Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 468/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός 468/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Eλληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών (ΑΦΜ …), που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού …………, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τη δικαστική πληρεξουσία Ν.Σ.Κ. Θεοδώρα Ιατρέλλη,

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ……… ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του, Ανθή Αθανασάκη, 2) …………., 3) ……….4) …………., οι οποίοι (2-4) δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Ο πρώτος εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 2.10.2007 και με αριθμό κατάθεσης …../2007 αγωγή του κατά των λοιπών εφεσίβλητων, καθώς και κατά των ………… και του ν.π.δ.δ. «Οργανισμός Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδος» για την αναγνώριση της κυριότητας ακινήτου και τη διόρθωση των πρώτων κτηματολογικών εγγραφών. Το εκκαλούν άσκησε ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου επί της ανοιγείσας δίκης την από 7.2.2008 και με αριθμό κατάθεσης …../2008 κύρια παρέμβαση κατά του παραπάνω ενάγοντος και των παραπάνω εναγόμενων, με την οποία το κυρίως παρεμβαίνον ζητούσε την απόρριψη της αγωγής και την αναγνώριση της δικής του κυριότητας στο ίδιο ακίνητο και τη διόρθωση των κτηματολογικών εγγραφών. Επί αγωγής και κύριας παρέμβασης εκδόθηκε αρχικά η 4356/2015 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που διέταξε τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης και στη συνέχεια η 282/2020 οριστική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου που δέχθηκε την αγωγή και απέρριψε την κύρια παρέμβαση.

Τις αποφάσεις αυτές προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου το εναγόμενο με την από 18.6.2020 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2020 και Ε.Α.Κ. …./2020) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (κατόπιν καταθέσεως της εφέσεως στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2020 και Ε.Α.Κ. ……/2020) η 4.3.2021, όταν η υπόθεση δεν εκφωνήθηκε λόγω της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων (από 11.2.2021 έως 22.3.2021) εξαιτίας της πανδημίας του Covid-19 και με την υπ’ αριθ. 85/2021 πράξη της Προέδρου Εφετών Αικατερίνης Νομικού ορίσθηκε νέα δικάσιμος κατ’ άρθρο 21 του ν. 4786/2021, η 7.10.2021, οπότε η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Η δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ του εκκαλούντος και η πληρεξούσια δικηγόρος του πρώτου εφεσίβλητου, αφού έλαβαν τον λόγο από τον Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα φέρεται μετ’ αναβολή από το πινάκιο για συζήτηση κατ’ άρθρο 226 παρ.4 σε συνδυασμό με το άρθρο 498 παρ.3 του ΚΠολΔ, η από 18.6.2020 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2020 και Ε.Α.Κ. …./2020 και για προσδιορισμό δικασίμου στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2020 και Ε.Α.Κ. …../2020) έφεση του Ελληνικού Δημοσίου κατά των …………… προς εξαφάνιση της 282/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία), συνεκκαλούμενης και της 4356/2015 μη οριστικής απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου- ήδη ενσωματωθείσας στην προαναφερόμενη οριστική απόφαση και με την οποία διατάχθηκε η διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης, σε όση έκταση περιέχει δυσμενείς κρίσεις και αιτιολογίες σε βάρος του εκκαλούντος- όπως η έφεση είχε αρχικά ορισθεί για να συζητηθεί στη δικάσιμο της 4.3.2021, όταν δεν εκφωνήθηκε λόγω της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων (από 11.2.2021 έως 22.3.2021) εξαιτίας της πανδημίας του Covid-19 και με την υπ’ αριθ. 85/2021 πράξη της Προέδρου Εφετών Αικατερίνης Νομικού ορίσθηκε νέα δικάσιμος κατ’ άρθρο 21 του ν. 4786/2021, η 7.10.2021, οπότε αναβλήθηκε η υπόθεση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο. Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στην τελευταία ορισθείσα μετ’ αναβολή δικάσιμο οι δεύτερος, τρίτη και τέταρτος των εφεσίβλητων που φέρονται ότι τυγχάνουν άγνωστης διαμονής, δεν εμφανίστηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Από τις προσκομιζόμενες από τον πρώτο εφεσίβλητο υπ’ αριθ. …./3.7.2020, …./3.7.2020 και …../3.7.2020 εκθέσεις επίδοσης του δικ. επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, ………. προς τον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά για λογαριασμό των δεύτερου, τρίτης και τέταρτου των εφεσίβλητων αντίστοιχα αποδεικνύεται ότι ακριβές αντίγραφο της ένδικης έφεσης με πράξη ορισμού της αρχικής δικασίμου της 4.3.2021 και κλήση σε αυτή για συζήτηση επιδόθηκε για λογαριασμό των ανωτέρω εφεσίβλητων ως αγνώστου διαμονής στον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά και ακολούθως δημοσιεύθηκε περίληψη του κοινοποιηθέντος δικογράφου κατόπιν υπόδειξης του ανωτέρω Εισαγγελέως στο από 26.9.2020 φύλλο της ημερήσιας εφημερίδας «………..» που εκδίδεται στην Αθήνα και στο από 29.9.20202 φύλλο της ημερήσιας εφημερίδας «….» που εκδίδεται στον Πειραιά, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 135 παρ.1 ΚΠολΔ. Επομένως οι παραπάνω εφεσίβλητοι, οι οποίοι θεωρούνται πλασματικώς κλητευθέντες στην τελευταία μετ’ αναβολή ορισθείσα δικάσιμο κατόπιν οίκοθεν προσδιορισμού δικασίμου με Πράξη της Προέδρου Εφετών λόγω ματαίωσης της συζήτησης της υπόθεσης στην αρχική δικάσιμο εξαιτίας της ως άνω προσωρινής αναστολής λειτουργίας των Δικαστηρίων, θα δικασθούν ερήμην πλην όμως θα προχωρήσει η διαδικασία σαν να ήταν και αυτοί παρόντες κατ’ άρθρο 524 παρ.4 ΚΠολΔ. Η εν λόγω έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, καθώς η εκκαλούμενη απόφαση που δημοσιεύθηκε στις 20.1.2020, επιδόθηκε στο Ελληνικό Δημόσιο στις 5.3.2020, όπως τούτο αναφέρεται στο εφετήριο και δεν αμφισβητείται από τον πρώτο εφεσίβλητο και η έφεση κατά αυτής ασκήθηκε στις 19.6.2020, ενώ στο χρονικό διάστημα από 13.3.2020 έως 31.5.2020 ανεστάλησαν οι προθεσμίες για την κατάθεση ενδίκων μέσων, δεδομένου ότι με την από υπ` αρ. Δ1α/ΓΠ.οικ. 17734/2020  Κ.Υ.Α. (ΦΕΚ τ. Β’ 833/12.3.2020) των Υπουργών Εθνικής Άμυνας-Υγείας-Δικαιοσύνης ανεστάλησαν λόγω κορωνοϊού οι νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων και άλλων ενεργειών ενώπιον των υπηρεσιών των δικαστηρίων για το διάστημα από 13.3.2020 έως και 15.3.2020, οπότε έπαυσε η ισχύς της και στη συνέχεια ανεστάλησαν οι παραπάνω προθεσμίες με την υπ’ αριθμ. Δ1α/ΓΠ.οικ.18176 Κ.Υ.Α. (ΦΕΚ Β’ 864/15.03.2020), ακολούθως με την υπ’ αριθμ. Δ1α/Γ.Π.οικ.21159 Κ.Υ.Α. (ΦΕΚ B’ 1074/27.03.2020) παρατάθηκε η αναστολή αυτή για το διάστημα από 28.3.2020 έως 10.4.2020, με την υπ’αρ. Δ1α/ΓΠ.οικ.24403 ΚΥΑ της 10.4.2020 (ΦΕΚ τ. Β’ 1301/10.4.2020) παρατάθηκε η εν λόγω αναστολή για το διάστημα από 11.4.2020 έως και 27.4.2020, με την υπ’ αρ. Δ1α/ΓΠ.οικ.26804 ΚΥΑ (ΦΕΚ Β 1588/25.4.2020) η αναστολή παρατάθηκε για το διάστημα από 28.4.2020 έως και 15.5.2020 και με την  υπ’ αριθ. Δ1α/ΓΠ.οικ. 30340 ΚΥΑ (ΦΕΚ Β’ 1857/15.5.2020) για το διάστημα από 16.5.2020 έως και 1.6.2020. Εξάλλου, με το άρθρο 74 παρ.1 εδ. 1 και 2 του ν. 4690/2020, ορίστηκε ότι:“1. Το χρονικό διάστημα της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της Χώρας (13.3.2020 – 31.5.2020) δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξώδικων πράξεων, καθώς και άλλων ενεργειών ενώπιον των δικαστηρίων, συμβολαιογράφων ως υπαλλήλων του πλειστηριασμού, υποθηκοφυλακείων, κτηματολογικών γραφείων και άλλων τρίτων προσώπων. Μετά τη λήξη της παραπάνω αναστολής οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από τον νόμο προθεσμία.” Επομένως, η ένδικη έφεση, η οποία αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου με την τακτική διαδικασία, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της. Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό του ως άνω ενδίκου μέσου δεν απαιτείται η καταβολή του τασσόμενου από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ παραβόλου, αφού το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής κάθε τέλους και παραβόλου για την άσκηση ενδίκου μέσου σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ.1 του Καν. Δ/τος της 26 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1944 “Περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου” (βλ. ΤρΕφΠειρ 50/2020 στο site του Εφετείου Πειραιά, efeteio-peir.gr).

