Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 434/2022

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Γ΄ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Περίληψη

Συνυπαιτιότητα στην πρόκληση του τροχαίου ατυχήματος, τόσο του οδηγού της μοτοσυκλέτας, που επιχείρησε προσπέρασμα από δεξιά, πλησίον οδικού κόμβου, σε αυτοκίνητο που κινούνταν σε ευθεία πορεία, κατά παράβαση του άρθρου 17 παρ.2 του Κ.Ο.Κ., όσο και της οδηγού του αυτοκινήτου, που, επιχειρώντας ελιγμό (στροφή) προς τα δεξιά, δεν έλεγξε, χρησιμοποιώντας τον δεξιό καθρέπτη του οχήματός της, εάν μπορούσε να πραγματοποιήσει τον ελιγμό αυτό με ασφάλεια χωρίς να παρεμποδίσει την κυκλοφορία άλλων οχημάτων, που τυχόν διέρχονταν τη στιγμή εκείνη στη δεξιά πλευρά του οδοστρώματος, κατά παράβαση του άρθρου 21 παρ.1 του Κ.Ο.Κ.

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 434/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ……………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ – ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) …………….. και 2) ………………., οι οποίοι παραστάθηκαν διά του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Μαργαρίτη Ι. Μέλιου (με δήλωση, κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).

ΚΑΙ των ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) ………., 2) ………. και 3) Aνώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας ………… ως ιδιοκτήτριας του Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.) …………….. οι οποίοι παραστάθηκαν διά της πληρεξούσιας δικηγόρου τους Θεοδώρας Ρουβά (με δήλωση, κατ΄ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

Οι ΕΝΑΓΟΝΤΕΣΕΚΚΑΛΟΥΝΤΕΣ, άσκησαν, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά των εναγόμενων – εφεσίβλητων, την από 30-5-2018, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης, αντίστοιχα, (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………../11-6-2018 αγωγή. Το ανωτέρω Δικαστήριο, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητα (άρθρα 614 επ. ΚΠολΔ), εξέδωσε την υπ΄αρ. 1535/2019 οριστική απόφασή του με την οποία απέρριψε την αγωγή.

Ήδη οι ενάγοντες – εκκαλούντες προσβάλλουν την απόφαση αυτή, με την κρινόμενη, από 6-7-2020, έφεσή τους, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ………/8-7-2020, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ………../11-2-2021.

Η παραπάνω έφεση προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της   9ης-12-2021, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης και γράφτηκε στο πινάκιο με αρ. 22.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ύστερα από δήλωσή τους, που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσαν προτάσεις.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Η κρινόμενη έφεση  των  εκκαλούντων –  εναγόντων, κατά της υπ΄ αρ. 1535/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητα (άρθρα 614 επ.), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2, 591 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης και από τη δημοσίευσή της μέχρι την άσκηση της έφεσης, δεν έχει παρέλθει διετία. Κατατέθηκε δε από τους εκκαλούντες το προβλεπόμενο, από το άρθρο 495 παρ.3εδ.α ΚΠολΔ, παράβολο του Δημοσίου, όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση της Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κάτωθεν του δικογράφου της. Πρέπει, επομένως, να εξετασθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς τo παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 19, 522 ,533 παρ.1,2 ΚΠολΔ).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης. Από την άνω διάταξη προκύπτει ότι σε περίπτωση προσβολής της υγείας προσώπου, φορέας της σχετικής αξίωσης για χρηματική ικανοποίηση είναι ο υποστάς άμεσα την ηθική βλάβη παθών, κατά του οποίου στρέφεται η αδικοπραξία. Τρίτα πρόσωπα, που ανήκουν συνήθως στο άμεσο οικογενειακό περιβάλλον του θύματος της αδικοπραξίας, έστω και αν αυτά υφίστανται ψυχικό πόνο από την αδικοπραξία, που στρέφεται κατά του οικείου τους, κατά κανόνα θεωρούνται τρίτοι και δεν καθίστανται και αυτά φορείς της σχετικής αξίωσης για χρηματική ικανοποίηση (Ολ.ΑΠ 18/2004). Κατ΄ εξαίρεση, ωστόσο, στην περίπτωση τραυματισμού ή θανάτου προσώπου, που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια συγγενούς του, ο οποίος υφίσταται ισχυρό νευρικό κλονισμό με περαιτέρω δυσμενείς συνέπειες στην υγεία του (π.χ. συμπτώματα κατάθλιψης, αυπνίας και ανορεξίας), θεμελιώνεται αξίωση αυτού (συγγενή) χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης για την αντανακλαστικώς προκληθείσα βλάβη της υγείας του (ΑΠ 843/2021, ΑΠ 449/2018, ΑΠ 624/2010, ΑΠ 1824/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Εξάλλου, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, έχει τη δυνατότητα να ερευνήσει, πριν ακόμη εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση εφόσον ο εκκαλών παραπονείται για άλλο λόγο, όπως π.χ. για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την αγωγή, τις διαδικαστικές προϋποθέσεις, ήτοι το ορισμένο, το παραδεκτό, το νόμω βάσιμο αυτής και την καθ΄ύλη αρμοδιότητα του πρωτόδικου δικαστηρίου προς εκδίκασή της και χωρίς ειδικό παράπονο και να την απορρίψει ως μη νόμιμη ή αόριστη κ.λπ., μετά την εξαφάνισή της προσβαλλόμενης απόφασης, διότι, στην περίπτωση αυτή, δεν επιτρέπεται υποκατάσταση αιτιολογίας, αφού οδηγεί σε διαφορετικό αποτέλεσμα, ως προς το διατακτικό, υφίσταται δε διαφορά ως προς την εμβέλεια του δεδικασμένου. Αν δηλ. ο εκκαλών παραπονείται για την κατ΄ουσία απόρριψη της αγωγής, μπορεί το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, μετά από εξαφάνιση της απόφασης, να απορρίψει την αγωγή ως αόριστη, απαράδεκτη, νόμω αβάσιμη κ.α., καθώς με αυτόν τον τρόπο δεν καθίσταται χειρότερη η θέση του εκκαλούντος (ΑΠ 140/2019, ΑΠ 258/2015, ΑΠ 92/2015, ΑΠ 1951/2007ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ Β. Βαθρακοκοίλη Ερμ.ΚΠολΔ, άρθρο 522 παρ.10,11).

