Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 104/2022

Αριθμός  104/2022

ΤΟ   ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη-Εισηγήτρια και Μαρία Δανιήλ Εφέτη,   και από τη Γραμματέα  Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την ……., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: 1) Εταιρείας …………. εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Κυριάκο Σαραβελάκη.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ:   1) ……….. και 2) …………οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιά τους δικηγόρο Άννα Κοντοσέα.

Οι εφεσίβλητοι άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 1.6.2016 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2016) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκαν η υπ΄ αριθμ. 2495/2017 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  κήρυξε εαυτό καθ΄ ύλην αναρμόδιο  και παράπεμψε την  υπό κρίση αγωγή προς εκδίκαση στο αρμόδιο καθ΄ ύλην και κατά τόπο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), το οποίο, συζητήσεων γενομένων, εξέδωσε την υπ΄ αριθμ.  1651/2019  απόφασή του, με την οποία  αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης για τους λόγους που σε αυτήν αναφέρονται και η υπ΄ αριθμ, 3989/2019 απόφαση αυτού, που  δέχθηκε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η εναγόμενη με την από 21.10.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2020) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς  ………/2020) η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά τον λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 246, 247 παρ. 1 και 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι με το ίδιο  δικόγραφο έφεσης (εφετήριο) μπορούν να προσβληθούν μία ή και περισσότερες αποφάσεις, αρκεί οι αποφάσεις αυτές να έχουν εκδοθεί μεταξύ των ίδιων  διαδίκων και κατά το αυτό είδος διαδικασίας. Στην περίπτωση αυτή υπάρχει σώρευση στο ίδιο δικόγραφο πολλών ενδίκων μέσων έφεσης, καθένα από τα οποία ωστόσο κρίνεται αυτοτελώς, τόσο ως προς το παραδεκτό από τυπικής άποψης, όσο και ως προς το βάσιμο από ουσιαστικής άποψης (ΕφΔυτΜακ 49/2019, ΕφΠειρ 604/2013, ΕφΠατρ 512/2007 ΕφΘεσσ 1650/1993, ΕφΑθ. 12487/1987 όλες δημ. στην τνπ ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ: Η έφεση εκδ. στ΄ 2003  παρ. 22, 31, 32). Τέλος αν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις εκδόθηκαν κατά διαφορετική διαδικασία διατάσσεται από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ο χωρισμός των υποθέσεων σύμφωνα με τα άρθρα 217 και 218 παρ. 2 ΚΠολΔ. Φέρεται προς κρίση ενώπιον του παρόντος, αρμόδιου κατά το άρθρο 19 ΚΠολΔ, Δικαστηρίου, η από 21-10-2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/23-10-2020 έφεση της εναγόμενης  εταιρίας με την επωνυμία «…………» η οποία στρέφεται κατά α] της με αριθμό 3989/2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.  Η απόφαση αυτή εκδόθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, κατόπιν παραπομπής σ’ αυτό, ως καθ’ ύλην αρμόδιο, της από 1-6-2016 αναγνωριστικής σε βάρος της εκκαλούσας αγωγής των εφεσίβλητων, η οποία είχε εισαχθεί να εκδικαστεί με την διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς και κατόπιν της από μέρους του τελευταίου έκδοσης της  2495/2017 παραπεμπτικής  απόφασης.  