Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 228/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός: 228/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

Ι. ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία “Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ)”, όπως μετονομάστηκε το Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία “ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (ΕΦΚΑ)”, ως οιονεί καθολικός διάδοχος του ΙΚΑ- ΕΤΑΜ, ………., το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του, Σταματίνα Διακογεωργάκη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ,

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας …………..η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Άννα Ταχριλτζίδου με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, 2) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας …………….., η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΙΙ. ΕΚΟΥΣΙΩΣ ΑΥΤΟΤΕΛΩΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ:  Ανώνυμης εταιρίας …………… υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας απαιτήσεων, εντολοδόχου και ειδικού πληρεξουσίου, αντιπροσώπου και αντικλήτου της εταιρίας ………………………, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Σταυρούλα Παπαδήμα,

ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας ………………….., η οποία ήταν απούσα και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο,

ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: 1) Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία “Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ)”, όπως μετονομάστηκε το Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία “ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (ΕΦΚΑ)”, ως οιονεί καθολικός διάδοχος του ΙΚΑ- ΕΤΑΜ, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον διοικητή του, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του, Σταματίνα Διακογεωργάκη με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, 2) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας ………………., η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Το εκκαλούν είχε ασκήσει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά των ήδη εφεσίβλητων την από 21-11-2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……………./2017) ανακοπή κατά πίνακα κατάταξης. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά με την 2229/2018 απόφασή του (ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών) απέρριψε την ανακοπή. Την παραπάνω απόφαση προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου το ανακόπτον  και ήδη εκκαλούν Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία “Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (e- ΕΦΚΑ)” με την από 19.5.2020, με Γ.Α.Κ. ……/2020 και με Ε.Α.Κ. ……/2020 κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά την 21.5.2020, έφεση. Επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως για προσδιορισμό δικασίμου κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 9.9..2020 με Γ.Α.Κ. ……./2020  και Ε.Α.Κ. ……/2020, οπότε δικάσιμος ορίστηκε για τη συζήτηση της έφεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η  αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος.

Επίσης, η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “…………………”, υπό την ιδιότητά της που αναφέρεται πιο πάνω  άσκησε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου υπέρ της δεύτερης εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία “…………….” και κατά του εκκαλούντος και της πρώτης εφεσίβλητης στην παραπάνω έφεση, την από 24.11.2021 εκούσια αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, την οποία κατέθεσε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου την 25.11.2021, με Γ.Α.Κ. ……/2021 και Ε.Α.Κ. ……/2021 και δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.

Η παραπάνω έφεση και η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση εκφωνήθηκαν με τη σειρά τους από το οικείο πινάκιο στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και συζητήθηκαν.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιες δικηγόροι των παρόντων διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν, όσες πληρεξούσιοι παρέστησαν με δήλωση και η πληρεξούσια δικηγόρος της προσθέτως παρεμβαίνουσας, αφού έλαβε τον λόγο, αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από την προσκομιζόμενη από το εκκαλούν υπ’ αριθ. ……/14.9.2020 έκθεση επίδοσης της δικ. επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………… αποδεικνύεται ότι ακριβές αντίγραφο της ένδικης εφέσεως με πράξη ορισμού της αναφερόμενης στην αρχή της παρούσας δικασίμου και κλήση σε αυτή για συζήτηση επιδόθηκε στη δεύτερη εφεσίβλητη “.. ……” νόμιμα κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 498 παρ.2 ΚΠολΔ. Ωστόσο, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στη σειρά της στο οικείο πινάκιο κατά την ορισθείσα δικάσιμο, η δεύτερη εφεσίβλητη δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Ως εκ τούτου, θα δικασθεί ερήμην, πλην όμως η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν κι αυτή παρούσα κατ’ άρθρο 524 παρ.4 του ΚΠολΔ.  Περαιτέρω, η από 19.5.2020 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2020 και Ε.Α.Κ. …../2020 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά για ορισμό δικασίμου με Γ.Α.Κ. …./2020 και Ε.Α.Κ. …../2020) έφεση του ηττηθέντος πρωτοδίκως ν.π.δ.δ. με την επωνυμία “Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (e- ΕΦΚΑ)” κατά των ανώνυμων τραπεζικών εταιριών “.…………” και “.. ……” προς εξαφάνιση της 2229/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών) έχει ασκηθεί νόμιμα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, η εκκαλούμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 9.5.2018, χωρίς να προκύπτει από κάποιο στοιχείο ότι έκτοτε έγινε επίδοση αυτής από κάποιον διάδικο στους λοιπούς διαδίκους, το δε εφετήριο κατατέθηκε στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά στις 21.5.2020, δηλαδή μετά την παρέλευση ημερολογιακά της διετίας. Σύμφωνα με το άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ “αν δεν επιδοθεί η απόφαση, η προθεσμία της έφεσης είναι δύο έτη, που αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης που περατώνει τη δίκη”. Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση, που η σχετική δικονομική προθεσμία ενεργείας συνέπεσε με την αναστολή λειτουργίας των δικαστηρίων προς αντιμετώπιση της πανδημίας του Covid-19, εφαρμογή έχουν οι διατάξεις του άρθρου 74 παρ.1 εδ. 1 και 2 του ν. 4690/2020, σύμφωνα με το οποίο “1. Το χρονικό διάστημα της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της Χώρας (13.3.2020 – 31.5.2020) δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξώδικων πράξεων, καθώς και άλλων ενεργειών ενώπιον των δικαστηρίων, συμβολαιογράφων ως υπαλλήλων του πλειστηριασμού, υποθηκοφυλακείων, κτηματολογικών γραφείων και άλλων τρίτων προσώπων. Μετά τη λήξη της παραπάνω αναστολής οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από τον νόμο προθεσμία.” Επομένως, στην υπό κρίση περίπτωση δεν υπολογίζεται στη διετή προθεσμία για την άσκηση της έφεσης, το διάστημα από 13.3.2020 έως 21.5.2020, χρόνος προσωρινής αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων και επομένως όταν η έφεση ασκήθηκε στις 21.5.2020, ασκήθηκε εμπρόθεσμα, εντός της διετούς προθεσμίας του άρθρου 518 παρ.2 ΚΠολΔ. Επομένως αυτή πρέπει να γίνει από το παρόν αρμόδιο κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ Δικαστήριο, τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο του μοναδικού λόγου της, εφαρμοζόμενης της ίδιας ειδικής διαδικασίας των περιουσιακών διαφορών, όπως πρωτοδίκως, κατ’ άρθρο 591 παρ.7 ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι για το παραδεκτό της εφέσεως δεν απαιτείται να κατατεθεί από το εκκαλούν e-ΕΦΚΑ, παράβολο κατ’ άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ, καθώς με το άρθρο 62 παρ.3 περ. Θ’ του ν. 4387/2016 εξαιρείται αυτό από τη σχετική υποχρέωση.

