Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 559/2022

Αριθμός     559/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 4ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  K.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Ζωή Παπαγεωργίου (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Ελληνικού Δημοσίου, όπως αυτό εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τη δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ Μυρσίνη Δεληγιαννίδου (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  3.6.2016 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2016) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄αριθμ. 5082/2017 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την από  11.11.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………/2019) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ προσδιορισμού στο Εφετείο  …………/2020) αρχικά η 22α.4.2021, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 10.4.2021 έως και 26.4.2021). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 του ν 4786/2021 (ΦΕΚ Α 43/23-3-2021) περί αυτεπαγγέλτου  ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής  Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄αριθμ. 133/2021 Πράξη  της ορισθεισας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Αικατερίνης Νομικού, Προέδρου Εφετών, η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Η πληρεξούσια δικηγόρος του εκκαλούντος και η δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ του εφεσιβλήτου, οι οποίες παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

  Με την υπ’ αριθ. 133/14.6.2021 Πράξη της Προέδρου Εφετών Πειραιά, Αικατερίνης Νομικού, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, νόμιμα, κατά τη διάταξη του άρθρου 21 Ν. 4786/2021, ορίστηκε αυτεπαγγέλτως η δικάσιμος που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας για τη συζήτηση της υπό κρίση από 11.11.2019 (αρ.καταθ. ………/2019) έφεσης, η οποία (υπόθεση υπό κρίση έφεσης), δεν εκφωνήθηκε κατά την δικάσιμο της 22.4.2021 λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των Δικαστηρίων εξαιτίας της πανδημίας COVID-19.

Η υπό κρίση από 11.11.2019 (αριθ.καταθ. ………../15.11.2019) έφεση του ηττηθέντος ενάγοντος κατά της υπ’ αριθ. 5082/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ’ αριθ. 1803/2020 απόφαση, του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και απέρριψε την από 3.6.2016 (αριθ.καταθ. …………/2016) αγωγή του ενάγοντος ήδη εκκαλούντος, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ούτε και παρήλθε διετία από τη δημοσίευσή της [(17.11.2017), άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1Β, 516 παρ. 1, 518 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, όπως η παρ. 2 του άρθρου 518 αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015) αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθ. 19 Κ.Πολ.Δ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν.3994/25.7.2011). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθ. 533 Κ.Πολ.Δ) κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα το παράβολο, ποσού 100 ευρώ, που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.

Με την από 3.6.2016 (αριθ.καταθ. ………/2016) αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ο ενάγων και ήδη εκκαλών ιστορεί ότι, έχει στην κυριότητά του, το επαρκώς περιγραφόμενο ακίνητο, που βρίσκεται στη θέση “…………..”, στην Κτηματική Περιφέρεια της Δημοτικής Ενότητας Κερατσινίου, της Δημοτικής Ενότητας Κερατσινίου, του Δήμου Κερατσινίου – Δραπετσώνας, Περιφερειακής Ενότητας Πειραιά, Περιφέρειας Αττικής, εντός σχεδίου πόλεως, στο Ο.Τ που περικλείεται από τις οδούς ……….. μη άρτιο και μη οικοδομήσιμο, έχει κτηματογραφηθεί και έχει λάβει ΚΑΕΚ γεωτεμαχίων ……….., και έχει εμβαδόν 99 τ.μ. Ότι την κυριότητα απέκτησε με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, αφού από το έτος 1974 έως και σήμερα ασκεί επί αυτού συνεχώς, αδιατάρακτα, με καλή πίστη και διανοία κυρίου τις αναφερόμενες στο ένδικο δικόγραφο πράξεις νομής (επίβλεψη, εποπτεία, καθαρισμός κλπ) χωρίς οιανδήποτε διεκδίκηση τρίτου είτε και του Ελληνικού Δημοσίου. Ότι κατά τη διαδικασία της κτηματογράφησης, της περιοχής που βρίσκεται το ως άνω ακίνητο, παρέλειψε να υποβάλει σχετική δήλωση ιδιοκτησίας, με συνέπεια να εμφανίζεται ως “αγνώστου ιδιοκτήτης”. Με βάση το ιστορικό αυτό, ο ενάγων επικαλούμενος ότι η πρώτη εγγραφή είναι ανακριβής και προσβάλλει τα εμπράγματα δικαιώματά του επί του επιδίκου, ζήτησε να αναγνωριστεί κύριος αυτού (επίδικου ακινήτου) και να διορθωθεί η αρχική εγγραφή στα κτηματολογικά βιβλία, ώστε να καταχωριστεί ο ίδιος ως κύριος του ακινήτου. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού έκρινε ότι η αγωγή είναι ορισμένη, α)μη νόμιμη και απορριπτέα ως προς τη βάση κτήσης κυριότητας με τα προσόντα της ειδικής χρησικτησίας του άρθρου 4 του Ν.3127/2003, β)νόμιμη ως προς τη βάση κτήσης κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 2, παρ. 3Α περ.β΄, παρ. 3 περ.ε΄, ν.2663/1998, 999, 1000, 1045 ΑΚ, 68, 70, 176 Κ.Πολ.Δ, απέρριψε αυτή (αγωγή) ως αβάσιμη κατ’ ουσία. Κατά της απόφασης αυτής, παραπονείται ήδη ο ενάγων με την υπό κρίση έφεσή του με τους διαλαμβανόμενους σε αυτή λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση και ζητεί την εξαφάνισή της ώστε να γίνει δεκτή στο σύνολό της η άνω αγωγή.