Πριν το Δικαστήριο προχωρήσει στην εξέταση των λόγων της υπό κρίση έφεσης, σημειώνεται ότι το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο επαναφέρει με τις κατατεθείσες ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου προτάσεις του κατ’ άρθρο 240 ΚΠολΔ τους πρωτοδίκως με τις από 25.5.2015 προτάσεις του προβληθέντες ισχυρισμούς  και συγκεκριμένα πλην του ισχυρισμού περί απαραδέκτου της ένδικης αγωγής λόγω αοριστίας που αποτελεί και αντικείμενο του πρώτου λόγου έφεσης και θα γίνει γι’ αυτόν λόγος παρακάτω και τον ισχυρισμό περί απαραδέκτου της ασκηθείσας αγωγής σε περίπτωση μη εγγραφής της στα βιβλία διεκδικήσεων κατ’ άρθρο 220 ΚΠολΔ. Ωστόσο, το εκκαλούν δεν έχει αμφισβητήσει με λόγο έφεσης ότι τηρήθηκεη παραπάνω προϋπόθεση του παραδεκτού της αγωγής στον πρώτο βαθμό και δεν έχει προσβάλει ως αναληθή την κρίση της συνεκκαλούμενης 4356/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που δέχεται ότι έχει γίνει εμπρόθεσμη κατ’ άρθρα 12 παρ.1 περ. ιβ’ και 5, 13 παρ.2 εδ. δ’ του Ν. 2664/1998, 220 παρ.1 ΚΠολΔ καταχώριση της αγωγής στο οικείο κτηματολογικό φύλλο του Κτηματολογικού Γραφείου Νίκαιας σύμφωνα με το ……/22-10-2007 πιστοποιητικό καταχώρισης εγγραπτέας πράξης του Προϊσταμένου του παραπάνω Κτηματολογικού Γραφείου, το δε εφετείο κατ’ άρθρο 522 ΚΠολΔ εξετάζει την υπόθεση με την άσκηση της έφεσης μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Ως εκ τούτου, απαραδέκτως προτείνεται με τις προτάσεις του εκκαλούντος υπό τη μορφή της επαναφοράς των ισχυρισμών του στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, έλλειψη που θα έπρεπε να αποτελέσει αυτοτελή λόγο έφεσης κατά της εκκαλούμενης απόφασης. Πάντως, σε κάθε περίπτωση, ο πρώτος εφεσίβλητος νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζει και ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου νεότερη βεβαίωση με αριθμό …../26.2.2019 με τις εγγραφές στο κτηματολογικό φύλλο του επίδικου ακινήτου, όπου αναφέρεται ότι έχει γίνει οριστική καταχώριση της ένδικης αγωγής στο Κτηματολογικό Γραφείο Νίκαιας με αριθμό 11.507 και ημερομηνία καταχώρισης την 22.10.2007, ενώ όπως προκύπτει από την από 9.10.2007 έκθεση κατάθεσης δικογράφου της γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιά ……. η ένδικη με αριθμό κατάθεσης …../2007 αγωγή κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 9.10.2007, οπότε προκύπτει ότι έχει τηρηθεί η κατ’ άρθρο 220 παρ.1 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 12 παρ.1 περιπτ. Ιβ’ και παρ.5 και 13 παρ.2 εδ. δ’ του ν. 2664/1998 προδικασία για την άσκηση της αγωγής.

Στην προκειμένη περίπτωση ο πρώτος εφεσίβλητος είχε ασκήσει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 2.10.2007 και με αριθμό κατάθεσης …../2007 αγωγή του κατά των λοιπών εφεσίβλητων, του ……. και του ν.π.δ.δ. «Οργανισμός Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδας», με την οποία ζητούσε να αναγνωριστεί αποκλειστικός κύριος του περιγραφόμενου σε αυτή γεωτεμαχίου με ΚΑΕΚ ………, εκτάσεως 189 τ.μ., ευρισκόμενου εκτός σχεδίου πόλεως, στη θέση «…..» του Δήμου Κορυδαλλού και να διαταχθεί η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Νίκαιας, με σκοπό, αντί να φέρεται αυτό ως ιδιοκτησία των νυν 2ου, 3ης και 4ου των εφεσίβλητων (οι οποίοι αναφέρονται ως δικαιούχοι στο οικείο κτηματολογικό φύλλο) και του ……… (4ου των εναγόμενων), να εγγραφεί ως ανήκον στην αποκλειστική κυριότητά του, με τίτλο κτήσης το με αριθμό …../12.3.1984 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Νίκαιας ………. Επιπλέον στην αγωγή του ο πρώτος εφεσίβλητος στήριζε την κτήση κυριότητας επί του ανωτέρω ακινήτου και στο γεγονός ότι τόσο οι αναφερόμενοι στην αγωγή δικαιοπάροχοί του, όσο και ο ίδιος με νόμιμους τίτλους κτήσεως ασκούσαν αδιαλείπτως πράξεις νομής και κατοχής, που προσιδιάζουν σε κύριο ακινήτου, χωρίς ποτέ να αμφισβητηθούν από κανένα επί του προπεριγραφόμενου ακινήτου. Στην ανοιγείσα με την εν λόγω αγωγή δίκη, παρενέβη το ήδη εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο ασκώντας την από 7.2.2008 και με αριθμό κατάθεσης …./2008 κύρια παρέμβασή του στρεφόμενη κατά του ενάγοντος και των εναγόμενων στην παραπάνω αγωγή και με την οποία υποστήριζε ότι το επίδικο ακίνητο ανήκει στην κυριότητά του α) δυνάμει της από 9.7.1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως «περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος» και των από 3.2.1830, 4/16.6.1830 και 19/6/1.7.1830 Πρωτοκόλλων του Λονδίνου, σύμφωνα με τα οποία το επίδικο περιήλθε σε αυτό (Ελληνικό Δημόσιο) ως εδαφικό τμήμα μείζονος έκτασης, ανήκουσας πριν τον απελευθερωτικό αγώνα στο Τουρκικό Δημόσιο και ακολούθως καταληφθείσας και δημευθείσας από το Ελληνικό Δημόσιο, άλλως β) βάσει των διατάξεων του β.δ. της 17.11.1836 ως εκ του συνεχούς, από την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου και μέχρι σήμερα, δασικού χαρακτήρα του επίδικου γεωτεμαχίου, άλλως γ) βάσει των διατάξεων του β.δ. της 3/15.12.1833, ως λιβάδι ή βοσκότοπος, για την επικαρπία του οποίου κανείς δεν έχει παρουσιάσει έγγραφο (ταπί), άλλως δ) με τακτική άλλως με έκτακτη χρησικτησία, με την άσκηση διανοία κυρίου, καλή πίστη και νόμιμο τίτλο των αναφερόμενων διακατοχικών πράξεων, άλλως ε) βάσει της διάταξης του άρθρου 16 το από 21.6/10.7.1837 Νόμου «περί διακρίσεως κτημάτων», σε συνδυασμό με τα άρθρα 2 παρ.1 Α.Ν. 1539/1938 και 972 ΑΚ ως αδέσποτη έκταση. Ενόψει των ανωτέρω, το κυρίως παρεμβαίνον (ήδη εκκαλούν) ζητούσε: α) να απορριφθεί η από 2.10.2007 αγωγή του ενάγοντος- πρώτου καθ’ου η κύρια παρέμβαση, β) να αναγνωριστεί η κυριότητα του κυρίως παρεμβαίνοντος επί του εν λόγω ακινήτου εμβαδού 168 τ.μ. κατά το Κτηματολόγιο, γ) να διορθωθεί η ανωτέρω ανακριβής εγγραφή, ώστε να φαίνεται ότι ιδιοκτήτης τυγχάνει το Ελληνικό Δημόσιο και δ) να υποχρεωθούν οι καθ’ ων η κύρια παρέμβαση να του αποδώσουν την επίδικη έκταση και να εγκατασταθεί το κυρίως παρεμβαίνον σε αυτή με απόφαση προσωρινά εκτελεστή.Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αρχικά με την 4356/2015 εν μέρει οριστική και εν μέρει μη οριστική απόφασή του, συνεκδικάζοντας την παραπάνω αγωγή με την κύρια παρέμβαση, κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής ως προς τον πέμπτο εναγόμενο (……..), απέρριψε την αγωγή κατά του τέταρτου εναγόμενου (…………..) ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης αυτού, ένεκα της μη καταχώρισής του ως δικαιούχου εγγραπτέου δικαιώματος στο οικείο κτηματολογικό φύλλο, απέρριψε την κύρια παρέμβαση κατά του έκτου των καθ’ ων η κύρια παρέμβαση (………..), έκρινε την αγωγή παραδεκτή και νόμιμη ως προς την κύρια βάση της και δη ως προς τον αναφερόμενο σε αυτήν παράγωγο τρόπο κτήσης κυριότητας του επιδίκου με αγοραπωλησία, απαράδεκτη όμως λόγω αοριστίας ως προς το σκέλος κτήσης της κυριότητας από τον ενάγοντα με χρησικτησία, έκρινε νόμιμη την κύρια παρέμβαση πλην της βάσης περί τακτικής χρησικτησίας που απέρριψε ως αόριστη και του αιτήματος αποβολής των καθ’ ων η παρέμβαση και εγκατάστασης του κυρίου παρεμβαίνοντος στο επίδικο που απέρριψε ως μη νόμιμο και κατά τα λοιπά διέταξε την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης προς διενέργεια πραγματογνωμοσύνης από τον αγρονόμο- τοπογράφο μηχανικό ……………… σχετικά με το εάν η επίδικη εδαφική έκταση εμπίπτει στον τίτλο κτήσης κυριότητας του ενάγοντος και των δικαιοπαρόχων του και με το εάν η επίδικη έκταση εμπίπτει εντός των ορίων της σύμφωνα με την 95/1939 απόφασης του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων σε συνδυασμό με το επισυναπτόμενο σε αυτή από Ιουνίου 1939 διάγραμμα του μηχανικού …… έκτασης που διαγνώσθηκε ως δημόσια ή ιδιωτική (η τελευταία ιδιοκτησίας ………..). Μετά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης με κλήση επαναφέρθηκε προς συζήτηση η υπόθεση ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο εξέδωσε την εκκαλούμενη 282/2020 οριστική του απόφαση με την οποία δέχθηκε την αγωγή, απέρριψε την κύρια παρέμβαση και α) αναγνώρισε ότι ο ενάγων (νυν πρώτο εφεσίβλητος) κατά την έναρξη του κτηματολογίου στην περιοχή του Κορυδαλλού και δυνάμει του με αριθμό …………/1984 συμβολαίου πώλησης της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………, που νόμιμα μεταγράφηκε στο υποθηκοφυλακείο Νίκαιας στον τόμο … και με α.α. …., τυγχάνει κύριος ενός γεωτεμαχίου προσφάτως αποτυπωμένου ως εμφαίνεται υπό στοιχεία ΑΒΓΔΕΑ στο από Ιανουαρίου του 2017 και συνταγμένο κατά το ΕΓΣΑ .. τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου- τοπογράφου μηχανικού ………, έκτασης 187,31 τ.μ., κείμενου στη θέση «….» του Δήμου Κορυδαλλού με ΚΑΕΚ …….. στο κτηματολογικό γραφείο Νίκαιας και β) διέταξε τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης κτηματολογικής εγγραφής στο κτηματολογικό γραφείο Νίκαιας και στο ΚΑΕΚ …………, με την καταχώριση του ενάγοντος πλήρους και αποκλειστικού κυρίου, δυνάμει του ως άνω με αριθμό …/1984 συμβολαίου πώλησης, νομίμως μεταγραφέντος. Με την υπό κρίση έφεση το εκκαλούν ζητεί για τους λόγους που αναφέρει και οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, να εξαφανιστούν οι ως άνω προσβαλλόμενες αποφάσεις του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και να γίνει δεκτή στο σύνολό της η με αριθμό κατάθεσης …../2008 κύρια παρέμβαση του Ελληνικού Δημοσίου, καταδικαζόμενων των εφεσίβλητων στα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος-κυρίως παρεμβαίνοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

Με τον πρώτο λόγο έφεσης το εκκαλούν υποστηρίζει ότι παρά το νόμο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν κήρυξε απαράδεκτη την ένδικη αγωγή, λόγω αοριστίας, ενόψει της μη συμπλήρωσης της ιστορικής της βάσης όσον αφορά την κτήση κυριότητας από τον ενάγοντα πάνω σε ακίνητο του Δημοσίου με έκτακτη χρησικτησία. Ότι από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1033, 1710 επ., 1192, 1198 και 1094 ΑΚ προκύπτει ότι όταν ο ενάγων επικαλείται κυριότητα επί ακινήτου που απέκτησε με σύμβαση, αρκεί, για την πληρότητα της ιστορικής βάσης της διεκδικητικής περί κυριότητας αγωγής του, να αναφέρει ότι μεταβιβάστηκε σε αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία, με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή, καθώς και ότι ο μεταβιβάσας ήταν κύριος του μεταβιβασθέντος. Ότι εξάλλου, αν ο εναγόμενος με τις προτάσεις της πρωτοβάθμιας δίκης, αμφισβητήσει ειδικά την κυριότητα επί του επιδίκου στο πρόσωπο των δικαιοπαρόχων του ενάγοντος, ο τελευταίος είναι υποχρεωμένος, με τις προτάσεις του, να καθορίσει με σαφή έκθεση γεγονότων τον τρόπο κτήσης κυριότητας από τον άμεσο δικαιοπάροχό του και, αν είναι ανάγκη και των απώτερων δικαιοπαρόχων του, κατ’ επιτρεπτή συμπλήρωση της αγωγής, σύμφωνα με το άρθρο 224 ΚΠολΔ, φτάνοντας μέχρι πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας, που να δύναται να αντιταχθεί κατά των τρίτων, όπως είναι η έκτακτη χρησικτησία. Ότι εξάλλου με πάγιο τρόπο η νομολογία δέχεται ότι σε όσες περιπτώσεις ενάγεται το Ελληνικό Δημόσιο και παράλληλα, ο ενάγων στηρίζει την κτήση της κυριότητας του πάνω σε δημόσιο κτήμα σε έκτακτη χρησικτησία, είτε εξαρχής είτε λόγω της άρνησης από το εναγόμενο της κυριότητας των άμεσων και απώτερων δικαιοπαρόχων του και της εντεύθεν υποχρέωσής του για αναγωγή σε πρωτότυπο τρόπο κτήσης, ο ενάγων πρέπει να αναφέρει στην αγωγή του (ή να τη συμπληρώσει με τις προτάσεις του) τη συνδρομή στο πρόσωπο αυτού και των δικαιοπαρόχων του όλων των αναγκαίων για τη θεμελίωσή της όρων σύμφωνα με τις διατάξεις του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, οι οποίες κατά το άρθρο 51 ΕισΝΑΚ έχουν εφαρμογή για τον πριν από την εισαγωγή του ΑΚ χρόνο δηλαδή: α) νομή επί του πράγματος και μάλιστα συγκεκριμένες πράξεις νομής επί του συγκεκριμένου επίδικου ακινήτου, δηλωτικές της βούλησής τους να το έχουν ως κύριοι και ικανές να προσπορίσουν κυριότητα, β) νόμιμο χρόνο άσκησης της νομής, ο οποίος σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. ΔΞΗ/1912 και το άρθρο 21 του ν. δ/τος 29-4/16-3-1926 θα πρέπει να είναι τριαντακονταετής και θα πρέπει να συμπληρωθεί έως την 11.9.1915, δεδομένου ότι έκτοτε ισχύει το «απαράγραπτο» των εμπράγματων δικαιωμάτων του Ελληνικού Δημοσίου, δηλαδή δεν υπάρχει νομική δυνατότητα κτήσης κυριότητας έναντι αυτού με τα προσόντα της χρησικτησίας και γ) διάνοια κυρίου και καλή πίστη. Ότι στην υπό κρίση αγωγή και μετά τη συμπλήρωσή της με τις από 25.5.2015 προτάσεις του ενάγοντος- ήδη πρώτου εφεσίβλητου, αλλά και με την προσθήκη- αντίκρουση δεν περιέχονταν όλα τα αναγκαία στοιχεία για το κατά το άρθρο 216 παρ.1 του ΚΠολΔ ορισμένο αυτής, από τη στιγμή που το κυρίως παρεμβαίνον Ελληνικό Δημόσιο είχε ρητά αρνηθεί την κυριότητα του ενάγοντος. Συγκεκριμένα ότι: α) Ως προς την παράθεση πράξεων νομής κατά τον κρίσιμο χρόνο (11.9.1885 έως 11.9.1915), ο ενάγων δεν περιέλαβε στο αγωγικό δικόγραφο (καθ’ υποφορά) ή στις προτάσεις του πλήρη αναφορά στην εκ μέρους των άμεσων, απώτερων και απώτατων δικαιοπαρόχων του, άσκηση συγκεκριμένων διακατοχικών πράξεων ήτοι υλικών πράξεων νομής επί του επίδικου ακινήτου, προσιδιαζουσών στη φύση και στον προορισμό του και με τις οποίες φανερώνεται η βούληση των παραπάνω δικαιοπαρόχων του να το έχουν σαν δικό τους, β) Ως προς την προσμέτρηση του χρόνου νομής των προκτητόρων, ……… και …….. (φερόμενος χρόνος θανάτου 1913) στον χρόνο νομής των απώτερων δικαιοπαρόχων του ενάγοντος, ……. και …………., δεν εξειδικεύεται στην αγωγή ούτε ο τρόπος με τον οποίο απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου ο …….., ούτε ο τρόπος υπεισέλευσης των ………. και …….. (ως εξωτικοί ή ως υπεξούσιοι κληρονόμοι και έτι περαιτέρω με ποιες πράξεις, που φανερώνουν τη βούλησή τους να καταστούν κληρονόμοι), ώστε να μπορέσει να εξεταστεί αν αυτές κατέστησαν με νόμιμο τρόπο καθολικοί διάδοχοι και, περαιτέρω, αν είναι προσμετρήσιμος ο χρόνος νομής τους στον χρόνο νομής του ενάγοντος, γ) Ως προς την καλή πίστη των δικαιοπαρόχων του ενάγοντος ουδέν αναφέρεται στο αγωγικό δικόγραφο και στις προτάσεις. Ότι κατά συνέπεια η εκκαλούμενη απόφαση που δέχθηκε ότι η ένδικη αγωγή περιείχε όλα τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά για να θεωρηθεί ορισμένη, εσφαλμένα έχει ερμηνεύσει και εφαρμόσει τις παραπάνω διατάξεις από άποψη παραδεκτού, οπότε θα πρέπει να εξαφανιστεί αυτή, ώστε να απορριφθεί η αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας.