Περαιτέρω, η εδρεύουσα στην Αθήνα εταιρία με την επωνυμία “……………  ”, που έχει αδειοδοτηθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος ως εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις δυνάμει των διατάξεων του ν. 4354/2015, στην οποία έχει ανατεθεί, σύμφωνα με την από 17.7.2020 Σύμβαση Διαχείρισης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων, όπως η σύμβαση επεκτάθηκε με τα από 3.2.2021, 17.3.2021, 17.5.2021 και 14.7.2021 προσαρτήματα και την από 15.10.2021 πρόσθετη πράξη, η διαχείριση των απαιτήσεων της εδρεύουσας στην Ιρλανδία εταιρίας με την επωνυμία “………………….” (……………….), στην οποία φέρεται να έχουν πωληθεί από την δεύτερη εφεσίβλητη τράπεζα, δυνάμει της από 1.7.2020 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων σε συνδυασμό με την από 17.7.2020 σύμβαση εκχώρησης απαιτήσεων, ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις, μεταξύ των οποίων και αυτή από την ένδικη έννομη σχέση για την οποία κατατάχθηκε στον επίδικο πίνακα κατάταξης η πιο πάνω εφεσίβλητη, άσκησε το πρώτον ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου την από 24.11.2021 (με Γ.Α.Κ. …………/2021) εκούσια αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της παραπάνω δεύτερης εφεσίβλητης “……….» και κατά του εκκαλούντος και της πρώτης εφεσίβλητης, ζητώντας να απορριφθεί η από 9.9.2020 με κατάθεση δικογράφου …………./2020 στο Πρωτοδικείο Πειραιώς και ……../2020 στο Εφετείο Πειραιώς έφεση του πρώτου καθ’ ου η πρόσθετη παρέμβαση και να καταδικασθούν οι καθ’ ων στα δικαστικά της έξοδα. Επί της πρόσθετης αυτής παρέμβασης σημειώνονται τα εξής: Από τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, συνεπώς για πρώτη φορά και ενώπιον του Εφετείου, περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της έφεσης, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται, με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους, η οποία, στην περίπτωση που ασκείται για πρώτη φορά στο Εφετείο, πρέπει, να γίνεται, σύμφωνα με το άρθρο 524 παρ. 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 591 παρ. 1 εδ. β’ ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά το ν. 4335/2015, σε όλους τους μέχρι την άσκησή της διαδίκους, τουλάχιστον δέκα ημέρες πριν από τη συζήτηση. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλείται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής του από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 80 ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιονδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υποθέσεως (ΑΠ 368/2019 στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1260/2019 στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1329/2017 στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1171/2012, ΧρΙΔ 2013, σελ. 34). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 έως 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών, που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 1564/2017 στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 177/2017 ΤΝΠ στην Νόμος, ΑΠ 1485/2006 στην ΤΝΠ Νόμος). Η άσκηση αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης συνεπάγεται μεταξύ άλλων και την εκπροσώπηση του αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνοντος, κατά την απουσία του, από τον υπέρ ου η παρέμβαση και αντιστρόφως (ΕφΘεσ 78/2017, Αρμ. 2017, σελ. 1156, ΕφΠειρ 111/2016 στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 1250/2009 ΕλλΔ/νη 2012, σελ. 790), εφόσον βέβαια αποδειχθεί ότι ο ασκών την πρόσθετη παρέμβαση νομιμοποιείται πράγματι να την ασκήσει και δεν είναι τρίτος μη έχων σχέση με την υπόθεση και αντίστοιχο έννομο συμφέρον. Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατ’ αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 1564/2017 ό.π., ΑΠ 1731/2011, ΜονΕφΘεσσαλ 982/2021 στην ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 περ. γ` του ν. 4354/2015 «Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων κλπ»: Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015: Οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α` 246). Εφόσον, οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη, με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης (ΑΠ 368/2019 ό.