Ια) Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 106, 111, 216 παρ. 1, 224, 335 και 338 του Κ.Πολ.Δ συνάγεται ότι το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη την ιστορική βάση της αγωγής και το υποβαλλόμενο αίτημα και εφαρμόζοντας αυτεπαγγέλτως τον νόμο, προσδίδει στα περιστατικά, που επικαλούνται και αποδεικνύουν οι διάδικοι, τον κατάλληλο νομικό χαρακτηρισμό και υπάγει τον προβαλλόμενο ισχυρισμό στην, κατά την κρίση του, εφαρμοστέα διάταξη, για να διαγνώσει την ύπαρξη ή μη της επίδικης έννομης σχέσης ή έννομης συνέπειας (δικαιώματος υποχρέωσης). Ως ιστορική βάση της αγωγής, κατά το άρθρο 216 παρ. 1Α του Κ.Πολ.Δ, νοείται το σύνολο των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν την αγωγή και χωρίς την επίκληση των οποίων δεν είναι εφικτή η διάγνωση της επίδικης έννομης σχέσης. Επίσης, κατά πάγια νομολογία, βάσει των άρθρων 224 και 236 του Κ.Πολ.Δ, ο ενάγων μπορεί με τις προτάσεις να θεραπεύσει την ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, αλλά όχι και την νομική αοριστία αυτής, η οποία υπάρχει όταν δεν περιέχεται στην αγωγή το βασικό περιστατικό που απαιτείται για τη νομική θεμελίωση του αγωγικού δικαιώματος ή της αγωγικής υποχρέωσης ή έννομης σχέσης. Εξάλλου, η απαγόρευση, κατά το άρθρο 224 Κ.Πολ.Δ, της μεταβολής της ιστορικής βάσης της αγωγής αναφέρεται μόνο σε ουσιώδες πραγματικό περιστατικό της ιστορικής βάσης της αγωγής, δηλαδή σε περιστατικό το οποίο, μόνο του ή από κοινού με άλλα, στηρίζει το αγωγικό αίτημα. Έτσι, είναι απαράδεκτη η υποκατάσταση ή η προσθήκη με τις προτάσεις νέων ουσιωδών γεγονότων (οψιγενών ή μη), τα οποία συνιστούν προϋπόθεση, χωρίς τη συνδρομή της οποίας θα ήταν αδύνατη η γένεση της διαγνωστέας έννομης σχέσης ή συνέπειας ή τα οποία μπορούν μόνο αυτά να θεμελιώσουν νέα αγωγή (ΑΠ 1087/2014 Α΄ δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα μεταβολή της βάσης της αγωγής που συνιστά και ταυτόχρονη μεταβολή του αντικειμένου της δίκης κατά παράβαση της προβλεπόμενης από το άρθρο 111 Κ.Πολ.Δ αρχής της τήρησης προδικασίας, αποτελεί κάθε μεταγενέστερη προσθήκη περιστατικών, παλαιότερων ή οψιγενών, με τα οποία τροποποιείται ή και αντικαθίσταται με άλλη η ιστορική βάση αυτής (ΑΠ 1859/2011, ΕπισκεΜΠΔ 2012/142).  Εξάλλου στη διάταξη του άρθρου 527 του Κ.Πολ.Δ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87), και σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του αυτού άρθρου και νόμου ισχύει για τα ένδικα μέσα που κατατίθενται από την 1η.1.2016 και, συνεπώς, εφαρμόζεται και εν προκειμένω, ορίζεται ότι: Είναι απαράδεκτη  η προβολή στην κατ’ έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν: 1)προτείνονται από τον εφεσίβλητο, ενάγοντα, εναγόμενο ή εκείνον που είχε παρέμβει, ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται με τους ισχυρισμούς αυτούς η βάση της αγωγής ή της παρέμβασης, ή προτείνονται από εκείνον που παρεμβαίνει για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη με πρόσθετη παρέμβαση, θεωρείται όμως αναγκαίος ομόδικος του αρχικού διαδίκου, 2)γεννήθηκαν μετά τη συζήτηση στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 μετά την παρέλευση της προθεσμίας για την κατάθεση των προτάσεων, 3)λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως ή μπορεί να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης, 4)το δικαστήριο κρίνει ότι δεν προβλήθηκαν εγκαίρως με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία, αυτό ισχύει και για την ένσταση κατάχρησης δικαιώματος, 5) προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα και 6)αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως”. Τέλος, ενόψει των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 216 παρ. 1Α και 224 του Κ.Πολ.Δ, στους ισχυρισμούς που μπορεί να προταθούν παραδεκτά για πρώτη φορά στο εφετείο, σύμφωνα με το άρθρο 527 Κ.Πολ.Δ, δεν περιλαμβάνονται εκείνοι που απαρτίζουν κατά το νόμο την ιστορική βάση της αγωγής (ΕφΘες 323/2017, Αρμ.2917/248, Εφ.Δωδ. 65/2020, Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ, Κυριάκος Οικονόμου Η ΕΦΕΣΗ Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του Κ.Πολ.Δ, αρθ. 526, σελ. 245-246, αρ. 6, αρθ. 527 σελ. 261 επ.).

Ιιβ)Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 526 Κ.Πολ.Δ, είναι απαράδεκτη στην κατ’ έφεση δίκη κάθε μεταβολή της βάσης, του αντικειμένου και του αιτήματος της αγωγής και αν ο αντίδικος συναινεί. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως…….Βάση της αγωγής είναι τα θεμελιωτικά της αγωγής περιστατικά και όχι η επίκληση ενός άλλου κανόνα δικαίου, αν τα ίδια πραγματικά περιστατικά μπορούν να στηρίξουν διαφορετικό κανόνα δικαίου που επικαλείται ο διάδικος στην κατ’ έφεση δίκη. Με την απαγόρευση μεταβολής της βάσης, του αντικειμένου και του αιτήματος της αγωγής διασφαλίζεται η υπεράσπιση του εναγομένου, καθώς και το δικαίωμα ακρόασής του, ο οποίος με βάση την οριοθέτηση στην αγωγή έννομη σχέση κατευθύνει την υπεράσπισή του (ΑΠ 1204/2020, ΑΠ 131/2012, Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ, Εφ.Αθ. 35/2012, Εφ.Λαρ. 98/2009 ΤΝΠ ΔΣΑ). Με τα δεδομένα αυτά απαράδεκτη μεταβολή της βάσης της αγωγής κατ’ έφεση συνιστά και οι ισχυρισμοί του ενάγοντος που μεταβάλλουν τον χρόνο και τις πράξεις νομής σε δίκη κυριότητας πράγματος με επικαλούμενη κτήση κυριότητας από χρησικτησία (Κυριάκος Οικονόμου Η ΕΦΕΣΗ ό.π).

Στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων το πρώτον με το δικόγραφο της ένδικης έφεσης (δεύτερος λόγος) ισχυρίζεται ότι η έναρξη της νομής διανοία κυρίου επί του επιδίκου ακινήτου έγινε πραγματικά το έτος 1973 και όχι το έτος 1974 που εκ παραδρομής και εσφαλμένα αναφέρεται στο αγωγικό δικόγραφο και ως εκ τούτου πρέπει ως προς τον ισχυρισμό αυτό να διορθωθεί η υπό κρίση αγωγή. Ο ανωτέρω ισχυρισμός όμως, είναι απορριπτέος, διότι, συνιστά απαράδεκτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής και μάλιστα ενώπιον του Εφετείου, με την το πρώτον με το δικόγραφο της ένδικης έφεσης προβολή ισχυρισμού περί μεταβολής του χρόνου νομής, παραγωγικού του ασκούμενου με την αγωγή δικαιώματος, κτήσης κυριότητας από χρησικτησία, και άρα, θεμελιωτικού κατά νόμο του αγωγικού αιτήματος της κτήσης κυριότητας από έκτακτη χρησικτησία, με τον οποίο (ισχυρισμό μεταβολής του χρόνου και των πράξεων νομής) τροποποιείται και ουσιαστικά αντικαθίσταται η ιστορική βάση της αγωγής, όπως παρατίθεται στο δικόγραφο αυτής, όπου ο ενάγων επικαλείται κτήση κυριότητας από έκτακτη χρησικτησία (με έναρξη της νομής και των πράξεων νομής από το έτος 1974) και ζητεί την αναγνώριση της κυριότητάς του έναντι του Ελληνικού Δημοσίου κατ’ άρθρο 4 παρ. 1 περ.β΄ Ν.3127/2003, το οποίο δεν μπορούσε να λάβει χώρα κατά δικονομικά επιτρεπτό τρόπο ούτε στον πρώτο βαθμό με τη διόρθωση από τον ενάγοντα της αγωγής με τις προτάσεις του, σύμφωνα με το άρθρο 224 του Κ.Πολ.Δ και κατά τα προεκτεθέντα στη νομική σκέψη της παρούσας απόφασης. Επιπρόσθετα πρέπει να σημειωθεί ότι δεν πρόκειται περί “νέου” ισχυρισμού, που μπορεί-παραδεκτά να προβληθεί για πρώτη φορά στη δευτεροβάθμια δίκη, ως λόγος έφεσης, εφόσον δεν εμπίπτει σε μια από τις περιοριστικά αναφερόμενες στη διάταξη του άρθρου 527 του Κ.Πολ.Δ περιπτώσεις, που επίσης παρατέθηκαν στη νομική σκέψη. Άλλωστε, στους ισχυρισμούς που μπορούν να προταθούν παραδεκτά για πρώτη φορά στο Εφετείο, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη του Κ.Πολ.Δ, δεν περιλαμβάνονται εκείνοι που απαρτίζουν κατά νόμο την ιστορική βάση της αγωγής, με την έννοια των πραγματικών περιστατικών, που θεμελιώνουν το επικαλούμενο δικαίωμα με την έννομη συνέπεια του οικείου κανόνα δικαίου, καθώς ο ενάγων, ως εκκαλών, δεν μπορεί να μεταβάλει τη βάση της αγωγής του, ούτε να συμπληρώσει ή να διορθώσει τους ισχυρισμούς που περιέχονται σε αυτή, κατά τη διάταξη του άρθρου 526 Κ.Πολ.Δ, κατά τα αναφερόμενα ανωτέρω στη νομική σκέψη της παρούσας.

