Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 525/2022

Αριθμός    525/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 4ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ……………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

Α. ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ:   ΝΠΔΔ με την επωνυμία «ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΣ  ΕΘΝΙΚΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (e-ΕΦΚΑ)», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από το Διοικητή του, ως καθολικού διαδόχου του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Γαρυφαλιά Φραντζή   (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ:  Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας …………….. εκπροσωπήθηκε δε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Αικατερίνη Καλλιγερίδου (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Β. ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) Ελληνικού Δημοσίου, όπως νομίμως εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και 2) Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Διοικητή της και εν προκειμένω και από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Ε΄ Πειραιά, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ, Δέσποινα Ντουρντουρέκα (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ:  1) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας ………………εκπροσωπήθηκε δε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Αικατερίνη Καλλιγερίδου (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ) και 2) ΝΠΔΔ με την επωνυμία «ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΣ ΕΘΝΙΚΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (e-ΕΦΚΑ)», όπως μετονομάστηκε το νπδδ με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ)», ως οιονεί καθολικού διαδόχου του νπδδ με την επωνυμία «ΙΚΑ-ΕΤΑΜ», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από το Διοικητή του, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Γαρυφαλιά Φραντζή   (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Το ΝΠΔΔ με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (ΕΦΚΑ) ως οιονεί καθολικού διαδόχου του ΝΠΔΔ με την επωνυμία «ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ –ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ» (ΙΚΑ-ΕΤΑΜ), κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  1.4.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ……../2019) ανακοπή του. Το Ελληνικό Δημόσιο και η ΑΑΔΕ κατέθεσαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 28.3.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………/2019) ανακοπή. Επί των ανακοπών αυτών εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ.  1982/2020 απόφαση του προαναφερόμενου Δικαστηρίου, που  απέρριψε αυτές.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου το υπό στοιχ Α ήδη εκκαλούν και οι υπό στοιχ Β ήδη εκκαλούντες με τις από  28.9.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ κατάθεσης στο Πρωτοδικείο ……./2020, ΓΑΚ/ΕΑΚ προσδιορισμού στο Εφετείο ……../2020) και απο 3.11.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ κατάθεσης στο Πρωτοδικείο  ………./2021, ΓΑΚ/ΕΑΚ προσδιορισμού στο Εφετείο …………./2021) αντίστοιχα, εφέσεις τους. Δικάσιμος των εφέσεων αυτων ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Η δικαστική πληρεξούσια ΝΣΚ του Ελληνικού Δημοσίου και της ΑΑΔΕ, καθώς και οι πληρεξούσιες δικηγόροι των λοιπών διαδίκων, οι οποίες παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Φέρονται προς συζήτηση α) η από 23.9.2020 (υπ΄αριθ. κατάθ. ………./28.9.2020) έφεση του πρωτοδίκως ηττηθέντος νπδδ με την επωνυμία «Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (e – ΕΦΚΑ)» κατά της πρωτοδίκως νικησάσης εδρεύουσας στην Αθήνα, ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……………» που εκπροσωπείται νόμιμα και β) η από 3.11.2021 (υπ΄αριθ. κατάθ. ………../3.11.2021) των πρωτοδίκως ηττηθέντων 1) Ελληνικού Δημοσίου που εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών και 2) Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, που εκπροσωπείται από το διοικητή της και εν προκειμένω από τον Προϊστάμενο της ΔΟΥ Ε Πειραιά  κατά  1) της ως άνω πρωτοδίκως νικησάσης Τράπεζας ………… και 2) του ως άνω πρωτοδίκως ηττηθέντος Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e – ΕΦΚΑ). Οι ανωτέρω εφέσεις στρέφονται κατά της υπ΄αριθ. 1982/27.5.2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδικής διαδικασίας περιουσιακών διαφορών) που συνεκδίκασε τις α) από 1.4.2019 (υπ΄αριθ. κατάθ. ……./2019) και β) από 28.3.2019 (υπ΄αριθ. κατάθ. ………./2019), ανακοπές, αντίστοιχα των ήδη εκκαλούντων. Ασκήθηκαν δε νόμιμα, με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (άρθρα 495 παρ.1 και 2, 500, 511, 513 παρ.1 περ.β΄εδ.α, 516 παρ.1, 517 εδ.α και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης, σε συνδυασμό με τις από 28.9.2020 και 3.11.2021 εκθέσεις κατάθεσης δικογράφων έφεσης του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντίστοιχα.  Πρέπει, επομένως να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξετασθούν περαιτέρω  από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλην  και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια ως άνω  διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρα 19, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ) και εντός των ορίων που καθορίζονται από αυτούς (άρθρο 522 ΚΠολΔ), εν όψει του ότι για το παραδεκτό τους δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου έφεσης (495 παρ. 3 Αβ ΚΠολΔ σε συνδυασμό με α) το άρθρο 28 § 4 του ν. 2579/1998, 11 κ.δ. της 26ης Ιουνίου – 10ης Ιουλίου 1944 περί κώδικος των νόμων περί δικών του δημοσίου και 22 § 4 του ν. 1868/1080) και β) 19 παρ 1 κωδ. Διατ/τος 26/6-10/7/44 σε συνδυασμό με άρθρο 36 πδ 28/1931-ΦΕΚ α΄239/1931, αντίστοιχα). Οι παραπάνω εφέσεις είναι συναφείς και πρέπει να συνεκδικαστούν γιατί έτσι διευκολύνεται κι επιταχύνεται η διεξαγωγή της διαδικασίας κι επέρχεται μείωση των εξόδων (246 ΚΠολΔ).

