ηλεκτρικού, τηλεφώνου, θέρμανσης κλπ), οι οποίες προσδιορίζονται στο ποσό των 70 ευρώ μηνιαίως, λαμβανομένου υπόψη ότι ο εναγόμενος εξοφλεί ο ίδιος τους λογαριασμούς κοινοχρήστων και ύδατος της οικίας αυτής, συνολικού ποσού κατά μέσο όρο περίπου 30 ευρώ μηνιαίως. Επιπλέον, για τη σίτιση της ενάγουσας (η οποία πρέπει να είναι προσεγμένη, λόγω του σακχαρώδη διαβήτη από τον οποίο πάσχει), απαιτείται το ποσό των 120 ευρώ μηνιαίως. Για τις τακτικές μηνιαίες ιατροφαρμακευτικές της δαπάνες (πέραν αυτών που καλύπτονται από τον ασφαλιστικό φορέα ΝΑΤ, στον οποίο είναι ασφαλισμένη), απαιτείται, ως συμμετοχή της, το ποσό των 30 ευρώ μηνιαίως περίπου, δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε ότι το συγκεκριμένο κόστος ανέρχεται στο ποσό των 300 ευρώ μηνιαίως, όπως αβασίμως ισχυρίσθηκε πρωτοδίκως η ενάγουσα, ισχυρισμό που επαναφέρει με λόγο εφέσεως, χωρίς όμως, να προσκομίζεται προς απόδειξη αυτού οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο (όπως σχετικές αποδείξεις). Περαιτέρω, απαιτείται επιπλέον το ποσό των 50 ευρώ μηνιαίως περίπου, για την κάλυψη των αναγκών ένδυσης και υπόδησής της, καθώς και για την αγορά των αναγκαίων ειδών ατομικής υγιεινής της, ειδών καθαρισμού της οικίας της κλπ. Επιπροσθέτως, απαιτείται μηνιαίως το ποσό των 50 ευρώ για την κάλυψη διαφόρων έκτακτων αναγκών της, καθώς και για δαπάνες μετακίνησής της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε όμοια (ως προς τις ιατροφαρμακευτικές δαπάνες, ως προς τις δαπάνες ένδυσης και υπόδησης και για την αγορά των αναγκαίων ειδών ατομικής υγιεινής και ως προς τις δαπάνες μετακίνησης και για την κάλυψη διαφόρων έκτακτων αναγκών της ενάγουσας, χωρίς η κρίση του αυτή να προσβάλλεται με λόγο εφέσεως ή αντεφέσεως από τον εναγόμενο), ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, ώστε τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τους σχετικούς λόγους της ένδικης εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα. Ακολούθως, από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος, ο οποίος γεννήθηκε το έτος 1946, και ήταν, κατά το χρόνο ασκήσεως της αγωγής, περίπου 73 ετών, κατά το έτος 2013 νόσησε από (Ca) καρκίνο του προστάτη, για τον οποίο υπεβλήθη σε χειρουργική επέμβαση. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, κατά το μεγαλύτερο μέρος της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων, ο εναγόμενος εργάστηκε ως ναυτικός, ήδη δε είναι συνταξιούχος του ΝΑΤ και λαμβάνει μηνιαίως σύνταξη συνολικού καθαρού ποσού 1.165ευρώ μηνιαίως. Δεν έχει άλλα εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή, ούτε άλλη περιουσία, πλην της ως άνω οικίας όπου διαμένει η ενάγουσα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ο εναγόμενος διαμένει σε μισθωμένη οικία στη Σαλαμίνα, επί της οδού ……..   για την οποία καταβάλλει μηνιαίως μίσθωμα ποσού 220 ευρώ, ενώ επίσης επιβαρύνεται με τις λειτουργικές δαπάνες της οικίας αυτής (ηλεκτρικού, ύδατος, τηλεφώνου, θέρμανσης κλπ), οι οποίες προσδιορίζονται στο ποσό των 70 ευρώ μηνιαίως. Επιπλέον, ο εναγόμενος επιβαρύνεται με την καταβολή προς πιστώτριές του ποσού 402 ευρώ μηνιαίως, δυνάμει της υπ΄ αρ. 105/2019 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας και κατόπιν της υπαγωγής του στο Ν. 3869/2010 περί ρύθμισης των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων. Επιβαρύνεται, επίσης, με το ποσό των 198,97 ευρώ ετησίως για ΕΝΦΙΑ και με την καταβολή ποσού 25 ευρώ μηνιαίως, κατόπιν ρυθμίσεως διαφόρων χρεών του, προς τη ΔΟΥ. Τα ως άνω ποσά, όμως, δεν προαφαιρούνται από τα εισοδήματά του (εναγομένου), αλλά απλώς συνεκτιμώνται οι δαπάνες αυτές, ως επιπλέον βιοτικές του ανάγκες (πρβλ. ΑΠ 120/2013, ΑΠ 680/2010, ΑΠ 204/2010, ΑΠ 837/2009, ΑΠ 471/2005, ΕφΔωδ 195/2013, Κωνσταντίνου Παπαδόπουλου: Αγωγές Οικογενειακού Δικαίου, τομ. Β΄, εκ. 2003, σελ. 58 και οι εκεί παραπομπές). Οι δαπάνες του εναγομένου για τη διατροφή, τη συντήρηση, την ένδυση, την υπόδηση, τη μετακίνηση και την ψυχαγωγία του είναι οι συνήθεις δαπάνες των ατόμων της ηλικίας του. Επομένως, ενόψει των παραπάνω πραγματικών περιστατικών η ενάγουσα υπό καθεστώς έγγαμης συμβίωσης θα απολάμβανε από τα μεγαλύτερα εισοδήματα του εναγομένου-συζύγου της. Με τα δεδομένα αυτά, η ενάγουσα, η οποία κατά τα ανωτέρω αφίσταται της έγγαμης συμβίωσης από εύλογη γι΄ αυτήν αιτία και αδυνατεί να διατρέφει