π, ΑΠ 877/2019, ΜονΕφΘεσσαλ 982/2021 στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, η προαναφερόμενη εδρεύουσα στην Αθήνα εταιρεία με την επωνυμία «…………», με την ως άνω ιδιότητά της άσκησε την παραπάνω αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, στις 25.11.2021 (με Γ.Α.Κ. ………/2021) και επιδόθηκε νόμιμα με πράξη ορισμού  δικασίμου και κλήση για συζήτηση στην υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβασης-δεύτερη εφεσίβλητη (βλ. την προσκομιζόμενη από την προσθέτως παρεμβαίνουσα υπ’ αριθ. …../26.11.2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………….), αλλά και στο πρώτο καθ’ου η παρέμβαση- εκκαλούν ν.π.δ.δ. “Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ)” (βλ. την υπ’ αριθ. …..-Ζ/26.11.2021 έκθεση επίδοσης του ίδιου ως άνω δικ. επιμελητή ……………) και στην δεύτερη καθ’ης η παρέμβαση- πρώτη εφεσίβλητη “ ……………” (βλ. την υπ’ αριθ. ….-Ζ/26.11.2021 έκθεση επίδοσης του ίδιου δικ. επιμελητή ………………).   Η υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση δεν εκπροσωπήθηκε κατά την εκφώνηση της υπόθεσης και ήταν απούσα, οπότε εφόσον κλητεύθηκε νόμιμα κι εμπρόθεσμα, δικάζεται ερήμην κατά το άρθρο 274 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση δίκη (άρθρο 524 παρ.1) και ορίζει ότι: «Αν εκείνος που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση εμφανιστεί κατά τη συζήτηση, τότε α)…β) αν λείπει μόνο εκείνος υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση, το δικαστήριο συζητεί την υπόθεση ερήμην του μεταξύ εκείνου που άσκησε την παρέμβαση και του αντιδίκου εκείνου υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση» (βλ. ΕφΠειρ 171/2021, στην efeteio-peir.gr). Η προσθέτως παρεμβαίνουσα επικαλείται με την ως άνω πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της “  ……..” ως έννομο συμφέρον της για την άσκηση αυτής, ότι είναι νόμιμη διαχειρίστρια των απαιτήσεων και των δικαιωμάτων από τη με αριθμό 152/31.7.2021 σύμβαση πίστωσης δι’ ανοικτού (αλληλόχρεουυ) λογαριασμού, για τις οποίες (απαιτήσεις) κατετάγη στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης η υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση και των οποίων δικαιούχος τυγχάνει πλέον η εδρεύουσα στο Δουβλίνο Ιρλανδίας εταιρεία με την επωνυμία “……………….” κατόπιν μεταβίβασης στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3156/2003,  ως ειδική διάδοχος της δεύτερης εφεσίβλητης τραπεζικής εταιρείας, υπέρ και κατά της οποίας ισχύει το δεδικασμένο από την παρούσα δίκη (άρθρο 325 ΚΠολΔ). Εντούτοις κατά το μέρος που η πρόσθετη παρέμβαση στρέφεται κατά της πρώτης εφεσίβλητης- πρώτης καθ’ ης η ανακοπή, η οποία δεν  εκπροσωπήθηκε ως καθ’ης η πρόσθετη παρέμβαση κατά τη συζήτηση της υπόθεσης από πληρεξούσιοι δικηγόρο, καίτοι νομίμως κλητευθείσα, οπότε δικάζεται ερήμην, αυτή τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 80 και 68 ΚπολΔ ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης της  “…………….”, καθώς αυτή δεν αντιδικεί με την “. …….” σχετικά με την κατάταξη της μιας ή της άλλης στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης, αλλά τυγχάνουν απλές ομόδικοι τόσο στην από 21.11.2017 (με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. …………./21.11.2017) ανακοπή του ανακόπτοντος-εκκαλούντος “Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ)”κατά αυτών, όσο και στην υπό κρίση έφεση, ώστε να μην έχει έννομο συμφέρον  η  προσθέτως παρεμβαίνουσα και αληθούς υποτιθέμενου του ιστορικού της πρόσθετης παρέμβασης να στραφεί κατά της πρώτης εφεσίβλητης. Κατά το μέρος δε που η πρόσθετη παρέμβαση στρέφεται κατά του εκκαλούντος σημειώνεται ότι από τα νόμιμα μετ’ επικλήσεως έγγραφα που προσκομίζει η προσθέτως παρεμβαίνουσα και ιδίως από το προσκομιζόμενο επικυρωμένο αντίγραφο του υπ’ αριθ. πρωτ. …../17.07.2020 αποσπάσματος του Παραρτήματος της υπ’ αριθ. …./17.07.2020 περίληψης της από 17.07.2020 Σύμβασης Πώλησης και Μεταβίβασης-Εκχώρησης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων (τόμος …, αριθ. ….), στο οποίο κατά την ίδια (προσθέτως παρεμβαίνουσα) περιλαμβάνονται και τα στοιχεία της τιτλοποιούμενης εν θέματι απαίτησης με αριθμούς καταχώρισης 2414-2418 (σελ. 98) δεν