Με την ανακοπή που ασκείται κατά του πίνακα κατάταξης προβάλλονται αιτιάσεις που αφορούν στην ορθότητα του πίνακα κατάταξης, που μπορούν να στηρίζονται είτε στο ουσιαστικό δίκαιο, αναγόμενες στη γένεση ή την ύπαρξη της απαίτησης του καθ΄ ου η ανακοπή η οποία έχει αναγγελθεί, είτε στο δικονομικό δίκαιο και να αναφέρεται στον προνομιούχο χαρακτήρα και την τάξη της κατάταξης. Έννομο συμφέρον, για άσκηση ανακοπής κατά πίνακα κατάταξης, έχει όποιος αμφισβητεί την ύπαρξη της απαίτησης εκείνου, κατά του οποίου στρέφει την ανακοπή του, ή προβάλλει ότι προηγείται του τελευταίου, που κατετάγη στον πίνακα, και επιδιώκει την αποβολή του και την κατάταξη στη θέση του, στρέφεται δε κατά των δανειστών των οποίων προσβάλλεται η κατάταξη. Το Δικαστήριο, που δικάζει την ανακοπή, περιορίζεται μέσα στα όρια του αιτήματος αυτής και ερευνά την προσβαλλόμενη απαίτηση και την κατάταξη του καθ΄ ου η ανακοπή, δεδομένου δε ότι η διαδικασία της κατάταξης είναι ενιαία, όχι όμως και αδιαίρετη, η ισχύς και το δεδικασμένο της αποφάσεως περιορίζεται μεταξύ των διαδίκων και δεν επιδρά στους μη μετασχόντες της δίκης άλλους δανειστές. Εάν ευδοκιμήσει η ανακοπή, στο αποδεσμευόμενο ποσό θα καταταγεί ο ανακόπτων, χωρίς να ωφελείται άλλος δανειστής που δεν άσκησε ανακοπή (ΑΠ 1229/2008). Κατά συνέπεια όταν ασκείται ανακοπή κατά πλειόνων αναγγελθέντων και καταταγέντων δανειστών, η οποία εν τοις πράγμασι αποτελεί υποκειμενική σώρευση ανακοπών με την μορφή της παθητικής ομοδικίας (άρθρο 74 περ. 1 του ΚΠολΔ), έναντι των οποίων προβάλλεται το υπαρκτό και η προνομιακή κατάταξη της απαίτησης του ανακόπτοντος, οι τελευταίοι, ως καθ΄ ων η ανακοπή, συνδέονται με τον δεσμό της απλής ομοδικίας (άρθρο 74 περ. 2 του ΚΠολΔ) και τούτο για τον λόγο ότι το υπαρκτό της απαίτησης του ανακόπτοντος και ο προνομιακός της χαρακτήρας κατά την κατάταξη συγκρίνεται ως προς καθένα από τους καθ΄ ων, χωρίς να επηρεάζονται από αυτό οι μεταξύ τους σχέσεις αναφορικά με το ποσό της κατάταξης, δοθέντος ότι, όπως προαναφέρθηκε, στο αποδεσμευόμενο ποσό θα καταταγεί μόνο ο ανακόπτων, χωρίς να ωφελούνται οι καθ΄ ων, ώστε να παρίσταται ανάγκη σύγκρισης μεταξύ τους ως προς τις απαιτήσεις τους για τις οποίες αναγγέλθηκαν και κατατάχθηκαν (ΑΠ 2117/2014).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό στοιχ. α  ανακοπή,  το ανακόπτον νπδδ με την επωνυμία «Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (e – ΕΦΚΑ)» ισχυρίστηκε ότι «με επίσπευση της καθ’ ης Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας «……….» προς ικανοποίηση απαίτησης της κατά της ……….. απορρέουσας από την υπ’ αριθ. …../2013 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατασχέθηκε αναγκαστικά, δυνάμει της υπ’ αριθ. …./07-05-2018 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου του Δικαστικού Επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών …….., η αναλυτικά περιγραφόμενη στην ανωτέρω έκθεση οριζόντια ιδιοκτησία (κατάστημα ισογείου) επί οικοδομής που βρίσκεται στη Νίκαια Αττικής και στη συμβολή των οδών …. και …. αρ. 36, η οποία πλειστηριάστηκε δυνάμει της υπ’ αριθ. …./12-12-2018 έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού της επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου συμβολαιογράφου Αθηνών ………. και κατακυρώθηκε στον . …….. Οτι λόγω μη επάρκειας του πλειστηριάσματος το οποίο ανήλθε στο ποσό των 112.000 ευρώ, μετά την αφαίρεση των εξόδων, προς ικανοποίηση της επισπεύδουσας, του ιδίου, ως αναγγελθέντος δανειστή και των λοιπών αναγγελθέντων δανειστών, κατά τα αναλυτικά αναφερόμενα στο δικόγραφο, συντάχθηκε ο προσβαλλόμενος υπ’ αριθ. ……./01-03-2019 πίνακας κατάταξης, στον οποίο η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος προέβη σε διανομή του πλειστηριάσματος εφαρμόζοντας τις διατάξεις των άρθρων 975 και 977 ΚΠολΔ όπως αυτές ίσχυαν μετά την αντικατάσταση τους από τις διατάξεις του Ν. 4335/2015, κατατάσσοντας το για μέρος της απαίτησης του στο 25% του πλειστηριάσματος και την καθ’ ης για μέρος της απαίτησής της στο 65% του πλειστηριάσματος για το ποσό των 69.987,58 € και στο 10% του πλειστη μιάσματος για το ποσό των 9.253,83 € και 1.513,49 €, ενώ όφειλε να εφαρμόσει αυτές ως ίσχυαν πριν το Ν. 4335/2015, δεδομένου ότι η πρώτη επιταγή προς πληρωμή είχε επιδοθεί στην οφειλέτρια πριν την 01/01/2016 και δη στις 14/01/2014, όποτε και στο προγενέστερο αυτό χρονικό σημείο οριοθετείται χρονικά η έναρξη της εκτελεστικής διαδικασίας και κρίνεται η ύπαρξη και η έκταση των προνομίων. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, ζητεί να μεταρρυθμιστεί ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης δανειστών της ως άνω συμβολαιογράφου ώστε να καταταγεί το ίδιο προνομιακά και οριστικά προ πάσης διανομής πλειστηριάσματος για το ποσό των 23.041,84 ευρώ επί πλέον του ποσού των (2.872,31+5.078,37+3.239,87=) 11.190,55 € ευρώ στο οποίο κατατάχθηκε και ν΄αποβληθεί η καθ΄ης κατά το μέρος που πλήττεται η κατάταξή του. Με την υπό στοιχ. β ανακοπή και δη τον κύριο λόγο αυτής, οι εκκαλούντες, 1) Ελληνικό Δημόσιο και 2) Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, ισχυρίστηκαν ότι «με επίσπευση τη καθ΄ης Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας «…… …………» προς ικανοποίηση απαίτησης της κατά της ……… απορρέουσας από την υπ’ αριθ. …/2013 διαταγή πληρωμής ίου Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατασχέθηκε αναγκαστικά, δυνάμει της υπ’ αριθ. …/07-05-2018 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου του Δικαστικού Επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών … …., η αναλυτικά περιγραφόμενη στην ανωτέρω έκθεση οριζόντια ιδιοκτησία (κατάστημα ισογείου) επί οικοδομής που βρίσκεται στη Νίκαια Αττικής και στη συμβολή των οδών … και … αρ. …, η οποία πλειστηριάστηκε δυνάμει της υπ αριθ. …./12-12-2018 έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού της επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου συμβολαιογράφου Αθηνών ………… και κατακυρώθηκε στον ……….. Ότι λόγω μη επάρκειας του πλειστηριάσματος το οποίο ανήλθε στο ποσό των 112.000 ευρώ, μετά την αφαίρεση των εξόδων, προς ικανοποίηση της επισπεύδουσας, των ιδίων, ως αναγγελθέντων δανειστών και των λοιπών αναγγελθέντων δανειστών, κατά τα αναλυτικά αναφερόμενα στο δικόγραφο, συντάχθηκε ο προσβαλλόμενος υπ’ αριθ. …../01-03-2019 πίνακας κατάταξης, στον οποίο η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος προέβη σε διανομή του πλειστηριάσματος εφαρμόζοντας τις διατάξεις των άρθρων 975 και 977 ΚΠολΔ όπως αυτές ίσχυαν μετά την αντικατάσταση τους από τις διατάξεις ίου Ν. 4335/2015, κατατάσσοντας τους για μέρος της απαίτησής τους από 15.727,57 ευρώ στο 25% του πλειστηριάσματος και την πρώτη των καθ’ ων για μέρος της απαίτησής της στο 65% του πλειστηριάσματος για το ποσό των 69.987,58 € και στο 10% του πλειστηριάσματος για το ποσό των 9.253,83 € και 1.513,49 €, ενώ όφειλε να εφαρμόσει αυτές ως ίσχυαν πριν το Ν. 4335/2015, δεδομένου ότι η πρώτη επιταγή προς πληρωμή επιδόθηκε στην οφειλέτρια πριν την 01/01/2016 και δη στις 14/01/2014, όποτε και στο προγενέστερο αυτό χρονικό σημείο οριοθετείται χρονικά η έναρξη της εκτελεστικής διαδικασίας και κρίνεται η ύπαρξη και η έκταση των προνομίων. Ζητούσαν δε να μεταρρυθμιστεί ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης με σκοπό να καταταγούν και για το επιπλέον ποσό των 18.183,95 ευρώ με την ισόποση και ταυτόχρονη αποβολή των καθ’ ων και συγκεκριμένα της μεν Τράπεζας …………. από το ποσό των 15.677,26 ευρώ, του δε Ε.Φ.Κ.Α. από το ποσό των 643,40 €, των 1.137,56 € και των 725,73 €.

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε την υπό στοιχ. α ανακοπή ως προς τον ανωτέρω μοναδικό λόγο αυτής, καθώς και την υπό στοιχ. β ανακοπή ως προς τον όμοιο κατά περιεχόμενο κύριο λόγο αυτής, ως μη νόμιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται τώρα α) το εκκαλούν e– ΕΦΚΑ με το μοναδικό λόγο της κρινόμενης, υπό στοιχ. Α έφεσής του και β) οι εκκαλούντες Ελληνικό Δημόσιο και ΑΑΔΕ με την κρινόμενη υπό στοιχ. Β έφεσής τους, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητούν, γενομένων δεκτών των ως άνω κρινομένων εφέσεών τους  να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη  με σκοπό όπως γίνει εξ ολοκλήρου δεκτή  η κάθε μία από τις ως άνω εφέσεις, αντίστοιχα και να καταδικασθούν οι αντίδικοί τους  στη δικαστική τους δαπάνη και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

Οι νόμοι που ρυθμίζουν τη συνδρομή των δανειστών στη διαδικασία της κατάταξης δεν αφορούν, κυρίως τα ίδια τα δικαιώματα, αλλά κανονίζουν τον τρόπο της ενάσκησής τους επί της ομάδας περιουσίας που υπάρχει σε ορισμένο χρόνο. Επομένως και τα καθιερούμενα από τους νόμους αυτούς προνόμια κρίνονται όχι σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο της γένεσης του δικαιώματος ή της έναρξης της αναγκαστικής εκτέλεσης, αλλά σύμφωνα με αυτόν που ισχύει κατά το χρόνο της κατάταξης, αφού η λόγω του προνομίου προτίμηση δεν αποτελεί στοιχείο της απαίτησης, αλλά αφορά τη σχέση των απαιτήσεων μεταξύ τους, λόγω της συνδρομής περισσοτέρων δανειστών. Το αντίθετο δεν συνάγεται από τη διάταξη του άρθρου 50 παρ. 1 του ΕισΝΚΠολΔ που ορίζει, ότι οι σχετικές με την αναγκαστική εκτέλεση διατάξεις του ΚΠολΔ εφαρμόζονται στις εκτελέσεις που αρχίζουν από την εισαγωγή του και ότι η αναγκαστική εκτέλεση θεωρείται ότι άρχισε από την επίδοση της επιταγής, γιατί η διάταξη αυτή δεν εισάγει γενικό κανόνα διαχρονικού δικαίου για όλες τις πράξεις της αναγκαστικής εκτέλεσης, αλλά ρυθμίζει ειδικώς την εφαρμογή του ΚΠολΔ σε θέματα αναγκαστικής εκτέλεσης σε σχέση προς το προγενέστερο αυτού δικονομικό δίκαιο (ΟλΑΠ 21/1994, ΑΠ 1056/2020, ΑΠ 1441/2017, ΑΠ 1404/2007, ΑΠ 1340/2004). Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου ένατου παρ.3 του Ν. 4335/2015 «Μεταβατικές και άλλες διατάξεις» ορίζεται ότι οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 1-1-2016. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 43 του Ν. 4715/2020 «Ρυθμίσεις για τη διασφάλιση της πρόσβασης σε ποιοτικές υπηρεσίες υγείας κλπ», το οποίο φέρει τον τίτλο «Ερμηνευτική διάταξη ως προς τον χρόνο εφαρμογής των νόμων 4335/2015 και 4336/2015 σε εκκρεμείς διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης και ήδη κηρυχθείσες πτωχεύσεις» ορίζεται, μεταξύ άλλων, στο εδ. α΄ αυτού ότι κατά την αληθή τους έννοια οι διατάξεις του άρθρου ογδόου του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (δηλαδή οι τροποποιήσεις που επέφερε ο νόμος αυτός στο δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης) δεν έχουν εφαρμογή σε διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης που βρίσκονταν ήδη σε εξέλιξη και σε πτωχεύσεις που είχαν ήδη κηρυχθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του παραπάνω νόμου, στο δε εδ. β΄ ότι για την κατάταξη των πιστωτών στην παραπάνω περίπτωση λαμβάνεται υπόψη το δίκαιο που ίσχυε κατά τον χρόνο επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση και της υποβολής της αίτησης για την κήρυξη της πτώχευσης. Σύμφωνα με την ως άνω διάταξη του άρθρου 43 του Ν. 4715/2020, που είναι γνήσια ερμηνευτική και ως εκ τούτου έχει αναδρομική δύναμη, το προϊσχύσαν δίκαιο θα εφαρμόζεται σε όλα τα ζητήματα αναγκαστικής εκτέλεσης, περιλαμβανομένου και του ζητήματος της κατάταξης των δανειστών στο σχετικό πίνακα, όταν η επιταγή με βάση την οποία άρχισε η εκτέλεση, είχε επιδοθεί πριν την 1-1-2016. Δηλαδή, ο νομοθέτης ακολούθησε τη βασική διαχρονικού δικαίου αρχή του άρθρου 50 παρ. 1 ΕισΝΚΠολΔ και υπήγαγε την εκτελεστική διαδικασία, ως σύνολο, στο νεότερο ή στο παλαιότερο καθεστώς, αναλόγως του χρόνου επίδοσης της επιταγής του άρθρου 924 ΚΠολΔ, χωρίς να συμπεριληφθεί κανόνας σχετικά με τη ρύθμιση του δικαίου των προνομίων, όπως άλλωστε και στο άρθρο 50 ΕισΝΚΠολΔ.  Υπό το πρίσμα του ν. 4715/2020, στο άρθρο 43 αυτού, ορίζεται ότι : «Άρθρο 43.Ερμηνευτική διάταξη ως προς τον χρόνο εφαρμογής των νόμων 4335/2015 και 4336/2015 σε εκκρεμείς διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης και ήδη κηρυχθείσες πτωχεύσεις. Κατά την αληθή τους έννοια, οι διατάξεις: α) της περ. 19 της υποπαρ. Γ3 της παρ. Γ του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 (Α` 94), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 της παρ. 2 του ν. 4446/2016 και (β) του άρθρου όγδοου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 (Α` 87) δεν έχουν εφαρμογή σε διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης που βρίσκονταν ήδη σε εξέλιξη και σε πτωχεύσεις που είχαν ήδη κηρυχθεί μέχρι την έναρξη ισχύος των παραπάνω νόμων. Για την κατάταξη των πιστωτών στις περιπτώσεις του προηγούμενου εδαφίου λαμβάνεται υπόψιν το δίκαιο που ίσχυε κατά τον χρόνο επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση και της υποβολής της αίτησης για την κήρυξη της πτώχευσης. Η άσκηση ενδίκων μέσων και βοηθημάτων κατά της κατάταξης των πιστωτών με βάση τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου δεν αναστέλλει τη διανομή στις περιπτώσεις του εδαφίου αυτού». Περαιτέρω, ως επιταγή νοείται εκείνη που στηρίζει την περαιτέρω κύρια εκτελεστική διαδικασία, η οποία αρχίζει με την επιβολή κατάσχεσης επί χρηματικών απαιτήσεων, όχι δε τυχόν προηγούμενες επιταγές, κατόπιν των οποίων δεν επακολούθησε κατάσχεση εντός έτους ή και άλλες περαιτέρω πράξεις της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση των δικονομικών τους συνεπειών (άρθρο926 παρ. 2ΚΠολΔ), ή, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, εκείνες από τις οποίες εγκύρως παραιτήθηκε ο επισπεύδων (ΑΠ 1151/2021).Από τα προαναφερθέντα, συνάγεται ότι διαδικασίες εκτέλεσης που βρίσκονται σε εξέλιξη, είναι όσες άρχισαν με επίδοση επιταγής πριν την 1.1.2016, στις οποίες εφαρμόζεται το προϊσχύον καθεστώς. Από δε το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 43 εδ. β ν 4715/2020, 1 άρθρου ένατου παρ. 3 εδ. α ν 4335/2015 και 926 παρ. 2 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι κρίσιμος χρόνος για την εφαρμογή του δικαίου που εισήχθη με το ν. 4335/2015, θεωρείται ο χρόνος επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση, η οποία οδήγησε στη συνέχεια στην έναρξη της κύριας εκτελεστικής διαδικασίας δια της επιβολής κατάσχεσης και όχι τυχόν προηγούμενες επιταγές, οι οποίες επιδόθηκαν μεν, αλλά χωρίς όμως ν΄αρχίσει η εκτελεστική διαδικασία εντός έτους από την επίδοσή τους και στις οποίες δεν μπορεί να βασισθεί η έναρξή της, κατ΄άρθρ. 926 παρ. 2 ΚΠολΔ. Επιπλέον, κατά τη διάταξη του άρθρου 61 παρ. 1 του Ν.