ΙΙ)Στο άρθρο 4 παρ. 1 του ν.3127/2003 “τροποποίηση και συμπλήρωση του ν.2308/1995 και 2664/1998 για την κτηματογράφηση και το Εθνικό Κτηματολόγιο και άλλες διατάξεις”, ορίζονται τα εξής: “1.Σε ακίνητο που βρίσκεται μέσα σε σχέδιο πόλεως ή μέσα σε οικισμό που προϋφίσταται του έτους 1923 ή μέσα σε οικισμό κάτω των 2.000 κατοίκων, που έχει οριοθετηθεί, ο νομέας του θεωρείται κύριος έναντι του Δημοσίου, εφόσον: α)νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού (17-3-2003), αδιαταράκτως για δέκα (10) έτη το ακίνητο, με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία, υπέρ του ιδίου ή του δικαιοπαρόχου του, που έχει καταρτισθεί και μεταγραφεί μετά την 23-2-1945, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε α)κακή πίστη ή β)νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, το ακίνητο αδιαταράκτως για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ετών, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη. Στο χρόνο νομής που ορίζεται στις περιπτώσεις α και β προσμετράται και ο χρόνος νομής των δικαιοπαρόχων που διανύθηκε με τις ίδιες προϋποθέσεις. Η διάταξη της παραγράφου β΄ εφαρμόζεται για ακίνητο εμβαδού μέχρι 2.000 τ.μ…….Σε κακή πίστη βρίσκεται ο νομέας, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1042 του Α.Κ”. Από τις εν λόγω διατάξεις συνάγεται, ότι θεσπίζεται με αυτές εξαίρεση του κανόνα του άρθρου 21 του Ν.Δ/τος της 22.4/16.5.1926 “Περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης” (που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ με το άρθρο 53 του ΕισΝΑΚ και επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του ΑΝ 1539/1938 “Περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων”), σύμφωνα με τον οποίο στα δημόσια κτήματα νομέας είναι το Δημόσιο και ότι αυτά είναι ανεπίδεκτα νομής ή αποσβεστικής παραγραφής, εκτός αν η τριακονταετής νομή της έκτακτης χρησικτησίας είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 11.9.1915, αφού, μετά τη χρονολογία αυτή, δεν επιτρέπεται ούτε έκτακτη χρησικτησία στα ακίνητα του Δημοσίου. Οι παραπάνω διατάξεις εφαρμόζονται μόνο σε δημόσια κτήματα, ήτοι σε ακίνητα που ανήκουν κατά κυριότητα στο Ελληνικό Δημόσιο (Ολ ΑΠ 15/2011), προβάλλει κυριότητα σε δημόσιο, με την παραπάνω έννοια, κτήμα, παρέχοντας του τη δυνατότητα, με την επίκληση της συνδρομής των προϋποθέσεων των εν λόγω διατάξεων, να αποκτήσει την κυριότητα του κτήματος αυτού έναντι του Δημοσίου, την οποία, άλλως, χωρίς, δηλαδή, τις διατάξεις αυτές, μόνο με τη συνδρομή των ανωτέρω αυστηρότερων προϋποθέσεων του, προ του νόμου αυτού, νομικού καθεστώτος, θα μπορούσε να αποκτήσει (ΑΠ 22/2021, ΑΠ 807/2019, ΑΠ 23/2019), 2)Κατά τη διάταξη του άρθρου 1054 ΑΚ, ανεπίδεκτα χρησικτησίας, τακτικής ή έκτακτης, είναι τα εκτός συναλλαγής πράγματα. Όπως δε προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 966, 967, 968 ΑΚ, εκτός συναλλαγής είναι τα κοινόχρηστα πράγματα και τα προοριζόμενα για την εξυπηρέτηση δημοσίων, δημοτικών, κοινοτικών ή θρησκευτικών σκοπών, τα οποία, εφόσον δεν ανήκουν σε δήμο ή κοινότητα, ή ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, ανήκουν στο δημόσιο. 3)Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 6 παρ. 1, 2 και 3 του Ν.2664/1998, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του από τους Ν.3127/2003 και 3481/2006 προκύπτει ότι στην περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου, όταν με την ανακριβή εγγραφή φέρεται το ακίνητο ως “αγνώστου ιδιοκτήτη”, όποιος ισχυρίζεται ότι έχει εγγραπτέο στο Κτηματολόγιο δικαίωμα, ασκεί αίτηση ή κύρια παρέμβαση ενώπιον του κτηματολογικού δικαστή της τοποθεσίας του ακινήτου, που δικάζει, κατά τη διαδικασίας της εκούσιας δικαιοδοσίας, προκειμένου να ζητήσει τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής. Αντικείμενο της δίκης αυτής είναι η διαπίστωση της ύπαρξης του σχετικού εγγραπτέου δικαιώματος του αιτούντος και η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής σύμφωνα με αυτή τη διαπίστωση, χωρίς τη διάγνωση κανενός αμφισβητούμενου δικαιώματος, αφού η εγγραφή “αγνώστου ιδιοκτήτη” δεν ενέχει τέτοια αμφισβήτηση, αλλά ακριβώς την έλλειψη του υπάρχοντος δικαιώματος. Συνακόλουθα, δεν μπορεί να ζητηθεί με την αίτηση αυτή ή την κυρία παρέμβαση η αναγνώριση δικαιώματος, που προσβάλλεται με την ανακριβή πρώτη εγγραφή στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου ώστε να περιληφθεί αντίστοιχη διάταξη στην απόφαση που θα εκδοθεί, καθώς αντικείμενο της δίκης, που ανοίγεται, δεν είναι η αυθεντική διάγνωση του δικαιώματος που αμφισβητείται ανεξαρτήτως του ότι ελέγχεται ως προϋπόθεση (προδικαστικό ζήτημα) η ύπαρξη συγκεκριμένου δικαιώματος για τη ζητούμενη διόρθωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής, χωρίς όμως να καλύπτεται με ισχύ δεδικασμένου. Γι’ αυτό άλλωστε η προαναφερόμενη διάταξη (άρθρο 6 παρ. 3, όπως ισχύει) αναφέρεται μόνο στη διόρθωση της πρώτης εγγραφής και όχι στην αναγνώριση δικαιώματος που προσβάλλεται με την εγγραφή αυτή, όπως προβλέπει η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 του ίδιου νόμου στο πλαίσιο της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας (ΑΠ 34/2019, ΑΠ 74/2015, ΑΠ 1342/2015, ΑΠ 121/2022, ΑΠ 22/2021, ΑΠ 1131/2021, ΑΠ 712/2020, ΑΠ 23/2019, Εφ.Αιγ. 56/2021, Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ).