β] Της τελευταίας αυτής οριστικής απόφασης (2495/2017) του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Πρόκειται επομένως για σωρευθείσες στο ίδιο δικόγραφο εφέσεις  στρεφόμενες  κατά αποφάσεων διαφορετικών (καθ’ ύλην) δικαστηρίων οι οποίες εκδόθηκαν με διαφορετική διαδικασία και επομένως  τα εν λόγω ένδικα μέσα  δεν υπάγονται στο ίδιο είδος διαδικασίας και κατά συνέπεια συντρέχει περίπτωση αναλογικής εφαρμογής του άρθρου 218 παρ.2 ΚΠολΔ. Σύμφωνα με την διάταξη αυτή  σε περίπτωση ένωσης περισσοτέρων αιτήσεων, χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις διατάσσεται και αυτεπάγγελτα ο χωρισμός και στην περίπτωση, καθ’ ύλην και κατά τόπον, αναρμοδιότητας εφαρμόζονται και τα άρθρα 46 και 47 του ίδιου Κώδικα. Ωστόσο το Δικαστήριο κατ’ εφαρμογή της αρχής της οικονομίας της δίκης που διαπνέει τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, δεν θα προχωρήσει σε χωρισμό των υποθέσεων και παραπομπή της αναρμοδίως  εισαχθείσας ενώπιον του έφεσης κατά της 2495/2017 απόφασης, σύμφωνα με το άνω άρθρο (218 παρ.2 ΚΠολΔ) καθώς αυτή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, πρωτίστως, λόγω της εκπρόθεσμης άσκησής της. Συγκεκριμένα η εκκαλουμένη για την οποία δεν προκύπτει επίδοση αυτής από τα έγγραφα της δικογραφίας, εκδόθηκε στις 26-5-2017, έχουν παρέλθει δε έκτοτε και μέχρι την άσκηση της υπό κρίση έφεσης (ΓΑΚ …./ΕΑΚ ……/23-10-2020)  δυο και πλέον έτη  και επομένως έχει συμπληρωθεί σε κάθε περίπτωση η προβλεπόμενη, διετής, στο άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμία  για την άσκηση κατ’ αυτής έφεσης. Πλέον δε της εκπρόθεσμης άσκησής της, είναι απαράδεκτη και για το λόγο ότι  κατά της ίδιας οριστικής απόφασης, έχει ασκηθεί ήδη η από 28-3-2018 έφεση από την εκκαλούσα κατά των αυτών εφεσίβλητων με αριθμό κατάθεσης ………./2018 επί της οποίας μάλιστα έχει εκδοθεί η 524/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς. Επομένως και  σύμφωνα με το άρθρο 514 ΚΠολΔ που ορίζει ότι «δεύτερη έφεση από τον ίδιο διάδικο κατά της ίδιας απόφασης ως προς το ίδιο ή άλλο κεφάλαιο δεν επιτρέπεται» και με την οποία διάταξη θεσπίζεται απαγορευτικός κανόνας άσκησης δεύτερης έφεσης κατά της ίδιας απόφασης ακόμα και αν περιέχει άλλους λόγους έφεσης ή αφορά διαφορετικά κεφάλαια της ίδιας απόφασης, η ως άνω έφεση είναι απορριπτέα και για το λόγο αυτό.    Ενόψει των ανωτέρω η κρινόμενη έφεση καθ’ ο μέρος αφορά την 2495/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Όσον αφορά την έτερη σωρευθείσα  από 21-10-2020 έφεση με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/23-10-2020 κατά της 3989/2019 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, αυτή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και παραδεκτά σύμφωνα με τα άρθρα 495, 511, 516, 517 και 518 παρ.1 ΚΠολΔ  αφού η εκκαλουμένη επιδόθηκε στις 23-9-2020 (σχετ. η ……/23-9-2020 έκθεση επίδοσης της αρμόδιας δικαστικής επιμελήτριας …………… που προσκομίζουν οι εφεσίβλητοι). Για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί το προβλεπόμενο στην  παρ. 3  Α εδ. γ του άρθρου 495 ΚΠολΔ παράβολο, το οποίο αφορά αυτήν την έφεση αποκλειστικά καθώς για την  κατά τα ανωτέρω απορριφθείσα έφεση που σωρεύετο στο ίδιο δικόγραφο με την  παρούσα ερευνώμενη (έφεση), δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου για την άσκησή της λόγω της ειδικής (περιουσιακών-εργατικών διαφορών) διαδικασίας στην οποία υπαγόταν. Κατόπιν αυτών, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια, τακτική, διαδικασία (άρθρα 522 και 533 του ΚΠολΔ), ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της μέσα στα διαγραφόμενα από αυτούς όρια (άρθρο 522 ΚΠολΔ).

