Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 369/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

2ο  ΤΜΗΜΑ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης 369/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από το Δικαστή Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

Εκκαλούντων: 1) ………… και  2) ……….., ………….οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Φιδάντση. Και

Εφεσίβλητου:…………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Γεωργία – Σεράινα Καρακασιλιώτη.

Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 16.10.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2018 αγωγή, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την απόφαση 2929/2019 δέχθηκε εν μέρει την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής οι εναγόμενοι άσκησαν την από 1.11.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2019 έφεση (αριθμός έκθεσης κατάθεσης δικογράφου στο Εφετείο ……../2019), η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για τις19.11.2020, οπότε δεν εκφωνήθηκε, λόγω της αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων. Ήδη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 60 του ν. 4753/18.11.2020 και την Κ.Υ.Α. Δ1α/Γ.Π.οικ. 71342/6.11.2020, με την πράξη 185/2020 του Δικαστή του Δικαστηρίου τούτου, προσδιορίστηκε αυτεπάγγελτα η συζήτησή της για τις 21.10.2021, οπότε αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο. Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της (από το πινάκιο) και συζητήθηκε.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις, που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι.   Η από 1.11.2019 έφεση των εν μέρει ηττηθέντων εναγόμενων κατά της οριστικής απόφασης 2929/2019 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε ερήμην τους, κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 16.10.2018 αγωγή του εφεσίβλητου, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. α, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.).Περαιτέρω, αρμοδίως φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του Κ.Πολ.Δ.), ενώ έχει κατατεθεί το σχετικό παράβολο, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3Α. περ. β´ του ίδιου Κώδικα. Εξάλλου, επειδή η έφεση των εναγόμενων αυτών, που δικάστηκαν ερήμην στον πρώτο βαθμό, ασκήθηκε εμπρόθεσμα, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρα 532 και 533 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.) και, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 528 του ίδιου Κώδικα, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση (χωρίς να απαιτείται να ευδοκιμήσει κάποιος λόγος έφεσης, αρκούσης της τυπικής παραδοχής της), μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση, ήτοι στο σύνολό της, αφού πλήττεται ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, πλην του αιτήματος για προσωπική κράτηση, το οποίο απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη και δεν μεταβιβάζεται στο Δικαστήριο τούτο, αφού είναι μη αναγκαίως συνεχόμενο κεφάλαιο με την απαίτηση, η οποία εκκαλείται (Εφ.Πατρ. 196/2020, Εφ.Πειρ. 108/2014αμφότερες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ» και Εφ.Αθ. 201/2004 Ελλ.Δ/νη 2004, σελ. 864).Επομένως, οι εκκαλούντες δικαιούνται να προβάλουν πλέον όλους τους ισχυρισμούς, τους οποίους θα μπορούσαν να προτείνουν και πρωτοδίκως (Α.Π. 579/2018 και Α.Π. 546/2014 αμφότερες στην Τ.Ν.Π.«ΝΟΜΟΣ»). Επιπλέον, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και να ερευνηθεί εκ νέου η ως άνω αγωγή, ως προς τη νομική και ουσιαστική της βασιμότητα (άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία.

ΙΙ.  Με την από 16.10.2018 αγωγή του ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), ο ενάγων – ……….. (ήδη εφεσίβλητος), ιστορούσε ότι παρέδωσε στον πρώτο εναγόμενο, με τον οποίο γνωρίζονταν οικογενειακώς και επαγγελματικώς, στις 30.10.2015, προς φύλαξη σε χρηματοκιβώτιο του γραφείου, όπου εργαζόταν ως οικονομικός διευθυντής και είχε το μοναδικό κλειδί, το ποσό των 45.000 ευρώ σε μετρητά, εντός δύο σφραγισμένων φακέλων. Ότι τούτο έγινε, με τη συμφωνία πως θα μπορούσε να τα αναλάβει ανά πάσα στιγμή, αφού δεν θα είχε κανείς πρόσβαση σ’ αυτά, κατόπιν προτροπών – ψευδών παραστάσεων του πρώτου εναγόμενου πως είχε πληροφόρηση από το εξωτερικό