Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 88/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός Απόφασης    88/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ……… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο Μαρία Λειβιδιώτου-Σαξώνη.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: της εταιρίας ……….. η οποία δεν εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 28.9.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………./4.10.2017 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμ. 4102/2019 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που  την απέρριψε κατ’ουσιαν.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο ενάγων και ήδη εκκαλών, με την από 21.1.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……./4.2.2020 και του παρόντος Δικαστηρίου ……/4.2.2020 έφεση, που προσδιορίστηκε να συζητηθεί στην  δικάσιμο στις 21.5.2020, κατά την οποία ματαιώθηκε, λόγω της επιβολής του έκτακτου μέτρου της προσωρινής αναστολής των δικών ενώπιον των πολιτικών Δικαστηρίων για την προστασία της δημόσιας υγείας από την διασπορά του κορωνοϊού. Ήδη επανεισήχθη για συζήτηση αυτεπάγγελτα με την υπ’αριθμ.54/2020 πράξη της Προεδρεύουσας του Ναυτικού Τμήματος του Δικαστηρίου, για την δικάσιμο στις 19.11.2020, κατά την οποία αναβλήθηκε για την στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Η πληρεξούσια δικηγόρος του ενάγοντος, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

I.Η κρινόμενη από 21.1.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……../4.2.2020 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ……/4.2.2020 έφεση του εκκαλούντος ………κου, που στρέφεται κατά της υπ’αριθμ.4102/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε ερήμην της εναγομένης, ήδη εφεσίβλητης, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ.3, 621, 622 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και απέρριψε, ως ουσιαστικά βάσιμη, την από 28.9.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……./4.10.2017 αγωγή του εναντίον της εφεσίβλητης εταιρείας, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 2 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015) και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε ο εκκαλών επικαλείται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε διετία από την δημοσίευση της, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, ερήμην της εφεσίβλητης, καθόσον από την υπ’αριθμ……./12.2.2020 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιά, ………… και την με αριθμό πρωτ. ………. από 12.5.2020 βεβαίωση επίδοσης, της κυπριακής υπηρεσίας παραλαβής του επιδιδόμενου δικογράφου, με συνημμένα το από 17.3.2020 πιστοποιητικό επίδοσης δικογράφων εξωτερικού, της Αρχιπρωτοκολλητή του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Κύπρου, …….. και την από 11.3.2020 ένορκη δήλωση επίδοσης, του ανώτατου δικαστικού επιδότη στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, ………., νομίμως επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τον εκκαλούντα, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της ένδικης έφεσης, που εστάλη με αριθμό αναφοράς 24/2020 της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιά, με την πράξη καταθέσεως και ορισμού δικασίμου και με κλήση προς συζήτηση, για την ορισθείσα αρχικά δικάσιμο στις 21.5.2020,κατά την οποία η συζήτηση ματαιώθηκε, λόγω της επιβολής του έκτακτου μέτρου της προσωρινής αναστολής των δικών ενώπιον των πολιτικών Δικαστηρίων για την προστασία της δημόσιας υγείας από την διασπορά του κορωνοϊού και επανεισήχθη για συζήτηση αυτεπάγγελτα με την υπ’αριθμ.54/2020 πράξη της Προέδρου του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Δικαστηρίου τούτου, για την δικάσιμο στις 19.11.2020, κατά την οποία αναβλήθηκε για την στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο, έχει επιδοθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα προς την Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς για την εφεσίβλητη εταιρεία, που έχει την έδρα της στην Λευκωσία Κύπρου, η οποία την διαβίβασε συνοδευόμενη από την τυποποιημένη σχετική από 13.2.2020 έντυπη αίτηση, στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως της Κύπρου, ως αρμόδια για την παραλαβή και επίδοση αλλοδαπή αρχή, που την επέδωσε στις 10.3.2020 στην υπάλληλο γραμματέα της εφεσίβλητης εταιρείας, ………., που ευρέθη στην έδρα της επί της οδού ………. στην Λευκωσία, που θεωρείται νόμιμος τρόπος επίδοσης κατά το νόμο και την πρακτική του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Κύπρου, όπως προκύπτει από την από 12.5.2020 οικεία βεβαίωση επίδοσης του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως Κύπρου και τα συνημμένα ως άνω έγγραφα, που αυτό απέστειλε στην διαβιβάσασα Εισαγγελική αρχή, σύμφωνα με τα άρθρα 4, 7 και 10 του Κανονισμού ΕΚ 1393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, για τις επιδόσεις στα κράτη μέλη δικαστικών και εξώδικων πράξεων στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Επομένως, εφόσον,αφενός δεν απαιτείτο κλήτευση για την δικάσιμο στις 19.11.2020 και η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο αυτεπάγγελτα, ίσχυε ως κλήτευση όλων των διαδίκων (άρθρ.74 παρ.2 Ν.4690/2020), κατά την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε για την στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο και αφετέρου, δεν απαιτείται κλήση τους για εμφάνιση στην παρούσα, μετ’αναβολή, δικάσιμο, αφού η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (άρθρο 226 παρ. 2 και 4 εδ. δ΄ ΚΠολΔ, ΑΠ 1794/2012, ΑΠ 12/2011, ΝΟΜΟΣ), η εφεσίβλητη, που δεν εμφανίστηκε κατά τη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, πρέπει, συνεπώς, να δικασθεί ερήμην, αλλά η διαδικασία να προχωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα [άρθρο 524 παρ.4 εδαφ. α΄ ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 44 παρ. 1 του ν. 3994/2011 και η συγκεκριμένη παράγραφος εξακολουθεί να ισχύει υπό τον Ν.4335/2015, που εφαρμόζεται για τα κατατεθειμένα από 1.1.2016 ένδικα μέσα, σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 271 παρ. 1 και 2ΚΠολΔ (όπως οι παράγραφοι αυτές αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν.4335/2015 – ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015) και τις διατάξεις του άρθρου 591 παρ.1 α΄ ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν.4335/2015), που εφαρμόζονται στην διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης, κατ’εφαρμογή του άρθρου 524 παρ.1 ΚΠολΔ (όπως η παρ. 1 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015)]. Σημειωτέον ότι, αν και η έφεση ασκήθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν.4055/2012, δεν απαιτείται για το παραδεκτό της η κατάθεση του παραβόλου της § 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, όπως αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015), λόγω της φύσεως της διαφοράς, ως εργατικής.

II.Ο ενάγων και ήδη εκκαλών, με την προαναφερθείσα αγωγή του, όπως παραδεκτά συμπληρώθηκε και διορθώθηκε, εξέθεσε ότι δυνάμει σύμβασης ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου, που καταρτίστηκε στον Πειραιά, στις 27.4.2016, μεταξύ αυτού και του εκπροσώπου της εναγομένης αλλοδαπής εταιρίας πλοιοκτήτριας του υπό σημαία Ιταλίας επιβατηγού «RO-RO» πλοίου «CG», κοχ.14975, ναυτολογήθηκε στο εν λόγω πλοίο, υπό την ειδικότητα του Β΄ μηχανικού, αντί κλειστού συμφωνηθέντος μηνιαίου μισθού 4.400 ευρώ, πλέον συμφωνηθείσης ισόποσης αποζημίωσης αδείας για κάθε δύο εβδομάδες εργασίας και ότι στις 11.5.2016 υπέστη εργατικό ατύχημα, υπό τις συνθήκες που επαρκώς περιγράφονται, με συνέπεια να απολυθεί γι’αυτόν τον λόγο στις 14.5.2016 και, κατά τον επαναπατρισμό του,να διαγνωστεί μεμηνίσκο με ρήξη χιαστού αριστερού γόνατος, που εξελίχθηκε σε μετατραυματική αρθρίτιδα τούτου, ζήτησε δε με βάση την σύμβαση εργασίας και επικουρικά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει, το συνολικό ποσό των 41.799,30 ευρώ, για μισθούς ασθενείας τεσσάρων μηνών, αποζημίωση λόγω της πρόσκαιρης πλήρους ανικανότητας του προς εργασία, που προκλήθηκε από το εν λόγω ατύχημα, για χρονικό διάστημα επτά μηνών, δεδουλευμένες αποδοχές ενός μηνός και αποζημίωση αδείας, όπως αναλυτικά εκτίθενται τα επιμέρους ποσά, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της απόλυσης του, άλλως από την επίδοση της αγωγής.