Οι εφεσίβλητοι ναυτικοί διατηρώντας σε βάρος της δικαιοπαρόχου της εκκαλούσας πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία ε/γ-ο/γ πλοίου «ΑΜ» ναυτικής εταιρίας αξιώσεις από σύμβαση ναυτικής εργασίας που κάθε ένας εξ αυτών είχε καταρτίσει με την πρώτη εταιρία, για την ικανοποίηση των οποίων έχουν ασκήσει αντίστοιχα αγωγές ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου, άσκησαν, στη συνέχεια, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 1-6-2016 αγωγή τους με την οποία ζήτησαν να αναγνωριστεί σύμφωνα με τα άρθρα 205 και 207 του ΚΙΝΔ,  το ναυτικό προνόμιο των ως άνω αξιώσεών τους έναντι της εδώ εκκαλούσας,  η οποία στο μεταξύ, στις 25-5-2015, απέκτησε συμβατικά το πλοίο το οποίο μετονομάστηκε σε «Μ». Η αναγνωριστική αυτή αγωγή εισήχθη προς εκδίκαση στο εν λόγω Δικαστήριο κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών και μετά τη συζήτησή της εκδόθηκε η 2495/2017 οριστική απόφαση  με την οποία, αφού κηρύχθηκε η καθ’ ύλην αναρμοδιότητα προς εκδίκαση του Μονομελούς Δικαστηρίου  με την άνω διαδικασία, παραπέμφθηκε η αγωγή για το σκοπό αυτό στο κριθέν ως αρμόδιο καθ’ ύλην  Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς κατά την τακτική διαδικασία. Κατά της απόφασης αυτής η εκκαλούσα άσκησε την από 28-3-2018 και με αριθμό κατάθεσης ………../2018 έφεση επί της οποία έχει ήδη εκδοθεί η 524/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς η οποία και απέρριψε αυτήν συνεπεία της ερημοδικίας της εκκαλούσας. Επομένως η εκκρεμοδικία που είχε έναρξη την άσκηση της από 1-6-2016 αγωγής έληξε με την έκδοση της τελευταίας αυτής οριστικής απόφασης του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου στις 3-8-2020, κατά της οποίας δεν έχει ασκηθεί ένδικο μέσο. Κατά συνέπεια αλυσιτελώς προβάλλεται ο με στοιχ. Β λόγος της κρινόμενης από 21-10-2020 έφεσης με τον οποίο παραπονείται η εκκαλούσα διότι δεν έγινε δεκτός ο ισχυρισμός της περί εκκρεμοδικίας κατά την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς διαδικασία και κατά συνέπεια είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος και αυτό διότι οι λόγοι της εφέσεως θα πρέπει σε περίπτωση που κριθούν βάσιμοι να οδηγούν σε εξαφάνιση της εκκαλουμένης, συνέπεια που δεν επέρχεται στην προκειμένη περίπτωση με τον ως άνω λόγο.

Όπως ήδη αναφέρεται ανωτέρω μετά την έκδοση της οριστικής παραπεμπτικής απόφασης με αριθμό 2495/2017 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι με την από  14-12-2017 με Γ.Α.Κ. …../2017 και με Ε.Α.Κ. …../2017 κλήση,  εισήγαγαν την από 1-6-2016 αναγνωριστική αγωγή προς συζήτηση ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς στη δικάσιμο της 29ης-5-2018,  εκδόθηκε δε στη συνέχεια, η με αριθμό 1651/2019 απόφαση, με την οποία αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης, προκειμένου να συμπληρωθεί η έλλειψη της πληρεξουσιότητας του δικηγόρου της εναγόμενης-εκκαλούσας εταιρίας και κατόπιν,  με την  από 14-5-2019 με Γ.Α.Κ. …../2019 και με Ε.Α.Κ. …../2019 κλήση των εναγόντων, η αγωγή επανεισήχθη προς συζήτηση στη δικάσιμο της 24ης-9-2019 και εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.