Στην προκείμενη περίπτωση, οι ενάγοντες εξέθεταν στην ως άνω από 30-5-2018 (με Ε.Α.Κ……./2018) αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της, ότι,  η πρώτη εναγόμενη οδηγώντας στις 20-5-2016 και περί ώρα 9.45,το υπ΄αρ. κυκλοφορίας ……….. ΙΧΕ αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του δεύτερου εναγόμενου, το οποίο είναι ασφαλισμένο, κατά του κινδύνου πρόκλησης ζημιών σε τρίτους στην τρίτη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία, προκάλεσε από υπαιτιότητά της, φθορές και βλάβες στην υπ΄αρ. κυκλοφορίας ……….. δίκυκλη μοτοσυκλέτα, που οδηγούσε ο πρώτος ενάγων, ιδιοκτησίας του, καθώς και τον τραυματισμό της δεύτερης ενάγουσας, η οποία συνεπέβαινε σε αυτήν (μοτοσυκλέτα), κατά τη σύγκρουση των ως άνω οχημάτων, που έγινε στον τόπο και κάτω από τις συνθήκες που αναφέρονται στην αγωγή. Ζητούσαν δε, όπως παραδεκτά (με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αλλά και με τις προτάσεις τους ενώπιον αυτού),περιόρισαν το αγωγικό αίτημα από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν, ο καθένας εις ολόκληρο, να καταβάλουν, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση: Α) Στον πρώτο ενάγοντα, ως αποζημίωση το ποσό των 2.820 ευρώ (1.520 ευρώ για τις υλικές ζημίες που υπέστη η μοτοσυκλέτα του, 800 ευρώ για τη μείωση της μεταπωλητικής αξίας αυτής και 500 ευρώ για τις δαπάνες μετακινήσεών του με ταξί) και ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από τον τραυματισμό της μητέρας του, αλλά και ένεκα των υλικών ζημιών της μοτοσυκλέτας του, το ποσό των 20.000 ευρώ, ήτοι συνολικά 22.820 ευρώ. Β)Στη δεύτερη ενάγουσα, ως αποζημίωση το ποσό των 11.708 ευρώ (178 ευρώ για την αγορά ιατρικού υλικού και  τη διενέργεια εργαστηριακών ελέγχων, 100 ευρώ για τις αμοιβές ιατρών, 10.980 ευρώ για την αμοιβή των υπηρεσιών κατ΄οίκον νοσηλευτή και οικιακής βοηθού, τις οποίες της προσέφεραν ο γιός της – πρώτος ενάγων και η αδερφή της, με υπερένταση των δυνάμεών τους, όπως ειδικότερα εξειδικεύεται στην αγωγή και 450 ευρώ για τις δαπάνες μετακινήσεών της με ταξί) και ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από τον τραυματισμό της, το ποσό των 29.960 ευρώ (μετά τον περιορισμό αυτού κατά 40 ευρώ, που προτίθετο να ζητήσει ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων), ήτοι συνολικά41.668 ευρώ.