III. Επί της ως άνω αγωγής, εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία, αφού κρίθηκε ότι η εν λόγω πάθηση του ενάγοντος δεν προήλθε από το επικαλούμενο εργατικό ατύχημα, που δεν αποδείχθηκε ότι έλαβε χώρα, αλλά αποτελούσε φυσιολογική φθορά, απορρίφθηκε αυτή, ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της ως άνω οριστικής αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονείται ο εκκαλών-ενάγων με την κρινόμενη έφεση του, για τους αναφερόμενους λόγους, που στο σύνολο τους ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, όπως ειδικότερα εκτίθεται σ’ αυτήν και ζητεί να εξαφανιστεί η προσβαλλομένη απόφαση, ώστε η ως άνω αγωγή να γίνει δεκτή καθ’ολοκληρίαν.

IV.Κατά την έννοια του άρθρου 1 του ν. 551/1915 (που κωδικοποιήθηκε με το ΒΔ της 24-7/25-8-1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ κατ’ άρθρον 38 του ΕισΝΑΚ), το οποίο εφαρμόζεται και επί ναυτικής εργασίας, κατ’ άρθρον 2 του ίδιου νόμου και 66 περ. β΄ του ΚΙΝΔ (ν. 3816/1958), ως ατύχημα από βίαιο συμβάν, που επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής σε ναυτικό και θεμελιώνει αξίωση αποζημίωσης θεωρείται κάθε βλάβη που είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, μη αναγομένου αποκλειστικά σε οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος, που δεν θα υπήρχε χωρίς την εργασία και την εκτέλεση της υπό τις σχετικές περιστάσεις (ΟλΑΠ 1287/1986 ΝοΒ 35 160, ΑΠ 1616/2003 ΕλλΔνη 2004 767). Έτσι, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ατύχημα από βίαιο συμβάν, κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, όταν η εκδήλωση της ασθένειας ή και η επιδείνωση προϋπάρχουσας πάθησης ή νοσηρής κατάστασης του εργαζομένου, είναι συνέπεια της εκτέλεσης της εργασίας υπό τους συνηθισμένους όρους και περιστάσεις που συμφωνήθηκαν και είναι συμφυείς με το καθορισμένο είδος εργασίας, χωρίς τη μεσολάβηση άλλου εξωτερικού γεγονότος ξένου προς τον οργανισμό του παθόντος (βιαίου συμβάντος), που αποτελεί και η εκτέλεση της εργασίας κάτω από έκτακτες και δυσμενείς συνθήκες. Πάντως, γίνεται δεκτό ότι συντρέχουν οι όροι του ως άνω βιαίου συμβάντος, όταν μετά την εκδήλωση της ασθένειας του εργαζομένου, η οποία μπορεί και να προϋπήρχε σε λανθάνουσα κατάσταση, συνεχίζεται η απ’ αυτόν παροχή της εργασίας, έστω και υπό κανονικές συνθήκες και για μικρό ακόμη χρόνο, με αποτέλεσμα την περαιτέρω επιδείνωση της κατάστασης του, εφόσον ενόψει της εξασθένησης των δυνάμεων του εργαζομένου, του είδους της εργασίας και των εν γένει περιστάσεων, είναι αντίθετη προς τις αρχές των άρθρων 288 και 662 του ΑΚ, η από τον εργοδότη (και τους προστηθέντες του) αξίωση εξακολούθησης της εργασίας, γιατί οι ίδιες συνθήκες εκτέλεσης της εργασίας, που ήταν πριν κανονικές, μετά τον κλονισμό της υγείας του εργαζομένου έχουν πλέον το χαρακτήρα των ασυνήθων και