ότι, μετά την επιβολή κεφαλαιακών ελέγχων στα τραπεζικά ιδρύματα, επρόκειτο να ανοιχθούν οι τραπεζικές θυρίδες, όπου είχε και αυτός τοποθετήσει τα ως άνω χρήματά του και να γίνει κούρεμα καταθέσεων. Ότι, όταν το Μάρτιο του 2017 έγινε γνωστό ότι ο πρώτος εναγόμενος είχε απολυθεί από την εταιρία, όπου εργαζόταν, λόγω οικονομικών ατασθαλιών, μετέβη στα γραφεία της και πληροφορήθηκε από τον ιδιοκτήτη αυτής πως μετά την αποχώρηση του πρώτου εναγόμενου, παρέλαβε από αυτόν το κλειδί του χρηματοκιβωτίου και δεν υπήρχαν τα χρήματά του (ενάγοντος). Ότι μετέβη στην οικία του πρώτου εναγόμενου, όπου ο τελευταίος παραδέχθηκε πως είχε λάβει το ποσό των 45.000 ευρώ για να τα χρησιμοποιήσει και ότι θα τα επέστρεφε μέχρι το τέλους του έτους, γεγονός το οποίο επιβεβαίωσε και η δεύτερη εναγόμενη σύζυγός του. Ότι για να τον πείσουν να μην υποβάλει μήνυση του ανέφεραν ψευδώς συγκεκριμένες πηγές εισοδημάτων που δήθεν ανέφεραν να τους αποφέρουν χρήματα (επικείμενη πώληση καφέ που διατηρούσαν στον Πειραιά, προμήθεια από τη διοργάνωση θεαμάτων σε συνεργασία με το μέγαρο μουσικής, κύκλο εργασιών της γκαλερί – καταστήματος κοσμημάτων τους στο …… και συνταξιοδότηση του πρώτου εναγόμενου), περιστατικά τα οποία επανέλαβαν το Μάιο του 2017. Ότι την 1.6.2017 ο πρώτος εναγόμενος αναγνώρισε γραπτώς την οφειλή του και η δεύτερη εναγόμενη συνυπέγραψε ως εγγυήτρια, αναλαμβάνοντας να εξοφλήσει κατά κεφάλαιο και τόκους την οφειλή του πρώτου. Ότι του κατέβαλαν, στις 16.10.2017, μόνο το ποσό των 5.000 ευρώ, διαβεβαιώνοντάς τον ότι θα του αποδώσουν τα υπόλοιπα χρήματα τον Δεκέμβριο του 2017, κάτι το οποίο όμως, δεν έγινε. Ότι από υπαιτιότητα (δόλο) του πρώτου εναγόμενου δεν του απέδωσε το ποσό των 40.000 ευρώ. Κατόπιν τούτων, ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, να του καταβάλουν το ως άνω ποσό, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, με το νόμιμο τόκο επιδικίας από τις 30.9.2016, άλλως τις 29.3.2017, άλλως από τις 3.3.2018,οπότε τους επέδωσε την από 1.3.2018 εξώδικη όχληση, άλλως από την επίδοση της αγωγής, ο πρώτος από τη μεταξύ τους σύμβαση παρακαταθήκης, άλλως αυτής της αναγνώρισης χρέους και η δεύτερη ως εγγυήτρια. Επικουρικά, ζήτησε το ίδιο ποσό σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, από τον πρώτο λόγω της υπεξαίρεσής του, άλλως της απάτης, από τη δε, δεύτερη λόγω της απατηλής πρόκλησης βλάβης και, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό με τις προτάσεις του (άρθρο 233 του Κ.Πολ.Δ.), να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να του καταβάλουν εις ολόκληρον το επιπλέον ποσό των 40.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, επιφυλασσόμενος να ζητήσει το επιπλέον ποσό των 40 ευρώ από το ποινικό δικαστήριο. Επικουρικότερα, ζήτησε το ποσό των 40.000 ευρώ από τον πρώτο εναγόμενο κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, αφού ως θεματοφύλακας αποκόμισε από αυτό ωφέλεια χωρίς νόμιμη αιτία. Με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή, για την οποία το Δικαστήριο είναι αρμόδιο κατά τόπο, εφόσον τόσο η σύμβαση παρακαταθήκης συνάφθηκε, όσο και η αδικοπραξία έλαβε χώρα, στον Πειραιά(άρθρα 33 και 35 του Κ.Πολ.Δ.), ανεξαρτήτως του τόπου κατάρτισης της αναγνώρισης χρέους, ο δε ενάγων έχει δικαίωμα προτίμησης ανάμεσα σε περισσότερα δικαστήρια (άρθρο 41του ίδιου Κώδικα), είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330, 340, 345, 346, 361, 822 εδ. α, 823 εδ. α, 824 παρ. 1, 827, 829, 847, 849 εδ. α, 851, 873, 914, 932 του Α.Κ., σε συνδυασμό μ’ αυτές των άρθρων 375,386 και 389 του Π.Κ., 70 και 218του Κ.Πολ.Δ. Σημειωτέον ότι η σωρευόμενη βάση της (αγωγής)από τη σύμβαση παρακαταθήκης είναι επαρκώς ορισμένη, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού των εναγομένων, που προβάλλεται με τον δεύτερο λόγο της έφεσης, αφού αναφέρεται σ’ αυτήν η συμφωνία του πρώτου εναγόμενου με τον ενάγοντα να του αποδώσει, όταν θα του το ζητούσε, τους δύο σφραγισμένους φακέλους, που περιείχαν το χρηματικό ποσό των 45.000 ευρώ, το οποίο δόθηκε στον πρώτο προς φύλαξη, χωρίς να αποτελεί αντικείμενο της αγωγής η αναφορά των διαχειριστικών πράξεων ως προς την είσπραξη άλλων χρηματικών ποσών της εταιρίας στο ίδιο χρηματοκιβώτιο, ανεξαρτήτως του ότι, υπό τα εκτιθέμενα, οι ανωτέρω φάκελοι με το χρηματικό ποσό των 45.000 ευρώ, ξεχωρίζουν από άλλα χρηματικά ποσά. Εξάλλου και η βάση της αγωγής από την αδικοπραξία, η οποία παραδεκτά και ορισμένα σωρεύεται, είναι αρκούντος ορισμένη, η δε, αξίωση για την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης, δεν στηρίζεται στη βάση της αγωγής από την παρακαταθήκη και την αναγνώριση χρέους, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνουν οι εκκαλούντες με τον ίδιο λόγο της έφεσης, αλλά σ’ αυτήν από τη σωρευόμενη βάση της αδικοπραξίας (914 Α.