Το ως άνω Δικαστήριο, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητα (άρθρα 614 επ.), εξέδωσε την υπ΄αρ. 1535/2019 οριστική απόφαση (εκκαλουμένη) με την οποία, αφού έκρινε την αγωγή νόμιμη, πλην των αιτημάτων της περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης εις βάρος της πρώτης εναγόμενης και κήρυξης της απόφασης που θα εκδοθεί προσωρινώς εκτελεστής, τα οποία, μετά την μετατροπή του αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό, καθίστανται μη νόμιμα, καθώς συνάδουν με τον καταψηφιστικό χαρακτήρα αυτής, ακολούθως την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη, κρίνοντας ότι το ένδικο ατύχημα οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του πρώτου ενάγοντος – οδηγού της ως άνω μοτοσυκλέτας.

Ήδη κατά της παραπάνω οριστικής απόφασης (υπ΄αρ. 1535/2019) παραπονούνται οι ενάγοντες- εκκαλούντες, με την κρινόμενη έφεσή τους, για τους λόγους που εκθέτουν στην τελευταία και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν δε την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή τους.

Σχετικά με τα αγωγικά κονδύλια, που αφορούν στην αιτούμενη από τη δεύτερη ενάγουσα αποζημίωση για τις δαπάνες στις οποίες προέβη λόγω του τραυματισμού της στο ένδικο ατύχημα, ποσού 178 ευρώ για αγορά ιατρικού υλικού, διενέργεια εργαστηριακών ελέγχων και εξετάσεων και  ποσού 100 ευρώ ως αμοιβές για τις ιατρικές επισκέψεις, αυτά είναι απορριπτέα ως αόριστα (ζήτημα που ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το παρόν Δικαστήριο, κατά τα αναφερθέντα στην οικεία μείζονα σκέψη), καθώς δεν αναφέρεται στην αγωγή, ποιο συγκεκριμένα ήταν το ιατρικό υλικό που αγοράστηκε, ούτε οι εξετάσεις που διενεργήθηκαν, καθώς και πότε και σε ποιους ιατρούς καταβλήθηκαν οι ως άνω αμοιβές και το ποσό που αντιστοιχεί σε κάθε επίσκεψη. Επίσης, ως αόριστα πρέπει να απορριφθούν και τα αγωγικά κονδύλια, που αφορούν στην αποζημίωση την οποία αιτείται ο πρώτος ενάγων, σχετικά με τις δαπάνες ποσού 1.520 ευρώ, στις οποίες προέβη για την αποκατάσταση των υλικών ζημιών που υπέστη η δίκυκλη μοτοσυκλέτα του ένεκα του ατυχήματος, αλλά και τη μείωση της μεταπωλητικής της αξίας μετά από αυτό, ύψους 800 ευρώ, διότι δεν αναφέρεται στην αγωγή, αφενός μεν, το είδος και το κόστος των επιμέρους ανταλλακτικών και εργασιών, που χρειάστηκαν για την επισκευή της ως άνω μοτοσυκλέτας, αφετέρου δε, η μάρκα, το μοντέλο καθώς και ο χρόνος πρώτης κυκλοφορίας της, ώστε να καταστεί δυνατό να εκτιμηθεί από το Δικαστήριο η αξία της κατά το χρόνο του ατυχήματος και η μείωση, που αυτή τυχόν υπέστη, εξαιτίας του τελευταίου. Τα παραπάνω στοιχεία, η έλλειψη των οποίων συνιστά ποσοτική αοριστία της αγωγής, δεν συμπληρώνονται, ούτε με τις προτάσεις των εναγόντων ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ενώ η παραπομπή στις προσκομιζόμενες αποδείξεις (και μάλιστα γενικά και αόριστα, χωρίς να αναγράφονται περαιτέρω στοιχεία αυτών, όπως ο αριθμός ή η ημερομηνία έκδοσής τους, το όνομα του συνεργείου στο οποίο έλαβαν χώρα οι εν λόγω επισκευές κ.λπ.), δεν δύναται να θεραπεύσει την ως άνω αοριστία. Τέλος, το αίτημα της αγωγής σχετικά με την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης στον πρώτο ενάγοντα, όσον αφορά στο πρώτο σκέλος του, στο οποίο επικαλείται τη στεναχώρια και ταλαιπωρία, που αυτός υπέστη από τον  τραυματισμό της μητέρας του – δεύτερης εναγόμενης στο εν λόγω ατύχημα, κατά το οποίο ήταν παρών, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο, διότι, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, σε περίπτωση προσβολής της υγείας προσώπου, φορέας της σχετικής αξίωσης για χρηματική ικανοποίηση είναι ο υποστάς άμεσα την ηθική βλάβη παθών, κατά του οποίου στρέφεται η αδικοπραξία, ήτοι στη συγκεκριμένη περίπτωση, η δεύτερη εναγόμενη. Τρίτα πρόσωπα, που ανήκουν συνήθως στο άμεσο οικογενειακό περιβάλλον του παθόντος, έστω και αν αυτά υφίστανται ψυχικό πόνο από την αδικοπραξία, κατά κανόνα δεν καθίστανται και αυτά φορείς της σχετικής αξίωσης για χρηματική ικανοποίηση. Δεν επικαλείται δε, ο πρώτος ενάγων, συγκεκριμένα περιστατικά, όπως ότι υπέστη ισχυρό νευρικό κλονισμό με περαιτέρω δυσμενείς συνέπειες στην υγεία του (π.χ. συμπτώματα κατάθλιψης, αυπνίας, ανορεξίας κ.α.), από τα οποία, κατ΄εξαίρεση, σύμφωνα με τα επίσης αναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, να μπορεί να θεμελιωθεί αξίωση του ίδιου, λόγω ηθικής βλάβης, για την αντανακλαστικώς προκληθείσα βλάβη της υγείας του, ένεκα του τραυματισμού της μητέρας του, που εκτυλίχθηκε μπροστά του. Παραμένει, ωστόσο, νόμιμο το ως άνω αίτημα του πρώτου ενάγοντος, ως προς το δεύτερο σκέλος του, δηλαδή  περί επιδίκασης σε αυτόν χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, εξαιτίας της στεναχώριας και της ταλαιπωρίας που ο ίδιος υπέστη, ένεκα των βλαβών που προκλήθηκαν, κατά την επίδικη σύγκρουση, στη μοτοσυκλέτα κυριότητάς του (βλ.Αθ. Κρητικού ‘’Αποζημίωση από Τροχαία Αυτοκινητικά Ατυχήματα’’ εκδ.1998, παρ. 930) και της δυσχέρειάς του να μετακινείται όσο χρόνο χρειάστηκε για την επισκευή της.