εξαιρετικών. Στην τελευταία περίπτωση, βασική προϋπόθεση για τη μετατροπή των κανονικών συνθηκών εργασίας σε ασυνήθιστες και εξαιρετικώς δυσμενείς, μετά την εκδήλωση της νόσου του εργαζομένου, είναι η παραβίαση της έναντι αυτού υποχρεώσεως πρόνοιας του εργοδότη και γι’ αυτό ακριβώς δεν υπάρχει τέτοια παραβίαση και συνακόλουθα εργατικό ατύχημα με την ως άνω έννοια, όταν ο εργοδότης δεν γνωρίζει, ούτε αγνοεί υπαίτια, ότι ο εργαζόμενος είναι ασθενής και γενικότερα ότι η κατάσταση της υγείας του δεν επιτρέπει την εξακολούθηση της απασχολήσεως του. Σημειωτέον ότι βασική πηγή πληροφόρησης αποτελεί ο ίδιος ο πάσχων ναυτικός, αφού αυτός γνωστοποιεί την ένταση και το είδος των συμπτωμάτων της ασθενείας και με βάση αυτή την πληροφόρηση ο πλοίαρχος οφείλει να αξιολογήσει την περίπτωση και να ενεργήσει αναλόγως. Σε κάθε όμως περίπτωση, ο πλοίαρχος δύναται να έχει άμεση γνώση, όταν τα συμπτώματα αυτά είναι έκδηλα και εμφανή. Έτσι, χωρίς την ύπαρξη βιαίου συμβάντος, κατά τα προεκτεθέντα, δεν δημιουργείται υποχρέωση του εργοδότη, από τον ως άνω νόμο, προς καταβολή αποζημίωσης στον εργαζόμενο (ΑΠ 1690/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1602/2012 ΕΝαυτΔ 2013 17, ΕφΠειρΜον 23/2013 ΠειρΝ 2013 164, ΕφΠειρ 764/2012 ΕΝαυτΔ 2013 22). Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 16 του ν. 551/1915 προκύπτει ότι ο παθών από εργατικό ατύχημα έχει δικαίωμα να ασκήσει την αγωγή του κοινού δικαίου και να ζητήσει σύμφωνα με τα άρθρα 297, 298 και 914 ΑΚ πλήρη αποζημίωση, μόνον όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή όταν έλαβε χώρα, σε εργασία ή επιχείρηση, στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων, βρίσκεται δε σε αιτιώδη συνάφεια με τη μη τήρηση των διατάξεων αυτών, διαφορετικά, εάν δηλαδή δεν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις αυτές, μπορεί να ασκήσει μόνον την αγωγή από το ν.551/1915. Ειδικότερα, τέτοιες διατάξεις είναι εκείνες, οι οποίες ειδικώς προβλέπουν τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και ειδικότερα προσδιορίζουν τους όρους που πρέπει να τηρηθούν, μνημονεύοντας συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους προς επίτευξη της ασφαλείας των εργαζομένων. Έτσι, δεν αρκεί ότι το ατύχημα επήλθε από την μη τήρηση όρων, οι οποίοι επιβάλλονται από την κοινή αντίληψη, την υποχρέωση προνοίας και την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, χωρίς να προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου. Σε κάθε, όμως, περίπτωση, δηλαδή και όταν ακόμη ο εργοδότης απαλλάσσεται από την υποχρέωση για αποζημίωση, ο παθών από εργατικό ατύχημα διατηρεί την αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης κατά του εργοδότη, εφόσον το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα (δόλο ή αμέλεια οποιασδήποτε μορφής) αυτού ή των προστηθέντων απ’ αυτόν προσώπων, που κρίνεται κατά το κοινό δίκαιο (άρθρα 914, 922, 932 ΑΚ), μη απαιτουμένης της συνδρομής του ειδικού πταίσματος της μη τήρησης επιβαλλομένων όρων ασφαλείας, ενώ η αντικειμενική ευθύνη του εργοδότη κατά το ν.551/1915 δεν επεκτείνεται και στην χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, καθόσον γι’ αυτήν απαιτείται υπαιτιότητα. Έτσι, σε περίπτωση ναυτεργατικού ατυχήματος ο παθών έχει το επιλεκτικό δικαίωμα να αξιώσει έναντι του κυρίου της επιχείρησης είτε την περιορισμένη κατ’ αποκοπή αποζημίωση του άρθρου 3 του ν. 551/1915 είτε την πλήρη αποζημίωση του κοινού δικαίου κατά τα άρθρα 297, 298, 914, 922, 928-932 του ΑΚ, εφόσον, όμως, στη δεύτερη περίπτωση, το ατύχημα οφείλεται στη μη τήρηση των διατάξεων ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων και κανονισμών περί ειδικών όρων ασφαλείας των εργαζομένων ή σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του. Συνεπώς ο παθών έχει επιλεκτικό δικαίωμα να ασκήσει την μία ή την άλλη αξίωση, οι αξιώσεις δηλαδή αυτές συρρέουν διαζευκτικώς, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση επιλογής της μιας απ’ αυτές τις αξιώσεις αποζημίωσης (κοινού δικαίου ή του ν. 551/1915) αποκλείεται να ζητήσει ο δικαιούχος ταυτόχρονα ή διαδοχικά την άλλη, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 306 ΑΚ, που αφορά την διαζευκτική ενοχή, χωρίς, όμως, να αποκλείεται η επικουρική άσκηση της μιας σε σχέση με την άλλη, που ασκείται κυρίως (ΑΠ 1132/1997 ΕλλΔνη 40 621, ΑΠ 600/1996 ΕλλΔνη 40 117, ΕφΠειρ 281/2011 ΕΝαυτΔ 2011 304).

V.Από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος του ενάγοντος-εκκαλούντος, …….., που εξετάσθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που ο ενάγων-εκκαλών νομίμως επικαλείται και προσκομίζει είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, είτε στην ελληνική γλώσσα, είτε σε νόμιμη μετάφραση τους στην ελληνική (άρθρο 454 ΚΠολΔ σε συνδ. με το άρθρο 36 παρ. 2 εδ. γ’ Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει συμβάσεως ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου, που καταρτίσθηκε στον Πειραιά, στις 27.4.2016, μεταξύ του ενάγοντος, ………, Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού και της αντιπροσώπου της εδρεύουσας στην Λευκωσία Κύπρου εναγομένης εταιρίας με την επωνυμία «……..», νομίμως εκπροσωπουμένης, πλοιοκτήτριας του υπό σημαία Ιταλίας επιβατηγού Ro/Ro πλοίου «CP»,ήδη «CG», κόρων ολικής χωρητικότητας 14975 και ΙΜΟ ….., ο ενάγων προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε αυθημερόν στον λιμένα Τούζλα της Τουρκίας, υπό την ειδικότητα του Β΄ μηχανικού, για χρονικό διάστημα δύο εβδομάδων (συν πλην 7 ημέρες κατ’επιλογή του πλοιοκτήτη),αντί συμφωνηθέντων “κλειστών” μηνιαίων αποδοχών συνολικού ποσού 4.400 ευρώ, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των διατάξεων