Κ. σε συνδυασμό με 375, 386 και 389 Π.Κ.). Εξάλλου, το ύψος της, εάν αποδειχθεί βάσιμη η αξίωση από την αδικοπραξία, θα προκύψει από την εκτίμηση των αποδείξεων, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο νόμο στοιχεία και την αρχή της αναλογικότητας, χωρίς να αποτελεί (ο καθορισμός αυτού) στοιχείο του ορισμένου της αγωγής. Αντίθετα, η τελευταία είναι μη νόμιμη ως προς τη βάση της από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού, εφόσον σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα στο ίδιο δικόγραφο με την κύρια βάση από τη σύμβαση, ήτοι υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψής της, λόγω ακυρότητας της σύμβασης ή μη ύπαρξης αδικοπραξίας, είναι μη νόμιμη, επειδή στηρίζεται στα ίδια περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται η κύρια βάση της αγωγής από τη σύμβαση παρακαταθήκης και την αδικοπραξία, ενώ δεν γίνεται σ’ αυτήν, έστω και απλή επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης ή της ανυπαρξίας των με την κύρια βάση της αγωγής ασκούμενων αξιώσεων από την αδικοπραξία (Ολ.Α.Π. 22/2003 Ελλ.Δ/νη 2003, σελ. 1261, Α.Π. 261/2020, Α.Π. 1325/2019 και Α.Π. 597/2019 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Επιπλέον, η βάση της αγωγής ως προς την αδικοπραξία του πρώτου εναγόμενου είναι μη νόμιμη ως προς την αναφερόμενη εξαπάτησή του, ώστε να μην κινηθεί ο ενάγων νομικά εναντίον τους (εναγόμενων), αφού, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή και άσκησε (ο ενάγων) αυτήν (υπό κρίση αγωγή) και διατηρεί το δικαίωμα υποβολής έγκλησης, όπως αναφέρει στην ίδια αγωγή. Εξάλλου, μη νόμιμο είναι και το αίτημα για την εις ολόκληρον ευθύνη των εναγομένων, λόγω της αδικοπραξίας τους, αφού τούτο προϋποθέτει, κατ’ άρθρο 926 Α.Κ., κοινή πράξη περισσότερων ή ευθύνη παράλληλα περισσότερων, ενώ μη νόμιμο είναι και το αίτημα για την ευθύνη εις ολόκληρον μεταξύ των εναγομένων, λόγω της ιδιότητας της δεύτερης εναγόμενης ως εγγυήτριας της οφειλής του πρώτου, διότι το παρεπόμενο της εγγυητικής της ευθύνης εμποδίζει την ευθύνη του εγγυητή εις ολόκληρον με τον πρωτοφειλέτη έναντι του δανειστή, χωρίς την ύπαρξη τέτοιας συμφωνίας (Α.Π. 61/2003 Ελλ.Δ/νη 2003, σελ. 736, Α.Π. 573/2001 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, Α.Π.148/1997 Ελλ.Δ/νη 1998, σελ. 101, Α.Π. 1129/1975 Νο.Β. 1976, σελ. 416, Εφ.Αθ. 531/2013, Εφ.Λαρ. 165/2012 αμφότερες στην Τ.Ν.Π.“ΝΟΜΟΣ”, Εφ.Αθ. 6480/2006 Δ.Ε.Ε. 2007, σελ. 953, Εφ.Πατρ.379/2008, Εφ.Πατρ. 1009/2004, Εφ.Πατρ. 408/2002 και Εφ.Θεσ. 1219/1996 όλες στην Τ.Ν.Π.“ΝΟΜΟΣ”, Γεωργιάδης – Σταθόπουλος αστικός κώδιξ κατ’ άρθρο ερμηνεία, Αθήνα 1982, Τόμος IV, άρθρο 847 αρ. 33 και Βασ. Βαθρακοκοίλης ΕΡ.ΝΟΜ.Α.Κ. Αθήνα 2006, Τόμος Γ, άρθρο 847, αρ. 6, σελ. 537), επίκληση της οποίας (συμφωνίας περί εις ολόκληρον ευθύνης της δεύτερης εναγόμενης με τον πρώτο) δεν γίνεται καν στην αγωγή. Τέλος, μη νόμιμο είναι το αίτημα για την καταβολή τόκων από τις 30.9.2016, αφού ο ενάγων δεν επικαλείται όχληση, ούτε συμφωνία για απόδοση των παρακατεθέντων την ημερομηνία αυτή, ενώ το αίτημα για την καταβολή τόκων επιδικίας είναι νόμιμο από την επίδοση της αγωγής (άρθρο 346 Α.Κ.), για το προγενέστερο δε, αυτής χρονικό διάστημα οφείλονται τόκοι υπερημερίας. Σημειωτέον ότι η αναφερόμενη στην αγωγή σύμβαση παρακαταθήκης, δεν συνιστά ανώμαλη τέτοια (άρθρο 830 Α.Κ.), διότι, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, δόθηκαν σε κλειστό φάκελο, με αποτέλεσμα να εξατομικεύονται ως κινητά (Μιχαηλίδου σε Απ. Γεωργιάδη Σ.Ε.Α.Κ. Τόμος Ι, 2010, άρθρο 830 αρ. 7). Πρέπει επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, αφού καταβλήθηκε για το καταψηφιστικό της αίτημα, το αναγκαίο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες προσαυξήσεις υπέρ τρίτων, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο ηλεκτρονικό παράβολο με αριθμό …………..