Σχετικά με τον λόγο αυτό έφεσης επισημαίνεται ότι η κύρια βάση της ένδικης αγωγής του πρώτου εφεσίβλητου είναι ο παράγωγος τρόπος κτήσης κυριότητας του επίδικου ακινήτου κατόπιν αγοράς με συμβολαιογραφικό έγγραφο από τον πωλητή κύριο του ακινήτου και με μεταγραφή του σχετικού συμβολαίου, ενώ εκτίθενται στο αγωγικό δικόγραφο και οι απώτεροι δικαιοπάροχοι του ενάγοντος, εκ των οποίων και ο ………., στον οποίο το επίδικο φέρεται να είχε περιέλθει από τον ……… δυνάμει του με αριθμό ……/16-10-1875 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών ……., νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Αθηναίων στον τόμο … και με α.α. ….. Αντίστοιχα, το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο στην ένδικη κύρια παρέμβασή του, με την οποία προβάλλει ότι το επίδικο ακίνητο ανήκει στην ακίνητη περιουσία του αναφέρει στη σελίδα 11 του δικογράφου αυτής (της κύριας παρέμβασης) ότι «Η επίδικη έκταση δεν περιλαμβάνεται εντός της εκτάσεως επί της οποίας έχει αναγνωρισθεί κύριος ο ……. και με την υπ’ αριθ. 813/1909 απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών και δεν διαχειρίζεται ως ιδιωτική σύμφωνα με την οικ. ………./24-2-2001 διαταγή του Υπουργείου Γεωργίας». Επομένως, το κυρίως παρεμβαίνον αναγνωρίζει ότι στην ίδια περιοχή υπάρχει ιδιωτική έκταση της οποίας κύριος είχε αναγνωρισθεί ο …. …., πλην όμως ισχυρίζεται ότι το επίδικο ακίνητο δεν εμπίπτει στο κτήμα …. Δεδομένου ότι ο ενάγων (ήδη πρώτος εφεσίβλητος) υποστηρίζει με την αγωγή του το αντίθετο ήτοι ότι το επίδικο ακίνητο εμπίπτει στο κτήμα …., αρκεί ο ισχυρισμός του αυτός δηλαδή ότι ένας από τους απώτερους δικαιοπαρόχους του είναι ο …….., ότι το εν λόγω ακίνητο εμπίπτει στο κτήμα …. και ότι περιήλθε σε αυτόν με διαδοχικές μεταβιβάσεις της κυριότητας του με νόμιμο παράγωγο τρόπο, τον οποίο (ισχυρισμό) φέρει το βάρος να αποδείξει, για να απορριφθεί η κύρια παρέμβαση του Ελληνικού Δημοσίου, χωρίς να χρειάζεται στην περίπτωση αυτή ο ενάγων να επικαλεσθεί και να αποδείξει, λόγω της αναγνώρισης από το κυρίως παρεμβαίνον της ύπαρξης στην περιοχή ιδιωτικού κτήματος ………, πρωτότυπο τρόπο κτήσης της κυριότητας από τους δικαιοπαρόχους του, αλλά αρκεί να αποδείξει ότι οι δικαιοπάροχοί του μέχρι τον ……. στηρίζονται σε διαδοχικούς νόμιμους τίτλους μεταβίβασης της κυριότητας από τον ένα στον άλλον και ότι το ακίνητο εμπίπτει στο κτήμα …… Άλλωστε το θέμα αυτό απόδειξης έταξε και η συνεκκαλούμενη 4356/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που όρισε ότι ο διορισθείς πραγματογνώμονας αγρονόμος-τοπογράφος μηχανικός όφειλε να γνωμοδοτήσει και σχετικά με το εάν η επίδικη εδαφική έκταση με ΚΑΕΚ ……….. εμπίπτει εντός των ορίων της σύμφωνα με την 95/1939 απόφαση του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων, σε συνδυασμό με το επισυναπτόμενο σε αυτή από Ιουνίου 1939 διάγραμμα του μηχανικού …… διαγνωσθείσας ως δημόσια ή ιδιωτική (ιδιοκτησίας ……….), αντίστοιχα, έκτασης. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, ο ενάγων- πρώτος καθ’ ου η κύρια παρέμβαση συμπλήρωσε με την προσθήκη των προτάσεών του κατά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό (δικάσιμος 25.5.2015), παραδεκτά κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ (για το ότι μπορεί να γίνει η σχετική συμπλήρωση με την προσθήκη επί των προτάσεων του ενάγοντος βλ. ΑΠ 41/2018, ΑΠ 403/2018, ΑΠ 1074/2012 στην ΤΝΠ Νόμος) την αγωγή του, με σαφή έκθεση των γεγονότων ως προς τον πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας όχι μόνο από τον άμεσο δικαιοπάροχό του αλλά και από τους απώτερους δικαιοπαρόχους του, ως προς τους οποίους αναφέρει τον τρόπο με τον οποίο απέκτησαν το ακίνητο, φθάνοντας μέχρι τον Οθωμανό φερόμενο ως απώτατο δικαιοπάροχο αυτού ιδιοκτήτη, αναφέροντας και συγκεκριμένες πράξεις νομής, δηλαδή επικαλούμενος κτήση κυριότητας των ανωτέρω επί του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία. Πέραν του άμεσου δικαιοπαρόχου του, ……… του Δημητρίου από τον οποίο σύμφωνα με την αγωγή φέρεται να αγόρασε ο ενάγων το επίδικο ακίνητο δυνάμει του ως άνω υπ’ αριθ. …/12-3-1984 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου, νομίμως μεταγεγραμμένου και ο οποίος (……….) με τη σειρά του ομοίως κατά την αγωγή φέρεται να το είχε αγοράσει δυνάμει του υπ’ αριθ. …./28-9-1963 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών ……. από τους τρεις πρώτους εναγόμενους (νυν τρεις τελευταίους εφεσίβλητους), ………….. και από τον μη διάδικο …….., ο ενάγων συμπλήρωσε στην από 28.5.2015 προσθήκη των προτάσεών του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις σελίδες 18επ. τα εξής: «Στους απώτερους δικαιοπαρόχους μου ……… και της …., ………. το γένος ………, ……….. το ανωτέρω ακίνητο είχε περιέλθει σε μεγαλύτερη έκταση, ως εξής: Στον μεν ……… κατά το ήμισυ εξ αδιαιρέτου, από κληρονομία της κατά τον Αύγουστο 1938 ενταύθα αποβιωσάσης αδιαθέτου μητέρας του …………., ως μόνο αυτής εξ αδιαθέτου κληρονόμο. Στους δε ………. κατά το έτερον ήμισυ εξ αδιαιρέτου και κατά το 1/6 ο κάθε ένας από την κληρονομία της μητέρας τους ………… που πέθανε την 22-7-1949- χωρίς να αφήσει διαθήκη (σημ. προφανώς τούτο αναφέρεται εκ παραδρομής καθώς ευθύς αμέσως αναφέρεται κληρονομική διαδοχή από συγκεκριμένη διαθήκη), δυνάμει της από 2-9-1941 ιδιογράφου διαθήκης της, που δημοσιεύθηκε και κηρύχθηκε κυρία από το Πρωτοδικείο Αθηνών με την υπ’ αριθ. 7075/18-8-1949 απόφασή του, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. ……../1949 δήλωσή τους αποδοχής κληρονομίας η οποία έγινε ενώπιον του Συμβολαιογράφου Αθηνών ………, νομίμως μεταγεγραμμένη στα Βιβλία Μεταγραφών του Δήμου Πειραιώς στον τόμο …., με αυξ. αριθ. ….… Στις δε ….. και ……….. είχε περιέλθει από κληρονομία του κατά τον Μάρτιο 1913 ενταύθα αποβιώσαντος πατέρα τους …….., δυνάμει της από 22-11-1912 ιδιόγραφης διαθήκης του, που δημοσιεύθηκε και κηρύχθηκε κυρία με την αριθ. 370/1913 απόφασή του. Στον δε ……… είχε περιέλθει με αγορά από τον ……… με το υπ’ αριθ. …./16-10-1875 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών ………, νομίμως μεταγεγραμμένου στα Βιβλία Μεταγραφών του Δήμου Αθηναίων στον τόμο … και αυξ. αριθ. …… Ο Άγγλος πρόξενος ……… απέκτησε το ανωτέρω κτήμα δυνάμει του υπ’ αριθ. …/1866 συμβολαίου νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου του Δήμου Αθηναίων, τόμος …. και αυξ. αριθ. ..