Δ. 356/26-3-1974, όπως ίσχυε μετά την προσθήκη του δεύτερου εδαφίου με την παράγραφο 2 του άρθρου 33 του Ν. 4141/2013 (ΦΕΚ Α 81/5-4-2013), «Το Δημόσιον κατατάσσεται εν αναγκαστική εκτελέσει κινητού ή ακινήτου διά τας ληξιπρόθεσμους μέχρι της ημέρας του πλειστηριασμού απαιτήσεις αυτού εκ πάσης αιτίας, μετά των πάσης φύσεως προσαυξήσεων και τόκων και εν τη υπ΄ αριθ. 5 σειρά του άρθρου 975 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας. Κατ΄ εξαίρεση, για τις ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις του από φόρο προστιθέμενης αξίας, με τις πάσης φύσεως προσαυξήσεις, το Δημόσιο κατατάσσεται στην υπ΄ αριθ. 2 σειρά του ίδιου άρθρου και πριν από την ικανοποίηση των απαιτήσεων του άρθρου 976 ΚΠολΔ.». Η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 61 του Ν.Δ. 356/26-3-1974, όπως είχε τροποποιηθεί και συμπληρωθεί, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 404 παρ. 13 Ν. 4512/2018 (ΦΕΚ Α 5/17-1-2018), ως ακολούθως «1. Σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης κινητού ή ακινήτου κατά οφειλέτη του, το Δημόσιο κατατάσσεται για τις μέχρι την ημέρα του πλειστηριασμού απαιτήσεις του από κάθε αιτία, με τις κάθε φύσης προσαυξήσεις, τόκους και πρόστιμα εκπρόθεσμης καταβολής που επιβαρύνουν τις απαιτήσεις αυτές, σύμφωνα με τα άρθρα 975 έως 977Α και 1007 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.2. Ως ημέρα του πλειστηριασμού θεωρείται η ημέρα κατά την οποία διενεργήθηκε ο πλειστηριασμός, ανεξάρτητα από την ημέρα του πλειστηριασμού που ορίσθηκε αρχικά. 3. Οι μη ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις, για τις οποίες κατατάχθηκε το Δημόσιο, θεωρούνται ληξιπρόθεσμες ως προς τη διανομή του πλειστηριάσματος. 4. Σε περίπτωση πτώχευσης οφειλέτη του, το Δημόσιο κατατάσσεται, σύμφωνα με τα άρθρα 154 έως 160 του Πτωχευτικού Κώδικα (Ν. 3588/2007, Α΄ 153), για όλες τις απαιτήσεις του που γεννήθηκαν ή ανάγονται σε χρόνο πριν από την πτώχευση, ανεξαρτήτως του χρόνου βεβαίωσής τους.». Κατά τη μεταβατικού δε δικαίου διάταξη του άρθρου 405 παρ. 4 εδ. α΄ του Ν. 4512/2018 ορίζεται ότι «Οι διατάξεις του άρθρου 61 του ΚΕΔΕ, όπως αντικαθίστανται με την παράγραφο 13 του προηγούμενου άρθρου εφαρμόζονται ως εξής:α. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως και 3 εφαρμόζονται σε διαδικασίες διοικητικής και αναγκαστικής εκτέλεσης, όταν η κατάσχεση ή η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση αντίστοιχα διενεργείται μετά την 1η Ιανουάριου 2016, με εξαίρεση την παραπομπή στο άρθρο 977Α του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, η οποία εφαρμόζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού.».

Από την εκτίμηση όλων των εγγράφων που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά έστω και εάν δεν μνημονεύεται ειδικά, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ο ένδικος πλειστηριασμός διενεργήθηκε στις 12.12.2018, συνταχθείσας της υπ΄αριθ. ……. έκθεσης πλειστηριασμού ακινήτου της συμβολαιογράφου Αθηνών ………., μετά από επίσπευση της εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας, με βάση το πρώτο απόγραφο εκτελεστό της υπ΄αριθ. …./26.11.2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που εκδόθηκε με αίτηση της επισπεύδουσας για το ποσό των 76.576,01 €, εντόκως από 22.2.2013 μέχρις εξοφλήσεως και το ποσό των 1.000€ για δικαστική δαπάνη, η οποία επιδόθηκε για δεύτερη φορά στην οφειλέτιδα …………. στις 15.2.2018, με κάτω από αυτήν την από 13.2.2018 επιταγή προς πληρωμή και κατόπιν της υπ΄αριθ. …../7.5.2018 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου του δικαστικού επιμελητή Αθηνών ……….., η οποία επιδόθηκε νόμιμα στις 8.5.2018, όπως και το απόσπασμα αυτής. Εκπλειστηριάσθηκε δε, ακίνητο ανήκον στην οφειλέτιδα της εφεσίβλητης  έναντι πλειστηριάσματος 112.000 €, ο οποίο δεν επαρκούσε για διανομή στους αναγγελθέντες δανειστές, (το εκκαλούν ΚΕΑΟ Πειραιά είχε αναγγελθεί για ποσά 8.786,52 €, 15.534,97 € και 9.910,90 €, ήτοι συνολικά 34.232,39 €, λόγω οφειλών της οφειλέτιδας προ το ΕΦΚΑ για ασφαλιστικές εισφορές από 1.11.2010  – 31.12.2016) και για το λόγο αυτόν συνετάγη ο υπ΄αριθ. …../1.3.2019 (ανακοπτόμενος) πίνακας κατάταξης της ανωτέρω συμβολαιογράφου. Με βάση τον πίνακα αυτόν και αφού αφαιρέθηκαν τα έξοδα εκτέλεσης από 4.326,8 €, το εκκαλούν  e – ΕΦΚΑ κατετάγη επί του 25% του πλειστηριάσματος (εναπομείναν 107.673,2 €) προνομιακά, οριστικά και σύμμετρα, για τα ποσά των 2.872,31 €, 5.078,37 € και 3.239,87 €, το Ελληνικό Δημόσιο και η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, δια της  Δ.Ο.Υ Ε΄Πειραιά (που είχαν αναγγελθεί για το συνολικό ποσό των 48.110,97 €, εκ του οποίου, ποσό 33.911,70 € αφορούσε ΦΠΑ), κατετάγησαν επί του 25% του πλειστηριάσματος (δια της άνω Δ.Ο.