Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 476 /2022

Αριθμός  476/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 3ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ………………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Νικόλαο Κριθαρά  (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ:  ……………, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Αναστασία Στάικου.

Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  την από 16.1.2018 (αριθμ. εκθ. καταθ. …../2018) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 4690/2018  απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την από 18.12.2028 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……………/2018) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ……………/2020) αρχικά η 20η.5.2021 και, μετά από αναβολή,  αυτή  που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και η πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσίβλητης, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η από 18-12-2018 (με αριθμ. κατάθ. ……………/19-12-2018) έφεση του ενάγοντος, ήδη εκκαλούντος, που στρέφεται κατά της με αριθμ. 4690/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (άρθρ. 591, 614 αριθμ. 3, 621-622 ΚΠολΔ). Η ένδικη έφεση έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 499, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ), αρμοδίως, δε, φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ), ενώ έχει κατατεθεί το απαιτούμενο για την άσκησή της παράβολο, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Στην από 16-1-2018 (με αριθμ. κατάθ. ………/24-1-2018) αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ο ενάγων ιστορούσε ότι η εναγομένη, ήδη εφεσίβλητη, κατά τη συζήτηση της από 9-8-2017 και με αριθμ. κατάθ. ……/2017 αγωγής της ενώπιον του Ειρηνοδικείου Καλαυρίας (Πόρου), κατά της …………, με αντικείμενο την αποζημίωσή της από την τελευταία για πυρκαγιά εκδηλωθείσα στην περιοχή «……» του Δήμου Πόρου, τον Αύγουστο του 2012, επικαλέσθηκε και προσκόμισε με τις προτάσεις της αντίγραφο της υπ’ αριθμ. 28303/2015 αποφάσεως του Γ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, δυνάμει της οποίας ο ενάγων, υπό την ιδιότητά του ως …………, είχε κριθεί σε πρώτο βαθμό ένοχος για εμπρησμό δάσους από αμέλεια, στην περιοχή ………., το μήνα Ιούλιο του …….., χωρίς τη συγκατάθεση αυτού (ενάγοντος) και χωρίς άδεια της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, ήτοι κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του νόμου περί προστασίας του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής. Ότι ο ίδιος (ενάγων), που δεν ήταν διάδικος στη συγκεκριμένη δίκη, στην οποία έτυχαν επεξεργασίας τα ευαίσθητα αυτά προσωπικά του δεδομένα, τελικά κηρύχθηκε αθώος της αποδιδόμενης σε αυτόν ως άνω πράξης, δυνάμει της υπ’ αριθ. 4479/2017 αποφάσεως του Γ’ Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Ότι, εξαιτίας των ανωτέρω, επήλθε προσβολή της προσωπικότητάς του και πρόκληση σ’ αυτόν ηθικής βλάβης. Με βάση αυτό το ιστορικό και, κατόπιν μερικού περιορισμού του αιτήματος της αγωγής ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, ο ενάγων ζητούσε : α) να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 5.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, που υπέστη από την περιγραφόμενη στην αγωγή υπαίτια και παράνομη αδικοπρακτική συμπεριφορά της και β) να αναγνωρισθεί ότι η ανωτέρω υποχρεούται να του καταβάλει το ποσό των 35.000 ευρώ για την ίδια αιτία, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.