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα των εναγόντων …………., ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση, πρακτικά αυτού, καθώς και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων και οι φωτογραφίες, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Στις 20-5-2016 και περί ώρα 9.45, η πρώτη εναγόμενη, οδηγώντας το υπ΄αρ. κυκλοφορίας ……… ΙΧΕ αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του δεύτερου εναγόμενου, το οποίο ήταν ασφαλισμένο, έναντι του κινδύνου πρόκλησης ζημιών σε τρίτους, στην τρίτη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία, κινείτο επί της οδού Μαρίας Χατζηκυριάκου στον Πειραιά, με κατεύθυνση από την Ακτή Θεμιστοκλέους προς την οδό Σαλαμινομάχων. Η οδός αυτή (Μ. Χατζηκυριακού) είναι μονής κατεύθυνσης, χωρίς διαγράμμιση και συνολικό πλάτος οδοστρώματος 9 μ. (βλ. από 20-5-2016 δελτίο οδικού τροχαίου ατυχήματος και από 4-8-2016 πρόχειρο σχεδιάγραμμα του ατυχήματος αυτού). Την ίδια ώρα στην ανωτέρω οδό και ομόρροπα προς την κίνηση του παραπάνω οχήματος, που οδηγούσε η πρώτη εναγόμενη, κινείτο και η υπ΄αρ. κυκλοφορίας ………… δίκυκλη μοτοσυκλέτα (αρχικά πίσω από το ανωτέρω όχημα και στη συνέχεια πίσω δεξιά αυτού), ιδιοκτησίας του πρώτου ενάγοντος, οδηγούμενη από τον ίδιο, στην οποία συνεπέβαινε η δεύτερη ενάγουσα – μητέρα του. Όταν η πρώτη εναγόμενη, πλησίαζε τη διασταύρωση της οδού Μ. Χατζηκυριακού με την οδό Σαλαμινομάχων, στην οποία προτίθετο να εισέλθει, πραγματοποιώντας στροφή προς τα δεξιά, άναψε το δεξί φλάς του ως άνω αυτοκινήτου που οδηγούσε και εκκίνησε τον ελιγμό. Τη στιγμή εκείνη κινούνταν, όπως προαναφέρθηκε, πίσω δεξιά της και συνεχίζοντας σε ευθεία πορεία (με κατεύθυνση προς τη λεωφ. Χατζηκυριάκου) η δίκυκλη μοτοσυκλέτα, που οδηγούσε ο πρώτος ενάγων, κίνηση την οποία δεν αντιλήφθηκε η πρώτη εναγόμενη, καθώς, πριν προβεί στον εν λόγω ελιγμό, δεν είχε ελέγξει, μέσω του δεξιού καθρέπτη του οχήματός της, την ενδεχόμενη διέλευση οχημάτων στη δεξιά πλευρά της οδού, με αποτέλεσμα να επιπέσει, με το εμπρόσθιο δεξιό τμήμα του οχήματός της, στο μεσαίο αριστερό τμήμα της μοτοσυκλέτας, η οποία ανετράπη, προς τα αριστερά, με συνέπεια να τραυματιστεί η επιβαίνουσα σε αυτήν δεύτερη ενάγουσα, στο αριστερό πόδι, το οποίο καταπλακώθηκε κατά την πτώση της. Από τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι η πρόκληση του ένδικου ως άνω ατυχήματος οφείλεται σε συγκλίνουσα υπαιτιότητα (αμέλεια) τόσο της οδηγού του αυτοκινήτου – πρώτης εναγόμενης, όσο και του οδηγού της μοτοσυκλέτας, οι οποίοι δεν επέδειξαν την επιμέλεια του μέσου συνετού οδηγού, που όφειλαν και μπορούσαν, κατά τις επικρατούσες περιστάσεις, να επιδείξουν. Ειδικότερα, η υπαιτιότητα του πρώτου ενάγοντος οδηγού της μοτοσυκλέτας συνίσταται στο ότι, αυτός επιχείρησε προσπέρασμα από δεξιά, πλησίον οδικού κόμβου, σε όχημα που κινούνταν σε ευθεία πορεία, κατά παράβαση του άρθρου 17 παρ.1,2του Κ.Ο.Κ. Περαιτέρω, η υπαιτιότητα της πρώτης εναγόμενης – οδηγού του αυτοκινήτου, έγκειται στο ότι, κατά τον ως άνω ελιγμό της, δεν έλεγξε, χρησιμοποιώντας τον δεξιό καθρέπτη του οχήματός της (παρά μόνο τον αριστερό) εάν μπορούσε να πραγματοποιήσει τον ελιγμό αυτό προς τα δεξιά με ασφάλεια, χωρίς να παρεμποδίσει την κυκλοφορία άλλων οχημάτων που τυχόν διέρχονταν τη στιγμή εκείνη, κατά παράβαση του άρθρου 21 παρ.1 του Κ.