υπάρχει ταύτιση του φυσικού αριθμού της σύμβασης που μεταβιβάσθηκε με αυτόν που κατά την πρόσθετη παρέμβαση αποτελεί τον αριθμό της σύμβασης πίστωσης δι’ ανοικτού αλληλόχρεου λογαριασμού από την οποία προήλθαν οι απαιτήσεις της “ ……..”, που αναγγέλθηκαν στην υπάλληλο του πλειστηριασμού και ικανοποιήθηκαν εν μέρει με τον προσβαλλόμενο υπ’ αριθ. ………/2017 πίνακα κατάταξης δανειστών της Συμβ/φου Αθηνών …………….. Συγκεκριμένα η “   ………..” φέρεται να αναγγέλθηκε για απαιτήσεις της απορρέουσες από την υπ’ αριθμόν ……/31.7.2021 Σύμβαση Πίστωσης δι’ ανοικτού (αλληλόχρεου) λογαριασμού, ενώ στο ως άνω υπ’ αριθ. …./17.07.2020 απόσπασμα αναφέρεται στους  αριθμούς καταχώρισης …., ως φυσικός αριθμός σύμβασης ο “…….”, χωρίς να προκύπτει άνευ αμφιβολίας ότι πρόκειται για την ίδια σύμβαση. Κατόπιν αυτού, πρέπει η πρόσθετη παρέμβαση να απορριφθεί στην ουσία της κατά το μέρος που στρέφεται κατά του εκκαλούντος. Δικαστικά έξοδα δεν επιβάλλονται υπέρ της δεύτερης καθ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση που δεν παρέστη και δεν υπέβαλε σχετικό αίτημα, αλλά ούτε υπέρ του πρώτου καθ’ ου η πρόσθετη παρέμβαση-εκκαλούντος, καθώς αν η πρόσθετη παρέμβαση απορριφθεί ως απαράδεκτη, όπως στην προκειμένη περίπτωση, δεν επιδικάζονται έξοδα υπέρ του αντιδίκου του υπέρ ου η παρέμβαση (βλ. Μιχαήλ και Άντα Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος Ι, 2η έκδοση, σελ. 311 που παραπέμπουν στην ΑΠ 21/1985, ΝοΒ 1985, σελ. 1324).

Περαιτέρω, με την από 21.11.2017 (με Γ.Α.Κ. …../2017 και Ε.Α.Κ. ……/2017) ανακοπή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά των ανώνυμων τραπεζικών εταιριών “………” και “……. ..” προς μεταρρύθμιση του υπ’ αριθ. …/2017 πίνακα κατάταξης δανειστών της υπαλλήλου του πλειστηριασμού, Συμβ/φου Αθηνών ……………, το ανακόπτον (ήδη εκκαλούν) υποστήριζε ότι με επίσπευση της πρώτης των καθ’ ων, δυνάμει και σε εκτέλεση του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθ. …../2013 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που είχε εκδοθεί υπέρ αυτής για την ικανοποίηση της απαίτησής της κατά των οφειλετών: 1) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “……………..”, 2)    ……….., 3) . . ……., 4) …………, 5) …………., 6)  ………, 7) ……….. και 8)  …………., εκπλειστηριάσθηκε αναγκαστικά ακίνητη περιουσία τους, η οποία κατασχέθηκε δυνάμει της υπ’ αριθ. …../16.1.2016 κατασχετήριας έκθεσης του δικ. επιμελητή του Εφετείου Αθηνών . ….. Ότι τα εν θέματι ακίνητα που βρίσκονται στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη, εκπλειστηριάσθηκαν αναγκαστικά ενώπιον της Συμβ/φου Αθηνών ………… την 6.9.2017 στο Ειρηνοδικείο Νίκαιας και προς τούτο συντάχθηκε η υπ’ αριθ. ………./6.9.2017 έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού της ως άνω συμβ/φου, κατακυρώθηκαν δε στην πρώτη καθ’ης ανώνυμη τραπεζική εταιρία αντί του ποσού του 1.168.001 ευρώ. Ότι στην ως άνω υπάλληλο του πλειστηριασμού το ανακόπτον αναγγέλθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα δια της Περιφερειακής Υπηρεσίας ΚΕΑΟ Πειραιά με την υπ’ αριθ. …../24-7-2017, αριθμ. πρωτ. …../24.7.2017 αναγγελία του Διευθυντή του ως άνω Υποκαταστήματος ως εκπροσώπου του για ληξιπρόθεσμες και προνομιακές απαιτήσεις ποσού 652.593,23 ευρώ (πλέον πρόσθετων τελών και λοιπών εξόδων μέχρι την τελεσιδικία του πίνακα κατάταξης) έναντι της ως άνω εταιρίας και των υπευθύνων της εταιρίας, ευθυνόμενων και με την ατομική τους περιουσία για τα χρέη της εταιρίας. Ότι οι απαιτήσεις αυτές του ανακόπτοντος είναι προνομιακές ως προκύψασες μέχρι την ημέρα του πλειστηριασμού (άρθρο 975 παρ.3 ΚΠολΔ) ως προερχόμενες από καθυστερούμενες ασφαλιστικές εισφορές. Ότι στη συνέχεια, επειδή το ως άνω επιτευχθέν εκπλειστηρίασμα δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση της επισπεύδουσας και των αναγγελθέντων δανειστών, η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος συνέταξε τον υπ’ αριθ. 41.137/2017 πίνακα κατάταξης και αφού αφαίρεσε ως έξοδα εκτέλεσης το ποσό των 19.583,33 ευρώ, κατέταξε στο εναπομείναν προς διανομή πλειστηρίασμα ποσού 1.148.417,67 ευρώ, μεταξύ άλλων, το ανακόπτον προνομιακά και οριστικά στο ποσό των 170.784,34 ευρώ και το Ελληνικό Δημόσιο δια της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά προνομιακά και οριστικά στο ποσό των 116.320,12 ευρώ. Ότι ωστόσο η υπάλληλος του πλειστηριασμού έσφαλε κατά τη σύνταξη του πίνακα κατάταξης καθώς εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 975 και 977 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκαν με τις διατάξεις του άρθρου όγδοου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 και μοίρασε το πλειστηρίασμα σε ποσοστό 65% στους ειδικούς προνομιούχους, σε ποσοστό 25% στους γενικούς προνομιούχους μεταξύ των οποίων ήταν το ανακόπτον και σε ποσοστό 10% στους εγχειρόγραφους δανειστές, ικανοποιώντας αντίστοιχα τους αναγγελθέντες δανειστές από τα παραπάνω διαμοιρασθέντα ποσά, ενώ όφειλε να εφαρμόσει την προγενέστερη διάταξη του άρθρου 975 ΚΠολΔ, όπως αυτή ίσχυε μετά την τροποποίησή της με τις διατάξεις των άρθρων 56 του ν. 3994/2011 και 19 παρ.10 του ν. 4055/2012 και ισχύει στις περιπτώσεις που ο πίνακας κατάταξης συντάσσεται μετά τις 2.4.2012, σε συνδυασμό με το άρθρο 61 παρ.1 ΚΕΔΕ, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση, που επέφερε η διάταξη του άρθρου 33 παρ.2 του ν. 4141/2013 και να καταταγεί το ανακόπτον οριστικά και προνομιακά στην τρίτη τάξη του άρθρου 975 ΚΠολΔ και προ οιασδήποτε κατατάξεως των καθ’ ων η ανακοπή τραπεζών, οι οποίες κανένα δικαίωμα δεν έχουν σε κατάταξη πριν την ολοσχερή εξόφληση των απαιτήσεων του ΕΦΚΑ και να ικανοποιηθεί στο σύνολο των αναγγελθεισών απαιτήσεών του ύψους 652.593,23 ευρώ και όχι μόνο στο ποσό των 170.784,30 ευρώ που κατετάγη. Τούτο, καθώς σχετικά με την εφαρμογή των νέων διατάξεων του ν. 4335/2015, ορίζει η μεταβατική διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου ένατου του αυτού άρθρου 1 του εν λόγω νόμου ότι “Οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά τις 1.1.2016”, στην προκειμένη δε περίπτωση η υπ’αριθ. ……../2013 διαταγή πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που ήταν ο εκτελεστός τίτλος, βάσει του οποίου διενεργήθηκε η αναγκαστική εκτέλεση επιδόθηκε με επιταγή προς εκτέλεση στον οφειλέτη στις 11.12.2013, χωρίς να ενδιαφέρει αν ακολούθως επιδόθηκε νεότερη επιταγή για να συνεχισθεί η αναγκαστική εκτέλεση, καθώς σε κάθε περίπτωση πρόκειται για ενιαία αναγκαστική εκτέλεση, που αρχίζει από την επίδοση της πρώτης επιταγής και τελειώνει με τον διενεργηθέντα πλειστηριασμό. Ζητούσε, λοιπόν, το ανακόπτον να μεταρρυθμισθεί ο υπ’ αριθ. ……/2017 πίνακας κατάταξης δανειστών της υπαλλήλου του πλειστηριασμού, Συμβ/φου Αθηνών ……………, με σκοπό να καταταγεί αυτό στο σύνολο των απαιτήσεών του, ήτοι πλέον του ποσού για το οποίο κατετάγη, στο ποσό των 481.808,93 ευρώ, με την ισόποση και ταυτόχρονη αποβολή της πρώτης των καθ’ ων που κατατάχθηκε στο ποσό αυτό προνομιακά, άλλως επικουρικά, επειδή το ανακόπτον αρνείται τη σύμμετρη ικανοποίηση των εγχειρόγραφων δανειστών, ήτοι της πρώτης των καθ’ ων στο ποσό των 71.402,49 ευρώ και της δεύτερης των καθ’ ων στο ποσό των 43.439,27 ευρώ, ζητούσε την αποβολή τους από τον σχετικό πίνακα, προκειμένου να ικανοποιηθεί αυτό δια του Περιφερειακού ΚΕΑΟ Πειραιά, προνομιακά και οριστικά στο σύνολο του ποσού των 652.593,23 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση δικάζοντας την ανακοπή αντιμωλία των διαδίκων, απέρριψε αυτή ως προς τον κύριο λόγο της ως μη νόμιμη, καθώς ο ισχυρισμός ότι για την εφαρμογή  ή μη των νέων διατάξεων του ν. 4335/2015 για τη σειρά των προνομιούχων απαιτήσεων στον πίνακα κατάταξης λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος επίδοσης της πρώτης επιταγής προς εκτέλεση εφόσον αυτός ανάγεται σε ημερομηνία πριν την 1.1.2016, ακόμη και σε περίπτωση που στη συνέχεια, όπως εν προκειμένω, επιδόθηκε στον καθ’ου η εκτέλεση και άλλη επιταγή προς εκτέλεση μετά την 1.1.2016, δεν βρίσκει έρεισμα στη γραμματική ερμηνεία της διάταξης της παρ.3 του ένατου άρθρου (ενν. του αυτού άρθρου ένα) του ν. 4335/2015, σύμφωνα με την οποία “Οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 1η-1-2016”. Ότι επιπλέον απ’ όσους υποστηρίζουν την άποψη αυτή ως επικρατέστερη, δεν λαμβάνονται υπόψη οι προβλεπόμενες από τον ΚΠολΔ περιπτώσεις υποκατάστασης άλλων δανειστών στη θέση του αρχικού επισπεύδοντος, προσαπαιτούμενο των οποίων (περιπτώσεων υποκατάστασης) αποτελεί