ΙΙΙ.  Από τη διάταξη του άρθρου 361 του Α.Κ., με την οποία θεσπίζεται γενικώς η ελευθερία της σύναψης ποικίλου περιεχομένου συμβάσεων δεσμευτικών για τους συμβαλλομένους, αρκεί το περιεχόμενό τους να μην προσκρούει σε απαγορευτική διάταξη νόμου ή στα χρηστά ήθη, προκύπτει ότι είναι ισχυρή η σύμβαση με την οποία αναγνωρίζει κάποιος το χρέος του από ορισμένη αιτία. Η σύμβαση αυτή, η οποία διαφέρει από τη ρυθμιζόμενη από τα άρθρα 873-875 Α.Κ., αναιτιώδη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, καταρτίζεται ατύπως όταν είναι απλώς επιβεβαιωτική του υπάρχοντος χρέους, με την έννοια ότι τα μέρη δεν θέλησαν να δημιουργήσουν (μ’ αυτή) νέα αυτοτελή ενοχή, αλλά απέβλεψαν, είτε στη δημιουργία απλού αποδεικτικού μέσου με τη μορφή της εξώδικης ομολογίας (άρθρο 352 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), είτε στη διακοπή της παραγραφής (άρθρο 260 Α.Κ.) ή σε ανάλογα νομικά αποτελέσματα κατά τα άρθρα λ.χ. 156, 272 παρ. 2 Α.Κ., είτε γενικότερα στην αποσαφήνιση ή στη διασφάλιση της βασικής ενοχής από τυχόν ελαττώματα και ενστάσεις, από τις οποίες γίνεται έτσι ρητή ή σιωπηρή παραίτηση. Κατά κανόνα όμως, με την αιτιώδη αναγνώριση χρέους επιδιώκεται η δημιουργία νέας ενοχής, είτε παράλληλα με την παλαιά είτε σε αντικατάσταση της παλαιάς (άρθρα 421, 436 Α.Κ.) και απαλλαγμένης συνεπώς από τις ενστάσεις που μπορούσαν να προταθούν στο πλαίσιο εκείνης, η οποία, νέα ενοχή, δεν υπόκειται επίσης σε τύπο, εκτός εάν με τη σύμβαση αναγνωρίζεται υποχρέωση για την ανάληψη της οποίας ο νόμος απαιτεί την τήρηση τύπου, οπότε πρέπει να τηρηθεί ο τύπος αυτός και για τη σύμβαση αναγνώρισης. Γενικότερα αποτελεί αντικείμενο ερμηνείας της συγκεκριμένης σύμβασης, αν η επερχόμενη μ’ αυτή αιτιώδης αναγνώριση υπάρχοντος χρέους αντικαθιστά ή όχι την αρχική σχέση ή απλώς την αλλοιώνει και αν στην περίπτωση αυτή ενέχει πλήρη ή μερική παραίτηση από ενστάσεις που αφορούν την αρχική σχέση, η οποία πρέπει κατ’ αρχήν να είναι έγκυρη (άρθρο 437 Α.Κ., Α.Π. 65/2015, Α.Π. 1728/2014, Α.Π. 1663/2013, Α.Π. 713/2012 και Α.Π.1224/2010 όλες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Η σύμβαση με την οποία αναγνωρίζει κάποιος υποχρέωση που έχει από ορισμένη αιτία ιδρύει νέα αυτοτελή και ανεξάρτητη από την αιτία βάση υποχρέωσης, με συνέπεια αυτός που αναγνωρίζει την, από ορισμένη αιτία, οφειλή του, να μην μπορεί πλέον να προτείνει ενστάσεις από την κύρια αιτία (Α.Π. 65/2015, Α.Π. 713/2012 και Α.Π. 1224/2010 ό.π.). Εξάλλου, το άρθρο 346 Α.Κ., μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 2 του ν. 4055/2012, που ισχύει, κατά το άρθρο 113 του νόμου αυτού, από 2.4.2012, ορίζει ότι “Ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή ή η διαταγή πληρωμής για το ληξιπρόθεσμο χρέος (τόκος επιδικίας). Το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι δύο (2) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας, όπως ο τελευταίος ορίζεται εκάστοτε από το νόμο ή με δικαιοπραξία. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει, εάν πριν από τη συζήτηση της αγωγής ο οφειλέτης αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως, ή εάν δεν ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής αντιστοίχως. Με αίτημα του εναγομένου το δικαστήριο δύναται κατ’ εξαίρεση, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να επιδικάσει την απαίτηση με το νόμιμο ή συμβατικό τόκο υπερημερίας. Η εξαίρεση ισχύει ιδίως για τις κατ’ εύλογη κρίση του δικαστηρίου επιδικαζόμενες χρηματικές απαιτήσεις. Από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης που επιδικάζει εντόκως χρηματική οφειλή ή απορρίπτει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι τρεις (3) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει εάν δεν ασκηθεί ένδικο μέσο κατά της οριστικής απόφασης”. Σύμφωνα με τη νέα αυτή ρύθμιση αυξάνεται το ποσοστό των τόκων επιδικίας, προκειμένου να περιοριστούν η φιλοδικία και η άσκοπη απασχόληση των δικαστηρίων από δικαστικούς αγώνες που δεν έχουν ουσία, ενώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο οφειλέτης που, μεταξύ των άλλων, πριν από τη συζήτηση της αγωγής, αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως. Αν μάλιστα εμμένει να αντιδικεί, μολονότι ηττήθηκε πρωτοδίκως, διακινδυνεύει περαιτέρω αύξηση του επιτοκίου επιδικίας, για αυτό και εδώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο διάδικος που ηττήθηκε, αν αποδεχθεί την οριστική απόφαση και τερματίσει την αντιδικία (Α.Π. 1133/2021 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Η εξαίρεση που προβλέπεται επιτρέπει στο δικαστή να σταθμίσει εκείνες τις περιπτώσεις που ο εναγόμενος ευλόγως αντιδικεί, επειδή πρόκειται για απαίτηση εύλογης χρηματικής ικανοποίησης (π.χ. ηθική βλάβη) ή επειδή προβάλλει ένσταση συμψηφισμού (αιτιολογική έκθεση του ν. 4055/2012). Έτσι, ο νόμιμος τόκος, μετά την επίδοσή της αγωγής, είναι πλέον ο (αυξημένος) τόκος επιδικίας. Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται ρητή μνεία γι’ αυτό στη δικαστική απόφαση, ενώ, αντίθετα, απαιτείται ρητή αναφορά σ’ αυτήν, όταν το δικαστήριο, κατ’ εξαίρεση, επιδικάζει την απαίτηση με το νόμιμο ή το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας. Με βάση αυτά, μοναδικό κριτήριο για την εξαίρεση από την επιδίκαση τόκου επιδικίας είναι το εύλογο ή όχι της αντιδικίας (Α.Π. 1039/2021, Α.Π. 375/2021,Α.Π. 609/2020και Α.Π. 1207/2017 όλες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»).

ΙV.  Στην προκείμενη περίπτωση, από την εκτίμηση των ένορκων βεβαιώσεων …, … και …./21.1.2019, που προσκόμισε ο ενάγων και δόθηκαν ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, ύστερα από νόμιμη κλήτευση των εναγομένων, όπως προκύπτει από τις εκθέσεις επίδοσης …. και …./16.1.2019 του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς, ……….., από την επισκόπηση των προσκομιζόμενων φωτογραφιών, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 παρ. 1γ΄, 448 παρ. 2 και 457 παρ. 4 του Κ.Πολ.Δ.), καθώς και απ’ όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα (σημειωτέον οι εναγόμενοι δεν επικαλούνται, ούτε προσκομίζουν αποδεικτικά μέσα), τα οποία λαμβάνονται υπόψη, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων – η τυχόν αναφορά κατωτέρω ορισμένων από τα έγγραφα αυτά είναι ενδεικτική, αφού δεν παραλήφθηκε κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς (Α.Π. 1045/2017 και Α.Π. 386/2015 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ») – αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων ……….. είναι συνταξιούχος, εργαζόμενος ως μηχανικός πλοίων και Ναυπηγός Αρχιτέκτονας σε ναυτιλιακές εταιρίες. Από το Μάιο του έτους 2005 έως τον Απρίλιο του έτους 2011 και ενώ εργαζόταν στην ναυτική εταιρεία με την επωνυμία «………..», εγκαταστάθηκε στην Κίνα, για λογαριασμό της ως άνω εργοδότριάς του εταιρίας, ως επικεφαλής της ομάδας παρακολούθησης κατασκευής πλοίων. Καθ’ όλο αυτό το χρονικό διάστημα εργαζόταν μακριά από τη χώρα του και την οικογένειά του, προκειμένου να συγκεντρώσει χρήματα για την ασφαλή και αξιοπρεπή διαβίωση αυτού και της συζύγου του, μετά τη συνταξιοδότησή του, αλλά και για τη συνδρομή στις ανάγκες των θυγατέρων του. Στην ίδια εταιρεία με τον ενάγοντα εργαζόταν και ο πρώτος εναγόμενος …………., εκτελώντας καθήκοντα οικονομικού διευθυντή και όντας το δεξί χέρι του αφεντικού της εταιρίας. Έτσι, οι ως άνω διάδικοι