Κατά το άρθρο 1 του ν. 2472/1997 “προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα”, (όπως ο νόμος αυτός ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το ν. 4624/2019), που εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την οδηγία 95/46 ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης.10.1995, αντικείμενο του νόμου αυτού είναι η θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής. Στο άρθρο 2 του ως άνω νόμου ορίζεται ότι για τους σκοπούς του νόμου τούτου νοούνται ως: α) “δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα κάθε είδους πληροφορίες που αναφέρονται στο υποκείμενο των δεδομένων “, β).., γ).., δ) “επεξεργασία κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση, η αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή”, ε) (όπως είχε αντικατασταθεί το εδάφιο αυτό με την παρ. 2 του άρθρου 18 του ν. 3471/2006) “αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (“αρχείο”) κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια”, στ)…, ζ) “υπεύθυνος επεξεργασίας οποιοσδήποτε καθορίζει το σκοπό και τον τρόπο επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η) …, θ) …, ι) “αποδέκτης το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν είναι τρίτος ή όχι”…. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του ανωτέρω νόμου, οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται στην εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία, καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν στο αρχείο. Σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 2 ε` του ίδιου νόμου, “Κατ` εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση, όταν: … ε) Η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του έννομου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι, στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών”. Τέτοια περίπτωση συνδρομής υπέρτερου εννόμου συμφέροντος συνιστά, ιδίως, η περίπτωση κατά την οποία τα στοιχεία, που ζητούνται είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου. Το παραπάνω επιχείρημα αντλείται από το άρθρο 7 παρ. 2 γ` του ν. 2472/1997 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 34 παρ. 1 του ν. 2915/2001), που αφορά την επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, αλλά εφαρμόζεται κατά μείζονα λόγο και στην επεξεργασία απλών προσωπικών δεδομένων, σύμφωνα με το οποίο, “Κατ` εξαίρεση επιτρέπεται η συλλογή και η επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων, καθώς και η ίδρυση και λειτουργία σχετικού αρχείου, ύστερα από άδεια της Αρχής, όταν συντρέχουν μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις: … γ) Η επεξεργασία αφορά δεδομένα που δημοσιοποιεί το ίδιο το υποκείμενο ή είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου ή πειθαρχικού οργάνου”. Προϋπόθεση για τη νόμιμη εφαρμογή της παραπάνω διάταξης είναι ότι τα δεδομένα, των οποίων ζητείται η χορήγηση ή για τα οποία πρόκειται η χρήση, πρέπει να είναι απολύτως αναγκαία και πρόσφορα για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου (αρχή της αναγκαιότητας), και δη ενόψει της συγκεκριμένης δίκης που εκκρεμεί. Η αναγκαιότητα δε υφίσταται όταν ο επιδιωκόμενος σκοπός δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλα ηπιότερα μέσα. Τα δεδομένα, επίσης, δεν πρέπει να είναι περισσότερα από όσα είναι απολύτως απαραίτητα για την υπεράσπιση του δικαιώματος (αρχή της αναλογικότητας). Στο άρθρο 22 παρ. 4 του ίδιου ν. 2472/1997 προβλέπονται ποινικές κυρώσεις, για όποιον χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή ανακοινώνει ή καθιστά προσιτά τέτοια δεδομένα σε μη δικαιούμενα πρόσωπα. Στην παρ. 1 του άρθρου 23 αυτού με τίτλο “αστική ευθύνη” ορίζεται, ότι “φυσικό ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που κατά παράβαση του παρόντος νόμου προκαλεί περιουσιακή βλάβη, υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση, αν δε προκάλεσε ηθική βλάβη, υποχρεούται σε χρηματική ικανοποίηση. Η ευθύνη υπάρχει και όταν ο υπόχρεος όφειλε να γνωρίζει την πιθανότητα να επέλθει βλάβη σε άλλον”. Από τις ανωτέρω διατάξεις, συνάγεται ότι, σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, εφαρμογή έχουν οι διατάξεις του ως άνω άρθρου 23 του ν. 2472/1997 και του ταυτάριθμου άρθρου της κοινοτικής οδηγίας 95/46/ΕΚ, από τις οποίες, σε συνδυασμό με τις αναλόγως εφαρμοζόμενες διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299 και 932 του ΑΚ, συνάγεται ότι, σε περίπτωση που φυσικό ή νομικό πρόσωπο, κατά παράβαση των διατάξεων του ως άνω νόμου, προκαλεί ηθική βλάβη στο υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων, η ευθύνη του πρώτου για χρηματική ικανοποίηση του τελευταίου είναι νόθος αντικειμενική και προϋποθέτει: α) συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), που παραβιάζει τις διατάξεις του ν. 2472/1977 ή (και) των κατ` εξουσιοδότηση αυτού εκδοθεισών κανονιστικών πράξεων της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, β) ηθική βλάβη, γ) αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς και της ηθικής βλάβης και δ) υπαιτιότητα, ήτοι γνώση ή υπαίτια άγνοια αφ` ενός των περιστατικών που συνιστούν την παράβαση και αφ` ετέρου της πιθανότητας να επέλθει ηθική βλάβη. Η ύπαρξη υπαιτιότητας τεκμαίρεται και, ως εκ τούτου, το πρόσωπο, που παραβιάζει τις εν λόγω διατάξεις, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη του, έναντι του υποκειμένου των προσωπικών δεδομένων, που υπέστη ηθική βλάβη, από την παραβίαση, έχει το βάρος να αποδείξει ότι ανυπαιτίως αγνοούσε τα θεμελιωτικά του πταίσματός του πραγματικά γεγονότα, σύμφωνα και με την περί τούτου ρητή διάταξη του άρθρου 23 παρ. 2 της ως άνω Οδηγίας (βλ. ΑΠ 1264/2020, ΑΠ 171/2019, ΑΠ 1740/2013, ΑΠ 637/2013 ΝΟΜΟΣ).