Ο.Κ, συμπεριφορά που είχε ως αποτέλεσμα να μην αντιληφθεί την, αντικανονική έστω, κίνηση της δίκυκλης μοτοσυκλέτας, με συνακόλουθη συνέπεια την πρόκληση του τροχαίου ατυχήματος. Τα παραπάνω αποδεικνύονται, αφενός μεν από τα όσα κατέθεσαν οι ενάγοντες στα πλαίσια της ποινικής διαδικασίας, αφετέρου δε από τους απολογητικούς ισχυρισμούς της πρώτης εναγόμενης οδηγού, στα πλαίσια της ίδιας διαδικασίας, από τους οποίους συνάγεται η παραδοχή της ότι έλεγξε, όπως προαναφέρθηκε, μόνο τον αριστερό καθρέφτη του αυτοκινήτου που οδηγούσε, πριν επιχειρήσει την ως άνω δεξιά στροφή. Επίσης, προκύπτουν και από τη θέση των ως άνω οχημάτων, όπως αποτυπώνεται στο προαναφερθέν σχεδιάγραμμα, σε συνδυασμό με τα μέρη αυτών τα οποία συγκρούστηκαν. Με βάση τα ανωτέρω, το ποσοστό συνυπαιτιότητας της πρώτης εναγόμενης οδηγού προσδιορίζεται σε 40% και του πρώτου ενάγοντος σε 60 %, γενομένης εν μέρει δεκτής και ως ουσιαστικά βάσιμης, κατά το ως άνω ποσοστό, της σχετικής ένστασης (300 ΑΚ) των εναγόμενων, περί συνυπαιτιότητας του πρώτου ενάγοντος, την οποία επαναφέρουν με τις προτάσεις τους ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που, με την εκκαλουμένη έκρινε ότι, το επίδικο ατύχημα οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του πρώτου ενάγοντος – οδηγού της μοτοσυκλέτας, έσφαλε και μη ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις, όπως βάσιμα παραπονούνται οι ενάγοντες με την κρινόμενη έφεσή τους, η οποία πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, όσον αφορά στο ως άνω ποσοστό συνυπαιτιότητας της πρώτης εναγόμενης. Σημειωτέον δε ότι, συνυπαιτιότητα της πρώτης εναγόμενης στην επέλευση του εν λόγω ατυχήματος, αναγνωρίστηκε τόσο από το Β΄ Μονομελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς με την υπ΄αρ. 1051/2020 απόφασή του, όσο και το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, δικάζοντας κατ΄έφεση, με την υπ΄αρ. 938/2022 απόφασή του, οι οποίες (αποφάσεις) εκτιμώνται ελεύθερα από το παρόν Δικαστήριο, έκριναν ένοχη αυτήν (πρώτη εναγόμενη) για την αξιόποινη πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια, σχετικά με τον τραυματισμό της δεύτερης ενάγουσας στο ένδικο ατύχημα. Περαιτέρω αποδείχθηκε, ότι, όπως προεκτέθηκε, η δεύτερη ενάγουσα, επιβαίνουσα στην μοτοσυκλέτα που οδηγούσε ο πρώτος ενάγων -γιος της, τραυματίστηκε ένεκα του επίδικου ατυχήματος. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το υπ΄αρ. πρωτ. ……./24-5-2016 πιστοποιητικό εξέτασης του διευθυντή της ορθοπεδικής κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Νίκαιας ‘’Αγ. Παντελεήμων’’, ……………, αυτή υπέστη κάκωση (Αρ.) ποδοκνημικής, οίδημα έξω σφυρού, ενώ από τον ακτινολογικό έλεγχο προέκυψε ρωγμώδες κάταγμα έξω σφυρού. Ετέθη κνημοποδικός πλαστικός νάρθηκας. Της εδόθηκαν οδηγίες και αντιπηκτική αγωγή και συνεστήθη επανεξέταση στο τακτικό ορθοπεδικό ιατρείο. Λόγω δε της ανωτέρω περιγραφείσας κατάστασης της υγείας της δεύτερης ενάγουσας, που προκλήθηκε από τον τραυματισμό της στην ένδικη σύγκρουση, η τελευταία, για το διάστημα των40 ημερών μετά το ατύχημα, δεν μπορούσε να αυτοεξυπηρετηθεί, ούτε να πραγματοποιήσει