…, από τους ….. και …….. με την επιμέλεια της Εθνικής Τράπεζας, συντεταγείσας και της σχετικής από 23-12-1886 εκθέσεως εγκατάστασης του άνω υπερθεματιστού του κλητήρα ……. η οποία και επιδόθηκε νόμιμα. Τέλος ο ……….. είχε αγοράσει το άνω κτήμα καλούμενο τότε τσιφλίκι (………..) δυνάμει του υπ’ αριθ. ……../1852 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου …. από την ………., η οποία το είχε αποκτήσει κατά το 1/3 από πώληση δυνάμει του υπ’ αριθ. …./1844 συμβόλαιο του Συμβ/φου …… από το σύζυγό της …… Προξένου της Αυστρίας στην Ελλάδα και κατά τα υπόλοιπα 2/3 εκ δωρεάς δυνάμει του υπ’ αριθ. ……/1851 συμβολαίου του ίδιου Συμβολαιογράφου από τον ……. της Αυστρίας. Από αυτούς ο μεν …….. είχε αγοράσει την όλη έκταση από τον …….. υιό του …… που ενεργούσε για τον ίδιο και σαν επίτροπος του αδελφού του ……….. με το από του έτους 1207 της τέταρτης της σελήνης …………, το οποίο είχε επικυρωθεί με την υπ’ αριθ. 2/1836 απόφαση της επί Οθωμανικών Κτημάτων Επιτροπής και στη συνέχεια πούλησε τα 2/3 αυτού με το αριθ. ….. συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών …….. προς τον ………… Το άνω κτήμα καλούμενο ……… συνίστατο σύμφωνα με τους μνημονευθέντες τίτλους από αγρούς καλλιεργήσιμους 2.640 στρεμμάτων, καλλιεργήσιμους και μη 4.360 στρεμμάτων το δε υπόλοιπο αυτού από έκταση κατάλληλη για βοσκή, οικία μεγάλη και οικήματα, αμπέλια, ελαιόδεντρα και άλλα καρποφόρα δέντρα και δύο δεξαμενές και ορίζεται ανατολικά με αγρούς ………., κληρονόμων … και άλλους, δυτικά με κορυφές των όρων Σκαραμαγκά, νότια με όρια Καρατζή (Κερατσίνι) και με την οδό …, βόρεια με το όριο Δαφνίου (Δημόσιο Δάσος Δαφνίου) και το όριο ……  Το κτήμα αυτό ενεμήθη με διάνοια κυρίου και με καλή πίστη μέχρι του θανάτου του καθενός των άνω δικαιοπαρόχων μου, χωρίς διακοπή, με καλή πίστη, ενεργούντες εφ’ ολοκλήρου ή του αναλογούντος σ’ αυτούς τμήματος μετά την κατάτμησή του όλες τις αρμόζουσες σε καλόπιστους νομείς διακατοχικές πράξεις και ειδικότερα καλλιεργούσαν με τακτική καλλιέργεια αυτοπροσώπως ή με εργάτες το καλλιεργήσιμο κτήμα, μίσθωναν προς τρίτους τα δικαιώματα βοσκής και χορτονομής των αγρών, τα δικαιώματα ρητινοσυλλογής και ξήλευσης, μίσθωναν το υπάρχον λατομείο, προσέφυγαν στα αρμόδια δικαστήρια όσες φορές προσβλήθηκαν τα κυριαρχικά τους δικαιώματα, όπως κατά τον γενόμενο αποτερματισμό του δάσους Δαφνίου, ο οποίος επικυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 60470/13/7/1904 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών…που ακύρωσε με την υπ’ αριθ. 813/1909 απόφαση του το Πρωτοδικείο Αθηνών κατόπιν προσφυγής του ……….., με την οποία αναγνωρίσθηκαν τα όρια της ιδιοκτησίας του και τέλος όλοι οι απώτεροι δικαιοπάροχοι μου προέβαιναν σε πωλήσεις και δωρεές τμημάτων της μείζονος εκτάσεως. Επίσης, επειδή οι απώτεροι δικαιοπάροχοι μου, κληρονόμοι … ….., επί διαμάχης τους με το αντίδικο Δημόσιογια την ακριβή έκταση της ιδιοκτησίας τους κατέφυγαν με αίτησή τους στο αρμόδιο Γνωμοδοτικό Συμβούλιο Δημοσίων Κτημάτων το οποίο απεφάνθη με την …./1939 ομόφωνη γνωμοδότησή του όπως εμπεριέχεται στα υπ’ αριθ. …./29-11-1939 πρακτικά συνεδριάσεώς του…ότι πλην των επισυναπτόμενων στο από Ιουνίου 1939 διάγραμμα του μηχανικού …….. διακρινόμενων με πράσινη γραμμή τριών τμημάτων, ήτοι 959 συν 46,75 και συν 9 στρεμμάτων, σύνολο 1.104,75 στρεμμάτων που είναι δημόσια δασικά, η υπόλοιπη έκταση των 8.631,25 στρεμμάτων μέσα στην οποία βρίσκεται και το επίδικο αγροτεμάχιο ανήκει κατά πλήρες δικαίωμα ιδιοκτησίας στους κληρονόμους ……. και το Δημόσιο ουδέν δικαίωμα έχει σ’ αυτήν…». Επομένως, ο ενάγων με την προσθήκη των προτάσεών του συμπλήρωσε και όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για να κριθεί εάν οι δικαιοπάροχοί του είχαν αποκτήσει κυριότητα στο επίδικο και με πρωτότυπο τρόπο και δη με χρησικτησία, χωρίς να χρειάζεται να γίνει παράθεση πράξεων νομής για τον κατά το Ελληνικό Δημόσιο κρίσιμο χρόνο από 11.9.1885 έως 11.9.1915, δεδομένου ότι ο ενάγων υποστηρίζει ότι το επίδικο ακίνητο ήταν ανέκαθεν ιδιωτικό και ότι ουδέποτε υπήρξε δημόσιο, ώστε να χρειάζεται να έχει συμπληρωθεί ο χρόνος χρησικτησίας μέχρι την 11.9.1915, η δε καλή πίστη των δικαιοπαρόχων του στηρίζεται στη σειρά των νόμιμων τίτλων που αναφέρει, χωρίς να χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση της έννοιας της καλής πίστεως. Συνεπώς απορριπτέος τυγχάνει στην ουσία του ο πρώτος λόγος της υπό κρίση έφεσης. Επιπλέον επισημαίνεται ότι παρά τα όσα υποστηρίζει με τις προτάσεις του το εκκαλούν, το επίδικο ακίνητο περιγράφεται στο αγωγικό δικόγραφο επαρκώς κατά θέση, έκταση και όρια, ώστε να προκύπτει η ταυτότητά του, καθώς περιγράφεται ως αγροτεμάχιο εδαφικής εκτάσεως 189 τ.μ., που βρίσκεται στην περιοχή «……» του Δήμου Κορυδαλλού, εκτός σχεδίου πόλεως και εκτός ζώνης, εμφαινόμενου με τον αριθμό … του ….. τετραγώνου στο από 30.7.1957 σχεδιάγραμμα του μηχανικού ……, που έχει προσαρτηθεί στο με αριθμό …. συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών ………… και περιγράφεται πλευρικά ως συνορεύον βορειοανατολικά με άλλο γεωτεμάχιο επί πλευράς 10,50 μέτρων, βορειοδυτικά με άλλο γεωτεμάχιο επί πλευράς 11 μέτρων, δυτικομεσημβρινά με ανώνυμη οδό επί προσώπου 15 μέτρων, ανατολικομεσημβρινώς με ανώνυμη οδό επί προσώπου 15 μέτρων και μεσημβρινώς με τη συμβολή των ως άνω δύο δρόμων. Ιδίως όμως το επίδικο ακίνητο προσδιορίζεται με τον Κ.Α.Ε.Κ. που έχει λάβει κατά την κτηματογράφησή του που είναι ο αριθμός …….. και ο οποίος είναι ο αριθμός ταυτοποίησης του ακινήτου. Ο Κωδικός Αριθμός Εθνικού Κτηματολογίου (Κ.Α.Ε.Κ.) του επιδίκου ακινήτου, ο οποίος είναι ο 12ψήφιος μοναδικός αριθμός για κάθε ακίνητο, προσδιορίζει κατά τρόπο αναμφισβήτητο και σαφή, τη θέση, την έκταση και τα όρια αυτού (άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 2664/1998). Πρόκειται για μία ειδική ενάριθμη ταυτότητα ακινήτου, κωδικοποιημένη σε επίπεδο επικράτειας, η κτήση της οποίας γίνεται με κτηματολογική πράξη και έτσι επιτυγχάνεται η εύκολη, ασφαλής και γρήγορη αναζήτηση στη βάση δεδομένων του Εθνικού Κτηματολογίου. Η σύνδεση του ακινήτου με τον ΚΑΕΚ διαρκεί μέχρις ότου ο τελευταίος καταργηθεί ή τροποποιηθεί σύμφωνα με το κτηματολογικό δίκαιο (άρθρου 11 παρ. 3 του Ν. 2664/1998). Ο ΚΑΕΚ συνιστά συγχρόνως θεμελιώδη εφαρμογή της αρχής της ειδικότητας και της ουσιαστικής δημοσιότητας στο σύστημα του Εθνικού Κτηματολογίου (βλ. σχετ. ΜονΕφΑθ 2375/2016 στην ΤΠΝ Νόμος, Δ. Παπαστερίου, Κτηματολογικό Δίκαιο, έκδ. 2013 σελ. 687). Κάθε ένα από τα ψηφία που τον αποτελούν προσδιορίζει συγκεκριμένη πληροφορία και συγκεκριμένα τα δύο πρώτα ψηφία το Νομό στον οποίο βρίσκεται το γεωτεμάχιο, τα επόμενα τρία ψηφία το Δήμο ή Δημοτικό Διαμέρισμα κλπ, τα αμέσως επόμενα δύο ψηφία τον «κτηματολογικό τομέα» (πχ. συνοικία), το δύο προτελευταία δύο ψηφία την «κτηματολογική ενότητα» (πχ. οικοδομικό τετράγωνο) και τέλος τα τελευταία τρία ψηφία τον αύξοντα αριθμό του γεωτεμαχίου εντός της ενότητας (πχ. οικόπεδο ή αγροτεμάχιο). Ο αριθμός μετά την πρώτη κάθετο δηλώνει τον αριθμό της καθέτου ιδιοκτησίας, αν έχει συσταθεί επί των κτισμάτων του γεωτεμαχίου και ο αριθμός μετά τη δεύτερη κάθετο προσδιορίζει τον αριθμό της οριζόντιας ιδιοκτησίας, εφόσον έχει συσταθεί τοιαύτη. Για το ορισμένο της αγωγής, εφόσον αντικείμενο της δίκης είναι όλο το ακίνητο – γεωτεμάχιο, όπως αποτυπώθηκε στο κτηματολογικό διάγραμμα, και όχι τμήμα του, αρκεί η αναφορά του ΚΑΕΚ, χωρίς να απαιτούνται η θέση, τα σύνορα, το εμβαδόν, οι πλευρικές διαστάσεις ή η τυχόν επισύναψη τοπογραφικού διαγράμματος, όπως απαιτείται στις λοιπές εμπράγματες αγωγές για τον προσδιορισμό της ταυτότητας του επιδίκου, καθόσον ελλοχεύει ο κίνδυνος όπως η περιγραφή του ακινήτου να μην ταυτίζεται με το γεωτεμάχιο, που αντιστοιχεί στο συγκεκριμένο ΚΑΕΚ, με συνέπεια να εμφιλοχωρήσουν ασάφειες και αντιφάσεις στην αγωγή (βλ. ΜονΕφΠειρ 193/2022, ΜονΕφΠειρ 387/2021 στην efeteio-peir.gr).