γνωρίστηκαν μεταξύ τους λόγω συνεργασίας, ανέπτυξαν φιλικές και οικογενειακές σχέσεις, δεδομένου ότι τον πρώτο εναγόμενο γνώριζε και η σύζυγος του ενάγοντος, από τον τόπο καταγωγής της, τη Χίο. Μετά τη συνταξιοδότησή του, ο ενάγων επισκεπτόταν συχνά τον πρώτο εναγόμενο στο γραφείο της εταιρίας, όπου εργαζόταν, στον Πειραιά. Το 2015, μετά την επιβολή από το κράτος ελέγχου κεφαλαίων στις τραπεζικές καταθέσεις, ο ενάγων, φοβούμενος ενδεχόμενο κούρεμα καταθέσεων, και λόγω αυτής της φιλίας και της αμοιβαίας εμπιστοσύνης που είχε δημιουργηθεί με τον πρώτο εναγόμενο, μετέβη στις 30.10.2015 στο γραφείο της άνω εταιρείας στην …………, στον Πειραιά και παρέδωσε στον τελευταίο, ύστερα από παραινέσεις του, δύο σφραγισμένους φακέλους με δεσμίδες χαρτονομισμάτων, ποσού 20.000 και 25.000 ευρώ αντίστοιχα, προκειμένου να τους φυλάξει. Ο πρώτος εναγόμενος διαβεβαίωσε τον ενάγοντα ότι υπήρχε ασφαλές μέρος προς φύλαξή τους στο χρηματοκιβώτιο της εταιρείας που εργαζόταν, κλειδί του οποίου είχε μόνο εκείνος(πρώτος εναγόμενος), συμφωνήθηκε δε, ότι ο ενάγων θα μπορούσε να παραλάβει τους ανωτέρω σφραγισμένους φακέλους ανά πάσα στιγμή. Για τη σύναψη μεταξύ των άνω διαδίκων της σύμβασης αυτής παρακαταθήκης (άρθρο 822 Α.Κ.) δεν συμφωνήθηκε αμοιβή. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι περί τα τέλη Μαρτίου του έτους 2017 ο ενάγων πληροφορήθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος είχε απολυθεί από την εταιρία, όπου εργαζόταν, λόγω ατασθαλιών στο ταμείο της εταιρίας. Αμέσως, προσπάθησε να επικοινωνήσει τηλεφωνικά με τον πρώτο εναγόμενο, αλλά επειδή εκείνος δεν απαντούσε στις κλήσεις του, μετέβη στα γραφεία της ως άνω εταιρίας. Εκεί πληροφορήθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος είχε απολυθεί από το Σεπτέμβριο του 2016, ο δε ιδιοκτήτης της εταιρίας, κ. …….., τον ενημέρωσε ότι του είχε παραδώσει το κλειδί του χρηματοκιβωτίου και δεν υπήρχαν εντός αυτού οι δύο σφραγισμένοι φάκελοι του ενάγοντος. Θορυβημένος ο τελευταίος έσπευσε στην οικία του πρώτου εναγόμενου και του ζήτησε τους δύο φακέλους με το συνολικό ποσό των 45.000 ευρώ, που του είχε παραδώσει προς φύλαξη. Ωστόσο, ο πρώτος εναγόμενος του ομολόγησε, παρουσία της συζύγου του – δεύτερης εναγόμενης ότι είχε χρησιμοποιήσει το πιο πάνω ποσό, που είχε παραλάβει προς φύλαξη, αλλά τον διαβεβαίωσε ότι θα του το επέστρεφε, αναφερόμενος μάλιστα σε συγκεκριμένες πηγές εξεύρεσης εισοδημάτων (επικείμενη πώληση καφέ που διατηρούσε στον Πειραιά, προμήθεια από τη διοργάνωση θεαμάτων σε συνεργασία με το μέγαρο μουσικής, κύκλο εργασιών της γκαλερί – καταστήματος κοσμημάτων στο Κολωνάκι και συνταξιοδότησή του). Εξάλλου, την 1.6.2017 επειδή ο πρώτος εναγόμενος δεν είχε αποδώσει στον ενάγοντα το πιο πάνω ποσό, ο τελευταίος μετέβη, μαζί με το σύζυγο της μεγάλης κόρης του, ………, στο κατάστημα που διατηρούσαν οι εναγόμενοι στο …………. Εκεί, ο πρώτος εναγόμενος δήλωσε εγγράφως ότι αναγνωρίζει την οφειλή του ποσού των 45.000 ευρώ προς αυτόν (ενάγοντα),προκειμένου, όπως ρητά αναγράφηκε, να υπάρχει υποστατό αποδεικτικό μέσο, το οποίο να περιέχει πλήρη απόδειξη για την ύπαρξη και το ύψος της απαίτησης του τελευταίου κατά του πρώτου. Επομένως, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην πιο πάνω μείζονα σκέψη, η σύμβαση αυτή στηρίζεται στο άρθρο 361 Α.Κ. και είναι απλώς επιβεβαιωτική του υπάρχοντος χρέους του πρώτου εναγόμενου, με την έννοια ότι τα μέρη δεν θέλησαν να δημιουργήσουν (μ’ αυτή) νέα αυτοτελή ενοχή(δεν είχε το χαρακτήρα ανανέωσης, κατ’ άρθρο 438 Α.