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάστηκαν νομότυπα ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται απομαγνητοφωνημένες στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεώς του, καθώς και όλων των εγγράφων, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά:  Κατόπιν της εκδηλώσεως πυρκαγιάς στην θέση ….., στην περιοχή ………., στα όρια των Κοινοτήτων ………., στις ………. και της διενεργηθείσας προανάκρισης, ο ενάγων, υπό την ιδιότητά του ως ……… (περιοχής …………), παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Γ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, προκειμένου να δικαστεί ως υπαίτιος τέλεσης κατά συναυτουργία του αδικήματος του εμπρησμού σε δάσος από αμέλεια σε ιδιαίτερα μεγάλη έκταση (άρθρα 265 παρ. 2-1 εδ. α’, 266 παρ. 2 ΠΚ). Μετά την εκδίκαση της ως άνω υπόθεσης, στις 17-6-2015, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 28.303/2015 απόφαση του ανωτέρω ποινικού Δικαστηρίου, με την οποία ο ενάγων κηρύχθηκε ένοχος για το αποδιδόμενο σ’ αυτόν αδίκημα, με αποτέλεσμα να καταδικασθεί σε ποινή φυλάκισης 4 ετών και σε χρηματική ποινή 25.000 ευρώ. Κατά της ως άνω αποφάσεως, ο ενάγων άσκησε έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 4479/2017 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, με την οποία ο ενάγων κηρύχθηκε αθώος της αποδιδόμενης σε αυτόν ως άνω πράξης. Περαιτέρω, κατόπιν της εκδηλώσεως πυρκαγιάς σε αγροτική έκταση στην περιοχή «……» του Δήμου ….., στις 20-8-2012, η εναγομένη, ως μισθώτρια ακινήτου, που επλήγη από την ανωτέρω πυρκαγιά, άσκησε την από 9-8-2017 και με αριθμό κατάθεσης ……/10-8-2017 αγωγή ενώπιον του Ειρηνοδικείου Καλαυρίας κατά της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «………….» και το διακριτικό τίτλο «………..», ως καθολικής διαδόχου της «………..» («…………..»), αιτούμενη αποζημίωσης εκ του ως άνω συμβάντος. Η εναγομένη, δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της, ενόψει της συζήτησης της ως άνω αγωγής, με τις από 14-12-2017 προτάσεις της, επικαλέσθηκε, μεταξύ άλλων, ως σχετικό έγγραφο, αντίγραφο της ως άνω υπ’ αριθμ. 28.303/2015 αποφάσεως του Γ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Συγκεκριμένα, στο σχετικό τμήμα των προτάσεών της αναφέρει: «Β. Επί της υπαιτιότητας του δικτύου της ……. για την πυρκαγιά της 20-8-2012…προσάγω…21. Αντίγραφο της υπ’ αριθ. 28.303/2015 αποφάσεως του Γ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία καταδικάστηκαν οι διευθυντές της ……. σε φυλάκιση τεσσάρων (4) ετών έκαστος και χρηματική ποινή 25.000 έκαστος, για την πυρκαγιά που έλαβε χώρα στην περιοχή …………. στις ……….». Ωστόσο, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη με επίκληση από την εναγομένη από 7-2-2018 και με αριθμό πρωτοκόλλου …../2018 βεβαίωση της Γραμματέως του Ειρηνοδικείου Καλαυρίας, το με αριθμό 21 σχετικό (αντίγραφο της υπ’ αριθ. 28303/2015 αποφάσεως του Γ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών), που αναφερόταν ως σχετικό στις κατατεθείσες προτάσεις της επί της ως άνω τακτικής αγωγής της  κατά της …………, με αριθμό κατάθεσης …../10-8-2017 ενώπιον του Ειρηνοδικείου Καλαυρίας, δεν υπήρχε στο φάκελο της εναγομένης και δεν προσκομίσθηκε μέχρι την ημερομηνία της βεβαιώσεως, ενώ δεν κατατέθηκε προσθήκη αντίκρουση επί των προτάσεών της. Όπως αποδείχθηκε, η ανωτέρω απόφαση είχε περιέλθει στην πληρεξούσια δικηγόρο της εναγομένης στο πλαίσιο της ενασχόλησής της και με άλλες υποθέσεις πληγέντων από τις πυρκαγιές εντολέων τους, για τους οποίους είχε ασκήσει κατά της ……. σχετικές αγωγές αποζημίωσης, ενώ η εναγομένη ουδόλως γνώριζε τον ενάγοντα.  