Υ.) στο ποσό των 15.727,57 €, οριστικά και προνομιακά, και η επισπεύδουσα Τράπεζα, (που είχε αναγγελθεί για το ποσό των 1.162.093,71 € συνολικά και δη για το ποσό των 153.515,02 € και για το ποσό των 983.126,21 € πλέον ποσού 13.352,48 €. Για την τελευταία αυτή απαίτηση είχε εγγραφεί προσημείωση υποθήκης στα κτηματολογικά βιβλία του κτηματολογικού Γραφείου Νίκαιας, δυνάμει της υπ΄ αριθμ. 9751/2007 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, Α΄σειράς για ποσό 1.098.370 Ελβετικών Φράγκων με αριθμό καταχώρησης …../26.10.2007), επί του 65% του πλειστηριάσματος, για το ποσό των 69.987,58 € τυχαία και προνομιακά και με τον όρο τελεσίδικης επιδίκασης της απαίτησής της και επί του 10% του πλειστηριάσματος για το μη εξασφαλισμένο με προνόμιο υπόλοιπο της  ως άνω, τελευταίας, απαίτησής της από 938.591,1 € στο ποσό των 9.253,83 € και για την εγχειρόγραφη απαίτησή της των 153.515,02 € στο ποσό των 1.513,49 €. Η παραπάνω κατάταξη έλαβε χώρα εφαρμοζομένων των διατάξεων των άρθρων 975, 976 και 977, όπως αυτές ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το ν. 4335/2015, δοθέντος ότι η επιταγή προς πληρωμή με την οποία άρχισε και συνεχίστηκε η αναγκαστική εκτέλεση επιδόθηκε μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού. Η επικαλούμενη από τους εκκαλούντες ημερομηνία επίδοσης της επιταγής προς πληρωμής (14.1.2014) δεν ασκεί επιρροή λόγω του ότι η ανωτέρω επιταγή προς πληρωμή με την οποία άρχισε με σύνταξη έκθεσης κατάσχεσης (και τελείωσε) η ανωτέρω αναγκαστική εκτέλεση επιδόθηκε στην ανακόπτουσα το έτος 2018, ενώ από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ότι την επιδοθείσα  στις 14.1.2014 επιταγή προς πληρωμή, ακολούθησε οποιαδήποτε πράξη εκτέλεσης εντός έτους από την επίδοση. Συνεπώς, η εκτέλεση που άρχισε με την τελευταία αυτή επιταγή προς πληρωμή, αποδυναμώθηκε και απέβαλε την ισχύ της, ώστε δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί έναρξη αναγκαστικής εκτέλεσης. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε όμοια και απέρριψε το μοναδικό λόγο ανακοπής του εκκαλούντος της υπό στοιχ. Α έφεσης και τον κύριο λόγο ανακοπής των εκκαλούντων της υπό στοιχ. Β έφεσης, ως μη νόμιμο, δεν έσφαλε και ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε  και οι ανωτέρω λόγοι έφεσης με τους οποίους οι εκκαλούντες ως άνω παραπονούνται ότι έσφαλε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, πρέπει να απορριφθούν ως μη νόμιμοι, ως προς δε την υπό στοιχ. Α έφεση, μη υπάρχοντος  άλλου λόγου έφεσης προς εξέταση, αυτή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

Περαιτέρω, με τον επικουρικό λόγο της υπό στοιχείο β΄ανακοπής, οι ανακόπτοντες – εκκαλούντες της υπό στοιχ. Β έφεσης, ισχυρίστηκαν ότι εσφαλμένα η υπάλληλος του πλειστηριασμού κατέταξε (τυχαία) την εφεσίβλητη επί του ποσοστού 10% του πλειστηριάσματος για ποσό 9.253,83 €, ως προς το μη εξοπλισμένο με προνόμιο υπόλοιπο της απαίτησης της τελευταίας ποσού 938.591,11 €, δεδομένου ότι η απαίτηση αυτή είναι προνομιακή, αφού γι΄αυτήν έχει εγγραφεί προσημείωση υποθήκης  για ποσό 966.194,58 € και ζητούσαν την ακύρωση, άλλως μεταρρύθμιση του προσβαλλόμενου πίνακα, ώστε να καταταγούν οι ίδιοι στο επιπλέον ποσό των 18.183,95 € και επικουρικά στο ποσό των 9.253,83 € προς μερική ικανοποίηση των αναγγελθεισών απαιτήσεών τους.

Από τη διάταξη του άρθρου 979 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι σε άσκηση ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης, νομιμοποιούνται μόνο ο επισπεύδων, οι αναγγελθέντες δανειστές και ο καθ΄ου η εκτέλεση, εφόσον έχουν έννομο συμφέρον προς τούτο. Τέτοιο συμφέρον, ως προς τον ανακόπτοντα, θεωρείται ότι υπάρχει κατά την έννοια της διάταξης αυτής, όταν η παραδοχή του αιτήματος της ανακοπής του δεν εξαντλείται μόνο στην ακύρωση της κατάταξης του καθ΄ου, αλλά συνδέεται συγχρόνως και με την αποβολή του καθ΄ου και τη  δυνατότητα κατάταξης του ίδιου του ανακόπτοντος, αφού, εάν ευδοκιμήσει η ανακοπή, στο αποδεσμευόμενο ποσό θα καταταγεί ο ανακόπτων, χωρίς να ωφελείται άλλο δανειστής που δεν άσκησε ανακοπή. Ετσι, εάν παρά την ακύρωση της κατάταξης και την εξαιτίας της αποβολή του καθ΄ου, ο ανακόπτων δεν δικαιούται να καταταγεί, η ανακοπή απορρίπτεται για έλλειψη εννόμου συμφέροντος για την άσκησή της, ΑΠ 1375/2018, ΕφΘεσσ   297/2021, ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 977 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου όγδοου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 και ισχύει, «αν εκτός από τις απαιτήσεις του άρθρου 975 υπάρχουν και απαιτήσεις του άρθρου 976, καθώς και μη προνομιούχες απαιτήσεις, τότε οι απαιτήσεις του άρθρου 976 ικανοποιούνται έως το εξήντα πέντε τοις εκατό (65%), οι απαιτήσεις του άρθρου 975 έως το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) και οι μη προνομιούχες απαιτήσεις έως το δέκα τοις εκατό (10%) του ποσού του πλειστηριάσματος που πρέπει να διανεμηθεί στους πιστωτές συμμέτρως. Από τα υπόλοιπα που απομένουν από την ικανοποίηση των εγχειρόγραφων δανειστών ικανοποιούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 976 και του άρθρου 975 κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο 2 της παραγράφου 1. […]». Σημαντική τομή στο σύστημα του ΚΠολΔ, αναφορικά με τη διανομή του πλειστηριάσματος, αποτελεί η κατάταξη των μη προνομιούχων απαιτήσεων σε ποσοστό 10%, όταν αυτές συντρέχουν με απαιτήσεις εξοπλισμένες με γενικά και ειδικά προνόμια. Σκοπός του νομοθέτη με την ανωτέρω ρύθμιση του άρθρου 977 παρ. 3 ΚΠολΔ ήταν να ενθαρρύνονται και οι μη προνομιούχοι δανειστές να επιχειρήσουν αναγκαστική εκτέλεση, ώστε ακόμα και αν υπάρχουν προνομιούχοι δανειστές, να λάβουν και αυτοί ποσοστό, έστω μικρό, του πλειστηριάσματος (βλ. αιτιολογική έκθεση ν. 4335/2015, σελ. 23, άρθρο 977). Αναφορικά με την ερμηνεία και εφαρμογή της ως άνω διάταξης αναπτύχθηκαν στη νομολογία τρεις θέσεις και συγκεκριμένα Α) Κατά μία άποψη γίνεται δεκτό, ότι από το 10% του πλειστηριάσματος ικανοποιούνται όχι μόνον οι μη προνομιούχοι πιστωτές, όπως προβλέπει η γραμματική διατύπωση της ανωτέρω διάταξης, αλλά και αυτοί των οποίων οι απαιτήσεις είναι μεν εξοπλισμένες με προνόμιο, δεν ικανοποιήθηκαν όμως με βάση αυτό, διότι προηγούνταν  άλλοι προνομιούχοι στους οποίους αναλώθηκε το ποσοστό κάθε κατηγορίας  και αυτό διότι εκείνοι οι μη ικανοποιηθέντες δανειστές ταυτίζονται κατ’ αποτέλεσμα με τους μη προνομιούχους (βλ. ΜΕφΘεσ 2719/2018 στη sakkoulas online, Ευδ. Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη, Ζητήματα από το δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, Αρμ 2016.12 -13 και Ν. Νίκα, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, τ.2 2018, σελ. 595). Η παραπάνω άποψη υποστηρίζεται τόσο υπό την εκδοχή ότι ως μη προνομιούχες απαιτήσεις για την κατάταξη στο 10% του πλειστηριάσματος θεωρούνται, όχι μόνο αυτές που δεν είναι εξοπλισμένες με προνόμιο, αλλά και αυτές που είναι μεν εξοπλισμένες με προνόμιο, πλην όμως, δεν κατέστη δυνατό να καταταγούν καθ’ ολοκληρίαν  στα ποσοστά που προβλέπονται για τις προνομιούχες απαιτήσεις, κάνοντας «χρήση» του προνομίου τους, με τη σκέψη ότι πλήρης αποκλεισμός από την κατάταξη προνομιούχου δανειστή θα τον καθιστούσε στη σειρά κατάταξης υποδεέστερο από ανέγγυο δανειστή, που δεν έχει δηλαδή ούτε γενικό ούτε ειδικό προνόμιο, αποτέλεσμα αντίθετο με τον σκοπό του νόμου, αλλά και τη φιλοσοφία του νέου συστήματος κατάταξης του ΚΠολΔ, όπου προηγούνται όσοι έχουν ειδικό προνόμιο, οι οποίοι κατατάσσονται σε ποσοστό 65% του πλειστηριάσματος, έπονται οι έχοντες γενικό προνόμιο, οι οποίοι κατατάσσονται σε ποσοστό 25% του πλειστηριάσματος και στο υπόλοιπο ποσοστό του 10% του πλειστηριάσματος κατατάσσονται οι μη προνομιούχες απαιτήσεις (βλ. Δ. Μηχιώτη, Σύγκρουση προνομίων και κατάταξη δανειστών κατά τη διανομή του πλειστηριάσματος – Σκέψεις επί των διατάξεων των άρθρων 977 και 977Α ΚΠολΔ δημ. στη sakkoulas online) όσο και υπό την εκδοχή ότι με τέτοιες μη προνομιούχες απαιτήσεις, οι οποίες θα πρέπει να καταταγούν στο 10% του πλειστηριάσματος, εξομοιώνεται και το μέρος των προνομιούχων απαιτήσεων, οι οποίες συνυπολογίστηκαν μεν κατά την προνομιακή κατάταξη στα υπόλοιπα ποσοστά του πλειστηριάσματος, αντιμετωπίστηκαν, δηλαδή, ως προνομιακές, πλην όμως δεν ικανοποιήθηκαν πλήρως, καθ’ όλη την έκταση του προνομίου τους, λόγω ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος (βλ ΜΕφΘεσ 2719/2018 ο.π.). Β) Κατά άλλη άποψη γίνεται δεκτό ότι στο 10% του πλειστηριάσματος κατατάσσονται οι προνομιούχες απαιτήσεις μόνον, όμως, εφόσον, δεν κατέστη δυνατή η, έστω μερική, κατάταξή τους με βάση το προνόμιό τους σε άλλο ποσοστό του πλειστηριάσματος. και Γ) Κατά δε τρίτη άποψη, στο 10% του πλειστηριάσματος κατατάσσονται μόνον οι μη προνομιούχες απαιτήσεις. Το παρόν Δικαστήριο τάσσεται υπέρ της τρίτης άποψης , καθόσον οι άλλες δύο – την πρώτη εκ των οποίων ακολούθησε και η εκκαλουμένη-, έρχονται σε αντίθεση με τη γραμματική διατύπωση της διάταξης, η οποία αφορά στις μη προνομιούχες απαιτήσεις. Πρόσθετο επιχείρημα δε, αντλείται και από το εδ. γ΄ του άρθρου 975 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπου και ρητά προβλέπεται η εκ νέου κατάταξη των προνομιούχων δανειστών των άρθρων 975 και 976 ΚΠολΔ στο πλειστηρίασμα που αντιστοιχεί στο 10%, στην περίπτωση που προκύπτει υπόλοιπο μετά την κατάταξη των εγχειρόγραφων δανειστών. Είναι σαφές ότι δεν θα υπήρχε λόγος να γίνεται η ως άνω μνεία στο νόμο, σε περίπτωση που άνευ ετέρου αντιμετωπίζονταν ως εγχειρόγραφοι οι ενέγγυοι πιστωτές αν δεν ικανοποιούνταν προνομιακά (εν όλω ή εν μέρει). Αν ο νομοθέτης ήθελε να αποτελεί κανόνα η διπλή κατάταξη των προνομιούχων απαιτήσεων θα το προέβλεπε ρητά, όπως άλλωστε έκανε στο άρθρο 160 του Πτωχευτικού Κώδικα, ειδικά και κατ’ εξαίρεση από το άρθρο 977 του ΚΠολΔ, το οποίο ισχύει κατά τα λοιπά και στην πτωχευτική διαδικασία (άρθρο 156 ΠτΚ). Πέραν όμως από το γράμμα