Ως διαδικαστική πράξη λογίζεται κάθε πράξη των διαδίκων ή των νομίμων αντιπροσώπων και πληρεξουσίων τους ή της δικαστικής αρχής η οποία περιέχει τα στοιχεία δικαστικής ενέργειας και είναι αναγκαία, κατά τις ισχύουσες δικονομικές διατάξεις για την έναρξη, συνέχιση ή αποπεράτωση της δίκης, ενώ είναι αδιάφορο με επιμέλεια ποιου ασκήθηκε. Τέτοιες διαδικαστικές πράξεις είναι, ενδεικτικά αναφερόμενες, ο ορισμός δικασίμου, η εκφώνηση της υπόθεσης και η ματαίωσή της, η κλήση, με ξεχωριστό δικόγραφο, για συζήτηση της αγωγής, η συζήτηση της αγωγής, η αίτηση για ορισμό διεξαγωγής αποδείξεων, η εξέταση μάρτυρα, η έκδοση απόφασης, η έκδοση απόφασης αναβολής που σημειώνεται στο πινάκιο και είναι μη οριστική (απόφαση), η κοινοποίηση της απόφασης, η άσκηση ενδίκου μέσου και κάθε άλλη, έστω και αν είναι άκυρη, πρέπει πάντως να είναι υπαρκτή διαδικαστική ενέργεια (ΑΠ 47/2021, 1358/1999).

Με τις άνω αναφερόμενες από 14-12-2017 και από 14-5-2019 διαδικαστικές πράξεις – κλήσεις των εφεσίβλητων εισήχθη προς  συζήτηση η αναγνωριστική του προνομίου των απαιτήσεών τους  αγωγή η οποία κρίθηκε από τα ανωτέρω Δικαστήρια ότι υπαγόταν στην τακτική διαδικασία και όχι σε εκείνη των εργατικών διαφορών. Κανένα άλλο αίτημα πλην εκείνου περί ορισμού δικασίμου προς συζήτηση της αναγνωριστικής αγωγής των εφεσίβλητων δεν περιείχαν αυτές, ούτε εξάλλου έπρεπε να περιέχουν ως διαδικαστικές ενέργειες με συγκεκριμένο και αποκλειστικό σκοπό  και όσα αντίθετα ισχυρίζεται η εκκαλούσα με τους με στοιχ. Α και Δ λόγους  έφεσης είναι πλήρως εσφαλμένα αφού εσφαλμένα υπολαμβάνει ότι εισαγωγικό της ανοιγείσας με την από 1-6-2016 αγωγή δίκης δικόγραφο είναι οι άνω κλήσεις. Οι κλήσεις αυτές στην προκειμένη περίπτωση συνιστούν εισαγωγικά δικόγραφα για την πρόοδο της συζήτησης της εν λόγω εκκρεμούς αγωγής και το περιεχόμενό τους καθοριζόμενο από τον σκοπό που εξυπηρετούν, περιέχει τα αναγκαία για την πληρότητα αυτού στοιχεία.  Εξάλλου η εκδοθείσα παραπεμπτική στο αρμόδιο πολυμελές Δικαστήριο απόφαση, αν και  είναι οριστική, δεν επιφέρει τη λήξη της εκκρεμοδικίας από την άσκηση της από 1-6-2016 αναγνωριστικής αγωγής, αντίθετα αυτή διατηρήθηκε και η αγωγή, με την έκδοση της παραπεμπτικής απόφασης, κατέστη εκκρεμής στο  τελευταίο αυτό Δικαστήριο σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρου 46 ΚΠολΔ.

Με τον τρίτο και τελευταίο λόγο της έφεσής της η εκκαλούσα παραπονείται για την αναγνώριση προνομίου στις απαιτήσεις των εφεσίβλητων ισχυριζόμενη ότι το καθιερούμενο στο άρθρο 205 ΚΙΝΔ προνόμιο των αξιώσεων των ναυτικών από την εργασία τους στο πλοίο της  αναγνωρίζεται μόνο εφόσον υπάρχει διαδικασία αναγκαστικού πλειστηριασμού, ισχυριζόμενη,  περαιτέρω, ότι τυγχάνει επί των ναυτικών προνομίων εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 975 παρ. 3 ΚΠολΔ.