Περαιτέρω, από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης του ενάγοντος (ήδη πρώτου εφεσίβλητου) ……………., όπως περιέχεται στα με αριθμό 4356/2015 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (το κυρίως παρεμβαίνον Ελληνικό Δημόσιο δεν πρότεινε την εξέταση δικού του μάρτυρα), όλων των εγγράφων που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι, συμπεριλαμβανομένων των φωτογραφιών και των αεροφωτογραφιών των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται και των τοπογραφικών διαγραμμάτων, χωρίς να παραλειφθεί η εκτίμηση κάποιου από τα προσκομιζόμενα έγγραφα έστω κι αν δεν γίνεται ειδική μνεία του παρακάτω, από την με αριθμό …./2017 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του αγρονόμου- τοπογράφου μηχανικού ……… και από την από 9.3.2018 τεχνική έκθεση και την από 13.3.2018 συμπληρωματική-τεχνική έκθεση του δασολόγου ………. που το κυρίως παρεμβαίνον Ελληνικό Δημόσιο όρισε ως τεχνικό του σύμβουλο και όπως αυτές εκτιμώνται ελεύθερα από το παρόν Δικαστήριο, τέλος δε από τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ.4 ΚΠολΔ) αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Επίδικο ακίνητο τυγχάνει το εμφαινόμενο υπό στοιχεία ΑΒΓΔΕΑ στο από Ιανουάριο του 2017 και συνταγμένοκατά το Κρατικό Σύστημα Συντεταγμένων ΕΓΣΑ … τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου- τοπογράφου μηχανικού ………, έκτασης 187,31 τ.μ., κείμενο στη θέση «……» του Δήμου Κορυδαλλού, καταχωρημένο με ΚΑΕΚ …….. στο Κτηματολογικό Γραφείο Νίκαιας, που προηγουμένως είχε αποτυπωθεί υπό στοιχεία ΑΒΓΔΕΑ στο από 31.32007 τοπογραφικό διάγραμμα του αρχιτέκτονα μηχανικού ……….., εκτός σχεδίου πόλης και εκτός ζώνης, εμφαινόμενο και υπό τον αριθμό … του … τετραγώνου στο από 30.5.1957 σχεδιάγραμμα του μηχανικού ……… Το επίδικο ακίνητο καταχωρίσθηκε στο κτηματολόγιο Νίκαιας στις πρώτες εγγραφές με ΚΑΕΚ ……… και έκταση 168 τ.μ. και με καταχωρισμένους ιδιοκτήτες τον ….. σε ποσοστό 50%, τη ………. σε ποσοστό 25% και τον ……. σε ποσοστό 25%. Η διαφορά στο εμβαδόν μεταξύ του επικαιροποιημένου τοπογραφικού διαγράμματος που προέκυψε από την διενεργηθείσα πρωτοδίκως πραγματογνωμοσύνη και της αποτύπωσης στο κτηματολόγιο, ανέκυψε από τη διαφορά στο βορειοδυτικό και νοτιοανατολικό όριο της επίδικης εδαφικής έκτασης λόγω των διαφορετικών μεθοδολογιών που χρησιμοποιήθηκαν για τη συλλογή των τοπογραφικών δεδομένων. Η επίδικη έκταση αποδείχθηκε ότι περιλαμβάνεται στον τίτλο κτήσης του ενάγοντος, ήτοι στο με αριθμό …../1984 συμβόλαιο πώλησης της συμβολαιογράφου Πειραιώς ……… που νόμιμα μεταγράφηκε στο υποθηκοφυλακείο Νίκαιας στον τόμο ……. και με α.α. ……., δυνάμει του οποίου ο ενάγων ……….. το αγόρασε από τον ……. Ο τελευταίος το είχε αποκτήσει δυνάμει του με αριθμό ………/28.9.1963 συμβολαίου αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Αθηνών …….. που νόμιμα μεταγράφηκε στο υποθηκοφυλακείο Νίκαιας στον τόμο …. με α.α. … με αγορά από τους …………., οι οποίοι είχαν απώτερο δικαιοπάροχό τους τον . ……….., ο οποίος απεβίωσε το έτος 1913 και εγκατέστησε κληρονόμους του με την από 22.11.1912 ιδιόγραφη διαθήκη του, η οποία δημοσιεύθηκε και κηρύχθηκε κυρία από το Πρωτοδικείο Αθηνών την 8.7.1913 με την με αριθμό 370/1913 απόφαση τις δύο κόρες του, άμεσες δικαιοπαρόχους των αμέσως ανωτέρω αναφερόμενων πωλητών. Ειδικότερα, ο …….. είχε αποκτήσει το 50% εξ αδιαιρέτου κυριότητας στο επίδικο ακίνητο, κληρονομώντας την εξ αδιαθέτου αποβιώσασα το έτος 1938 μητέρα του ………, οι δε …………. απέκτησαν το λοιπό ποσοστό στο επίδικο, ήτοι το 1/6 εξ αδιαιρέτου της κυριότητας ο καθένας από κληρονομιά της αποβιώσασας στις 22.7.1949 μητέρας τους, ………., με βάση την από 2.9.1941 ιδιόγραφη διαθήκη της, δημοσιευθείσα και κηρυχθείσα κυρία από το Πρωτοδικείο Αθηνών στις 18.8.1949 δια της υπ’ αριθ. 7075 αποφάσεώς του, την οποία (κληρονομία) αυτοί αποδέχθηκαν δυνάμει της ……/1949 δήλωσης αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Αθηνών ……., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Αθηναίων στον τόμο … και με α.α. ….. Οι ….. και ……….. είχαν αποκτήσει το επίδικο κατά τα ανωτέρω εξ αδιαιρέτου ποσοστά κυριότητας η κάθε μία, κληρονομώντας τον πατέρα τους ………, ο οποίος απεβίωσε τον Μάρτιο του 1913 και τις εγκατέστησε κληρονόμους του δυνάμει της από 22.11.1912 ιδιόγραφης διαθήκης του που δημοσιεύθηκε και κηρύχθηκε κυρία από το Πρωτοδικείο Αθηνών με την 370/1913 απόφασή του. Ο …….. είχε αποκτήσει το επίδικο ακίνητο με το με αριθμό ……/16.10.1875 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών …….., νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Αθηναίων στον τόμο …. και με α.α. …., αγοράζοντάς το από τον ……….. Το κτήμα του ……, η ύπαρξη του οποίου δεν αμφισβητείται από το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο αλλά μόνο το εάν το επίδικο ακίνητο εμπίπτει στα όριά του, εμφαίνεται αποτυπωμένο στο από 9 Ιουνίου 1939 διάγραμμα του μηχανικού ………, το οποίο προσκομίζεται από τον πρώτο εφεσίβλητο ως αρ. σχεδίου 3 από Ιανουάριο 2017 συντεταγμένο από τον διορισθέντα από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο πραγματογνώμονα ……. (με θέμα σχεδίου την εφαρμογή-συσχέτιση του επίδικου γεωτεμαχίου με το από Ιουνίου 1939 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχ/κου ………., το οποίο επισυνάπτεται στην 95/1939 απόφαση του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων) και σε παλαιότερη αποτύπωση στο από Μάρτιο του έτους 2006 «τοπογραφικό διάγραμμα χρήσεων γης με προϋπάρχουσα ιδιωτική ρυμοτομία κτήματος ιδιοκτησίας πρώην ………. και διαφόρων ιδιοκτητών περιοχής Δήμων Κορυδαλλού και Νίκαιας» του μηχανικού ….., στο οποίο μεταξύ άλλων αποτυπώνεται το Ο.Τ. …., εντός του οποίου βρίσκεται το επίδικο γεωτεμάχιο. Ο τεχνικός σύμβουλος που όρισε το Ελληνικό Δημόσιο, δασολόγος ……… στην από 13.3.2018 συμπληρωματική- τεχνική του έκθεση επισυνάπτει απόσπασμα χάρτη ΓΥΣ …./1 κλίμακας 1:5000, στο οποίο δεν φαίνεται ολόκληρο το κτήμα …, αλλά προσδιορίζεται στο απόσπασμα του χάρτη η θέση του επίδικου ακινήτου και ορίζονται βορείως τα όρια του ιδιωτικού κτήματος ….., από τα οποία κατά τον ως άνω δασολόγο ξεκινάει η έκταση, η οποία θεωρείται- διαχειρίζεται ως ιδιωτική και ως προς την οποία θεωρείται λυμένο το ιδιοκτησιακό καθεστώς έναντι του Δημοσίου, με αποτέλεσμα ο ως άνω τεχνικός σύμβουλος να εντάσσει το επίδικο ακίνητο σε δημόσια δασική έκταση. Εντούτοις από τη σύγκριση του εν λόγω αποσπάσματος με το από Ιουνίου 1939 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού ..….. προκύπτει ότι ο ανωτέρω τεχνικός σύμβουλος του Ελληνικού Συμβουλίου αποτυπώνει «ανάποδα» τη δημόσια δασική έκταση και το ιδιωτικό κτήμα …., δηλαδή εκεί που κατά το διάγραμμα ….. τελειώνει το κτήμα …. και αρχίζει η δημόσια δασική έκταση, ο ανωτέρω δασολόγος, με διαγράμμιση του σχετικού τμήματος, αναφέρει ότι αντίθετα από εκεί ξεκινούν τα όρια του κτήματος …., ενώ πέρα από αυτά και πιο κάτω, προς τις κατοικημένες δηλαδή περιοχές, υποστηρίζει ότι βρίσκεται δημόσια δασική έκταση, εντός της οποίας εντάσσει και το επίδικο γεωτεμάχιο. Αντίθετα, ο διορισθείς πραγματογνώμονας …….. τοποθετεί το επίδικο ακίνητο εντός της ιδιωτικής έκτασης του κτήματος …….. Ο προσδιορισμός της θέσης του επίδικου γεωτεμαχίου από τον ως άνω διορισθέντα πραγματογνώμονα εντός του ιδιωτικού κτήματος …. κρίνεται ακριβής. Ως προς την καταλληλότητα του διορισθέντος από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο πραγματογνώμονα να γνωμοδοτήσει σχετικά με το εάν το επίδικο ακίνητο εμπίπτει στα όρια του κτήματος …….. ή βρίσκεται εκτός αυτού σε δημόσια δασική έκταση και η οποία (καταλληλότητα) αμφισβητείται από το εκκαλούν, με το σκεπτικό ότι ένας αγρονόμος και τοπογράφος μηχανικός του Ε.Μ.Π. δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει σωστά αεροφωτογραφίες, από τις οποίες μπορεί να προκύψει ο δασικός χαρακτήρας του επίδικου ακινήτου, σε αντίθεση με έναν δασολόγο που τούτο αποτελεί αντικείμενο της επιστήμης του, σημειώνεται ότι κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και ως προς το εν προκειμένω κρίσιμο ζήτημα της ένδικης υπόθεσης ήτοι το εάν το επίδικο ακίνητο εμπίπτει στο ιδιωτικό κτήμα …., ένας τοπογράφος μηχανικός είναι περισσότερο κατάλληλος, ως εκ του αντικειμένου της επιστήμης του, να μελετήσει ένα παλαιότερο τοπογραφικό διάγραμμα, όπως το από Ιουνίου 1939 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού ….. και να προσδιορίσει εάν το επίδικο ακίνητο εμπίπτει στον χώρο που έχει οριοθετηθεί ως ιδιωτική έκταση στο παλαιότερο τοπογραφικό διάγραμμα ή εάν βρίσκεται σε άλλη (κοντινή ή μακρινή) τοποθεσία που ανήκει στο Δημόσιο, συγκριτικά με έναν δασολόγο που οι γνώσεις του δεν είναι ακριβώς πάνω στο αντικείμενο αυτό. Πολύ δε περισσότερο που ο διορισθείς πραγματογνώμονας προσκομίζει πλήρες το αντίγραφο του τοπογραφικού διαγράμματος του μηχανικού …., στο οποίο εμφαίνεται ολόκληρη η έκταση του κτήματος …….., που έγινε δεκτή ως ιδιωτική με την 95/1939 απόφαση του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων και όπου φαίνονται και τα εδαφικά τμήματα που κρίθηκε ότι αποτελούν δημόσια δασική έκταση και όχι μόνο ένα απόσπασμα του σχετικού χάρτη που επισυνάπτει στη συμπληρωματική έκθεσή του ο τεχνικός σύμβουλος του εκκαλούντος. Επομένως, το επίδικο ακίνητο περιλαμβάνεται στους τίτλους κτήσης τόσο του ενάγοντος και του δικαιοπαρόχου του όσο και στους ως άνω αναφερόμενους τίτλους κτήσης των απώτερων και του απώτατου δικαιοπαρόχου τους, ως εμπίπτον στην ιδιοκτησία …….., όπως αυτή ορίζεται στην με αριθμό 95/1939 απόφαση του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων και αποτυπώνεται στο συνημμένο σε αυτήν από 9 Ιουνίου του έτους 1939 διάγραμμα του μηχανικού …… .. Το εν λόγω τοπογραφικό διάγραμμα προσαρτάται και στο από 3.2.1970 Πρωτόκολλο Οριστικού Αποτερματισμού Δημοσίων- Αναδασωτέων Εκτάσεων Δαφνίου- Κοκκινόβραχου από όμορον ιδιοκτησίαν ….., στο οποίο απεικονίζεται η οριοθέτηση του κτήματος ….. και των δημοσίων δασικών εκτάσεων. Εξάλλου, η άποψη του Δασάρχη Αιγάλεω στο προσκομιζόμενο από το εκκαλούν υπ’ αριθ. πρωτ. …./5.2.2008 έγγραφό του ότι «Η έκταση με ΚΑΕΚ …….. στον προσωρινό κτηματολογικό πίνακα δεν περιλαμβάνεται εντός της εκτάσεως επί της οποίας έχει αναγνωρισθεί κύριος ο …….. με την 813/1909 απόφαση Πρωτοδικείου Αθηνών και δεν διαχειρίζεται ως ιδιωτική, σύμφωνα με την οικ. ………/21-2-2001 διαταγή του Υπουργείου Γεωργίας» δεν δεσμεύει το Δικαστήριο αυτό ως προς το εάν εμπίπτει το επίδικο στη κτήμα ………, λαμβανομένου υπόψη ότι δεν γίνεται καμία μνεία στην 95/1939 απόφαση του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων με την οποία καθορίσθηκαν τα όρια του κτήματος …., ούτε εάν το επίδικο εμπίπτει στα όρια αυτά σύμφωνα μετο από 9 Ιουνίου του έτους 1939 διάγραμμα του μηχανικού …… .. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το επίδικο ακίνητο δεν είχε δασική μορφή, πλην τμήματος αυτού επιφάνειας 50,34 τ.μ., το οποίο κατά το έτος 1963 καλυπτόταν από δασική βλάστηση. Τούτο προκύπτει από τις αεροφωτογραφίες  λήψης των ετών 1960 και 1967 που συνοδεύουν την έκθεση πραγματογνωμοσύνης (στις μεταγενέστερες αεροφωτογραφίες δεν παρατηρείται δασική βλάστηση), ενώ οι αεροφωτογραφίες που ελήφθησαν από τη Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού και αφορούν στοέτος 1945 και οι οποίες συνοδεύουν την έκθεση πραγματογνωμοσύνης, πράγματι όπως επισημαίνει ο πραγματογνώμων, δεν είναι ευκρινείς, ώστε να μπορεί να εξαχθεί από αυτές ασφαλές συμπέρασμα για το είδος της βλάστησης στο επίδικο ακίνητο. Τα όσα αντίθετα διατείνεται το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο δεν υποστηρίζονται από τη σχετική απεικόνιση των αεροφωτογραφιών των ετών 1937 και 1945 (σημειωτέον ότι δεν προσκομίζονται αεροφωτογραφίες του έτους 1937). Ούτε η υπ’ αριθ. 108424/1934 (ΦΕΚ Β’133) απόφαση του Υπουργείου Γεωργίας «περί κηρύξεως ως αναδασωτέας της περιοχής του λεκανοπεδίου Αθηνών» μπορεί να οδηγήσει σε κάποιο συμπέρασμα ότι το μεγαλύτερο μέρος του επίδικου ακινήτου ήταν δάσος και ότι περιλαμβάνεται σε δημόσια δασική έκταση, καθώς η παραπάνω απόφαση περιέχει γενική περιγραφή της αναδασωτέας έκτασης, καταλαμβάνοντας μεγάλα τμήματα του νομού Αττικής, χωρίς να αναφέρονται με ακρίβεια όλες οι περιοχές στις οποίες αφορά. Εξάλλου, από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ότι έχει γίνει πράξη χαρακτηρισμού του επίδικου ακινήτου ως δασικής έκτασης κατά το άρθρο 14 του ν. 998/1979, ώστε τα έγγραφα με τα οποία εκφέρει την άποψή του ο δασάρχης ότι το επίδικο είναι δημόσια δασική έκταση να δεσμεύουν το παρόν Δικαστήριο κατ’ άρθρο 440 ΚΠολΔ, όπως αβάσιμα υποστηρίζει το εκκαλούν με τον 3Β λόγο έφεσης αυτού. Άλλωστε αντικείμενο της παρούσας δίκης δεν είναι αν μεγαλύτερο ή μικρότερο τμήμα του επίδικου γεωτεμαχίου καλύπτεται από δασική βλάστηση, αλλά αν πρόκειται περί ιδιωτικού ή δημοσίου κτήματος. Και πάλι το γεγονός ότι το έτος 1963, τμήμα του επίδικου ακινήτου επιφάνειας 50,34 τ.