της ισχύουσας Συλλογικής Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας (ΣΣΝΕ) για τα πληρώματα των επιβατηγών μεσογειακών πλοίων. Ο ενάγων-εκκαλών απασχολήθηκε στο εν λόγω πλοίο παρέχοντας κανονικά τις υπηρεσίες του μέχρι τις14.5.2016, που απολύθηκε. Με την κρινόμενη αγωγή του ισχυρίζεται ότι απολύθηκε, λόγω ατυχήματος, που συνέβη κατά την διάρκεια της ναυτολόγησης του, ενώ το πλοίο βρισκόταν στην Τούζλα, κατά την εκτέλεση της εργασίας του, στις 11.5.2016,ανεβαίνοντας τη σκάλα του μηχανοστασίου έσπασε ένα σκαλί και έπεσε με τα γόνατα, με αποτέλεσμα να μεταφερθεί στο τοπικό νοσοκομείο με αφόρητους πόνους, του χορηγήθηκε φαρμακευτική αγωγή σε πόσιμη και ενέσιμη μορφή και επειδή δεν εμφάνιζε βελτίωση, αφού δεν μπορούσε να περπατήσει και να σταθεί κανονικά, ζήτησε τον επαναπατρισμό του και επέστρεψε στην Ελλάδα στις 14.5.2016, όπου διαγνώστηκε με μηνίσκο με ρήξη χιαστού αριστερού γονάτου με εξέλιξη μετατραυματική αρθρίτιδα αριστερού γονάτου. Προς επίρρωση των ισχυρισμών του προσκομίζει, μετ’επικλήσεως, αφενός την από 14.12.2016 βεβαίωση του ιατρού, ……….., ακτινοδιαγνώστη, όπου κατά τον οστικό έλεγχο και τον κλινικό έλεγχο δεν διαπιστώθηκε λύση της συνέχειας ή άλλου τύπου αλλοιώσεις. Απεικονίζεται βαθμός ελάττωσης του έσω ημιμορίου της μηροκνημιαίας σχισμής, εκφυλιστικές αλλοιώσεις μηριαίων και κνημιαίων κονδύλων, άνω και κάτω πόλου της επιγονατίδας, καθώς και ασβέστωση στον άνω πόλο της επιγονατίδας και αφετέρου, την από 16.10.2016 ιατρική γνωμάτευση του ιατρού ……………, ορθοπαιδικού χειρούργου, σύμφωνα με την οποία «εξετάσθηκε, λόγω άλγους αριστερού γόνατος, μετά από αναφερόμενο τραυματισμό προ 7μήνου (Μάιος 2016) με χωλότητα, δυσχέρεια βάδισης επί μακρόν, δυσχέρεια ανόδου-καθόδου κλίμακος και πολύωρης ορθοστασίας, λόγω αρθρίτιδας αριστερού γόνατος μετατραυματικής αιτιολογίας κατά ιατρική εκτίμηση», που όμως δεν στηρίζεται σε συγκεκριμένα εργαστηριακά και κλινικά ευρήματα, παρά μόνο στην αόριστη αναφορά του ενάγοντος περί τραυματισμού του. Σημειωτέον, ότι οι εν λόγω εξετάσεις έλαβαν χώρα μετά την πάροδο επτά μηνών από τον επικαλούμενο τραυματισμό του και την αποναυτολόγηση του, γεγονός που δεν δικαιολογείται από τις εκτιθέμενες περιστάσεις, αφού, όπως υποστηρίζει, είχε αφόρητους πόνους, εντούτοις δεν απευθύνθηκε σε κανένα ιατρό, ούτε υποβλήθηκε στις απαραίτητες εξετάσεις και θεραπευτική αγωγή, άμα την επιστροφή του στην Ελλάδα, προς αποκατάσταση του αναφερόμενου τραυματισμού του και δη μηνίσκου με ρήξη χιαστού, που όμωςδεν διαπιστώθηκε από κανένα εργαστηριακό και κλινικό έλεγχο, μήτε διενεργήθηκαν τέτοιοι σε εύλογο χρόνο από το ένδικο ατύχημα, ούτε υπήρξε θεραπευτική ή χειρουργική αποκατάσταση της προσβαλλομένης, κατά τους ισχυρισμούς του,ένεκα τούτου υγείας του, μη επικαλούμενου και προσκομιζόμενου ουδενός πρόσφορου αποδεικτικού στοιχείου.

Ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, η πάθηση του ενάγοντος, ηλικίας κατά τον κρίσιμο χρόνο 63 ετών, που εμφανίζει τα συμπτώματα της αρθρίτιδας, δεν συνιστά ατύχημα από βίαιο συμβάν, κατά την εκτέλεση ή με αφορμή την παροχή της εργασίας του, εφόσον  προήλθε από τη βαθμιαία αλλοίωση και φθορά των αρθρώσεων του γονάτου, λόγω της ηλικίας του και όχι από έκτακτη και  αιφνίδια επενέργεια κάποιου εξωτερικού αιτίου και δη εξαιτίας της πτώσης του στην σκάλα του μηχανοστασίου του επίδικου πλοίου, όπως αβασίμως ισχυρίζεται.  Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι κατά την εκτέλεση της εργασίας του ενάγοντος διαμορφώθηκαν εκτάκτως δυσμενείς συνθήκες, που δεν ήταν  συμφυείς προς τους συνηθισμένους όρους παροχής της και συνετέλεσαν στην επιδείνωση της πάθησης του, μήτε, μετά την εκδήλωση της προϋπάρχουσας σε λανθάνουσα έστω κατάσταση νόσου, οι  κανονικές, δυσμενείς μεν αλλά σύμφυτες με τα καθήκοντα του, συνθήκες παροχής της εργασίας του, απέβησαν εξαιρετικά και ασυνήθιστα δυσμενείς, προσλαμβάνοντας έτσι τον χαρακτήρα  του βιαίου συμβάντος από κωλυσιεργία ή αμέλεια των οργάνων και προστηθέντων της εργοδότριας εναγομένης εταιρείας για την κατάσταση της υγείας του. Αντίθετα αποδείχθηκε ότι αυτή ανταποκρινόμενη στην υποχρέωση της για πρόνοια και προστασία της ζωής και της υγείας του εργαζομένου ναυτικού, αφότου ενημερώθηκε από τον ίδιο για την εκδήλωση της νόσου με έντονους πόνους, την οποία δεν γνώριζε, ούτε υπαίτια αγνοούσε, προέβη σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες για την παροχή ιατρικής και φαρμακευτικής περίθαλψης στον ενάγοντακαι δεν αξίωσε την συνέχιση της απασχόλησης του, ούτως ή άλλως είχε λήξει η συμφωνηθείσα διάρκεια της, αλλά συμφώνησε στην απόλυση του και επιμελήθηκε, κατόπιν αίτησης του, την άμεση παλιννόστηση του.

Επομένως, αφού η παθολογία των επιγονατιδομηριαίων αρθρώσεων του ενάγοντος, δεν οφείλεται στη μεσολάβηση εξωτερικού γεγονότος (βιαίου συμβάντος), κατά την εκτέλεση της ως άνω εργασίας του ή επ’ αφορμή αυτής, ούτε οι συνθήκες εργασίας του ενάγοντος στο εν λόγω πλοίο, καθ’όλη την διάρκεια της ναυτολόγησης του, συνδέονται με την πρόκληση ή την επιδείνωση της εν λόγω πάθησης του, μήτε αυτές κατέστησαν υπό την εκδήλωση της νόσου ασυνήθεις και εξαιρετικώς δυσμενείς, η εν λόγω πάθηση του ενάγοντος δεν συνιστά εργατικό ατύχημα, κατά την προεκτεθείσα έννοια των διατάξεων του Ν. 551/1915, μήτε απολύθηκε, λόγω ασθενείας, όπως αβασίμως υποστηρίζει, καθόσον τα όσα αορίστως κατέθεσε σχετικά η σύζυγος του, εξεταζόμενη, ως μάρτυρας, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν επιρρωνύονται από κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο, μη προσκομιζομένου μήτε του ναυτικού του φυλλαδίου, όπου εγγράφεται ο λόγος της απόλυσης, άλλωστε είχε παρέλθει η συμφωνηθείσα διάρκεια της εργασιακής του σχέσης και συνεπώς, δεν θεμελιώνονται οι αγωγικές αξιώσεις του ενάγοντος κατά της εναγομένης για μισθούς ασθενείας και αποζημίωσης, λόγω πλήρους πρόσκαιρης ανικανότητας του προς εργασία, καθισταμένης της αγωγής, κατά το μέρος αυτό, απορριπτέας, ως κατ’ουσίαν αβάσιμης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση του έκρινε ομοίως ότι δεν στοιχειοθετείται εργατικό ατύχημα και ακολούθως απέρριψε την αγωγή, ως ουσιαστικώς αβάσιμη, με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ούτε στην εκτίμηση των αποδείξεων, καθόσον αφορά τα κρινόμενα κονδύλια, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών  του ενάγοντος, που διαλαμβάνονται στον πρώτο λόγο της έφεσης του, ως αβασίμων.