η επίδοση από  άλλο δανειστή ετέρας επιταγής προς εκτέλεση, ενδεχομένης νεότερης αυτής που είχε επιδώσει ο αρχικώς επισπεύσας δανειστής (βλ. άρθρο 973 παρ.2 ΚΠολΔ σύμφωνα με το οποίο: “Κάθε δανειστής, εφόσον έχει απαίτηση που στηρίζεται σε εκτελεστό τίτλο και κοινοποίησε σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση επιταγή προς εκτέλεση, μπορεί να επισπεύσει τον πλειστηριασμό”). Ότι τέλος, έτσι, δεν λαμβάνεται υπόψη η περιορισμένη χρονική ισχύς της επιδοθείσας επιταγής προς εκτέλεση, η οποία, σε περίπτωση που δεν ακολουθηθεί εντός ενός έτους από την επίδοσή της, από την επιχείρηση της πρώτης πράξης της κύριας διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, αποδυναμώνεται, με συνέπεια κάθε περαιτέρω πράξη (κύριας διαδικασίας) εκτελέσεως να είναι άκυρη ανεξάρτητα από την επίκληση και απόδειξη βλάβης (βλ. άρθρο 926 παρ.2 ΚΠολΔ). Τέλος, το επικουρικό αίτημα του ανακόπτοντος να αποβληθούν από τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης και οι δύο καθ’ ων που κατετάγησαν ως εγχειρόγραφες δανείστριες σε μέρος του πλειστηριάσματος, προκειμένου στη θέση τους να καταταγεί το ανακόπτον για το σύνολο της απαίτησής του ύψους 652.593,23 ευρώ απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη ως αόριστο, καθόσον το ανακόπτον δεν εκθέτει το ύψος του επιπλέον ποσού στο οποίο θα καταταγεί η προνομιούχα απαίτησή του, σε περίπτωση που ήθελε γίνει δεκτό ότι δεν υφίστανται καν μη προνομιούχες απαιτήσεις, και πώς, κατά συνέπεια, θα διαμορφωθούν τα ποσοστά κατάταξης των προνομιούχων απαιτήσεων των διαδίκων επί του πλειστηριάσματος, σύμφωνα με τα άρθρα 975 και 976 αρ. 1 και 2 ΚΠολΔ. Με την υπό κρίση έφεσή του το ανακόπτον και ήδη εκκαλούν παραπονείται για την απόρριψη του κύριου λόγου της ανακοπής του ως μη νόμιμου, επαναλαμβάνοντας τα όσα ανέπτυξε με το δικόγραφο της ανακοπής του. Υποστηρίζει ότι σκοπός του νόμου και βούληση του νομοθέτη με τη θέσπιση της παραγράφου 3 του άρθρου ένατου του αυτού άρθρου 1 του ν. 4335/2015 που ορίζει ότι “Οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά τις 1.1.2016” είναι να θεωρηθεί ότι κρίσιμος χρόνος για την εφαρμογή των νέων διατάξεων του ν. 4335/2015 είναι ο χρόνος επίδοσης της πρώτης επιταγής, η οποία και, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 924 ΚΠολΔ, σηματοδοτεί την έναρξη της εκτελεστικής διαδικασίας (βλ. και άρθρο 50 παρ.1 εδ.α’ ΕισΝΚΠολΔ). Ότι το γεγονός ότι τυχόν ακολούθησε και νέα επιταγή προς εκτέλεση δεν έχει κάποια έννομη σημασία ως προς το νομικό ζήτημα που απασχολεί την ένδικη υπόθεση (περί του κρίσιμου χρόνου για την εφαρμογή των νέων διατάξεων περί προνομίων), διότι πρόκειται σε κάθε περίπτωση για μια ενιαία αναγκαστική εκτέλεση, που αρχίζει από την επίδοση της πρώτης επιταγής προς εκτέλεση και τελειώνει με τον διενεργηθέντα πλειστηριασμό. Ότι άλλωστε η πρώτη επιταγή είναι ισχυρή, ακόμη και μετά την παρέλευση του έτους (κατ’ άρθρο 926 παρ.2 ΚΠολΔ), εφόσον δεν προσβληθεί με ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι στο δικονομικό δίκαιο δεν υφίσταται αυτοδίκαιη, αλλά δικαστικώς απαγγελλόμενη ακυρότητα κατ’ άρθρο 159 ΚΠολΔ. Ότι η ερμηνεία αυτή συμβαδίζει και με την όμοια ρύθμιση, που αφορά στην πτώχευση, όπου για να εφαρμοσθούν οι νέες διατάξεις του ν. 4335/2015, πρέπει η πτώχευση, ως μοναδικό σταθερό σημείο, να έχει κηρυχθεί μετά την 1.1.2016 και θα ήταν ανακόλουθο να εφαρμόζονται οι παλαιές διατάξεις σε μία πτώχευση, που έλαβε χώρα π.χ. το 2015 και οι νέες διατάξεις σε μία εκτέλεση, που ξεκίνησε με επίδοση επιταγής προς εκτέλεση το 2015, ωστόσο εν τω μεταξύ επιδόθηκε νέα επιταγή μετά την 1.1.2016. Ζητεί, λοιπόν, το εκκαλούν για τον λόγο αυτό, ήτοι επειδή η πρώτη επιταγή προς εκτέλεση κατά του οφειλέτη στην ένδικη υπόθεση, επιδόθηκε σε αυτόν πριν την 1.1.2016, οπότε εφαρμοστέες στον πίνακα κατάταξης τυγχάνουν οι ισχύουσες προ του ν. 4335/2016 διατάξεις, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, άλλως να μεταρρυθμισθεί προς όφελος του εκκαλούντος, να γίνει δεκτή η από 21.11.2017 και με αριθμό κατάθεσης …………../2017 ανακοπή του και να καταδικασθούν οι εφεσίβλητοι- καθ’ ων στα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.  