ΙΙΙ)Ο ορισμός της έννοιας του δάσους, κατά το Ελληνικό δίκαιο, διατυπώθηκε για πρώτη φορά στο άρθρο 1 του Ν.ΑΧΝ71888 “περί διακρίσεως της οριοθεσίας των δασών”, και “ως δάσος νοείται πάσα έκτασις της επιφάνειας του εδάφους, η οποία καλύπτεται εν όλω ή σποραδικώς υπό αγρίων ξυλωδών φυτών οιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, αποτελούντων ως εκ της μεταξύ των αποστάσεως και αλληλεπιδράσεως οργανικήν ενότητα και η οποία δύναται να προσφέρει προϊόντα εκ των άνω φυτών εξαγόμενα ή να συμβάλη εις την διατήρησιν της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας ή να εξυπηρετήση την διαβίωσιν του ανθρώπου εντός του φυσικού περιβάλλοντος” και “ως δασική έκταση νοείται πάσα έκτασις της επιφάνειας του εδάφους, καλυπτόμενη υπό αραιάς ή πενιχράς, υψηλής ή θαμνώδους ξυλώδους βλαστήσεως, οιασδήποτε διαπλάσεως και δυναμένη να εξυπηρετήση μίαν ή περισσοτέρας των εν τη προηγουμένη παραγράφω λειτουργιών”, και επαναλήφθηκε έκτοτε σε όλους τους μεταγενέστερους σχετικούς νόμους, όπως στο άρθρο 57 του Ν.3077/1924, στο άρθρο 45 του Ν.4173/1929, στο άρθρο 1 του Ν.Δ/τος 69/1969, και βασικά δεν διαφέρει από τον ορισμό του δάσους, με τις διατάξεις του άρθρου 3 παράγραφοι 1 και 2 του Ν.998/1979, όπως ίσχυε πριν από τις τροποποιήσεις του με το Ν. 3208/24-12-2003, και στους μεταγενέστερους, αλλά ούτε και από τον ορισμό του άρθρου 1, παράγραφοι 1 και 2 του ανωτέρω Ν.3208/2003, που αντικατέστησε, εκτός των άλλων, τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 3 του Ν. 998/1979 (βλ. ΑΠ 1291/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 400/2011 Ελλ.Δνη 2011/1004, ΑΠ 266/2010, ΑΠ 102/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με τις διατάξεις αυτές, καθορίστηκε η έννοια του δάσους, όπως ανέκαθεν γινόταν αντιληπτή, δηλαδή, ότι το δάσος είναι κάθε έκταση εδάφους, η οποία καλύπτεται ολικά ή σποραδικά από άγρια ξυλώδη φυτά, οποιωνδήποτε διαστάσεως και ηλικίας, τα οποία αποτελούν, με την μεταξύ τους απόσταση, αμοιβαία αλληλεξάρτηση, και αλληλεπίδρασή τους, ιδιαίτερη οργανική ενότητα (βιοκοινότητα – δασοβιοκοινότητα), που μπορεί να προς να προσφέρει προϊόντα εξαγόμενα από τα άνω φυτά και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον. Ως δάσος άλλωστε, νοείται ανέκαθεν, και κάθε έκταση εδάφους, στην οποία η φυόμενη άγρια ξυλώδης βλάστηση οποιασδήποτε διάπλασης, υψηλή ή θαμνώδης, είναι αραιά ή πενιχρή. Κρίσιμη, επομένως, για την έννοια του δάσους, όπως αυτή ανέκαθεν γίνεται αντιληπτή, είναι η οργανική ενότητα της δασικής (δενδρώδους ή θαμνώδους) βλάστησης, η οποία με την συνύπαρξη της όλης δασογενούς χλωρίδας και πανίδας προσδίδει  μόνη σε αυτό την ιδιαίτερη ταυτότητα ως δασικού οικοσυστήματος (πρβλ. ΑΕΔ 27/1997 αδημοσίευτη). Επίσης, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει, ότι στην έννοια του δάσους περιλαμβάνονται και οι εντός αυτών, οποιοσδήποτε φύσης ασκεπείς εκτάσεις, χορτολιβαδικές ή μη, βραχώδεις εξάρσεις και γενικά ακάλυπτοι χώροι, καθώς και οι πάνω από τα δάση ή τις δασικές εκτάσεις, ασκεπείς κορυφές ή αλπικές ζώνες των βουνών και οι άβατες κλυτίες αυτών. Δεν ασκεί εξάλλου επιρροή στο πραγματικό γεγονός της δασικής μορφής του ακινήτου το ότι ορισμένα τμήματα αυτού κατά καιρούς εμφανίζονται χωρίς δασική βλάστηση (βλ. ΑΠ 1524/2012, ΑΠ 309/2012, ΑΠ 1291/2011, ΑΠ 400/2011, ΑΠ 312/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από τις διατάξεις του Β.Δ/τος της 17-11/29-11-1836 συνάγεται ότι τα δάση, που δεν αναγνωρίστηκαν κατά την διαγραφόμενη ειδικότερα στο άρθρο 3 του ίδιου Β.Δ/τος διαδικασία, κατά νόμιμο μαχητό τεκμήριο, ανήκουν στο Ελληνικό Δημόσιο (βλ. ΑΠ 712/2015, ΑΠ 52/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τα δάση, για τα οποία δεν υποβλήθηκαν τίτλοι με την υπόψη διαδικασία και κατέχονταν από ιδιώτες, χαρακτηρίζονταν ως “διακατεχόμενα”. Ο διακάτοχος αντιστοιχεί ως όρος στον κατά τον ΑΚ νομέα (βλ.ΕφΑθ 5279/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Αθ 6598/2006 αδημοσίευτη). Τέλος, σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, δύναται να αποκτηθεί κυριότητα από ιδιώτες ακόμη και σε έκταση χαρακτηριζόμενη ως δημόσια δασική, όπως και σε κάθε άλλο δημόσιο κτήμα, λ.χ επί βοσκοτόπων, εθνικών ή μη, κατά το ισχύσαν μέχρι της εισαγωγής του ΑΚ, στις 23-2-1946, βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο με έκτακτη χρησικτησία [βλ.ν.8 παρ. 8 κωδ. (7-39), Ν.9 ΠΑΡ. 1 Πανδ. (50-4), ν.2 παρ. 20 Πανδ. (41-4), ν.6 παρ. 1 Πανδ. (44-3), ν.76 παρ. 1 Πανδ. (18-1) και ν.7 παρ. 3 Πανδ. (23-3)] προϋποθέσεις της οποίας ήταν η άσκηση νομής, έστω και χωρίς νόμιμο τίτλο, επί τριάντα (30) τουλάχιστον έτη, με καλή πίστη, με τη δυνατότητα του χρησιδεσπόζοντος να συνυπολογίζει στον χρόνο της νομής του και εκείνον του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού. Ως καλή πίστη νοείται η ειλικρινής πεποίθηση ότι, με την άσκηση της νομής πράγματος, δεν προσβάλλεται κατ’ ουσία το δικαίωμα κυριότητας άλλου επ’ αυτού [βλ. ν.27 Παν. (18.1), ν.15 παρ. 3, 48 Παν. (41.3), 11 Πανδ. (51.4), 5 παρ. 5, 1 (41.10) και 109 Πανδ. (50.16)]. Την ύπαρξη δε της καλής πίστης, ως ενδιάθετης κατάστασης, συνάγει ο δικαστής συμπερασματικά από τα περιστατικά που δέχτηκε, ως αποδειχθέντα. Η ύπαρξη “ταπί” ή “χοτζέτι”, ή άλλου Οθωμανικού τίτλου υπέρ του χρησιδεσπόζοντος ή η υποβολή των τίτλων αυτών στη διαδικασία του άρθρου 3 του Β.Δ/τος της 17-11/29-11-1836 δεν αποτελεί προϋπόθεση της αξιούμενης καλής πίστης, αλλά έχει σημασία για την κρίση ότι η νομή ήταν ανεπίληπτη, κατά την συνείδηση του νομέα (βλ. ΑΠ 102/2010, ΑΠ 178/2004, ΑΠ 546/2003, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο τριακονταετής χρόνος χρησικτησίας θα πρέπει να έχει συμπληρωθεί το αργότερο μέχρι και τις 11-9-1915, όπως συνάγεται από τις προαναφερθείσες διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 18 και 21 της 21-6/3-7-1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”, καθώς και από τις διατάξεις του Ν.ΔΞΗ71912 “περί δικαιοστασίου”, σε συνδυασμό με τα εκτελεστικά αυτού διατάγματα και με το άρθρο 21 του Ν.Δ/τος της 22-4/16-5-1926 “περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της αεροπορικής αμύνης” και 60 του Ν.