Σύμφωνα με το άρθρο 205 ΚΙΝΔ «είναι προνομιούχοι επί του πλοίου και του ναύλου κατά την κατωτέρω (δεύτερη) τάξιν μόνον οι ακόλουθοι απαιτήσεις:… «β) αι εκ της συμβάσεως εργασίας πηγάζουσαι απαιτήσεις του πλοιάρχου και του πληρώματος ως και από του κατάπλου του πλοίου εις τον τελευταίον λιμένα έξοδα φυλάξεως και συντηρήσεως» . Σύμφωνα δε με το άρθρο 207 ΚΙΝΔ «Όταν εκποιηθεί  το  πλοίο  συμβατικά,  το  προνόμιο  εξακολουθεί  να   υφίσταται, εφόσον με απόφαση δικαστηρίου αναγνωρισθεί έναντι αυτού που απόκτησε  το  πλοίο, κατόπιν σχετικής αγωγής η οποία εγείρεται μέσα σε  αποσβεστική προθεσμία τριών μηνών  από  την  εγγραφή  της  εκποιητικής  σύμβασης στο νηολόγιο. Προκειμένου περί προνομιούχων απαιτήσεων από τη  σύμβαση  εργασίας  του πλοιάρχου και του πληρώματος, καθώς και των από την ναυτολόγηση αυτών δικαιωμάτων του Ναυτικού Απομαχικού  Ταμείου,  η  ανωτέρω αποσβεστική προθεσμία ορίζεται σε ένα έτος». Τέλος από το συνδυασμό του άνω άρθρου 205 και του άρθρου 1012 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, επί κατασχεμένου πλοίου που πλειστηριάστηκε η κατάταξη των δανειστών στον πίνακα γίνεται κατά κύριο λόγο όπως ορίζουν οι διατάξεις του Κ.Ι.Ν.Δ. (Α.Π. 466/1996 ΕλλΔνη 39.347, ΕΠ 275/2012 τνπ ΝΟΜΟΣ). Προηγούνται οι κατ’ άρθρο 205 του Κ.Ι.Ν.Δ. προνομιούχες απαιτήσεις. Τα προνόμια του άρθρου αυτού είναι ειδικά και έχουν ως αντικείμενο ορισμένο πλοίο ή το ναύλο, εκτοπίζουν δε κάθε άλλο προνόμιο του κοινού δικαίου ή του ΚΠολΔ μόνον όταν αντικείμενο του πλειστηριασμού είναι πλοίο του οφειλέτη και όχι ακίνητό του (Α.Π. 1556/1998, ΕλλΔνη 40, 1326). Στη συνέχεια κατατάσσονται οι ενυπόθηκες απαιτήσεις επί του πλοίου, απλές ή προτιμώμενες (Εφ.Πειρ. 552/1994, Ε.Εμπ.Δ. 1994, 464). Μετά την ικανοποίηση και των απαιτήσεων αυτών, στο τυχόν απομένον πλειστηρίασμα κατατάσσονται οι απαιτήσεις των άρθρων 975 και 976 ΚΠολΔ, κατά την έκταση που δεν καλύπτονται από το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ (Εφ.Πειρ. 81/1988, Ε.Ν.Δ. 18, 24, Εφ.Πειρ. 1112/1986, ΕλλΔνη 28, 493). Τελευταίοι κατατάσσονται οι εγχειρόγραφοι δανειστές.  Τα ναυτικά προνόμια με βάση τα ειδικά χαρακτηριστικά τους όσο και τον τρόπο ικανοποίησης αυτών, κατά την κρατούσα στη θεωρία και νομολογία άποψη, έχουν εμπράγματο χαρακτήρα και ειδικότερα πρόκειται για νόμιμο ενέχυρο σε πράγμα όταν πρόκειται για το πλοίο και σε νόμιμο ενέχυρο σε απαίτηση όταν πρόκειται για ναύλο, με πλασματικό περαιτέρω χαρακτήρα αφού ο δικαιούχος δεν αποκτά οιονεί νομή στο αντικείμενο και το δικαίωμα δεν υπόκειται σε δημοσιότητα. Έχουν, επομένως, αφανή και ειδικό  χαρακτήρα ενόψει του ότι ασκούνται κατά συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη σε αντίθεση με τα γενικά προνόμια τα οποία ασκούνται κατά όλων των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του ΚΠολΔ (άρθρα 975-977) και επιπρόσθετα αποκλειστικό χαρακτήρα αφού εκτοπίζουν κάθε άλλο προνόμιο, είτε του κοινού δικαίου, είτε του ΚΠολΔ (σχετ. Δ.Καμβύση: ΙδΝαυτΔίκαιο, ανάλυση οικείων διατάξεων, Ρόκα – Θεοχαρίδη: Ναυτικό Δίκαιο, δ έκδ, παρ. 179επ.).