Επί του λόγου αυτού εφέσεως σημειώνονται τα εξής: Οι νόμοι που ρυθμίζουν τη συνδρομή των δανειστών στη διαδικασία της κατάταξης στον συντασσόμενο από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού πίνακα κατάταξης, λόγω μη επάρκειας του πλειστηριάσματος για την κάλυψη των απαιτήσεων όλων των αναγγελθέντων δανειστών, επί αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του οφειλέτη δεν αφορούν, κυρίως τα ίδια τα δικαιώματα, αλλά κανονίζουν τον τρόπο της ενάσκησής τους επί της ομάδας περιουσίας που υπάρχει σε ορισμένο χρόνο. Επομένως και τα καθιερούμενα από τους νόμους αυτούς προνόμια κρίνονται όχι σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο της γένεσης του δικαιώματος ή της έναρξης της αναγκαστικής εκτέλεσης, αλλά σύμφωνα με αυτόν που ισχύει κατά το χρόνο της κατάταξης, αφού η λόγω του προνομίου προτίμηση δεν αποτελεί στοιχείο της απαίτησης, αλλά αφορά τη σχέση των απαιτήσεων μεταξύ τους, λόγω της συνδρομής περισσοτέρων δανειστών. Το αντίθετο δεν συνάγεται από τη διάταξη του άρθρου 50 παρ. 1 ΕισΝΚΠολΔ, που ορίζει, ότι οι σχετικές με την αναγκαστική εκτέλεση διατάξεις του ΚΠολΔ εφαρμόζονται στις εκτελέσεις που αρχίζουν από την εισαγωγή του και ότι η αναγκαστική εκτέλεση θεωρείται ότι άρχισε από την επίδοση της επιταγής, γιατί η διάταξη αυτή δεν εισάγει γενικό κανόνα διαχρονικού δικαίου για όλες τις πράξεις της αναγκαστικής εκτέλεσης, αλλά ρυθμίζει ειδικώς την εφαρμογή του ΚΠολΔ σε θέματα αναγκαστικής εκτέλεσης εν σχέσει προς το προγενέστερο αυτού δικονομικό δίκαιο (Ολ ΑΠ 21/1994, ΑΠ 1056/2020, ΑΠ 1441/2017, ΑΠ 1404/2007, ΑΠ 1340/2004). Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου ένατου παρ.3 του ν. 4335/2015 «Μεταβατικές και άλλες διατάξεις» ορίζεται ότι οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 1.1.2016. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 43 του ν. 4715/2020 «Ρυθμίσεις για τη διασφάλιση της πρόσβασης σε ποιοτικές υπηρεσίες υγείας κλπ», το οποίο φέρει τον τίτλο «Ερμηνευτική διάταξη ως προς το χρόνο εφαρμογής των νόμων 4335/2015 και 4336/2015 σε εκκρεμείς διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης και ήδη κηρυχθείσες πτωχεύσεις» ορίζεται στο εδ. α` αυτού ότι κατά την αληθή τους έννοια οι διατάξεις του άρθρου ογδόου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 (δηλαδή οι τροποποιήσεις που επέφερε ο νόμος αυτός στο δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης) δεν έχουν εφαρμογή σε διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης που βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη και σε πτωχεύσεις που είχαν ήδη κηρυχθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του παραπάνω νόμου, στο δε εδ. β` ότι για την κατάταξη των πιστωτών στην παραπάνω πρώτη περίπτωση λαμβάνεται υπόψη το δίκαιο που ίσχυε κατά τον χρόνο επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση και της υποβολής της αίτησης για την κήρυξη της πτώχευσης. Σύμφωνα με την ως άνω διάταξη του άρθρου 43 του ν. 4715/2020, που είναι γνήσια ερμηνευτική και ως εκ τούτου έχει αναδρομική δύναμη, το προϊσχύσαν δίκαιο θα εφαρμόζεται σε όλα τα ζητήματα αναγκαστικής- εκτέλεσης, περιλαμβανομένου και του ζητήματος της κατάταξης των δανειστών στο σχετικό πίνακα, όταν η επιταγή με βάση την οποία άρχισε η εκτέλεση, είχε επιδοθεί πριν την 1.1.2016. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η ως άνω σαφής βούληση του νομοθέτη αναφέρεται μόνο στο πιο πάνω συγκεκριμένο ζήτημα και δεν αναιρεί τα πιο πάνω γενικώς ισχύοντα για τα προνόμια, ενόψει της απόλυτης ειδικότητας της σχετικής ρύθμισης. Περαιτέρω, ως επιταγή νοείται εκείνη που επιστηρίζει την περαιτέρω κύρια εκτελεστική διαδικασία, η οποία αρχίζει με την επιβολή κατάσχεσης επί χρηματικών απαιτήσεων, όχι δε τυχόν προηγούμενες επιταγές, κατόπιν των οποίων δεν επακολούθησε κατάσχεση εντός έτους ή και άλλες περαιτέρω πράξεις της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση των δικονομικών τους συνεπειών κατ’ άρθρ.926 παρ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 1151/2021 στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 47/2022 στην efeteio-peir.gr, αντίθετη ως προς το γνήσιο ερμηνευτικό της διάταξης  του άρθρου 43 του ν. 4715/2020 αλλά σύμφωνη ως προς το