τις καθημερινές οικιακές εργασίες, αλλά χρειαζόταν προς τούτο τη φροντίδα τρίτου προσώπου – οικιακής βοηθού, υπηρεσίες τις οποίες της προσέφερε ο γιος της – πρώτος ενάγων και η αδερφή της, με υπερένταση των προσπαθειών τους και παραμελώντας τις δικές τους απασχολήσεις. Το ποσό δε, που θα κατέβαλε η δεύτερη ενάγουσα για τις υπηρεσίες αυτές, αν είχε προσλάβει τρίτο πρόσωπο, ανέρχεται, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, για το εν λόγω διάστημα συνολικά σε 2.400ευρώ, ήτοι 60 ευρώ ημερησίως χ 40 ημέρες. Το ποσό αυτό πρέπει να μειωθεί κατά το ποσοστό συνυπαιτιότητας του πρώτου ενάγοντος στην επέλευση του ατυχήματος (2.400 ευρώ χ 60 %= 1.440 ευρώ) και να διαμορφωθεί στο τελικό ποσό των 960 ευρώ (2.400 ευρώ -1.440 ευρώ), γενομένου εν μέρει δεκτού του σχετικού αιτήματος της αγωγής για το ως άνω ποσό. Αντίθετα, το ποσό των 10.980 ευρώ(180 ευρώ ημερησίως για 61 ημέρες) που ζητείται με την αγωγή, κρίνεται υπερβολικό, με βάση το είδος του τραυματισμού της δεύτερης ενάγουσας, τα διδάγματα της κοινής πείρας, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι, τόσο ο πρώτος ενάγων – γιος της, όσο και η αδερφή της δεν είχαν εξειδικευμένες γνώσεις, όπως βάσιμα ισχυρίζονται οι εναγόμενοι. Από την άλλη πλευρά, οι ισχυρισμοί των εναγόμενων περί απόρριψης του σχετικού αγωγικού κονδυλίου, επειδή δεν προκύπτει από ιατρική γνωμάτευση ότι, η ως άνω παθούσα είχε ανάγκη φροντίδας τρίτου προσώπου, άλλως, το διάστημα που χρειαζόταν τέτοια φροντίδα, δεν υπερέβαινε τις 20 ημέρες και σε κάθε περίπτωση, οι μηνιαίες αποδοχές μιας οικιακής βοηθού δεν ξεπερνούν τα 400-500 ευρώ μηνιαίως, δεν ελέγχονται ως βάσιμοι. Κι αυτό διότι, αφενός μεν η παραπάνω αναφερθείσα κατάσταση της υγείας της παθούσας σε συνδυασμό με την ηλικία της κατά το χρόνο του ατυχήματος (64 ετών), καταδεικνύει το αντίθετο, αφετέρου δε, εκτός του ότι σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ο μηνιαίος μισθός για παροχή τέτοιου είδους υπηρεσιών, είναι μεγαλύτερος (από 400-500 ευρώ), η αμοιβή με μηνιαίο μισθό συνήθως συμφωνείται για την παροχή υπηρεσιών σε μονιμότερη βάση και όχι μόνο για 40ημέρες, όπως στην προκειμένη περίπτωση. Όσον αφορά, όμως, στο αγωγικό κονδύλι, σχετικά με το ποσό που ισχυρίζεται ότι δαπάνησε ο πρώτος ενάγων για τις μετακινήσεις του με ταξί (δύο φορές την ημέρα από την οικία του προς την εργασία του και αντιστρόφως), λόγω της παραμονής της μοτοσυκλέτας του επί 25 ημέρες στο συνεργείο, ύψους 20 ευρώ ημερησίως και συνολικά 500 ευρώ (20 ευρώ χ 25 ημέρες), πέραν της αοριστίας του, αφού δεν αναφέρεται η διεύθυνση της εργασίας του, ώστε να προκύψει η χιλιομετρική απόσταση της διαδρομής, σε κάθε περίπτωση είναι απορριπτέο ως αναπόδεικτο, καθώς δεν προσκομίζονται σχετικές αποδείξεις. Επίσης, το κονδύλι της αγωγής που αφορά στις μετακινήσεις με ταξί της δεύτερης ενάγουσας, όσο διαρκούσε ο τραυματισμός της, ήτοι κάθε δεύτερη ημέρα από την οικία της στο νοσοκομείο, συνολικού ποσού 450 ευρώ (15 ευρώ χ 30 ημέρες), πέραν της αοριστίας του, καθώς δεν αναφέρεται στην αγωγή σε ποιο νοσοκομείο αυτή μετέβαινε, ώστε να προκύψει η χιλιομετρική απόσταση της διαδρομής, σε κάθε περίπτωση είναι απορριπτέο ως αναπόδεικτο, διότι δεν προσκομίζονται σχετικές αποδείξεις.