ΣΟΖ/1855 (βλ. ΑΠ 1359/2002, ΑΠ 1281/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1054-1055 του ΑΚ, προκύπτει ότι, για να είναι δυνατή κτήση κυριότητας με χρησικτησία (τακτική ή έκτακτη), πρέπει το πράγμα να είναι δεκτικό χρησικτησίας και να μην εξαιρείται αυτής. Η επιδεκτικότητα, όμως, του πράγματος, ως αντικειμένου χρησικτησίας και να μην εξαιρείται αυτής. Η επιδεκτικότητα, όμως, του πράγματος, ως αντικειμένου χρησικτησίας, καθώς και η μη εξαίρεσή του από αυτήν, δεν αποτελούν στοιχείο της βάσης της αναγνωριστικής αγωγής κυριότητας ακινήτου, στηριζόμενης σε χρησικτησία (τακτική ή έκτακτη), αλλά εναπόκειται στον εναγόμενο να επικαλεσθεί, κατ’ ένσταση και αν αμφισβητηθεί να αποδείξει (άρθρο 339 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ), ότι το πράγμα είναι ανεπίδεκτη χρησικτησίας, ή ότι εξαιρείται αυτής, δεδομένου ότι τόσο οι διατάξεις των άρθρων 1054-1055 του ΑΚ, όσο και οι διατάξεις, ειδικών νόμων, που προβλέπουν ότι ορισμένα πράγματα δεν είναι δεκτικά χρησικτησίας (τακτικής ή έκτακτης) ή ότι εξαιρούνται αυτής, θεσπίζουν εξαιρέσεις του κανόνα για την κτήση κυριότητας με τον πρωτότυπο αυτό τρόπο. Το ίδιο ισχύει και όταν αντίδικος του χρησιδεσπόζοντος είναι το Δημόσιο, τα ακίνητα του οποίου μετά τις 11-9-1915 εξαιρούνται της χρησικτησίας. Επομένως, αν ο ενάγων (ιδιώτης) επικαλείται πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας ακινήτου, στηριζόμενης σε χρησικτησία (τακτική ή έκτακτη), ή παράγωγο τρόπο κτήσης κυριότητάς του, και το Δημόσιο αμφισβητεί την κυριότητα των δικαιοπαρόχων του ενάγοντος, αυτός τότε, θα πρέπει να αποδείξει και την κυριότητα των δικαιοπαρόχων του, μέχρι να αναχθεί σε πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας ,που κατά κανόνα θα είναι η χρησικτησία και δη η έκτακτη. Στις περιπτώσεις δε αυτές φέρει το βάρος να αποδείξει μόνο τις θετικές προϋποθέσεις της χρησικτησίας και όχι τις αρνητικές, όπως ότι το ακίνητο δεν είναι αντικείμενο επιδεκτικό χρησικτησίας ή ότι δεν εξαιρείται αυτής, επειδή δεν είναι δημόσιο. Ο ισχυρισμός ότι το ακίνητο εξαιρείται του θεσμού της χρησικτησίας, επειδή είναι δημόσιο, αποτελεί ένσταση και πρέπει, ως τέτοια, να προταθεί στην δίκη από το εναγόμενο Δημόσιο, με αναγωγή σε κάποιο νόμιμο τρόπο κτήσης κυριότητας. Πέραν, τούτων, όμως, το Δημόσιο, που δεν έχει εξοπλιστεί από το νομοθέτη με ένα γενικό τεκμήριο κυριότητας, το οποίο θα απαλλάσσει το Δημόσιο από το βάρος απόδειξης των παραγωγικών του δικαιώματος των γεγονότων, σε κάθε περίπτωση, που ισχυρίζεται ότι έχει την κυριότητα ενός ακινήτου, θα πρέπει παράλληλα να επικαλείται τον συγκεκριμένο τίτλο κτήσης του, αποδεικνύοντας τα παραγωγικά του γεγονότα, κατ’ άρθρο 338 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ. Ειδικότερα, θα πρέπει να ισχυριστεί, μεταξύ άλλων, ότι το επίδικο ακίνητο είναι δημόσιο κτήμα και περιήλθε στην κυριότητά του, διότι: α)κατά τις διατάξεις του από 10-7-1837 Β.Δ/τος “Περί διακρίσεως κτημάτων”, ήταν αδέσποτο κατά το χρόνο εκείνο, β)άλλως κατά τις διατάξεις των άρθρων 1,2 3 του από 17/29-11-1836 Β.Δ/τος “Περί ιδιωτικών δασών”, ήταν δάσος, και δεν προσκομίσθηκαν στην οριζόμενη ετήσια προθεσμία τυχόν υφιστάμενοι τίτλοι ιδιοκτησίας προς την επί των Οικονομικών Γραμματεία, ή δεν αναγνωρίστηκε έναντι του Δημοσίου η κυριότητα, γ)άλλως, κατά τις διατάξεις του από 3/15-12-1833 Β.Δ/τος ήταν λιβάδι ή βοσκότοπος, δ)άλλως ,κατά την από 27-6/9-7-1832 συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως και τα από 21-1/3-2-1830, 4/16-6-1830 και 6/107-1830, πρωτόκολλα του Λονδίνου αποτελούσε τμήμα μεγαλύτερης έκτασης, που ανήκε στους Οθωμανούς υπηκόους, και καταλήφθηκε από το Δημόσιο δικαιώματι πολέμου στην διάρκεια του αγώνα της ανεξαρτησίας, ισχυρισμός, όμως, που δεν μπορεί να προταθεί για ακίνητα εντός της Αττικής, διότι η Αττική παραχωρήθηκε στο Ελληνικό κράτος, στις 31-3-1833, βάσει της Συνθήκης της Κων/πόλεως και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των Ελληνικών και των Οθωμανικών αρχών και δεν κατακτήθηκε από τις Ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις με τα όπλα, άλλως ότι στον χρόνο υπογραφής των ως άνω πρωτοκόλλων είχε εγκαταλειφθεί από τους τέως  κυρίους τους Οθωμανούς και δεν καταλήφθηκε από άλλους, άλλως, ανήκε στο Τουρκικό Δημόσιο και το δήμευσε, ε) άλλως κατά τις διατάξεις των άρθρων 62 παρ. 1 του Ν. 998/1979, 2 παρ. 2 του Ν.Δ/τος 86/1969, και 46 του Ν.4173/1929, είχε ανέκαθεν δασικό χαρακτήρα, στ) άλλως, περιήλθε στην κυριότητά του με τακτική, άλλως με έκτακτη χρησικτησία, αφού μετά την απελευθέρωση της χώρας από τους Οθωμανούς το νεμόταν, καθώς και τη μεγαλύτερη έκταση, που το περιβάλλει, με διάνοια κυρίου, καλή πίστη και νόμιμο τίτλο, ασκώντας όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση του διακατοχικές πράξεις, όπως φύλαξη, εκδόσεις πρωτοκόλλων διοικητικής αποβολής κ.λ.π. Οι ισχυρισμοί αυτοί του Δημοσίου συνιστούν ενστάσεις ιδίας κυριότητας (βλ. ΑΠ 712/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1527/2014, ΑΠ 977/2007 ΤΝΟ ΔΣΑ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Εξάλλου, όταν ενάγει ο ιδιώτης το Δημόσιο, ισχυριζόμενος ότι έχει συμπληρωθεί υπέρ αυτού έκτακτη χρησικτησία και επικαλείται ότι ασκούσε πράξεις νομής προσιδιάζουσες σε καλλιεργήσιμο αγρό, ο ισχυρισμός του εναγομένου Δημοσίου, ότι πρόκειται για δάσος ή δασική έκταση, οπότε τεκμαίρεται η κυριότητά του, δεν ανατρέπει αφ’ εαυτού την συμπλήρωση της έκτακτης χρησικτησίας, η οποία χωρεί και επί δημοσίων εκτάσεων με την μορφολογία δάσους, αλλά ο ενάγων βαρύνεται, λόγω  του ως άνω τεκμηρίου της κυριότητας του Δημοσίου, προς απόκρουση του ισχυρισμού του Δημοσίου, να αποδείξει ότι το επίδικο δεν φέρει τον χαρακτήρα δάσους ή δασικής έκτασης (βλ. ΑΠ 712/2015, ΑΠ 1524/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος ο χαρακτηρισμός μιας έκτασης, ως δασικής ή μη, με τις συνέπειες που επάγεται κατά το Σύνταγμα και το νόμο, είναι θέμα διοικητικής φύσεως, η επίλυση του οποίου απόκειται κατά το Σύνταγμα στην Διοίκηση, και σε περίπτωση αμφισβητήσεων στο ΣτΕ. Η δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων εξαντλείται στην επίλυση των αμφισβητήσεων ως προς την ύπαρξη ιδιωτικών δικαιωμάτων επί δασικών εκτάσεων, και δεν επεκτείνεται στην διάγνωση της ορθότητας του χαρακτηρισμού τους, ως δασικών ή μη, για την οποία μόνος αρμόδιος είναι ο ακυρωτικός δικαστής.