μ. καλυπτόταν από δασική βλάστηση δεν αναιρεί την κυριότητα των εκάστοτε αναφερόμενων ιδιοκτητών, δυνάμει των πιο πάνω αναφερόμενων τίτλων κυριότητας στο επίδικο, δοθέντος ότι το θέμα αυτό η ίδια η Γενική Διεύθυνση Δασών του Υπουργείου Γεωργίας το θεωρούσε λυμένο με σχετικό έγγραφό της ήδη από το έτος 1959. Στο με αριθμό ……/11.8.1959 έγγραφο της Γενικής Διεύθυνσης Δασών του Υπουργείου Γεωργίας προς τον Δασάρχη Αττικής με θέμα «Περί δασοκτήματος κληρονόμων ………» αναφέρεται ότι: «…αποστέλλομεν υμίν συνημμένως κεκυρωμένον αντίγραφον του υπ’ αριθ. Γ. ………/25-7-59 εγγράφου του Υπουργείου Οικονομικών, εξ ου εμφαίνεται ότι το ζήτημα ιδιοκτησίας του υπό των κληρονόμων ……. διεκδικούμενου δασοαγροκτήματος εις θέσιν …….. επελύθη υπό τούτου και όπερ απεφάνθη ποίαι εκτάσεις εκ των διεκδικηθεισών υπό των ανωτέρω ανήκουν εις το Δημόσιον, αίτινες και εικονίζονται εις το από 9 Ιουνίου 1939 διάγραμμα του Μηχανικού ……… Κατόπιν τούτου δεν θα προβήτε ούτε υμείς ούτε ο Επιθεωρητής Δασών κ. …… εις περαιτέρω έρευναν επί του ζητήματος τούτου. Προς πλήρη κατατοπισμόν σας επί του ποίαι εκτάσεις εκρίθησαν δημόσιαι και ποίαι ως ιδιωτικαί και ανήκουσαι εις τους κληρονόμους ………, θα ζητήσητεφωτοτυπίαν του σχεδιαγράμματος του Μηχανικού ……… παρά του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Δημοσίων Έργων, όπερ εθεωρήθη υπό του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Δασών», ώστε εφόσον το επίδικο αποδείχθηκε κείμενο εντός του ανωτέρω τοπογραφικού ως ανήκον στο κτήμα …., τούτο έχει αναγνωρισθεί εκ μέρους της Διεύθυνσης Δασών ως ιδιωτικό ακίνητο. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το κυρίως παρεμβαίνον Ελληνικό Δημόσιο, κατά την κτηματογράφηση της περιοχής όπου βρίσκεται το επίδικο, υπέβαλε την με αριθμό …./19.9.2002 δήλωση του ν. 2308/1995, επικαλούμενο την κυριότητά του στις δασικές εκτάσεις του ΟΤΑ Κορυδαλλού, περιλαμβανομένου και του επίδικου γεωτεμαχίου, πλην όμως οι ισχυρισμοί του δεν κρίθηκαν βάσιμοι και στις πρώτες εγγραφές συγκύριοι του ακινήτου καταχωρίσθηκαν οι δεύτερος, τρίτη και τέταρτος των εφεσίβλητων. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα αποδείχθηκε ότι το επίδικο γεωτεμάχιο περιλαμβανόμενο στους τίτλους κτήσης κυριότητας του ενάγοντος και των δικαιοπαρόχων του από το έτος 1875 μέχρι και σήμερα τυγχάνει ένα ιδιωτικό ακίνητο που ο ενάγων απέκτησε κατά κυριότητα αγοράζοντας το με νομίμως μεταγεγραμμένο συμβολαιογραφικό έγγραφο από τον αληθή κύριο αυτού και ότι ουδέποτε υπήρξε δημόσιο κτήμα, καθώς δεν αποδείχθηκε ότι περιήλθε στο εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο δυνάμει της από 9.7.1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως «περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος» και των από 3-2-1830, 4/16-6-1830 και 19-6/1-7-1830 Πρωτοκόλλων του Λονδίνου, ως εδαφικό τμήμα μείζονος έκτασης, ανήκουσας πριν τον απελευθερωτικό αγώνα στο Τουρκικό Δημόσιο και ακολούθως καταληφθείσας και δημευθείσας από το Ελληνικό Δημόσιο, ούτε βάσει των διατάξεων του β.δ. της 17-11-1836 ως εκ του φερόμενου ως συνεχούς, από την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου και μέχρι σήμερα, δασικού χαρακτήρα του επίδικου γεωτεμαχίου, ούτε βάσει των διατάξεων του β.δ. της 3/15.12.1833, ως λιβάδι ή βοσκότοπος, για την επικαρπία του οποίου απαιτείται έγγραφο (ταπί), ούτε με έκτακτη χρησικτησία, με την άσκηση εκ μέρους του Δημοσίου, διανοία κυρίου και με καλή πίστη διακατοχικών πράξεων, ούτε βάσει της διάταξης του άρθρου 16 του από 21-6/10-7-1837 Νόμου «περί διακρίσεως κτημάτων», σε συνδυασμό με τα άρθρα 2 παρ.1 Α.Ν. 1539/1938 και 972 ΑΚ, ως δήθεν αδέσποτη έκταση. Επίσης, αποδεικνύεται ότι το ως άνω εμπράγματο δικαίωμα του ενάγοντος (ήδη πρώτου εφεσίβλητου) προσβάλλεται από την ανακριβή πρώτη κτηματολογική εγγραφή που φέρει τους εναγόμενους (ήδη δεύτερο, τρίτη και τέταρτο των εφεσίβλητων)καταχωρισμένους ιδιοκτήτες επί του επίδικου γεωτεμαχίου με ΚΑΕΚ …………. στο Κτηματολογικό Γραφείο Νίκαιας, οπότε εκείνος θεμελιώνει έννομο συμφέρον να ζητήσει να διορθωθεί η σχετική εγγραφή. Κατόπιν αυτού, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και με ορθή εκτίμηση των αποδείξεων, τις οποίες και έλαβε όλες ανεξαιρέτως υπόψη του, δέχθηκε την ένδικη αγωγή ως ουσία βάσιμη και απέρριψε την κύρια παρέμβαση ως ουσία αβάσιμη, ακολούθως δε αναγνώρισε ότι ο ενάγων κατά την έναρξη του κτηματολογίου στην περιοχή του Κορυδαλλού και δυνάμει του με αριθμό …./1984 συμβολαίου πώλησης της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………, που νόμιμα μεταγράφηκε στο υποθηκοφυλακείο Νίκαιας στον τόμο …. και με α.α. ….. τυγχάνει κύριος ενός γεωτεμαχίου προσφάτως αποτυπωμένου ως εμφαίνεται υπό στοιχεία ΑΒΓΔΕΑ στο από Ιανουαρίου του 2017 και συνταγμένο κατά το ΕΓΣΑ … τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου- τοπογράφου μηχανικού …………, έκτασης 187,31 τ.μ., κείμενου στη θέση «…..» του Δήμου Κορυδαλλού με ΚΑΕΚ …….. στο κτηματολογικό Γραφείο Νίκαιας και διέταξε τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης κτηματολογικής εγγραφής στο παραπάνω κτηματολογικό γραφείο και στο ανωτέρω ΚΑΕΚ με την καταχώριση του ενάγοντος ως πλήρους και αποκλειστικού κυρίου του εν λόγω γεωτεμαχίου δυνάμει του προαναφερόμενου νομίμως μεταγεγραμμένου πωλητήριου συμβολαίου, απορριπτομένων ως αβάσιμων στην ουσία τους των αιτιάσεων κατά της εκκαλούμενης που περιέχονται στους δεύτερο, τρίτο και τέταρτο λόγους της υπό κρίση έφεσης του εκκαλούντος. Μη απομένοντος άλλου λόγου της ένδικης έφεσης προς εξέταση, αυτή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της στην ουσία της. Τα δικαστικά έξοδα του πρώτου εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας κατόπιν σχετικού αιτήματός του, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου λόγω της ήττας του κατά την έκβαση της δίκης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183, 176 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ, μειωμένα όμως κατ’ άρθρο 22 παρ.1 του ν. 3693/1957, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Αντίθετα δικαστικά έξοδα των υπόλοιπων εφεσίβλητων δεν επιβάλλονται σε βάρος του εκκαλούντος για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, καθώς εκείνοι δεν παρέστησαν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και δεν υποβλήθηκαν σε σχετικά έξοδα. Πρέπει, όμως, να ορισθεί για τον καθένα των δεύτερου, τρίτης και τέταρτου των εφεσίβλητων παράβολο ερημοδικίας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 502 παρ.1 και 505 παρ.2 ΚΠολΔ για την περίπτωση που ασκήσουν ανακοπή ερημοδικίας κατά της παρούσας, σύμφωνα με το διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην του δεύτερου, της τρίτης και του τέταρτου των εφεσίβλητων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας για καθένα των δεύτερου, τρίτης και τέταρτου των εφεσίβλητων στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 18.6.2020 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. 3884/2020 και Ε.Α.Κ. …./2020 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2020 και Ε.Α.Κ. …./2020) έφεση κατά της 282/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία), και της συνεκκαλούμενης 4356/2015 μη οριστικής απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα του πρώτου εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας σε βάρος του εκκαλούντος και ορίζει αυτά στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 25.7.2022.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