Εξάλλου το παρόν Δικαστήριο από τα παραπάνω, πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, οδηγείται στην κρίση ότι η δεύτερη ενάγουσα, λόγω του τραυματισμού της εξαιτίας του ατυχήματος, όπως αυτός αναλυτικά περιγράφεται παραπάνω, υπέστη και ηθική βλάβη από την αδικοπραξία της πρώτης εναγόμενης, η οποία οδηγούσε το ως άνω αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του δεύτερου εναγόμενου. Λαμβάνοντας δε υπόψη τις συνθήκες τέλεσης της πράξης της (πρώτης εναγόμενης), το βαθμό του πταίσματός της, αλλά και τον βαθμό συνυπαιτιότητάς του πρώτου ενάγοντος – οδηγού της μοτοσυκλέτας στην οποία συνεπέβαινε η δεύτερη ενάγουσα, την ηλικία αυτής, την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των μερών, πλην της τρίτης εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρείας, της οποίας η ευθύνη είναι εγγυητική, κρίνει, με βάση τα διδάγματα της ανθρώπινης πείρας και της λογικής, ότι πρέπει να της επιδικασθεί ως χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των 2.200 ευρώ, το οποίο είναι εύλογο, με βάση τα ως άνω ληφθέντα υπόψη γεγονότα, τη βαρύτητα του τραυματισμού της, την ταλαιπωρία που υπέστη και τον ψυχικό πόνο που δοκίμασε ένεκα αυτού, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 του Συντάγματος). Ακόμη, το Δικαστήριο, βάσει των προαναφερθέντων περιστατικών, κρίνει ότι και ο πρώτος ενάγων υπέστη ηθική βλάβη από την ως άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά της πρώτης εναγόμενης, καθώς στεναχωρήθηκε από τις φθορές και βλάβες που προκλήθηκαν στη μοτοσυκλέτα κυριότητάς του ένεκα της επίδικης σύγκρουσης, ενώ επίσης υπέστη ταλαιπωρία κατά τις μετακινήσεις του, όσο χρόνο αυτή βρισκόταν προς επισκευή. Λαμβάνοντας δε υπόψη τις συνθήκες τέλεσης της πράξης της πρώτης εναγόμενης, το βαθμό του πταίσματός της, αλλά και το βαθμό συνυπαιτιότητάς του πρώτου ενάγοντος, την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των μερών, πλην της τρίτης εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρείας, της οποίας η ευθύνη είναι εγγυητική, κρίνει με βάση τα διδάγματα της ανθρώπινης πείρας και της λογικής, ότι πρέπει να του επιδικασθεί ως χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των 400  ευρώ, το οποίο είναι εύλογο, με βάση τα ως άνω ληφθέντα υπόψη γεγονότα, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας.

Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που κατέληξε σε διαφορετική κρίση με το παρόν, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Πρέπει, συνεπώς, κατά τους βάσιμους περί τούτου λόγους της έφεσης, να εξαφανισθεί. Ακολούθως, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ΄ουσία και αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί κατ΄ουσία, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, και ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν, ο καθένας εις ολόκληρο, στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 400 ευρώ και στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 3.160ευρώ (960 ευρώ+ 2.200 ευρώ). Τα ανωτέρω ποσά θα επιδικαστούν με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας, γενομένου δεκτού του σχετικού αιτήματος των εναγόμενων, και όχι επιδικίας, καθώς πρόκειται για χρηματικές απαιτήσεις επιδικαζόμενες κατ΄εύλογη κρίση του Δικαστηρίου (άρθρο 346 ΑΚ). Περαιτέρω, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, θα συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των τελευταίων και ανάλογα με την έκταση αυτής  (άρθρα 178, 183 ΚΠολΔ) και θα επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, εις βάρος των εναγόμενων, όπως ειδικότερα αυτά ορίζονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης. Τέλος, θα διαταχθεί, κατ΄ άρθρο 495 παρ. 3εδ.εΚΠολΔ,η απόδοση του αναφερομένου επίσης στο διατακτικό παραβόλου στους καταθέσαντες αυτό εκκαλούντες.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει την έφεση κατ΄αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση κατά το τυπικό και ουσιαστικό της μέρος.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄αρ. 1535/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε τη διαφορά των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών.

Κρατεί την αγωγή.

Δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση.

Απορρίπτει ότι έκρινε ως απορριπτέο.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Αναγνωρίζει την υποχρέωση των εναγόμενων να καταβάλουν, ο καθένας εις ολόκληρο, με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση, στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ και στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των τριών χιλιάδων εκατόν εξήντα (3.160) ευρώ.

Επιβάλλει μέρος από τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, εις βάρος των εναγόμενων, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.

Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου του Δημοσίου (e – παράβολο με αρ. …………../2020, ποσού 100 ευρώ),στους καταθέσαντες αυτό εκκαλούντες.

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 14/7/2022, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                HΓPAMMATEAΣ