ποια θεωρείται ως κρίσιμη επιταγή προς εκτέλεση για την εφαρμογή του άρθρου 1.9 του ν.4335/2015 η ΜονΕφΘεσσ 49/2022 στην ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση το εκκαλούν, ενώ δεν αμφισβητεί με τον μοναδικό λόγο της έφεσής του το γενόμενο δεκτό στην εκκαλούμενη απόφαση ότι η υπ’ αριθ. ……./2013 διαταγή πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με βάση την οποία επισπεύσθηκε η αναγκαστική εκτέλεση επιδόθηκε με επιταγή προς εκτέλεση στους οφειλέτες από την επισπεύδουσα πρώτη καθ’ ης τράπεζα στις 11.12.2013, πλην όμως ότι για να συνεχισθεί η εκτέλεση, επιδόθηκε νέα επιταγή στους ίδιους οφειλέτες που οδήγησε σε κατάσχεση των ακινήτων που ακολούθως εκπλειστηριάσθηκαν, δεν προσδιορίζει πότε έγινε η επίδοση της δεύτερης αυτής επιταγής, χρόνος ο οποίος είναι κρίσιμος, εφόσον η αναγκαστική εκτέλεση στηρίχθηκε στην εν λόγω επιταγή, ως προς το δίκαιο που ήταν εφαρμοστέο ως προς τη σειρά των προνομίων στον συνταχθέντα από την υπάλληλο του πλειστηριασμού υπ’ αριθ. ………/2017 πίνακα κατάταξης. Τούτο, καθώς εάν η δεύτερη αυτή επιταγή επιδόθηκε σε χρόνο από την 1.1.2016 και πριν στους οφειλέτες, εφαρμοστέο τυγχάνει το προ του ν. 4335/2015 δίκαιο ως προς την κατάταξη των αναγγελθέντων δανειστών, ενώ αν επιδόθηκε μετά την 1.1.2016  εφαρμοστέες τυγχάνουν οι διατάξεις των άρθρων 975 και 977 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκαν μετά το ν. 4335/2015 και αναλόγως ελέγχεται η ορθότητα ή μη της κρίσης της εκκαλούμενης απόφασης που έκρινε μη νόμιμο τον μοναδικό λόγο της από 21.11.2017 ανακοπής του εκκαλούντος. Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί ο παραπάνω λόγος έφεσης λόγω της αοριστίας του ως απαράδεκτος κατ’ άρθρο 532 ΚΠολΔ και μη απομένοντος άλλου λόγου προς εξέταση, απορριπτέα τυγχάνει η έφεση στο σύνολό της. Τα δικαστικά έξοδα της πρώτης εφεσίβλητης για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας βαρύνουν κατόπιν σχετικού αιτήματός της τον ηττηθέντα εκκαλούντα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183, 176 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ, όχι όμως μειωμένα και ανεξαρτήτως αν το παραπάνω Ν.Π.Δ.Δ. απολαύει, βάσει διατάξεως νόμου, των απαλλαγών, ατελειών και προνομίων του Δημοσίου, αφού η νομική υπεράσπιση της ένδικης υπόθεσης του εκκαλούντος δεν διεξήχθη από αντιπρόσωπο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (βλ. ΑΠ 144/2021, 1203/2019, 1073/2019, 366/2017 στην ΤΝΠ Νόμος), σύμφωνα με τα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να ορισθεί παράβολο ερημοδικίας για τη δεύτερη εφεσίβλητη κατά τις διατάξεις των άρθρων 501 και 505 παρ.2 ΚΠολΔ, για την περίπτωση που θελήσει να ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας κατά της παρούσας, ομοίως σύμφωνα με το διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει την από 19.5.2020 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. ……/2020 και με Ε.Α.Κ. …../2020 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2020 και Ε.Α.Κ. …../2020) έφεση κατά της 2229/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία περιουσιακών διαφορών) και την ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά από 24.11.2021 (κατατεθείσα με Γ.Α.Κ. …../2021 και Ε.Α.Κ. …../2021) εκούσια αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της δεύτερης εφεσίβλητης στην παραπάνω έφεση, την μεν έφεση ερήμην της δεύτερης εφεσίβλητης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, τη δε πρόσθετη παρέμβαση ερήμην της της υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση και της δεύτερης καθ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας για τη δεύτερη εφεσίβλητη σε περίπτωση που ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας κατά της παρούσας στο ποσό των διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ.

Απορρίπτει την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση.

Απορρίπτει την έφεση ως απαράδεκτη.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της πρώτης εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας σε βάρος του εκκαλούντος και ορίζει αυτά στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 19.4.2022.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