Ο ισχυρισμός του τελευταίου ότι με την παράνομη  δημοσιοποίηση των προσωπικών του δεδομένων, που περιλαμβάνονται στην ως άνω πρωτόδικη ποινική απόφαση, υπέστη ηθική βλάβη, είναι, προεχόντως, μη νόμιμος και απορριπτέος, ενόψει των προβλέψεων των παρ. 2 και 3 του άρθρου 93 του Συντάγματος, κατά τις οποίες «2. Οι συνεδριάσεις κάθε δικαστηρίου είναι δημόσιες, εκτός αν το δικαστήριο κρίνει με απόφασή του ότι η δημοσιότητα πρόκειται να είναι επιβλαβής στα χρηστά ήθη ή ότι συντρέχουν ειδικοί λόγοι προστασίας της ιδιωτικής ή οικογενειακής ζωής των διαδίκων.3. Κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη και απαγγέλλεται σε δημόσια συνεδρίαση». Επομένως, πρόσβαση και γνώση κάθε δικαστικής απόφασης, (με λήψη, κατόπιν αιτήσεως αντιγράφου της από τις αρμόδιες αρχές),  μπορούν να έχουν όλοι οι πολίτες και όχι βέβαια μόνο αυτοί που έτυχε να παρευρίσκονται κατά την εκδίκαση και την απαγγελία της, συνακόλουθα δε, μπορούν να κάνουν χρήση των αποφάσεων αυτών ενώπιον των δικαστηρίων. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ενόψει των ανωτέρω, ήτοι του γεγονότος ότι η εναγομένη δεν είχε καν στην κατοχή της την ως άνω ποινική απόφαση, της μη προσκομίσεως της αποφάσεως αυτής ενώπιον του ως άνω πολιτικού δικαστηρίου, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι στο ανωτέρω σχετικό τμήμα των προτάσεων της εναγομένης δεν γινόταν ονομαστική αναφορά στον ενάγοντα, ως τον καταδικασθέντα δυνάμει της ως άνω αποφάσεως, κρίνεται ότι η εναγομένη ουδόλως προέβη σε ανεπίτρεπτη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του ενάγοντος, με τη μορφή της διαβίβασης και κοινοποίησης της απόφασης σε τρίτα πρόσωπα και δη στον Δικαστή του Ειρηνοδικείου Καλαυρίας και στον γραμματέα της έδρας, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται o ενάγων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε την αγωγή, με εν μέρει ελλιπή αιτιολογία, που πρέπει να συμπληρωθεί με την ανωτέρω, δεν έσφαλε. Τα αντίθετα, συνεπώς, υποστηριζόμενα από τον εκκαλούντα, κρίνονται κατ’ ουσίαν αβάσιμα και απορριπτέα, όπως και η υπό κρίση έφεση στο σύνολό της. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, που κατατέθηκε για την άσκηση της έφεσης, στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικαστεί ο εκκαλών, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα της αντιδίκου του του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ κατά το τυπικό της μέρος και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση κατά το ουσιαστικό της μέρος.

ΔΙΑΤΑΖΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου, που είχε κατατεθεί για την άσκηση της έφεσης, στο δημόσιο ταμείο.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, που ορίζει για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας σε χίλια (1000) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις    28 Ιουλίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