Από την υπ’ αριθ. …../3.11.2016 ένορκη βεβαίωση που λήφθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος-εκκαλούντος ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά κατόπιν νόμιμης κλήτευσης του αντιδίκου (βλ.την υπ’ αριθμ. …./27.10.2016 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή Αθηνών, …… .) και τις φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθ. 444 παρ. 1 περ.γ΄, 448 παρ. 2 και 457 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ, όπως η πρώτη των διατάξεων αντικαταστάθηκε με το άρθρο 40 παρ. 1 Ν. 3994/2011) και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ), αποδείχθηκαν κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, σε σχέση με τον προβαλλόμενη τρίτο λόγο της έφεσης, τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Ο Εκκαλών, ενάγων, τυγχάνει πλήρης και αποκλειστικός κύριος, νομέας και κάτοχος, ενός ακινήτου, οικοπέδου, συνολικής έκτασης 88 τ.μ που βρίσκεται στο θέση “…..”, στην Κτηματική Περιφέρεια της Δημοτικής Κοινότητας Κερατσινίου, της Δημοτικής Ενότητας Κερατσινίου, του Δήμου Κερατσινίου-Δραπετσώνας, Περιφερειακής Ενότητας Πειραιά, Περιφέρειας Αττικής, μέσα στο εγκεκριμένο σχέδιο, στο οικοδομικό τετράγωνο που περικλείεται από τις οδούς ……….. και με πρόσωπο στην οδό …. επι της οποίας φέρει τον αριθμό ….., το οποίο εμφαίνεται με τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα Α-Β-Γ-Δ- στο από Ιανουαρίου 2015 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού ………….., δεν είναι άρτιο και οικοδομήσιμο και δεν είναι υπόχρεο σε εισφορά γής ή χρήματος σύμφωνα με το Ν. 1337/83, και συνορεύει βόρεια σε ευθεία πλευρά διαγράμματος με τα στοιχεία Α-Β μήκους μέτρων 7,69 με οδό ….. επί της οποίας φέρει τον αριθμό 20, νότια σε ευθεία πλευρά διαγράμματος με τα στοιχεία Δ-Ε μήκους μέτρων 7,11, με ιδιοκτησία αγνώστων, ανατολικά σε ευθεία πλευρά διαγράμματος με τα στοιχεία Β-Γ-Δ συνολικά μήκους μέτρων 13,43 με ιδιοκτησία αγνώστων και δυτικά σε ευθεία πλευρά διαγράμματος με τα στοιχεία Α-Ε μήκους μέτρων 13,42 με ιδιοκτησία ………… με ΚΑΕΚ ………. Περιήλθε δε το οικόπεδο αυτό, στην πλήρη και αποκλειστική κυριότητα του ενάγοντος-εκκαλούντος, λόγω έκτακτης χρησικτησίας, δεδομένου ότι από το έτος 1974, μέχρι και σήμερα, αδιάλειπτα, και αδιατάρακτα, αυτός (εκκαλών-ενάγων) νέμεται και κατέχει το εν λόγω ακίνητο (οικόπεδο), με διάνοια κυρίου, ασκώντας επί αυτού, κάθε νοητή και προσιδιάζουσα στη φύση και τον προορισμό του, διακαταχική πράξη νομής, κατοχής και χρησοδεσποτείας, όπως επίβλεψη, επίσκεψη, οριοθέτηση, περίφραξη, καθαρισμό, αποψίλωση από τη δημιουργούμενη αυτοφυόμενη βλάστηση, μπάζωμα με χώμα καθώς είχε κλίση κατηφορική, χρήση του ως θέση στάθμευσης Ι.Χ.Ε αυτοκινήτων του ιδίου (ενάγοντα) αλλά και, κατόπιν αδείας αυτού, και συγγενικών του προσώπων, επιδεικνύοντας με τον τρόπο αυτό την πρόθεσή του, για διαρκή, απεριόριστη και αποκλειστική εξουσίαση του, όμοια ή ανάλογη με εκείνη , που απορρέει από το δικαίωμα της πλήρους κυριότητας, που αναγνωρίζεται στο δικαιούχο της, χωρίς ποτέ να αμφισβητηθεί το δικαίωμά του αυτό από τρίτο πρόσωπο. Τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά προκύπτουν και από την ένορκη  κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντος, ……….. (……./2016 ένορκη βεβαίωση), κατά την οποία: “……Και οι δύο διαμένουμε με τις οικογένειές μας στην ίδια πολυκατοικία που βρίσκεται στο Κερατσίνι, επί της οδού …….. ενώ από το 1993, περίπου, ενώ ο κ. ………., από το 1973………..έναντι ακριβώς……….βρίσκεται το οικόπεδο…………Εξ όσων γνωρίζω από τη σύζυγό μου………αδελφή με τη……..σύζυγο ………. αλλά και από τον ίδιο…….χρησιμοποιούσε το οικόπεδο αυτό από το έτος 1974 περίπου, χωρίς ποτέ να ενοχληθεί από κανένα……το 1980 υπήρχε μια περίφραξη, η οποία…….αργότερα χάλασε και έπεσε………γνωρίζω εξ ιδίας αντιλήψεως ότι…..και το 1993 χρησιμοποιούσε το συγκεκριμένο……….τον έβλεπα συνεχώς να φροντίζει το οικόπεδο………να το καθαρίζει από τα αγριόχορτα και τις πέτρες…….να παρκάρει το αυτοκίνητό του..και εγώ ο ίδιος τον έχω βοηθήσει πολλές φορές να διαμορφώσουμε το χώρο του οικοπέδου, σπάζοντας βράχια, ξεχερσώνοντας χόρτα, μπαζώνοντας με χώρα με τη βοήθεια μπουλντόζας…….να ευθυγραμμιστεί…….είχε κλίση κατηφορική .Αυτό έγινε περίπου το 1995………..Εξακολουθεί …….να το περιποιείται …….να το φροντίζει……….το χρησιμοποιεί και ως χώρο πάρκινγκ. Επιτρέπει δε σε σε εμένα να παρκάρω τα οχήματά μου (Ι.Χ.Ε, μηχανή και ένα φουσκωτό σκάφος)…..δεν γνωρίζω ούτε έχω δει να ενοχληθεί από κάποιον γείτονα……ούτε γνωρίζω το Ελληνικό Δημόσιο να το έχει διεκδικήσει με οποιονδήποτε τρόπο”.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε, ότι, κατά το ως άνω αντιχρονικό διάστημα, το εφεσίβλητο-εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, ούτε επέβλεπε το ως άνω ακίνητο, ούτε είχε συνάψει μισθώσεις με τρίτους, για την εκμετάλλευσή του, ούτε απέβαλε, ούτε ενόχλησε με κανένα τρόπο τον εν λόγω κύριο του γεωτεμαχίου, ούτε προέκυψε ότι αμφισβήτησε την κυριότητά του, ή ότι διεξήγαγε δίκες σε βάρος του. Άλλωστε, δεν αποδείχθηκε ο δασικός χαρακτήρας του επιδίκου ακινήτου, ούτε κατά το κομβικό χρονικό σημείο ισχύος του Β.Δ/τος της 17/29-11-1836 “περί ιδιωτικών δασών”, αντίθετα αποδεικνύεται ότι πρόκειται περί αστικής περιοχής που περιβάλλεται από πολυώροφες οικοδομές, όπως προκύπτει και από το απόσπασμα προσωρινού δασικού χάρτη του Δ. Κερατσινίου, έτους λήψης 2007-2009, αλλά και από το γεγονός της γειτνίασης αυτού (επιδίκου ακινήτου) προς δυτικά με ιδιοκτησία φυσικού προσώπου, καθώς και ότι απέναντι από αυτό (επίδικο ακίνητο) επί της οδού …. αρ. ….. έχει ανεγερθεί πολυώροφος πολυκατοικία στην οποία διαμένει αυτός (ενάγων) ήδη από το έτος 1973. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας κτηματογράφησης στο Δήμο Κερατσινίου, το επίδικο γεωτεμάχιο, με ΚΑΕΚ …………. που είναι έκτασης 99 τ.μ φέρεται  ως “αγνώστου ιδιοκτήτη”. Περαιτέρω, επειδή δεν προέκυψε η ύπαρξη δασικής βλάστησης στο επίδικο γεωτεμάχιο, που να τον προσδίδει δασικό χαρακτήρα, δεν δημιουργείται έτσι τεκμήριο κυριότητας υπέρ του εφεσιβλήτου-εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, καθόσον βάσει των όσων εκτίθενται σχετικά στην παραπάνω μείζονα σκέψη, προϋπόθεση εφαρμογής του τεκμηρίου αυτού είναι η ιδιότητα του διεκδικούμενου, ως δάσους, κατά το χρόνο έναρξης της ισχύος του Β.