Στην προκειμένη περίπτωση οι εφεσίβλητοι ναυτικοί διατηρούν  αξιώσεις από την εργασία τους στο πλοίο «ΑΜ» μετονομασθέν σε «Μ» και ενώ αυτό βρισκόταν υπό την κυριότητα της «………..» από την οποία το απέκτησε λόγω πώλησής του η εκκαλούσα, περιστατικά τα οποία η τελευταία  δεν  αμφισβητεί. Η εκποιητική του πλοίου σύμβαση  εγγράφηκε στο νηολόγιο Πειραιώς στις 3-6-2015 και, κατά συνέπεια, οι εφεσίβλητοι έχοντας κατά το χρόνο αυτό εκκρεμείς προς εκδίκαση ενώπιον του αρμόδιου Ειρηνοδικείου τις άνω αξιώσεις τους, οι οποίες επομένως στερούνταν εκτελεστού τίτλου, προέβησαν στην άσκηση της από 1-6-2016 αναγνωριστικής του προνομίου τους αγωγής έχοντας έννομο προς τούτο συμφέρον  σύμφωνα με τους ορισμούς των άρθρων 205 και 207 ΚΙΝΔ, μέσα στην προβλεπόμενη από το τελευταίο άρθρο  αποσβεστική προθεσμία του ενός έτους από την προαναφερόμενη εγγραφή. Με βάση αυτά τα περιστατικά ορθά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας τις προαναφερόμενες διατάξεις η εκκαλούμενη απόφαση προέβη στην αποδοχή της αγωγής των εφεσίβλητων και στην αναγνώριση έναντι της εκκαλούσας νέας κυρίας του πλοίου, μετονομασθέν πλέον σε «ΑΛ», του εκ του άρθρου 205 ΚΙΝΔ ναυτικού προνομίου των ανωτέρω απαιτήσεών τους. Επομένως όσα αντίθετα υποστηρίζει με τον τρίτο λόγο της έφεσής της η ενάγουσα είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα αφού δεν συνδέεται όπως η ίδια εσφαλμένα ισχυρίζεται η αναγνώριση του εν λόγω  προνομίου με ήδη αρξάμενη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης ούτε τυχαίνει εφαρμοστέα στην κατάταξη των ναυτικών προνομίων η αφορώσα τα γενικά προνόμια διάταξη του άρθρου 975 παρ.3 ΚΠολΔ. Αυτό διότι όπως αναλύθηκε παραπάνω  με το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ καθιερώνεται ειδική σειρά κατάταξης και προσδιορίζεται κατ’ αποκλειστικότητα και προτεραιότητα η κατάταξη των ναυτικών προνομίων, τα οποία, ως αποκλειστικά, εκτοπίζουν κάθε άλλο προνόμιο του κοινού δικονομικού δικαίου. Τα γενικά και ειδικά προνόμια των διατάξεων του ΚΠολΔ δεν στερούνται σημασίας στην κατάταξη επί πλειστηριασμού πλοίου, αλλ’ ακολουθούν μετά την κατάταξη των ναυτικών προνομίων και της ναυτικής υποθήκης επί του υπολοίπου κατά την έκταση που οι απαιτήσεις αυτές δεν καλύπτονται από το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ.

Κατόπιν αυτών και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα θα πρέπει η έφεση να απορριφθεί κατ’ ουσίαν, να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας σε βάρος της ηττηθείσας εκκαλούσας  κατά παραδοχή αντίστοιχου αιτήματος αυτών και κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο διατακτικό. Τέλος πρέπει ενόψει της ήττας της εκκαλούσας να εισαχθεί το παράβολο για την κατάθεση της έφεσης στο δημόσιο ταμείο.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την με αριθμό έκθ. κατάθ. ………../2020 έφεση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση ως απαράδεκτη καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά της 2495/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς-διαδικασία περιουσιακών – εργατικών διαφορών.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά της 3989/2019 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας σε βάρος της εκκαλούσας και τα ορίζει σε οκτακόσια (800) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου για την άσκηση της έφεσης με αριθμό . ……… στο δημόσιο ταμείο.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 13η Ιανουαρίου 2022   και δημοσιεύθηκε στις 24 Φεβρουαρίου 2022 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

    Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