τον εαυτό της, δικαιούται διατροφής (για το ως άνω χρονικό διάστημα) έναντι του εναγομένου-συζύγου της, αφού και υπό τις συνθήκες της έγγαμης συμβίωσης είχε τοιούτο δικαίωμα. Ειδικότερα, με βάση τις συνθήκες της ζωής των διαδίκων, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί στο πλαίσιο της έγγαμης συμβίωσής τους, κατά την οποία η συνεισφορά της ενάγουσας για την αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών συνίστατο στην προσφορά της προσωπικής της εργασίας [όπως φροντίδα του συζύγου της, των τέκνων τους (διαδίκων) και του οίκου τους εν γένει], που αποτιμάται σε χρήμα, ενώ η συνεισφορά του εναγομένου συνίστατο στην προσφορά αρχικά των εισοδημάτων του από την εργασία του και, στη συνέχεια, μετά τη συνταξιοδότησή του, από τη μηνιαία σύνταξή του, και όπως οι συνθήκες αυτές ήδη έχουν διαμορφωθεί από τη χωριστή διαβίωσή τους, με βάση και τις προαναφερόμενες οικονομικές δυνατότητές τους, το ποσό που δικαιούται η ενάγουσα ως διατροφή ανέρχεται σε 225 ευρώ μηνιαίως, λαμβανομένου υπόψη ότι (η ενάγουσα) δεν υποχρεούται στην καταβολή μισθώματος λόγω της παραχώρησης της χρήσης της προαναφερόμενης οικίας από τον εναγόμενο, καθώς και της πληρωμής των λογαριασμών κοινοχρήστων και ύδατος της οικίας αυτής από τον εναγόμενο (συνολικού ποσού κατά μέσο όρο περίπου 30 ευρώ μηνιαίως), σύμφωνα με τα ανωτέρω. Το ποσό αυτό, που είναι αναγκαίο για την πλήρη κάλυψη των αναγκών διατροφής της ενάγουσας, πρέπει (και δύναται) να συνεισφέρει ο εναγόμενος για τη διατροφή της ενάγουσας, ανταποκρίνεται στις ανάγκες της και δεν υπερβαίνει την αναλογία που ο εναγόμενος ήταν υποχρεωμένος να συνεισφέρει στο πλαίσιο της έγγαμης συμβίωσής τους, με μέτρο τις συνθήκες της οικογενειακής τους ζωής, ενώ το υπόλοιπο συνολικό ποσό που είναι αναγκαίο για τη διατροφή της ενάγουσας κατά τα ανωτέρω καλύπτεται από το δικό της εισόδημα και ειδικότερα από την ανωτέρω σύνταξη που λαμβάνει. Επιπροσθέτως, εάν ήθελε κριθεί ότι ο εφεσίβλητος προβάλλει τις προαναφερόμενες ενστάσεις διακινδύνευσης ιδίας διατροφής, κατ΄ άρθρο 1487 του ΑΚ, και αποκλεισμού της αιτούμενης διατροφής, κατ΄ άρθρο 1444 παρ. 1 του ΑΚ, και για την κατ΄ άρθρο 1391 του ΑΚ αγωγή διατροφής, η ένσταση διακινδύνευσης ιδίας διατροφής είναι μη νόμιμη, διότι, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 1391 και 1392 του ΑΚ σε δίκη διατροφής μεταξύ συζύγων δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 1487 εδ. α΄ του ΑΚ, κατά την οποία δεν έχει υποχρέωση διατροφής εκείνος που, ενόψει των λοιπών υποχρεώσεών του, δεν είναι σε θέση να τη δώσει χωρίς να διακινδυνεύσει η δική του διατροφή (ΑΠ 1134/2008, ΑΠ 132/2003 ΕλλΔνη 44.1302, ΑΠ 804/1994 ΕλλΔνη 1996.98, Κ. Παπαδόπουλου: Αγωγές Oικογενειακού Δικαίου, εκ. 2001, τομ. Α΄, σελ. 297), ενώ και η ένσταση που προβάλλει ο εναγόμενος περί αποκλεισμού της διατροφής της ενάγουσας, κατ΄ άρθρο 1444 παρ. 1 του ΑΚ, για το λόγο ότι τον εξυβρίζει, κατά τον τρόπο που αναλυτικά αναφέρει, είναι μη νόμιμη, καθόσον η διάταξη του άρθρου 1444 του ΑΚ, δεν εφαρμόζεται για διατροφή κατά τη διάρκεια της διάστασης, αλλά για διατροφή μετά το διαζύγιο, αφού το άρθρο 1392 του ΑΚ δεν παραπέμπει στο παραπάνω άρθρο. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε όμοια, ήτοι ότι η ενάγουσα δικαιούται λόγω της ως άνω διατροφής της το ποσό των 225 ευρώ μηνιαίως (και για το επίδικο χρονικό διάστημα, ήτοι από την 17-5-2019 έως την 16-10-2019) ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά και ο σχετικός λόγος της εφέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι προς έρευνα, πρέπει η έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη. Τέλος, πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, μεταξύ των διαδίκων (άρθρα 106, 179 περ. α΄, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ, άρθρο 9 παρ. 6 και άρθρο 12 του Ν. 3226/2004), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 22-6-2020 (αρ. καταθ. …../2020) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 2020/2020 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς [ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση (άρθρα 592 παρ. 3, 593-602 και 610-613 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015)].

Συμψηφίζει στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, την  10 Φεβρουαρίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