Κ., που επέφερε απόσβεση της παλαιάς ενοχής, όπως ισχυρίζεται ο πρώτος εναγόμενος), αλλά απέβλεψαν στη δημιουργία απλού αποδεικτικού μέσου με τη μορφή της εξώδικης ομολογίας (άρθρο 352 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.). Εξάλλου, με το ίδιο έγγραφο, η δεύτερη εναγόμενη συμβλήθηκε ως εγγυήτρια για την ως άνω οφειλή του πρώτου εναγόμενου – συζύγου της. Ωστόσο, ο τελευταίος κατέβαλε στον ενάγοντα μόνο το ποσό των 5.000 ευρώ, στις 16.10.2017. Επειδή από υπαιτιότητα (δόλο) του πρώτου εναγόμενου δεν του απέδωσε το υπόλοιπο ποσό των 40.000 ευρώ, το οποίο είχε παραλάβει προς φύλαξη με την ως άνω σύμβαση παρακαταθήκης, οφείλει να του το καταβάλει ως αποζημίωση, γενομένης δεκτής ως και κατ’ ουσία βάσιμης της κύριας βάσης της αγωγής, η δε, δεύτερη εναγόμενη οφείλει να του καταβάλει το ίδιο ποσό, ευθυνόμενη ως εγγυήτρια. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι η πράξη του πρώτου εναγόμενου να ιδιοποιηθεί παράνομα το ως άνω ποσό του ενάγοντος, που είχε στην κατοχή του και του είχε παραδοθεί προς φύλαξη από τον τελευταίο, συνιστά και αδικοπραξία. Αντίθετα, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, δεν αποδείχθηκε αδικοπρακτική συμπεριφορά της δεύτερης εναγόμενης (απατηλή πρόκληση βλάβης του ενάγοντος) και πρέπει να απορριφθεί η αγωγή ως προς τη βάση της αυτή και κατ’ επέκταση το αίτημα για την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης. Από την ως άνω παράνομη και υπαίτια πράξη του πρώτου εναγόμενου, ο ενάγων υπέστη σημαντική ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας πρέπει να του επιδικασθεί χρηματική ικανοποίηση. Λαμβανομένων δε υπόψη των εν γένει συνθηκών τέλεσης της πράξης του πρώτου εναγόμενου, του είδους και της βαρύτητας αυτής, της βλάβης του παθόντος και της διάρκειάς της, του έντονου ψυχικού άλγους που του προκλήθηκε και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων αυτών, όπως τα στοιχεία τούτα προαναφέρθηκαν και εκτιμώνται βάσει των κανόνων της κοινής πείρας και λογικής, το Δικαστήριο κρίνει ότι δικαιούται (ο ενάγων) ως χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των 8.000 ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο μετά τη στάθμιση των κατά νόμο στοιχείων (άρθρο 932 του Α.Κ.), σύμφωνα και με την αρχή της αναλογικότητας (Ολ.Α.Π. 10/2017 και Ολ.Α.Π. 9/2015 αμφότερες στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου). Ως προς το αίτημα για την καταβολή τόκων, πρέπει το ποσό των 40.000 ευρώ να καταβληθεί με το νόμιμο τόκο υπερημερίας: α) ως προς τον πρώτο εναγόμενο από τις 31.3.2017, αφού αποδείχθηκε η όχλησή του το μήνα Μάρτιο και όχι στις 29.3.2017, έως την επίδοση της αγωγής και β) ως προς τη δεύτερη εναγόμενη από τις 3.3.2018, οπότε παρήλθε η προθεσμία της μίας ημέρας που της τάχθηκε με την από 1.3.2018 εξώδικη διαμαρτυρία του ενάγοντος, που της επιδόθηκε με την έκθεση επίδοσης …./1.3.2018 του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά …….., για το χρονικό διάστημα έως την επίδοση της αγωγής. Μετά δε, την επίδοση της υπό κρίση αγωγής, επειδή δεν αποδεικνύεται το εύλογο της αντιδικίας, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην ως άνω μείζονα σκέψη, λόγω και της αποκλειστικής υπαιτιότητας των εναγομένων και του ότι αντιδικούν ακόμα και στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, ενώ δεν έχουν συμβιβαστεί με τον ενάγοντα, μην ασκούντος επιρροή στην επιδίκαση τόκων επιδικίας του γεγονότος ότι η αγωγή έχει τραπεί εν μέρει σε αναγνωριστική (Α.Π. 375/2021 και Α.Π. 1207/2017 ό.π.), τα ως άνω ποσά – των 40.000 ευρώ, όπως και αυτό περί χρηματικής ικανοποίησης από τον πρώτο εναγόμενο (ως προς την επιδίκαση τόκου επιδικίας για το περί χρηματικής ικανοποίησης ποσό, βλ.Α.Π. 1039/2021 και Α.Π. 375/2021 ό.π.), πρέπει να καταβληθούν με το νόμιμο τόκο επιδικίας (άρθρο 346Α.Κ.).

V. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, αφού ήδη έγινε δεκτή η έφεση και ως ουσιαστικά βάσιμη και εξαφανίστηκε η εκκαλούμενη απόφαση, καθ’ ο μέρος εκκαλείται και μεταβιβάστηκε (πλην του αιτήματος περί προσωπικής κράτησης), κρατήθηκε η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και ερευνήθηκε εκ νέου η από 10.2018 αγωγή, πρέπει η τελευταία να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στον ενάγοντα, το ποσό των 40.000 ευρώ, η δεύτερη ευθυνόμενη ως εγγυήτρια, ο δε πρώτος εναγόμενος να αναγνωριστεί ότι οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το επιπλέον ποσό των 8.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση, τα ποσά δε αυτά με το νόμιμο τόκο, όπως εκτέθηκε ανωτέρω. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση στον πρώτο εκκαλούντα του παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε με το ηλεκτρονικό παράβολο …………. (άρθρο 495 §3Α. περ. β´ του Κ.Πολ.Δ.). Και τούτο διότι, εάν το ένδικο μέσο γίνει δεκτό και εξαφανισθεί η απόφαση, ο διάδικος που το άσκησε, θεωρείται, για την τύχη του κατατεθέντος παραβόλου, νικήσας, κατ’ άρθρο 495 του Κ.Πολ.Δ. (εφόσον η νίκη του καταθέσαντος το παράβολο πρέπει να κρίνεται σε σχέση με το διατακτικό της απόφασης που εκδίδεται επί του ενδίκου μέσου) και δικαιούται να του επιστραφεί, ανεξαρτήτως αν η τελική κρίση του δικαστηρίου επί της ουσίας της υπόθεσης είναι ή όχι ευνοϊκή γι’ αυτόν (Α.Π. 532/2016 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Τέλος, πρέπει να καταδικαστούν οι εκκαλούντες, ανάλογα με την έκταση της ήττας τους, στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας (στα οποία θα συμπεριληφθεί και του καταβληθέν από τον ενάγοντα δικαστικό ένσημο), κατά παραδοχή του σχετικού νόμιμου αιτήματος του τελευταίου (άρθρα 69 παρ. 1, 68 παρ.1, 63 παρ. 1 i περ.α του ν. 4194/2013, 176, 183 και 191 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. Σημειωτέον ότι ηδιάταξη αυτή δεν αντιφάσκει μ’εκείνη με την οποία γίνεται δεκτή η έφεση του ιδίου και εξαφανίζεται η εκκληθείσα πρωτόδικη απόφαση, διότι, σύμφωνα με τα άρθρα 176 – 183 του Κ.Πολ.Δ., ως προς την τελική κατανομή των δικαστικών εξόδων των διαδίκων, καθιερώνεται η αρχή της ήττας, η οποία ισχύει και στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, με συνέπεια, όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εκδικάζει την αίτηση παροχής έννομης προστασίας, να λογίζεται ως ηττηθείς διάδικος, που βαρύνεται με την πληρωμή των δικαστικών εξόδων, εκείνος ως προς τον οποίο αποβαίνει δυσμενής η κατάληξη της δίκης, με την παραδοχή ή την απόρριψη της αίτησης, ανεξαρτήτως του αν άσκησε το ένδικο μέσο αυτός ή ο αντίδικός του (Α.Π. 692/2004 Ελλ.Δ/νη 2006, σελ. 1015).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 1.11.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2019έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη οριστική απόφαση 2929/2019 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, καθ’ ο μέρος εκκαλείται, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 16.10.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2018 αγωγή, πλην του αιτήματός της περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης των εναγομένων.

Δέχεται εν μέρει αυτήν.

Υποχρεώνει τους εναγομένους, ……. και ……., να καταβάλουν στον ενάγοντα, ………, η δεύτερη ευθυνόμενη ως εγγυήτρια, το ποσό των σαράντα χιλιάδων (40.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας, ο πρώτος εναγόμενος από τις 31.3.2017 και η δεύτερη εναγόμενη από τις 3.3.2018 και έως την επίδοση της αγωγής, μετά δε, την επίδοση αυτής, με το νόμιμο τόκο επιδικίας.

Αναγνωρίζει ότι ο πρώτος εναγόμενος, ……, οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα, ………….,το επιπλέον ποσό των 8.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής.

Διατάσσει την επιστροφή στον πρώτο εκκαλούντα του κατατεθέντος από αυτόν παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό.  Και

Καταδικάζει τους εναγόμενους – εκκαλούντες στην καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος – εφεσίβλητου και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, την οποία καθορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 23Ιουνίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Ο   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