της διάταξης, η παραπάνω ερμηνεία απολήγει στην καταστρατήγηση της βούλησης του νομοθέτη, ο οποίος θέλησε, για πρώτη φορά, να αναλώνεται το ποσοστό του 10% του πλειστηριάσματος για την ικανοποίηση των μη προνομιούχων πιστωτών. Η τελολογία για τη θέσπιση της νέας ρύθμισης του άρθρου 977 παρ. 3ΚΠολΔ, όπως αυτή διατυπώνεται σαφώς στην αιτιολογική έκθεση του ν.4335/2015, κατά τα προδιαλαμβανόμενα, ήταν να ενθαρρύνονται και οι μη προνομιούχοι δανειστές να επιχειρήσουν αναγκαστική εκτέλεση, ώστε ακόμα και αν υπάρχουν προνομιούχοι δανειστές, να λάβουν και αυτοί ποσοστό, έστω μικρό, του πλειστηριάσματος. Η υλοποίηση της νομοθετικής ratio αυτής είναι αμφίβολη στην περίπτωση που αναγνωριζόταν η δυνατότητα κατάταξης των προνομιούχων πιστωτών στο υπόλοιπο 10%, κατά το μέτρο που δεν ικανοποιήθηκε ολικά ή εν μέρει  η απαίτησή τους με βάση το προνόμιό της. Επιπροσθέτως των ανωτέρω, σύμφωνα με τη θεμελιώδη δικονομική αρχή της διαθέσεως, αν κάποιος δανειστής επέλεξε να αναγγείλει την απαίτησή του ως προνομιούχο, θα πρέπει η απαίτηση αυτή να καταταχθεί στον πίνακα κατάταξης ως τέτοια,  μη επιτρεπομένης της επικουρικής αίτησης περί μη προνομιακής κατάταξης. Ούτε ο υπάλληλος του πλειστηριασμού, ούτε το δικαστήριο κατόπιν άσκησης σχετικής ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης, μπορούν να προβούν  σε μη προνομιακή κατάταξη δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρο 972  παρ. 1 ΚΠολΔ, ουσιώδες στοιχείο του αναγγελτηρίου, μεταξύ άλλων, είναι το αίτημα κατάταξης και, όταν υπάρχει προνόμιο, σύμφωνα με ορθή άποψη, το αίτημα προνομιακής κατάταξης (βλ. ΑΠ 194/2018, ΑΠ 697/2008 αμφ. δημ. στην επίσημη ιστοσελίδα του ΑΠ, Π. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, τ. ΙΙα, 2017, σελ. 381,390 και 726-727 με εκεί παραπομπές). Επομένως, με βάση όλα τα παραπάνω, τυχόν ερμηνεία, κατά την οποία οι μη ικανοποιηθείσες, εν όλω ή εν μέρει, προνομιούχες απαιτήσεις, εξομοιώνονται κατ’ αποτέλεσμα προς τις εγχειρόγραφες και, συνεπώς, κατατάσσονται συμμέτρως (και) στο ποσοστό του 10% του πλειστηριάσματος, προσκρούει τόσο στη βούληση του νομοθέτη όσο και στο σαφές γράμμα του νόμου (ΕφΘεσσ 297/2021, ο.π. και Αντ. Βαθρακοκοίλη- Γ.Πλαγάκου ο.π. σελ. 527-529, Π. Κολοτούρο, Συρροή δανειστών και σύγκρουσις δικαιωμάτων εις το πεδίον της αναγκαστικής εκτελέσεως, ΕΠολΔ 2019 σελ.138). Στην προκειμένη περίπτωση, οι ανακόπτοντες της υπό στοιχ. β’  ανακοπής – εκκαλούντες της υπό στοιχ. Β έφεσης, κατετάγησαν, λόγω του γενικού προνομίου τους, στο 25% του πλειστηριάσματος, για ποσό 15.727,75 €, ενώ κατά το υπόλοιπο του ίδιου ποσοστού (25%) των γενικών προνομίων κατετάγη το ανακόπτον της υπό στοιχ. α ανακοπής – υπό στοιχ. Α έφεσης, e- ΕΦΚΑ. Ωστόσο, τόσο οι εκκαλούντες, όσο και το e – ΕΦΚΑ, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στην αμέσως ανωτέρω προηγηθείσα νομική σκέψη, δεν δικαιούντο να καταταγούν στο ποσοστό 10% του πλειστηριάσματος που αφορά τους εγχειρόγραφους πιστωτές, δεδομένου ότι ικανοποιήθηκαν ως γενικώς προνομιούχοι, ενώ μόνο η εγχειρόγραφη και μη προνομιούχος απαίτηση της εφεσίβλητης, από 153.515,02 €, εμπίπτει κατά τα ανωτέρω στο ποσοστό 10% του πλειστηριάσματος, το οποίο στην προκειμένη περίπτωση καλύφθηκε από τις απαιτήσεις της εφεσίβλητης. Ετσι, οι εκκαλούντες, που δεν είχαν τη δυνατότητα κατάταξης στο ανωτέρω ποσοστό, δεν είχαν και έννομο συμφέρον να ζητήσουν, για το λόγο αυτόν, την ακύρωση του προσβαλλόμενου πίνακα. Επομένως, ο κρινόμενος, επικουρικά προβαλλόμενος λόγος ανακοπής έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτος, ελλείψει εννόμου συμφέροντος. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό αυτόν ως ουσιαστικά αβάσιμο, καταλήγοντας στο ίδιο αποτέλεσμα. Πρέπει επομένως, να αντικατασταθεί η αιτιολογία τη εκκαλουμένης ως προς το λόγο αυτόν (534 ΚΠολΔ), αφού δεν καθίσταται χειρότερη η θέση των εκκαλούντων (536 παρ. 1 ΚΠολΔ) και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς εξέταση, να απορριφθεί αυτή (η υπό στοιχ. Β έφεση) στο σύνολό της. Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ τους επειδή η ερμηνεία των κανόνων που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (176, 179, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων, α) την από 23.9.2020 (υπ΄αριθ. κατάθ. ……../28.9.2020) έφεση και β) την από 3.11.2021 (υπ΄αριθ. κατάθ. ………/3.11.2021) έφεση κατά της υπ΄αριθ. 1982/27.5.2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Διαδικασίας Περιουσιακών Διαφορών).

Δέχεται τυπικά τις ανωτέρω εφέσεις και

Απορρίπτει αυτές στην ουσία.

Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  29 Αυγούστου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, της δικαστικής πληρεξουσίας ΝΣΚ του Ελληνικού Δημοσίου και της ΑΑΔΕ καθώς και των πληρεξουσίων δικηγόρων των λοιπών διαδίκων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