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εναγομένη δεν κατέβαλε στον ενάγοντα τις συμφωνημένες δεδουλευμένες αποδοχές για το χρονικό διάστημα απασχόλησης του στο εν λόγω πλοίο από 27.4.2016 έως 14.5.2016, ύψους 4.400 ευρώ και πρέπει να υποχρεωθεί προς τούτο. Εξάλλου, δεν αποδεικνύεται ότι είχε συμφωνηθεί να λαμβάνει, ως αποζημίωση αδείας, έναν επιπλέον μισθό, ούτε περιλαμβανόταν τέτοιος όρος στην σύμβαση εργασίας του, όπως αβασίμως υποστηρίζει και συνεπώς, το σχετικό κονδύλιο πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμο. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που σιγή απέρριψε συλλήβδην τα εν λόγω αγωγικά κονδύλια, έσφαλε στην εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων,ως προς το πρώτο και ορθά, κατ’αποτέλεσμα, έκρινε ως προς το δεύτερο, δεκτού γενομένου του δεύτερου λόγου της έφεσης του ενάγοντος, που πλήττει την εκκαλουμένη για αυτές τις πλημμέλειες, ως εν μέρει κατ’ουσίαν βάσιμου.

VI.Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, εφόσον δεν υπάρχουν προς έρευνα άλλοι λόγοι έφεσης, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή κατ’ ουσίαν η έφεση του ενάγοντος-εκκαλούντος, κατά τον σχετικόμερικώς βάσιμο αντίστοιχα λόγο, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολο της, χάριν της ενότητας της εκτέλεσης, ώστε να εκδοθεί ενιαία απόφαση, στην οποία περιλαμβάνονται όσα κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης παρέμειναν αλώβητα και όσα έχουν μεταρρυθμισθεί στην προκειμένη κατ’ έφεση δίκη (ΑΠ 1279/2004 ΕλλΔνη 2005.141, ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26, 642, ΕφΠειρ 602/2011, ΕφΛαμ 18 και 15/2011, ΕφΠειρ 587/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48, 1507, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 447 επ.). Εν συνεχεία, αφού κρατηθεί η υπόθεση για εκδίκαση από το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή, ως και ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη-εφεσίβλητη, να καταβάλει στον ενάγοντα-εκκαλούντα το ποσό των 4.400 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της απόλυσης του. Τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 § 1 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος, κατόπιν σχετικού αιτήματος του (άρθρα 183, 189παρ.1 και 191 § 2 ΚΠολΔ), σε βάρος της εναγομένης – εφεσίβλητης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.Επίσης, πρέπει να ορισθεί το προκαταβλητέο παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από την απολιπομένη εφεσίβλητη (άρθρα 501 και 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην της εφεσίβλητης.

Ορίζει το παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων ενενήντα (290)  ευρώ.

Δέχεται τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσίαν την έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ.4102/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει την από 28.9.2017 αγωγή.

Δέχεται αυτήν εν μέρει.

Υποχρεώνει την εναγομένη – εφεσίβλητη να καταβάλει στον ενάγοντα – εκκαλούντα το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων (4.400) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης του.

Επιβάλλει στην εναγομένη – εφεσίβλητη μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων διακοσίων ευρώ (1.200 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, στις 22Φεβρουαρίου 2022.

        Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