Δ/τος της 17/29-11-1836 “Περί ιδιωτικών δασών”, ιδιότητα όμως που δεν προέκυψε στην προκειμένη περίπτωση, και αναμφισβήτητα δεν προέκυψε ότι το επίδικο γεωτεμάχιο είχε χορτολιβαδικό χαρακτήρα. Περαιτέρω, από το ανωτέρω αποδεικτικό υλικό, δεν αποδεικνύεται κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, στο επίδικο γεωτεμάχιο, που να ερείδεται στην από 9-7-1832 Συνθήκη της Κων/πόλεως, και των από 3-2-1830, 4/16-6-1830, και 19-6/1-7-1830 Πρωτοκόλλων του Λονδίνου, αφού το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει συγκεκριμένα, ότι το επίδικο γεωτεμάχιο, ανήκε στο Οθωμανικό Δημόσιο ή σε Τούρκους, οι οποίοι εγκατέλειψαν την επικράτεια κατά την επανάσταση, και δεν διατήρησαν τις ιδιοκτησίες τους, ούτε επανέκαμψαν στην Ελλάδα, ή ότι το επίδικο δημεύτηκε από το εναγόμενο-εφεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο. Εξάλλου από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 4 του άρθρου 27 “Δασικοί χάρτες” του Ν.2664/1998, σαφώς συνάγεται ότι οι δασικοί χάρτες διακρίνονται στους προσωρινούς, που συντάσσονται από τις υπηρεσίες των Διευθύνσεων Δασών της Περιφέρειας στον κάθε νομό, και στους οριστικούς, οι οποίοι προκύπτουν από την κύρωση από το Γενικό Γραμματέα της οικείας Περιφέρειας, των προσωρινών χαρτών, αφού προηγουμένως εξεταστούν οι αντιρρήσεις που προβλήθηκαν μετά την ανάρτησή τους και συντελεστούν οι ανάλογες διορθώσεις. Μόνο, δε, οι οριστικοί χάρτες, κατά την ειδική πρόβλεψη του νόμου (άρθρο 27 παρ. 4 του Ν.2664/1998), έχουν πλήρη αποδεικτική ισχύ ενώπιον κάθε διοικητικής ή δικαστικής αρχής. Άλλωστε, οι αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων, που επιλύουν αμφισβητήσεις για το ιδιοκτησιακό καθεστώς δασών ή δασικών εκτάσεων κρίνουν με δύναμη δεδικασμένου την ύπαρξη ή μη ιδιωτικών δικαιωμάτων σε τέτοιες εκτάσεις και δεν ασκούν επιρροή στο χαρακτήρα τους, ως δασικών ή μη, εκτός αν βεβαιώνουν την ύπαρξη πραγματικών περιστατικών, ικανών να κλονίσουν το αιτιολογικό έρεισμα της σχετικής διοικητικής κρίσεως (πρβλ ΣτΕ 3909/2006, 2997/2003, 2600/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Ενόψει όλων των ως άνω αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών, που δεν αμφισβητούνται βάσιμα από το εναγόμενο ήδη εφεσίβλητο, Ελληνικό Δημόσιο, με έγγραφα ή μάρτυρες, βάσει δε, όσων εκτίθενται στην παραπάνω μείζονα σκέψη της απόφασης αυτής, οι ισχυρισμοί αυτού (Ελληνικού Δημοσίου) περί κτήσης κυριότητας, για το λόγο ότι, το επίδικο γεωτεμάχιο αποτελεί δημόσια δασική έκταση ανήκουσα στην κυριότητα, νομή και κατοχή του, καθόσον εμπίπτει εντός της δασικής έκτασης με κωδικό ΔΑ 8285 και ως εκ τούτου ισχύει υπέρ αυτού το τεκμήριο κυριότητας κατά τον προϊσχύσαντα δασικό κώδικα και το άρθρο 62 παρ. 1 ν.998/1979 αλλά και το τεκμήριο νομής υπέρ του, ακόμη και αν ουδεμία πράξη επ’ αυτού ενήργησε, άλλως δυνάμει της από 9-7-1832 της Συνθήκης της Κων/πόλεως και των από 3-2-1830, 4/16-6-1830 και 19-6/1-7-1830 Πρωτοκόλλων του Λονδίνου άλλως δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 16 Ν. 21.6/10.7.1837, κρίνονται απορριπτέοι, ως ουσιαστικά αβάσιμοι στο σύνολό τους. Κατά συνέπεια η ένδικη αγωγή, κατά τη βάση και το αίτημά της περί κτήσης κυριότητας του ενάγοντα ως αποκλειστικά κυρίου του επίδικου γεωτεμαχίου εμβαδού 99 τ.μ με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, ως νεμόμενος αυτού, με εμφανείς, υλικές πράξεις νομής προσιδιάζουσες στη φύση και προορισμό του διανοία κυρίου για χρονικό διάστημα πλέον των είκοσι (20) ετών, είναι κατ’ ουσίαν βάσιμη, ενώ αντίθετα αυτή (υπό κρίση αγωγή) είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, κατά τη βάση που ζητείται η αναγνώριση της κυριότητας επί του επιδίκου ακινήτου, κατά τη διάταξη του άρθρου 41β ν.3127/2003, καθόσον από το έτος 1974, έως και τον χρόνο έναρξης ισχύος του άνω νόμου, την 19.3.2003, δεν έχει συμπληρωθεί το χρονικό διάστημα των τριάντα ετών, που ορίζεται ως προϋπόθεση εφαρμογής της ως  άνω νομοθετικής διατάξεως. Κατά συνέπεια, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, α)που απέρριψε την ως άνω αγωγή κατά τη βάση με την οποία ο ενάγων ζητεί την αναγνώριση κυριότητας έναντι του Ελληνικού Δημοσίου κατά τη διάταξη του άρθρου 41β ν. 3127/2003, ως μη νόμιμη, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ο σχετικός λόγος (πρώτος) της υπό κρίση εφέσεως είναι αβάσιμος και απορριπτέο. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που αντίθετα με τις ουσιαστικές παραδοχές του παρόντος Δικαστηρίου, απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή ως προς τη βάση της κτήσης κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία κατά τις διατάξεις του ΑΚ, δεχόμενο ότι ο επίδικο γεωτεμάχιο ως δημόσια δασική έκταση ανήκει στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, κατά παραδοχή ως ουσιαστικά βάσιμων των ισχυρισμών περί κυριότητας αυτού, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και πλημμελώς εκτίμησε και αξιολόγησε το ενώπιον του προσαχθέν αποδεικτικό υλικό, οπότε ο σχετικός τρίτος λόγος της υπό κρίση έφεσης είναι ουσιαστικά βάσιμος καθώς και κατόπιν της αποδοχής του λόγου αυτού και η υπό κρίση έφεση στο σύνολό της. Σε παραδοχή δε αυτού, πρέπει κατ’ εφαρμογή του άρθρου 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση κατά το μέρος που απορρίφθηκε η αγωγή ως αβάσιμη κατ’ ουσία, να διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο, να εξεταστεί η αγωγή κατά την άνω βάση της, που είναι νόμιμη, και κατ’ ουσίαν, να γίνει δεκτή αυτή ως  βάσιμη από ουσιαστική άποψη, να αναγνωριστεί ο ενάγων κύριος του επιδίκου γεωτεμαχίου, αποκτηθείσας τούτης (κυριότητας) με έκτακτη χρησικτησία, να διαταχθεί η διόρθωση της εσφαλμένης αρχικής-πρώτης εγγραφής, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Στη συνέχεια και αφού εξαφανισθεί η περί δικαστικών εξόδων διάταξη της εκκαλούμενης, πρέπει αυτά (δικαστικά έξοδα0 και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, να συμψηφιστούν στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, κατά τα άρθρα 179 και 183 Κ.Πολ.Δ, καθόσον η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής, διάταξη που έχει εφαρμογή και όταν διάδικος είναι το Δημόσιο ή Ν.Π.Δ.Δ (Ολ ΑΠ 18/1993, Εφ.Πειρ. 551/2014, Εφ.Θεσσαλ. 847/2013, Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ). Τέλος, ενόψει της εν μέρει νίκης του εκκαλούντος, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση (άρθ. 495 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ) σε αυτόν του χρηματικού παραβόλου, που κατατέθηκε κατά την άσκηση της έφεσης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 11.11.2019 (αριθ.καταθ. …………/2019) έφεση κατά της υπ’ αριθ. 5082/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, όπως διορθώθηκε από την υπ’ αριθ. 1803/2020 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου.

Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 5082/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά όπως διορθώθηκε με την υπ’ αριθ. 1803/2020 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 3.6.2016 (αριθ.καταθ. ……………./2016) αγωγή.

Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη.

Αναγνωρίζει ότι ο εκκαλών, ήδη από τον χρόνο καταχώρησης της αρχικής εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου του Δήμου Κερατσινίου-Δραπετσώνας Νομού Αττικής, κατά τον χρόνο έναρξης του Κτηματολογίου στις 31.5.2007 στην περιοχή του Δήμου Κερατσινίου-Δραπετσώνας του Νομού Αττικής, ήταν αποκλειστικά κύριος, από έκτακτη χρησικτησία κατά τον Α.Κ, του ακινήτου εμβαδού 99 τ.μ, που περικλείεται από τις οδούς ……….. και με πρόσωπο στην οδό …. επί της οποίας φέρει τον αριθμό …., το οποίο αποτυπώνεται στο από Ιανουαρίου 2015 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού . …… με τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα Α-Β-Γ-Δ και φέρει αριθμό ΚΑΕΚ ……….

Διατάσσει τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Δήμου Κερατσινίου-Δραπετσώνας του Νομού Αττικής, ώστε στο κτηματολογικό φύλλο με ΚΑΕΚ ………… να αναγραφεί ο ενάγων ως κύριος κατά ποσοστό 100%, με τίτλο κτήσης την έκτακτη χρησικτησία κατά τον ΑΚ.

Διατάσσει τη διόρθωση του εμβαδού, ώστε να καταχωρηθεί στα κτηματολογικά βιβλία του Δήμου Κερατσινίου-Δραπετσώνας του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιά, στο κτηματολογικό φύλλο με ΚΑΕΚ ………. το επίδικο γεωτεμάχιο ορθά με εμβαδόν 99 τ.μ.

Διατάσσει την απόδοση στην εκκαλούντα του καταβληθέντος με το ηλεκτρ.αρ. ………. παραβόλου, ποσού εκατό (100) ευρώ.

Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 16 Σεπτεμβρίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, της πληρεξουσίας δικηγόρου του εκκαλούντος και της δικαστικής πληρεξουσίας ΝΣΚ του εφεσιβλήτου.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